Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 74/2019

Αριθμός     74/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

     Κατά τη διάταξη του άρθρου 513 περ. β΄ του ΚΠολΔ, έφεση επιτρέπεται μόνον κατά των οριστικών αποφάσεων που εκδίδονται στον πρώτο βαθμό και περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή για την ανταγωγή. Οριστική είναι και η απόφαση του επιληφθέντος Δικαστηρίου, το οποίο αποκρούει την καθ΄ ύλην αρμοδιότητα και θεωρεί ότι η υπόθεση υπάγεται σε άλλο Δικαστήριο, στο οποίο και παραπέμπει περαιτέρω την υπόθεση. Ως οριστική η απόφαση του Δικαστηρίου που κρίνει ότι αρμόδιο καθ΄ ύλην είναι κατώτερο Δικαστήριο και παραπέμπει την υπόθεση σ΄ αυτό, υπόκειται σε έφεση (άρθρο 513 περ. α΄ του ΚΠολΔ). Δικαίωμα εφέσεως έχουν αμφότεροι οι διάδικοι, όταν η παραπεμπτική κρίση στηρίζεται σε αυτεπάγγελτη ενέργεια του Δικαστηρίου (ΕφΘεσσαλ 1514/1999). Περαιτέρω, κατ΄ άρθρο 46 εδ. β΄ του ίδιου Κώδικα η απόφαση του Δικαστηρίου, η οποία δέχεται την αναρμοδιότητα αυτού και παραπέμπει την αγωγή στο αρμόδιο Δικαστήριο όταν καταστεί τελεσίδικη, είναι υποχρεωτική τόσο ως προς την αναρμοδιότητα του παραπέμψαντος, όσο και ως προς την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στο οποίο γίνεται η παραπομπή (ΕφΘεσσαλ 168/2012). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι αν, πριν καταστεί τελεσίδικη η απόφαση του παραπέμψαντος Δικαστηρίου, ασκηθεί έφεση κατά της παραπεμπτικής απόφασης, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ερευνά την καθ΄ ύλην αρμοδιότητα του πρωτοδίκως δικάσαντος και παραπέμψαντος Δικαστηρίου και εάν κρίνει ότι η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση υπάγεται στην καθ΄ ύλην αρμοδιότητα του παραπέμψαντος Δικαστηρίου, του οποίου η απόφαση δεν έχει καταστεί τελεσίδικη, εξαφανίζει την προσβαλλόμενη απόφαση και παραπέμπει την υπόθεση κατ΄ άρθρο 535 παρ. 2 του ΚΠολΔ στο Δικαστήριο στο οποίο αρχικά είχε εισαχθεί, καίτοι αυτό κηρύχτηκε αναρμόδιο (ΕφΠειρ 459/2016, ΕφΑθ 6197/2009, ΕφΑθ513/1997 ΕλλΔνη 1997.1605, ΕφΑθ 1644/1988 ΕλλΔνη 1989.631), προκειμένου άλλωστε οι διάδικοι να μην αποστερηθούν αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρο 12 του ΚΠολΔ), αν όμως κρίνει ότι το παράπεμψαν Δικαστήριο ήταν καθ΄ ύλην αναρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής απορρίπτει την έφεση ως αβάσιμη (ΕφΛαρ 30/2003, ΝοΒ 2003.1650). Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη από 10-11-2017 (αρ. καταθ. ……..) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 3128/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κηρύχθηκε (καθ΄ ύλην) αναρμόδιο να δικάσει τις σωρευόμενες στο ίδιο με ημερομηνία 22-7-2013 (αρ. καταθ. ………) δικόγραφο ανακοπές και παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, ως έχοντος αποκλειστική αρμοδιότητα, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, εφόσον η προσβαλλόμενη  απόφαση επιδόθηκε κατά νόμο στον ανακόπτοντα, ήδη εκκαλούντα, με επιμέλεια της καθ΄ ης η ανακοπή, ήδη εφεσίβλητης, την 11-10-2017 [βλ. το προσκομιζόμενο από τον ανακόπτοντα, ήδη εκκαλούντα, ακριβές αντίγραφο της εκκαλουμένης αποφάσεως που φέρει τη σημείωση της Δικαστικής Επιμελήτριας …….. και παραγγελία του πληρεξούσιου Δικηγόρου της καθ΄ ης η ανακοπή, ήδη εφεσίβλητης, για επίδοση προς αυτόν (ανακόπτοντα, ήδη εκκαλούντα)], ενώ η ένδικη έφεση ασκήθηκε την 10-11-2017 (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού που προβάλλει η εφεσίβλητη, και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από τον εκκαλούντα παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ (βλ. το e-παράβολο ………), κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ.

