Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 246/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης   246/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος – εναγόμενου: του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΔΙΟΙΚΗΣΗ 2ης ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ (ΔΥΠΕ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ)» που εδρεύει στον ………., οδός ………….. και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Γεωργίου (ΑΜ ………….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Της εφεσίβλητης – ενάγουσας: της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……….» που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη, οδός ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Λάμπρο Αλεξίου (ΑΜ ………. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 10.11.2018 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2018 και ειδικό ……/2018 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 776/2021 οριστική απόφασή του έκανε δεκτή την αγωγή. Το εκκαλούν – εναγόμενο προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 01.11.2021 έφεσή του που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../01.11.2021 και ειδικό ……/01.11.2021, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../01.11.2021 και ειδικό ……./01.11.2021, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος – εναγόμενου δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης – ενάγουσας αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 776/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία έγινε δεκτή η από 10.11.2018 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2018 και ειδικό …../2018 αγωγή της εφεσίβλητης – ενάγουσας, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στο εκκαλούν – εναγόμενο την 08.10.2021 (βλ. τη σχετική από 08.10.2021 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή ……… επί του προσκομιζόμενου αντιγράφου της υπ’ αριθ. 776/2021 απόφασης), η δε κρινόμενη από 01.11.2021 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ήτοι την 01.11.2021, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …./01.11.2021 και ειδικό ……./01.11.2021 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης δεν απαιτείται η καταβολή του προβλεπόμενου στο άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ παραβόλου, αφού το εκκαλούν νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής κάθε τέλους και παραβόλου για την άσκηση ενδίκου μέσου, σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 του Καν.Δ/τος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 “Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου”, του οποίου η εφαρμογή έχει επεκταθεί και επί νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως το εκκαλούν, και σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 4 του Ν. 2579/1998 και το άρθρο 19 παρ. 1 του Ν. 1846/1951 (βλ. ΑΠ 713/2018 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠατρ 344/2022 ΝΟΜΟΣ).

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρ­θρων 68 και 520 του ΚΠολΔ, έννομο συμφέ­ρον πρέπει να υπάρχει και για τον λόγο έφεσης, δηλαδή ο λόγος να είναι λυσιτε­λής, ώστε η παραδοχή του να οδηγεί στην εν όλω ή εν μέρει εξαφάνιση της εκκαλουμένης (ΑΠ 558/1990 ΕΕΝ 1991. 121). Κατά συνέπεια δεν είναι παραδεκτός ο λό­γος έφεσης με τον οποίο ο διάδικος που ηττήθηκε παραπονείται για ελλείψεις της αιτιολογίας ή για ανεπαρκείς αιτιολογίες της εκκαλουμένης απόφασης, χωρίς να ισχυρίζεται ότι από το επικαλού­μενο και μόνο αυτό σφάλμα το δικαστήριο κατέληξε σε εσφαλμένο αιτιολογικό και διατακτικό (ΜονΕφΑθ 4613/2019 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΛαρ 33/2015 Δικογραφία 2015. 565, ΕφΛαρ 766/2002 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1094/1989 ΕλλΔνη 1992. 899, ΕφΑθ 7827/1987 ΕΔΠ 1987. 265).

