Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 267/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης 267/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Κ.Σ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Ι. Του εκκαλούντος: ……….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρου του Δημήτριο Οικονομόπουλο με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ,

Της εφεσίβλητης: ………., η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου της, Ευαγγελίας Ξυπνητού.

ΙΙ. Της εκκαλούσας: …………, η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου της, Ευαγγελίας Ξυπνητού,

Του εφεσίβλητου: ……….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Οικονομόπουλο με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Η εκκαλούσα-εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 28.12.2018 (με Γ.Α.Κ. …./2018 και Ε.Α.Κ. …./2018) αγωγή της κατά του εκκαλούντος-εφεσίβλητου. Ο εκκαλών-εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου την από 18.2.2019 (με Γ.Α.Κ. ../2019 και Ε.Α.Κ. …/2019) αγωγή του κατά της εκκαλούσας-εφεσίβλητης. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά συνεκδικάζοντας τις παραπάνω αγωγές αντιμωλία των διαδίκων με την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, τον γάμο και την ελεύθερη συμβίωση, εξέδωσε την 2109/2020 οριστική απόφαση με την οποία δέχθηκε εν μέρει αυτές. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο ενάγων-εναγόμενος με την από 19.10.2020 έφεσή του που κατατέθηκε στις 22.10.2020 στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. …./2020 και επικυρωμένο αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε αυθημερόν στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. …./2020, οπότε δικάσιμος για τη συζήτηση αυτής ορίσθηκε η 3.2.2022, από την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο. Ομοίως την ίδια απόφαση προσέβαλε η ενάγουσα-εναγόμενη με την από 23.10.2020 έφεσή της που κατατέθηκε στις 26.10.2020 στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. …./2020 και επικυρωμένο αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε αυθημερόν στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. …./2020, οπότε δικάσιμος για τη συζήτηση αυτής ορίσθηκε η 3.2.2020, από την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή οι δύο εφέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους στο οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν. Κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, ο μεν πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος-εφεσίβλητου που παρέστη με δήλωση, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς τους με τις προτάσεις που κατέθεσε, η δε πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας-εφεσίβλητης, αφού έλαβε τον λόγο, αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου νόμιμα φέρονται μετ’ αναβολή από το πινάκιο προς συζήτηση από την αρχική δικάσιμο της 3.2.2022 σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 226 παρ.4 και 498 παρ.2 ΚΠολΔ α) η από 19.10.2020 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2020 και Ε.Α.Κ. …./2020 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. …./2020) έφεση του ………. κατά της …….., β) η από 23.10.2020 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. …./2020 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. …./2020) έφεση της ……. κατά του …….., αμφότερες προς εξαφάνιση της 2109/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία διαφορών από την οικογένεια, τον γάμο και την ελεύθερη συμβίωση), που συνεκδικάζοντας την από 28.12.2018 (με Γ.Α.Κ. …./2018 και Ε.Α.Κ. …/2018) αγωγή της εκκαλούσας-εφεσίβλητης και την από 18.2.2019 (με Γ.Α.Κ. …/2019 και Ε.Α.Κ. …/2019) αγωγή του εκκαλούντος-εφεσίβλητου περί συμμετοχής εκάστου συζύγου στα αποκτήματα του άλλου κατά της διάρκεια του γάμου τους, δέχθηκε εν μέρει αυτές. Κάθε μία από τις παραπάνω εφέσεις έχει ασκηθεί νόμιμα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα, καθώς όπως υποστηρίζει ο εκκαλών-εφεσίβλητος με τις προτάσεις του, χωρίς να αμφισβητείται από την εκκαλούσα-εφεσίβλητη, η τελευταία του επέδωσε αντίγραφο της εκκαλούμενης απόφασης στις 24.9.2020, εκείνος δε άσκησε την έφεσή του στις 22.10.2020, η δε εκκαλούσα-εφεσίβλητη άσκησε τη δική της έφεση στις 26.10.2020, ημέρα Δευτέρα, παρατεινόμενης της σχετικής προθεσμίας επειδή η 24.10.2020 ήταν ημέρα Σάββατο και η 25.10.2020 ημέρα Κυριακή. Επομένως, οι παραπάνω εφέσεις, οι οποίες αρμοδίως εισάγονται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ και των οποίων η συνεκδίκαση κρίνεται αναγκαία κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 246 και 524 παρ.1 ΚΠολΔ, καθώς στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης, υπάγονται στην ίδια ειδική διαδικασία των διαφορών από τον γάμο, την οικογένεια και την ελεύθερη συμβίωση και με τη συνεκδίκασή τους διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης κι επέρχεται μείωση των εξόδων, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξετασθούν ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους κατ’ άρθρο 533 παρ.1 του ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι για το παραδεκτό των ως άνω ένδικων μέσων δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου, καθώς εξαιρούνται της σχετικής υποχρέωσης ως περιουσιακού δικαίου διαφορές που απορρέουν από τη σχέση των συζύγων, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 495 παρ.3 τελ. εδ. και 592 αρ.3 του ΚΠολΔ.

