Αριθμός 222/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 3ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……………» και τον διακριτικό τίτλο «. ………..», η οποία εδρεύει στο ………. κι εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Αθηνά ΒΕΡΡΟΙΟΥ (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Αθανάσιο ΚΑΣΤΑΝΙΔΗ (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../16.5.2019 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2531/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από 17.9.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2020- ………../2020) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις ταυτόσημες διατάξεις των άρθρων 513 παρ. 1β`και 553 παρ. 1β` του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, το ένδικο μέσο της εφέσεως και της αναιρέσεως επιτρέπεται μόνο κατά των οριστικών αποφάσεων που περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή την ανταγωγή, αν δε η απόφαση είναι κατά ένα μέρος οριστική, δεν επιτρέπεται έφεση ή αναίρεση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων, πριν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, σε περίπτωση αντικειμενικής σωρεύσεως περισσοτέρων αγωγών στο ίδιο δικόγραφο, ήτοι επί ενώσεως στο ίδιο δικόγραφο αγωγής περισσοτέρων αιτήσεων του ίδιου ενάγοντος κατά του ίδιου εναγομένου (άρθρο 218 παρ. 2 του ΚΠολΔ), δεν επιτρέπεται έφεση ή αναίρεση κατά των οριστικών, αλλά μη τελειωτικών αποφάσεων, ήτοι εκείνων που δέχονται ή απορρίπτουν ένα αυτοτελές αίτημα και αναβάλλουν την εκδίκαση των άλλων αιτημάτων, που εκκρεμούν στην ίδια διαδικασία, υπό την προϋπόθεση όμως της ύπαρξης συνάφειας ανάμεσα στην οριστικώς κριθείσα αίτηση και σε εκείνη που ακόμα είναι εκκρεμής, κατά τρόπο, ώστε, από την άσκηση του ενδίκου μέσου της εφέσεως ή της αναιρέσεως να πηγάζει κίνδυνος εκδόσεως, ενδεχομένως, αντιφατικών αποφάσεων (ΑΠ 14/2022, Α.Π. 66/2012, ΑΠ. 409/2009, ΑΠ. 295/2007, ΑΠ. 1060/2004, ΑΠ. 1565/2001 – βλ και αντ. ΑΠ 685/2022 Νόμος). Εξάλλου, μία τέτοια μη οριστική απόφαση είναι και η εκδιδόμενη σύμφωνα με το άρθρο 254 του ΚΠολΔ, με την οποία διατάσσεται η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, για να προσκομιστούν έγγραφα (Α.Π. 876/2015, Α.Π. 1027/1992), όπως επίσης και η εκδιδόμενη σύμφωνα με το άρθρο 249 του ΚΠολΔ, με την οποία διατάσσεται η αναβολή ή, ορθότερα, και παρά τη γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης, η αναστολή της συζήτησης μιας αγωγής, όταν η διάγνωση της διαφοράς, που εκκρεμεί ενώπιόν του εξαρτάται, ολικά ή μερικά, από την επίλυση κάποιου ζητήματος, το οποίο αποτελεί αντικείμενο άλλης δίκης ενώπιον του ίδιου ή άλλου Δικαστηρίου, ανεξαρτήτως βαθμού, μεταξύ των ίδιων ή διαφορετικών προσώπων και εμφανίζεται ως προδικαστικό ζήτημα αυτής, δηλαδή, να συναρτάται με κάποια έννομη σχέση, η οποία συνιστά προϋπόθεση για τη γέννηση ή την εξακολούθηση της ισχύος του επίδικου δικαιώματος και προβλέπεται ακόμα ότι αυτή η αυτοτελής στη δεύτερη δίκη διάγνωση του προδικαστικού ζητήματος θα γίνει ταχύτερα και ασφαλέστερα και έτσι θα συντελέσει στη διευκόλυνση ή επιτάχυνση της πορείας της δίκης, που θα πρέπει να αναβληθεί (ΑΠ 240/2002, ΑΠ 263/2008, ΤΝΠ ΜΕφΠατρ 131/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· Χ. Τριανταφυλλίδης, σε Χαρ. Απαλαγάκη, ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 1ος τόμος, 6η έκδ. 2016, άρθρο 249, αριθ. 6, σελ. 809-810). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως, προκύπτει από την επισκόπηση της με αριθμό καταθέσεως …../1.5.2019 αγωγής, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ιστορεί ότι είναι αδειούχος εκτελωνιστής και ότι προσελήφθη την 1.8.2005 από την εναγομένη και ήδη εκκαλούσα εταιρεία, που δραστηριοποιείται στον τομέα της μεταφοράς εμπορευμάτων για λογαριασμό τρίτων εντός και εκτός Ελλάδας, με σύμβαση που κατ΄ επίφαση μόνο χαρακτηρίσθηκε από τα μέρη ως σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, αλλά στην πραγματικότητα υπέκρυπτε σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του σαυτή με την παραπάνω ειδικότητα, έναντι μηνιαίου μισθού, που ανερχόταν κατά τον χρόνο της προσλήψεώς του στο ποσό των 1.400 ευρώ, πλέον των ασφαλιστικών του εισφορών και του αναλογούντος ΦΠΑ εκ 19% επί των τιμολογίων που εξέδιδε, ήτοι με “καθαρή” ετήσια αμοιβή ποσού 19.600 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων σαυτή των δώρων Πάσχα και Χριστουγέννων και του επιδόματος αδείας. Ότι την 2.1.2013, δυνάμει τροποποιητικής σύμβασης, η οποία χαρακτηρίσθηκε ομοίως με την αρχική ως σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, αλλά υπέκρυπτε σύμβαση παροχής εξηρτημένης εργασίας, η ετήσια αμοιβή του μειώθηκε στο ποσό των 16.800 ευρώ, πλέον ασφαλιστικών εισφορών προς τον ΟΑΕΕ (ήδη ΕΦΚΑ) και ΦΠΑ. Ότι η παραπάνω αρχική σύμβαση εργασίας του ήταν μέχρι την 12.11.2012 άκυρη, ως αντιβαίνουσα στο άρθρο 13 του Ν. 718/1977, που απαγόρευε την απασχόληση των εκτελωνιστών με υπαλληλική σχέση και μέχρι την άρση της απαγόρευσης αυτής με τον Ν. 4093/2012, ο οποίος δημοσιεύθηκε κατά την παραπάνω ημερομηνία (12.11.2012), λειτούργησε ως απλή σχέση εργασίας. Ότι από την πρόσληψή του μέχρι και την 28.11.2018 προσέφερε ανελλιπώς τις υπηρεσίες του στην