Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 248/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  248/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

(Α) Της εκκαλούσας – εναγόμενης: ……….. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Ανδρέου (ΑΜ ……. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Του εφεσίβλητου – ενάγοντος: …….., ο οποίος εμφανίσθηκε στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Παπακωνσταντόπουλο (ΑΜ ……. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

(Β) Του εκκαλούντος – ενάγοντος: ……….., ο οποίος εμφανίσθηκε στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Παπακωνσταντόπουλο (ΑΜ ……. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Της εφεσίβλητης – εναγόμενης: ………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Ανδρέου (ΑΜ …….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 29.01.2020 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2020 και ειδικό …/2020 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1003/2021 οριστική απόφασή του, αφού δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσβάλλουν: (Α) η εναγόμενη με την από 15.07.2021 έφεσή της που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/16.07.2021 και ειδικό …./16.07.2021 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό ../26.10.2021 και ειδικό …/26.10.2021, για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο και (Β) ο ενάγων με την από 15.07.2021 έφεσή του που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό ……/16.07.2021 και ειδικό …../16.07.2021 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./26.10.2021 και ειδικό …../26.10.2021, για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας – εφεσίβλητης – εναγόμενης δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος – εφεσίβλητου – ενάγοντος αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη διάταξη του άρθρου 246 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, σε κάθε στάση της δίκης, μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων εκκρεμών ενώπιον του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων (βλ. ΑΠ 876/1996 ΕλλΔνη 1996. 1562, ΕφΑθ 2527/2009 ΕλλΔνη 2011. 200). Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εκκρεμούν οι από 15.07.2021, υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις, κατά της υπ’ αριθ. 1003/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, αφού στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης και αναφέρονται στο ίδιο βιοτικό συμβάν, και, επιπρόσθετα, διότι με αυτό τον τρόπο διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων κατ’ άρθρο 246 του ΚΠολΔ.

Οι ένδικες υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις κατά της υπ’ αριθ. 1003/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 29.01.2020 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2020 και ειδικό …./2020 αγωγή, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η μεν κρινόμενη υπό στοιχείο Α’ από 15.07.2021 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 16.07.2021, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …../16.07.2021 και ειδικό …../16.07.2021 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, η δε κρινόμενη υπό στοιχείο Β’ από 15.07.2021 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 16.07.2021, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …../16.07.2021 και ειδικό …../16.07.2021, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 14.05.2021. Επομένως, πρέπει οι υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό των εφέσεων έχουν κατατεθεί από την εκκαλούσα – εναγόμενη και από τον εκκαλούντα – ενάγοντα τα παράβολα των 100,00 ευρώ, που προβλέπονται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.