Από το άρθρο 1400 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι “αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή”, προκύπτει ότι, η απαίτηση του κάθε συζύγου από το άρθρο 1400 ΑΚ είναι κατ` αρχήν ενοχή αξίας (ΟλΑΠ 28/1996), δηλαδή χρηματική ενοχή, αντικείμενο της οποίας αποτελεί η χρηματική αποτίμηση της αύξησης της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, που προέρχεται από τη συμβολή του δικαιούχου, άμεση ή έμμεση (ΑΠ 1092/2021, ΑΠ 1696/2018). Ως αύξηση νοείται όχι μία συγκεκριμένη κτήση, αλλά η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, ήτοι κατά την τέλεση του γάμου (αρχική περιουσία) και κατά το χρόνο που γεννάται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα (τελική περιουσία). Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγόμενης σε τιμές του χρόνου της γένεσης της αξίωσης, δηλαδή της έγερσης της αγωγής, θα κριθεί αν υπάρχει αύξηση της περιουσίας του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα. Για τον υπολογισμό της τελικής περιουσίας, με την έννοια του καθορισμού των περιουσιακών στοιχείων που την αποτελούν, κρίσιμος χρόνος θεωρείται στην περίπτωση λύσης ή ακύρωσης του γάμου με δικαστική απόφαση, ο χρόνος κατά τον οποίο η απόφαση αυτή έγινε αμετάκλητη, και στην περίπτωση της τριετούς διάστασης (κατά την οποία προϋποτίθεται ότι ο γάμος δεν έχει ακόμη λυθεί ή ακυρωθεί), κρίσιμος είναι ο χρόνος της άσκησης της αγωγής (ΑΠ 1092/2021, ΑΠ 182/2021, ΑΠ 140/2021, ΑΠ 492/2017 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 411/2020 στην efeteio-peir.gr), καθόσον για τη γέννηση της αξίωσης αυτής δεν ορίζεται από το νόμο συγκεκριμένη χρονική αφετηρία, αφού αρκεί να έχει διαρκέσει η διάσταση των συζύγων περισσότερο από τρία χρόνια (ΑΠ 350/2020, ΑΠ 1956/2013, ΑΠ 1250/2010, ΑΠ 546/2009). Για την περαιτέρω αναγωγή σε χρήμα των περιουσιακών αυτών στοιχείων, δηλαδή για την εξεύρεση της αξίας τους σε χρήμα, κρίσιμος, σε κάθε περίπτωση, είναι ο χρόνος παροχής της έννομης προστασίας και ειδικότερα εκείνος της άσκησης της αγωγής (ΑΠ 1284/2021, ΑΠ 526/2015, ΑΠ 1029/2013). Ειδικότερα, για το στοιχείο της αύξησης λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της περιουσιακής κατάστασης του υπόχρεου, ώστε, από τη σύγκριση αυτής κατά το χρονικό σημείο τέλεσης του γάμου (αρχική περιουσία) προς εκείνη που υφίσταται κατά το χρονικό σημείο γένεσης της αξίωσης (τελική περιουσία), πρέπει να προκύπτει αύξηση. Η τυχόν ύπαρξη αρχικής περιουσίας ή στοιχείων που την διαφοροποιούν, αποτελεί βάση ένστασης, που προβάλλεται και αποδεικνύεται από τον εναγόμενο. Κατά το χρόνο γέννησης της αξίωσης απαιτείται να διατηρείται η αύξηση της περιουσίας που έγινε με τη συμβολή του δικαιούχου συζύγου (ΑΠ 182/2021, ΑΠ 3/2016). Η συμβολή του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, με την έννοια των διατάξεων του άρθρου 1400 ΑΚ, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο στην παροχή κεφαλαίου με οποιαδήποτε μορφή, αλλά και στην παροχή υπηρεσιών, αποτιμώμενων σε χρήμα, ακόμη και υπηρεσιών, οι οποίες παρέχονται στον συζυγικό οίκο για την επιμέλεια και ανατροφή των τέκνων, όταν και κατά το μέτρο που αυτές δεν επιβάλλονται από την, κατά τα άρθρα 1389 και 1390 του ΑΚ, υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, κατά το οποίο ο υπόχρεος σύζυγος έμεινε απερίσπαστος από την εκπλήρωση της αντίστοιχης υποχρέωσής του σε συνεισφορά στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών και έτσι εξοικονόμησε δαπάνες και δυνάμεις που συνέβαλαν στην επαύξηση της περιουσίας του (ΑΠ 1092/2021, ΑΠ 1550/2018, ΑΠ 1978/2014). Ειδικότερα, κατά την διάταξη του άρθρου 1389 ΑΚ οι σύζυγοι έχουν την υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας και η συνεισφορά αυτή γίνεται με οποιοδήποτε τρόπο, όπως με την προσωπική εργασία, τα εισοδήματά τους και την περιουσία τους, και κατά τη διάταξη του άρθρου 1390 του ίδιου Κώδικα στην υποχρέωση του προηγούμενου άρθρου περιλαμβάνονται η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή τους, η κοινή υποχρέωση για διατροφή των τέκνων τους και γενικά η υποχρέωση για συμβολή τους στη λειτουργία του κοινού οίκου. Το μέτρο της υποχρέωσης προσδιορίζεται ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και η εκπλήρωσή της γίνεται με τον τρόπο που επιβάλλει η έγγαμη συμβίωση (ΑΠ 182/2021, ΑΠ 1048/2009). Ως εργασία κατά την ανωτέρω έννοια, δηλαδή ως μέσο εκπλήρωσης της υποχρέωσης προς συνεισφορά για την κάλυψη των οικογενειακών αναγκών, νοείται και η εξωοικιακή στην οποία εντάσσεται και η παροχή εργασίας από τον ένα σύζυγο στο επάγγελμα ή την επιχείρηση του άλλου, χωρίς αμοιβή. Επομένως, ναι μεν οι δαπάνες από την οποιαδήποτε επαγγελματική δραστηριότητα του συζύγου δεν περιλαμβάνονται στην οικογενειακές ανάγκες, ωστόσο, η προσωπική εργασία του άλλου συζύγου στην επιχείρηση αυτού, αποτελεί μέσο εκπλήρωσης της προς συνεισφορά υποχρεώσεως (ΑΠ 101/2020 στην areiospagos.gr).  