Η ενάγουσα στην από 10.11.2018 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2018 και ειδικό …./2018 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι κατόπιν των υπ’ αριθ. …./12.10.2017, …./12.10.2017, …./21.11.2017, ……/10.01.2018, …./03.05.2018 και …../29.03.2018 αποφάσεων της Διοικούσας Επιτροπής του εναγόμενου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΔΙΟΙΚΗΣΗ 2ης ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ (ΔΥΠΕ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ)», εγκρίθηκε η απευθείας ανάθεση της παροχής των υπηρεσιών ασφάλειας – φύλαξης των αναφερόμενων στην αγωγή κτιρίων – υγειονομικών μονάδων που εποπτεύονται και ελέγχονται από το εναγόμενο, στην εναγόμενη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………….», ότι ακολούθως καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων οι από 20.10.2017, 24.10.2017, 28.11.2017, 24.01.2018, 18.05.2018 και 11.04.2018, αντίστοιχα, συμβάσεις δυνάμει των οποίων η εναγόμενη ανέλαβε την παροχή των προαναφερόμενων υπηρεσιών, έναντι συμφωνηθεισών αμοιβών ύψους 17.732,00 ευρώ, 18.228,00 ευρώ, 22.329,25 ευρώ, 24.304,00 ευρώ, 18.043,83 ευρώ και 11.804,68 ευρώ, αντίστοιχα, και σύμφωνα με τους αναφερόμενους στην αγωγή όρους ως προς τη διάρκεια και τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών, ότι μολονότι η ίδια εκπλήρωσε προσηκόντως τις απορρέουσες από τις εν λόγω συμβάσεις υποχρεώσεις της, παρέχοντας τις συμφωνηθείσες υπηρεσίες, τις οποίες αποδέχθηκε το εναγόμενο ανεπιφύλακτα, εντούτοις αρνήθηκε να της καταβάλει τις συμφωνηθείσες ως άνω αμοιβές της, συνολικού ποσού 112.441,75 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α., παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της. Με βάση αυτό το ιστορικό, ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει το ποσό των 112.441,75 ευρώ, κυρίως μεν με βάση τις καταρτισθείσες μεταξύ των διαδίκων συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, επικουρικώς δε με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, σε περίπτωση που κριθούν άκυρες οι εν λόγω συμβάσεις, διότι το εναγόμενο κατέστη πλουσιότερο σε βάρος της δικής της περιουσίας, αποδεχόμενο τις παρασχεθείσες υπηρεσίες, για τις οποίες θα είχε καταβάλει ισόποσες αμοιβές σε τρίτους για την παροχή των ίδιων υπηρεσιών, το ανωτέρω δε ποσό νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί το εναγόμενο στη δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 776/2021 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή νόμω αβάσιμη ως προς την κύρια βάση της, λόγω της ακυρότητας των επίδικων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, διότι, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, καταρτίσθηκαν χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της διάταξης του άρθρου 118 του Ν. 4412/2016, έκρινε αυτή ορισμένη και νόμιμη ως προς την επικουρική βάση της, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 346, 904 επ. του ΑΚ, 176, 191 παρ. 2, 907, 908 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και στη συνέχεια έκανε αυτή δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 112.441,75 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το εκκαλούν – εναγόμενο με την κρινόμενη από 01.11.2021 έφεσή του για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, και ειδικότερα αφενός με τον τρίτο λόγο της έφεσης για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ανεπαρκείς αιτιολογίες της εκκαλουμένης απόφασης, επικαλούμενο ότι «δεν αιτιολογεί τον τρόπο που καταλήγει στο διατακτικό της απόφασης σε σχέση με το ιστορικό της και ως εκ τούτου και για τον λόγο αυτόν η προσβαλλόμενη εκκλητέα κατέστη», αφετέρου με τον πρώτο λόγο και τον δεύτερο λόγο της έφεσης για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου ως προς την επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, που έπρεπε να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη και αόριστη. Σημειώτεον ότι πρέπει να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα του πρώτου και του δεύτερου των λόγων της έφεσης, πλην του τρίτου λόγου, ο οποίος προβάλλεται αλυσιτελώς, και ως εκ τούτου είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, διότι και αν ακόμη γινόταν δεκτός, δεν θα οδηγούσε σε διαφορετικό από την εκκαλουμένη διατακτικό, αλλά μόνο στην αντικατάσταση ή συμπλήρωση των αιτιολογιών της, κατ’ άρθρο 534 του ΚΠολΔ, αφού το εκκαλούν δεν επικαλείται ότι από το επικαλούμενο και μόνο αυτό σφάλμα, ήτοι την κακή εκτίμηση των αποδείξεων και τις ανεπαρκείς αιτιολογίες της εκκαλουμένης απόφασης, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατέληξε σε εσφαλμένο αιτιολογικό και δι­ατακτικό.