Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 265/2023

 ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης   265/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα K.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ……………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών (ΑΦΜ …………), που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την δικαστική πληρεξούσια Ν.Σ.Κ., Ελένη Πλασσαρά με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ,

Των εφεσίβλητων: 1) …………, 2) ……….. 3) …………. οι οποίοι άπαντες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους, Ειρήνη Παπασάββα με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Οι νυν εφεσίβλητοι άσκησαν κατά του νυν εκκαλούντος ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την από 28.3.2019 (με Γ.Α.Κ. …../2019 και Ε.Α.Κ. …/2019) αγωγή τους και επί της οποίας εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η 2649/2020 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου (τακτική διαδικασία), που δέχθηκε την αγωγή.

Το εναγόμενο προσέβαλε την ανωτέρω οριστική απόφαση με την από 12-10-2020 έφεσή του, την οποία κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, στις 13.10.2020 με Γ.Α.Κ. …/2020 και Ε.Α.Κ. …../2020. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως κατατέθηκε στις 20.7.2021 από την πληρεξούσια δικηγόρο των εφεσίβλητων στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2021 και Ε.Α.Κ. …./2021, οπότε ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η έφεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, η δικαστική αντιπρόσωπος του Ν.Σ.Κ. που εκπροσωπεί το εκκαλούν και η πληρεξούσια δικηγόρος των εφεσίβλητων ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 12.10.2020 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. ……./2020 και Ε.Α.Κ. …./2020 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2021 και Ε.Α.Κ. …./2021) έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της …….., του ………. και της ….. …. προς εξαφάνιση της 2649/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία) που δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων την από 28.3.2019 (με Γ.Α.Κ. …./2019 και Ε.Α.Κ. ……/2019) αγωγή των εφεσίβλητων κατά του εκκαλούντος, δέχθηκε αυτή, έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, καθώς η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στο εναγόμενο στις 22.9.2020 (βλ. την προσκομιζόμενη από τους εφεσίβλητους υπ’ αριθ. ……/22.9.2020 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …………… προς τον Υπουργό Οικονομικών), η δε έφεση ασκήθηκε στις 13.10.2020. Συνεπώς, πρέπει αυτή (έφεση), η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου για να δικαστεί με την τακτική διαδικασία, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό του ως άνω ενδίκου μέσου δεν απαιτείται η καταβολή του τασσόμενου από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ παραβόλου, αφού το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής κάθε τέλους και παραβόλου για την άσκηση ενδίκου μέσου σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ.1 του Καν. Δ/τος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 “Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου” (βλ. ΤρΕφΠειρ 50/2020 στο site του Εφετείου Πειραιά, efeteio-peir.gr).

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ασκήθηκε η ως άνω από 28.3.2019 αγωγή των νυν εφεσίβλητων κατά του νυν εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, με την οποία εκείνοι υποστήριζαν ότι η πρώτη ενάγουσα τυγχάνει επικαρπώτρια και ο δεύτερος και η τρίτη των εναγόντων ψιλοί κύριοι σε ποσοστό ½  εξ αδιαιρέτου ο καθένας τους ενός ακινήτου, το οποίο βρίσκεται στη θέση ….. της πόλεως …. του Δήμου ….. της νήσου ….., όπως αυτό εμφαίνεται κατά θέση, έκταση και όρια στο από Μαΐου 2018 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ………, το οποίο επισυνάπτεται στην αγωγή και όπως αναφέρεται ότι συνορεύει γύρωθεν με δημόσιο δρόμο, οικία ………, ερειπωμένο μύλο και παραλία. Ότι εντός του ανωτέρω ακινήτου υπάρχει διώροφο κτίσμα, το οποίο απεικονίζεται με τα στοιχεία 1/Π, 1/Π, 2/Κ και 1/Κ στο ανωτέρω τοπογραφικό διάγραμμα. Ότι το ακίνητο αυτό απέκτησε η πρώτη ενάγουσα κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή δυνάμει του υπ’ αριθ. …./1956 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβ/φου Αθηνών ………. από την ………., μεταγραφέντος νομίμως στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου … στον τόμο …. και με αύξοντα αριθμό ….. Ότι η δικαιοπάροχος ………..η είχε   αποκτήσει το ως άνω ακίνητο κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή από τον ………., δυνάμει του υπ’ αριθ. ……./16.1.1942 συμβολαίου του συμβ/φου … ……….., το οποίο έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου …. στον τόμο …, με αύξοντα αριθμό …., σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 3248/55 απόφαση του Εφετείου Αθηνών (διαδικασία Α.Ν. 1323/1949) και την υπ’ αριθ. …./56 εξοφλητική πράξη του συμβ/φου Αθηνών …………… Ότι στον ……….. είχε περιέλθει εκ κληρονομίας από τους ……… και ……….. Ότι η πρώτη εξ αυτών δυνάμει της υπ’ αριθ. ………/1998 συμβολαιογραφικής πράξης σύστασης γονικής παροχής της συμβ/φου Αθηνών ………., η οποία μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου …. στον τόμο …., με α.α. …., συνέστησε γονική παροχή υπέρ των τέκνων της (δεύτερου και τρίτης εναγόντων), μεταβιβάζοντας και παραδίδοντας σε αυτά την ψιλή κυριότητα, παρακρατώντας όμως υπέρ αυτής και του συζύγου της εφ’ όρου ζωής το δικαίωμα της επικαρπίας. Ότι μολονότι στον ως άνω τίτλο, το ακίνητο περιγράφεται ως «πεπαλαιωμένη ισόγειος οικοδομή», εντούτοις η ακριβής περιγραφή του προσδιορίζεται με ακρίβεια στο από 10.2.2009 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης καταστήματος και βοηθητικών χώρων, που συνήφθη μεταξύ της πρώτης εξ αυτών και του ………….., δυνάμει του οποίου η πρώτη εκμίσθωσε το ακίνητο στον τελευταίο για χρονικό διάστημα εννέα ετών, προκειμένου  να το χρησιμοποιεί για επαγγελματικούς σκοπούς και δη ως εστιατόριο, ταβέρνα και λοιπές παρεμφερείς χρήσεις. Ότι την 7.12.2012 κοινοποιήθηκε στην πρώτη ενάγουσα το υπ’ αριθ. ………/21.11.2012 Πρωτόκολλο Αποζημίωσης Αυθαίρετης Χρήσης Δημοσίου Κτήματος του Προϊσταμένου της τότε Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά, στο οποίο επισυνάπτεται η από 20.11.2012 Έκθεση Ελέγχου- Αυτοψίας της τότε Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά, καθώς και η υπ’ αριθ. πρωτ. ………../3.9.2012 Τεχνική Έκθεση μετά συνημμένου αποσπάσματος τοπογραφικού διαγράμματος της ίδιας ως άνω Υπηρεσίας. Ότι με το πρωτόκολλο βεβαιώθηκε αποζημίωση κατά της πρώτης ενάγουσας υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, συνολικού ποσού 37.838,75 ευρώ, που αντιστοιχεί στην αυθαίρετη χρήση δημοσίου κτήματος και πιο συγκεκριμένα τμήματος αιγιαλού, εμβαδού 74,50 τ.