Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 205/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός  απόφασης    205/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(2Ο Τμήμα)

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Τσιάλτα, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και τη Γραμματέα T.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εκκαλούντων: 1) Ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «…………….» , με έδρα τον ……, οδός ………, νομίμως εκπροσωπούμενης, με ΑΦΜ ……, 2) ………., κατοίκου …….. , οδός …… με ΑΦΜ ………  και 3) ……….., κατοίκου …….., οδός ………… με ΑΦΜ ……… οι οποίοι παραστάθηκαν στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου, Ηλία Λ. Χαρίτου  (Δ.Σ. Αθηνών με Α.Μ. ……… που προσκόμισε το με αριθμ. ……… γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων) παριστάμενος κατ’ άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, με την από 19-10-2022 δήλωση.

Της εφεσίβλητης: Υπό ειδική εκκαθάριση ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..» που εδρεύει στην ……. , ………….., …………… και η οποία νόμιμα εκπροσωπείται από την……………. εταιρία με την επωνυμία «……….» και τον διακριτικό τίτλο «……….», με ΑΦΜ …….. Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών που εδρεύει στο ……, ………. νομίμως εκπροσωπούμενης που παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Φώτιου  Γιαννούλα ( Δ.Σ. Αθηνών με Α.Μ. ……… που προσκόμισε το με αριθμ. ………… γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων) παριστάμενος στο Δικαστήριο κατ’ άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ με την από 19-10-2022 δήλωση.

Οι εκκαλούντες  άσκησαν την από 19-4-2021 (αριθ. καταθ. Πρωτοδικείου Πειραιώς ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2021, αριθ. καταθ. Εφετείου Πειραιώς ΓΑΚ /ΕΑΚ ………./2021) έφεσή κατά της με αριθμ. 554/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδικής διαδικασίας περιουσιακών διαφορών), η οποία εγγράφηκε στο πινάκιο για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε δικάσιμος η 17-3-2022 και μετά από αναβολή, η  αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων που παραστάθηκαν όπως ανωτέρω αναφέρεται κατέθεσαν παραδεκτώς προτάσεις, αιτούμενοι να γίνουν δεκτοί οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ  ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Σύμφωνα με το άρθρο 83 παρ.1 του Ν. 4790/2021 «Διατάξεις για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων και της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης», το χρονικό διάστημα από τις 7.11.2020 έως και την ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της χώρας, δυνάμει της κοινής υπουργικής απόφασης του άρθρου 11 της από 11.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α` 55), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4682/2020 (Α` 76), δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων, καθώς και στις προθεσμίες παραγραφής των συναφών αξιώσεων. Μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος του πρώτου εδαφίου, οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Οι προθεσμίες που ανεστάλησαν κατά τα προηγούμενα εδάφια, δεν συμπληρώνονται, εάν δεν παρέλθουν επιπλέον δέκα (10) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους. Περαιτέρω,  κατά το άρθρο 49 του Ν. 4963/2022 (ΦΕΚ Α /30-7-2022)  «1. Κατά την αληθή έννοια του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 74 του ν. 4690/2020 (Α’ 104) και του πρώτου εδάφιου της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 83 του ν. 4790/2021 (Α’48) ως προθεσμίες άσκησης ενδίκων βοηθημάτων και μέσων που ανεστάλησαν κατά το διάστημα από 13.3.2020 ως 31.5.2020 και από 7.11.2020 έως 5.4.2021, νοούνται και οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 518, της παρ. 5 του άρθρου 545 και της παρ. 3 του άρθρου 564 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας [π.δ. 503/1985, (Α’ 182), ΚΠολΔ]. Σύμφωνα δε, με την παρ 2 του ίδιου άρθρου, κατά την αληθή έννοια του τρίτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 74 του ν. 4690/2020 και του τρίτου εδαφίου της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 83 του ν. 4790/2021 ως προθεσμίες άσκησης ενδίκων μέσων των οποίων παρατείνεται η λήξη νοούνται και οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 518, της παρ. 5 του άρθρου 545 και της παρ. 3 του άρθρου 564 ΚΠολΔ.». Δέον να αναφερθεί ότι, σύμφωνα με την ΚΥΑ με αριθμ. Α1Αα/Γ.Π. οικ: 71342/6-11-2020 (ΦΕΚ 4899/6-11-2020) από την 7-11-2020 ανεστάλησαν λόγω της πανδημίας covid-19 , οι νόμιμες και οι δικαστικές προθεσμίας για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων ενώπιον των Δικαστηρίων και Εισαγγελιών της Χώρας, και οι διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης. Η αναστολή δε, αυτή των νόμιμων και δικαστικών  προθεσμιών, όπως και της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, ήρθη από τις 6-4-2021, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ.1 της ΚΥΑ με αριθμ. Δ1Α/Γ.Π.οικ, 20651/3-4-2021 (ΦΕΚ 1308/3-4-2021).

ΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, η κρινόμενη έφεση κατά της με αριθμ, 554/2020  οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά τις διατάξεις της τακτικής διαδικασίας, σύμφωνα όσα εκτίθενται στη ανωτέρω νομική σκέψη, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα καθότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στις 23-10-2020 (βλ. χειρόγραφη σημείωση του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …………… επί της εκκαλούμενης απόφασης), η δε έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 19-4-2021 (άρθρα 495, 511, 513 παρ.1 περ. β και 518  παρ.1 του ΚΠολΔ, άρθρο 83 παρ.1 του Ν. 4790/2021 και άρθρο 49 του Ν. 4963/2022). Επομένως η κρινόμενη έφεση, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, σύμφωνα με το άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ κατά την προαναφερόμενη διαδικασία, ενόψει του ότι για το παραδεκτό του ένδικου μέσου κατατέθηκε το προβλεπόμενο εκ του άρθρου 495 παρ.3 του ΚΠολΔ παράβολο ποσού εκατό ευρώ (100,00) ευρώ (βλ. σχετικά την έκθεση κατάθεσης δικογράφου του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, το με αριθμ. …………. ηλεκτρονικό παράβολο και το σχετικό έγγραφο εκτέλεσης πληρωμής της τράπεζας «Alpha Bank»).

III. Οι ανακόπτοντες, ήδη εκκαλούντες με την από 11-5-2015 (αριθ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2015) ανακοπή κατά της με αριθμ. …../2015 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησαν την ακύρωση της ως άνω διαταγή πληρωμής, με την οποία υποχρεώθηκαν η μεν πρώτη ως πρωτοφειλέτρια, οι δε λοιποί εξ αυτών ως εγγυητές να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας στην καθ’ ης η ανακοπή, ήδη εφεσίβλητη το συνολικό ποσό των 300.000 ευρώ νομιμοτόκως πλέον του ποσού των 5.100 ευρώ ως δικαστική δαπάνη. Επί της ανωτέρω ανακοπής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία η ανακοπή απορρίφθηκε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες, κατ’ εκτίμηση των λόγων της, για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων εκ μέρους του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση,  να γίνει δεκτή η ανακοπή και να ακυρωθεί η με αριθμ. ……./2015 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

IV. Με την ανακοπή του άρθρ. 632 ΚΠολΔ, ο ανακόπτων οφειλέτης μπορεί να επικαλεστεί ως λόγους ακύρωσης της εις βάρος του διαταγής πληρωμής, είτε την έλλειψη των διαδικαστικών (τυπικών) προϋποθέσεων που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ, για την έκδοση διαταγής πληρωμής, είτε ενστάσεις κατά της απαίτησης, ήτοι τη βασιμότητα ή το ύψος αυτής. Ωστόσο, το ενδεχόμενο προβολής ενστάσεων κατά της απαίτησης, είτε καταχρηστικών είτε γνησίων, δεν αφορά την απαιτούμενη κατά την παράγραφο 1 του άνω άρθρου 624 βεβαιότητα της αξίωσης και συνεπώς δεν αναιρεί τη δυνατότητα έκδοσης διαταγής πληρωμής, αφού την έκδοση αυτής δεν εμποδίζει οποιαδήποτε ένσταση που μπορεί να επικαλεσθεί ο οφειλέτης. Για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής, που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα ένστασης, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού (ΑΠ 999/2019, δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ «Νόμος»), δεδομένου ότι, κατά την αληθή έννοια της διάταξης του άρθρου 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνον κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 333/2019, δημ. ΝΟΜΟΣ). Δηλαδή, αν η ευδοκίμηση του σχετικού λόγου της ανακοπής (ενστάσεως) επάγεται μερική μόνο κατάλυση της οφειλής, ανάλογο θα είναι και το αποτέλεσμα ως προς την ανακοπείσα διαταγή πληρωμής, δηλαδή μερική θα είναι και η ακύρωση της τελευταίας (ΑΠ 1395/2021, Α.Π. 196/2020, δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ. «Νόμος»).

V. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απορρίπτοντας ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας τον πρώτο λόγο της ασκηθείσας ανακοπής αναφορικά με τους παράνομους ανατοκισμούς της μετακυλυθείσας σε αυτούς εισφοράς του Ν.128/75, με την αιτιολογία ότι, δεν αναφέρονται ποια συγκεκριμένα κονδύλια και ποιο ποσό καταλογίστηκε παράνομα αφού η τυχόν ακυρότητα κάποιου όρου της σύμβασης δεν οδηγεί σε ακυρότητα όλης της σύμβασης, εσφαλμένα εφάρμοσε και ερμήνευσε τις διατάξεις των άρθρων 216 παρ.1 και 338 παρ.1 του ΚΠολΔ, ενόψει του ότι έχοντας ο λόγος αυτός αρνητικό χαρακτήρα, δεν απαιτείται για το ορισμένο αυτού να προσδιοριστεί το ύψος στο οποίο θα ανερχόταν η απαίτηση αφού σε αντίθετη περίπτωση αυτό συνεπάγεται ανεπίτρεπτη κεκαλυμμένη αντιστροφή του βάρος απόδειξης. Με το ανωτέρω περιεχόμενο τα υποστηριζόμενα με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσης είναι νόμω αβάσιμα. και πρέπει να απορριφθούν καθότι, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη ανωτέρω νομική σκέψη, προκειμένου να είναι επαρκώς ορισμένος ο λόγος αυτός της ανακοπής, ο οποίος φέρει χαρακτήρα ένστασης και δεν αποτελεί αρνητικό ισχυρισμό, ο ανακόπτων αφενός μεν, πρέπει να προσβάλλει συγκεκριμένα κονδύλια του λογαριασμού, αφετέρου δε, να προβαίνει στην απόδειξη αυτών. Ως εκ τούτου ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εφάρμοσε και ερμήνευσε τις ανωτέρω διατάξεις και απέρριψε τον σχετικό λόγο ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, καθότι στον πρώτο λόγο της ανακοπής δεν προσβλήθηκε συγκεκριμένο κονδύλιο του λογαριασμού, κατά το οποίο θα μειωνόταν η συνολική οφειλή σε περίπτωση ευδοκίμησης του λόγου της ανακοπής.