εναγομένη, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στην αγωγή. Ότι κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του, έχοντας συμπληρώσει τις προϋποθέσεις πλήρους συνταξιοδότησης γήρατος στον ασφαλιστικό του φορέα. Ότι μολονότι με την αποχώρησή του έχει νόμιμη απαίτηση έναντι της εναγομένης για μειωμένη αποζημίωση αποχώρησης, καθώς και απαιτήσεις από διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών και επιδόματα εορτών και αδείας, η τελευταία αρνείται να του καταβάλει την δικαιούμενη μειωμένη αποζημίωση του άρθρου 8 εδ. β` του ν. 3198/1955, καθώς και δεδουλευμένες αποδοχές και επιδόματα εορτών και αδείας για τα έτη 2014-2018. Ζήτησε δε, με βάση την σύμβαση εργασίας και το νομοθετικό πλαίσιο που την διέπει και ως προς το κονδύλιο που αφορά δεδουλευμένες αποδοχές, και επικουρικά με βάση τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει: α) για αποζημίωση αποχώρησης λόγω συνταξιοδότησης το ποσό των 11.875,39€, β) για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών το συνολικό ποσό των 6.706,60€ και γ) να αναγνωρισθεί (μετά από παραδεκτό περιορισμό του αρχικά καταψηφιστικού αιτήματός της), η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει για επιδόματα εορτών και αδείας των ετών 2014 έως και 2018 το συνολικό ποσό των 22.382,31€, νομιμότοκα από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την ολοσχερή εξόφλησή του.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη υπ΄αριθμ. 2531/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, και δη ως προς τα β΄ και γ΄ αιτήματα αυτής, (που αφορούν δεδουλευμένες αποδοχές και δώρα εορτών – επίδομα αδείας), ως βάσιμη και κατ` ουσίαν, ενώ ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης, σχετικά με το πρώτο σωρευόμενο αίτημα της καταβολής της αποζημίωσης του άρθρου 8 εδ. β` του ν. 3198/1955, ως προς το οποίο διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο κατ` άρθρο 254 παρ. 1 του ΚπολΔ, προκειμένου να προσκομισθούν, με την επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων, απόφαση του ασφαλιστικού φορέα του ενάγοντα για την συνταξιοδότησή του (προσωρινή ή οριστική), ή και οποιοδήποτε άλλο έγγραφο, από το οποίο να προκύπτει η συμπλήρωση στο πρόσωπό του των προϋποθέσεων πλήρους συνταξιοδότησης γήρατος κατά τον χρόνο της οικειοθελούς αποχώρησης από την εργασία του την 28.11.2018. Ακολούθως, ο ενάγων, με την με αριθμό κατάθεσης …………../2020 κλήση του, επανέφερε την αγωγή του προς συζήτηση κατά το κεφάλαιό της αυτό ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, η οποία, μετά από αναβολή, συζητήθηκε κατά την δικάσιμο της 2/11/2020 και εκδόθηκε η υπ΄αριθμ. 849/2021 μη οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία διατάχθηκε η αναστολή της συζητήσεως της αγωγής επί του παραπάνω κεφαλαίου της μέχρι την έκδοση τελεσιδίκου αποφάσεως επί της ασκηθείσης ήδη από 17.9.2020 ένδικης εφέσεως.
Από το περιεχόμενο της εκκαλουμένης υπ΄αριθμ. 2531/2020 εν μέρει οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών των άρθρων 614 παρ. 3, 621 επομ. ΚΠολΔ, όπως αντικ. από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, προκύπτει ότι αυτή είναι οριστική ως προς τις δύο από τις αντικειμενικά σωρευόμενες περισσότερες αξιώσεις του ενάγοντος, ήτοι ως προς το κεφάλαιό της που αφορά δεδουλευμένες αποδοχές και τα δώρα εορτών – επίδομα αδείας και μη οριστική ως προς το κεφάλαιό της περί καταβολής αποζημίωσης εκ του άρθρου 8 εδ. β` του ν. 3198/1955. Κατά της αποφάσεως αυτής η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, άσκησε την ένδικη από 17.9.2020 και με αριθμό καταθέσεως …………/22.9.2020) έφεσή της, με τους λόγους της οποίας προσβάλλει την απόφαση αυτή μόνο ως προς τις οριστικές της διατάξεις, (βλ. ιδίως στην σελ. 2 της εφέσεως), που αφορούν τα δύο παραπάνω β΄ και γ΄ αιτήματα, κατά το μέρος που αυτά έγιναν δεκτά, ενώ δεν συμπροσβάλλεται η μη οριστική διάταξη αυτής, με την οποία, κατά τα παραπάνω αναφερόμενα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ανέβαλε να αποφασίσει οριστικά. Εν όψει αυτών, και δεδομένου, ότι μεταξύ των κριθέντων οριστικώς αιτήσεων του ενάγοντος (για δεδουλευμένες αποδοχές και δώρα εορτών – επίδομα αδείας) και εκείνης που εκκρεμεί λόγω αναβολής και αναστολής (για καταβολή της αποζημίωσης του άρθρου 8 εδ. β` του ν. 3198/1955) δεν υπάρχει συνάφεια, ώστε από την άσκηση εφέσεως να πηγάζει κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, πρέπει, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην μείζονα σκέψη και την άποψη που υιοθετεί το δικαστήριο αυτό, η υπό κρίση έφεση, η οποία ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 19, 495, 511, 513 παρ.1 περ. β, 518 παρ. 1ΚΠολΔ), αφού κατατέθηκε στην γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου την 22.9.2020 και, όπως προκύπτει η επίδοση της εκκαλουμένης έλαβε χώρα την 27.7.2020 (βλ. την από ίδια ημερομηνία επισημείωση στο σώμα της της δικαστικής επιμελήτριας …………….), να γίνει τυπικά δεκτή για τα αγωγικά κονδύλια για τα οποία εκδόθηκε οριστική απόφαση και προσβάλλονται με αυτήν και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια, όπως και πρωτοδίκως, ειδική διαδικασία (άρθρ. 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.)
Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ κατά το άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνηθείσας εργασίας και στον μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του, ενώ ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση, μάλιστα, του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας αποτελεί το βασικό γνώρισμα της εξάρτησης αυτής, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή ειδικών γνώσεών του και του αντικειμένου της εργασίας, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία ως εξαρτημένη. Περαιτέρω, σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, στην οποία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, υπάρχει, όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη και χωρίς να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του. Και στη σύμβαση αυτή, πάντως, υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι` αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του εργαζομένου προς τους όρους της σύμβασής του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο, εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη με την προεκτεθείσα έννοια. Οπωσδήποτε, το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει τη συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντιστοίχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης εξάρτησης, η οποία, όμως, δεν εξαρτάται μόνο από τη συνδρομή όλων ή των περισσοτέρων από τα στοιχεία αυτά, διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσοτέρων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σε αυτήν εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσης του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και τη φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξάρτησης, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για τη διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη (Ολ. ΑΠ 28/2005, ΑΠ 573/2018, ΑΠ 220/2018, ΑΠ 997/2017, ΑΠ 884/2017 δημ/νες στην επίσ. ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου, ΑΠ 602/2017, ΑΠ 677/2017 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 171/2016). Σημειώνεται, ότι δεν αποτελούν αποφασιστικά κριτήρια υπέρ του χαρακτηρισμού της απασχόλησης ως σύμβασης παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, ο τρόπος προσδιορισμού και καταβολής της αμοιβής του απασχολουμένου, η μη ασφάλιση αυτού στο ΙΚΑ, η μη χορήγηση σε αυτόν βεβαιώσεων μισθωτών υπηρεσιών, η ασφάλισή του σε Ταμείο Ασφάλισης ελευθέρων επαγγελματιών, η έκδοση δελτίου παροχής υπηρεσιών, η παρακράτηση από τον εργοδότη φόρου ελεύθερων επαγγελματιών (ΑΠ 573/2018 ο.π., ΑΠ 1560/2017 στην επίσ. ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου, ΑΠ 997/2017 ο.π., ΑΠ 602/2017 ο.π.). Τέλος, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας σχέσης, ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, ορισμένου ή αορίστου χρόνου, ή ως σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών αποτελεί κατ` εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας του δικαστηρίου, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 3 και 87 παρ. 2 του Συντάγματος, που, μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστατικών που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και με βάση εκείνα που στη συνέχεια προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία προσδίδει τον ορθό χαρακτηρισμό στην καταρτισθείσα σύμβαση, χωρίς ν` ασκεί οποιαδήποτε επιρροή ο χαρακτηρισμός που έδωσαν σ` αυτήν τα συμβαλλόμενα μέρη (βλ. ανωτέρω ΑΠ 9/2018, ΑΠ 683/2018, ΑΠ 1560/2017, ΑΠ 997/2017, ΑΠ 677/2017, βλ. και ΑΠ 171/2016, ΑΠ 2242/2013 ΤΝΠΝ). Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2639/1998 (Α 205), όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 του Ν. 3846/2010 (A 66), ορίζεται ότι “Η συμφωνία μεταξύ εργοδότη και απασχολούμενου για παροχή υπηρεσιών ή έργου, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ιδίως στις περιπτώσεις αμοιβής κατά μονάδα εργασίας (φασόν), τηλεργασίας, κατ` οίκον απασχόλησης, τεκμαίρεται ότι υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, εφόσον η εργασία παρέχεται αυτοπροσώπως, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη για εννέα συνεχείς μήνες” και με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι “Μέσα σε διάστημα εννέα (9) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου κάθε εργοδότης υποχρεούται να υποβάλει στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας συγκεντρωτική κατάσταση αναφορικά με τις υφιστάμενες συμφωνίες μεταξύ αυτού και απασχολούμενων για παροχή υπηρεσιών ή έργου, στην οποία θα αναγράφονται η χρονολογία κατάρτισης των συμφωνιών αυτών και το ονοματεπώνυμο του απασχολούμενου. Σε περίπτωση παράλειψης υποβολής της κατάστασης αυτής θεωρείται ότι η σχετική συμφωνία υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η απασχόληση αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη για τουλάχιστον εννέα (9) συνεχείς μήνες αποτελεί τη βάση τεκμηρίου υπέρ της εξαρτημένης εργασίας, το οποίο, όμως, είναι μαχητό και συνεπώς ο εργοδότης διατηρεί τη δυνατότητα ανατροπής του (ΑΠ 522/2022). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 648, 649 και 653 Α.