Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 72/2019

Αριθμός    72/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ενώπιον του παρόντος Εφετείου φέρονται προς εκδίκαση α) η με αριθμ. έκθ. κατάθ. ……έφεση του ενάγοντος και β) η με  αριθμ. έκθ. κατάθ. ……έφεση της εναγόμενης εταιρίας κατά της 5628/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε την από 14-12-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  ……… αγωγή του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος-εφεσίβλητου,  κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 82 ΚΙΝΔ και 663 επ. ΚΠολΔ), αντιμωλία των διαδίκων. Οι εφέσεις έχουν ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495,  511, 513, 516 παρ. 1, 517,  520 παρ. 1, 523, 591 και 614 επ ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, εντός της προβλεπόμενης στο άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας  εφόσον δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης. Επομένως, εφόσον παραδεκτά φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, συνεκδικαζόμενες, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 246 και  533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία.

Με την άνω αναφερόμενη αγωγή του ο ενάγων, ναυτολογημένος στο υπό ελληνική σημαία δ/ξ πλοίο της εναγομένης με την ειδικότητα του ναύκληρου, ισχυρίστηκε ότι εργαζόταν  καθημερινά και καθ’ όλο τα επίδικο χρονικό διάστημα, 16 ώρες και ότι δικαιούται ως αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση το ποσό των 42.832,30 ευρώ. Ζήτησε δε  μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής σε μερικά  αναγνωριστικό, κατά ποσοστό 3/5, να υποχρεωθεί η τελευταία να του καταβάλει 17.132,92 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι αυτή οφείλει το ποσό των 25.699,38 ευρώ, νομιμοτόκως από την επόμενη της λήξης της σύμβασής του, επικουρικά από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε μερικά την άνω αγωγή, κρίνοντας ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά επί δέκα ώρες και υποχρέωσε την εναγομένη να του καταβάλει για την αιτία αυτή το συνολικό  ποσό  των 7.629,68 ευρώ.

Κατά της εν λόγω απόφασης, οι εκατέρωθεν  ηττηθέντες, εν μέρει, διάδικοι, παραπονούμενοι, ήδη με τις ένδικες  εφέσεις, για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν την παραδοχή τους  και, ακολούθως, την εξαφάνισή της, προκειμένου, κατά μεν τον εκκαλούντα-ενάγοντα να γίνει  πλήρως δεκτή η αγωγή του  κατά δε την εκκαλούσα-εναγόμενη εταιρία, να απορριφθεί αυτή.

Ι.  Στο δικόγραφο της αγωγής θα πρέπει σύμφωνα με το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ να εκτίθενται με σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή  της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ειδικότερα όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία να θεμελιώσουν το δικαίωμα του οποίου την προστασία ζητά ο ενάγων,  να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για την αξίωση, η οποία απορρέει από αυτά, περαιτέρω δε  να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητά της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξίωσης που θεμελιώνεται επ’ αυτών, με ανταπόδειξη ή ένσταση.