Η αποτίμηση όμως των υπηρεσιών του ενάγοντος ή η περιουσιακή εισφορά, με τις οποίες αυτός συνέβαλε στην επελθούσα αύξηση της περιουσίας του εναγόμενου συζύγου του, δεν είναι αναγκαία για το ορισμένο και νόμιμο της αγωγής συμμετοχής στα αποκτήματα, όταν αυτή ερείδεται επί της εξ 1/3 τεκμαρτής συμβολής του στα αποκτήματα του συζύγου του, ή σε μικρότερο ποσοστό, όπως αντιθέτως απαιτείται, όταν η αγωγή στηρίζεται επί της πραγματικής συμβολής (ΑΠ 182/2021, ΑΠ 1473/2019). Μόνο στην τελευταία περίπτωση, για να ληφθούν υπόψη και να υπολογιστούν αυτού του είδους οι υπηρεσίες, ως συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, απαιτείται να γίνεται η, κατά το μέρος που υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση της συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών μέτρο, χρηματική αποτίμησή τους, ή η αποτίμηση των δυνάμεων που εξοικονόμησε από την παροχή τους ο υπόχρεος σύζυγος, εάν προβάλλεται, ότι η εξοικονόμηση αυτή συνέβαλε κατά διαφορετικό από την αποτίμηση των υπηρεσιών ποσό στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου που διαφορετικά δεν θα επιτυγχανόταν χωρίς αυτήν (ΑΠ 1092/2021, 1473/2019, ΑΠ 43/2015). Κατά συνέπεια, οι υπηρεσίες αυτές πρέπει να προσδιορίζονται κατ` είδος και αξία, τόσο στην αγωγή, όσο και στην απόφαση, μόνο όταν και κατά το μέρος που υπερβαίνουν το μέτρο το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση συμβολής στις οικογενειακές ανάγκες (ΑΠ 588/2020, ΑΠ 1059/2014, ΜονΕφΑθ 2183/2022 στην ΤΝΠ Νόμος). Για το νόμιμο και ορισμένο της αγωγής δεν απαιτείται η αναφορά του ύψους των συνολικών οικογενειακών αναγκών ή του ύψους της εισφοράς αμφοτέρων των συζύγων ούτε του ύψους της συνεισφοράς της συζύγου, στην οποία υποχρεούται κατ` άρθρο 1389 ΑΚ, αλλά αρκεί η αναφορά του ύψους της συνεισφοράς της πέραν αυτής στην οποία υποχρεούται κατ` άρθρο 1389 ΑΚ (ΑΠ 492/2017 στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 43/2015, ΑΠ 1511/2005 στις οποίες παραπέμπει η ΕφΠειρ 55/2022 στην efeteio-peir.gr). Από τα ανωτέρω προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα του ενός συζύγου από τον άλλο με βάση το άρθρο 1400 ΑΚ είναι: α) η λύση ή ακύρωση του γάμου ή, κατ` ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διάστασης των συζύγων, β) η αύξηση της περιουσίας του ενός των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου γ) η συμβολή του άλλου συζύγου στην αύξηση αυτή με οποιονδήποτε τρόπο, περιλαμβανόμενης και της υπερβαίνουσας το μέτρο της συνεισφοράς του ενάγοντος συζύγου συμβολής του στις τρέχουσες οικογενειακές δαπάνες, με χρηματικές εισφορές ή εισφορές χρήσης ακινήτου για στέγαση της οικογένειας ή επαγγέλματος του άλλου συζύγου ή με παροχή προσωπικών υπηρεσιών στην αντιμετώπιση των οικογενειακών εν γένει αναγκών και δ) η αιτιώδης σχέση της συμβολής αυτής προς την αύξηση της περιουσίας του εναγόμενου συζύγου (ΑΠ 804/2020, ΑΠ 492/2017). Όταν όμως ζητείται η επιδίκαση του τεκμαιρόμενου ποσοστού (1/3) των αποκτημάτων, ο ενάγων θα δικαιούται το ένα τρίτο από την επαύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου, χωρίς να χρειάζεται να επικαλεστεί και αποδείξει οποιαδήποτε συμβολή του στην αύξηση αυτή, με την προϋπόθεση βέβαια της επίκλησης και απόδειξης τέτοιας αύξησης της περιουσίας του άλλου συζύγου (ΑΠ 101/2020, ΑΠ 182/2021, ΑΠ 1550/2018). Ωστόσο, ο εναγόμενος, ως υπόχρεος σύζυγος, του οποίου η περιουσία φέρεται ότι αυξήθηκε με τη συμβολή του ενάγοντος συζύγου, μπορεί να προβάλει, μεταξύ άλλων, και στις δύο περιπτώσεις του άρθρου 1400 του ΑΚ, ότι η συμβολή του ενάγοντος ήταν κάτω από το ένα τρίτο ή ότι δεν υπάρχει κάποια συμβολή. Για να γίνει όμως δεκτή η ανυπαρξία συμβολής που αποκλείει την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, θα πρέπει ο εναγόμενος σύζυγος, να επικαλεστεί και αποδείξει, ότι ο δικαιούχος της αξίωσης συμμετοχής σύζυγος, είτε δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων, είτε δεν ήθελε να συμβάλει και ότι η επαύξηση της περιουσίας οφείλεται μόνο στον ίδιο. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγόμενου, ενόψει του ότι το καθιερούμενο από το άρθρο 1400 ΑΚ τεκμήριο της συμβολής συμμετοχής στα αποκτήματα κατά το 1/3 ενεργεί και ως προς τους δύο συζύγους, συνιστά, ως προς την απόκρουση του τεκμηρίου ένσταση, ενώ όσον αφορά τον πραγματικό υπολογισμό αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής (ΑΠ 182/2021, ΑΠ 804/2020, ΑΠ 101/2020). Δηλαδή, το καθιερούμενο από τη διάταξη του άρθρου 1400 εδ. β` του ΑΚ ως άνω μαχητό τεκμήριο ότι η συμβολή του δικαιούχου συζύγου ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης της περιουσίας του υπόχρεου, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή, λειτουργεί αμφιμερώς και υπέρ των δύο διαδίκων, με την έννοια ότι αν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του ποσοστό της αύξησης που αντιστοιχεί σε μεγαλύτερη του 1/3 συμβολή, αυτός υποχρεούται να αποδείξει το μεγαλύτερο του τεκμαρτού ποσοστό της συμβολής του, ενώ ο εναγόμενος μπορεί, κατ` ένσταση, να προβάλει και να αποδείξει ότι ο ενάγων είχε μικρότερη της τεκμαιρόμενης ή και καμία συμβολή (ΑΠ 182/2021, ΑΠ 588/2020, ΑΠ 101/2020). Στον ανωτέρω ισχυρισμό του εναγόμενου συζύγου περί μηδενικής συμβολής, κατά νομική και λογική αναγκαιότητα, εμπεριέχεται και ο ισχυρισμός ότι η συμβολή του ενάγοντος συζύγου ήταν κάτω από το 1/3, αφού ο τελευταίος ισχυρισμός είναι λιγότερο επωφελής για τον εναγόμενο από τον ισχυρισμό του για μηδενική συμβολή του ενάγοντος (ΑΠ 182/2021, ΑΠ 101/2020, ΑΠ 1037/2017). Με την ανωτέρω διάταξη δεν καθιερώνεται ιδιαίτερος τρόπος υπολογισμού της αξίωσης σε σχέση με το ποσοστό του τεκμηρίου, αλλ` απλώς γίνεται κατανομή του βάρους της απόδειξης με βάση μαχητό τεκμήριο, ενώ η αξίωση συμμετοχής στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου είναι μία και ενιαία, οποιοδήποτε ποσοστό (μεγαλύτερο ή μικρότερο του τεκμαιρόμενου) συμμετοχής και αν ζητεί με την αγωγή ο δικαιούχος σύζυγος (βλ. για όλα τα ανωτέρω ΑΠ 955/2022 που παραπέμπει στις ΑΠ 182/2021, ΑΠ 588/2020, ΑΠ 101/2020 στην ΤΝΠ Νόμος).  