Αριθμός 221/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 3ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΑΝΗΛΙΚΩΝ ΠΕΙΡΑΙΑ», το οποίο εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Νικόλαο Μπιλίρη.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ………………., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Δήμητρα Τσιπελίκη.
Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 31.12.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……………/2019) αγωγή, επί της οποίας εκδοθηκε η υπ΄ αριθμ. 2775/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου το πρώτο εκ των εναγομένων και ήδη εκκαλούν ΝΠΔΔ με την από 14.10.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2020- ………./2020) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
H υπό κρίση από 14.10.2020 έφεση (με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ ……./15.10.2020) κατά της υπ’ αριθμ. 2775/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε επί της από 31.12.2019 αγωγής της εφεσιβλήτου κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών των άρθρων 614 παρ. 3, 621 επομ. ΚΠολΔ, όπως αντικ. από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν. 4335/2015., έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 19, 495, 511, 513 παρ.1 περ. β, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η επίδοση της εκκαλουμένης έλαβε χώρα την 15.9.2020 και η έφεση κατατέθηκε στην γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου την 15.10.2020. Πρέπει, επομένως να γίνει τυπικά δεκτή, δεδομένου ότι, για το παραδεκτό της δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου σύμφωνα με την παρ. 3 εδ. στ΄ του άρθρου 495 Κ.Πολ.Δ. και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια, όπως και πρωτοδίκως, ειδική διαδικασία (άρθρ. 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.)
Με την ως άνω αγωγή της, που άσκησε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου εναντίον του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος ΝΠΔΔ με την επωνυμία “Εταιρεία Προστασίας Ανηλίκων Πειραιά” και του Υπουργού Δικαιοσύνης, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ισχυρίσθηκε, ότι την 1.12.1994 προσελήφθη από τον Δήμο Πειραιά και απασχολήθηκε σαυτόν αρχικά με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου και στη συνέχεια με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μέχρι και την 31.7.2013. Ότι την 1.8.2013 με απόφαση του Γ.Γ. του Υπουργείου Δικαιοσύνης μεταφέρθηκε από τον άνω δήμο στο εναγόμενο και ήδη εκκαλούν ΝΠΔΔ, όπου υπηρέτησε ως διοικητικός υπάλληλος μέχρι την 30.9.2013 και, ακολούθως, από 1.10.2013 και εφεξής ως διευθύντρια του εναγομένου. Ότι, επειδή ο παραπάνω Δήμος δεν είχε αναγνωρίσει μέχρι την μετάταξή της το σύνολο της νόμιμης προϋπηρεσίας της σαυτόν, η εναγομένη την κατέταξε στο 3ο μισθολογικό κλιμάκιο της κατηγορίας ΔΕ του βαθμού Ε΄, που κατείχε και στον φορέα προέλευσης, με μηνιαίο βασικό μισθό 1.002 ευρώ, παραλείποντας να συνυπολογίσει μέρος της προϋπηρεσία της στον Δήμο Πειραιά εκ 15 ετών και 11 μηνών, με βάση την οποία θα έπρεπε να την κατατάξει στο 2ο μισθολογικό κλιμάκιο της κατηγορίας ΔΕ του βαθμού Γ΄ με μηνιαίο μισθό 1.367,92 ευρώ και εντεύθεν στα λοιπά μισθολογικά κλιμάκια με τον αντίστοιχο μισθό, που παραθέτει αναλυτικά στην αγωγή της. Ότι μετά την άσκηση της από 1.3.2012 αγωγής της κατά του Δήμου Πειραιά, εκδόθηκε η υπ΄αριθμ. 478/2017 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία αναγνωρίσθηκε τελεσίδικα, ότι αυτή απασχολήθηκε στον παραπάνω Δήμο και, επομένως, είχε συνυπολογιζόμενη επιπλέον προϋπηρεσία και για τα χρονικά διαστήματα από 1.12.1994 έως την 26.5.1998 που εργάσθηκε με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου και από 10.6.1999 έως και την 01.06.2010 που εργάσθηκε με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Με την ίδια απόφαση υποχρεώθηκε ο εν λόγω Δήμος να της καταβάλει και το αντίστοιχο επίδομα χρόνου προϋπηρεσίας. Ότι παρά ταύτα το εναγόμενο ΝΠΔΔ, στο οποίο μεταφέρθηκε κατά τα άνω, καθώς και ο συνεναγόμενος Υπουργός Δικαιοσύνης που το εποπτεύει, αρνούνται να αναγνωρίσουν μισθολογικά την παραπάνω προϋπηρεσία της και να της καταβάλουν τις διαφορές αποδοχών που προκύπτουν από την κατάταξή της σε κατώτερα από τα αντίστοιχα με την προϋπηρεσία της μισθολογικά κλιμάκια, καθώς και την καταβολή αποζημίωσης για νόμιμη και παράνομη υπερωριακή απασχόληση, (πέραν του 8ώρου και εργασία τα Σάββατα και τις Κυριακές), και για μη ληφθείσα κανονική άδεια κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή της. Με βάση το ιστορικό αυτό, και μετά από μετατροπή του αρχικά καταψηφιστικού αιτήματός της σε εν μέρει αναγνωριστικό, ζήτησε, κυρίως, με βάση την μεταξύ τους σύμβαση και το νομικό πλαίσιο που την διέπει και επικουρικά με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, συνιστάμενης (της αδικοπραξίας) στην παράνομη απασχόληση πέραν του νομίμου ωραρίου της, και, επικουρικότερα, με βάση τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού: α) να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να της καταβάλλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, τα ποσά των 9.799,42 ευρώ για διαφορές μεταξύ των μικρότερων αποδοχών που πράγματι έλαβε κατά το χρονικό διάστημα από 1.8.2013 έως 31.12.2019 και αυτών που εδικαιούτο με τον συνυπολογισμό του πιο πάνω χρόνου προϋπηρεσίας της και την κατάταξή της στα ορθά μισθολογικά κλιμάκια (ΜΚ), καθώς και τα ποσά των 11.348,80, 10.894,85 και 6.641,28 ευρώ αντίστοιχα για την εργασία της κατά την ημέρα του Σαββάτου, την παράνομη υπερωριακή της απασχόληση κατά την αργία της Κυριακής και ως αποζημίωση για μη χορηγηθείσα άδεια κατά το ίδιο χρονικό διάστημα και β) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 20.260,56 ευρώ για την πέραν του 8ώρου υπερωριακή απασχόλησή της κατά το χρονικό διάστημα από 1.8.2013 έως 31.12.20119, νομιμότοκα από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία απέρριψε την αγωγή ως προς τον δεύτερο εναγόμενο Υπουργό Δικαιοσύνης ως απαράδεκτη ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης. Ως προς το πρώτο εναγόμενο – ήδη εκκαλούν ΝΠΔΔ με την επωνυμία “Εταιρεία Προστασίας Ανηλίκων Πειραιά” το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ως ακολούθως: 1) απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή: α) στο σύνολό της κατά την επικουρική της βάση της αδικοπραξίας, β) τα κονδύλια της αγωγής που αφορούν υπερωριακή εργασία (πέραν του 8ωρου, και εργασία κατά τις ημέρες του Σαββάτου και της Κυριακής) κατά την κύρια βάση τους (από την σύμβαση) και γ) το παρεπόμενο αίτημα της αγωγής περί τοκοδοσίας από την ημέρα που έπρεπε να καταβληθεί έκαστο κονδύλιό της και 2) έκρινε νόμιμη την αγωγή και δη: α) τα κονδύλια των μισθολογικών διαφορών και της αποζημίωσης για την μη χορήγηση της ετήσιας αδείας κατά την κύρια βάση τους (από την σύμβαση) και β) τα κονδύλια της αγωγής που αφορούν υπερωριακή εργασία (πέραν του 8ώρου και εργασία τα Σάββατα και τις Κυριακές) κατά την επικουρική τους βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ακολούθως, αφού απέρριψε κατ΄ουσίαν τα κονδύλια της αγωγής που αφορούν υπερωριακή εργασία (πέραν του 8ωρου, και εργασία κατά τις ημέρες του Σαββάτου και της Κυριακής), καθώς και το κονδύλιο της αγωγής, με το οποίο ζητούνταν αποζημίωση αδείας για τα έτη 2013-2016 λόγω παραγραφής, έκανε δεκτή κατά τα λοιπά την αγωγή ως βάσιμη και κατ΄ουσίαν και αναγνώρισε ότι το εναγόμενο οφείλει στην ενάγουσα το ποσό των 9.843,92 ευρώ για διαφορές μισθολογικών αποδοχών και το ποσό των 2.364,39 ευρώ για αποζημίωση αδείας των ετών 2017, 2018 και 2019, νομιμότοκα από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής.
Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη το εναγόμενο – εκκαλούν ΝΠΔΔ με την κρινόμενη έφεσή του και τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνισή της και την καθ΄ ολοκληρίαν απόρριψη της εναντίον του αγωγής.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 516 §§ 1-2 ΚΠολΔ, «1. Δικαίωμα έφεσης έχουν, εφόσον νικήθηκαν ολικά ή εν μέρει στην πρωτόδικη δίκη, ο ενάγων, ο εναγόμενος, εκείνοι που άσκησαν κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, οι καθολικοί διάδοχοί τους, οι ειδικοί διάδοχοί τους, εφόσον απέκτησαν την ιδιότητα αυτή μετά την άσκηση της αγωγής, και οι εισαγγελείς πρωτοδικών, αν ήταν διάδικοι. 2. Έφεση έχει δικαίωμα να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον». Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία «Δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει έννομο συμφέρον», προκύπτει ότι κύρια θετική προϋπόθεση για την άσκηση του ένδικου μέσου της έφεσης, είναι το έννομο συμφέρον του εκκαλούντος. Το έννομο συμφέρον προκύπτει, κυρίως, από τη βλάβη που υπέστη ο διάδικος, ο οποίος επιδιώκει τον έλεγχο της απόφασης. Κατά κανόνα βλάβη του διαδίκου υπάρχει, όταν απορρίπτονται, εν μέρει ή ολικά, οι προτάσεις του, (ήτοι η αγωγή, η ανταγωγή, οι ενστάσεις του), ή γίνονται δεκτές έναντι αυτού, εν μέρει ή ολικά, οι προτάσεις του αντιδίκου του. Η βλάβη του εκκαλούντος πρέπει να υπάρχει σε σχέση με τον αντίδικό του και η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να περιέχει κάποια διάταξη υπέρ του αντιδίκου του εκκαλούντος. Κατ’ εξαίρεση και σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 516 § 2 ΚΠολΔ, έφεση μπορεί να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε στην πρωτοβάθμια δίκη, είτε διότι έγινε δεκτή η αγωγή του κ.λπ. είτε διότι απορρίφθηκε η αγωγή κ.λπ. του αντιδίκου του, εφόσον έχει έννομο συμφέρον, το οποίο κρίνεται με βάση την προσβαλλόμενη απόφαση και υπάρχει, όταν ο διάδικος βλάπτεται από τις αιτιολογίες της εκκαλούμενης απόφασης, και, ιδίως, αν δημιουργείται από την απόφαση δεδικασμένο σε βάρος του σε άλλη δίκη. Ειδικότερα, η συνδρομή του έννομου συμφέροντος κρίνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το χρόνο που ασκείται το ένδικο μέσο, και υπάρχει, όταν ο διάδικος που νίκησε, βλάπτεται από την αιτιολογία της απόφασης και, ιδίως, αν δημιουργείται από αυτή δεδικασμένο σε βάρος του σε άλλη δίκη, αν δηλαδή η αιτιολογία της απόφασης αποτελεί στοιχείο του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη και φέρει, έτσι, τα στοιχεία διατακτικού. Οι εσφαλμένες αιτιολογίες της εκκαλούμενης απόφασης, οι οποίες δεν καταλήγουν σε βλάβη του εκκαλούντος με αντίστοιχες προς αυτές διατάξεις που διαλαμβάνονται στο διατακτικό της, όπως και ζητήματα που κρίθηκαν πλεοναστικά, χωρίς να υπάρχει ανάγκη, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο έφεσης, καθόσον το κρίσιμο τμήμα της απόφασης δεν είναι οι αιτιολογίες αλλά οι διατάξεις αυτής. Διαφορετικά, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αντικαθιστά τις εσφαλμένες αιτιολογίες και απορρίπτει την έφεση. Συνεπώς, κατ’ εξαίρεση μπορεί να προκαλείται βλάβη από τις δυσμενείς αιτιολογίες, όταν από αυτές ιδρύεται δεδικασμένο, οπότε και υπάρχει έννομο συμφέρον για την άσκηση έφεσης ακόμη και από το διάδικο που νίκησε, προς αποτροπή αυτού, (βλ. ΑΠ 226/2014, ΑΠ 920/2013, ΑΠ 1182/2012, ΑΠ 382/2011, ΑΠ 653/2010 Νόμος). Οι αιτιολογίες της απόφασης έχουν συνέπειες διατακτικού, εάν (μεταξύ άλλων) η απόφαση έλυσε με παρεμπίπτουσα σκέψη κάποια προδικαστική έννομη σχέση σε βάρος του διαδίκου που νίκησε (είτε είναι ενάγων είτε εναγόμενος), οπότε ο διάδικος αυτός βλάπτεται και δικαιούται να προσβάλει την απόφαση, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη του άρθρου 516 § 2 ΚΠολΔ, (βλ. ΑΠ 404/2010 Νόμος). Επιπλέον, η αιτιολογία καθεαυτή δημιουργεί δυσμενές δεδικασμένο σε βάρος του διαδίκου, και όταν η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί, επειδή είναι αβάσιμη η ιστορική βάση της, ενώ απορρίφθηκε μετά από προβληθείσα ένσταση του διαδίκου, αφού στην περίπτωση αυτή η απόφαση υπολείπεται των προσδοκιών του διαδίκου και, συνεπώς, πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι ηττημένος ο διάδικος, ο οποίος βλάπτεται, γενικά, από το περιεχόμενο της απόφασης, οπότε με την άσκηση της έφεσης υφίσταται γι’ αυτόν η δυνατότητα να μεταβάλει υπέρ αυτού την απόφαση, εφόσον συντρέχει βάσιμη προς τούτο περίπτωση, (βλ. ΑΠ 920/2013 Νόμος, αντίθετα για την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος ΑΠ 913/2010 Νόμος). Το έννομο συμφέρον για την άσκηση των ένδικων μέσων αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, της οποίας η ανάγκη ύπαρξης συνάγεται και από τη γενική διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι το έννομο συμφέρον, ως προϋπόθεση του παραδεκτού κάθε ένδικου μέσου, αποτελεί ειδικότερη έκφανση της θεμελιώδους αρχής που καθιερώνει το ανωτέρω άρθρο. Η παραπάνω προϋπόθεση εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και η έλλειψή της συνεπάγεται την απόρριψη του ένδικου μέσου ως απαραδέκτου, (βλ. άρθρα 68, 73, 532 ΚΠολΔ, ΑΠ 920/2013 Νόμος, ΑΠ 274/2003 ΕπΔικΠολ 2004. 51, ΑΠ 1459/2000 Δνη 2001.741, ΕφΝαυπλ 121/2011 Νόμος, ΕφΑθ 6188/2009, ΕφΘεσ 386/2011 Νόμος, ΕφΘεσ 654/2009, ΕφΔωδ 246/2006 Νόμος, ΕφΑθ 4195/2004 ΝοΒ 53. 102 και Νόμος, ΕφΘεσ 2039/2003, ΕφΑθ 2903/2002 Αρμ 2003. 1809, ΕφΑθ 3743/1996 Νόμος, ΕφΛαρ 81/2015 ΤΝΠ ΔΣΑ). Στην προκειμένη περίπτωση το εκκαλούν με τους πρώτο (κατά το δεύτερο σκέλος του), τρίτο και τέταρτο λόγους της εφέσεώς του προσβάλλει την εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου κατά τα κεφάλαιά της που αφορούν αποζημίωση για νόμιμη και παράνομη υπερωριακή απασχόληση (εργασία πέραν του 8ώρου και κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές), κατά τα οποία απερρίφθη η αγωγή της εφεσιβλήτου από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως ουσία αβάσιμη. Δεν είναι, επομένως, ως προς αυτά ηττηθείς διάδικος το εκκαλούν και, εφόσον δεν επικαλείται έννομο συμφέρον για την προσβολή τους, αλλά ούτε και προκύπτει βλάβη του από τις αντίστοιχες προς τα κεφάλαια αυτά διατάξεις και τις αιτιολογίες της εκκαλουμένης, πρέπει, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, να απορριφθούν οι παραπάνω λόγοι της εφέσεως ως απαράδεκτοι. Για τον ίδιο λόγο πρέπει να απορριφθούν και οι πέμπτος και έκτος λόγοι της εφέσεως κατά το σκέλος τους, που με την επίκληση αντίστοιχα καταχρηστικής άσκησης του αγωγικού δικαιώματος και παραγραφής, προσβάλετε η εκκαλουμένη κατά τα ίδια παραπάνω κεφάλαιά της, που απερρίφθησαν πρωτοδίκως ως αβάσιμα στην ουσία τους.