Κ., 1 του Ν. 1876/1990 “για τις ελεύθερες διαπραγματεύσεις” και 2 επ. του ΝΔ. 3765/1957, προκύπτει ότι γνήσια ετοιμότητα προς εργασία υπάρχει, όταν ο εργαζόμενος βρίσκεται σε πλήρη δέσμευση του ελεύθερου χρόνου του, υπό την έννοια ότι κατά τη διάρκεια του ωραρίου του δεν διαθέτει την παραμικρή δυνατότητα να αναπαύεται ή να χρησιμοποιεί την εργασιακή του δύναμη διαφορετικά, αλλά πρέπει να διατηρεί τις σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις σε εγρήγορση, ώστε να είναι σε θέση να παρέχει την εργασία του στον εργοδότη σε κάθε στιγμή που θα του ζητείται. Σ` αυτή τη μορφή ετοιμότητας (γνήσια) θεωρείται ότι υπάρχει πλήρης απασχόληση και έτσι η γνήσια ετοιμότητα εξομοιώνεται με κανονική παροχή εργασίας και εφαρμόζονται σ` αυτήν, όλες οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Αντίθετα, η σύμβαση με την οποία ο ένας από τους συμβαλλομένους αναλαμβάνει την υποχρέωση να περιορίσει μερικώς την ελευθερία των κινήσεών του υπέρ του άλλου, χωρίς να υποχρεούται να διατηρεί σε εγρήγορση τις σωματικές ή πνευματικές του δυνάμεις, ώστε να είναι στη διάθεση του αντισυμβαλλομένου κάθε στιγμή, αλλά παραμένοντας απλώς είτε στον τόπο εργασίας αναπαυόμενος είτε στην οικία του αναμένοντας κλήση του εργοδότη, υφισταμένης στην περίπτωση αυτή μη γνήσιας (απλής) ετοιμότητας προς εργασία ή ετοιμότητας κλήσης, έχει μεν τον χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας, αλλά εξαιτίας της ιδιομορφίας της δεν εφαρμόζονται σ` αυτήν, εκτός αν έχει συμφωνηθεί το αντίθετο, οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για τα ελάχιστα όρια αμοιβής και τις προσαυξήσεις για παροχή νυκτερινής ή υπερωριακής εργασίας ή εργασίας κατά τις Κυριακές και αργίες. Για το λόγο αυτό, στην πιο πάνω περίπτωση οφείλεται μόνο ο μισθός που συμφωνήθηκε και, αν δεν έχει συμφωνηθεί, ο ειθισμένος μισθός, με τον ίδιο δε τρόπο υπολογίζονται και τα οφειλόμενα επιδόματα εορτών και αδείας. Το ζήτημα του είδους της ετοιμότητας εργασίας και ειδικότερα αν πρόκειται για γνήσια ή μη γνήσια (απλή) ετοιμότητα είναι θέμα απόδειξης των πραγματικών περιστατικών που μπορούν να υπαχθούν στην μία ή την άλλη κατηγορία (ΟλΑΠ 10/2009, ΑΠ 9/2023 ΑΠ 1238/2022, ΑΠ 22/2018). Στην προκειμένη περίπτωση, από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα του ενάγοντος, ……………, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, έστω και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου, τα οποία λαμβάνονται υπόψιν είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, την προσκομιζόμενη με επίκληση, από τον ενάγοντα υπ’ αριθ. ……/29.11.2019 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, που δόθηκε μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης (βλ. την υπ’ αριθ. ……/26.11.2019 έκθεση επίδοσης της από 22.11.2019, κλήσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών) και την προσκομιζόμενη με επίκληση από την εναγομένη υπ΄αριθμ. …../06.12.2019 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα …………….., η οποία λήφθηκε εντός της προθεσμίας προσθήκης αντίκρουσης στην πρωτοβάθμια δίκη ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά . …….., ύστερα από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντα, που έγινε με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά, η οποία λαμβάνεται παραδεκτά υπόψιν, εφόσον επιτρέπονται ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου και νέα αποδεικτικά μέσα, ακόμα και ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν ύστερα από νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου μετά την έκδοση της εκκαλουμένης (ΑΠ 509/2011, ΑΠ 771/2010 ΤΝΠΝ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων, ο οποίος είναι αδειούχος εκτελωνιστής, με το από 01.08.2005 ιδιωτικό συμφωνητικό που συνυπέγραψε με την εναγομένη εταιρεία, η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα της μεταφοράς εμπορευμάτων εντός και εκτός της ελληνικής Επικράτειας, (ιδίως, ανταλλακτικών πλοίων), καθώς και με συναφείς με τα μεταφερόμενα εμπορεύματα εργασίες, όπως την φροντίδα συσκευασίας, αποθηκεύσεως, φορτώσεως, παραδόσεως και εκτελωνισμού τους, προσελήφθη από την τελευταία προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του σαυτή για αόριστο χρονικό διάστημα. Με το ιδιωτικό αυτό συμφωνητικό ορίστηκε ειδικότερα ότι η εναγομένη, θα χρησιμοποιεί τον ενάγοντα με την παραπάνω ιδιότητά του του εκτελωνιστή με σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Με το ίδιο συμφωνητικό ορίστηκε, επίσης, ότι ο ενάγων υποχρεούται να πραγματοποιεί εγκαίρως την οποιαδήποτε εκτελωνιστική εργασία προκύψει (εκτελωνισμοί κ.λπ.) έναντι ετήσιας αμοιβής 19.600 ευρώ, ασχέτως του αριθμού εργασιών που θα προκύπτουν κάθε μήνα ή ετησίως και ότι η εξόφληση της αμοιβής του θα γίνεται με την έκδοση του νομίμου φορολογικού στοιχείου προς την εταιρεία και εντός τριών ημερών από την έκδοση αυτού. Με προφορική εξάλλου συμφωνία μεταξύ τους η εναγομένη ανέλαβε εξαρχής την υποχρέωση να καταβάλει απευθείας στον ενάγοντα τον ΦΠΑ εκάστου τιμολογίου παροχής υπηρεσιών που εξέδιδε ο ίδιος στο όνομά της, καθώς και τις οφειλόμενες κατά μήνα εισφορές προς τον ασφαλιστικό του φορέα (ΟΑΕΕ). Η σύμβαση αυτή λειτούργησε με το παραπάνω περιεχόμενο μέχρι και το έτος 2012. Στις 2.1.2013 οι διάδικοι συνυπέγραψαν νέο ιδιωτικό συμφωνητικό με πανομοιότυπο κατά τα λοιπά περιεχόμενο, με το οποίο μειώθηκε η ετήσια αμοιβή του ενάγοντα σε 16.800 ευρώ και διατυπώθηκε πλέον εγγράφως η μέχρι τότε προφορική συμφωνία τους για την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα τον ΦΠΑ των εκδιδομένων από αυτόν τιμολογίων παροχής υπηρεσιών, καθώς και το αντίστοιχο με τις ασφαλιστικές του εισφορές ποσό. Από την υπογραφή της αρχικής σύμβασης την 1.8.2005 μέχρι την 28.11.2018, που αποχώρησε, ο ενάγων παρείχε ανελλιπώς τις υπηρεσίες του στην εναγομένη, προσερχόμενος καθημερινά στις εγκαταστάσεις της τελευταίας, όπου η εναγομένη του παραχώρησε δικό του γραφείο, με προσωπικό Η/Υ, τηλεφωνική γραμμή και λοιπό επαγγελματικό εξοπλισμό. Η εργασία του ήταν πενθήμερη εβδομαδιαίως με συγκεκριμένο και σταθερό ωράριο από τις 08.00 π.μ. έως τις 16.00 μ.μ, το οποίο είχε καθοριστεί από την εναγομένη και η τήρησή του ήταν υποχρεωτική για τον ενάγοντα, γεγονότα που συνομολογούνται από την εναγομένη (άρθρο 261 Κ.Πολ.