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 118 παρ. 1 έως 4 του Ν. 4412/2016 «Δημόσιες Συμβάσεις Έργων Προμηθειών και Υπηρεσιών Οδηγίες 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ», ως ίσχυε μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 47 παρ. 4 του Ν. 4472/2017, ορίζεται σχετικά με την δυνατότητα των φορέων του Δημοσίου να προβαίνουν σε απευθείας αναθέσεις έργων και προμηθειών ότι «1. Προσφυγή στη διαδικασία της απευθείας ανάθεσης επιτρέπεται όταν η εκτιμώμενη αξία της σύμβασης, χωρίς ΦΠΑ, είναι ίση ή κατώτερη από το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000,00) ευρώ. 2. Η απευθείας ανάθεση διενεργείται από τις αρμόδιες υπηρεσίες της αναθέτουσας αρχής, χωρίς να απαιτείται η συγκρότηση συλλογικού οργάνου για το σκοπό αυτόν. 3. Μετά την έκδοση της απόφασης απευθείας ανάθεσης, η αναθέτουσα αρχή δημοσιεύει αυτή στο ΚΗΜΔΗΣ, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 38, με την επιφύλαξη του άρθρου 379 παράγραφος 3. Η απόφαση ανάθεσης περιέχει κατ’ ελάχιστο: α) την επωνυμία και τα στοιχεία επικοινωνίας της αναθέτουσας αρχής, β) περιγραφή του αντικειμένου της σύμβασης και της αξίας της, γ) όνομα και στοιχεία επικοινωνίας του οικονομικού φορέα στον οποίο ανατίθεται η σύμβαση, δ) κάθε άλλη πληροφορία που η αναθέτουσα αρχή κρίνει απαραίτητη. 4. Αν παραβιασθεί η υποχρέωση της παρ. 3, η σύμβαση είναι αυτοδίκαια άκυρη». Ως «αναθέτουσα αρχή» νοούνται το κράτος, οι αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης, οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου ή οι ενώσεις μιας ή περισσότερων από αυτές τις αρχές ή ενός ή περισσότερων από αυτούς τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου και οι αναθέτουσες αρχές κατά την έννοια του άρθρου 223 του Ν. 4412/2016 (άρθρο 2 του Ν. 4412/2016). Κατά δε το άρθρο 1 του Ν. 2286/1995, ο οποίος καταργήθηκε με το άρθρο 377 παρ. 1 περ. 53 του Ν. 4412/2016, οι συμβάσεις από επαχθή αιτία για την προμήθεια αγαθών που ενεργούνται από φορείς του δημόσιου τομέα, στον οποίο περιλαμβάνονται και τα Ν.Π.Δ.Δ., οφείλουν να καταρτίζονται εγγράφως, η δε διαδικασία τους ρυθμίζεται ήδη από το Ν. 4412/2016 που αντικατέστησε το π.δ. 118/2007, που είχε αντικαταστήσει το π.δ. 394/1996. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 41 του Ν.Δ. 496/1974 “περί Κωδικός Λογιστικού των Ν.Π.Δ.Δ.” κάθε σύμβαση για λογαριασμό Ν.Π.Δ.Δ., που έχει αντικείμενο άνω των 10.000 δραχμών [και ήδη κατά την υπ’ αριθ. 2/59649/0026/2001 Απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών (ΦΕΚ Β’ Τ427/2001) 2.500,00 ευρώ] ή δημιουργεί υποχρεώσεις διάρκειας, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, υποβάλλεται στον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, η πρόταση, όμως, για την κατάρτιση της σύμβασης και η αποδοχή της μπορούν να γίνουν και με χωριστά έγγραφα, αίρεται δε η ακυρότητα που προκαλείται από την έλλειψη έγγραφης αποδοχής, αν εκπληρωθεί η σύμβαση. Από τις διατάξεις αυτές, που αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση του γενικότερου συμφέροντος και συνεπώς δεν είναι αντίθετες προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 20 παρ.1 του Συντάγματος ούτε προς αυτές του άρθρου 1 παρ. 1 του από 20.3.1952 Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. (ΑΠ 1372/2012 ΝΟΜΟΣ), συνάγεται, σε συνδυασμό και με τις αντίστοιχες διατάξεις του άρθρου 84 του Ν.Δ. 321/1969 «περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού», με τις διατάξεις του άρθρου 80 του μεταγενέστερου Ν. 2362/1995 «περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού» και ήδη του άρθρου 130 του Ν. 4274/2014, ότι ο τύπος του ιδιωτικού εγγράφου, που απαιτείται για τις καταρτιζόμενες για λογαριασμό Ν.Π.Δ.