Ο ενάγων στην από 29.01.2020 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2020 και ειδικό …../2020 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι με την εναγόμενη τέλεσε γάμο το έτος 2001, από τον οποίο απέκτησαν έξι τέκνα, ότι η έγγαμη συμβίωσή τους διακόπηκε τον Μάρτιο του έτους 2019 με την αποχώρηση της εναγόμενης από την οικογενειακή τους στέγη στον Πειραιά επί της οδού ……………, ότι κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης τους, τον Ιανουάριο του έτους 2005, καταρτίσθηκε ατύπως (προφορικά) μεταξύ τους σύμβαση άτοκου δανείου, σε εκτέλεση της οποίας μεταβίβασε τμηματικά προς την εναγόμενη κατά κυριότητα, το συνολικό ποσό των 87.360,00 ευρώ, προκειμένου να εξοφληθούν από την τελευταία οι μηνιαίες δόσεις δύο δανειακών συμβάσεων που είχε συνάψει ο πατέρας της ……………. με την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……………..», υπέρ του οποίου είχε εγγυηθεί η εναγόμενη, ευθυνόμενη εις ολόκληρον με τον πρωτοφειλέτη, και συγκεκριμένα 168 μηνιαίες δόσεις από τον Ιανουάριο του έτους 2005 έως τον Δεκέμβριο του έτους 2018, ύψους 330,00 ευρώ η καθεμία για την πρώτη δανειακή σύμβαση ποσού 95.040,00 ευρώ και ύψους 190,00 ευρώ η καθεμία για την δεύτερη δανειακή σύμβαση ποσού 54.720,00 ευρώ, ότι η εναγόμενη ανέλαβε την υποχρέωση να του αποδώσει το εν λόγω ποσό εντός έτους από την καταβολή των τελευταίων μηνιαίων δόσεων τον Δεκέμβριο του έτους 2018, ήτοι τον Δεκέμβριο του έτους 2019, ότι λόγω της συζυγικής μεταξύ τους σχέσης, υπήρχε ηθική αδυναμία από μέρους του για την απόκτηση έγγραφης απόδειξης, αφού η εναγόμενη ήταν σύζυγός του και υπήρχε εμπιστοσύνη στις σχέσεις τους, με αποτέλεσμα η εκδήλωση επιθυμίας από μέρους του για λήψη έγγραφης απόδειξης να συνιστά δυσπιστία ικανή να διαταράξει τον έγγαμο βίο τους, ότι μετά την πάροδο του συμφωνηθέντος ως άνω χρόνου απόδοσης του δανείου, ζήτησε από την εναγόμενη την απόδοση του δανεισθέντος ως άνω ποσού, πλην όμως η τελευταία αρνήθηκε την επιστροφή του και αποχώρησε από την οικογενειακή τους στέγη τον Μάρτιο του έτους 2019. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε, κυρίως με βάση τις διατάξεις περί σύμβασης δανείου, επικουρικώς δε με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού η εναγόμενη κατέστη πλουσιότερη σε βάρος της δικής του περιουσίας, χωρίς νόμιμη αιτία, κατά το δανεισθέν ως άνω ποσό, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 87.360,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και να καταδικασθεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1003/2021 οριστική απόφασή του, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη κατά την κύρια βάση της, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 806-809, 345, 346 του ΑΚ και των άρθρων 176, 907-908 του ΚΠολΔ, και αφού έκρινε την αγωγή μη νόμιμη κατά την επιχειρούμενη να θεμελιωθεί στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού επικουρική βάση της, στη συνέχεια έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη κατά την κύρια βάση της και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 43.960,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται: (Α) η εκκαλούσα – εναγόμενη με την από 15.07.2021 έφεσή της και (Β) ο εκκαλών – ενάγων με την από 15.07.2021 έφεσή του, για τους περιεχόμενους στις εφέσεις λόγους, που ανάγονται σε κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της προκειμένου, η μεν εκκαλούσα – εναγόμενη της υπό στοιχείο Α’ από 15.07.2021 έφεσης να απορριφθεί η εναντίον της αγωγή, ο δε εκκαλών – ενάγων της υπό στοιχείο Β’ από 15.07.2021 έφεσης να γίνει δεκτή η αγωγή του στο σύνολό της.

Κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 361, 806-809 του ΑΚ και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ  προκύπτει ότι ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως δανείου, τα οποία πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής περί αποδόσεώς του για το ορισμένο αυτής, είναι α) μεταβίβαση της κυριότητος χρημάτων ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων από τον δανειστή στον οφειλέτη, με αποκλειστικό σκοπό την χρησιμοποίησή τους και μάλιστα την ανάλωσή τους από τον δεύτερο και β) συμφωνία των ανωτέρω περί αποδόσεως άλλων πραγμάτων της ιδίας ποιότητας και ποσότητας. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 807 του ΑΚ, αν δεν ορίσθηκε χρόνος για την απόδοση του δανείου, ούτε συνάγεται αυτός από τις περιστάσεις, το δάνειο αποδίδεται αφού περάσει ένας μήνας από την καταγγελία του δανειστή ή του οφειλέτη. Για το ορισμένο της αγωγής αποδόσεως του δανείου δεν απαιτείται να αναφέρεται σε αυτήν εάν το δάνειο είναι έντοκο ή άτοκο, ορισμένου ή αορίστου χρόνου (ΑΠ 402/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 992/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 847/2009 ΝΟΜΟΣ). Τα άνω στοιχεία και μόνο είναι αναγκαία για τη στήριξη της αγωγής προς απόδοση του δανείου. Ο σκοπός χρησιμοποιήσεως του δανείσματος και δη με εξουσία αναλώσεώς του από τον δανειζόμενο, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της έννοιας του δανείου, νοείται όμως γενικά και αφηρημένα και όχι ως ο σκοπός για τον οποίο ο δανειζόμενος στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται να χρησιμοποιήσει το δάνεισμα. Ο τελευταίος αυτός σκοπός, όχι μόνο δεν είναι ουσιώδες στοιχείο του δανείου αλλά, κατά κανόνα, δεν έχει καμία νομική σημασία (ΑΠ 1802/2007 ΝΟΜΟΣ). Δεν είναι δε αναγκαία στοιχεία της αγωγής αυτής: 1) ο χρόνος κατάρτισης της σύμβασης δανείου, εφόσον δεν εξαρτάται από αυτόν το αγωγικό δικαίωμα, 2) ο χρόνος απόδοσης των δανεισθέντων χρημάτων, αφού η επίδοση της αγωγής δείχνει πρόθεση να επιστραφεί το δάνειο και αποτελεί καταγγελία μετά παρέλευση μηνός από την οποία πρέπει να αποδοθεί αυτό, Ο τρόπος απόδοσης, ήτοι αν η απόδοση θα γίνει με ολοσχερή ή με τμηματικές καταβολές, αφού, δεδομένου ότι ο νόμος δεν διακρίνει, η απόδοση γίνεται εφάπαξ, 3) άλλα στοιχεία που αναφέρονται σε περιστάσεις που συνοδεύουν την κατάρτιση της σύμβασης δανείου, αλλά δεν αποτελούν αναγκαία στοιχεία αυτής, όπως ο χρόνος παράδοσης, το ποσό και άλλα στοιχεία τραπεζικών επιταγών που τυχόν παραδόθηκαν στον δανειστή προς εξασφάλισή του (ΑΠ 707/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 889/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 663/2010 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2253/2014 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 430/2016 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 393 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από την παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, δεν επιτρέπεται να αποδειχθούν με μάρτυρες, συμβάσεις ή συλλογικές πράξεις, καθώς και πρόσθετα σύμφωνα, προγενέστερα, σύγχρονα ή μεταγενέστερα δικαιοπραξίας που έχει συνταχθεί εγγράφως, όταν η αξία του αντικειμένου τους υπερβαίνει τα τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ, έστω και αν δεν είναι αντίθετα προς το περιεχόμενο εγγράφου. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 394 παρ. 1 περ. α’ του ίδιου Κώδικα, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από την παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, εξαιρετικά επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες, εάν υπάρχει αρχή έγγραφης απόδειξης που πηγάζει από έγγραφο που έχει αποδεικτική δύναμη. Για την ύπαρξη αρχής έγγραφης απόδειξης από έγγραφο απαιτείται αυτό να πιθανολογεί, δηλαδή να καθιστά πιθανό το αμφισβητούμενο γεγονός. Τούτο συμβαίνει, όταν από το έγγραφο δεν αποδεικνύεται πλήρως το αμφισβητούμενο γεγονός, αλλά αναφέρονται σε αυτό περιστατικά, από τα οποία με πιθανότητα μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα για την ύπαρξη του αμφισβητούμενου γεγονότος. Πότε δε το έγγραφο καθιστά πιθανό το αποδεικτέο γεγονός είναι ζήτημα πραγματικό. Αν το δικαστήριο, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά εκτίμηση του περιεχομένου του εγγράφου, κρίνει ότι υπάρχει πιθανολόγηση για το αποδεικτέο γεγονός δέχεται τη συνδρομή της αρχής έγγραφης απόδειξης και επιτρέπει βάσει αυτής τη μαρτυρική απόδειξη. Όταν υπάρχει αρχή έγγραφης απόδειξης από επικαλούμενο και νόμιμα προσκομιζόμενο έγγραφο, το δικαστήριο επιτρέπει τη μαρτυρική απόδειξη, έστω και αν δεν προταθεί από το διάδικο ότι το έγγραφο αυτό αποτελεί αρχή έγγραφης απόδειξης, καθόσον η αναγκαιότητα της πρότασης αυτής δεν προκύπτει από την πιο πάνω διάταξη, ούτε και από άλλη διάταξη (ΑΠ 230/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 219/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2253/2014 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 47/2021 ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον κατά τη διάταξη του άρθρου 394 παρ. 1 περ. β’ του ΚΠολΔ, εξαιρετικά επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες, εάν υπήρχε φυσική ή ηθική αδυναμία να αποκτηθεί έγγραφο. Ηθική αδυναμία κτήσεως εγγράφου υπάρχει, αν τα μέρη