VI. (α) Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 1266/1982 καταργήθηκε η Νομισματική Επιτροπή, η οποία με βάση την εξουσιοδότηση που είχε παρασχεθεί από το άρθρο 2 παρ. 3 του ν.δ. 588/1948 “περί ελέγχου πίστεως”, καθόριζε με απόφασή της (ΝΕ) τα “τραπεζικά επιτόκια” και παράλληλα ορίσθηκε ότι οι αρμοδιότητές της μεταβιβάσθηκαν αυτοδικαίως στην Τράπεζα της Ελλάδος και ασκούνται με πράξεις του Διοικητή της. Έκτοτε με πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΠΔ/ΤΕ) καθορίζονταν τα “τραπεζικά επιτόκια”, τα επιτόκια, δηλαδή, που συνομολογούνται ή προέρχονται από τραπεζικές συμβάσεις ή συναλλαγές. Ο Διοικητής ειδικότερα καθόριζε το ελάχιστο και το ανώτατο όριο των τραπεζικών επιτοκίων και οι τράπεζες ήσαν υποχρεωμένες να προσδιορίζουν τα επιτόκια των διαφόρων μορφών χορηγήσεων ή καταθέσεων μέχρι του ύψους αυτού. Τα οριζόμενα με βάση τις παραπάνω διατάξεις τραπεζικά επιτόκια μπορεί να ήσαν, και πολλές φορές συνέβαινε αυτό, ανώτερα των δικαιοπρακτικών (εξωτραπεζικών) επιτοκίων, δηλαδή των επιτοκίων των λοιπών, πλην των τραπεζικών συναλλαγών, αφού ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να λειτουργεί, σύμφωνα με την παραπάνω νομοθετική εξουσιοδότηση, και “κατά παρέκκλιση από πάσης γενικής ή ειδικής διατάξεως περί του ύψους του τόκου…”. Μέχρι τον Ιανουάριο 1987 τα τραπεζικά επιτόκια τόσο ως προς το ανώτατο όσο και ως προς το κατώτερο όριο υπάγονταν σε αυστηρό διοικητικό προσδιορισμό από το Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και οι τράπεζες δεν είχαν το δικαίωμα να ορίζουν μικρότερα ή μεγαλύτερα επιτόκια, αλλά σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 6 του ν.δ. 548/1948 τα οριζόμενα αυτά  επιτόκια ήσαν υποχρεωτικά και για τις τράπεζες και για τους δανειζόμενους. Με την υπ` αριθ. 1087/1987 ΠΔ/ΤΕ, με στόχο την, λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών, συμπίεση των επιτοκίων προς τα κάτω, αλλά και προς εναρμονισμό με τα ισχύοντα αντίστοιχα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρχισε η μερική απελευθέρωση του τρόπου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων στις βραχυπρόθεσμες αρχικά χορηγήσεις και καθορίσθηκε για πρώτη φορά με την άνω πράξη μόνο το ελάχιστο όριο των επιτοκίων αυτών. Η πράξη αυτή τροποποιήθηκε με διάφορες άλλες, που καθόρισαν το ελάχιστο τραπεζικό επιτόκιο σε διάφορες μορφές χορηγήσεων. Ειδικότερα, με την υπ` αριθμό 2286/28-1-1994 ΠΔ/ΤΕ σχετικά με την καταναλωτική πίστη, τη χορήγηση δανείων σε φυσικά πρόσωπα για την κάλυψη προσωπικών αναγκών καθώς και για τις αγορές μέσω πιστωτικών καρτών κ.τ.λ., πλην των άλλων, ως προς το ύψος των επιτοκίων ορίζονται τα εξής: “… Με την προϋπόθεση της τήρησης του ενώπιον συνολικού κατώτατου ορίου  των δρχ. οκτώ εκατομμυρίων και των ειδικότερων ορίων των παρ. β. και γ., το επιτόκιο, η διάρκεια και οι λοιποί όροι της χρηματοδότησης καθορίζονται από τη δανείστρια τράπεζα με την επιφύλαξη των διατάξεων περί ελαχίστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που εκάστοτε ισχύουν”. Η εν λόγω πράξη του Διοικητή κάνει λόγο για επιφύλαξη “επιτοκίων χορηγήσεων”, πράγμα που παραπέμπει σαφώς στις τραπεζικές χορηγήσεις και όχι τις εξωτραπεζικές δικαιοπραξίες, αφού στις τελευταίες δεν τίθεται θέμα “χορηγήσεων” αλλά συμβάσεων, καθόσον η λέξη “χορηγήσεις” υποδηλώνει σαφώς τις κατ` εξοχήν τραπεζικές συναλλαγές. Στόχος της απελευθέρωσης αυτής ήταν η, λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών, συμπίεση των επιτοκίων προς τα κάτω. Ο ανταγωνισμός λειτούργησε προς αυτή την κατεύθυνση και λόγω και των οικονομικών συνθηκών άρχισε από το έτος 1994 η μείωσή τους. Εξαίρεση αποτελούν τα επιτόκια που ισχύουν στις χορηγήσεις της καταναλωτικής πίστης (κάρτες, καταναλωτικά δάνεια, κτλ), τα οποία λόγω της ιδιαιτερότητας που παρουσιάζουν αυτά τα δάνεια (χορήγηση χωρίς πρόσθετες εξασφαλίσεις, μεγάλες επισφάλειες, απασχόληση μεγάλου αριθμού υπαλλήλων κλπ), διαμορφώθηκαν από όλες τις τράπεζες σε ύψος μεγαλύτερο από τα εξωτραπεζικά (δικαιοπρακτικά) επιτόκια. Κατά συνέπεια, με σειρά πράξεων του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος επήλθε ουσιαστικά απελευθέρωση των τραπεζικών επιτοκίων, οπότε η επέμβαση του νομοθέτη ως προς τον καθορισμό ανώτατου ορίου περιορίζεται στη ρύθμιση των δικαιοπρακτικών (εξωτραπεζικών) μόνο επιτοκίων, σύμφωνα με τα άρθρα 293 – 295 ΑΚ. Ο προσδιορισμός των επιτοκίων αυτών γινόταν αρχικά, κατά τη νομοθετική εξουσιοδότηση που είχε παρασχεθεί με το άρθρο 109 παρ. 1 του ΕισΝΑΚ, με βασιλικό διάταγμα, εκδιδόμενο ύστερα από πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας, και στη συνέχεια, σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 5 του ν. 876/1979, με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ). Σε εφαρμογή των διατάξεων αυτών με το β.