Στην προκειμένη περίπτωση  η αγωγή του ενάγοντος με την οποία επιδιώκει την καταβολή αμοιβής για παροχή από μέρους του υπερωριακής εργασίας, κατά το αναφερόμενο σ’ αυτήν χρονικό διάστημα, είναι επαρκώς ορισμένη, περιέχουσα  με σαφήνεια τα στοιχεία, που αφορούν τη ναυτολόγησή  του, αφού εκθέτει ειδικότερα  ότι ναυτολογήθηκε στο πλοίο της εναγομένης κατόπιν σχετικής συμφωνίας (άρθρο 53 ΚΙΝΔ), το είδος και την  χωρητικότητα αυτού, την ειδικότητά του (ως ναύκληρος),  ορισμένο χρονικό διάστημα στο οποίο παρείχε  τις υπηρεσίες του και ζητά να του καταβληθούν διαφορές για την υπερωριακή εργασία του (οκτώ  ωρών πέραν από το οκτάωρο κατά τις καθημερινές ημέρες και τις Κυριακές και δεκαέξι  ωρών κατά τα Σάββατα και τις αργίες) χωρίς να είναι αναγκαία, η αναφορά επιπλέον στοιχείων για το ορισμένο αυτής, όπως αντίθετα, αλλά αβάσιμα, ισχυρίζεται η εκκαλούσα-εναγομένη. Άλλωστε  το είδος των καθηκόντων και εργασιών που εκτελέστηκαν κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχούσε, καθορίζονται, όπως  κάθε ναυτικού εξάλλου, λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται για εργασίες που αμείβονται ειδικά με  βάση τις Σ.Σ.Ν.Ε., αρκεί, όπως στην προκειμένη περίπτωση, να αναφέρεται στην αγωγή η ειδικότητα του ναυτικού, η χωρητικότητα και το είδος του πλοίου. Επίσης, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της ως άνω αγωγής, η αναφορά σ’ αυτήν του χρόνου από τον οποίο αρχίζει η υπερωριακή εργασία κάθε ημέρα, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο, ούτε της ανάγκης, την οποία αφορά η εκτέλεσή της. Τα επιπλέον στοιχεία που ισχυρίζεται η εναγομένη-εκκαλούσα ότι δεν μνημονεύονται στην αγωγή, αποτελούν αντικείμενο της  αποδεικτικής διαδικασίας και δεν είναι αναγκαίο να εμπεριέχονται στην ιστορική βάση της αγωγής (ΕφΠειρ 18/2016, 176/2016, 28/2015, 168/2014, 901/2002 και 892/2002, δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε την αγωγή ορισμένη και όσα αντίθετα υποστηρίζει με τον πρώτο λόγο της έφεσής της  η εναγομένη είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα.

Σύμφωνα με το άρθρο 529 παρ.1 εδ. α ΚΠολΔ στην κατ` έφεση δίκη επιτρέπεται να γίνει επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων, ενώ κατά  την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να αποκρούσει τα αποδεικτικά μέσα που προσάγονται πρώτη φορά σ` αυτό, ως απαράδεκτα, αν κατά την κρίση του, ο διάδικος δεν τα είχε προσκομίσει στην πρωτόδικη δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια. Με τις διατάξεις αυτές εισάγεται ο δικονομικός κανόνας ότι στην κατ` έφεση δίκη είναι επιτρεπτή η επίκληση και προσκομιδή νέων αποδεικτικών μέσων, παρέχεται όμως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο η εξουσία να αποκρούσει ως απαράδεκτα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία προσκομίζονται για πρώτη φορά σ` αυτό, αν, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, ο διάδικος δεν τα προσκόμισε στην πρωτοβάθμια δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια. Τα αποδεικτικά δε αυτά μέσα είναι παραδεκτά στην κατ` έφεση δίκη αν η νόμιμη επίκληση και προσκομιδή τους γίνει με τις ενώπιον του εφετείου υποβληθείσες έγγραφες προτάσεις των διαδίκων. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 671 παρ. 1 εδ. δ` ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου μόνο αν έγιναν ύστερα από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου, πριν από είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, μοναδική προϋπόθεση για το παραδεκτό της εκτίμησης τέτοιων βεβαιώσεων, κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, αποτελεί η προηγούμενη, πριν από είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες, κλήτευση του αντιδίκου του διαδίκου που επιμελήθηκε την εξέταση. Συνεπώς, κατά την πιο πάνω ειδική διαδικασία, είναι παραδεκτές ένορκες βεβαιώσεις υπό την προϋπόθεση που αναφέρθηκε, έστω και αν λήφθηκαν μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, μέσα στην προθεσμία προσθήκης και αντίκρουσης. Στην περίπτωση αυτή η εντός της προθεσμίας αντίκρουσης δοθείσα ένορκη βεβαίωση (ανεξάρτητα του αν και με ποιες προϋποθέσεις λαμβάνεται υπόψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο) επιτρεπτώς προσκομίζεται στο εφετείο και μάλιστα κατά μείζονα λόγο αφού ενώπιον αυτού επιτρέπονται και νέα αποδεικτικά μέσα, άρα και ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν ακόμη και μετά την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης (ΑΠ 248/2018, 692/2017, 1114/2011, 315/2015 δημοσ στην Τ.Ν.Π.  ΝΟΜΟΣ).