Με την από 22-7-2013 (αρ. καταθ. ……) ανακοπή του, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και συζητήθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την 24-2-2017, ο ανακόπτων, ήδη εκκαλών, ζήτησε, για τους αναφερόμενους σ΄ αυτήν (ανακοπή) λόγους, να ακυρωθεί α) η υπ΄ αρ. …… διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που εκδόθηκε μετά από αίτηση της καθ΄ ης η ανακοπή, ήδη εφεσίβλητης, [επ΄ ονόματι και για λογαριασμό της οποίας (ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………» και το διακριτικό τίτλο «…….») ενεργεί η εταιρεία με την επωνυμία «……….», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, ως διάδικος μη δικαιούχος, όπως νομίμως εκπροσωπείται], με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ΄ ης η ανακοπή, για απαίτηση που πηγάζει από δανειακή σύμβαση που συνήφθη μεταξύ αυτού και της καθ΄ ης, το ποσό των 17.898,72 ευρώ, πλέον δικαστικής δαπάνης, τόκων και εξόδων, καθώς και β) η ερειδόμενη σ΄ αυτήν επιταγή προς εκτέλεση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη υπ΄ αρ. 3128/2017 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κηρύχθηκε αναρμόδιο να δικάσει τις σωρευόμενες στο ίδιο με ημερομηνία 22-7-2013 (αρ. καταθ. ……..) δικόγραφο, ανακοπές, παρέπεμψε την υπόθεση στο Ειρηνοδικείο Πειραιώς και επέβαλε τα δικαστικά έξοδα της καθ΄ ης η ανακοπή σε βάρος του ανακόπτοντος, το ύψος των οποίων καθόρισε στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την προαναφερόμενη έφεση ο ηττηθείς ανακόπτων, και με τον διαλαμβανόμενο σ΄ αυτή (έφεση) λόγο, ο οποίος ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, να γίνει δεκτή η ένδικη ανακοπή στο σύνολό της και να εξαφανισθεί άλλως να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, καθώς και η συμπροσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή και η με αυτή αρξάμενη σε βάρος του διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης. Η έφεση αυτή είναι ορισμένη, καθόσον περιέχει σαφή και ορισμένο λόγο, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού που προβάλλει η εφεσίβλητη, ενώ καθορίζεται με πληρότητα το σφάλμα που αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να μπορεί το Δικαστήριο να ερευνήσει το νόμιμο και βάσιμο αυτού.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 632 παρ. 1 εδ. α΄ του ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό (632) αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α 51/12-3-2012) με έναρξη ισχύος από 2 Απριλίου 2012, ορίζεται: «Ο οφειλέτης κατά του οποίου στρέφεται η διαταγή πληρωμής έχει το δικαίωμα μέσα σε δεκαπέντε εργάσιμες ημέρες από την επίδοση της να ασκήσει ανακοπή, η οποία απευθύνεται στο εκδόσαν τη διαταγή πληρωμής ειρηνοδικείο ή μονομελές πρωτοδικείο.». Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 933 παρ. 1 εδ. α΄ του ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος 1 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 19 παρ. 1 του Ν. 4055/2012, ορίζεται ότι: «Αντιρρήσεις εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και κάθε δανειστή του που έχει έννομο συμφέρον, οι οποίες αφορούν την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ή την απαίτηση, ασκούνται μόνο με ανακοπή που εισάγεται στο ειρηνοδικείο, αν ο εκτελεστός τίτλος έχει εκδοθεί από το δικαστήριο αυτό, και στο Μονομελές Πρωτοδικείο σε κάθε άλλη περίπτωση.». Με την τροποποίηση της παρ. 1 του άρθρου 933 του ΚΠολΔ αίρεται πλέον κάθε αμφιβολία ως προς τον προσδιορισμό της καθ΄ ύλην αρμοδιότητας επί ανακοπών μεταξύ Ειρηνοδικείων και Μονομελών Πρωτοδικείων. Έτσι, αρμόδια είναι τα Ειρηνοδικεία σε κάθε περίπτωση που ο εκτελεστός τίτλος βάσει του οποίου επισπεύδεται η διαδικασία της αναγκαστι­κής εκτέλεσης έχει εκδοθεί από αυτά και όχι μόνον όταν ο εκτελεστός τίτλος είναι απόφασή τους. Σε κάθε άλλη περίπτωση αρμόδια είναι τα Μονομελή Πρωτοδικεία [βλ. Αιτιολογική