είχαν κατά τον χρόνο καταρτίσεως της συμβάσεως τόσο στενό δεσμό, ώστε σύμφωνα με τις κρατούσες στις συναλλαγές αντιλήψεις η αξίωση συντάξεως εγγράφου για την συγκεκριμένη σύμβαση θα παρίστατο αδικαιολόγητη ή θα ενείχε μη ανεκτή δυσπιστία. Ο δεσμός αυτός μπορεί να είναι στενή συγγένεια, μνηστεία, ερωτικός ή στενός φιλικός δεσμός (ΑΠ 2/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 346/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 402/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1383/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 17/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔυτΣτερΕλλ 34/2015 ΝΟΜΟΣ). Από τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 393 παρ. 1 και 394 παρ. 1 περ. β’ του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι επιτρέπεται το εμμάρτυρο μέσο προς απόδειξη σύμβασης δανείου, η αξία του αντικειμένου της οποίας υπερβαίνει το από το ως άνω άρθρο 393 παρ. 1 οριζόμενο ποσό, σε κάθε περίπτωση που υπάρχει ηθική αδυναμία για την απόκτηση αποδεικτικού εγγράφου. Η απόδειξη για το γεγονός από το οποίο μπορεί να προκύψει ηθική αδυναμία το οποίο (γεγονός) επικαλείται ο υπόχρεος σε απόδειξη, εφόσον αμφισβητηθεί, γίνεται και με μάρτυρες. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, εφόσον βεβαιώνει την ύπαρξη ηθικής αδυναμίας για την απόκτηση έγγραφης απόδειξης, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο για ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση των άνω δικονομικών διατάξεων (ΑΠ 866/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2/2015, ΑΠ 346/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1383/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1402/2008 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη κατά την κύρια βάση της, που θεμελιώνεται στην καταρτισθείσα μεταξύ των διαδίκων δανειακή σύμβαση, δυνάμει της οποίας ο ενάγων μεταβίβασε προς την εναγόμενη κατά κυριότητα το συνολικό ποσό των 87.360,00 ευρώ, δεδομένου ότι περιέχονται στο δικόγραφό της τα απαιτούμενα στοιχεία, σύμφωνα με τις εκτιθέμενες στη μείζονα σκέψη διατάξεις των άρθρων 806 και 807 του ΑΚ, και ειδικότερα αναφέρονται σ’ αυτήν η σύναψη της σύμβασης δανείου μεταξύ των διαδίκων με την παράδοση και την μεταβίβαση στην εναγόμενη κατά κυριότητα του συνολικού χρηματικού ποσού των 87.360,00 ευρώ, με τη συμφωνία να αποδοθεί αυτό εντός έτους από την καταβολή των τελευταίων μηνιαίων δόσεων των δύο δανειακών συμβάσεων, συναφθέντων μεταξύ του πατέρα της εναγόμενης ως πρωτοφειλέτη και της ίδιας ως εγγυήτριας, και της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………….» ως δανείστριας, τον Δεκέμβριο του έτους 2018, ήτοι τον Δεκέμβριο του έτους 2019, χωρίς να απαιτείται για την πληρότητα της αγωγής να αναφέρεται το ποσό της κάθε μηνιαίας δόσης των προαναφερόμενων δύο δανειακών συμβάσεων, προς διευκόλυνση της εξόφλησης των οποίων χορηγήθηκε στην εναγόμενη το δανεισθέν ως άνω ποσό των 87.360,00 ευρώ, αλλά αρκεί να εκτίθεται το συνολικό χρηματικό ποσό του δανείου. Επιπλέον δεν απαιτείται να εκτίθεται στην αγωγή, καθόσον δεν έχει νομική σημασία, ο ειδικότερος σκοπός για τον οποίο η δανειζόμενη – εναγόμενη επρόκειτο να χρησιμοποιήσει το δάνεισμα, ο οποίος δεν αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του δανείου, αλλά αντιθέτως αρκεί να εκτίθεται ο σκοπός χρησιμοποίησης του δανείσματος, και δη με εξουσία ανάλωσής του από την δανειζόμενη, ο οποίος νοείται γενικά και αφηρημένα. Επομένως, τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα – εναγόμενη με τον πρώτο λόγο της υπό στοιχείο Α’ έφεσης περί αοριστίας της αγωγής, λόγω μη αναφοράς των επιμέρους ποσών των μηνιαίων δόσεων των προαναφερόμενων δύο δανειακών συμβάσεων με την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………..», και λόγω αντιφατικότητας ως προς τον σκοπό χρησιμοποίησης του δανείσματος εκ μέρους της δανειζόμενης – εναγόμενης, εξαιτίας της επικαλούμενης οικονομικής αδυναμίας αυτής να εξοφλήσει τις μηνιαίες δόσεις των προαναφερόμενων δύο δανειακών συμβάσεων και της ταυτόχρονης ανάληψης από αυτήν της υποχρέωσης να αποδώσει εντός έτους το συνολικό ποσό του επίδικου δανείου ύψους 87.360,00 ευρώ, κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα.