Δ), η οποία δεν τα αρνείται ειδικά. Ειδικότερα, ο ενάγων απασχολούνταν με όλες τις εκτελωνιστικές και συναφείς εργασίες των εμπορευμάτων των πελατών της εναγομένης, που του ανέθετε ο νόμιμος εκπρόσωπός της δια των εκάστοτε πληρεξουσίων του στην Ελλάδα, όπως η ……….. από 1.8.2005 έως 2.1.2018 και ο …………. για το μετέπειτα μέχρι την αποχώρησή του χρονικό διάστημα. Επιπλέον των άνω εργασιών ο ενάγων απασχολείτο και με εργασίες πέραν της ειδικότητάς του, όπως με την διεκπεραίωση εργασιών με τις τράπεζες, την είσπραξη επιταγών, την τακτοποίηση του αρχείου τιμολογίων που τηρείτο στο λογιστήριο της εναγομένης, την παράδοση τιμολογίων σε πελάτες της εναγομένης κ.λ.π., μερικές εκ των οποίων επικαλείται και η ίδια η εναγομένη, έστω κι αν τις χαρακτηρίζει ως συναφείς με την ειδικότητά του. Η εκτέλεση όλων των παραπάνω εργασιών γινόταν πάντοτε σύμφωνα με τις εντολές και τις οδηγίες του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης …………, ο οποίος ασκούσε την εποπτεία και τον έλεγχο της έγκαιρης και σωστής εκπληρώσεώς τους δια των ως άνω πληρεξουσίων του στην Ελλάδα. Η μόνη δυνατότητα αναπτύξεως πρωτοβουλίας εκ μέρους του ενάγοντα περιορίζονταν στην χρησιμοποίηση των γνώσεων που διέθετε ως εκτελωνιστής κατά τη διεκπεραίωση των διαφόρων συναφών με το αντικείμενό του υποθέσεων και σε καμία περίπτωση δεν έφθανε μέχρι του σημείου να καθορίζει ο ίδιος τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο εκτελέσεως της εργασίας του, καθόσον αυτά καθορίζονταν μόνο από τους εκπροσώπους της εναγομένης. Δεσμεύονταν δε καθ΄ όλο το καθορισμένο ωράριό του να βρίσκεται είτε εργαζόμενος είτε σε ετοιμότητα εργασίας στο γραφείο του στις εγκαταστάσεις της εναγομένης, αφού η τελευταία, με συνεχείς εντολές δια των ως άνω πληρεξουσίων της, του ανέθετε την διενέργεια διαφόρων εκτελωνιστικών ή (και) άλλων εργασιών των πελατών της, τις οποίες όφειλε να εκτελέσει στον τόπο και τον χρόνο που του προσδιόριζαν και σύμφωνα με τις οδηγίες τους. Δεσμεύονταν, επίσης, να τους αναφέρει καθημερινά την έκβαση των ενεργειών του και να τους αποδίδει λογαριασμό για τα πεπραγμένα, ελεγχόμενος για την πρόοδο των εργασιών και την αποδοτικότητά του. Ακόμα δε και όταν έπρεπε να διεκπεραιώσει εξωτερικές εργασίες, όπως στα τελωνεία Πειραιώς και Ελευσίνας, η μετάβασή του δεν γινόταν κατά την κρίση του και με δική του πρωτοβουλία, αλλά μόνον κατόπιν σχετικής άδειας και εντολής των πληρεξουσίων της εναγομένης, όπως ρητά συνομολογείται από την τελευταία, ενώ και μετά το πέρας των εργασιών αυτών ήταν υποχρεωμένος να επιστρέφει στο γραφείο του και να παραμένει σαυτό μέχρι την λήξη του ωραρίου του. Αντίστοιχα, είχε και όλες τις νόμιμες παροχές που είχαν και οι λοιποί εργαζόμενοι που συνδέονταν με την εναγομένη με σχέση εξηρτημένης εργασίας, αφού λάμβανε ανελλιπώς την ετήσια άδεια αναψυχής, υποβάλλοντας προηγουμένως σχετική αίτηση στον εκπρόσωπο της εναγομένης και μέχρι το τέλος του έτους 2012 λάμβανε κανονικά και τα δώρα Πάσχα και Χριστουγέννων, καθώς και το επίδομα αδείας, όπως θα εκτεθεί και παρακάτω. Για την παραπάνω εργασία του ο ενάγων αμειβόταν μέχρι την 2.1.2013 με το συμφωνηθέν ως άνω ετήσιο ποσό των 19.600 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στην πραγματικότητα σε πάγιο μηνιαίο μισθό 1.400 ευρώ, πλέον των δώρων εορτών και του επιδόματος αδείας (19.600 :14 μήνες = 1.400 ευρώ) και ως τέτοιος καταβάλλονταν στον ενάγοντα σε δύο δόσεις κατά μήνα των 700 ευρώ η κάθε μία. Όπως προεκτέθηκε στις 2.1.2013 η ετήσια αμοιβή του ενάγοντα μειώθηκε στο ποσό των 16.800 ευρώ με το νέο ιδιωτικό συμφωνητικό που συνυπέγραψε με την εναγομένη. Η μείωση αυτή, ανερχόμενη στο ποσό των 2.800 ευρώ ετησίως, δεν αφορούσε τον πάγιο μισθό του των 1.400 ευρώ τον μήνα, ο οποίος, όπως αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών και τα εμβάσματα στον υπ΄αριθμ …… τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντα στην Εθνική Τράπεζα, εξακολούθησε να του καταβάλετε στο ακέραιο κατά μήνα σε δύο δόσεις των 700 ευρώ η κάθε μία, αλλά αντιστοιχεί στην περικοπή των δώρων Πάσχα και Χριστουγέννων και του επιδόματος αδείας, τα οποία, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα από τον ενάγοντα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, λάμβανε κανονικά μέχρι το έτος 2013, αλλά και συνάγεται από την αντιστοιχία του ποσού της περικοπής με τα ως άνω δώρα και επιδόματα (ΔΧ 1.400€ + ΔΠ 700€ + ΕΑ 700€= 2.800€). Με τον ίδιο τρόπο καταβάλλονταν στον ενάγοντα και οι ασφαλιστικές του εισφορές, οι οποίες μέχρι το έτος 2017 αποδίδονταν σαυτόν εξ ολοκλήρου από την εναγομένη, ενώ από την 1.1.2017 και εφεξής, καταβάλλονταν κατά το ήμισυ. Για τον μισθό που εισέπραττε ο ενάγων κάθε μήνα, αλλά και για το ποσό που λάμβανε για τις ασφαλιστικές του εισφορές, ήταν υποχρεωμένος να εκδίδει αντίστοιχο τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών. Και τούτο, μέχρι το έτος 2013 τουλάχιστον, δεν ήταν απόρροια της ελεύθερης βούλησης των διαδίκων, αλλά αναγκαιότητα που προέκυπτε από το νόμο και συγκεκριμένα από το άρθρο 13 παρ. 1 περ. ζ΄ του Ν. 718/1977 (όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με την περίπτωση 12 της υποπαραγράφου Ε.5. του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012), το οποίο απαγόρευε ρητά την υπαλληλική σχέση των εκτελωνιστών με οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο και επέβαλε σαυτούς να εργάζονται αποκλειστικά ως ελεύθεροι επαγγελματίες. Η έκδοση, επομένως, των παραπάνω τιμολογίων παροχής υπηρεσιών δεν ήταν δηλωτική της σχέσης που πράγματι συνέδεε τους διαδίκους, αλλά αναγκαίο προαπαιτούμενο για την νομιμοφάνεια της μεταξύ τους συνεργασίας. Με τον ίδιο παραπάνω νόμο ο ενάγων ήταν υποχρεωμένος να διατηρεί και επαγγελματική έδρα στην τελωνειακή του περιφέρεια (άρθρο 13 παρ. 1ζ του Ν. 718/1977) και ως τέτοια δήλωνε, τύποις και μόνον, (όπως συνάγεται από την καθημερινή εργασία του στα γραφεία της εναγομένης), τη διεύθυνση της οικίας του στην οδό ………., στον Κορυδαλλό της Αττικής. Με βάση τα