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, για να είναι ορισμένη η αγωγή πρέπει να περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 117 – 118, του ίδιου κώδικα, α) σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Ειδικότερα, για να είναι ορισμένη η αγωγή του απασχολούμενου με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου μισθωτού, με την οποία ζητούνται διαφορές μεταξύ των αποδοχών τις οποίες ο εργαζόμενος δικαιούται, κατ’ εφαρμογή ΣΣΕ ή ΔΑ ή με βάση το νόμο και εκείνων που του καταβλήθηκαν, πρέπει να προσδιορίζονται στην αγωγή, πλην άλλων, οι αποδοχές που αυτός δικαιούται με χωριστή αναφορά στο βασικό μισθό και τα τυχόν επιδόματα κατά το αντίστοιχο χρονικό διάστημα και εκείνες τις οποίες αυτός έλαβε, ώστε να προκύπτει υπέρ αυτού η αιτούμενη διαφορά για το επίδικο χρονικό διάστημα (ΑΠ 818/ 2022, 276/2015, ΑΠ 2203/2014, ΑΠ 1133/2010 ΤΝΠΝ). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, για τον υπολογισμό των μισθολογικών διαφορών που διώκει η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, έναντι του ήδη εκκαλούντος ΝΠΔΔ διαλαμβάνονται αναλυτικά το χρονικό διάστημα που απασχολήθηκε η ενάγουσα στο εναγόμενο, καθώς και αυτό που απασχολήθηκε στον Δήμο Πειραιά, το χρονικό διάστημα της προϋπηρεσίας της που δεν υπολογίσθηκε για την κατάταξή της στο αντίστοιχο μισθολογικό κλιμάκιο, οι μηνιαίες αποδοχές που η ενάγουσα δικαιούται κατά νόμο, με αναφορά στον οφειλόμενο κατά μήνα βασικό μισθό που αντιστοιχεί σε κάθε μισθολογικό κλιμάκιο, στο οποίο έπρεπε να είχε ενταχθεί αναλόγως της πραγματικής προϋπηρεσίας της, το ληφθέν χρηματικό ποσό μηνιαίως και η προκύπτουσα διαφορά από την αφαίρεση του ληφθέντος ανά μήνα ποσού από το αντίστοιχο χρηματικό ποσό των δικαιουμένων ανά μήνα αποδοχών, ζητείται δε η επιδίκαση του αθροίσματος των μηνιαίων διαφορών για όλη την επίδικη χρονική περίοδο (βλ. σελ. 5 της αγωγής). Επίσης, για τον υπολογισμό του επιδόματος αδείας διαλαμβάνονται οι ημέρες αδείας που στερήθηκε η ενάγουσα κατ΄ έτος, ο εκάστοτε μισθός της, καθώς και το αντίστοιχο ποσό της αποζημίωσης που δικαιούται (σελ. 12 και 13 της αγωγής) Με αυτό το περιεχόμενο η ένδικη αγωγή περιέχει όλα τα αναγκαία κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚπολΔ, ώστε να μην καταλείπονται ασάφειες ως προς τα περιστατικά που θεμελιώνουν το αιτητικό της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ορισμένη την έχουσα το ανωτέρω περιεχόμενο αγωγή και απέρριψε σιγή τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό του εκκαλούντος εναγομένου, που προβλήθηκε παραδεκτά με δήλωσή του στο ακροατήριο και με τις προτάσεις του, δεν υπέπεσε σε σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων και, αφού συμπληρωθεί κατά τούτο η αιτιολογία του, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο συναφής τρίτος λόγος της εφέσεως.
Ι) Με το Ν. 3205/2003 “Μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ, μονίμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος και άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ A 297), οι διατάξεις των άρθρων 2 – 13, 15 – 18, 20 – 26, 27 παρ. 2 και 28 του οποίου επεκτάθηκαν με την με αριθ. οικ. 2/7093/0022/2004 (ΦΕΚ Β 215) Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΚΥΑ) όλων των συναρμοδίων Υπουργών, που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του άρθ. 21 του ως άνω νόμου, και στο προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου που απασχολείται στο Δημόσιο, Ν.Π.Δ.Δ. και Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με χρόνο έναρξης της ισχύος της τελευταίας από 1.1.2004, ορίσθηκε με το άρθρο 2 παρ.1 αυτού ότι το προσωπικό της παραγράφου 1 του προηγουμένου άρθρου εξελίσσεται ανεξάρτητα από το βαθμό που κάθε φορά έχει σε μισθολογικά κλιμάκια και με το άρθρο 3 παρ.1 του νόμου αυτού ότι τα μισθολογικά κλιμάκια (Μ.Κ.) των υπαλλήλων των κατηγοριών πανεπιστημιακής, τεχνολογικής, δευτεροβάθμιας και υποχρεωτικής εκπαίδευσης καθορίζονται σε 18 για κάθε κατηγορία με εισαγωγικό το 18° Μ.Κ. Με το άρθρο 5 παρ. 1 και 2 του ίδιου νόμου ορίσθηκε ότι για τη μισθολογική εξέλιξη των υπαλλήλων όλων των ως άνω κατηγοριών από κατώτερο σε ανώτερο μισθολογικά κλιμάκιο απαιτείται η αναφερομένη εκεί, κατά χρόνο, υπηρεσία (ένα έτος για την απονομή του αμέσως επομένου μετά το εισαγωγικό Μ.Κ. και δύο έτη για την απονομή όλων των επομένων μισθολογικών κλιμακίων) και ότι λαμβάνεται υπόψη γι` αυτήν, (μισθολογική εξέλιξη), ο χρόνος υπηρεσίας που ορίζεται στο άρθρο 15 του νόμου αυτού. Σύμφωνα δε με το ως άνω άρθρο 15 παρ. 1 του εν λόγω νόμου “Ως υπηρεσία για την εξέλιξη των υπαλλήλων στα μισθολογικά κλιμάκια του άρθρου 3 του παρόντος νόμου, λαμβάνεται υπόψη: α. Η υπηρεσία που προσφέρεται στο Δημόσιο, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ με σχέση εξαρτημένης εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου αορίστου ή ορισμένου χρόνου, β…γ…δ… ε…στ…ζ…η…θ…ι. ο χρόνος παροχής υπηρεσίας με σύμβαση μίσθωσης έργου ή με ανάθεση κατ` αποκοπήν εργασίας, εφόσον οι υπηρεσίες αυτές έχουν χαρακτηρισθεί με διάταξη νόμου ή με δικαστική απόφαση ότι διανύθηκαν με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (εξαρτημένης) ή εφόσον σύμφωνα με τα υπηρεσιακά έγγραφα συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις : ι) απασχόληση κατά το σύνηθες δημοσιοϋπαλληλικό ωράριο ιι) παροχή εργασίας στο χώρο της δημόσιας υπηρεσίας και με την άμεση εποπτεία της υπηρεσίας και ιιι) αμοιβή ανάλογη με των προσλαμβανομένων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου”. Με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου 15 απαριθμούνται οι περιπτώσεις, όπου ο χρόνος αυτών δεν υπολογίζεται για μισθολογική εξέλιξη του υπαλλήλου, στις οποίες περιλαμβάνεται κατά το εδάφιο ε αυτού “ο χρόνος προϋπηρεσίας σε Ν.Π.Ι.Δ, με την επιφύλαξη της παρ. 4 του άρθρου 22 του Ν. 3156/2003 (ΦΕΚ 157 Α`) και στον ιδιωτικό τομέα εν γένει”. Αντίστοιχη ρύθμιση με εκείνη του άρθρου 15 τταρ.2 εδ. ε του Ν. 3205/2003 διαλαμβάνεται στη διάταξη της παρ. 3 της ως άνω με αριθ. οικ. 2/7093/0022/2004 (ΦΕΚ Β 215) Κοινής Υπουργικής Απόφασης (ΚΥΑ), όπου ορίζεται ότι οι υπηρεσίες που προσφέρθηκαν σε τομείς εκτός του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. (δηλαδή οι υπηρεσίες του ιδιωτικού τομέα) δεν αναγνωρίζονται για τη μισθολογική εξέλιξη των παραπάνω υπαλλήλων. Τέλος με τη διάταξη του άρθρου 20 εδ. α του εν λόγω Ν. 3205/2003, ορίζεται ότι “η κατάταξη των υπηρετούντων υπαλλήλων στα Μ.Κ. του άρθρου 3 του νόμου αυτού, ανάλογα με την κατηγορία στην οποία ανήκουν, γίνεται με βάση τον συνολικό χρόνο υπηρεσίας τους, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 15 του παρόντος νόμου, σύμφωνα με τα τυπικά τους προσόντα”. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι για την κατάταξη των υπαλλήλων σε μισθολογικά κλιμάκια και την εν συνεχεία μισθολογική τους εξέλιξη λαμβάνεται υπόψη, μεταξύ άλλων, η υπηρεσία που παρέχεται από αυτούς στο Δημόσιο, σε Ν.Π.Δ.Δ. ή σε Ο.Τ.