μ., το οποίο αντιστοιχεί σε τμήμα βεράντας του προπεριγραφόμενου ακινήτου, που κείται στην περιοχή ……. στη νήσο ……… και το οποίο εκείνη (πρώτη ενάγουσα) φέρεται να έχει καταλάβει παράνομα για το χρονικό διάστημα από 10.2.2008 έως 16.8.2012. Ότι συνεπεία της έκδοσης του πρωτοκόλλου αποζημίωσης, οι ενάγοντες προέβησαν στην άσκηση της από 2.1.2013 και με αρ. κατ. ………./2013 ανακοπής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία ζήτησαν την ακύρωσή του, όπως και κάθε άλλης συναφούς πράξης ή παράλειψης της Διοίκησης για τους αναφερόμενους αναλυτικά στην αγωγή λόγους ανακοπής, που συνοψίζονται σε έλλειψη κυριότητας του Δημοσίου, έλλειψη αυθαίρετης χρήσης ή κάρπωσης, σε καταχρηστική έκδοση του πρωτοκόλλου και εσφαλμένη οριοθέτηση της γραμμής του αιγιαλού. Ότι επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η 2185/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), με την οποία έγινε δεκτή η ανακοπή τους και ακυρώθηκε το πρωτόκολλο, με την αιτιολογία ότι το επίδικο τμήμα του ακινήτου τους, για τη χρήση του οποίου εκδόθηκε το προσβαλλόμενο πρωτόκολλο, συμπεριλήφθηκε στα όρια του αιγιαλού, χωρίς να είναι πράγματι αιγιαλός και ως εκ τούτου το πρωτόκολλο πάσχει ακυρότητας. Ότι μετά την κοινοποίηση του πρωτοκόλλου προέβησαν νομίμως στην εκκίνηση διαδικασίας επανακαθορισμού οριογραμμών αιγιαλού- παραλίας, λόγω σφάλματος στη θέση …. της νήσου ….. έμπροσθεν της ιδιοκτησίας τους και ότι επί των αιτήσεών τους εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 11866/1086/24-2-2016 απόφαση της ασκούσας καθήκοντα Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, με την οποία έγινε επανακαθορισμός της γραμμής αιγιαλού, ως συνέπεια εμφιλοχώρησης σφάλματος κατά τον αρχικό καθορισμό και το τμήμα του ακινήτου τους, που είχε βρεθεί εντός αιγιαλού με τον προηγούμενο καθορισμό, πλέον βρίσκεται εκτός αιγιαλού. Ότι λίγες ημέρες μετά την έκδοση της απόφασης περί επανακαθορισμού της γραμμής του αιγιαλού, ήτοι την 1.4.2016 το εναγόμενο προχώρησε σε κοινοποίηση της 2185/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, προς γνώση τους και για τις νόμιμες συνέπειες. Ότι στο άρθρο 115 του από 11/12.11.1929 διατάγματος, ως αυτό αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 326 του ν. 4072/2012, ορίζεται ρητώς ότι ο ανακόπτων, που στην προκειμένη περίπτωση είναι άπαντες οι εδώ ενάγοντες, οφείλει να ασκήσει τακτική αγωγή εντός ενενήντα ημερών από την επίδοση της απόφασης, άλλως το πρωτόκολλο παραμένει σε ισχύ και εκτελείται, οπότε οι ενάγοντες έχουν έννομο συμφέρον να ασκήσουν τη σχετική ένδικη αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Ότι εν προκειμένω το μισό της αξίας του ακινήτου τους στο οποίο υπολογίζεται η αξία της επικαρπίας, αλλά και της ψιλής κυριότητας ανέρχεται σε 69.972,96 ευρώ έναντι της συνολικής αξίας αυτού, που ανέρχεται στο ποσό των 139.945,92 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, οι ενάγοντες ζητούσαν, κατ’ εκτίμηση του αιτήματός τους, να αναγνωριστούν αφενός η επικαρπία της πρώτης εξ αυτών, αφετέρου η ψιλή κυριότητα του δεύτερου και της τρίτης εξ αυτών επί τμήματος ακινήτου τους, εμβαδού 74,5 τ.μ. που αναφέρεται στο πρωτόκολλο αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης δημόσιου κτήματος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή ως νόμω και ουσία βάσιμη, αφού έκρινε ότι αυτή είναι ορισμένη δεδομένου ότι α) στο δικόγραφο της αγωγής προσδιορίζεται το έννομο συμφέρον του δεύτερου και της τρίτης των εναγόντων, αφού αναφέρεται ότι το εναγόμενο αμφισβήτησε τα δικαιώματά τους επί του επίδικου ακινήτου, προσδιορίζοντας εσφαλμένα τα όρια του αιγιαλού και εκδίδοντας Πρωτόκολλο καθορισμού αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης, κατά του οποίου άπαντες οι ενάγοντες άσκησαν ανακοπή, προκειμένου να προστατεύσουν την ιδιοκτησία τους και ως εκ τούτου έχουν έννομο συμφέρον για την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, β) στο δικόγραφο της αγωγής προσδιορίζεται το όλο ακίνητο κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια, ώστε ουδεμία αμφιβολία να γεννάται για την ταυτότητά του, ενώ επιπλέον προσδιορίζεται και η θέση του επίδικου τμήματος μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο (βάσει του επισυναπτόμενου στην αγωγή τοπογραφικού διαγράμματος), όπως απαιτείται για το ορισμένο της αναγνωριστικής της κυριότητας αγωγής, γ) στο δικόγραφο της αγωγής προσδιορίζεται ο τρόπος που κατέστησαν κύριοι οι ενάγοντες, ήτοι η μεν πρώτη, δυνάμει του υπ’ αριθ. ……../1956 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της συμβ/φου Αθηνών ……….., νομίμως μεταγεγραμμένου, οι δε δεύτερος και τρίτη, δυνάμει του υπ’ αριθ. …../1998 συμβολαίου γονικής παροχής ψιλής κυριότητας της συμβ/φου Αθηνών …………., νομίμως μεταγεγραμμένου αφού η υπό κρίση αναγνωριστική αγωγή στηρίζεται σε παράγωγο τρόπο κτήσεως της κυριότητας και συνεπώς για το ορισμένο αυτής αρκεί να γίνει επίκληση της συμβάσεως, που καταρτίσθηκε μεταξύ των εναγόντων και του άμεσου δικαιοπαρόχου τους, κυρίου του μεταβιβαζόμενου ακινήτου με συμβολαιογραφικό έγγραφο, που μεταγράφηκε και ότι στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: 1) οι ενάγοντες με την προσθήκη των προτάσεών τους παραδεκτά συμπληρώνουν, κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ, την υπό κρίση αγωγή, κατόπιν αμφισβήτησης  από το εναγόμενο του τρόπου κτήσης κυριότητας του απώτερου δικαιοπαρόχου τους, ………, αναφέροντας ότι το επίδικο περιήλθε σε αυτόν δυνάμει εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής από τον ………. και …………., καθώς και ότι αυτός υπεισήλθε στην κληρονομιά και προέβη σε όλες τις νόμιμες ενέργειες (δήλωση φόρου κληρονομιάς), όπως απαιτείται για το ορισμένο της αγωγής, 2) οι ενάγοντες με την προσθήκη των προτάσεων τους παραδεκτά συμπληρώνουν την υπό κρίση αγωγή ως προς την αιτία μεταβίβασης του επιδίκου στη δικαιοπάροχο της πρώτης ενάγουσας, ………….., αναφέροντας ότι επρόκειτο περί αγοράς από τον …………., με αποτέλεσμα να μην γεννάται ζήτημα αοριστίας της αγωγής, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του εναγόμενου και δ) στο δικόγραφο της αγωγής αναφέρεται ο παράγωγος τρόπος της αποκτήσεως από τους ενάγοντες της κυριότητας του επιδίκου και καθ’ υποφοράν ο τρόπος αποκτήσεως της κυριότητας των δικαιοπαρόχων τους, ενώ η επίκληση της αποκτήσεως χρησικτησίας μέχρι τις 11.9.1915, προϋποθέτει δημόσιο κτήμα, πράγμα το οποίο δεν αποτελεί στοιχείο της αγωγής, αλλά περιεχόμενο ισχυρισμού, με την απόδειξη του οποίου βαρύνεται το Δημόσιο (ΑΠ 643/2017) και ως εκ τούτου ο ισχυρισμός του εναγόμενου περί αοριστίας της αγωγής για την αιτία αυτή τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος.

