ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 170/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
3° Τμήμα
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χριστίνα Λίμουρα, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας: ………….., η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Γεωργίας Τερζή.
Των εφεσίβλητων: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία ………….. 2) ………….. προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας με την …………… οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Ιωάννη Κορκόβελου.
Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησε η εκκαλούσα την με αριθμό εκθ. καταθ. ………/2018 αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθ. 3224/2020 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου η εκκαλούσα- ενάγουσα με την με αριθμ. εκθ. καταθ. ………/2022 έφεση, δικάσιμος επί της οποίας ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις τους ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση της εκκαλούσας-ενάγουσας κατά της 3224/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ), αντιμωλία των διαδίκων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 513 παρ. 1,518 παρ. 2 ΚΠολΔ), εφόσον δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας επίδοση της εκκαλουμένης. Επομένως, εφόσον φέρεται παραδεκτά προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου (άρθρα 19,511 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω μέσα στα όρια που καθορίζονται με αυτήν, κατά την ίδια ανωτέρω ειδική διαδικασία, για το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλομένων λόγων της (άρθρα 522, 533 σε συνδ. με 591 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η πρώτη εναγομένη εταιρεία εισάγει γυάλινες συσκευασίες, τις οποίες προμηθεύει σε εταιρείες απασχολώντας προσωπικό, ενώ με τον δεύτερο εναγόμενο υπήρξε παντρεμένη. Ότι προσλήφθηκε από τους εναγομένους, την 31.10.2001 με σύμβαση αορίστου χρόνου, ως υπάλληλος γραφείου και με μεικτές μηνιαίες αποδοχές ποσού 2.070,32 ευρώ, ενώ ήταν μέτοχος και μέλος του ΔΣ της πρώτης εναγομένης, διατελώντας Αντιπρόεδρος έχουσα εξουσία εκπροσώπησής της σε περίπτωση κωλύματος του δευτέρου εναγομένου, ο οποίος ήταν ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης και ο οποίος στις 12.7.2018, κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας της. Ότι η ανωτέρω καταγγελία είναι άκυρη διότι υπαγορεύτηκε από ταπεινά κίνητρα του δευτέρου εναγομένου και ειδικότερα από λόγους εκδικητικότητας, γεγονός που την καθιστά άκυρη ως καταχρηστική. Ζητεί περαιτέρω, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού των καταψηφιστικών αιτημάτων της σε έντοκα αναγνωριστικά, να αναγνωριστεί αφενός η ακυρότητα της από 12.7.2018 καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της και η υποχρέωση των εναγομένων να την απασχολούν με τους ίδιους όρους εργασίας που απασχολείτο έως την άκυρη απόλυσή της, με απειλή χρηματικής ποινής, αφετέρου η υποχρέωση των εναγομένων να της καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας το συνολικό ποσό των 18.053,19 ευρώ με το νόμιμο τόκο, που αφορά μισθούς υπερημερίας κατά τα ειδικότερα στην αγωγή χρονικά διαστήματα, καθώς επίσης και η υποχρέωση των εναγομένων να της καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος το ποσό των 20.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη, με το νόμιμο τόκο. Επικουρικά να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να της καταβάλουν τα ανωτέρω ποσά κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού.
Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα- ενάγουσα με την κρινόμενη έφεσή της, επικαλούμενη εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή.
Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα της ενάγουσας, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδριάσεως του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι είτε για να ληφθούν υπόψη ως αποδεικτικά στοιχεία, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, τους εν γένει ισχυρισμούς των διαδίκων που περιέχονται στις προτάσεις τους ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και παραδεκτά επαναφέρονται ενώπιον του παρόντος, αποδεικνύονται πλήρως τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εναγόμενη λειτουργεί υπό τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας με σκοπό την αγορά και εμπορία παντός είδους κενών φιαλών από ύαλο είτε υπό την μορφή λιανικής πώλησης, είτε υπό την μορφή χονδρικής πώλησης, ενώ σύμφωνα με το καταστατικό της ο δεύτερος εναγόμενος και η ενάγουσα, οι οποίοι ήταν σύζυγοι, ήταν μέτοχοι και μέλη του ΔΣ της πρώτης εναγομένης, διατελώντας ο δεύτερος εναγόμενος Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος εκπροσωπώντας την πρώτη εναγομένη έναντι τρίτων, ενώ η ενάγουσα ως Αντιπρόεδρος έχουσα εξουσία εκπροσώπησής της σε περίπτωση κωλύματος του δευτέρου εναγομένου. Στα πλαίσια των ανωτέρω καθηκόντων της και έχοντας την προαναφερθείσα ιδιότητα η ενάγουσα προσελήφθη από την εναγομένη την 31.10.2001 ως υπάλληλος γραφείου κατά πλήρες ωράριο λαμβάνοντας τις συμφωνηθείσες μεικτές μηνιαίες αποδοχές ποσού 2.070,32 ευρώ. Επισημαίνεται περαιτέρω ότι η επίδικη σύμβαση εργασίας της ενάγουσας δεν εγκρίθηκε από τη γενική συνέλευση των μετόχων της εναγομένης εταιρείας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 