Από την επανεκτίμηση της υπ’ αριθ. ………../21.09.2020 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του συμβολαιογράφου Αιγίου …….. του μάρτυρος ………….., η οποία λήφθηκε με επιμέλεια της εναγόμενης, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθ. …../16.09.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …….), των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό και με τα νέα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και λαμβάνονται υπόψη, αφού δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι κατά την παρ. 2 του άρθρου 529 του ΚΠολΔ λόγοι απόκρουσής τους, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο γάμο την 09.12.2001, από τον οποίο απέκτησαν έξι τέκνα, τον … που γεννήθηκε την 04.06.2002, την …. που γεννήθηκε την 23.07.2004, τον …. που γεννήθηκε την 18.08.2006, την … που γεννήθηκε την 30.01.2009, την ……. που γεννήθηκε την 29.07.2011 και την …. που γεννήθηκε την 14.02.2015. Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων διαταράχθηκε από το θέρος του έτους 2018 και διακόπηκε οριστικά τον Μάρτιο του έτους 2019, με την αποχώρηση της εναγόμενης από την οικογενειακή τους στέγη στον Πειραιά επί της οδού ……………. Έκτοτε ο ενάγων διαμένει με τα τέκνα των διαδίκων στην πρώην συζυγική οικία, ασκώντας την επιμέλεια του προσώπου τους, φροντίζοντας για την καλή ανατροφή, την διατροφή και την υγεία τους, ανταποκρινόμενος με επάρκεια στα γονικά του καθήκοντα, για τον λόγο δε αυτό ανατέθηκε αποκλειστικά στον ενάγοντα η άσκηση της επιμέλειας του προσώπου των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων, δυνάμει της προσκομιζόμενης υπ’ αριθ. 2710/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε ερήμην της εναγόμενης, κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η εναγόμενη από τον Απρίλιο του έτους 2001 έως και τον Δεκέμβριο του έτους 2002, εργαζόταν στην εταιρεία «……………..», θυγατρική εταιρεία της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………» (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. πρωτ. …./23.02.2007 από 26.02.2007 βεβαίωση του ΙΚΑ), ενώ από τον Ιανουάριο του έτους 2003 έως και τον Ιούλιο του έτους 2009 εργάσθηκε στην ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………..» (βλ. την προσκομιζόμενη από 27.07.2009 επιστολή παραίτησης προς την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………..»). Κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, η εναγόμενη έλαβε άδεια άνευ αποδοχών κατά τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο του έτους 2005, και κατά τους μήνες Μάιο, Ιούνιο και Αύγουστο του έτους 2007, λόγω ανατροφής του δεύτερου και του τρίτου τέκνου των διαδίκων, ενώ κατά τους υπόλοιπους μήνες είτε εργάσθηκε, είτε έλαβε άδεια λοχείας. Από τον Ιούλιο του έτους 2009 προσλήφθηκε στο Δημόσιο, από όπου έλαβε άδεια άνευ αποδοχών κατά το χρονικό διάστημα από την 01.01.2013 έως την 30.06.2014 και από τον Ιούλιο του έτους 2016 έως και τον Οκτώβριο του έτους 2019. Ο ενάγων κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2004 έως και το έτος 2018, εργάσθηκε στην ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……….», ενώ αποχώρησε με εθελουσία έξοδο λαμβάνοντας σχετική αποζημίωση ύψους 157.000,00 ευρώ, και έκτοτε παραμένει άνεργος (βλ. το προσκομιζόμενο από 05.02.2020 αποδεικτικό ανανέωσης δελτίου ανεργίας του ΟΑΕΔ). Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι δυνάμει της προσκομιζόμενης υπ’ αριθ. …../27.12.1993 σύμβασης δανείου μεταξύ του πατέρα της εναγόμενης .. ……… και της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», της οποίας διάδοχος κατέστη η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………..», χορηγήθηκε σ’ αυτόν τοκοχρεωλυτικό δάνειο ποσού 10.000.000 δρχ ή 29.347,02 ευρώ, εξοφλητέο σε 288 ισόποσες, μηνιαίες δόσεις, καταβλητέες με ισόποσες κρατήσεις από το μηνιαίο μισθό του οφειλέτη, που ήταν υπάλληλος της δανείστριας Τράπεζας, για την αγορά ενός διαμερίσματος του πρώτου ορόφου, επιφάνειας 47,90 τ.