Ήδη με την υπό κρίση έφεσή του, το Ελληνικό Δημόσιο ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να απορριφθεί καθ’ ολοκληρία η από 28.3.2019 αγωγή των εφεσίβλητων, ειδικότερα δε με τον πρώτο λόγο της έφεσης παραπονείται διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο παρά το νόμο και κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, δεν απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας (αρχικής και επιγενομένης) ως προς την ιστορική της βάση (ποιοτική αοριστία), καθόσον, καίτοι το Ελληνικό Δημόσιο αμφισβήτησε ρητά την κυριότητα των εναγόντων και των δικαιοπαρόχων τους επί του επιδίκου, οι αντίδικοι δεν συμπλήρωσαν παραδεκτά κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ με την προσθήκη των προτάσεών τους την αγωγή τους, με αναγωγή στα ιδιοκτησιακά δεδομένα των δικαιοπαρόχων τους, φτάνοντας μέχρι πρωτοτύπου κτήσεως της κυριότητας (probatio diabolica), εξεταζόμενης δε, της πλημμέλειας αυτής (αοριστίας) και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης. Ότι στην προκειμένη περίπτωση, αναφορικά με τον παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας της επίδικης έκτασης, οι ενάγοντες δεν επικαλούνται και δεν προσκομίζουν αδιάλειπτη σειρά τίτλων, ήτοι όλα τα στοιχεία τα οποία απαιτούνται για τη συνέχεια και την αλληλουχία των τίτλων, καθώς και την εφαρμογή αυτών επί του επίδικου εδάφους προκειμένου να θεμελιωθεί ο παράγωγος τρόπος κτήσης κυριότητας. Ότι ειδικότερα οι επικαλούμενοι τίτλοι έπρεπε να αναφέρονται με όλα τα ουσιώδη τους στοιχεία και συγκεκριμένα να προσδιορίζεται, έστω περιληπτικά, το αντικείμενο του επικαλούμενου συμβολαίου, το μεταβιβαζόμενο δικαίωμα με στοιχειώδη περιγραφή των χαρακτηριστικών του ακινήτου, ώστε να προκύπτει η ταυτότητα των ακινήτων και ότι η επικαλούμενη σειρά τίτλων πράγματι αφορά το συγκεκριμένο δικαίωμα επί της επίδικης έκτασης. Ότι δεδομένου ότι για το επίδικο ακίνητο δεν υφίσταται ειδικά τίτλος αναγόμενος προ του 1915, θα έπρεπε να γίνεται και ειδική αναφορά στην εφαρμογή των επικαλούμενων τίτλων των φερόμενων δικαιοπαρόχων των αντιδίκων επί της επίδικης έκτασης και με εξειδίκευση των ακριβών ορίων των ακινήτων που περιγράφονται στα εκάστοτε συμβόλαια και αναγωγή τους στα σημερινά επικαλούμενα όρια, ώστε να προκύπτει η ταυτότητα των ακινήτων και ότι η επικαλούμενη σειρά τίτλων πράγματι αφορά το συγκεκριμένο δικαίωμα επί του επίδικου ακινήτου. Ότι τούτο απαιτείται, ώστε να είναι εφικτή για το Δικαστήριο αλλά και για το αμυνόμενο Ελληνικό Δημόσιο, η συναγωγή ασφαλούς συμπεράσματος για την πραγματική συνέχεια των τίτλων που επικαλούνται οι ενάγοντες, καθώς και για την εφαρμογή αυτών επί του επίδικου ακινήτου. Ότι περαιτέρω, δοθέντος ότι το Δημόσιο με τις πρωτόδικες προτάσεις του αρνήθηκε ρητά και αιτιολογημένα το δικαίωμα κυριότητας τόσο των αντιδίκων όσο και των δικαιοπαρόχων τους, λαμβανομένου, δε, περαιτέρω υπόψη και του ιδιόμορφου ιδιοκτησιακού καθεστώτος κατά τον χρόνο μετά την απελευθέρωση και τη σύσταση του νέου ελληνικού κράτους, καθόσον λόγω της γενικής διαδοχής του Ελληνικού Δημοσίου στα δικαιώματα επί των δημόσιων γαιών καθιερώθηκε μαχητό τεκμήριο κυριότητας υπέρ αυτού, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και των αποδείξεων έκανε δεκτό ότι αφού η ένδικη αγωγή στηρίζεται σε παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας, για το ορισμένο της αρκεί επίκληση της συμβάσεως μεταξύ των εναγόντων και του άμεσου δικαιοπαρόχου τους, κυρίου του μεταβιβαζόμενου, με συμβολαιογραφικό έγγραφο που μεταγράφηκε, ότι παραδεκτά οι ενάγοντες συμπλήρωσαν, κατόπιν αμφισβήτησης από το εναγόμενο ότι στον απώτερο δικαιοπάροχό τους ……… το ακίνητο περιήλθε δυνάμει εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής από τον ……… και …………, καθώς και ότι αυτός υπεισήλθε στην κληρονομία και προέβη σε όλες τις νόμιμες ενέργειες (δήλωση φόρου κληρονομίας), όπως απαιτείται για το ορισμένο της αγωγής. Ότι όπως προκύπτει από την επισκόπηση των προτάσεών του, το Ελληνικό Δημόσιο αμφισβήτησε ειδικά την κυριότητα επί του επιδίκου από τον απώτερο δικαιοπάροχο των αντιδίκων, …………., προβάλλοντας ότι οι ενάγοντες δεν διευκρινίζουν εάν η κληρονομική διαδοχή που έλαβε χώρα ήταν εκ διαθήκης ή εξ αδιαθέτου καθώς και εάν ο ………….. ήταν μοναδικός κληρονόμος, εάν το επίδικο συμπεριλαμβανόταν στην κληρονομία, πότε ακριβώς έλαβε χώρα η επαγωγή (ακριβή ημεροχρονολογία θανάτου των κληρονομούμενων ………. και ………….), ενώ περαιτέρω ουδόλως μνημονεύονται όλα τα περιστατικά τα οποία απαιτούνται κατά το νόμο για την επαγωγή της κληρονομίας στον ως άνω κληρονόμο και φερόμενο απώτατο δικαιοπάροχο των εναγόντων, …………., δηλαδή εάν ο ίδιος υπεισήλθε στην κληρονομία με ρητή ή σιωπηρή δήλωσή του και αναμίχθηκε σε αυτή με πρόθεση κληρονόμου και με συγκεκριμένες υλικές πράξεις από τις οποίες συνάγεται εμφανώς η θέληση του κληρονόμου να αποκτήσει την κληρονομία. Ότι τα στοιχεία, όμως, αυτά είναι αναγκαίο να μνημονεύονται στην αγωγή στην περίπτωση που ο θάνατος του κληρονομούμενου επήλθε πριν την εισαγωγή του ΑΚ (23.2.1946), όπως εν προκειμένω, καθόσον η κληρονομία του, σύμφωνα με το άρθρο 92 του Εισαγ. Νόμου του ΑΚ, διέπεται από τις διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Ότι ωστόσο οι ενάγοντες, με την από 4.10.2019 προσθήκη-αντίκρουσή τους δεν συμπλήρωσαν τα ως άνω κρίσιμα και απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία, καθόσον αρκέστηκαν μόνο να προσδιορίσουν ότι η κληρονομική διαδοχή που έλαβε χώρα ήταν «εξ αδιαθέτου» και ότι «ο …………. υπεισήλθε στην κληρονομία και προέβη σε όλες τις νόμιμες ενέργειες (δήλωση φόρου κληρονομιάς)» ενώ τέλος ουδέν νέο αποδεικτικό στοιχείο προσκόμισαν προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Ότι επιπλέον αφενός η δήλωση φόρου κληρονομιάς δεν αποτελεί εμφανή υλική πράξη νομής επί του επίδικου ακινήτου, όπως εσφαλμένα υπέλαβε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφετέρου αυτό αξίωσε λιγότερες προϋποθέσεις από αυτές, που τάσσουν οι εφαρμοστέες εν προκειμένω διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, δεδομένου ότι ισχύει ο προαναφερόμενος κανόνας του απαράγραπτου των εμπράγματων δικαιωμάτων του Ελληνικού Δημοσίου μετά την 11.9.1915 και συνεπώς δεν υπάρχει νομική δυνατότητα θεμελίωσης κυριότητας με τα προσόντα έκτακτης χρησικτησίας των διατάξεων του ΑΚ. Ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έπρεπε να έχει αξιώσει για την πληρότητα της ιστορικής βάσης της ένδικης αγωγής να αναχθούν οι ενάγοντες σε πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας, ήτοι σε τριακονταετή καλόπιστη νομή επί του επιδίκου από τους απώτατους δικαιοπαρόχους τους συμπληρωθείσα μέχρι την 11.9.1915 και να την αποδείξουν πλήρως, με συγκεκριμένες πράξεις νομής, όπως τέτοιες δεν είναι η σύνταξη τοπογραφικού ή συμβολαιογραφικού τίτλου, ούτε τέτοιες υλικές εμφανείς πράξεις αναφέρονται από τους ενάγοντες ώστε να προκύπτει η συμπλήρωση του χρόνου της έκτακτης χρησικτησίας, εάν τελικώς αυτός όντως συμπληρώθηκε και υπό την προϋπόθεση ότι μπορεί να συνυπολογισθεί στον χρόνο νομής των εναγόντων και εκείνος των δικαιοπαρόχων τους μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ (23.2.1946), ούτε από ποιους διενεργήθηκαν οι πράξεις, ούτε ποιος ήταν ο κύριος της εκτάσεως κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα, σε βάρος του οποίου διενεργήθηκαν οι ως άνω πράξεις.

Αναφορικά με τον παραπάνω λόγο έφεσης περί αοριστίας της ένδικης αγωγής σημειώνονται τα εξής: Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1094 ΑΚ, 70, 118, 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι αναγκαία στοιχεία για την πληρότητα και το ορισμένο της διεκδικητικής ή αναγνωριστικής της κυριότητας αγωγής ακινήτου, είναι εκτός άλλων, η κυριότητα του ενάγοντος στο επίδικο ακίνητο, η οποία, εφόσον αποκτήθηκε με παράγωγο τρόπο και δη με σύμβαση (άρθρο 1033 ΑΚ), θα πρέπει να εκτίθεται στην αγωγή ότι η κυριότητα του επίδικου ακινήτου μεταβιβάστηκε σ` αυτόν για ορισμένη αιτία με συμβολαιογραφικό έγγραφο, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα, καθώς και ότι ο δικαιοπάροχος του ήταν κύριος του μεταβιβασθέντος, ακινήτου (ΑΠ 860/2018, ΑΠ 41/2018, ΑΠ 1014/2014), χωρίς να είναι αναγκαίο να καθορίζεται στο δικόγραφο της αγωγής και ο τρόπος με τον οποίο κατέστη κύριος ο πιο πάνω δικαιοπάροχος του ενάγοντος, διότι μόνο σε περίπτωση αμφισβήτησης από τον εναγόμενο και της κυριότητας του τελευταίου υποχρεούται ο ενάγων να καθορίσει με τις προτάσεις της πρώτης πρωτοβάθμιας (ΑΠ 1337, 2065/2009), συζήτησης τον τρόπο απόκτησης αυτής με αναγωγή ως την πρωτότυπη κτήση (ΑΠ 447/2021, ΑΠ 860/2018, ΑΠ 41/2018, ΑΠ 1014/2014 στην ΤΝΠ Νόμος). Η παραπάνω νομική αοριστία της αγωγής, η οποία επιφέρει την απόρριψή της ως απαράδεκτης είτε κατόπιν προβολής σχετικής ένστασης, είτε και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας, δεν μπορεί να θεραπευθεί με τις προτάσεις η με παραπομπή σε άλλα έγγραφα κλπ. (ΑΠ 1597/2018, ΑΠ 301/2017), ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων ή δικαστική ομολογία (ΑΠ 714/2015). Στην προκειμένη περίπτωση όλα τα παραπάνω στοιχεία που απαιτούνται επί αναγνωριστικής αγωγής ψιλής κυριότητας και επικαρπίας ακινήτου με παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας περιέχονται στο αγωγικό δικόγραφο, ιδίως δε πρέπει να σημειωθεί ότι το επίδικο ακίνητο περιγράφεται κατά θέση, έκταση και όρια, επιπλέον δε ενσωματώνεται στην αγωγή το από Μαΐου 2018 τοπογραφικό διάγραμμα του ………….., όπου εμφαίνεται με σκίαση η θέση του επίδικου τμήματος των 74,5 τετρ. μέτρων εντός του μεγαλύτερου ακινήτου των 409,76 τ.μ. και εντός της ευρύτερης περιοχής, παρά τα όσα αντίθετα υποστηρίζει το εκκαλούν. Περαιτέρω, σε ό,τι αφορά τη συμπλήρωση των στοιχείων των δικαιοπαρόχων των εναγόντων, δεδομένου ότι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο αμφισβήτησε ότι οι ενάγοντες απέκτησαν τα επικαλούμενα στην αγωγή τους εμπράγματα δικαιώματα επί του επίδικου ακινήτου παρά κυρίου, σημειώνεται ότι οι δεύτερος και τρίτη ενάγοντες βάσει της ένδικης αγωγής φέρονται να απέκτησαν την ψιλή κυριότητα κατά το ½  εξ αδιαιρέτου ο καθένας  ολόκληρου του ακινήτου του οποίου αποτελεί τμήμα το επίδικο, δυνάμει της υπ’ αριθ. ……./27.2.1998 συμβολαιογραφικής πράξης σύστασης γονικής παροχής της συμβ/φου Αθηνών ………….., νομίμως μεταγραφείσας στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου ………, με γονική παροχή από τη μητέρα τους πρώτη ενάγουσα, η οποία τους μεταβίβασε και παρέδωσε την ψιλή κυριότητα, παρακρατώντας όμως υπέρ αυτής και του συζύγου της, εφ’ όρου ζωής το δικαίωμα της επικαρπίας. Η πρώτη ενάγουσα σύμφωνα με την αγωγή είχε αποκτήσει το επίδικο ακίνητο και το είχε λάβει στη νομή της δυνάμει του υπ’ αριθ. ………/15.6.1956 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβ/φου Αθηνών ……….., νομίμως μεταγραφέντος, κατόπιν αγοράς από την ……………., η οποία με τη σειρά της είχε αποκτήσει και νεμόταν το ακίνητο από το έτος 1942 κατόπιν αγοράς (όπως τούτο συμπληρώνεται με την προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεων των εναγόντων) από τον ……….. δυνάμει του υπ’ αριθ. ……../16.1.1942 συμβολαίου του συμβ/φου … ……….., νομίμως μεταγραφέντος. Επίσης διαλαμβάνεται στην αγωγή ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα βεράντας, εμβαδού 74,5 τ.