23α του ν. 2190/1920 περί ανωνύμων εταιρειών όπου « δάνεια της εταιρείας προς ιδρυτάς, μέλη του ΔΣ, Γενικούς Διευθυντάς ή Διευθυντάς αυτής συγγενείς αυτών μέχρι και του τρίτου βαθμού εξ αίματος ή αγχιστείας συμπεριλαμβανομένου ή συζύγους των ανωτέρω ως και η παροχή πιστώσεων προς αυτού εξέφευγαν του αντικειμένου της καταρτισθείσας συμβάσεως ς καθ’ οιονδήποτε τρόπον ή παροχή εγγυήσεων υπέρ αυτών προς τρίτους απαγορεύονται απολύτως και είναι άκυρα. Οιαιδήποτε άλλαι συμβάσεις της εταιρείας μετά των άνω προσώπων είναι άκυροι άνευ προηγούμενης ειδικής εγκρίσεως αυτών υπό της γενικής συνελεύσεως των μετόχων. Η απαγόρευσις αυτή δεν ισχύει προκειμένου περί συμβάσεως μη εξερχομένης των ορίων της τρεχούσης συναλλαγής της εταιρείας μετά των πελατών της». Αποδείχθηκε όμως περαιτέρω ότι η ενάγουσα έχοντας προσληφθεί ως υπάλληλος γραφείου είχε αναλάβει καθήκοντα που εξέφευγαν του αντικειμένου της καταρτισθείσας συμβάσεως της, όπως η διεκπεραίωση των τραπεζικών συναλλαγών των εναγομένων καθώς και οι παραγγελίες εμπορευμάτων. Επομένως λαμβάνοντας υπόψη την ιδιότητά της της ως μετόχου αλλά και Αντιπροέδρου του διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης εταιρείας σε συνδυασμό με το ύψος του μισθού της, προκύπτει ότι η σύμβαση εργασίας της είναι άκυρη διότι αφενός εξερχόταν των ορίων της τρέχουσας συναλλαγής της εναγομένης εταιρείας, αφετέρου δεν εγκρίθηκε από τη γενική συνέλευση των μετόχων της εναγομένης εταιρείας, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 23α του ν. 2190/1920. Επομένως ενόψει της ακυρότητας της σύμβασής της, η οποία καταγγέλθηκε στις 12.7.2018, δεν δικαιούται η ενάγουσα τα αιτούμενα με την αγωγή κονδύλια των αποδοχών υπερημερίας, αφού δεν κατέστη η εναγομένη υπερήμερη ως προς την αποδοχή της εργασίας της, απορριπτομένων ως αβάσιμων των σχετικών αιτημάτων της για καταβολή μισθών υπερημερίας και της υποχρέωσης απασχόλησής της στην εναγόμενη εταιρεία, και συνακόλουθα και των σχετικών λόγων εφέσεως ως αβάσιμων. Περαιτέρω κατά το χρόνο της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της και ενώ οι σχέσεις της ενάγουσας με τον εναγόμενο είχαν διαταραχθεί, ευρισκόμενοι σε διάσταση και ήδη εκκρεμούσε αγωγή διαζυγίου, ο εναγόμενος προέβη σε εξύβριση της ενάγουσας με αφορμή απαιτήσεις της ενάγουσας με την κοινοποίηση εξωδίκων δηλώσεων για τη διευθέτηση των οικονομικών τους. Ενόψει της ανωτέρω προσβολής της προσωπικότητάς της, η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη, για την οποία δικαιούται, λαμβανομένου υπόψη του βαθμού της προσβολής και της έκτασης της βλάβης καθώς και της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των μερών, χρηματική ικανοποίηση, το ύψος της οποίας ορίζεται στο ποσό των 1.000 ευρώ, το οποίο επιδικάστηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο κρίνεται εύλογο από το παρόν δικαστήριο και το οποίο υποχρεούνται να καταβάλουν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, απορριπτομένου του σχετικού λόγου εφέσεως ως αβάσιμου.
Κατά το άρθρο 904 εδ. α και β’ του ΑΚ: «όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή δημιουργείται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη». Κατά την ως άνω διάταξη, προϋποθέσεις αξιώσεως αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι: α) ο πλουτισμός του υποχρέου, β) η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και δ) η έλλειψη νόμιμης αιτίας. Επίσης, η κατ’ άρθρο 904 ΑΚ αγωγή του αδικαιολογήτου πλουτισμού έχει, τόσο από ουσιαστική όσο και από δικονομική άποψη, επιβοηθητικό ή επικουρικό χαρακτήρα παρεχόμενη στο δικαιούχο μόνο εάν αυτός δεν έχει καμία άλλη αξίωση για την ικανοποίησή του, απορρέουσα από οποιαδήποτε αιτία (όπως π.χ. από την σύμβαση, από την κοινωνία, από τη διοίκηση αλλοτρίων, από την κυριότητα, από την αδικοπραξία), με συνέπεια εάν αυτή (η αγωγή από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό) στηρίζεται, στην εκάστοτε περίπτωση, στα ίδια πραγματικά περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται και η σωρευόμενη αγωγή από οποιαδήποτε άλλη αιτία (από σύμβαση, από αδικοπραξία), να είναι η πρώτη νομικά αβάσιμη, γιατί αφού συντρέχει ενοχή από άλλη αιτία, ο ενάγων μπορεί ευχερώς να ασκήσει τις αξιώσεις του από αυτή, μη δυνάμενος πλέον να προσφύγει στην επικουρική αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Αυτά γίνονται παγίως δεκτά επί σωρεύσεως αγωγών, εκ των οποίων, η δικονομικά επικουρικός σωρευομένη είναι αυτή του αδικαιολογήτου πλουτισμού.
Στην προκειμένη συνεπώς περίπτωση η επικουρική περί αδικαιολογήτου πλουτισμού βάση της αγωγής, η οποία για τη θεμελίωσή της στηρίζεται στα ίδια με την κύρια βάση πραγματικά περιστατικά, είναι μη νόμιμη σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, απορριπτομένου του σχετικού λόγου εφέσεως ως αβάσιμου.
Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ως εκ τούτου θα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι της έφεσης της εκκαλούσας με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη και να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων κατ’ άρθρο 179 ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την υπό κρίση έφεση.
Δέχεται τυπικά και
Απορρίπτει ουσιαστικά την έφεση.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22.3.2023 χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