Α. με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου ή ορισμένου χρόνου, ως και ο χρόνος παροχής υπηρεσίας με σύμβαση μίσθωσης έργου ή με ανάθεση κατ` αποκοπήν εργασίας, εφόσον στην τελευταία περίπτωση συντρέχουν οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις που διαλαμβάνει η διάταξη της περίπτ. ι της παρ. 1 του άρθρου 15 του Ν. 3205/2003. Τοιαύτη περίπτωση συντρέχει και στις περιπτώσεις εφαρμογής από την διοίκηση της διάταξης του άρθρου 11 του Π.Δ/τος 164/2004 σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 1 παρ.4 εδ. β του, εκδοθέντος προς συμπλήρωση του άνω άρθρου 11, Ν. 3320/2005, με την οποία ορίζεται ότι ο χρόνος των συμβάσεων μίσθωσης έργου των κατατασσόμενων λογίζεται για όλες τις συνέπειες ότι έχει διανυθεί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου. Και τούτο διότι από τον συνδυασμό της τελευταίας αυτής διάταξης και των παραπάνω διατάξεων του Ν. 3205/2003 συνάγεται ότι οι κατατασσόμενοι σε θέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, κατ` εφαρμογή του άρθ.11 Π.Δ/τος 164/2004, οι οποίοι προηγουμένως παρείχαν υπηρεσίες στο Δημόσιο, Ο.Τ.Α. και Ν.Π.Δ.Δ., με διαδοχικές συμβάσεις μίσθωσης έργου, από και με την έκδοση της σχετικής πράξης κατάταξης δικαιούνται τις αποδοχές των εργαζομένων με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, για τον καθορισμό των οποίων καθώς και για την περαιτέρω μισθολογική τους εξέλιξη συνυπολογίζεται, ως χρόνος προϋπηρεσίας, και ο χρόνος απασχόλησης τους με συμβάσεις μίσθωσης έργου, αφού και αυτός έχει χαρακτηρισθεί κατά την έννοια του άρθρου 15 παρ. 1 περ. ι του Ν. 3205/2003 και λογίζεται με διάταξη νόμου (άρθ. 1 παρ. 4 εδ. β` Ν. 3205/2003) ότι διανύθηκε στα πλαίσια σχέσης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ως προς όλες, μάλιστα, τις συνέπειες, το αυτό δε για τον ως άνω λόγο ισχύει, συνυπολογίζεται δηλ. ο χρόνος αυτός της προηγουμένης παροχής υπηρεσιών με συμβάσεις μίσθωσης έργου, και για την κατάταξη στα αντίστοιχα μισθολογικά κλιμάκια (Ολ ΑΠ 16/2017, ΑΠ 58/2018, δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
ΙΙ) Από το άρθρο 20 του ΠΔ 410/1988 “κωδικοποίηση σε ενιαίο κείμενο νόμου των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας που αφορούν το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ”, προκύπτουν τα εξής: 1) Ο προσλαμβανόμενος μετά τη συμπλήρωση δώδεκα μηνών συνεχούς απασχολήσεως στην υπηρεσία που προσλαμβάνεται δικαιούται, για κάθε ημερολογιακό έτος, κανονική άδεια απουσίας με πλήρεις αποδοχές είκοσι τέσσαρις (24) εργάσιμες ημέρες και αν εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εργασίας είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες, χωρίς να υπολογίζεται σ` αυτές η ημέρα της εβδομάδας που απασχολείται λόγω του εφαρμοζόμενου συστήματος εργασίας. Η άδεια αυτή επαυξάνεται κατά μια εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης επιπλέον του βασικού χρόνου των δώδεκα μηνών και μέχρι είκοσι έξι (26) εργάσιμες ημέρες για τους μισθωτούς με σύστημα πενθήμερης εργασίας μέχρι είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες. Η υπηρεσία στην οποία ανήκει ο μισθωτός χορηγεί υποχρεωτικά την κανονική άδεια που δικαιούται για κάθε ημερολογιακό έτος και σε περίπτωση που ο μισθωτός δεν την έχει ζητήσει. Η λήψη της άδειας είναι υποχρεωτική για το μισθωτό. Η μη χορήγηση, ο περιορισμός ή η ανάκληση της κανονικής άδειας επιτρέπεται μόνο για την αντιμετώπιση έκτακτων ή εξαιρετικών υπηρεσιακών αναγκών. Ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση, αν δεν του χορηγηθεί για οποιοδήποτε λόγο η κανονική άδεια που δικαιούται για κάθε έτος, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Ο εργοδότης καταβάλλει στο μισθωτό ως αποζημίωση τις αντίστοιχες αποδοχές των ημερών άδειας που δεν χορηγήθηκαν, προσαυξημένες κατά 25%. Μισθωτός με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου δικαιούται, αντί για αποζημίωση, να κάνει χρήση της κανονικής άδειας που δεν του χορηγήθηκε μέσα στο επόμενο έτος. Για τη θεμελίωση της αξιώσεως αυτής και ειδικά για την προσαύξηση του 25% των αποδοχών αδείας δεν αρκεί απλώς η μη χορήγηση της άδειας έως το τέλος του ημερολογιακού έτους, αλλά χρειάζεται επιπλέον και υπαιτιότητα του εργοδότη (ΑΠ 1074/2010 ΤΝΠΝ)
Εν προκειμένω, από την επανεκτίμηση της καταθέσεως της μάρτυρα της εφεσιβλήτου που εξετάσθηκε ενόρκως ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά και από όλα ανεξαιρέτως, τα έγγραφα τα οποία νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε για άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατόπιν της υπ’ αριθ. 389/14.09.1994 απόφασης της Δημαρχιακής Επιτροπής του Δήμου Πειραιά, η ενάγουσα προσελήφθη στον οικείο Δήμο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, και απασχολήθηκε σύμφωνα με την απόφαση αυτή ως εργάτρια καθαριότητας για το χρονικό διάστημα από 01.12.1994 έως 31.12.1994. Ακολούθως, με την υπ’ αριθ. 45129/14.12.1994 απόφαση του Δημάρχου του ως άνω Δήμου τοποθετήθηκε στη Δ/νση Διοίκησης αυτού και δυνάμει των υπ΄αριθ. 97048/1652/1994 και 4011/153/1997 αποφάσεων του ιδίου παρέμεινε στην ίδια θέση μέχρι την 22.2.1995, οπότε με την υπ’ αριθ. 8646/546/22.02.1995 απόφαση του Δημάρχου, μετακινήθηκε στο ιδιαίτερο γραφείο του Αντιδημάρχου Πειραιά, με την υπ’ αριθ. 40888/1284/09.10.1997 απόφαση στο Τμήμα Ειδικής Υπηρεσίας και με την υπ΄ αριθ. 40888/1284/09.10.1997 απόφαση του ίδιου στο Τμήμα Βεβαίωσης Παράνομων Σταθμεύσεων. Με την υπ’ αριθ. 37240/1183/1997 διαπιστωτική πράξη του Δημάρχου του ως άνω Δήμου παρέμεινε στην ως άνω Υπηρεσία, στην οποία παρείχε σταθερώς και αδιαλείπτως τις υπηρεσίες της, καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δήμου. Μετά ταύτα κρίθηκε ότι η ενάγουσα πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του π.δ. 164/2004, κατ΄ εφαρμογήν δε του άρθρου 1 του ν. 3205/2003 κατετάγη σε προσωποπαγή θέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου από την 01.06.2010, πλην όμως, κατά την κατάταξή της σε μισθολογικά κλιμάκια, δεν της αναγνωρίσθηκε από τον οικείο Δήμο το σύνολο της προϋπηρεσίας της σαυτόν, αλλά μόνον προϋπηρεσία 5 ετών, 7 μηνών και 25 ημερών. Για τον λόγο αυτό η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την, από 01.03.2012, με αριθμό κατάθεσης …../2012, αγωγή της, με την οποία ζητούσε να αναγνωριστεί ότι συνδεόταν με τον ως άνω Δήμο με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου καθ΄ όλο το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την αρχική της πρόσληψη έως και την κατάταξή της σε οργανική θέση ΙΔΑΧ και να αναγνωριστεί το χρονικό αυτό διάστημα της προϋπηρεσίας της, ως χρόνος δημόσιας υπηρεσίας και κατ’ επέκταση να την επανακατατάξει ο εργοδότης της στο αντίστοιχο μισθολογικό κλιμάκιο, με βάση την πραγματική συνολική προϋπηρεσία της. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ΄αριθμ. 4476/2012, οριστική απόφαση του άνω Δικαστηρίου, η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και, κατόπιν άσκησης της από 01.09.2014, με αριθμό κατάθεσης …../2015, έφεσης εκ μέρους του εναγόμενου Δήμου, εκδόθηκε η υπ΄αριθμ. 