Έκθεση Ν. 4055/2012 (άρ­θρο 19)]. Σύμφωνα δε με τη δεύτερη παράγραφο του ως άνω άρθρου 933 του ΚΠολΔ «Αρμόδιο κατά τόπο είναι το δικαστήριο της περιφέρειας του τόπου της εκτέλεσης, εφόσον μετά την επίδοση της επιταγής ακολούθησαν και άλλες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας, αλλιώς αρμόδιο είναι το δικαστήριο του άρθρου 584.». Περαιτέρω δε, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 του ΚΠολΔ «Αν το δικαστήριο δεν είναι καθ΄ ύλην ή κατά τόπον αρμόδιο, αποφαίνεται γι΄ αυτό αυτεπαγγέλτως και προσδιορίζει το αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση. Η παραπεμπτική απόφαση, όταν τελεσιδικήσει, είναι υποχρεωτική, τόσο για την αναρμοδιότητα του δικαστηρίου, που παρέπεμψε, όσο και για την αρμοδιότητα του δικαστηρίου στο οποίο γίνεται η παραπομπή. Οι συνέπειες που έχει η άσκηση της αγωγής διατηρούνται.». Στην προκειμένη περίπτωση, με αυτό το περιεχόμενο, η ένδικη ανακοπή στο δικόγραφο της οποίας σωρεύονται οι προαναφερόμενες δύο ανακοπές, αναρμοδίως καθ΄ ύλην εισήχθη προς εκδίκαση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ήτοι του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθόσον ο προσβαλλόμενος εκτελε­στός τίτλος (η υπ΄ αρ. ……… διαταγή πληρωμής), με βάση τον οποίο επισπεύ­δεται και η εκτέλεση, έχει εκδοθεί από το Ειρη­νοδικείο Πειραιώς, το οποίο είναι για το λόγο τούτο καθ΄ ύλην αρμόδιο να δικάσει την προκείμενη διαφορά, σύμφωνα με αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, και δεδομένου ότι όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 45, 221 παρ. 1 περ. β΄ και 585 παρ. 1 του ΚΠολΔ, κρίσιμος χρόνος για την αποκρυστάλλωση και τον προσδιορισμό της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου είναι αυτός της κατάθεσης της ανακοπής στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, εν προκειμένω δε η 23-7-2013, ήτοι η κατάθεση της ανακοπής έλαβε χώρα μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 4055/2012 (μετά την 2-4-2012). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε όμοια και συγκεκριμένα [κατ΄ αυτεπάγγελτη έρευνα της συνδρομής της διαδικαστικής προϋπόθεσης της καθ΄  ύλην αρμοδιότητας, η οποία αφορά στη δημόσια τάξη (άρθρο 46 του ΚΠολΔ)] ότι η ένδικη ανακοπή (στο δικόγραφο της οποίας σωρεύονται δύο ανακοπές, των άρθρων 632 και 933 του ΚΠολΔ) αναρμοδίως καθ΄ ύλην εισήχθη προς συζήτηση ενώπιόν του και παρέπεμψε την υπόθεση, κατ΄ άρθρο 46 του ΚΠολΔ, στο αρμόδιο Ειρηνοδικείο Πειραιώς, [διαλαμβάνοντας διάταξη περί των δικαστικών εξόδων, αφού η ως άνω παραπεμπτική απόφαση, είναι οριστική] ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε. Η παραδοχή αυτή δεν αναιρείται από τη διάταξη του άρθρου 47 του ΚΠολΔ, αφού η διάταξη αυτή λειτουργεί μόνον ex post, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο που κρίνει τη διαφορά δεν επιτρέπεται να παραβεί τους κανόνες της καθ΄ ύλην αρμοδιότητας και να δικάσει διαφορά υπαγόμενη σε κατώτερο Δικαστήριο (Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας: Ερμηνεία ΚΠολΔ, τομ. I, εκ. 2000, στο άρθρο 47, σελ. 111, αριθμός 2). Τα αντίθετα δε υποστηριζόμενα με το λόγο της ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα, όπως και η ένδικη έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, το Δικαστήριο, λόγω της ήττας του εκκαλούντος, πρέπει να διατάξει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε για το παραδεκτό της εφέσεως, με το e-παράβολο ….., τα δε δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 106, 179, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 10-11-2017 (αρ. καταθ. ….) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 3128/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε με το e-παράβολο …….., στο Δημόσιο Ταμείο.

Συμψηφίζει, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 4 Φεβρουαρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