μ. διώροφου ακινήτου, το οποίο κτίστηκε στην ως άνω θέση τουλάχιστον από την περίοδο 1720-1750, είναι ένα από τα πρώτα οικήματα που κατασκευάστηκαν στην περιοχή του …. της …. και αποτέλεσε την οικία του ……….., ο οποίος ήταν πλοίαρχος της Ελληνικής Επανάστασης. Ότι το συγκεκριμένο κτίριο αποτελείται από: α) ισόγειο επιφάνειας περίπου 75 τ.μ. χωρισμένο σε τέσσερις αποθήκες με μικρό προκήπιο όπου υπάρχει και λειτουργεί βόθρος και β) 1ο όροφο επιφάνειας περίπου 75 τ.μ. διαρρυθμισμένο σε ένα ενιαίο δωμάτιο (σάλα), δύο εξωτερικές τουαλέτες και κουζίνα, πλέον βεράντας επιφάνειας 110 τ.μ. περίπου. Με τα δεδομένα αυτά, στην αγωγή διαλαμβάνεται ο πρωτότυπος τρόπος κτήσης κυριότητας της δικαιοπαρόχου των δεύτερου και τρίτης των εναγόμενων, με έκτακτη χρησικτησία, καθώς από τις 15.6.1956, οπότε άρχισε να ασκεί πράξεις νομής στην επίδικη βεράντα η άμεση δικαιοπάροχος των τελευταίων, πρώτη ενάγουσα μέχρι τις 27.2.1998 που μεταβίβασε συμβολαιογραφικά με γονική παροχή την ψιλή κυριότητα στα τέκνα της-β’ και γ’ των εναγόντων, παρήλθε το διάστημα των είκοσι ετών για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία που προβλέπει το άρθρο 1045 ΑΚ. Σημειωτέον ότι οι ενάγοντες δεν ήταν αναγκαίο να αναφέρουν ειδικότερες πράξεις νομής, όπως αβάσιμα υποστηρίζει το εκκαλούν, καθώς από την ίδια τη φύση της επίδικης βεράντας του α’ ορόφου της πεπαλαιωμένης οικίας προκύπτει η κατά προορισμό χρήση που μπορεί να κάνει ο νομέας της σε μία βεράντα, χωρίς να χρειάζεται περαιτέρω προσδιορισμός πράξεων νομής, επιπλέον δε δεν χρειαζόταν να γίνει επίκληση πράξεων νομής από τους απώτερους δικαιοπαρόχους των εναγόντων σε διάστημα τουλάχιστον τριάντα ετών πριν το έτος 1915, καθώς εν προκειμένω οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι το επίδικο ακίνητο ήταν ανέκαθεν ιδιωτικό (και όχι δημόσιο), κτισμένο στο διάστημα 1720 έως 1750, αναφέροντας μάλιστα ότι αυτό στην επανάσταση του 1821 αποτελούσε την οικία του πλοίαρχου ………….. Επομένως, σε ό,τι αφορά την κτήση της ψιλής κυριότητας από τους δεύτερο και τρίτο των εναγόντων-εφεσίβλητων η αγωγή ήταν πλήρως ορισμένη και δεν χρειαζόταν αυτοί να επικαλεσθούν περισσότερα στοιχεία αναφορικά με τον τρόπο κτήσης κυριότητας των απώτερων δικαιοπαρόχων τους. Επίσης σε ό,τι αφορά την φερόμενη ως επικαρπώτρια του επίδικου πρώτη ενάγουσα σημειώνεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 1143 ΑΚ η επικαρπία συνιστάται με δικαιοπραξία ή με χρησικτησία, οι δε διατάξεις για τη χρησικτησία ακινήτων εφαρμόζονται αναλόγως και για τη σύσταση επικαρπίας σε αυτά. Εν προκειμένω, σύμφωνα με την αγωγή η πρώτη ενάγουσα φέρεται να περιορίστηκε στην επικαρπία του επίδικου ακινήτου με τη σύσταση γονικής παροχής υπέρ των τέκνων της δυνάμει της υπ’ αριθ. ……../27.2.1998 συμβολαιογραφικής πράξης της συμβ/φου Αθηνών ……….., νομίμως μεταγραφείσας, η ίδια δε στηρίζει το δικαίωμα της επικαρπίας της επί του ακινήτου στο προγενέστερο δικαίωμα της πλήρους κυριότητας του ακινήτου, το οποίο φέρεται να απέκτησε τόσο με παράγωγο τρόπο με την κατάρτιση του νομίμως μεταγραφέντος υπ’ αριθ. ……/15.5.1956 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβ/φου Αθηνών ………., βάσει του οποίου της παραδόθηκε η κυριότητα του ακινήτου από την προηγούμενη κυρία αυτού ……………, όσο και πρωτότυπα, αφού από τα στοιχεία τα οποία εκθέτει στην αγωγή της στοιχειοθετείται πρωτότυπος τρόπος κτήσης κυριότητας με τακτική χρησικτησία κατ’ άρθρο 1041 ΑΚ, από την άμεση δικαιοπάροχό της, η οποία φέρεται να είχε στη νομή της διανοία κυρίου το ακίνητο τουλάχιστον για μία δεκαετία πριν από την 15.6.1956 όταν δυνάμει του παραπάνω αγοραπωλητηρίου συμβολαίου μεταβίβασε στην πρώτη ενάγουσα το εν λόγω ακίνητο (με έναρξη ισχύος του ΑΚ την 23.2.1946 και σε συνδυασμό με τα οριζόμενα στο άρθρο 50 ΕισΝΑΚ), έχοντας η ίδια ως νόμιμο τίτλο το υπ’ αριθ. …../16.1.1942 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου ….. …….. νομίμως μεταγραφέντος στα οικεία βιβλία του Δήμου … στον τόμο …., με αύξοντα αριθμό ….. και καλή πίστη αφού η ίδια το αγόρασε από τον ……….., ο οποίος το είχε αποκτήσει με εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή από τους ………. . και ………. και εντός αυτού υπήρχε η αναφερόμενη στην αγωγή διώροφη οικία, μέρος της οποίας αποτελεί η επίδικη βεράντα και που χρονολογείτο πριν την Επανάσταση του 1821, δηλαδή φερόταν ως ανέκαθεν ιδιωτική ιδιοκτησία, δεκτική χρησικτησίας. Συνακόλουθα, η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και ως προς τα στοιχεία κτήσης της κυριότητας από τους άμεσους δικαιοπαρόχους των εναγόντων, παρά τα όσα υποστηρίζει το εκκαλούν, οπότε ο πρώτος λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος στην ουσία του.