Από την εκτίμηση του συνόλου των αποδεικτικών μέσων που επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι διάδικοι, ήτοι της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με επιμέλεια της εναγομένης  και εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα της εκκαλουμένης πρακτικά συνεδρίασης αυτού, αντίγραφο των οποίων προσκομίζουν αμφότερα τα διάδικα μέρη, του συνόλου των εγγράφων που προσκομίζουν νόμιμα και επικαλούνται οι διάδικοι καθώς και α] της …….. ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς που προσκομίζει ο ενάγων και λήφθηκε μετά από νομότυπη κλήτευση της αντιδίκου του (σχετ. η ……….. έκθεση επίδοσης της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας ………….) η οποία λαμβάνεται υπόψη από το παρόν Δικαστήριο σύμφωνα με όσα αναλύονται στην αμέσως προηγούμενη σκέψη, απορριπτόμενου ως αλυσιτελώς προβαλλόμενου του οικείου πρώτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος, β]  της με αριθμό …….. ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς που προσκομίζει η εναγομένη και λήφθηκε μετά από νομότυπη κλήτευση του αντιδίκου της και συγκεκριμένα κατόπιν δήλωσης του πληρεξουσίου δικηγόρου της  η οποία καταχωρήθηκε στα πρακτικά του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επομένως είναι απορριπτέος, ομοίως, ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος ο τέταρτος λόγος της έφεσης της εναγομένης, σε συνδυασμό με όσα οι τελευταίοι ισχυρίζονται και συνομολογούν αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων έλληνας ναυτικός ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του ναύκληρου  στο υπό ελληνική σημαία δ/ξ πλοίο «Σ» 1.244 κ.ο.χ. και 759 κ.κ.χ., σε εκτέλεση της από 10-3-2006 έγγραφης σύμβασης που κατάρτισε στον Πειραιά, με την εναγόμενη πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου, η οποία κατέστη αορίστου χρόνου, ενώ συνέχισε  να εργάζεται σ’ αυτό μέχρι τις 21-12-2015, οπότε και έληξε η σύμβασή του   με την απόλυση του ενάγοντος μετά από αμοιβαία συναίνεση και προκειμένου αυτός  να συνταξιοδοτηθεί. Οι μηνιαίες αποδοχές του συμφωνήθηκε ότι θα καθορίζονταν από τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων από 501-3.000 κοχ,  έτους 2010 που κυρώθηκε με την ΥΑ 3525.14/1/2011 (ΦΕΚ 127/9-2-2011). Συμφωνήθηκε ωστόσο ειδικότερα ότι  αυτός θα λαμβάνει   ως  «κλειστό μισθό» ποσό 1.638,55 ευρώ μηνιαίως, στο οποίο περιλαμβάνονταν, κατά ρητή πρόβλεψη στο άρθρο  3 της (ατομικής) σύμβασης, ο βασικός μισθός  (909,52 ευρώ) και όλα τα επιδόματα και οι παροχές της ανωτέρω σσνε  (729,03 ευρώ) καθώς και το bonus που χορηγεί ο πλοιοκτήτης αλλά και  οι τυχόν υπερωρίες, χωρίς ωστόσο να καταβάλλεται στον ενάγοντα ναυτικό κανένα ποσό για την αιτία αυτή (υπερωρίες). Επιπρόσθετα συμφωνήθηκε να λαμβάνει πλέον  του «κλειστού» μισθού,  δώρο πολυετούς υπηρεσίας, επίδομα και τροφοδοσία αδείας,  τα ποσά δε των δυο τελευταίων, επιμέρους, αμοιβών ανέρχονταν κατά τον επίδικο χρόνο σε 546,08 ευρώ και 424,29 ευρώ, αντίστοιχα. Τέλος στον ενάγοντα καταβαλλόταν, κατά τρόπο πάγιο και σταθερό, κάθε μήνα το ποσό των 161,74 ευρώ ως «bonus» πλοιοκτήτη και πλέον αυτού ποσό, ονομαζόμενο έξτρα μισθός, κυμαινόμενο από 200 έως 350 ευρώ, το οποίο δεν συμπεριλαμβανόταν στον «κλειστό» μισθό σύμφωνα με όσα συμφωνήθηκαν στον όρο 3 της ένδικης σύμβασης.