παραπάνω ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της μεταξύ των διαδίκων συνεργασίας, προκύπτει, ότι η σύμβαση που πράγματι καταρτίσθηκε και λειτούργησε μεταξύ τους, ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό που της προσέδωσαν οι ίδιοι, είχε τον χαρακτήρα σύμβασης εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Και τούτο διότι ο ενάγων δεν διέθετε επιχειρηματική οργάνωση και εξ αρχής εντάχθηκε τόσο λειτουργικά όσο και οργανωτικά στην δομή της επιχείρησης της εναγομένης, κάνοντας χρήση του εξοπλισμού της και προσφέροντας καθημερινά τις υπηρεσίες του στα γραφεία της σε συγκεκριμένο ωράριο, κατά το οποίο ήταν υποχρεωμένος, ακόμα κι αν δεν του είχε ανατεθεί εκτελωνιστική εργασία, είτε να προσφέρει άλλες, άσχετες με την ειδικότητά του, εργασίες είτε να βρίσκεται σε ετοιμότητα εργασίας. Ενεργούσε δε πάντοτε υπό τις δεσμευτικές οδηγίες του νομίμου εκπροσώπου της ως προς τον τρόπο και το χρόνο παροχής της εργασίας του, ο οποίος, δια των εκάστοτε πληρεξουσίων του στην Ελλάδα, ασκούσε συνεχή και καθημερινή εποπτεία και έλεγχο για τη συμμόρφωσή του με τις οδηγίες αυτές. Και ναι μεν ο ενάγων ανέπτυσσε και πρωτοβουλία, πλην όμως αυτή περιορίζονταν αποκλειστικά στην εκτέλεση των εκτελωνιστικών εργασιών, περί των οποίων μόνον εκείνος είχε τις απαιτούμενες για την διεκπεραίωσή τους ειδικές γνώσεις, το δε γεγονός αυτό δεν αποτελεί από μόνο του ασφαλές κριτήριο διακρίσεως της εξαρτημένης εργασίας από τις ανεξάρτητες υπηρεσίες (βλ. Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, Στ. Βλαστός, 2012, σελ. 44-45). Και τούτο, διότι όλα τα λοιπά χαρακτηριστικά της σύμβασης αυτής δεν προσομοιάζουν με σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, αλλά μόνο με αυτή της εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου καθώς: α) Η σύμβαση ορίστηκε εξ αρχής για αόριστο χρόνο, β) η αμοιβή που συμφωνήθηκε κατ΄ έτος καταβαλλόταν κάθε μήνα ως μισθός και ήταν ανεξάρτητη από την ποσότητα των υποθέσεων διεκπεραίωσης και τον βαθμό δυσκολίας κάθε μιας, γ) την μηνιαία αυτή αμοιβή λάμβανε σε δύο δόσεις των 700 ευρώ η κάθε μία με την ένδειξη “προκαταβολή” και “εξόφληση” αντίστοιχα, η δε ένδειξη “εξόφληση” είναι προφανές ότι αναφέρεται σε απόσβεση οφειλόμενης μηνιαίας παροχής και όχι ετήσιας αμοιβής, όπως φέρεται στο ιδιωτικό συμφωνητικό, δ) ο ενάγων προσέφερε τις υπηρεσίες του με καθημερινή επί 8ωρο παρουσία του στα γραφεία της εναγομένης, χωρίς δικαίωμα παρέκκλισης από το ωράριο αυτό, αφού και μετά την διεκπεραίωση των εξωτερικών εργασιών στα τελωνεία, όφειλε να επιστρέφει στο γραφείο του στις εγκαταστάσεις της εναγομένης και να παραμένει σαυτό μέχρι την λήξη του ωραρίου του, ε) εκτελούσε εργασίες μη συναφείς με το αντικείμενό του, (αρχειοθέτηση στο λογιστήριο της εναγομένης, παράδοση τιμολογίων σε πελάτες της, είσπραξη επιταγών και λοιπές τραπεζικές εργασίες), οι οποίες είναι ασυμβίβαστες με την εκδοχή της σύμβασης παροχής ανεξάρτητων εκτελωνιστικών υπηρεσιών, στ) λάμβανε κανονικά ετήσια άδεια και μέχρι και το 2012 και το επίδομα αδείας και τα δώρα εορτών, τα οποία, επίσης, δεν δικαιολογούνται σε σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, η δε περικοπή τους από το 2013 και εντεύθεν, όπως συνάγεται και από την κοινή πείρα και λογική, δεν έγινε με την ελεύθερη βούληση του ενάγοντα, αλλά στα πλαίσια της επιβολής της κυριαρχικής βούλησης της εναγομένης προς καταστρατήγηση των νομίμων δικαιωμάτων του ενάγοντος, ο οποίος τελώντας σε νομική και υπηρεσιακή εξάρτιση δεν μπορούσε να αντιδράσει, ζ) ο ΦΠΑ επί των εκδιδόμενων τιμολογίων παροχής υπηρεσιών, καταβαλλόταν πάντοτε από την εναγομένη, η) οι ασφαλιστικές του εισφορές, οι οποίες, υπό την εκδοχή της παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, θα έπρεπε να βαρύνουν το ίδιο, πληρωνόταν επίσης από την εναγομένη και θ) τελούσε πάντοτε υπό τον έλεγχο και την εποπτεία της εναγομένης, ακόμα και για τον χρόνο που θα εκτελούσε την εξωτερική εργασία του στα εκάστοτε τελωνεία, στα οποία μετέβαινε μόνον κατόπιν εντολής των εκπροσώπων της εναγομένης. Εξ άλλου, ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του αυτοπροσώπως στην εναγομένη επί δεκαοκτώ συνεχόμενα έτη, δηλαδή για χρονικό διάστημα πλέον των εννέα (9) μηνών, με συνέπεια να υφίσταται και μαχητό τεκμήριο ότι υποκρύπτεται σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, το οποίο δεν ανέτρεψε η εναγομένη, καθώς δεν προσκομίζει ούτε έγγραφα περί υποβολής στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας συγκεντρωτικής κατάστασης με τις υφιστάμενες εν προκειμένω δύο έγγραφες συμφωνίες της με τον ενάγοντα (άρθρο 1 του ν. 2639/1998, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 3846/2010). Τα παραπάνω ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της σύμβασης αυτής δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι ο ενάγων παρείχε περιστασιακά υπηρεσίες εκτελωνισμού και σε ελάχιστους προσωπικούς του πελάτες, αφού η παράλληλη αυτή απασχόληση, που, σε κάθε περίπτωση ήταν περιορισμένη, δεν απεδείχθη ότι γινόταν μέσα στο ωράριο εργασίας του στην εναγομένη, (τουλάχιστον καθόσον αφορά τις εκτός τελωνείων και πλέον χρονοβόρες εργασίες προετοιμασίας) και, σε κάθε περίπτωση, δεν αναιρεί την νομική και προσωπική εξάρτηση του ενάγοντα από την εναγομένη. Πολύ δε περισσότερο, που κατά την εκτέλεση της περιστασιακής αυτής παράλληλης απασχόλησής του, όπως προκύπτει από την ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα της εναγομένης ………., ο ενάγων δεν δρούσε αυτόβουλα και ανεξάρτητα, όπως θα έπρεπε αν η ένδικη σύμβαση είχε την μορφή της παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, αλλά ήταν υποχρεωμένος να ενημερώνει την εργοδότριά του για κάθε τέτοια παράλληλη εργασία, γεγονός από το οποίο συνάγεται όχι μόνον η εποπτεία, αλλά και ο έλεγχος και η δεσμευτικότητα στην δράση του.