Περαιτέρω, απ’ όλα τα έγγραφα που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη ενάγουσα είναι επικαρπώτρια ενός ακινήτου, επιφάνειας τριακοσίων ενενήντα ενός (391) τετρ. μέτρων, το οποίο βρίσκεται στη Συνοικία …. της πόλεως …. του Δήμου …. της νήσου …. και συνορεύει γύρωθεν με δημόσιο δρόμο, οικία …., ερειπωμένο μύλο και παραλία. Το ακίνητο αυτό εμφαίνεται στο από Μαΐου 2018 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού …………. με τα αλφαβητικά γράμματα Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-I-K-Λ-Μ-Ν-Ξ-Ο-Π-Ρ-Σ-Τ-Υ-Φ-Χ-Α. Εντός αυτού υπάρχει διώροφο κτίσμα, το οποίο αποτελείται: α) από ισόγειο επιφάνειας 75 τ.μ. περίπου, χωρισμένο σε τέσσερις αποθήκες με μικρό προκήπιο, όπου υπάρχει και λειτουργεί βόθρος και β) από πρώτο όροφο επιφάνειας 75 τ.μ. περίπου, διαρρυθμισμένο σε ένα ενιαίο δωμάτιο (σάλα), δύο εξωτερικές τουαλέτες και κουζίνα, πλέον βεράντας επιφάνειας 110 τ.μ. περίπου. Το κτίσμα αυτό απεικονίζεται στο προαναφερόμενο τοπογραφικό διάγραμμα με τα στοιχεία 1/Π, 2/Κ. Η ανωτέρω οικία έχει κτιστεί στην ως άνω θέση προ του έτους 1821, είναι ένα από τα πρώτα οικήματα που κατασκευάστηκαν στην περιοχή του …. της ….. και αποτέλεσε την οικία του ……….., ο οποίος ήταν πλοίαρχος της Ελληνικής Επανάστασης (βλ. την υπ’ αριθ. πρωτ. …../15-2-2013 βεβαίωση της Αρχειονόμου-Ιστορικού και Προϊσταμένης του ΓΑΚ/Ι.Α.Μ. ……….. ……..). Ο δεύτερος και η τρίτη των εναγόντων τυγχάνουν ψιλοί κύριοι ο καθένας σε ποσοστό  ½ εξ αδιαιρέτου του ανωτέρω ακινήτου. Στην πρώτη ενάγουσα περιήλθε τούτο κατά πλήρη κυριότητα και της παραδόθηκε η νομή δυνάμει του υπ’ αριθ. …./1956 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ….. ……. από την ………., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου ………. στον τόμο …., με αύξοντα αριθμό ….. Η δικαιοπάροχος ………… είχε αποκτήσει το ακίνητο αυτό κατά πλήρη κυριότητα και το είχε λάβει στη νομή της δυνάμει του υπ’ αριθ. ……../16.1.1942 συμβολαίου του συμβολαιογράφου ……….., το οποίο έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου …., στον τόμο ….., με αύξοντα αριθμό …, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 3248/55 απόφαση του Εφετείου Αθηνών (διαδικασία Α.Ν. 1323/1949) και την υπ’ αριθ. …../56 εξοφλητική πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών ………. Στον δε …….. είχε περιέλθει δυνάμει εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής από τον ……….. και τον ……….. Ακολούθως δε η πρώτη ενάγουσα, δυνάμει του υπ’ αριθ. ………/27.2.1998 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Αθηνών …………., η οποία μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου …… στον τόμο …., με αύξοντα αριθμό ……, μεταβίβασε στον δεύτερο και την τρίτη των εναγόντων την ψιλή κυριότητα του ακινήτου αυτού κατά το ½ εξ αδιαιρέτου, παρακρατώντας υπέρ της ίδιας και του συζύγου της, εφ’ όρου ζωής τους, το δικαίωμα της επικαρπίας. Στο εν λόγω συμβόλαιο, το ακίνητο περιγράφεται ως εξής: «πεπαλαιωμένην ισόγειον οικοδομήν, μετά των παραρτημάτων, παρακολουθημάτων και προσαυξημάτων αυτής, του οικοπέδου της και της εν γένει περιοχής της όσης εκτάσεως και αν είναι, κειμένην εις την Συνοικίαν ….. της πόλεως ….. της ομωνύμου Κοινότητος και ήδη Δήμου …. της νήσου …., συνορευομένην γύρωθεν με δημόσιον δρόμον, θάλασσαν, οικίαν ….., ερειπωμένον μύλον και παραλίαν…το οικόπεδον της άνω οικοδομής είναι επιφανείας μέτρων τετραγωνικών τριακοσίων ενενήκοντα ενός (391,00 μ2) η δε επ’ αυτού ισόγειος οικοδομή περιλαμβάνει: α) ισόγειον κατοικίαν επιφανείας μέτρων τετραγωνικών τεσσαράκοντα οκτώ (48,00 μ2), β) ετέραν ισόγειον κατοικίαν επιφανείας μέτρων τετραγωνικών πενήκοντα εξ (56,00 μ2) και γ) ισογείους βοηθητικούς χώρους, επιφανείας μέτρων τετραγωνικών δέκα εξ (16,00 μ2)». Παρότι στον ως άνω τίτλο η οικία αυτή περιγράφεται ως ανωτέρω, εντούτοις η ακριβής περιγραφή της δίνεται με ακρίβεια στο από 10.2.2008 ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως καταστήματος και βοηθητικών χώρων που συνήφθη μεταξύ της πρώτης ενάγουσας και του ….. …, δυνάμει του οποίου η πρώτη εκμίσθωσε στον δεύτερο το ακίνητο αυτό για χρονικό διάστημα εννέα ετών, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει για επαγγελματικό σκοπό. Στο εν λόγω μισθωτήριο το ακίνητο περιγράφεται ως εξής: «διώροφο κτίσμα αποτελούμενο από α) ισόγειο επιφάνειας περίπου 75 τ.μ. χωρισμένο σε τέσσερις αποθήκες με μικρό προκήπιο όπου υπάρχει και λειτουργεί βόθρος και β) 1ο όροφο επιφανείας περίπου 75 τ.μ. διαρρυθμισμένο σε ένα ενιαίο δωμάτιο (σάλα), δύο εξωτερικές τουαλέτες και κουζίνα, πλέον βεράντας επιφάνειας 110 τ.μ. περίπου, που βρίσκεται στη θέση «….» της νήσου ….. έμπροσθεν του εκεί λιμένος». Περαιτέρω, στις 7.12.2012 κοινοποιήθηκε στην πρώτη ενάγουσα το υπ’ αριθ. ……./21.11.2012 Πρωτόκολλο Αποζημίωσης Αυθαίρετης Χρήσης Δημοσίου Κτήματος του Προϊσταμένου της τότε Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά, στο οποίο είχε επισυναφθεί η από 20.11.2012 Έκθεση Ελέγχου-Αυτοψίας της τότε Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά, Τμήμα Αιγιαλού και Παραλίας, καθώς και η υπ’ αριθ. πρωτ. ………/3-9-2012 Τεχνική Έκθεση, μετά συνημμένου αποσπάσματος τοπογραφικού διαγράμματος της ίδιας ως άνω Υπηρεσίας. Ειδικότερα με το Πρωτόκολλο αυτό βεβαιώθηκε αποζημίωση κατά της πρώτης ενάγουσας υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, συνολικού ποσού 37.838,75 ευρώ για αυθαίρετη κτήση δημοσίου κτήματος και πιο συγκεκριμένα τμήματος αιγιαλού εμβαδού 74,50 τ.μ., το οποίο αντιστοιχεί σε τμήμα βεράντας του εν λόγω ακινήτου και το οποίο (τμήμα αιγιαλού), βάσει του πρωτοκόλλου η πρώτη ενάγουσα κατέλαβε παράνομα για το χρονικό διάστημα από 10.2.2008 έως 16.8.2012. Το φερόμενο κατά το Ελληνικό Δημόσιο ως τμήμα αιγιαλού, για το οποίο εκδόθηκε το ανωτέρω πρωτόκολλο, εμφαίνεται στο προαναφερθέν από Μαΐου 2018 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού ………… με πράσινη διαγράμμιση και ως έχον έκταση 74,50 τ.μ., φέρει δε από τον ανωτέρω τοπογράφο μηχανικό την επισήμανση «χώρος κατάληψης κοινοχρήστου αιγιαλού με βάση το από 21-11-2012 πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής …… της κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά, εμβαδού 74,50 τ.