Εάν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του μεγαλύτερο του τεκμαιρόμενου ποσοστό και δεν απέδειξε καμία πραγματική συμβολή του, με τους τρόπους και κατά την αξία που εκθέτει στην αγωγή, η αγωγή δεν απορρίπτεται εξ ολοκλήρου, αλλά μόνο κατά το πλέον του ενός τρίτου ποσοστό της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, ενώ κατά το αντίστοιχο με το ένα τρίτο ποσό, που καλύπτεται από το τεκμήριο, γίνεται δεκτή, εφόσον ο εναγόμενος δεν επικαλέσθηκε ή εάν επικαλέσθηκε, δεν απέδειξε, ότι το ποσοστό συμβολής του ενάγοντος στην αύξηση ήταν μικρότερο ή ότι δεν υπήρξε καμία συμβολή του ενάγοντος στην αύξηση της περιουσίας αυτού (εναγομένου). Στην περίπτωση αυτή, ο ενάγων ή η ενάγουσα, κατ` επιτρεπτή ανταπόδειξη, μπορεί να επικαλεσθεί και αποδείξει την οποιαδήποτε συμβολή έστω και αν είναι μικρότερη από το 1/3 (ΑΠ 566/2014, ΑΠ 1978/2014, ΑΠ 193/2010). Περαιτέρω, κατά τη παράγραφο 3 του άρθρου 1400 ΑΚ στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων για την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν από δωρεά, κληρονομία ή κληροδοσία ή η διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες.  Ο λόγος είναι προφανής, αφού στις τελευταίες αυτές περιπτώσεις δεν υπάρχει συμβολή του άλλου συζύγου (ΑΠ 182/2021 στην ΤΝΠ Νόμος). Τέτοια περίπτωση μπορεί να είναι και δωρεά υποκρυπτόμενη από καταρτισθείσα πώληση που έγινε από τους συμβαλλόμενους για οποιονδήποτε λόγο, π.χ. για φορολογικούς λόγους. Κατά το άρθρο 138 του ΑΚ, δήλωση βούλησης που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά (εικονική) είναι άκυρη, αλλά όμως δικαιοπραξία που καλύπτεται κάτω από την εικονική είναι έγκυρη αν τα μέρη την ήθελαν και συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για τη σύστασή της. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, στην εικονικότητα μιας σύμβασης, ουσιώδες στοιχείο είναι η γνώση και συμφωνία όλων των κατά το χρόνο κατάρτισης της συμβαλλομένων για το ότι η σύμβαση που συνάφθηκε είναι εικονική και δεν παράγει έννομες συνέπειες (ΑΠ 437/2001, ΑΠ 1162/2000, ΑΠ 874/1996), ενώ την εικονικότητα μιας δικαιοπραξίας μπορεί να επικαλεσθεί αυτός που έκανε τη δήλωση ή οι καθολικοί και ειδικοί διάδοχοί του, οι δανειστές του και, γενικά, κάθε τρίτος μη συμβαλλόμενος, όταν έχει έννομο συμφέρον, το οποίο μπορεί να είναι υλικό ή ηθικό και γενικά υπάρχει, όταν από την κατάρτιση της άκυρης σύμβασης δημιουργείται αβεβαιότητα ως προς ορισμένη σχέση του και κίνδυνος για τα συμφέροντά του, είτε άμεσος, είτε επικείμενος, είτε εξαρτώμενος από τη συνδρομή και άλλου μέλλοντος περιστατικού, την αποτροπή του οποίου εξασφαλίζει η αιτούμενη αναγνώριση της ακυρότητας της σύμβασης (ΑΠ 382/2009, ΑΠ 74/2006, ΑΠ 441/1962). Εξάλλου, η έννοια της εικονικότητας είναι ορισμένη αφ’ εαυτής και δεν απαιτείται, για την πληρότητα του ισχυρισμού περί εικονικότητας ορισμένης δικαιοπραξίας, αντιστοίχως δε και για την πληρότητα της αιτιολογίας της δικαστικής απόφασης, που την καταφάσκει, να περιέχεται και το στοιχείο ότι όλοι οι συμβαλλόμενοι ήταν εν γνώσει της εικονικότητας κατά το χρόνο της κατάρτισης της δικαιοπραξίας, αφού αυτό, σύμφωνα με την έννοιά της θεωρείται αυτονόητο ως συντρέχον (ΑΠ 614/2016, ΑΠ 1659/2006, ΑΠ 1169/2013). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 513 ΑΚ προκύπτει ότι ουσιώδη στοιχεία της πωλήσεως είναι το πράγμα, το τίμημα και η περί τούτων συμφωνία, η δε έλλειψη και ενός από τα στοιχεία αυτά καθιστά άκυρη την πώληση. Το τίμημα, ήτοι η αντιπαροχή που οφείλεται από τον αγοραστή για την παροχή του πράγματος ή του δικαιώματος, πρέπει να είναι αληθινό, δηλαδή η περί αυτού συμφωνία να είναι ειλικρινής και σπουδαία, διότι ναι μεν η μη καταβολή του δεν επηρεάζει το κύρος της συμβάσεως, αφού η ενοχή προς καταβολή του μπορεί να αφεθεί ή κατ` άλλο τρόπο να αποσβεσθεί, εάν όμως η συμφωνία που το αφορά έγινε κατά το φαινόμενο μόνο, υπάρχει εικονικότητα κατά την έννοια του άρθρου 138 παρ. 1 ΑΚ (ΑΠ 2120/2017), ενώ είναι δυνατόν υπό την εικονική πώληση να καλύπτεται σύμβαση δωρεάς, την οποία θέλησαν πράγματι τα μέρη (ΑΠ 362/2022, ΑΠ 500/2019 στην ΤΝΠ Νόμος).

Με την από 28.12.2018 αγωγή της η ενάγουσα ισχυριζόταν ότι στον Πειραιά Αττικής, στις 16.4.1977, τέλεσε με τον εναγόμενο νόμιμο θρησκευτικό γάμο, από τον οποίο απέκτησαν ένα άρρεν τέκνο, ήδη ενήλικο. Ότι από τον μήνα Μάιο του έτους 2012 βρίσκονται σε διάσταση, ο δε εναγόμενος καίτοι κατά την τέλεση του γάμου τους δεν διέθετε περιουσία, εντούτοις διαρκούντος του γάμου αυτού και μέχρι τη συμπλήρωση τριετούς διάστασης των διαδίκων τον μήνα Μάιο του 2015, η περιουσία του αυξήθηκε με παράγωγο τρόπο κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή περιουσιακά στοιχεία και συγκεκριμένα απέκτησε: α) ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου πλήρους κυριότητας επί του ειδικότερα περιγραφόμενου κατά θέση, έκταση και όρια οικοπέδου, μετά της εντός αυτού παλαιάς διώροφης οικίας με συνεχόμενες αποθήκες, κείμενου στο …..  και αξίας σήμερα, ως προς το μερίδιο του εναγόμενου, ποσού 7.157,22 ευρώ, β) ποσοστό ¾  εξ αδιαιρέτου πλήρους κυριότητας επί της ειδικότερα περιγραφόμενης κατά θέση, έκταση και όρια οριζόντιας ιδιοκτησίας- διαμερίσματος ζ’ ορόφου οικοδομής ανεγερθείσας στον Πειραιά Αττικής (οδός ………..) και αξίας σήμερα κατά το εν λόγω ποσοστό εξ αδιαιρέτου κυριότητας 92.971,75 ευρώ, γ) ποσοστό ¾  εξ αδιαιρέτου πλήρους κυριότητας επί της ειδικότερα περιγραφόμενης κατά θέση, έκταση και όρια οριζόντιας ιδιοκτησίας- διαμερίσματος γ’ ορόφου στην αμέσως παραπάνω οικοδομή και αξίας σήμερα κατά το εν λόγω ποσοστό εξ αδιαιρέτου κυριότητας, ποσού 81.815,14 ευρώ, δ) ποσοστό ¾ εξ αδιαιρέτου πλήρους κυριότητας επί της ειδικότερα περιγραφόμενης υπ’ αριθ. 5 θέσης στάθμευσης υπογείου της ίδιας αμέσως προαναφερόμενης οικοδομής, αξίας κατά το ως άνω ποσοστό εξ αδιαιρέτου κυριότητας ποσού 1.500 ευρώ καθώς και ε) κατά το χρηματικό ποσό των 36.000 ευρώ, το οποίο ο εναγόμενος από τον μήνα Δεκέμβριο του 2016 έχει μεταφέρει σε τηρούμενο αποκλειστικά επ’ ονόματί του (στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων) λογαριασμό. Ότι η ίδια (ενάγουσα) συνέβαλε στην παραπάνω αύξηση της περιουσίας του εναγόμενου σε ποσοστό 100%, άλλως κατά το 1/3 καθώς, αφού αφαιρεθεί η υποχρέωση συνεισφοράς της στην κάλυψη των