Περαιτέρω αποδεικνύεται, ότι η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος με την εναγομένη ήταν αρχικώς άκυρη, ως αντικείμενη στην αναγκαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 περ. ζ΄ του Ν. 718/1977 (όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με την περίπτωση 12 της υποπαραγράφου Ε.5. του άρθρου πρώτου του Ν.4093/2023) που προαναφέρθηκε, η οποία απαγόρευε την υπαλληλική σχέση του εκτελωνιστή και συνεπώς ο ενάγων μέχρι την 12.12.2012 συνδεόταν με την εναγομένη με απλή σχέση εργασίας. Η σύμβαση όμως αυτή κατέστη έγκυρη για το μετέπειτα (και επίδικο) χρονικό διάστημα, (από τη δημοσίευση του Ν. 4093/2012, στις 12.11.2012), καθώς τα μέρη εκδήλωσαν τη βούληση επικύρωσης αυτής, ο μεν ενάγων συνεχίζοντας να παρέχει τις υπηρεσίες του υπό τις ίδιες συνθήκες εξάρτησης από την εναγομένη, η δε τελευταία αποδεχόμενη αυτές ασκώντας τις προαναφερθείσες εργοδοτικές εξουσίες. Αποδεικνύεται, επομένως, ότι η σχέση που συνέδεε τους διαδίκους ήταν σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, επί της οποίας εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου και όχι σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών, όπως κατ΄επίφαση την χαρακτήρισαν οι ίδιοι, και ορθά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ομοίως και επιδίκασε στον ενάγοντα για επιδόματα εορτών και αδείας των ετών 2013 έως 2018 το συνολικό ποσό των 13.843,20€, το ύψος του οποίου δεν αμφισβητείται με την έφεση. Όσα δε περί του αντιθέτου υποστηρίζει η εκκαλούσα – εναγομένη με τον πρώτο λόγο της εφέσεώς της πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα στην ουσία τους.
Από τις διατάξεις των άρθρων 648, 649 και 653 ΑΚ 3 παρ. 2 Ν. 2112/1920, 5 παρ. 1 Ν. 3198/1955 και 1 της υπ’ αριθ. 95 Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας «περί προστασίας του ημερομισθίου», που κυρώθηκε με το Ν. 3248/1955, συνάγεται ότι ως μισθός στη σύμβαση εργασίας θεωρείται κάθε παροχή που, με βάση το νόμο ή τη συμφωνία, καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του τελευταίου. Επομένως, δεν έχουν το χαρακτήρα μισθού οι πρόσθετες παροχές που δίδονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο εκουσίως από ελευθεριότητα και όχι από νόμιμη υποχρέωση ή με πρόθεση, που εκδηλώνεται και από τα δύο μέρη, να αποτελέσουν αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία και ως εκ τούτου δεν ιδρύεται υποχρέωση και αντίστοιχο δικαίωμα αναφορικά με τις παροχές αυτές, με αποτέλεσμα ο εργοδότης να έχει τη δυνατότητα να τις ανακαλέσει οποτεδήποτε και να παύσει τη χορήγηση τους. Ούτε είναι δυνατό οι οικειοθελείς αυτές παροχές να μετατραπούν σε συμβατικές υποχρεώσεις του εργοδότη, ανεξαρτήτως του μακροχρόνιου, αδιάλειπτου ή γενικευμένου της καταβολής τους, ιδίως αν κατά την έναρξη της χορήγησής τους ή έστω πριν δημιουργηθούν οι συνθήκες της δεσμευτικότητάς τους, ο εργοδότης επιφύλαξε για τον εαυτό του το δικαίωμα να τις διακόψει ελευθέρως και μονομερώς οποτεδήποτε. (ΑΠ 74/2016, Εφ.Α 2139/2022 ΤΝΠΝ). Εν προκειμένω, από τα ίδια παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία απεδείχθη, ότι από την έναρξη της εργασιακής σχέσης του ενάγοντα συμφωνήθηκε προφορικά με την εναγομένη να του καταβάλει η τελευταία κάθε μήνα τις βαρύνουσες τον ίδιο ασφαλιστικές εισφορές, ώστε να τις καταβάλει ο ίδιος στην συνέχεια στον ασφαλιστικό του φορέα (ΟΑΕΕ). Η συμφωνία αυτή διατυπώθηκε και εγγράφως στην από 2.1.2013 τροποποιητική σύμβαση, χωρίς επιφύλαξη από την εναγομένη, η οποία και κατέβαλε εξ αρχής στον ενάγοντα τα αντίστοιχα ποσά για κάθε μήνα μέχρι το έτος 2017, πλην αυτών που αφορούν την εισφορά Ο.Α.Ε.Ε. του τετάρτου διμήνου 2016 (Ιουλίου – Αυγούστου 2016), ποσού 775,20€ και την εισφορά Ο.Α.Ε.Ε. του έκτου διμήνου 2016 (Νοεμβρίου – Δεκεμβρίου 2016), ποσού 775,20€, ήτοι συνολικά δεν του κατέβαλε το ποσό των 1.550,40€, το οποίο οφείλει να του καταβάλει, αφού, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην μείζονα σκέψη, το ποσό αυτό έχει, κατά την έγκυρη μεταξύ τους συμφωνία, μισθολογικό χαρακτήρα. Ο ισχυρισμός της εναγομένης, ότι δεν οφείλει τα ποσά αυτά, επειδή δεν τα διέλαβε ο ενάγων στα παραστατικά που εξέδωσε για την αντίστοιχη περίοδο, δεν οδηγεί σε αντίθετο συμπέρασμα, αφού στα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών που εξέδιδε ο ενάγων διαλαμβάνονταν κατ΄εντολή της εναγομένης μόνον τα ποσά που επρόκειτο να του καταβάλει και όχι και αυτά που αρνούνταν την καταβολή τους, όπως βάσιμα υποστηρίζει ο τελευταίος, χωρίς να αποκρούεται από την εναγομένη. Εξ άλλου, η εναγομένη δεν κατέβαλε και οφείλει στον ενάγοντα και το ποσό των 392,74€, για τον Φ.Π.Α. που αναλογεί στο με αριθμό …./31.10.2018 Τ.Π.Υ., με το οποίο, επίσης, βαρύνετε κατά την ίδια παραπάνω συμφωνία. Η ένσταση εξόφλησης του ποσού αυτού, που νόμιμα (άρθρο 416 του ΑΚ) προέβαλε η εναγομένη προφορικά στο ακροατήριο και με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και επαναφέρει με την έφεσή της, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη στην ουσία της, διότι το υπ΄αριθμ. …… έμβασμα που επικαλείται για την καταβολή του, με το οποίο κατέθεσε στον ως άνω τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος το ποσό των 700 ευρώ, δεν αφορά, σύμφωνα και με την αιτιολογία του, την εξόφληση του παραπάνω ποσού, αλλά προκαταβολή του μισθού του ενάγοντα (των 1.400 ευρώ) για τον μήνα Νοέμβριο 2018, για την καταβολή του οποίου δεν προσκομίζει η εναγομένη άλλο παραστατικό ή ένταλμα. Επομένως, και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ομοίως και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα τα παραπάνω ποσά, για τον υπολογισμό των οποίων δεν αντιλέγει με την έφεσή της, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και εφήρμοσε τις παραπάνω διατάξεις, και, οι συναφείς δεύτερος και τρίτος λόγοι της εφέσεώς της, με τους οποίους υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι στην ουσία τους.