δ. 21/21.8.1946 το ανώτατο από δικαιοπραξία επιτόκιο ορίστηκε σε 10% ετησίως και το νόμιμο και από υπερημερία επιτόκιο ορίστηκε σε 12% ετησίως. Τα ποσοστά αυτά ίσχυσαν μέχρι το έτος 1979 και έκτοτε αναπροσαρμόζονται κάθε φορά, ανάλογα με τις οικονομικές συνθήκες, από τις εκδιδόμενες ΠΥΣ, σε πολλές από τις οποίες ορίζεται ότι η εφαρμογή τους εκτείνεται μόνο στα εξωτραπεζικά επιτόκια. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) και τα τραπεζικά επιτόκια αποτελούσαν ανέκαθεν δύο διακριτά μεταξύ τους και μάλιστα μη συγκρίσιμα μεγέθη, που δεν επικαλύπτονται από άποψη πεδίου εφαρμογής, υποκείμενα σε απολύτως μη επικαλυπτόμενες ρυθμίσεις, αφού καθεμία κατηγορία ρυθμίζεται από διαφορετικά όργανα με διαφορετική νομοθετική εξουσιοδότηση, τα δε τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελεύθερα, σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της ανοικτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό, τις διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας, αλλά και τη στάθμιση των εκτιμώμενων κατά περίπτωση κινδύνων, των εκάστοτε συνθηκών των χρηματοπιστωτικών αγορών, καθώς και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών που απορρέουν από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους και χωρίς οι τράπεζες, κατά τον καθορισμό τους, να δεσμεύονται από το ύψος των δικαιοπρακτικών (εξωτραπεζικών) επιτοκίων. Ενόψει αυτών, συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, που καταρτίσθηκαν μετά την απελευθέρωσή τους και με τις οποίες συνομολογείται επιτόκιο, που τυχόν, κατά περίπτωση, υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) επιτόκια ανώτατο όριο, δεν είναι εκ μόνου του λόγου αυτού αθέμιτες (ΑΠ 994/2018, ΑΠ 370/2012, ΑΠ 652/2010, ΑΠ 1219/2001). Κατά συνέπεια, με βάση την αρχή του απαραβίαστου των συμβάσεων («pacta sunt servanda»), η σχετική συμφωνία, παραμένει για τα συμβαλλόμενα μέρη έγκυρη και δεσμευτική κατά το υπερβάλλον ποσοστό του συμφωνηθέντος τραπεζικού επιτοκίου, ελεγχόμενη, ενδεχομένως, εάν συντρέχουν οι νόμιμες προς τούτο προϋποθέσεις και γίνει σχετική επίκληση αυτών, στο πλαίσιο των γενικών ρητρών του ΑΚ (άρθ. 281, 388), καθώς και του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 “προστασία καταναλωτή” και όχι διότι αυτό, δηλαδή το συμβατικά καθορισθέν, σταθερό ή κυμαινόμενο, τραπεζικό επιτόκιο, υπερβαίνει απλώς και μόνο τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) επιτόκια (ΑΠ 196/2020, ο.π. 994/2018, ΑΠ 756/2015, δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ. «Νόμος»). (β) Περαιτέρω, κατά το άρθρο 585 παρ. 2 του ΚΠολΔ, το οποίο έχει εφαρμογή σε κάθε μορφής ανακοπή, όπως και στην προκειμένη  ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, αφού δεν υπάρχει αντίθετη ρύθμιση, «Το έγγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 118 έως 120, και τους λόγους της. Νέοι λόγοι μπορούν να προταθούν μόνον με πρόσθετο δικόγραφο που κατατίθεται στην γραμματεία του δικαστηρίου, προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση και κοινοποιείται στον αντίδικο εξήντα ημέρες (60) από την κατάθεση της ανακοπής ή, όταν πρόκειται για ειδικές διαδικασίες, οκτώ (8) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι: α) Το δικόγραφο της ανακοπής και των πρόσθετων λόγων αυτής πρέπει να περιέχει, πλην άλλων, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τους λόγους της, με τους οποίους οριοθετείται η δίκη της ανακοπής, να περιέχει δηλαδή σαφείς και ορισμένες αντιρρήσεις και ενστάσεις του ανακόπτοντος και β) νέοι λόγοι, μη περιεχόμενοι στο δικόγραφο της ανακοπής ή των προσθέτων λόγων αυτής κρίνονται απαράδεκτοι, γιατί δεν επιτρέπεται να προταθούν για πρώτη φορά με τις έγγραφες προτάσεις του ανακόπτοντος της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας δίκης ή με το δικόγραφο της έφεσης, η οποία ασκείται κατά της απορριπτικής απόφασης της ανακοπής ή το δικόγραφο των προσθέτων λόγων της έφεσης και αν ακόμη οι νέοι λόγοι αφορούν ισχυρισμούς, οι οποίοι αναφέρονται στα άρθρα 269 και 527 ΚΠολΔ, (Α.Π 267/2021, Α.Π. 99/2020, δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ. «Νόμος»).