478/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, με την οποία αναγνωρίσθηκε τελεσίδικα επιπλέον χρόνος προϋπηρεσίας της ενάγουσας στον Δήμο Πειραιά κατά το χρονικό διάστημα που απασχολήθηκε σε αυτόν με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, ήτοι από την 01.12.1994 έως τις 26.05.1998 και από 10.06.1999 και εφεξής (μέχρι 1.6.2010), υποχρεώνοντας τον εναγόμενο Δήμο, να συνυπολογίσει μισθολογικά και το χρονικό αυτό διάστημα και να της καταβάλει το αντίστοιχο επίδομα χρόνου προϋπηρεσίας για τον μετά την κατάταξή της χρόνο. Πριν από την έκδοση της παραπάνω τελεσίδικης απόφασης, και συγκεκριμένα στις 31.07.2013, η ενάγουσα μεταφέρθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις των υποπαραγράφων Ζ.4, Ζ.2 και Ζ.1 της παραγράφου Ζ του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012, από τον ως άνω Δήμο, στο εναγόμενο ΝΠΔΔ, σε συνιστώμενη προσωποπαγή θέση ΔΕ Διοικητικού – Λογιστικού, ενώ από 01.10.2013 τοποθετήθηκε στη θέση της Διευθύντριας. Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι, επειδή ο Δήμος Πειραιά, κατά την κατάταξή της σε μισθολογικό κλιμάκιο κατά τις διατάξεις του Ν.4024/2011, δεν συνυπολόγισε την ως άνω προϋπηρεσία της, αμοιβόταν με βασικό μισθό χαμηλότερο του νομίμου, τον οποίον εξακολούθησε να της καταβάλει και το εναγόμενο από την σαυτό μεταφορά της. Σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις του Ν. 4093/2012, η μετάταξη ή μεταφορά των υπαλλήλων κατά τα οριζόμενα στην περίπτωση 1 της παραγράφου Ζ.1 περ. 3, δεν καταλύει την υπηρεσιακή σχέση δημοσίου δικαίου ή τη σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου του υπαλλήλου, ούτε μεταβάλλει τη νομική φύση των σχέσεων αυτών ή τις σχέσεις ασφάλισης, με τις οποίες υπηρετούσε ο υπάλληλος στον φορέα προέλευσής του. Η μετάταξη γίνεται με τον βαθμό και το μισθολογικό κλιμάκιο που ο υπάλληλος κατείχε πριν τη μετάταξή του. Όποιος μετατάσσεται ή μεταφέρεται σε κατώτερη κατηγορία σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης 1 κατατάσσεται στο βαθμό και το μισθολογικό κλιμάκιο της νέας κατηγορίας με βάση το συνολικό χρόνο υπηρεσίας του, χωρίς να διατηρεί τυχόν διαφορά αποδοχών. Κατ΄ εφαρμογήν των προαναφερόμενων διατάξεων, το εναγόμενο, αποδεικνύεται, ότι κατέταξε την ενάγουσα στο ίδιο μισθολογικό κλιμάκιο το οποίο κατείχε και στον φορέα προέλευσης και συγκεκριμένα στο 3ο ΜΚ της κατηγορίας ΔΕ του βαθμού Ε,, δηλαδή την κατέταξε χωρίς τον συνυπολογισμό του συνολικού χρόνου προϋπηρεσίας της, με βασικό μισθό 1.002 ευρώ τον μήνα. Όμως η κατάταξή της αυτή, και εντεύθεν η μισθολογική της εξέλιξη, πραγματοποιήθηκε χωρίς να ληφθεί υπόψη η προϋπηρεσία της στον Δήμο Πειραιά από 11.12.1994 έως 26.5.1998 και από 10.6.1999 έως την 1.6.2010, που εργάσθηκε με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου επιγραφόμενες ως ορισμένου χρόνου, κατά παράβαση αφενός μεν του άρθρου 4 παρ. 4 του Ν. 4024/2011 σύμφωνα με το οποίο, “ως πραγματική δημόσια υπηρεσία νοείται κάθε υπηρεσία που έχει διανυθεί στο Δημόσιο, Ν.Π.Δ.Δ., ή σε ΟΤΑ με σχέση εργασίας Δημοσίου ή Ιδιωτικού Δικαίου καθώς και κάθε άλλη υπηρεσία, που με βάση ειδικές διατάξεις αναγνωρίζεται ως πραγματική δημόσια υπηρεσία για βαθμολογική και μισθολογική εξέλιξη”, αφετέρου δε του δεδικασμένου που απορρέει από την προαναφερθείσα υπ΄αριθμ. 478/2017, (ήδη αμετάκλητη), απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. Κατά τις προαναφερθείσες δε διατάξεις των Ν. 4024/2011 και 4093/2012, ο Δήμος Πειραιά αρχικά και στην συνέχεια το εναγόμενο έπρεπε να κατατάξουν την ενάγουσα, η οποία είχε κατά τον χρόνο της τοποθέτησής της στην εναγομένη (01.08.2013) συνολική προϋπηρεσία 17 έτη, 7 μήνες και 17 ημέρες, στο 3ο ΜΚ του βαθμού Δ (11-19 έτη), με βασικό μισθό 1.153,00€, από 14.12.2013 στο 4ο ΜΚ του ίδιου βαθμού, με βασικό μισθό 1.176,00€, από 14.12.2015 στο 1ο ΜΚ του βαθμού Γ (19-27 έτη), με βασικό μισθό 1.274,00€, ενώ από 01.01.2016, με βάση τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, με το άρθρο 34 του οποίου καταργήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 12 έως 25, 28, 29, 30 του Ν. 4024/2011, καθώς και οι κατ` εξουσιοδότηση αυτών εκδοθείσες υπουργικές αποφάσεις, η ενάγουσα έπρεπε να καταταγεί στο ΜΚ7 (18-21 έτη), με βασικό μισθό 1.218,00€, από 14.12.2016 στο ΜΚ8 (21-24 έτη), με βασικό μισθό 1.278,00€ και από 14.12.2019 στο ΜΚ 9 (24-27 έτη), με βασικό μισθό 1.338,00€. Επομένως, η ενάγουσα δικαιούτο, με βάση τις εκτιθέμενες στην αγωγή της καταβολές, και σύμφωνα με τους επιμέρους υπολογισμούς της εκκαλουμένης αποφάσεως, η οποία δεν προσβάλλεται κατά τούτο με ειδικό λόγο της εφέσεως, τα ακόλουθα ποσά: Για το χρονικό διάστημα από 01.08.2013 έως 14.12.2013, κατά το οποίο λάμβανε μηνιαίες αποδοχές 1.216,92€, διαφορά ποσού [(1.153,00€ + 214,92€{θετική πρόσθετη διαφορά}=) 1.367,92€ – 1.216,92€=) 151,00€ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των (151,00€ Χ 4,5 μήνες=) 679,50€. Για το χρονικό διάστημα από 14.12.2013 έως 30.09.2014, κατά το οποίο λάμβανε μηνιαίες αποδοχές 1.216,92€, διαφορά ποσού [(1.176,00€+ 214,92€ προσθ. διαφορά=) 1.390,92€ – 1.216,92€=) 174,00€ μηνιαίως, πλην όμως λαμβάνεται υπόψην το αιτούμενο με την αγωγή ποσό των 151,00€ μηνιαίως (106 Κ.Πολ.Δ.), ήτοι συνολικά το ποσό των (151,00€Χ9,5 μήνες=) 1.434,50€, ενώ τον Οκτώβριο έλαβε το ποσό των 1.416,92€ και συνεπώς έχει εξοφληθεί για τον μήνα αυτόν. Για το διάστημα από 01.11.2014 έως 14.12.2015, κατά το οποίο η ενάγουσα λάμβανε μηνιαίες αποδοχές 1.616,92€, δικαιούτο διαφορά ποσού [(1.176,00€ + 214,92€ προσθ. διαφορά + 400,00€ επίδομα θέσης=) 1.790,92€ – 1.616,92€=] 174,00€ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των (174,00€ Χ 13,5 μήνες=) 2.349,00€. Για το διάστημα από 14.12.2015 έως 31.12.2015, κατά το οποίο λάμβανε μηνιαίες αποδοχές 1.616,92€, δικαιούτο διαφορά ποσού [ (1.274,00€ + 214,92€ προσθ. διαφορά + 400,00€ επίδομα θέσης=) 1.888,92€ – 1.616,92€= 272,00€:2=] 136,00€, λαμβάνεται ωστόσο υπόψην η αιτούμενη με την αγωγή διαφορά ποσού (174,00€: 2=) 87,00€. Για το διάστημα από 01.01.2016 έως και 28.02.2016, κατά το οποίο λάμβανε μηνιαίες αποδοχές 1.616,92€, δικαιούτο διαφορά ποσού [(1.218,00€ + 214,92€ προσθ. διαφορά + 400,00€ επίδομα θέσης=) 1.832,92€ – 1.616,92€=] 216,00€ μηνιαίως, ήτοι συνολικά ποσό (216,00€Χ2=) 432,00€. Για τον Μάρτιο 2016 κατά τον οποίον έλαβε μηνιαίες αποδοχές 1.498,00€, διαφορά ποσού [(1.218,00€ + 214,92€ προσθ. διαφορά + 400,00€ επίδομα θέσης=) 1.832,92€ – 1.498,00€=] 334,92€. Για τον Απρίλιο 2016, όπως συνομολογεί με την αγωγή της η ενάγουσα, έχει εξοφληθεί. Για το διάστημα από 01.05.2016 έως 30.06.2016, κατά το οποίο λάμβανε μηνιαίες αποδοχές 1.690,92€, δικαιούτο διαφορά ποσού [(1.218,00€ + 214,92€ προσθ. διαφορά + 