οικογενειακών αναγκών συνιστάμενη, αφενός στην αμισθί και χωρίς ασφάλιση απασχόλησή της στο κατάστημα λιανικής και χονδρικής πώλησης χαρτικών και απορρυπαντικών που διατηρούσε με τον εναγόμενο, αποτιμώμενη στο ποσό των 800 ευρώ μηνιαίως, αφετέρου στη διαλαμβανόμενη φροντίδα και επιμέλεια του οίκου τους και των μελών της οικογένειάς τους, αποτιμώμενη στο ποσό των 200 ευρώ μηνιαίως κατά μέσο όρο, παραχώρησε στον εναγόμενο χωρίς αντάλλαγμα α) τη χρήση της επί της οδού ………και …………., στον Πειραιά οικογενειακής στέγης των μερών για το χρονικό διάστημα από τον μήνα Ιανουάριο του 1978 έως τον μήνα Ιούλιο του 2000, που αποτελούσε μέρος της προίκας της, της οποίας (οριζόντιας ιδιοκτησίας) το έτος 1982 απέκτησε και τυπικά την κυριότητα, το δε συνολικό ύψος των μισθωμάτων που ο αντίδικός της θα κατέβαλε επί μίσθωσης παρόμοιου ακινήτου για τις προσωπικές στεγαστικές του ανάγκες για το οικείο χρονικό διάστημα ανέρχεται στο ποσό των 44.999,99 ευρώ, το οποίο (συνολικό ποσό) εντέλει αυτός εξοικονόμησε και β) τη χρήση του αποτελέσαντος την επαγγελματική έδρα του εναγόμενου, ημιυπόγειου Υ-1 καταστήματος ιδιοκτησίας της στην ίδια πολυκατοικία για το διάστημα από τον Ιανουάριο του 1978 έως τη συνταξιοδότηση του εναγόμενου τον μήνα Δεκέμβριο του 2012, το δε συνολικό ύψος των μισθωμάτων που ο αντίδικός της θα κατέβαλε επί μίσθωσης παρόμοιου ακινήτου για το οικείο χρονικό διάστημα ανέρχεται στο ποσό των 126.000 ευρώ σύμφωνα με τα ειδικότερα στην αγωγή διαλαμβανόμενα, το οποίο εντέλει αυτός εξοικονόμησε. Ότι επιπλέον εκείνη συνέβαλε στην αύξηση της περιουσίας του εναγόμενου με την παροχή κεφαλαίου για την κάλυψη των οικογενειακών αναγκών ύψους: 1) 7.336,75 ευρώ, το οποίο η ενάγουσα εισέπραξε από την πώληση του Υ-2 υπόγειου διαμερίσματος στην οδό ………. και ………….. στον Πειραιά, 2) 57.600 ευρώ, το οποίο αυτή εισέπραξε από την εκμίσθωση του Α-3 διαμερίσματος του πρώτου ορόφου οικοδομής επί της οδού ………… στον Πειραιά, κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο του 1993 έως τον Ιούνιο 2017 (ήτοι 288 μήνες x 200 ευρώ) και συνεισέφερε στο ταμείο της οικογένειας, 3) 6.000 ευρώ, το οποίο η ενάγουσα εισέπραξε από την εκμίσθωση του Α-1 διαμερίσματος του πρώτου ορόφου οικοδομής επί της οδού …………. (………..) κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του 2015 έως τον Ιούνιο του 2017 (ήτοι 30 μήνες x 200 ευρώ), 4) 3.000 ευρώ, το οποίο η ενάγουσα εισέπραξε από την εκμίσθωση του Υ-1 ημιυπόγειου καταστήματος της επί της οδού ………. στον Πειραιά οικοδομής στο χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του 2015 έως τον Ιούνιο του 2017 (30 μήνες x 100 ευρώ), 5) 23.625 ευρώ, το οποίο η ενάγουσα εισέπραξε από την εκμίσθωση διαμερίσματος γ’ ορόφου στην οδό ………. στον Πειραιά ως συνιδιοκτήτρια στο χρονικό διάστημα από τον Οκτώβριο του 2001 έως τον Ιούνιο του 2017 (ήτοι 189 μήνες x 500 ευρώ x  ¼  το μερίδιο της ενάγουσας), 6) 8.804,10 ευρώ, ποσό το οποίο καταβλήθηκε στην ενάγουσα από τη μητέρα της, ως αναλογούν μερίδιο από την εκ διαθήκης κληρονομία του πατέρα της, 7) 103.800 ευρώ, το οποίο η ενάγουσα εισέπραξε από την πώληση του προαναφερόμενου Ρ-2 διαμερίσματος-μεζονέτας του 4ου ορόφου πολυκατοικίας επί της οδού ……….. που χρησίμευε αρχικά ως οικογενειακή στέγη και εισέφερε στο ταμείο της οικογένειας. Με βάση τα ανωτέρω, η ενάγουσα ζητούσε, κατ’ εκτίμηση της αγωγής της, α) να αναγνωριστεί ότι η συμβολή της στην αύξηση της περιουσίας του αντιδίκου της ανέρχεται στο 100% της συνολικής αξίας της και να υποχρεωθεί ο  εναγόμενος να της καταβάλει, σύμφωνα με τον πραγματικό υπολογισμό της συμβολής της στην αξία των αποκτημάτων του, το ποσό των 219.444,11 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, άλλως β) καταδικαζόμενος σε δήλωση βουλήσεως, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της μεταβιβάσει το ως άνω ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου πλήρους κυριότητας του οικοπέδου μετά της επ’ αυτού παλαιάς διώροφης οικίας με συνεχόμενες ισόγειες αποθήκες στο …………., τα ¾ εξ αδιαιρέτου της κυριότητας του προαναφερόμενου διαμερίσματος του ζ’ ορόφου επιφάνειας 102,8 τ.μ. της πολυκατοικίας στην οδό …………. στον Πειραιά, τα ¾ εξ αδιαιρέτου της κυριότητας του προαναφερόμενου διαμερίσματος του γ’ ορόφου επιφάνειας 102,8 τ.μ. στην ίδια πολυκατοικία, τα ¾ εξ αδιαιρέτου της υπ’ αριθ. 5 θέσης στάθμευσης αυτοκινήτου στο υπόγειο επιφάνειας 10,12 τ.μ. της αυτής πολυκατοικίας και να της καταβάλει το ποσό των 36.000 ευρώ της κατάθεσής του στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Άλλως επικουρικότερα να αναγνωριστεί η συμμετοχή της στην αύξηση της περιουσίας του εναγόμενου σε ποσοστό 1/3 αυτής και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει, κατά τον τεκμαρτό υπολογισμό της συμβολής της στην αξία των αποκτημάτων αυτού, το ποσό των 73.148,03 ευρώ (=219.444,11 ευρώ x 1/3), με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, άλλως καταδικαζόμενος σε δήλωση βουλήσεως, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της μεταβιβάσει, κατά το εν λόγω ποσοστό 1/3 το ως άνω ποσοστό ½  εξ αδιαιρέτου πλήρους κυριότητας του οικοπέδου μετά της επ’ αυτού παλαιάς διώροφης οικίας με συνεχόμενες ισόγειες αποθήκες στο ………., το 1/3 των ¾ εξ αδιαιρέτου της κυριότητας του προαναφερόμενου διαμερίσματος του ζ’ ορόφου επιφάνειας 102,8 τ.μ. της πολυκατοικίας στην οδό ………… στον Πειραιά, το 1/3 των ¾ εξ αδιαιρέτου της κυριότητας του προαναφερόμενου διαμερίσματος του γ’ ορόφου επιφάνειας 102,8 τ.μ. στην ίδια πολυκατοικία, το 1/3 των  ¾ εξ αδιαιρέτου της υπ’ αριθ. 5 θέσης στάθμευσης αυτοκινήτου στο υπόγειο επιφάνειας 10,12 τ.μ. της αυτής πολυκατοικίας και το 1/3 επί της κατάθεσης των 36.000 ευρώ στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, ήτοι το ποσό των 12.000 ευρώ.