Κατά το άρθρο 281 του Α.Κ., η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε, υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από την συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του. Απαιτείται ακόμη, οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ` αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της διαμορφωθείσης καταστάσεως, υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρηθείσης για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διατάξεως διαγραφομένων ορίων. Η ειρημένη δε αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αρκούσης της επελεύσεως δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων, πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην ελάσσονα του δια την παραγραφή του δικαιώματος υπό του νόμου προβλεπομένου, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του (Ολ. Α.Π. 2/2019, Ολ. Α.Π. 7/2002, Ολ. Α.Π. 8/2001, ΑΠ 2115/2022 ΤΝΠΝ) Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα προέβαλε πρωτοδίκως με συνοπτική προφορική δήλωσή της που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και αναπτύχθηκε με τις προτάσεις της, και επαναφέρει με την έφεσή της, την ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του ενάγοντος – εφεσιβλήτου να ζητήσει με την αγωγή του την επιδίκαση των ενδίκων απαιτήσεων. Με την ένστασή της αυτή η εναγομένη υποστηρίζει ειδικότερα, ότι ο ενάγων της δημιούργησε με την στάση του την εύλογη πεποίθηση, ότι δεν θα αναζητήσει τις ένδικες αξιώσεις, διότι η μεταξύ τους σύμβαση είχε τον χαρακτήρα παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, γεγονός που έγινε πλέον βέβαιο, όταν ο τελευταίος προσυπέγραψε την από 2.1.2013 τροποποιητική σύμβαση, με την οποία αμφότερα τα μέρη της προσέδωσαν τον ίδιο χαρακτηρισμό της παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, ενώ μπορούσαν νόμιμα να την χαρακτηρίσουν διαφορετικά, αφού είχε αρθεί στο μεταξύ η απαγόρευση συνάψεως συμβάσεως εξηρτημένης εργασίας για τους εκτελωνιστές με τον προαναφερόμενο νόμο. Ότι ο ίδιος ο ενάγων επιθυμούσε εξ αρχής, την συνεργασία τους με σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, προκειμένου να μπορεί να συνεχίσει την δραστηριότητά του ως ελεύθερος επαγγελματίας, εξυπηρετώντας και δικούς του πελάτες και για τον λόγο αυτό συμφώνησε στην περικοπή της ετήσιας αμοιβής του, χωρίς μέχρι την άσκηση της αγωγής να διαμαρτυρηθεί ή να απαιτήσει την καταβολή δώρων εορτών και επιδομάτων. Τα περιστατικά όμως αυτά δεν αποδεικνύονται βάσιμα, και τούτο, διότι, αν όντως ο ενάγων, αλλά και η εναγομένη, επιθυμούσαν εξ αρχής τέτοια συνεργασία, η τελευταία δεν θα αναλάμβανε την υποχρέωση της καταβολής στον ενάγοντα δώρων εορτών, ετήσιας άδειας και επιδόματος αδείας, και πολύ περισσότερο δεν θα αναλάμβανε την καταβολή των ασφαλιστικών του εισφορών και μάλιστα στο σύνολό τους μέχρι το έτος 2017 και κατά το ήμισυ για το εντεύθεν χρονικό διάστημα. Η συμφωνία τους μάλιστα αυτή λειτούργησε απαρέγκλιτα μέχρι και την 2.1.2013. Η προσυπογραφή εξ άλλου κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία του τροποποιητικού συμφωνητικού, με το οποίο μειώθηκε η αμοιβή του ενάγοντα με την εν τοις πράγμασι αφαίρεση εξ αυτής των παραπάνω δώρων και επιδομάτων, δεν στόχευε στην διαφοροποίηση της μέχρι τότε συνδέουσας τους διαδίκους συμβάσεως εξηρτημένης εργασίας, καθώς στην περίπτωση αυτή, κατά την κοινή πείρα και λογική, θα αφαιρούνταν οπωσδήποτε από την αμοιβή του και οι ασφαλιστικές του εισφορές και, ενδεχομένως, και ο ΦΠΑ επί των τιμολογίων, τα οποία όμως εξακολούθησαν να καταβάλλονται κανονικά στον ενάγοντα κατά τα προεκτεθέντα. Ούτε μπορεί να συναχθεί από την τροποποιητική αυτή συμφωνία πρόθεση του ενάγοντα να παραιτηθεί από τα άνω δικαιώματά του, καθώς η συμφωνία αυτή αντικατοπτρίζει την κυριαρχική βούληση της εναγομένης, την οποία και επέβαλε, χωρίς ο ενάγων, που τελούσε σε σχέση εξάρτησης, να έχει περιθώρια αντιδράσεως, εν όψει και της ενδεχόμενης απολύσεώς του λίγο πριν συνταξιοδοτηθεί, όπως βάσιμα υποστηρίζει ο τελευταίος. Δεν ήταν ικανή, επομένως, η παραπάνω συμπεριφορά του ενάγοντα να δημιουργήσει στην εναγομένη την εύλογη πεποίθηση, ότι δεν θα ασκήσει τα από τον νόμο δικαιώματά του για την καταβολή των ενδίκων αξιώσεων και η ως άνω ένσταση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που έκρινε ομοίως και απέρριψε στην ουσία της την ένσταση της εναγομένης, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και εφήρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, και τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο της εφέσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.
Κατ΄ακολουθίαν, πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας που ηττήθηκε στη δίκη αυτή (άρθρα 106, 176, 183, 190 παρ. 3 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά την από 17.9.2020 (και με αριθμό καταθέσεως …………../22.9.2020) έφεση κατά των οριστικών διατάξεων της υπ΄αριθμ. 2531/2020 (εν μέρει οριστικής) αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Απορρίπτει την έφεση κατ΄ουσίαν.
Επιβάλλει τη δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ, σε βάρος της εκκαλούσας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 25 Απριλίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