μ. της πολυκατοικίας που βρίσκεται στον Πειραιά επί της οδού ………….. Επιπλέον, δυνάμει του προσκομιζόμενου υπ’ αριθ. πρωτ. ……/31.12.1998 εγκριτικού σημειώματος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», της οποίας διάδοχος κατέστη η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………………..», αποφασίσθηκε η χορήγηση στον πατέρα της εναγόμενης δανείου ποσού 14.000.000 δραχμών ή 41.085,84 ευρώ πλέον εξόδων, εξοφλητέο σε 180 ισόποσες, μηνιαίες δόσεις, για την αγορά ενός διαμερίσματος του τετάρτου ορόφου, επιφάνειας 96,50 τ.μ. της πολυκατοικίας που βρίσκεται στον Πειραιά επί της οδού ……………, ενώ σύμφωνα με τον προσκομιζόμενο από 01.10.2004 πίνακα πληρωμών και απόσβεσης δανείου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………..», το εν λόγω δάνειο ποσού 43.238,00 ευρώ ήταν εξοφλητέο σε μηνιαίες δόσεις ύψους 335,55 ευρώ. Εξάλλου, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η εναγόμενη είχε συμβληθεί ως εγγυήτρια στις ανωτέρω δανειακές συμβάσεις, ευθυνόμενη εις ολόκληρον με τον πρωτοφειλέτη πατέρα της και ότι αυτός είχε καταστεί υπερήμερος ως προς την καταβολή των μηνιαίων δόσεων των δανείων, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει με επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης εκ μέρους της δανείστριας Τράπεζας σε βάρος των προαναφερόμενων ακινήτων του. Αντιθέτως αποδείχθηκε ότι ο πατέρας της εναγόμενης εργαζόταν ως υπάλληλος στην ανωτέρω Τράπεζα μέχρι και την 31.12.2003 που συνταξιοδοτήθηκε (βλ. την προσκομιζόμενη από 27.01.2004 βεβαίωση εργοδότη που εξέδωσε η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………………») και ότι ήταν ενήμερος ως προς την καταβολή των μηνιαίων δόσεων των δανειακών συμβάσεων. Επιπλέον, την 22.04.2013 εξοφλήθηκε ολοσχερώς το οφειλόμενο ποσό της ανωτέρω υπ’ αριθ. ……/27.12.1993 σύμβασης δανείου, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη κίνηση του τηρούμενου στο όνομα του πατέρα της εναγόμενης, αλλά και της εναγόμενης, υπ’ αριθ. …………… κοινού λογαριασμού της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………..». Αποδείχθηκε επίσης ότι τον Οκτώβριο του έτους 2004, ο πατέρας της εναγόμενης παραχώρησε σ’ αυτήν τη χρήση του ανωτέρω διαμερίσματος του τετάρτου ορόφου, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως οικογενειακή στέγη, η δε εναγόμενη ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει τις μηνιαίες δόσεις των ανωτέρω δανειακών συμβάσεων, ύψους 330,00 και 190,00 ευρώ περίπου, από τον Ιανουάριο του έτους 2005 και εντεύθεν. Ακολούθως, η εναγόμενη κατέβαλε τις εν λόγω δόσεις μέχρι και τον Δεκέμβριο του έτους 2006 (βλ. την προσκομιζόμενη κίνηση του τηρούμενου στο όνομα της εναγόμενης, υπ’ αριθ. …………… λογαριασμού της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………….»), καθώς μετά τη γέννηση του τρίτου τέκνου των διαδίκων τον Αύγουστο του έτους 2006, ο πατέρας της εναγόμενης, προκειμένου να την ενισχύσει οικονομικά, ανέλαβε ο ίδιος την καταβολή των δόσεων των ανωτέρω δανειακών συμβάσεων από τον Ιανουάριο του έτους 2007 μέχρι και τον Φεβρουάριο του έτους 2010, οπότε, λόγω της περικοπής της καταβαλλόμενης σ’ αυτόν σύνταξης, δυσκολευόταν να ανταποκριθεί στην καταβολή των εν λόγω δόσεων. Έτσι, από τον Μάρτιο του έτους 2010 μέχρι και τον Μάρτιο του έτους 2012, η εναγόμενη κατέβαλε τις μηνιαίες δόσεις του δανείου ύψους 200,00 ευρώ, από τον Απρίλιο του έτους 2012 μέχρι τον Απρίλιο του έτους 2013, που εξοφλήθηκε ολοσχερώς η υπ’ αριθ. 991/27.12.1993 σύμβαση δανείου, κατά τα προαναφερθέντα, η εναγόμενη κατέβαλε τις μηνιαίες δόσεις του δανείου ύψους 510,00 ευρώ, ενώ από τον Μάιο του έτους 2013 μέχρι και τον Δεκέμβριο του έτους 2018, η εναγόμενη κατέβαλε τις μηνιαίες δόσεις του δανείου ύψους 190,00 ευρώ, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη κίνηση του τηρούμενου στο όνομα της εναγόμενης, υπ’ αριθ. …………. λογαριασμού της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….». Εξάλλου, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι τον Ιανουάριο του έτους 2005, καταρτίσθηκε ατύπως (προφορικά) μεταξύ των διαδίκων σύμβαση άτοκου δανείου, σε εκτέλεση της οποίας ο ενάγων μεταβίβασε τμηματικά προς την εναγόμενη κατά κυριότητα, το συνολικό ποσό των 87.360,00 ευρώ, προκειμένου να εξοφληθούν από την τελευταία οι μηνιαίες δόσεις των ανωτέρω δύο δανειακών συμβάσεων, και συγκεκριμένα 168 μηνιαίες δόσεις από τον Ιανουάριο του έτους 2005 έως τον Δεκέμβριο του έτους 2018, ύψους 330,00 ευρώ η καθεμία για την πρώτη