Η ένδικη μεταξύ των διαδίκων μερών συμφωνία αμοιβής του ενάγοντος ναυτικού με πάγιο, «κλειστό», όπως ονομάζεται στην ναυτική πρακτική, μηνιαίο μισθό,  στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές, που προβλέπονται από την εφαρμοστέα  συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας, είναι έγκυρη (άρθρο 361 ΑΚ), υπό την  αναγκαία προϋπόθεση ωστόσο ότι οι νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμφωνηθέντα  «κλειστό» μισθό και αυτό γιατί, αν ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η συμφωνία αυτή δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003 ΕΝΔ 2003.345, 225/2002 ΔΕΝ 2002.1314, ΕφΠειρ 391/2009 ΕΝΔ 2009.283, 429/2008 ΕΝΔ 2008.284, 30/2008 ΕΝΔ 2008.106). Περαιτέρω στην έννοια του «κλειστού» μισθού περιλαμβάνεται και η συμφωνία ότι οι υπέρτερες, των νόμιμων, αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν, ήδη, καταβαλλόμενα ή και στα μελλοντικά να καταβληθούν επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού τους, ενώ σε περίπτωση καταβολής επιμίσθιου από τον πλοιοκτήτη τότε μόνο μπορεί και αυτό να συνυπολογισθεί στον εν λόγω «κλειστό» μισθό, εφόσον καταβάλλεται κατά τρόπο  τακτικό και παγίως (ΕΠ 568/2009 ΕΝΔ 2009.267). Διαφορετικά, εάν δηλαδή δεν συμφωνήθηκε ο μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών καταλογισμός, με τρόπο ορισμένο και ειδικό, ο εργοδότης δεν έχει την δυνατότητα να προβεί στον ανωτέρω συμψηφισμό, των υπέρτερων καταβαλλόμενων αποδοχών με τις αξιώσεις του ναυτικού διότι τότε ανεπίτρεπτα ενεργεί μονομερώς περιορίζοντας  τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου. Τέλος και σε  περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι  καλυπτόμενες από τον κλειστό μισθό αποδοχές  και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννάται αμφιβολία σχετικά με το περιεχόμενο των βουλήσεων των συμβληθέντων μερών, ως προς το ποιες συγκεκριμένα από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού περιλαμβάνονται ή όχι σ’ αυτόν, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης με βάση τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 Α.Κ., δηλαδή χωρίς προσήλωση στις λέξεις και σύμφωνα με την καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1700/1998 ΕΝΔ 1999.465, ΑΠ 1089/1987 ΕΝΔ 1988.114,  ΕΠ 640/2009 ΕΝΔ 2010.39, 465/2009 ΕΝΔ 2009.276, 213/2016, 207/2016, 321/2016 δημοσ στην ΤΝΠ  «ΝΟΜΟΣ».

Σύμφωνα με την εφαρμοστέα  στην προκειμένη περίπτωση σσνε, ο μηνιαίος, νόμιμος, μισθός του ενάγοντος  διαμορφωνόταν σε  909,52 ευρώ βασικός μισθός  + 200,09 ευρώ επίδομα  Κυριακών (σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού) + 85,03 ευρώ επίδομα προσοντούχου ναυτικού κατώτερου πληρώματος + 44,01 ευρώ επίδομα ναύκληρου + 90,95  ευρώ επίδομα πετρελαιοφόρου, ίσου με το 10% του βασικού μισθού =1.329,60 ευρώ. Επομένως, ο ενάγων λάμβανε κάθε μήνα κατά τον επίδικο χρόνο, πλέον των ανωτέρω νομίμων αποδοχών του, ποσό των 308,95 ευρώ (1.638,55-1.329,60), το οποίο σύμφωνα με όσα αναλύονται στην προηγηθείσα νομική σκέψη, κατά τη ρητή, έγκυρη, συμφωνία των μερών αντιστοιχούσε στην αμοιβή που δικαιούνταν για την υπερωριακή του απασχόληση.

Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 της οικείας  σσνε, οι ώρες εργασίας των μελών του πληρώματος καταστρώματος του πλοίου της εναγομένης ορίζονται σε σαράντα (40) την εβδομάδα δηλαδή σε οκτώ (8) ώρες κάθε μέρα από την Δευτέρα μέχρι και την Παρασκευή, ενώ το Σάββατο θεωρείται σαν ημέρα αργίας. Το πλοίο της εναγομένης διαθέτει 15 δεξαμενές τις οποίες,  κατά τον επίδικο χρόνο, από 1-1-2014 έως 21-12-2015, φόρτωνε με καύσιμα  από τις δεξαμενές του σταθμού ανεφοδιασμού που διατηρεί η εταιρία με την επωνυμία «……» σε νησίδα παρακείμενη του λιμανιού της …… Σύρου και στη συνέχεια,  πραγματοποιούσε ανεφοδιασμούς πλοίων  τα οποία  βρίσκονταν αγκυροβολημένα εκτός του ίδιου λιμανιού (αρόδο), εκτελώντας  κάθε φορά μικρής διάρκειας πλόες, περί την μισή ώρα. Ωστόσο οι ανεφοδιασμοί των πλοίων εκτελούνταν με ακανόνιστα και άτακτα δρομολόγια του δ/ξ πλοίου της εναγομένης, τόσο κατά την διάρκεια της ημέρας  όσο και νυκτερινές ώρες, καθημερινές ημέρες αλλά και Κυριακές, Σάββατα και εορτές. Από το προσκομιζόμενο και μη αμφισβητούμενο από τους διαδίκους  απόσπασμα του ημερολογίου γέφυρας του πλοίου, αποδεικνύεται ότι το πλοίο εκτελούσε κατά μέσο όρο δύο φορτοεκφορτώσεις ημερησίως, με μέσο χρόνο εκφόρτωσης περί τις δυόμιση ώρες,  ενώ η φόρτωση στη νησίδα διαρκούσε περίπου μιάμιση ώρα. Ο ενάγων, όπως και το υπόλοιπο πλήρωμα καταστρώματος που αποτελούνταν από δυο ναύτες τους οποίους ο ίδιος επόπτευε,  ξεκινούσε την εργασία του τουλάχιστον μισή ώρα πριν τον απόπλου του πλοίου για τη νησίδα ανεφοδιασμού, κατά την διάρκεια της οποίας εκτελούνταν προπαρασκευαστικές εργασίες για την αναχώρηση του πλοίου, απόδεση και πρόσδεση αυτού κατά την άφιξή του στη νησίδα, συμμετείχε δε και ο ίδιος ώστε να είναι ασφαλής η  διαδικασία φόρτωσης και εκφόρτωσης τόσο στο δ/ξ πλοίο  όσο και στα ανεφοδιαζόμενα πλοία, (ενδεικτικά) με την μεταφορά από το ένα πλοίο στο άλλο της μάνικας του αγωγού μεταφοράς του φορτίου, την παρακολούθηση της πλήρωσης ή εκκένωσης των δεξαμενών του πλοίου. Από τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, είδος, διάρκεια και συχνότητα εκτελούμενων από το πλοίο της εναγομένης πλόων σε συνδυασμό με τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα και τους ισχυρισμούς των διαδίκων, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων προκειμένου να εκτελεί  τα υπηρεσιακά του καθήκοντα, απασχολείτο καθ’ όλο το ένδικο διάστημα της ναυτολόγησής του, κατά μέσο όρο, επί 12 ώρες ημερησίως και όχι επί 16 ώρες όπως αβάσιμα ο ίδιος ισχυρίζεται με την αγωγή του, ή επί 14 ώρες όπως ενόρκως βεβαίωσε  ο μάρτυράς του,  ούτε, τέλος  επί 10 ώρες όπως  ισχυρίστηκε  η εναγομένη και δέχθηκε η εκκαλουμένη. Στη συνέχεια, από το ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου αποδεικνύεται ότι κατά τις αναφερόμενες, ακολούθως, ημερομηνίες, αυτό δεν εκτέλεσε καθόλου πλόες ή οι πραγματοποιηθέντες είχαν μικρή διάρκεια και δεν χρειάστηκε η παράταση των ωρών απασχόλησης του πληρώματος πέραν του νομίμου οκταώρου. Συγκεκριμένα οι ημέρες αυτές είναι α] κατά το έτος 2014 : 6, 23 και 28-1-2014,    6, 18 και  23-2-2014,  2, 3, 4, 9, 17, 18, 28 και 29-3-2014,  2, 8, 16, 20, 21, 22, 27, 29 και 30-4-2014,  2, 11, 12, 14, 18, 21, 25 και 26-5-2014,  4, 14, 20, 24, 25, 26 και 29-6-2014,  2, 6, 8 και 13-7-2014,  13, 14, 15, 16, 18, 28, 29, 30 και 31 -8-2014,  1, 3, 5, 17, 18, 19 και 29-9-2014, 19, 25, 26 και 27-10-2014, 2, 17, 19 και 29-11-2014,  2, 11, 12, 16 και 28-12-2014.  β] κατά το έτος 2015:  8, 9, 10, 11, 12, 13, 15,18, 19 και 25-1-2015,  1, 2, 3, 10, 18, 21 και 28-2-2015,   1, 18, 26 και 30-3-2015,   5, 10, 11, 12, 13 και 16-4-2015,  5, 14, 15, 17, 19, 20, 21, 23, 28, 29, 30 και 31-5-2015,  1, 6  και 7-6-2015, από 20-6 έως και 30-6-2015  και από 1-7 έως 4-7-2015 (και ενώ το πλοίο είναι προς επισκευή στο ναυπηγείο ……. στον Πειραιά),  12, 14, 15,  16, 21, 25,  26, 27, 28 και 29-7-2015,  2, 4, 7, 9, 11, 12, 13, 15, 19, 20, 22, 23, 25, 26, 27, 28, 29 και 31-8-2015,  8, 10, 11, 12, 13,  15, 20, 23, 25, 27 και  30-9-2-15,   1, 2, 3, 6, 12, 13, 14, 16, 20, 21, 25 και 26-10-2015,  2, 3, 4, 7, 15, 19, 20, 22, 24,  25, 26, 27, 29 και 30-11-2015,   1, 2, 3,5, 6, 7,8, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 17, 18 και 20-12-2015.  Κατά τις ημέρες της παραμονής του πλοίου σε ναυπηγείο προκειμένου να εκτελεστούν επισκευαστικές εργασίες σ’ αυτό, ο ενάγων απασχολήθηκε τον Ιούνιο επί 10 (7 έως 19-6) καθημερινές επί μισή ώρα πλέον του νομίμου ωραρίου, ένα Σάββατο (13/6 ) επί 5 ώρες, στις 4-7-2015 (Σάββατο) χ 12 ώρες  και στις 5, 6 και 7-7-2015 επί 12 ώρες.