Εξάλλου, με την ως άνω αγωγή συνεκδικάστηκε η αντίθετη από 18.2.2019 αγωγή του ……….. κατά της …………., με την οποία ο ενάγων ισχυριζόταν ότι με την εναγόμενη τέλεσε νόμιμο θρησκευτικό γάμο, από τον οποίο απέκτησαν ένα ενήλικο ήδη, άρρεν τέκνο. Ότι από το έτος 2012 που εκείνος συνταξιοδοτήθηκε, βρίσκονται σε διάσταση, επιπλέον δε ότι καίτοι κατά την τέλεση του γάμου τους η εναγόμενη δεν διέθετε περιουσία, διαρκούντος αυτού και μέχρι τη συμπλήρωση τριετούς διάστασής τους, τον Μάιο του 2015, η περιουσία της αυξήθηκε κατά τα εκ μέρους της αποκτηθέντα περιουσιακά στοιχεία και με τον αναφερόμενο στην αγωγή παράγωγο τρόπο, ήτοι α) κατά ποσοστό ½  εξ αδιαιρέτου πλήρους κυριότητας μιας διώροφης μονοκατοικίας επιφάνειας 149,80 τ.μ. επί οικοπέδου κείμενου στο ………… και αξίας σήμερα κατά το αναλογούν στην εναγόμενη ποσοστό κυριότητας, ύψους 50.000 ευρώ, β) κατά ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου κυριότητας επί οροφοδιαμερίσματος του ζ’ ορόφου, επιφάνειας 102,80 τ.μ. σε πολυκατοικία στην οδό ……….., στον Πειραιά, αξίας σήμερα κατά το οικείο ποσοστό εξ αδιαιρέτου κυριότητας, ύψους 30.990,58 ευρώ, γ) κατά ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου κυριότητας επί οροφοδιαμερίσματος του γ’ ορόφου, επιφάνειας 102,80 τ.μ. στην ίδια πολυκατοικία, αξίας κατά το οικείο ποσοστό εξ αδιαιρέτου κυριότητας, ύψους 21.271,71 ευρώ, δ) κατά ποσοστό ¼  εξ αδιαιρέτου κυριότητας στην υπ’ αριθ. 5 θέση στάθμευσης επιφάνειας 10 τ.μ., υπογείου της ίδιας πολυκατοικίας, αξίας (του ποσοστού αυτού) 500 ευρώ, ε) κατά ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτους κυριότητας στην υπ’ αριθ. 1 θέση στάθμευσης επιφάνειας 10 τ.μ., υπογείου της αυτής πολυκατοικίας, αξίας (του ποσοστού αυτού) 500 ευρώ, στ) κατά ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου κυριότητας στην υπ’ αριθ. 2 θέσης στάθμευσης επιφάνειας 10 τ.μ., υπογείου της ίδιας πολυκατοικίας, αξίας (του εν λόγω ποσοστού) 500 ευρώ, ζ) κατά ποσοστό 100% πλήρους κυριότητας της Υ-1 αποθήκης υπογείου οικοδομής σε πολυκατοικία στην οδό ……………. στον Πειραιά, επιφάνειας 85,46 τ.μ., η οποία αγοράστηκε στο όνομα της εναγόμενης με εμπορεύματα του ενάγοντος αξίας 4.500 ευρώ και η) κατά το χρηματικό ποσό των 39.500 ευρώ από την αναβάθμιση που επήλθε λόγω ανακαίνισης στην πατρική οικία της εναγόμενης στην οδό …………. στη Νίκαια Αττικής. Ότι ο ίδιος ο ενάγων συνέβαλε στην παραπάνω αύξηση της περιουσίας της εναγόμενης σε ποσοστό 100% και δη 1) με τα εισοδήματα από την εμπορική δραστηριότητά του ως χονδρέμπορος χαρτικών και απορρυπαντικών, διαθέτοντας για τις ανελαστικές οικογενειακές δαπάνες το ποσό των 1.320 ευρώ μηνιαίως και συνολικά για το χρονικό διάστημα από 16.4.1977 έως τον Ιούνιο του 2017 το ποσό των 633.000 ευρώ, επιπλέον με την επίπλωση της πρώτης κατοικίας τους για την οποία ο ενάγων δαπάνησε εξ ιδίων το ποσό των 21.000 ευρώ και με τη συμπλήρωση εξοπλισμού της δεύτερης κατοικίας τους, οπότε ο ενάγων κατέβαλε επιπροσθέτως το ποσό των 6.000 ευρώ, 2) με την χωρίς αντάλλαγμα παραχώρηση σε αυτήν (εναγόμενη), κατά το ποσοστό ¾  εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας του ενάγοντος, της χρήσης του αποτελέσαντος την οικογενειακή στέγη των διαδίκων για το χρονικό διάστημα από τον Ιούνιο του 2000 έως τον Ιούνιο του 2017, οροφοδιαμερίσματος ζ’ ορόφου συνιδιοκτησίας του σε πολυκατοικία στην οδό ………….. στον Πειραιά, το δε συνολικό ύψος των μισθωμάτων που η εναγόμενη θα κατέβαλε επί μίσθωσης παρόμοιου ακινήτου για το οικείο χρονικό διάστημα ανέρχεται στο ποσό των 107.100 ευρώ σύμφωνα με τα στην αγωγή διαλαμβανόμενα, το οποίο (συνολικό ποσό) εντέλει αυτή εξοικονόμησε, 3) με την χωρίς αντάλλαγμα παραχώρηση στην εναγόμενη για το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο του 1997 έως τον Ιούνιο του 2017, της χρήσης της κείμενης στο ………… εξοχικής κατοικίας συγκυριότητάς του, το δε συνολικό ύψος των μισθωμάτων που η εναγόμενη θα κατέβαλε επί μίσθωσης παρόμοιου ακινήτου για το οικείο χρονικό διάστημα ανέρχεται στο ποσό των 25.000 ευρώ κατά τα ειδικότερα στην αγωγή διαλαμβανόμενα, το οποίο (ποσό) αυτή εξοικονόμησε, 4) με την παροχή κεφαλαίου για την κάλυψη των οικογενειακών αναγκών συνολικού ύψους 98.437,50 ευρώ, το οποίο ο ενάγων εισέπραξε από την εκμίσθωση του περιγραφόμενου οροφοδιαμερίσματος του τρίτου ορόφου οικοδομής επί της οδού ……………. στον Πειραιά στο διάστημα από τον Ιανουάριο του 2001 έως τον Ιούνιο του 2017, 5) με την προσφορά των υπηρεσιών του για την κάλυψη των οικογενειακών αναγκών συνισταμένη αφενός στην αποκλειστικά εκ μέρους του επιδειχθείσα μέριμνα για τη μόρφωση και πρόοδο στον τομέα του αθλητισμού του υιού τους, αποτιμώμενη στο ποσό των 100 ευρώ μηνιαίως και συνολικά στο ποσό των 36.000 ευρώ (12 μήνες x 30 έτη x 100 ευρώ), αφετέρου στην παρατιθέμενη συμμετοχή του στις οικιακές εργασίες, αποτιμώμενη στο ποσό των 100 ευρώ μηνιαίως και συνολικά στο ποσό των 48.000 ευρώ (12 μήνες x 40 έτη x 100 ευρώ). Ότι η συνολική συνεισφορά του στις οικογενειακές δαπάνες κατά τη διάρκεια του 40ετούς έγγαμου βίου δηλαδή από τον γάμο των διαδίκων στις 16.4.1977 μέχρι τη μετοίκησή του τον Ιούνιο του 2017 ανήλθε στο ποσό των 974.537,50 ευρώ που αντιστοιχεί σε 2.030,30 ευρώ μηνιαίως, ενώ η εύλογη συνεισφορά του για τη διαβίωση της τριμελούς αστικής οικογένειάς του δεν έπρεπε να υπερβαίνει τα 1.300 ευρώ μηνιαίως, ήτοι για 40 έτη το συνολικό ποσό των 624.000 ευρώ, οπότε το υπερβάλλον ποσό των 350.537,50 ευρώ συνιστά τη συνεισφορά του πέραν του επιβαλλόμενου μέτρου και το οποίο διοχετεύθηκε στην περιουσία της εναγόμενης και στην αναβάθμιση αυτής. Με βάση τα ανωτέρω, ο ενάγων ζητούσε κατόπιν παραδεκτού περιορισμού της αγωγής του από καταψηφιστικό σε (έντοκο) αναγνωριστικό, α) να αναγνωριστεί ότι η συμβολή του στην αύξηση της περιουσίας της αντιδίκου του ανέρχεται στο 100% της συνολικής αξίας της και να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης να του καταβάλει σύμφωνα με τον πραγματικό υπολογισμό της συμβολής του στην αξία των αποκτημάτων της τελευταίας, το ποσό των 147.762,29 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, άλλως β) να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης να του μεταβιβάσει, καταδικαζόμενη σε δήλωση βουλήσεως, το ως άνω ποσοστό ½  εξ αδιαιρέτου πλήρους κυριότητάς της επί του ειδικότερα περιγραφόμενου κατά θέση, έκταση και όρια οικοπέδου, μετά της εντός αυτού οικίας, κείμενου στο ……….., το ως άνω ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου πλήρους κυριότητάς της επί της ειδικότερα περιγραφόμενης ιδιοκτησίας- διαμερίσματος ζ’ ορόφου οικοδομής ανεγερθείσας στον Πειραιά Αττικής (οδός ………….), το ως άνω ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου πλήρους κυριότητάς της επί της ειδικότερα περιγραφόμενης οριζόντιας ιδιοκτησίας- διαμερίσματος γ’ ορόφου στην ίδια αμέσως παραπάνω οικοδομή, το ως άνω ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου πλήρους κυριότητάς της επί της ειδικότερα περιγραφόμενης υπ’ αριθ. 5 θέσης στάθμευσης υπογείου της ίδιας ανωτέρω οικοδομής, το  ποσοστό ¼  εξ αδιαιρέτου πλήρους κυριότητας επί της ειδικότερα περιγραφόμενης υπ’ αριθ. 1 θέσης στάθμευσης υπογείου της ίδιας οικοδομής, το ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου πλήρους κυριότητας της επί της ειδικότερα περιγραφόμενης υπ’ αριθ. 2 θέσης στάθμευσης υπογείου της αυτής οικοδομής, καθώς και να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή της να του καταβάλει τα ως άνω χρηματικά ποσά των 4.500 ευρώ και 39.500 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο συνεκδικάζοντας τις δύο αγωγές απέρριψε αμφότερες ως προς τις βάσεις τους για συμμετοχή στα αποκτήματα του/της συζύγου με βάση τον πραγματικό υπολογισμό της συμβολής του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου. Ειδικότερα, ως προς την αγωγή της εκκαλούσας-ενάγουσας διέλαβε ότι «ωστόσο, η αγωγή, κατά την επιστηριζόμενη στον πραγματικό υπολογισμό της συμβολής της ενάγουσας στην επαύξηση της περιουσίας του εναγόμενου βάση της, είναι αόριστη και συνεπώς απορριπτέα δοθέντος ότι, μολονότι η ενάγουσα επικαλείται τη συμβολή της στην αύξηση της περιουσίας του αντιδίκου της- εν διαστάσει συζύγου της δια της εκ μέρους της παραχώρησης των ανωτέρω ακινήτων της κατά χρήση, δια της εκ μέρους της διάθεσης χρημάτων από την εκμετάλλευση της περιουσίας της (εισπραχθέντα μισθώματα κοκ) για την κάλυψη των οικογενειακών αναγκών («ταμείο της οικογένειας…»), εντούτοις δεν αναφέρει κατά ποιο μέρος υφίσταται υπέρβαση του επιβαλλόμενου, με βάση τις οικονομικές της δυνάμεις, από δε την κατά τις διατάξεις των άρθρων 1389 και 1390 ΑΚ υποχρέωσή της συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών μέτρου, ούτε και το ποσό που όφειλε τελικώς η ενάγουσα να συνεισφέρει για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειάς της, με βάση τα επακριβώς προσδιοριζόμενα εισοδήματά της κλπ, αφού, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχ. ΙΙ νομική σκέψη της απόφασης, οι οικείες παροχές μόνον κατά το μέρος που υπερβαίνουν το ποσό της οφειλόμενης συνεισφοράς συνιστούν συμβολή στην περιουσιακή επαύξηση