δανειακή σύμβαση ποσού 95.040,00 ευρώ και ύψους 190,00 ευρώ η καθεμία για την δεύτερη δανειακή σύμβαση ποσού 54.720,00 ευρώ. Άλλωστε, ουδόλως αποδείχθηκε ότι η οφειλή από τις ανωτέρω δανειακές συμβάσεις με αντισυμβαλλόμενο – οφειλέτη τον πατέρα της εναγόμενης ανήλθε στο επικαλούμενο από τον ενάγοντα συνολικό ποσό των 87.360,00 ευρώ, αλλά αντιθέτως αυτή ανήλθε στο συνολικό ποσό των 72.585,02 ευρώ, ήτοι στα ποσά των 29.347,02 ευρώ και των 43.238,00 ευρώ, αντίστοιχα, κατά τα προαναφερθέντα. Επιπλέον αποδείχθηκε ότι η πρώτη δανειακή σύμβαση υπ’ αριθ. ……/27.12.1993, είχε εξοφληθεί ολοσχερώς ήδη από τον Απρίλιο του έτους 2013, και ως εκ τούτου δεν υφίσταντο οφειλόμενες δόσεις έως και τον Δεκέμβριο του έτους 2018, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον ενάγοντα. Εξάλλου, από την προσκομιζόμενη κίνηση των τηρούμενων στο όνομα του ενάγοντος, υπ’ αριθ. ….. και …. λογαριασμών της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………..», ουδόλως προκύπτει ότι αυτός προέβη είτε απευθείας στην καταβολή των οφειλόμενων μηνιαίων δόσεων των ανωτέρω δανειακών συμβάσεων, είτε στη μεταφορά των αντίστοιχων χρηματικών ποσών στον τηρούμενο στο όνομα της εναγόμενης, υπ’ αριθ. ………… λογαριασμό της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….». Αντιθέτως προκύπτει ότι κατά το χρονικό διάστημα από την 13.03.2013 έως την 17.12.2018, ο ενάγων προέβη στη μεταφορά των ακόλουθων χρηματικών ποσών, συνολικού ύψους 43.960,00 ευρώ, από τον τηρούμενο στο όνομά του υπ’ αριθ. ….. λογαριασμό στον τηρούμενο στο όνομα της εναγόμενης υπ’ αριθ. …… λογαριασμό, και συγκεκριμένα την 13.03.2013 μετέφερε το ποσό των 560,00 ευρώ, την 10.09.2013 μετέφερε το ποσό των 500,00 ευρώ, την 28.11.2013 μετέφερε το ποσό των 600,00 ευρώ, την 14.01.2014 μετέφερε το ποσό των 500,00 ευρώ, την 17.02.2014 μετέφερε το ποσό των 500,00 ευρώ, την 14.04.2014 μετέφερε το ποσό των 600,00 ευρώ, την 08.05.2014 μετέφερε το ποσό των 300,00 ευρώ, την 12.06.2014 μετέφερε το ποσό των 300,00 ευρώ, την 16.07.2014 μετέφερε το ποσό των 500,00 ευρώ, την 25.08.2014 μετέφερε το ποσό των 500,00 ευρώ, την 19.09.2016 μετέφερε το ποσό των 15.000,00 ευρώ, την 13.03.2017 μετέφερε το ποσό των 5.000,00 ευρώ, την 15.05.2017 μετέφερε το ποσό των 5.000,00 ευρώ, την 13.07.2017 μετέφερε το ποσό των 5.000,00 ευρώ, την 28.09.2017 μετέφερε το ποσό των 1.000,00 ευρώ, την 06.11.2017 μετέφερε το ποσό των 1.000,00 ευρώ, την 14.12.2017 μετέφερε το ποσό των 1.000,00 ευρώ, την 12.03.2018 μετέφερε το ποσό των 1.000,00 ευρώ, την 25.04.2018 μετέφερε το ποσό των 700,00 ευρώ, την 31.05.2018 μετέφερε το ποσό των 100,00 ευρώ, την 04.06.2018 μετέφερε το ποσό των 2.000,00 ευρώ, την 03.09.2018 μετέφερε το ποσό των 800,00 ευρώ, την 02.10.2018 μετέφερε το ποσό των 1000,00 ευρώ και την 17.12.2018 μετέφερε το ποσό των 500,00 ευρώ. Εντούτοις, τα εν λόγω χρηματικά ποσά που μεταφέρθηκαν στον ως άνω λογαριασμό της εναγόμενης, δεν αντιστοιχούν στα ποσά των οφειλόμενων μηνιαίων δόσεων των ανωτέρω δανειακών συμβάσεων, οι δε ημερομηνίες κατά τις οποίες πραγματοποιήθηκαν οι μεταφορές αυτών των ποσών, δεν αντιστοιχούν στις ημερομηνίες καταβολής των οφειλόμενων μηνιαίων δόσεων των ανωτέρω δανειακών συμβάσεων. Αντιθέτως, πρόκειται για σποραδική και ανά άτακτα χρονικά διαστήματα μεταφορά διαφόρων χρηματικών ποσών στον ως άνω λογαριασμό της εναγόμενης από τον ανωτέρω λογαριασμό του ενάγοντος, τα οποία κυμαίνονται από 100,00 ευρώ έως 15.000,00 ευρώ, και τα οποία, σε καμία περίπτωση, δεν αντιστοιχούν στα ποσά των μηνιαίων δόσεων των δανειακών συμβάσεων, ύψους 330,00 και 190,00 ευρώ περίπου, κατά τα προαναφερθέντα. Άλλωστε, ο ενάγων δεν προσκόμισε κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο ενισχυτικό αυτού του ισχυρισμού του περί σύναψης άτυπης (προφορικής) μεταξύ των διαδίκων σύμβασης άτοκου δανείου, σε εκτέλεση της οποίας μεταβίβασε στην εναγόμενη το συνολικό ποσό των 87.360,00 ευρώ, αφού δεν εξέτασε μάρτυρες απόδειξης, ενώ ο εξετασθείς από την εναγόμενη μάρτυρας ανταπόδειξης, πατέρας της ……….., στην προαναφερόμενη υπ’ αριθ. …………/21.09.2020 ένορκη βεβαίωσή του, κατέθεσε με σαφήνεια και πληρότητα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που αναιρούν τη σύναψη της επικαλούμενης από τον ενάγοντα άτυπης δανειακής σύμβασης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε ότι ο ενάγων δεν συνεισέφερε κανένα ποσό ως δάνειο προς την εναγόμενη για την εξόφληση του πρώτου ως άνω δανείου με αντισυμβαλλόμενο – οφειλέτη τον πατέρα της, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένου ως αβάσιμου του πρώτου λόγου της υπό κρίση από 15.07.2021 υπό στοιχείο Β’ έφεσης. Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε ότι ο ενάγων κατέβαλε στον λογαριασμό της εναγόμενης το ανωτέρω ποσό των 43.960,00 ευρώ, ως δάνειο προς την εναγόμενη και κατόπιν συμφωνίας τους, προκειμένου αυτή να εξοφλήσει το δεύτερο ως άνω δάνειο με αντισυμβαλλόμενο – οφειλέτη τον πατέρα της, και στη συνέχεια έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη κατά την κύρια βάση της και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 43.960,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, γενομένων δεκτών ως βάσιμων κατ’ ουσία του δεύτερου, του τρίτου, του τέταρτου και του πέμπτου των λόγων της υπό κρίση από 15.07.2021 υπό στοιχείο Α’ έφεσης, και απορριπτομένου ως αβάσιμου του δεύτερου λόγου της υπό κρίση από 15.07.2021 υπό στοιχείο Β’ έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών – ενάγων παραπονείται για την απόρριψη του αγωγικού κονδυλίου των 4.000,00 ευρώ αναφορικά με το δεύτερο ως άνω δάνειο με αντισυμβαλλόμενο – οφειλέτη τον πατέρα της εναγόμενης.

Συνοψίζοντας όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν, πρέπει η υπό στοιχείο Β’ από 15.07.2021 έφεση να απορριφθεί κατ’ ουσίαν, ενώ πρέπει να γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν η υπό στοιχείο Α’ από 15.07.2021 έφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 1003/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς στο σύνολό της, για το ενιαίο του τίτλου εκτέλεσης, αναγκαίως δε και κατά τη συναρτώμενη με την όλη έκβαση της δίκης διάταξη αυτής περί δικαστικών εξόδων, αφού η δικαστική δαπάνη καθορίζεται εξ υπαρχής ενιαία για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας λόγω της εξαφάνισης της απόφασης, να διακρατηθεί και να δικαστεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη κατά την επικουρική βάση της και ως ουσιαστικά αβάσιμη κατά την κύρια βάση της, η από 29.01.2020 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2020 και ειδικό …../2020 αγωγή, δεδομένου ότι στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα της υπό στοιχείο Β’ έφεσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 536 παρ. 1 του ΚΠολΔ, καθόσον έχει ασκήσει και η εφεσίβλητη την υπό στοιχείο Α’ έφεση. Αναφορικά με το παράβολο που ο εκκαλών της υπό στοιχείο Β’ έφεσης προκατέβαλε κατά την κατάθεσή της, πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε’ του ΚΠολΔ λόγω της ήττας του, ενώ πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου για το παραδεκτό της έφεσης που προκατέβαλε η εκκαλούσα της υπό στοιχείο Α’ έφεσης λόγω της νίκης της, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε’ του ΚΠολΔ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, καθόσον πρόκειται για διαφορά ανάμεσα σε συζύγους, κατ’ άρθρα 179 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις από 15.07.2021, υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις, κατά της υπ’ αριθ. 1003/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις.

Απορρίπτει κατ’ ουσίαν την υπό στοιχείο Β’ από 15.07.2021 έφεση.

Δέχεται κατ’ ουσίαν την υπό στοιχείο Α’ από 15.07.2021 έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την από 29.01.2020 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2020 και ειδικό …../2020 αγωγή.

Απορρίπτει την αγωγή.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου υπέρ Δημοσίου με αριθμό …………/2021  ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού εκατό (100,00) ευρώ που προκατέβαλε ο εκκαλών της υπό στοιχείο Β’ από 15.07.2021 έφεσης.

Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα της υπό στοιχείο Α’ από 15.07.2021 έφεσης του παραβόλου υπέρ Δημοσίου με αριθμό ……………/2021 ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.

Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 8.5.2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