Σύμφωνα με την σσνε ο ενάγων δικαιούται πρόσθετη αμοιβή για την τετράωρη ημερήσια υπερωριακή εργασία του, τις καθημερινές και Κυριακές, καθοριζόμενη στο ποσό των 6,57 ευρώ για κάθε ώρα  και αντίστοιχα στο ποσό των 7,89 ευρώ για την κάθε ώρα εργασίας  σε ημέρα Σάββατο και αργία. Επομένως και συνεκτιμωμένου ότι οι αργίες κατά τον ένδικο χρόνο είναι η   Πρωτοχρονιά, τα Θεοφάνια, η Καθαρή Δευτέρα, η 25η Μαρτίου,  η Μεγάλη Παρασκευή, η 2η ημέρα του Πάσχα, Του Αγίου Γεωργίου, η 1η Μαΐου, της Ανάληψης, η 15η Αυγούστου, η  14η Σεπτεμβρίου, η 28η Οκτωβρίου, του Αγίου Νικολάου, τα Χριστούγεννα  και η 2η ημέρα των Χριστουγέννων, ο ενάγων δικαιούται για  την άνω αιτία τα ακόλουθα ποσά:   για 4 ώρες  επί  400 καθημερινές και Κυριακές  επί 6,57 ευρώ ωρομίσθιο με προσαύξηση 25% = 10.512 ευρώ,  για 12 ώρες επί 86 Σάββατα και αργίες επί 7,89 ευρώ ωρομίσθιο με προσαύξηση 50%= 8.142,48 ευρώ,  για 8 ώρες επί 13 Σάββατα και αργίες χ 7,89 = 820,56 και για 5 ώρες υπερωριακής απασχόλησης (10 ημέρες  τον Ιούνιο 2015 χ ½ της ώρας) επί 6,57 ευρώ = 32,85 ευρώ και ένα Σάββατο (6/2015) επί 8,5 ώρες = 67,06 ευρώ  και συνολικά 19.574,95 ευρώ.  Όπως ήδη αναφέρεται, ο ενάγων λάμβανε σταθερά κάθε μήνα αποδοχές υπέρτερες των νομίμων, κατά το  ποσό των  308,95 ευρώ και συνολικά για 23 μήνες έλαβε 7.105,85 ευρώ,  ενώ για τον μήνα Δεκέμβριο 2015 έλαβε (616,13 ευρώ + 729,03 ευρώ =) 1.345,16 ευρώ ενώ αντίστοιχα ο νόμιμος μισθός του ανέρχεται για τις 21 ημέρες διάρκεια της ναυτολόγησής του σε 1.329,60 : 21/30 = 930,72 ευρώ και επομένως η διαφορά για τον ίδιο μήνα ανέρχεται στο ποσό των 414,44  ευρώ το  οποίο όπως και το ποσό των 7.105,85 ευρώ καταλογίζεται, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, στην υπερωριακή αμοιβή του με βάση τη σχετική συμφωνία των μερών, όπως ορθά έκρινε η εκκαλουμένη, απορριπτομένου ως αβάσιμου του οικείου, δεύτερου λόγου της έφεσης του ενάγοντος.  Επίσης, για τον ίδιο λόγο και σύμφωνα με όσα αναλύθηκαν παραπάνω περί κλειστού μισθού και καταλογισμού των υπέρτερων καταβαλλόμενων αποδοχών στην αμοιβή της υπερωριακής εργασίας, καταλογίζεται στο συνολικό ποσό αυτής που δικαιούται  ο ενάγων και το ποσό των 161,74 ευρώ που, όπως προαναφέρεται, έλαβε  ο ενάγων επί 24 μήνες (από Ιανουάριο έως και Δεκέμβριο 2015) σύμφωνα με τους προσκομιζόμενους λογαριασμούς μισθοδοσίας αυτού. Επομένως ο ενάγων μετά την αφαίρεση των καταλογιζομένων ποσών δικαιούται να λάβει από την εναγομένη ως αμοιβή της υπερωριακής εργασίας του το ποσό των (19.574,95 ευρώ-7.105,85-414,44-(161,74 x 24): ) 8.172,9 ευρώ.