400,00€ επίδομα θέσης=) 1.832,92€ – 1.690,92€=] 142,00€ μηνιαίως, ήτοι το ποσό των (142,00€Χ2=) 284,00€. Για το διάστημα από 01.07.2016 έως 14.12.2016, κατά το οποίο λάμβανε μηνιαίες αποδοχές 1.720,92€, δικαιούτο διαφορά ποσού [(1.218,00€ + 214,92€ προσθ. διαφορά + 400,00€ επίδομα θέσης=) 1.832,92€ – 1.720,92€=] 112,00€ μηνιαίως, ήτοι συνολικά το ποσό των (112,00€ Χ 5,5μήνες=) 616,00€. Για το διάστημα από 14.12.2016 έως 31.12.2016, κατά το οποίο λάμβανε μηνιαίες αποδοχές 1.720,92€, δικαιούτο διαφορά ποσού [(1.278,00€ + 154,92€ προσθ. διαφορά + 450,00€ επίδομα θέσης=) 1.882,92€ – 1.720,92€= 162,00€:2=] 81,00€. Για το διάστημα από 01.01.2017 έως και 31.12.2017, κατά το οποίο λάμβανε μηνιαίες αποδοχές ποσού 1.744,92€, δικαιούτο διαφορά ποσού [(1.278,00€ + 154,92€ προσθ. διαφορά + 450,00€ επίδομα θέσης=) 1.882,92€ – 1.744,92€=] 138,00€ μηνιαίως, πλην όμως λαμβάνεται υπόψην η αιτούμενη με την αγωγή διαφορά ποσού 117,00€ μηνιαίως, ήτοι συνολικά το ποσό των (117,00€Χ12μήνες=) 1.404,00€. Για το διάστημα από 01.01.2018 έως και 31.12.2018, κατά το οποίο λάμβανε μηνιαίες αποδοχές ποσού 1.783,92€, δικαιούτο διαφορά ποσού [(1.278,00€ + 154,92€ προσθ. διαφορά + 450,00€ επίδομα θέσης=) 1.882,92€ – 1.783,92€=] 99,00€ μηνιαίως, πλην όμως λαμβάνεται υπόψην η αιτούμενη με την αγωγή διαφορά ποσού 88,50€ μηνιαίως, ήτοι συνολικά το ποσό των (88,50€Χ12μήνες=) 1.062,00€. Για το διάστημα από 01.01.2019 έως και 14.12.2019, κατά το οποίο λάμβανε μηνιαίες αποδοχές ποσού 1.822,92€, δικαιούτο διαφορά ποσού [(1.278,00€ + 154,92€ προσθ. διαφορά + 450,00€ επίδομα θέσης=) 1.882,92€ – 1.822,92€=] 60,00€ μηνιαίως, ήτοι συνολικά το ποσό των (60,00€ Χ 11,5μήνες=) 690,00€ και για το διάστημα από 14.12.2019 έως 31.12.2019, κατά το οποίο λάμβανε μηνιαίες αποδοχές ποσού 1.822,92€, δικαιούτο διαφορά ποσού [(1.338,00€ + 94,92€ προσθ. διαφορά + 450,00€ επίδομα θέσης=) 1.882,92€ – 1.822,92€= 60,00€:2=] 30,00€. Συνολικά δε αναγνώρισε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ότι το εκκαλούν εναγόμενο οφείλει να καταβάλει στην εφεσίβλητη ενάγουσα για την παραπάνω αιτία (μισθολογικές διαφορές) το ποσό των 9.843,92€.
Περαιτέρω, από το υπ΄ αριθμ. πρωτ. ………/30.10.2018 έγγραφο της υπαλλήλου του εκκαλούντος ………, το οποίο συνετάγη σε εκτέλεση εντολής που δόθηκε δυνάμει του υπ’ αριθ. Ε.Π……./06.08.2018 εγγράφου του Προέδρου του Δ.Σ. του εναγομένου, (στο οποίο σημειώνεται, ότι διαλαμβάνονται κατ΄ έτος και οι οφειλόμενες ημέρες αδείας από προγενέστερα έτη), καθώς και το υπ΄αριθμ. ……/14.3.2019 έγγραφο της ίδιας της ενάγουσας προς τον πρόεδρο του Δ.Σ. του εναγομένου, το περιεχόμενο των οποίων δεν αμφισβητείται από την πλευρά του εναγομένου, αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα δεν έλαβε κατά τα έτη 2013 έως και 2018 το σύνολο της τακτικής άδειας των 22 ημερών κατ΄έτος που εδικαιούτο, αλλά λιγότερων ημερών και συγκεκριμένα για το έτος 2013 δεν έλαβε κανονική άδεια τριών (3) ημερών, για το έτος 2014 οκτώ (8) ημερών, για το έτος 2015 δεκαπέντε (15) ημερών, για το έτος 2016 δεκατριών (13) ημερών, για το έτος 2017 δύο (2) ημερών, (προκύπτει από την αφαίρεση των 39 ημερών οφειλόμενης άδειας που είχε το έτος 2016 από τις 41 ημέρες που οφείλονταν το 2017) και για το έτος 2018 επτά (7) ημερών (προκύπτει από όμοια αφαίρεση). Καθόσον αφορά τις απαιτήσεις της εφεσιβλήτου για αποζημίωση από μη ληφθείσα κανονική άδεια για τα έτη 2013-2016 κρίθηκε ανέκκλητα από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ότι αυτές έχουν υποπέσει στην διετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995, που ίσχυε έως τις 28.6.2014 και του επακολουθήσαντος άρθρου 140 παρ. 3 του Ν. 4270/2014 και κατά τούτο δεν προσβάλλεται η απόφασή του με την έφεση. Επομένως, δεν έχει εξουσία το παρόν δικαστήριο να αποφανθεί επ΄ αυτών. Για το έτος 2019 δεν προσκομίζονται από τους διαδίκους σχετικά έγγραφα και, επομένως, δεν προκύπτει, αν η ενάγουσα έλαβε το σύνολο των ημερών κανονικής άδειας κατά το έτος αυτό, ή αν μετέφερε και πόσες ημέρες από την άδειά της στο επόμενο έτος, όπως έπραττε μέχρι τότε, και το σχετικό κονδύλιο της αγωγής, που αφορά το έτος αυτό, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο στην ουσία του. Εξ άλλου, η μη λήψη των ανωτέρω ημερών αδείας για τα έτη 2017 και 2018 δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα της εφεσίβλητης, αλλά αποκλειστικά του εκκαλούντος, το οποίο δεν της χορήγησε το σύνολο των ημερών αδείας που εδικαιούτο, λόγω φόρτου εργασίας. Επομένως, σύμφωνα με την προαναφερόμενες στην μείζονα σκέψη διατάξεις (υπό στοιχεία ΙΙ), οφείλεται στην εφεσίβλητη αποζημίωση ίση με τις αντίστοιχες αποδοχές αδείας της, για τα ανωτέρω έτη, προσαυξημένη κατά 25%. Δεδομένου, όμως, ότι δεν ζητείται με την αγωγή η παραπάνω προσαύξηση των αποδοχών της, η εν λόγω αξίωσή της θα υπολογισθεί χωρίς αυτήν (άρθρο 106 του Κ.Πολ.Δ.) και ανέρχεται για τα έτη 2017 και 2018 στα ποσά των (1.744,92 : 22 χ 2 =) 158,62€ και των (1.783,92 : 22 χ 7 =) 567,61€. και, συνολικά, δικαιούται για την αιτία αυτή το ποσό των 726,23 ευρώ. Το Πρωτοβάθμιο, επομένως Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του το οποίο έκρινε ομοίως, και, λαμβάνοντας υπόψιν το δεδικασμένο που προέκυπτε από την ως άνω υπ΄αριθμ. 478/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, δέχθηκε ότι το εκκαλούν οφείλει στην εφεσίβλητο μισθολογικές διαφορές, από την εσφαλμένη κατάταξής της σε κατώτερο του δικαιουμένου από το νόμο μισθολογικό κλιμάκιο κατά τα ανωτέρω, και στη συνέχεια επιδίκασε σ’ αυτήν τα προαναφερόμενα χρηματικά ποσά ως διαφορές αποδοχών για τα έτη 2013-2019, τον ορθό υπολογισμό των οποίων δεν αμφισβητεί με ειδικό λόγο έφεσης το εκκαλούν, δεν έσφαλε κατά τούτο ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων Αντιθέτως, με το να επιδικάσει στην ενάγουσα ως αποζημίωση για μη ληφθείσα άδεια κατά τα έτη 2017 – 2019 το μεγαλύτερο ποσό των 2.364,39 ευρώ έσφαλε περί την ερμηνεία των συναφών ως άνω διατάξεων και την εκτίμηση των αποδείξεων, ο δε σχετικός πρώτος λόγος της εφέσεως, κατά το πρώτο σκέλος του, με τον οποίο το εκκαλούν παραπονείται για την επιδίκαση μισθολογικών διαφορών και αποζημίωσης για μη ληφθείσα άδεια, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός και δη καθόσον αφορά μόνον το δεύτερο από τα παραπάνω κονδύλια της αγωγής, (αποζημίωση για μη ληφθείσα άδεια), ως βάσιμος και κατ΄ουσίαν και να απορριφθεί ως αβάσιμος κατά το μέρος που προσβάλλει το πρώτο κονδύλιο (των μισθολογικών διαφορών)