μ.». Συνεπεία εκδόσεως του ανωτέρω Πρωτοκόλλου αποζημίωσης, οι ενάγοντες προέβησαν στην άσκηση της από 2.1.2013 (με αριθμό κατάθεσης …../2013) ανακοπής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία ζήτησαν την ακύρωσή του, κυρίως μεν λόγω έλλειψης κυριότητας του Δημοσίου και κατά συνέπεια έλλειψης αυθαίρετης χρήσης ή κάρπωσης και λόγω εσφαλμένης οριοθέτησης της γραμμής του αιγιαλού, επικουρικώς δε λόγω του ότι το πρωτόκολλο εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 281 ΑΚ. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η 2185/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων), με την οποία το τελευταίο δέχθηκε ότι για πρώτη φορά το έτος 1984, δυνάμει της με αριθμό ……./1.11.1984 απόφασης του Νομάρχη Πειραιά έγινε καθορισμός γραμμών αιγιαλού και παραλίας στη θέση «….» της νήσου …., όπου ένα τμήμα της οριογραμμής του αιγιαλού καταλάμβανε το επίδικο τμήμα των 74,50 τ.μ., ότι το έτος 1991 με την με αριθμό 1032604/29.8.1991 απόφαση του Νομάρχη Πειραιά έγινε επανακαθορισμός των ορίων του αιγιαλού και της παραλίας στην παραπάνω θέση «…» της νήσου ….., μόνο όμως μπροστά από την ιδιοκτησία της …….., λόγω εμφιλοχωρήσεως σφάλματος κατά τον αρχικό καθορισμό, ενώ το έτος 2009 με την με αριθμό 36750/23242/12.10.2009 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής έγινε επανακαθορισμός μόνο των ορίων της παραλίας στην περιοχή και όχι και της οριογραμμής του αιγιαλού που πλήττει το επίδικο τμήμα. Ωστόσο, το ως άνω Δικαστήριο, με την προαναφερόμενη απόφασή του ακύρωσε το προσβαλλόμενο πρωτόκολλο λόγω του ότι α) το έτος 1991 (ήτοι μετά την οριοθέτηση του αιγιαλού) χορηγήθηκε από τη Νομαρχία Πειραιά, Διεύθυνση Πολεοδομίας, στην πρώτη ενάγουσα της ένδικης αγωγής η από …../25.11.1991 άδεια οικοδομής για αντικατάσταση στέγης, επισκευή επιχρισμάτων και μετατροπή παραθύρου σε θύρα, μάλιστα υπό τη γενική επίβλεψη του πολιτικού υπομηχανικού της Πολεοδομίας ……….., ο οποίος ήταν το ίδιο πρόσωπο που συνέταξε το τοπογραφικό διάγραμμα που συνόδευε την έκθεση της Επιτροπής, που έθεσε τα όρια στην επίμαχη περιοχή το έτος 1984, β) το έτος 1997 χορηγήθηκε από τη Διεύθυνση Πολεοδομίας της Νομαρχίας Πειραιά η υπ’ αριθ. ……/1997 οικοδομική άδεια για τη νομιμοποίηση αυθαίρετων κατασκευών στο επίδικο ακίνητο και γ) από τον Οκτώβριο του έτους 2012 το Λιμενικό Ταμείο ….. έχει ζητήσει τον επανακαθορισμό των οριογραμμών παραλίας και αιγιαλού στην περιοχή ……., συμπεριλαμβανομένου και του επίδικου τμήματος, ενώ επί της αιτήσεως αυτής η αρμόδια Επιτροπή με την με στοιχεία …../10.9.2013 έκθεσή της αποφάσισε ότι δύναται να πραγματοποιηθεί επανακαθορισμός της οριογραμμής αιγιαλού και παραλίας στην επίμαχη περιοχή, εφόσον προσκομισθούν έγγραφα νομιμότητας των κατασκευών έμπροσθεν της οριογραμμής αιγιαλού, παλιές επίγειες φωτογραφίες και αεροφωτογραφίες των ετών 1945 και μετά, και τοπογραφικά διαγράμματα ιδιοκτησιών που να απεικονίζουν την παραπάνω περιοχή, επίσης ότι στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Οικονομικών, Γενική Γραμματεία Δημόσιας Περιουσίας στο με αριθμό πρωτ. …/…./12.5.2014 έγγραφό του, οπότε κατόπιν των ανωτέρω, το ως άνω Δικαστήριο πιθανολόγησε ότι το επίδικο εδαφικό τμήμα, για τη χρήση του οποίου εκδόθηκε το προσβαλλόμενο πρωτόκολλο, συμπεριλήφθηκε στα όρια του αιγιαλού, χωρίς να είναι πράγματι αιγιαλός. Επιπλέον, σημειώνεται ότι πέραν του Πρωτοκόλλου Καθορισμού Αποζημίωσης Αυθαίρετης Χρήσης, για την ανωτέρω περιγραφόμενη επιφάνεια των 74,50 τ.μ. εκδόθηκε και το υπ’ αριθ. ……/21.11.2012 Πρωτόκολλο Διοικητικής Αποβολής από τον Προϊστάμενο της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά σε βάρος τόσο της πρώτης ενάγουσας, όσο και του μισθωτή ………… Κατά του ανωτέρω πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής οι ενάγοντες άσκησαν την από 3.1.2013 (αριθ. κατάθεσης ……../2013) ανακοπή τους, η οποία απορρίφθηκε με την 2182/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων) ως απαράδεκτη, γιατί υποβλήθηκε απευθείας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου που κατά τον νόμο μπορούσε να δικάσει μόνο κατ’ έφεση. Στη συνέχεια αποδεικνύεται ότι οι ενάγοντες μετά την κοινοποίηση στην πρώτη εξ αυτών του ανωτέρω πρωτοκόλλου καθορισμού αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης, παράλληλα με την επιδίωξη ακύρωσής του, μέσω της άσκησης της προαναφερθείσας ανακοπής, εκκίνησαν με την υποβολή των υπ’ αριθ. …./29.11.2013 και …../2.9.2014 αιτήσεων, διαδικασία επανακαθορισμού οριογραμμών αιγιαλού- παραλίας, βάσει του άρθρου 5 παρ.9 του ν. 2971/2001, λόγω εσφαλμένης συμπερίληψης στον αιγιαλό της επίδικης θέσης, έμπροσθεν της ιδιοκτησίας τους. Επί των ανωτέρω αιτήσεών τους εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 11866/1086/24.2.2016 απόφαση της ασκούσας καθήκοντα Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής (ΦΕΚ 67/Δ’/21-3-2016), με την οποία έγινε επανακαθορισμός της γραμμής αιγιαλού, συνεπεία εμφιλοχώρησης σφάλματος κατά τον αρχικό καθορισμό και το τμήμα του ακινήτου των εναγόντων που είχε βρεθεί εντός αιγιαλού με τον προηγούμενο καθορισμό, πλέον βρίσκεται εκτός αιγιαλού. Συνακόλουθα, βάσει των προαναφερθέντων, αποδεικνύεται ότι το επίδικο τμήμα ακινήτου δεν υπήρξε ποτέ δημόσιο κτήμα, γεγονός που αναγνώρισε και το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο και προέβη σε επανακαθορισμό της γραμμής αιγιαλού, λόγω αρχικού σφάλματος, ώστε με τη νέα οριοθέτηση το επίδικο τμήμα να μην συμπεριλαμβάνεται σε αυτόν (αιγιαλό), με αποτέλεσμα οι ισχυρισμοί του εναγόμενου περί ύπαρξης δικαιώματος κυριότητας του στο επίδικο να τυγχάνουν απορριπτέοι ως ουσία αβάσιμοι. Αντίθετα η πρώτη ενάγουσα όταν μεταβίβασε την ψιλή κυριότητα κατά το ½  εξ αδιαιρέτου του ακινήτου που περιλαμβάνει το επίδικο τμήμα στους δεύτερο και τρίτη των εναγόντων, τέκνα της, με γονική παροχή στις 27.2.1998 δυνάμει της υπ’ αριθ. …./17.2.1998 πράξης σύστασης γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Αθηνών ………. νομίμως μεταγραφείσας είχε καταστεί ήδη κυρία αυτού με παράγωγο τρόπο με αγορά από την προηγούμενη κυρία του ακινήτου ……….. δυνάμει του υπ’ αριθ. …./15-6-1956 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ………, νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου …….. και η οποία (δικαιοπάροχος) ασκούσε τη νομή επί του επίδικου με βάση το υπ’ αριθ. ………./16.1.1942 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου . ……… νομίμως μεταγραφέντος στα οικεία βιβλία του Δήμου … στον τόμο …, με αύξοντα αριθμό …. και με καλή πίστη αφού η ίδια το αγόρασε από τον ……, ο οποίος το είχε αποκτήσει με εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή από τους …… και ……… και εντός αυτού υπήρχε η αναφερόμενη στην αγωγή διώροφη οικία, μέρος της οποίας αποτελεί η επίδικη βεράντα και που χρονολογείτο πριν την Επανάσταση του 1821, δηλαδή φερόταν ανέκαθεν ως ιδιωτική ιδιοκτησία, δεκτική χρησικτησίας. Ομοίως όταν μεταβιβάστηκε το έτος 1998 το επίδικο ακίνητο ως προς την ψιλή του κυριότητα στους δεύτερο και τρίτη των εναγόντων από τη μητέρα τους πρώτη ενάγουσα, εκτός από τον παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας, συνέτρεχαν στο πρόσωπό της και οι προϋποθέσεις κτήσης κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, αφού από τότε που παρέλαβε στη νομή της την επίδικη βεράντα στις 15.6.1956 χρησιμοποιούσε αυτή (βεράντα) διανοία κυρίας σύμφωνα με τη φύση και τον προορισμό της, ασκώντας τη νομή επ’ αυτής για διάστημα άνω των είκοσι ετών, με αποτέλεσμα να μη χρειάζεται οι δεύτερος και τρίτη να αναχθούν στο δικαίωμα κτήσης κυριότητας των απώτερων δικαιοπαρόχων της μητέρας τους. Ενόψει των ανωτέρω, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο τις αποδείξεις εκτίμησε και δέχθηκε την αγωγή κατ’ ουσίαν και αναγνώρισε ότι η πρώτη ενάγουσα είναι επικαρπώτρια,  οι δε δεύτερος και τρίτη ενάγοντες ψιλοί κύριοι του τμήματος του ακινήτου τους που εμφαίνεται στο επισυναπτόμενο στην αγωγή από Μαϊου 2018 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού ………, με πράσινη διαγράμμιση και ως έχον έκταση 74,50 τ.μ., φέρει δε από τον ανωτέρω τοπογράφο μηχανικό την επισήμανση «χώρος κατάληψης κοινοχρήστου αιγιαλού με βάση το από 21-11-2012 πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής ……… της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά, εμβαδού 74,50 τ.μ.» και ότι το ανωτέρω αποτελεί τμήμα της βεράντας της διώροφης οικίας των εναγόντων που απεικονίζεται στο τοπογραφικό διάγραμμα επί οικοπέδου επιφάνειας 391 τ.μ. και περιγράφεται αναλυτικά κατά τα ανωτέρω στην παρούσα. Πρέπει, λοιπόν και ο τρίτος λόγος της υπό κρίση έφεσης, με τον οποίο το εκκαλούν παραπονείται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων να απορριφθεί στην ουσία του, με συμπλήρωση των αιτιολογίας της παρούσας στην αιτιολογία της εκκαλούμενης απόφασης κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ.

Περαιτέρω με τον δεύτερο λόγο εφέσεως το εκκαλούν παραπονείται διότι το εκδόν την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστήριο κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ειδικότερα των διατάξεων των άρθρων 22 παρ.1 του ν. 3693/1957, 5 παρ.12 του ν. 1738/1987, της παρ.2 της υπ’ αριθ. 134/οικ./8 Δεκ. 1992- 19 Ιαν. 1993 Κ.Υ.Α. Υπ. Οικ. & Δικ/νης και των διατάξεων 173 επ. του ΚΠολΔ καταδίκασε το Ελληνικό Δημόσιο στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, τα οποία όρισε στο ποσό των 2.000 ευρώ. Ότι κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, η δικαστική δαπάνη που επιβάλλεται σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου δεν δύναται να υπερβεί το ποσό των 300 ευρώ (βλ. ad hoc ΑΠ 725/2011, ΑΠ 1258/2005 και ΕφΔωδ 93/2019, ΕφΘεσσαλ 1793/2019, ΕφΑθ 2281/2016 άπασες δημ. σε Νόμος). Ότι ως εκ τούτου η πρωτόδικη κρίση δεν είναι η ερμηνευτικώς και εφαρμοστικώς ορθή των προειπωθεισών διατάξεων κατά τα άνω εκτιθέμενα και η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να εξαφανισθεί, άλλως να μεταρρυθμισθεί σύμφωνα με τα ανωτέρω. Ο λόγος αυτός τυγχάνει νόμω βάσιμος. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ.1 Ν. 3693/1957, όπως η παράγραφος 1 ισχύει μετά την υπ’ αριθμόν 134423/8-12-1992 Κοινή Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ, Τεύχος Β` 11/20-01- 1993 – Ολ. ΑΠ 1/2012, ΑΠ 329/2014, Τ.Ν.Π. Νόμος), η σε βάρος του Δημοσίου δικαστική δαπάνη δεν δύναται να υπερβεί το ποσό των 300 ευρώ (ΑΠ 32/2022, ΑΠ 578/2019 στην Τ.Ν.Π. Νόμος). Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφαση, αφού έκανε δεκτή την αγωγή, επιδίκασε σε βάρος του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου ως δικαστική δαπάνη το ποσό των 2.000 ευρώ, έσφαλε ως προς την εφαρμογή των διατάξεων που αναφέρθηκαν και πρέπει ως προς το κεφάλαιο αυτό να εξαφανιστεί. Στη συνέχεια, αφού η υπόθεση κρατηθεί ως προς το εν λόγω κεφάλαιο και δικαστεί κατ’ ουσίαν από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εναγόμενου τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων για τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, μειωμένα κατ’ άρθρο 22 παρ.1 Ν. 3693/1957 στο ποσό των 300 ευρώ όπως ορίζεται στο διατακτικό (βλ. ΜονΕφΠατρ 249/2021 στην ΤΝΠ Νόμος). Μη απομένοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση και γενομένης εν μέρει δεκτής της εφέσεως, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ τους λόγω της εν μέρει νίκης και εν μέρει ήττας των διαδίκων σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ.2 στοιχ. β’ του ν. 3693/1957, ομοίως κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την έφεση.

Απορρίπτει κατ’ ουσίαν όποιους λόγους έκρινε απορριπτέους στην έφεση.

Δέχεται στην ουσία του τον δεύτερο λόγο έφεσης.

Εξαφανίζει την 2649/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία) μόνο ως προς τη διάταξη επιδίκασης των δικαστικών εξόδων των εναγόντων σε βάρος του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου.

Κρατεί και δικάζει την από 28.3.2019 (με Γ.Α.Κ. …../2019 και Ε.Α.Κ. ……/2019) αγωγή ως προς το αίτημα επιδίκασης της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων σε βάρος του εναγόμενου.

Δέχεται το αίτημα αυτό.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων σε βάρος του εναγόμενου για τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας και ορίζει αυτά στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, μεταξύ τους.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 11.5.2023.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