Δ. ή αναλόγως του Δημοσίου ως άνω συμβάσεις, είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός, γι’ αυτό και η έλλειψή του καθιστά κατά τα άρθρα 158 και 159 παρ. 1 του ΑΚ άκυρη τη σύμβαση, με συνέπεια να θεωρείται αυτή κατά το άρθρο 180 του ίδιου Κώδικα ως μη γενόμενη, αίρεται δε η ακυρότητα σε περίπτωση εκτέλεσης της σύμβασης, μόνον όταν για τη σύμβαση προηγήθηκε χωριστή έγγραφη πρόταση, χωρίς να επακολουθήσει και έγγραφη αποδοχή, όχι όμως και όταν δεν τηρήθηκε καθόλου ο έγγραφος τύπος για την πρόταση και την αποδοχή. Δηλαδή η παραπάνω ακυρότητα από τη μη τήρηση του τύπου καλύπτεται, σε περίπτωση εκτέλεσης της σύμβασης, εφόσον όμως είχε προηγηθεί έγγραφη πρόταση για την κατάρτισή της, χωρίς να επακολουθήσει και έγγραφη αποδοχή, όχι όμως και όταν δεν τηρήθηκε καθόλου τύπος για την πρόταση, η οποία, επειδή είναι μονομερής και απευθυντέα σε τρίτον δήλωση βούλησης και αποτελεί ουσιώδες, κατά το άρθρο 192 του ΑΚ, στοιχείο της σύμβασης, πρέπει να είναι πλήρης κατά περιεχόμενο και ορισμένη, οπότε δεν καταρτίζεται σύμβαση, αφού δεν νοείται αποδοχή χωρίς πρόταση. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι για τη σύναψη σύμβασης για τη διενέργεια απευθείας προμήθειας, στην περίπτωση που η αξία της είναι ανώτερη του ποσού των 2.500,00 ευρώ, πρέπει να περιβληθεί τον συστατικό τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, ενώ αν η αξία είναι ανώτερη του ποσού των 20.000,00 ευρώ τότε θα πρέπει να ακολουθηθεί η διαδικασία που ορίζεται στο νόμο και η διενέργεια διαγωνισμού και προσφορών, όπως η διαδικασία αυτή διαφοροποιείται αναλόγως του ύψους της σύμβασης (άρθρα 5 έως 117 του Ν. 4412/2016). Στην περίπτωση δε της μη τήρησης του τύπου, που επιβάλλεται από το νόμο, η σύμβαση είναι άκυρη. Σε περίπτωση δε άκυρης σύμβασης, τα συμβαλλόμενα μέρη δεν μπορούν να προβάλλουν αξιώσεις στηριζόμενες στη σύμβαση, αλλά μόνο στις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού κατ’ άρθρο 904 του ΑΚ, δεδομένου ότι ο κανόνας του εν λόγω άρθρου έχει εφαρμογή και επί του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ, αφού υπέρ αυτών δεν καθιερώνεται εξαίρεση με την διάταξη αυτή ή άλλη. Την ακυρότητα από την έλλειψη του τύπου μπορεί να προτείνει και αυτός που, ενώ γνώριζε ότι απαιτείται τύπος, προέβη στη σύναψη παράτυπης σύμβασης, αλλά και το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτήν αυτεπάγγελτα, διότι οι διατάξεις περί τύπου είναι δημόσιας τάξης. Επομένως, η σύμβαση που συνάπτει ένα Ν.Π.Δ.Δ. για την ανάθεση ή εκτέλεση εργασίας ή για τη διενέργεια προμήθειας, σε κάθε περίπτωση, δηλαδή είτε κατόπιν διαγωνισμού, είτε απευθείας μετά από πρόχειρο διαγωνισμό ή και χωρίς διαγωνισμό, πρέπει να περιβληθεί το (συστατικό) τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, η μη τήρηση του οποίου επιφέρει την κατά τα ανωτέρω απόλυτη ακυρότητα της σύμβασης (ΑΠ 1492/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 430/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1135/2010 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2941/2008 ΕλλΔνη 2008. 1106). Εξάλλου, σε περίπτωση άκυρης σύμβασης, η παροχή που τυχόν έγινε σε εκτέλεση της σύμβασης και παρά την ακυρότητά της, είναι παροχή χωρίς νόμιμη αιτία και μπορεί να αναζητηθεί αυτούσια (η παροχή) ή αναλόγως η αντίστοιχη ωφέλεια που επήλθε στο άλλο μέρος, κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Κατά δε το άρθρο 904 του ΑΚ “Όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή πα­ροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη”, αχρεώστητη δε είναι η παροχή που επέρχεται χωρίς δόση ανταλλάγματος α­πό το λήπτη, ήτοι αυτή που δεν μπορεί να στηριχθεί σε ισχυρή σύμβαση, δι­καιολογούσα τον πλουτισμό, ούτε σε νόμιμη υποχρέωση. Κατά την άνω διά­ταξη, προϋποθέσεις αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι α) ο πλουτι­σμός του υπόχρεου, β) η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και δ) η έλλειψη νόμιμης αιτίας. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, εκτός των άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή­ ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξίωσης από την αιτία. Επομένως, αυτό που δόθηκε προς εκπλήρωση υποχρέωσης, η οποία έχει αναληφθεί με σύμβαση, δεν δόθηκε χωρίς αιτία, και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αναζητηθεί κατά τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Η σύμβαση αποτελεί νόμιμη αιτία κατά το άρθρο 361 του ΑΚ, και εφόσον αυτή είναι ισχυρή, κάθε συμβαλλόμενος μπορεί να απαιτήσει τα δικαιώματά του από τη σύμβαση. Αξίωση κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού προς αναζήτηση των παροχών, που τυχόν καταβλήθηκαν, μπορεί να ασκηθεί, εάν η σύμβαση είναι άκυρη ή ανίσχυρη ή εάν ανατραπούν τα δικαιοπρακτικά της αποτελέσματα για οποιαδήποτε λόγο (ΑΠ 734/2011 ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2012.61, ΑΠ 680/2011, ΑΠ 305/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1468/2010 ΕΦΑΔ 2011.100, ΕφΛαμ 22/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε δε περίπτωση, στοιχεία της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, που πρέ­πει να εκτίθενται στο δικόγραφό της κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ για να είναι ορισμένη, είναι η ύπαρξη περιουσιακής ωφέλειας σε κάποιο πρόσωπο, η αιτία για την οποία αυτή επήλθε και η ανυπαρξία ή το ελάττωμα της αιτίας, που καθιστά τη διατήρηση του πλουτισμού αδικαιολόγητη (ΑΠ 1664/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 791/2012 ΧΡΙΔ 2012. 733, ΜονΕφΛαρ 260/2019 ΝΟΜΟΣ). Από την ίδια διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ προκύπτει ότι η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού, τόσο από ουσιαστική όσο και από δικονομική άποψη, είναι επιβοηθητικής φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά, διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς), κατ’ άρθρο 219 του ΚΠολΔ, της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία. Έτσι, λόγω του επιβοηθητικού χαρακτήρα της ως άνω α­γωγής, αν αυτή στηρίζεται στα ίδια περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι νομικά αβάσιμη, τούτο δε διότι, ε­φόσον υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία, ο ενάγων δύναται να θεμελιώσει τις αξιώσεις του σε αυτές και δεν μπορεί να προσφύγει στην επικουρική βά­ση του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Όταν, όμως, η εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού αξίωση ασκείται υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, αρκεί για την νο­μική πληρότητα της άνω επικουρικής βάσης να γίνεται απλή επίκληση των προαναφερθεισών τεσσάρων (με στοιχεία α’ έως δ’) προϋποθέσεων για τη θεμελίωση της αντίστοιχης αξίωσης στη διάταξη του άρθρου 904 εδ. α’ του ΑΚ, δηλαδή ότι μεσολάβησε παροχή (καταβολή) εκ μέρους του ενάγοντος για την εκπλήρωση οφειλής (αιτίας) ανύπαρκτης, χωρίς να είναι αναγκαία στη δικονομικώς αυτή ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσης της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό η επίκληση εκ μέρους του ενάγοντος των προϋποθέσεων ανυπαρξίας των με την κύρια βάση της αγωγής ασκουμένων αξιώσεων από σύμβαση ή αδικοπραξία, αφού αυτές οι προϋποθέσεις θα διαγνωσθούν δικαστικά στην ίδια δίκη και θα είναι δεδομένες κατά την επακολουθούσα εξέταση της επικουρικής βάσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισ­μό, πλην όμως είναι αναγκαία στην περίπτωση αυτή η απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης ή της ανυπαρξίας των με την κυρία αγωγική βάση ασκούμενων αξιώσεων από αδικοπραξία (ΟλΑΠ 22/2003 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1325/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1480/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1450/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 170/2016 ΝΟ­ΜΟΣ, ΑΠ 2019/2007 ΕΕργΔ 2009. 255). Στην προκειμένη περίπτωση, το εκκαλούν – εναγόμενο με τον πρώτο λόγο και τον δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσής του επαναφέρει τον παραδεκτώς προταθέντα πρωτοδίκως ισχυρισμό του περί νομικής αβασιμότητας και περί αοριστίας της επικουρικής βάσης της ένδικης αγωγής, επικαλούμενο ότι η επικουρική βάση της αγωγής που επιχειρείται να θεμελιωθεί στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, είναι αφενός νόμω αβάσιμη, διότι στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίζεται και η κύρια βάση αυτής από τις καταρτισθείσες μεταξύ των διαδίκων συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, χωρίς να αναφέρεται ότι συντρέχει κάποιος λόγος ακυρότητας των ενδίκων συμβάσεων, αφετέρου αόριστη, διότι δεν αναγράφονται στο δικόγραφό της τα απαιτούμενα στοιχεία, και ειδικότερα ότι η ενάγουσα παρείχε τις συμφωνηθείσες υπηρεσίες, τις αμοιβές αυτής που συμφωνήθηκαν για κάθε σύμβαση και τα έξοδα στα οποία αυτή υποβλήθηκε για την παροχή των συμφωνηθεισών υπηρεσιών. Εντούτοις, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η ένδικη αγωγή κατά την επικουρική βάση της είναι πλήρως ορισμένη, αφού περιέχει όλα τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία για τη θεμελίωση της αξίωσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού, η οποία ασκείται υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής που στηρίζεται στις καταρτισθείσες μεταξύ των διαδίκων συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, και ως εκ τούτου αρκεί, για την πληρότητα της επικουρικής βάσης κατ’ άρθρο 904 του ΑΚ, να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας των επίδικων συμβάσεων που καταρτίσθηκαν με απευθείας ανάθεση και χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της διάταξης του άρθρου 118 παρ. 1 έως 4 του Ν. 4412/2016, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι, στους οποίους οφείλεται αυτή η ακυρότητα, στην προκειμένη δε περίπτωση γίνεται επίκληση στο αγωγικό δικόγραφο της ακυρότητας των συναφθέντων μεταξύ των διαδίκων από 20.10.2017, 24.10.2017, 28.11.2017, 24.01.2018, 18.05.2018 και 11.04.2018, αντίστοιχα, συμβάσεων, δυνάμει των οποίων η ενάγουσα ανέλαβε την παροχή των υπηρεσιών ασφάλειας – φύλαξης των αναφερόμενων στην αγωγή κτιρίων – υγειονομικών μονάδων που εποπτεύονται και ελέγχονται από το εναγόμενο, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΔΙΟΙΚΗΣΗ 2ης ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ (ΔΥΠΕ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ)», έναντι συμφωνηθεισών αμοιβών ύψους 17.732,00 ευρώ, 18.228,00 ευρώ, 22.329,25 ευρώ, 24.304,00 ευρώ, 18.043,83 ευρώ και 11.804,68 ευρώ, αντίστοιχα. Επιπλέον εκτίθενται στην αγωγή με πληρότητα και σαφήνεια, ο πλουτι­σμός του υπόχρεου εναγόμενου συνολικού ύψους 112.441,75 ευρώ, η επέλευση αυτού του πλουτισμού από την περιουσία της ενάγουσας, η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του πλουτισμού και της ζημίας, καθώς και η έλλειψη νόμιμης αιτίας, ήτοι η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη εναγόμενου, αφού, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, αυτό κατέστη πλουσιότερο σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας σε εκπλήρωση άκυρων συμβάσεων, λόγω μη τήρησης των οριζόμενων στη διάταξη του άρθρου 118 του Ν. 4412/2016 σχετικά με τη δυνατότητα των φορέων του Δημοσίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, να προβαίνουν σε απευθείας αναθέσεις έργων και προμηθειών. Εξάλλου, η επικουρική βάση της αγωγής είναι νόμιμη, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, δεδομένου ότι στην προκειμένη περίπτωση, λόγω της ακυρότητας των επίδικων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, που καταρτίσθηκαν χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων της διάταξης του άρθρου 118 του Ν. 4412/2016, οι παροχές που έγιναν από την ενάγουσα σε εκτέλεση αυτών των συμβάσεων, και παρά την ακυρότητά τους, είναι παροχές χωρίς νόμιμη αιτία και μπορεί να αναζητηθεί η αντίστοιχη ωφέλεια που επήλθε στο εναγόμενο, κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια για όλα τα ανωτέρω, κρίνοντας την αγωγή ορισμένη και νόμιμη ως προς την επικουρική βάση της, έστω και με ελλιπή αιτιολογία που συμπληρώνεται από την αιτιολογία της παρούσας (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), δεν έσφαλε, αλλά ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του εκκαλούντος – εναγόμενου που διαλαμβάνονται στον πρώτο και στον δεύτερο λόγο της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η από 01.11.2021 έφεση κατ’ ουσίαν, τα δε δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης – ενάγουσας, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος – εναγόμενου, λόγω της ήττας του (άρθρα 176 και 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 01.11.2021 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 776/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.

Επιβάλει σε βάρος του εκκαλούντος – εναγόμενου, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης – ενάγουσας, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 5.5.2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