VII. Στην προκείμενη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της υπό κρίση έφεσης, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του, οι εκκαλούντες εκθέτουν ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε και ερμήνευσε το νόμο και δη, τις διατάξεις των άρθρων 5 του Ν. 2251/1994, 143 παρ.3 Α.Κ. σε συνδυασμό με την ΥΑ Ζ1-798/25-6-2008 κρίνοντας τον δεύτερο λόγο της ανακοπής που συνίστατο: α)  Στις παράνομες και αυθαίρετες επιβαρύνσεις της απαίτησης της εφεσίβλητης-καθ’ ης η ανακοπή με συμβατικό επιτόκιο άνω του δικαιοπρακτικού και β) στις αθέμιτες επιβαρύνσεις του τηρούμενου λογαριασμού με παράνομους τόκους υπολογισθέντες βάσει έτους 360 ημερών αντί των 365 ημερών, απορρίπτοντας τον λόγον αυτόν ως προς το πρώτο σκέλος με την αιτιολογία, ότι μετά την απελευθέρωση των επιτοκίων οι συναπτόμενες συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων , στις οποίες συνομολογείται επιτόκιο που τυχόν υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο, δεν είναι αθέμιτες για τον λόγον αυτόν, και καταλείποντας αδίκαστο το δεύτερο σκέλος του ως άνω λόγου ανακοπής. Με το ανωτέρω περιεχόμενο το δεύτερο σκέλος του ανωτέρω λόγου της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο καθότι σύμφωνα με όσα εκτίθενται στο δεύτερο τμήμα της ανωτέρω νομική σκέψης, με αυτόν επιχειρείται ανεπίτρεπτα για πρώτη φορά ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου να προβληθεί ως λόγος ακυρότητας της διαταγής πληρωμής ισχυρισμός που δεν είχε προταθεί ως λόγος ανακοπής με το δικόγραφο της ανακοπής. Αντίθετα, από την επισκόπηση του περιεχομένου της ασκηθείσας ανακοπής προκύπτει ότι οι εκκαλούντες προέβαλαν ως δεύτερο λόγο  αυτής, μόνον τις παράνομες επιβαρύνσεις με συμβατικό επιτόκιο  ανώτερο του δικαιοπρακτικού επιτοκίου (ήτοι ποσό 194.083,78 ευρώ αντί του ποσού των 121.378,09 ευρώ κατά ποσό 57.439,78 ευρώ αντί του ποσού των 32.386,61 ευρώ),  ο δε, συνυπολογισμός της επιβάρυνσης ποσοστού 1,3889%  (που σε κάθε περίπτωση δεν προσδιορίζεται ειδικά κατά το επιμέρους αυτό ποσό) ως υπολογισμός τόκων σε βάση 360 ημερών, δεν προβλήθηκε ως αυτοτελής λόγος της ανακοπής, αλλά απλά παρατέθηκε κατά τον τρόπο υπολογισμού του υπερβάλλοντος συμβατικού επιτοκίου εκ μέρους της εφεσίβλητης-καθ’ ης η ανακοπή. Κατά τα λοιπά, όσα υποστηρίζονται με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου της υπό κρίση έφεσης, πρέπει να απορριφθούν ως νομικά αβάσιμα, διότι σύμφωνα με όσα εκτίθενται στο πρώτο τμήμα της ανωτέρω μείζονας σκέψης, ο καθορισμός συμβατικού επιτοκίου ανώτερου του δικαιοπρακτικού (εξωτραπεζικού επιτοκίου), στο πλαίσιο της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων, δεν είναι άνευ ετέρου αθέμιτος και ως εκ τούτου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς εφάρμοσε και ερμήνευσε τις προαναφερόμενες διατάξεις και απέρριψε τον δεύτερο λόγο της ανακοπής ως μη νόμιμο.