Οι Εταιρείες Προστασίας Ανηλίκων συστήθηκαν με τον α.ν. 2724/1940 (Α’ 449) και λειτουργούν ως ΝΠΔΔ δυνάμει του άρθρου 18 παρ.1 του ν. 2298/1995 (Α’ 62), όπως τροποποιήθηκε με το αρ. 11 του ν. 3860/2010 (Α’ 111) και το αρ. 11 του ν. 4109/2013 (Α’ 16), εποπτεύονται δε από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και ήδη από το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Επομένως, για τις κατ΄ αυτών απαιτήσεις των υπαλλήλων τους για καθυστερούμενες αποδοχές και λοιπές απολαβές δεν εφαρμόζονται οι περί παραγραφής διατάξεις του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 “περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις”, [που ίσχυε έως τις 28.6.2014 και ακολούθως η ταυτοσήμου περιεχομένου διάταξη του άρθρου 140 παρ. 3 του Ν. 4270/2014 (ΦΕΚ Α` 143/28.6.2014) που την αντικατέστησε], αλλά οι ειδικότερες περί παραγραφής διατάξεις του ν.δ. 496/1974 «Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου» (ΦΕΚ Α΄ 204), οι οποίες δεν έχουν θιγεί με την τροποποίησή του με το άρθρο 11 παρ. 1 του Ν. 4337/2015. Το άρθρο 48 του τελευταίου αυτού νομοθετικού διατάγματος ορίζει ότι: «1. Ο χρόνος παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων κατά του ν.π.δ.δ. είναι πέντε ετών, εφ’ όσον δεν ορίζεται άλλως υπό του παρόντος. 2. … . 3. Ο χρόνος παραγραφής των κατά του νομικού προσώπου αξιώσεων των υπαλλήλων τούτου των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου μετ’ αυτού συνδεομένων, εκ καθυστερουμένων αποδοχών ή άλλων πάσης φύσεως απολαυών ή αποζημιώσεων εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι δύο ετών. 4. … », στο άρθρο 49 ότι: «Η παραγραφή άρχεται από του τέλους του οικονομικού έτους καθ’ ο εγεννήθη η αξίωσις και είναι δυνατή η δικαστική αυτής επιδίωξις» και στο άρθρο 52 ότι: « … Η παραγραφή λαμβάνεται υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως υπό των δικαστηρίων». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι οι αξιώσεις των υπαλλήλων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από καθυστερούμενες αποδοχές ή απολαβές οποιασδήποτε φύσεως ή αποζημιώσεις από αδικαιολόγητο πλουτισμό, οι οποίες ορίζονται και οφείλονται απευθείας από το νόμο και των οποίων την πληρωμή αρνείται ή καθυστερεί το νομικό πρόσωπο για οποιονδήποτε λόγο, σύμφωνα με την έννοια την οποία προσδίδουν τα όργανά του στο νόμο, από την οποία, όμως, άρνηση ή καθυστέρηση δεν παρακωλύεται η δικαστική επιδίωξη της αξίωσης, υπόκεινται σε διετή παραγραφή, που αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους, κατά το οποίο γεννήθηκε η αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη (βλ. ΑΕΔ 9/2009, ΑΠ 972/2009 ΤΝΠΝ). Αντιθέτως, όταν για τη θεμελίωση του σχετικού δικαιώματος για τις αποδοχές αυτές απαιτείται η έκδοση διοικητικής πράξης, την έκδοση της οποίας υπαιτίως παρέλειψαν τα αρμόδια όργανα του ν.π.δ.δ., στις περιπτώσεις δηλαδή που πρόκειται για την αποκαλούμενη αποζημιωτική αγωγή, τότε για τις αξιώσεις αυτές των υπαλλήλων των ν.π.δ.δ. ισχύει η οριζόμενη από την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου 48 του Ν.Δ/τος 496/1974 πενταετής παραγραφή (Απ 763/2012 ΤΝΠΝ) Εξάλλου, κατά το μεν άρθρο 51 του ως άνω νομοθετικού διατάγματος, η παραγραφή των χρηματικών αξιώσεων κατά του ν.π.δ.δ. διακόπτεται μόνον: α) δια της υποβολής της υποθέσεως στο αρμόδιο δικαστήριο, β) δια της υποβολής προς το ν.π.δ.δ. αιτήσεως περί πληρωμής της απαιτήσεως, οπότε η παραγραφή άρχεται εκ νέου από τη χρονολογία της έγγραφης απάντησης της αρμοδίας αρχής, σε περίπτωση δε μη απάντησης η παραγραφή άρχεται μετά πάροδο έξι μηνών από τη χρονολογία υποβολής της αίτησης και γ) δια της εκδόσεως τίτλου πληρωμής, κατά το δε άρθρο 52 αυτού, η παραγραφή λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από τα δικαστήρια (βλ. ΣτΕ 3520/2015). Κατά την έννοια δε της διάταξης του άρθρου 51 περ. α΄ του ν.δ. 496/1974, η διακοπή της παραγραφής επέρχεται και όταν το δικαστήριο κρίνοντας για διαφορετικό αντικείμενο επιλύει αρμοδίως ζήτημα που αποτελεί τη βάση ή προϋπόθεση της αξίωσης ή η παρεμπίπτουσα έρευνα του οποίου θα ήταν αναγκαία για να επιλυθεί η διαφορά που αναφέρεται στην αξίωση (πρβλ. ΣτΕ 4034/2010, 295/2011, ΑΠ 1674/2002, ΑΠ 972/2009, Ολ. ΑΠ 1327/1986). Εν προκειμένω, το εναγόμενο ΝΠΔΔ προέβαλε πρωτοδίκως, και επαναφέρει παραδεκτά με τον έκτο λόγο της εφέσεως, ένσταση παραγραφής των ως άνω ενδίκων αξιώσεων της ενάγουσας για τα έτη 2013 έως και 2017, υποστηρίζοντας ειδικότερα, ότι τόσο οι απαιτήσεις της για μισθολογικές διαφορές, όσο και αυτές που αφορούν αποζημίωση για μη χορηγηθείσα άδεια μέχρι και το έτος 2017 έχουν υποπέσει στην διετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 και 140 παρ. 3 του Ν. 4270/2014. Με αυτό το περιεχόμενο η ένσταση του εκκαλούντος είναι μη νόμιμη, διότι, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στην μείζονα σκέψη (με στοιχεία Ι), οι ένδικες αξιώσεις της εφεσιβλήτου έναντι του εκκαλούντος ΝΠΔΔ δεν υπόκεινται στην διετή παραγραφή από την γένεσή τους των επικαλούμενων διατάξεων, αλλά στην ειδικότερη διετή παραγραφή από το τέλος του έτους που γεννήθηκαν, που προβλέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 48 παρ. 1 και 3 και 49 του Ν.Δ. 496/1974 “περί λογιστικού των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου”. Κατ΄ αυτεπάγγελτη δε έρευνα του δικαστηρίου (άρθρο 52 του ν.δ. 496/1974) δεν προκύπτει με βάση τις εφαρμοζόμενες εν προκειμένω ορθές ως άνω διατάξεις παραγραφή των μισθολογικών απαιτήσεων της εφεσιβλήτου για τα παραπάνω έτη 2013 – 2017, διότι η έναρξη του χρόνου της παραγραφής οριοθετείται από την έκδοση της υπ΄αριθμ. 478/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, η οποία δημοσιεύθηκε στις 25.8.2017, και με την οποία αναγνωρίσθηκε τελεσίδικα (ήδη αμετάκλητα) ως χρόνος προϋπηρεσίας της εφεσιβλήτου στον φορέα προέλευσής της και το χρονικό διάστημα που απασχολήθηκε σε αυτόν με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, ήτοι από την 01.12.1994 έως τις 26.05.1998 και από 10.06.1999 και εφεξής (έως 1.6.2010), αλλά και υποχρεώθηκε ο εκεί εναγόμενος Δήμος Πειραιά, να συνυπολογίσει μισθολογικά και το χρονικό αυτό διάστημα της εργασίας της και να της καταβάλει το αντίστοιχο επίδομα χρόνου προϋπηρεσίας για τον μετά την κατάταξή της χρόνο. Πριν από την έκδοση της αποφάσεως αυτής η εφεσίβλητη δεν είχε δικαστικά επιδιώξιμη αξίωση έναντι του εκκαλούντος για μισθολογικές διαφορές, δεδομένου ότι η μη αναγνώριση του χρόνου προϋπηρεσίας και η κατάταξή της στο εσφαλμένο μισθολογικό κλιμάκιο έγινε από τον φορέα προέλευσής της (Δήμος Πειραιά) και το εναγόμενο, στο οποίο μετατάχθηκε, δεσμεύονταν από την κατάταξή της αυτή (περίπτωση 1 της παραγράφου Ζ.1 περ. 3,Ν. 4093/2012 και άρθρο 71 παρ. 2 του ν. 3528/2007), όπως βάσιμα υποστηρίζει και η εφεσίβλητη, αποκρούοντας την ως άνω ένσταση. Από το τέλος δε του οικονομικού έτους 2017, εντός του οποίου εκδόθηκε η παραπάνω απόφαση και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της αξίωσης της εφεσιβλήτου από μισθολογικές διαφορές μέχρι την 31.12.2019 που επιδόθηκε η ένδικη αγωγή (βλ. την υπ’ αριθ. ……../31.12.2019 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …………….), δεν παρήλθε διετία. Καθόσον αφορά τις απαιτήσεις της εφεσιβλήτου για αποζημίωση από μη ληφθείσα κανονική άδεια για τα έτη 2013-2016 κρίθηκε ανέκκλητα από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ότι αυτές έχουν υποπέσει στην διετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995, που ίσχυε έως τις 28.6.2014 και του άρθρου 140 παρ. 3 του Ν. 4270/2014. Το εναγόμενο υποστηρίζει, όπως προεκτέθηκε, ότι έχει υποπέσει στην διετή παραγραφή των ίδιων διατάξεων (90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 και 140 παρ. 3 του Ν. 4270/2014) και η από την ίδια αιτία απαίτηση της εφεσιβλήτου για το έτος 2017, πλην όμως η ένστασή του είναι κατά τα προεκτεθέντα μη νόμιμη, διότι, αφενός μεν η αξίωση αποζημίωσης για μη ληφθείσα άδεια γεννάται πάντοτε στο τέλος του έτους εντός του οποίου έπρεπε να χορηγηθεί η άδεια και εν προκειμένω στο τέλος του έτους 2017, αφετέρου δε, και σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τις εφαρμοζόμενες εν προκειμένω διατάξεις των άρθρων 48 και 49 του ν.