Ενόψει αυτών θα πρέπει α) η έφεση του ενάγοντος να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά  βάσιμη κατόπιν μερικής αποδοχής του δεύτερου  λόγου της με τον οποίο, όπως εκτιμάται ορθά από το Δικαστήριο, παραπονείται  για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τις ώρες της υπερωριακής εργασίας του, β) η έφεση της εναγομένης  να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη κατά μερική αποδοχή του τρίτου λόγου αυτής με τον οποίο, επαναφέρει την προβληθείσα πρωτοδίκως ένσταση εξοφλήσεως-συμψηφισμού της οφειλής της. Στη συνέχεια πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κaι αφού κρατηθεί η αγωγή και δικασθεί κατ’ ουσίαν, πρέπει αυτή να γίνει δεκτή, μερικά, ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το  συνολικό ποσό 8.172,9 ευρώ νομιμοτόκως από την απόλυσή του και να καταδικασθεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ιδίου,  ανάλογο της νίκης του, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό (176, 178 παρ.1, 183, 191 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Ενώνει και Συνεκδικάζει,  αντιμωλία των διαδίκων, την  με αριθμ. έκθ. κατάθ. ……έφεση του ενάγοντος και την  με  αριθμ. έκθ. κατάθ. ……έφεση της εναγόμενης εταιρίας  κατά της 5628/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε την από 14-12-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  ……… αγωγή του ενάγοντος κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.

-Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν τις εφέσεις.

-Εξαφανίζει την 5628/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

-Κρατεί και δικάζει την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  ………. αγωγή

-Δέχεται αυτή εν μέρει.

-Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα ποσό οκτώ  χιλιάδων εκατόν εβδομήντα δυο ευρώ και εννέα λεπτών  (8.172,9), νομιμοτόκως από την επομένη της απόλυσης αυτού και μέχρι την εξόφληση.

-Καταδικάζει την εναγομένη σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800)  ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 4 Φεβρουαρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