VIII. Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής, οι  εκκαλούντες-ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η εκδοθείσα διαταγή πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί κατά τα ποσά των 10.087,13 ευρώ και 2.040,79 ευρώ που αποτελούν τόκους υπερημερίας που δεν οφείλονται καθότι η εφεσίβλητη-καθ’ ης η ανακοπή υπολόγισε αυτούς όχι από την επομένη της καταγγελίας της σύμβασης, αλλά από τις 13-10-2011 ήτοι την ημερομηνία κλεισίματος του τηρούμενου λογαριασμού. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε σιωπηρώς το λόγο αυτό επαρκώς ορισμένο και νόμιμο τον απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο. Εντούτοις, με το ανωτέρω περιεχόμενο ο λόγος αυτός είναι αόριστος και επομένως απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι με αυτόν δεν εκτίθεται ότι μεταξύ των μερών υπήρχε ρητή συμφωνία για τον υπολογισμό τόκων υπερημερίας από την καταγγελία της σύμβασης και όχι από το κλείσιμο του τηρούμενου λογαριασμού, ενόψει του ότι σύμφωνα με την παρ.1 του ΕισΝΑΚ, αν υπάρχει αλληλόχρεος λογαριασμός μεταξύ προσώπων (όπως εν προκειμένω) το κατάλοιπο είναι αυτοδικαίως τοκοφόρο. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε τον ανωτέρω λόγο ως ουσία αβάσιμο, παρά το γεγονός ότι αυτός ήταν απορριπτέος ως απαράδεκτος έσφαλε και ως εκ τούτου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 522, 534 και 536 του ΚΠολΔ, πρέπει αφού, κατ’ αυτεπάγγελτη ενέργεια του Δικαστηρίου, εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς τον λόγον αυτόν, το παρόν Δικαστήριο να κρατήσει και να δικάσει αυτόν (άρθρο 535 παρ.1 του ΚΠολΔ) και να τον απορρίψει ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας. Κατά συνέπεια, ενόψει της μερικής εξαφάνισης της εκκαλούμενης απόφασης κατ’ αυτεπάγγελτη ενέργεια του Δικαστηρίου τούτου κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα, η κρινόμενη πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, απορριπτομένων των λόγων της υπό κρίση έφεσης κατά τα λοιπά, όπως ως άνω αναφέρεται. Επίσης, ενόψει της μερικής ευδοκίμησης της υπό κρίση έφεσης, ανεξαρτήτως της τελικής κρίσης του Δικαστηρίου επί της ουσίας της υπόθεσης (Α.Π. 532/2016, ΕλΔνη 2017, σελ. 1426) πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του καταβληθέντος παραβόλου με αριθμό ……………, ποσού  εκατό (100,00) ευρώ στους εκκαλούντες. Τέλος,  ύστερα από σχετικό αίτημα, μέρος των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων λόγω της μερικής ήττας τους (άρθρα 106, 178 παρ.1 και 183 του ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων τη με αριθμ κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/……./2021 έφεση.

Δέχεται τυπικά και εν μέρει ουσιαστικά την έφεση.

Εξαφανίζει μερικώς τη με αριθμ. 554/2020 απόφαση (τακτικής διαδικασίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και δη, κατά μέρος με το οποίο απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμος ο τρίτος λόγος της με αριθμ ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2015 ανακοπής.

Κρατεί και δικάζει τον τρίτο λόγο της ανακοπής και απορρίπτει αυτόν ως απαράδεκτο.

Απορρίπτει κατά τα λοιπά, κατ’ ουσίαν την έφεση

Διατάσσει την επιστροφή του καταβληθέντος ηλεκροονικού παραβόλου με αριθμ.  ……………… , ποσού εκατό (100,00) ευρώ στους εκκαλούντες και

Καταδικάζει τους εκκαλούντες σε μέρος των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά στις  11 Απριλίου   2023 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