δ. 496/1974 η διετής παραγραφή της αξίωσης αυτής (αποζημίωση από μη ληφθείσα άδεια) άρχεται από το τέλος του οικονομικού έτους εντός του οποίου γεννήθηκε η απαίτηση, από δε την 1.1.2018 που γεννήθηκε η αξίωση αυτή μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής την 31.12.2019 δεν παρήλθε διετία. Το Πρωτοβάθμιο, επομένως Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε την ένσταση παραγραφής του εκκαλούντος τόσο ως προς τις απαιτήσεις της εφεσίβλητης από μισθολογικές διαφορές για τα έτη 2013-2019, όσο και ως προς την αποζημίωση για μη χορηγηθείσα άδεια για τα έτος 2017 αν και με εσφαλμένη αιτιολογία, κατά την οποία αντικαθίσταται με την παρούσα, ορθά κατ΄αποτέλεσμα έκρινε, και πρέπει να απορριφθεί ο συναφής έκτος λόγος της εφέσεως ως νόμω και ουσία αβάσιμος.
Κατά το άρθρο 281 του ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε, υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από την συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του. Απαιτείται ακόμη, οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ` αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της διαμορφωθείσης καταστάσεως, υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρηθείσης για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διατάξεως διαγραφομένων ορίων. Η ειρημένη δε αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αρκούσης της επελεύσεως δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων, πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην ελάσσονα του δια την παραγραφή του δικαιώματος υπό του νόμου προβλεπομένου, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του (Ολ. Α.Π. 2/2019, Ολ. Α.Π. 7/2002, Ολ. Α.Π. 8/2001, ΑΠ 2115/2022 ΤΝΠΝ) Στην προκειμένη περίπτωση, το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν προέβαλε πρωτοδίκως με συνοπτική προφορική δήλωση που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και αναπτύχθηκε στις προτάσεις του, την ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της εφεσιβλήτου – ενάγουσας να ζητήσει με την ένδικη αγωγή της την επιδίκαση μισθολογικών διαφορών και αποζημίωση αδείας. Συγκεκριμένα για τη θεμελίωση της ενστάσεώς του αυτής, κατά παραδοχή της οποίας ζήτησε την απόρριψη της αγωγής, ισχυρίσθηκε ότι η ενάγουσα καταχρηστικά ασκεί το δικαίωμά της, διότι από τα μέσα του έτους 2013 έως την 31.12.2019 δεν αξίωσε και μάλιστα κατ΄ έτος τις ένδικες μισθολογικές και λοιπές απαιτήσεις της, ούτε αξίωσε αυτές από τον Δήμο Πειραιά, που ήταν ο φορέας προέλευσής της, ως όφειλε, αλλά άσκησε την αγωγή της καθυστερημένα και δη την 31.12.2019, παραβιάζοντας και το καθήκον αληθείας, με συνέπεια να επαπειλούνται από την ευδοκίμησή της σοβαρές οικονομικές συνέπειες και κίνδυνος για την λειτουργία του, αφού χρηματοδοτείται ετήσια από το Υπουργείο Δικαιοσύνης με συγκεκριμένο προϋπολογισμό. Τα επικαλούμενα πιο πάνω περιστατικά, ήτοι μόνη η επικαλούμενη μακροχρόνια αδράνεια στην άσκηση του δικαιώματος της ενάγουσας, χωρίς την επίκληση άλλων σαφών περιστατικών ή ειδικότερων συνθηκών και περιστάσεων, προερχομένων από την συμπεριφορά της ενάγουσας, δεν αρκούν για την θεμελίωση κατά νόμο καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματός της, ώστε να εμπίπτουν στην θεσπιζόμενη από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. απαγόρευση και ο σχετικός ισχυρισμός του εκκαλούντος εναγομένου είναι μη νόμιμος. Κατ΄ακολουθίαν και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ομοίως, και απέρριψε την ένσταση αυτή, δεν παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ και τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα με τον πέμπτο λόγο της εφέσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.
Κατόπιν τούτων και μη υπάρχοντος άλλου λόγου της έφεσης προς έρευνα, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η έφεση ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και, αφού εξαφανιστεί η εκκαλουμένη μόνο κατά το κεφάλαιό της που επιδίκασε στην ενάγουσα αποζημίωση για μη χορηγηθείσα άδεια των ετών 2017 – 2019 και κρατηθεί κατά τούτο η υπόθεση και δικαστεί στην ουσία της, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως προς το κεφάλαιό της αυτό και να αναγνωριστεί ότι το εκκαλούν εναγόμενο οφείλει στην εφεσίβλητη ενάγουσα για την παραπάνω αιτία, (για τα έτη 2017 και 2018) το ποσό των 726,23 ευρώ, νομιμότοκα (6%) από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής, απορριπτομένης της όμοιας αξίωσής της για το έτος 2019. Τα δικαστικά έξοδα, και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν κατά ένα μέρος σε βάρος του εκκαλούντος εναγομένου, κατά τον λόγο της νίκης και ήττας του (άρθρα 178 παρ. 1 και 183 ΚΠολΔ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων
Δέχεται τυπικά και εν μέρει και κατ’ ουσίαν την από 14.10.2020 (με αριθμό …………/15.10.2020) έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 2775/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά
Εξαφανίζει εν μέρει την εκκαλουμένη απόφαση και δη μόνο κατά το κεφάλαιό της που αφορά αποζημίωση για μη χορηγηθείσα άδεια κατά τα έτη 2017-2019, ως και κατά το κεφάλαιο της δικαστικής δαπάνης.
Κρατεί και δικάζει κατά τούτο την υπόθεση στην ουσία της
Δέχεται εν μέρει την αγωγή ως προς το κεφάλαιό της που αφορά αποζημίωση μη χορηγηθείσης άδειας για τα έτη 2017-2018 και απορρίπτει αυτήν κατά το ίδιο κεφάλαιο που αφορά όμοια αποζημίωση για το έτος 2019
Αναγνωρίζει ότι το εναγόμενο οφείλει στην ενάγουσα για την παραπάνω αιτία το ποσό των επτακοσίων είκοσι έξι ευρώ και είκοσι τριών λεπτών (726,23 ευρώ), νομιμότοκα από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής.
Επιβάλλει μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας σε βάρος του εναγομένου, το ποσό της οποίας καθορίζει σε επτακόσια (700) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 25 Απριλίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