του άλλου συζύγου και παρέχουν δικαίωμα απόδοσης και όχι στο σύνολό τους». Ακολούθως δε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι η επικουρική βάση της αγωγής, η επιστηριζόμενη στον τεκμαρτό υπολογισμό της συμβολής της ενάγουσας στην επαύξηση της περιουσίας του εναγόμενου είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη και δέχθηκε εν μέρει αυτή στην ουσία της. Ωστόσο, με την απόρριψη ως αόριστης της κύριας βάσης της από 28.12.2018 αγωγής της ενάγουσας περί συμμετοχής της στα αποκτήματα του εναγόμενου διαρκούντος του γάμου τους που στηριζόταν στον πραγματικό υπολογισμό της συμβολής της στην επαύξηση της περιουσίας του έσφαλε η εκκαλούμενη, καθώς το αγωγικό δικόγραφο περιείχε όλα τα κατά τον νόμο απαιτούμενα στοιχεία για το ορισμένο της βάσης αυτής στοιχεία. Ειδικότερα, η ενάγουσα διαλαμβάνει στην αγωγή της ότι κατά την τέλεση του γάμου τους, ο εναγόμενος δεν είχε περιουσιακά στοιχεία, πλην όμως ότι διαρκούντος του γάμου τους απέκτησε την αναλυτικώς αναφερόμενη περιουσία, ήτοι ακίνητα και κατατεθειμένο χρηματικό ποσό σε τράπεζα, η οποία διατηρείτο κατά τη συμπλήρωση τριετούς διάστασης των διαδίκων και ανερχόταν ως προς την αξία των επιμέρους στοιχείων κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής της στα πιο πάνω εκτιθέμενα ποσά, ότι η υποχρέωση συνεισφοράς της στις οικογενειακές ανάγκες καλύφθηκε με την παροχή εκ μέρους της υπηρεσιών εξωοικιακών και οικιακών και δη αφενός με την εργασία της ως υπάλληλος καταστήματος λιανικής πώλησης χαρτικών και απορρυπαντικών ειδών, με πλήρες ωράριο καταστημάτων σε καθημερινή βάση, στο υπ’ αριθ. Υ1 ημιυπόγειο κατάστημα ιδιοκτησίας της επί της οδού …………… στον Πειραιά και από το οποίο ο εναγόμενος εμπορευόταν με χονδρική πώληση τα παραπάνω είδη και μάλιστα από το έτος 1978 έως το έτος συνταξιοδότησης του εναγόμενου το 2012, χωρίς να λαμβάνει η ίδια μισθό από τον εναγόμενο και χωρίς να είναι ασφαλισμένη και όπως η αξία της παρασχεθείσας εργασίας της στην επιχειρηματική δραστηριότητα του εναγόμενου αποτιμάται με σημερινές τιμές στο ποσό των 800 ευρώ τον μήνα, αφετέρου με την παροχή οικιακών εν γένει υπηρεσιών και φροντίδων στην συζυγική οικία προς τον εναγόμενο και το τέκνο τους, ………., μέχρι την ενηλικίωση και την αποχώρησή του από την οικογενειακή στέγη (και δη για όλη την οικογένεια πλύσιμο, σιδέρωμα ρούχων, παρασκευή φαγητού καθημερινά, προμήθεια διαφόρων ειδών για τις ανάγκες της οικογένειας, καθαρισμό οικογενειακής στέγης και συντήρηση νοικοκυριού, ανατροφή και μόρφωση τέκνου με επιτήρηση αυτού, βοήθεια στο σχολείο, διαπαιδαγώγηση) η αξία των οποίων αποτιμάται σήμερα στο ποσό των 200 ευρώ μηνιαίως, ενώ πέραν της αναλογούσας σε αυτήν υποχρέωσης συνεισφοράς στις οικογενειακές ανάγκες κατά το επιβαλλόμενο μέτρο του άρθρου 1389 ΑΚ: 1) διέθεσε κατά τη διάρκεια του γάμου της με τον εναγόμενο, το υπ’ αριθ. Ρ-2 διαμέρισμα-μεζονέτα του 4ου και 5ου ορόφου στην πολυκατοικία επί της οδού …………… στον Πειραιά που αρχικά της το παραχώρησαν δωρεάν οι αδελφές της και μετά το απέκτησε και τυπικά η ίδια κατά κυριότητα για να μένει σε αυτό η οικογένεια τους, δηλαδή και ο εναγόμενος και ο οποίος κατά την αναλογία του στη χρήση της οικογενειακής στέγης εξοικονομούσε 166,66 ευρώ μηνιαίως και συνολικά για το διάστημα που παρέμειναν σε αυτή (Ιανουάριο 1978 έως Ιούνιο 2000) το ποσό των 44.999,99 ευρώ (166,66 ευρώ χ 270 μήνες), 2) επιπλέον ο εναγόμενος εξοικονόμησε τη μισθωτική δαπάνη από τη χρήση για τις ανάγκες της επιχείρησής του, του Υ1 υπόγειου καταστήματος στην ίδια πολυκατοικία με μισθωτική αξία σήμερα 300 ευρώ τον μήνα και ότι το συνολικό όφελος του εναγόμενου για το διάστημα από Ιανουάριο 1978 έως Δεκέμβριο 2012 που έκλεισε την επιχείρησή του, ανήλθε στο ποσό των 126.000 ευρώ, 3) εισέφερε στο ταμείο της οικογένειας το έτος 1989, το τίμημα από την πώληση του υπ’ αριθ. Υ-2 υπόγειου διαμερίσματος της ίδιας  πολυκατοικίας στον …….., το οποίο πώλησαν μεν οι αδελφές της ………… και ……… στον ανωτέρω, πλην όμως στην πραγματικότητα το διαμέρισμα αυτό ήταν τμήμα της προίκας της ενάγουσας, οπότε το τίμημα της πώλησης αυτού, ύψους 2.500.000 δραχμών, ήτοι 7.336,75 ευρώ παραδόθηκε στην ενάγουσα και το έβαλε στο ταμείο της οικογένειάς της, 4) εισέφερε στο ταμείο της οικογένειας μισθώματα συνολικού ποσού 57.600 ευρώ κατά το διάστημα από Ιούλιο του 1993 έως την αποχώρηση από τη συζυγική οικία του εναγόμενου τον Ιούνιο του 2017, από την εκμίσθωση αντί μηνιαίου μισθώματος 200 ευρώ, του υπ’ αριθ. Α-3 διαμερίσματος του πρώτου ορόφου της ίδιας πολυκατοικίας, το οποίο της μεταβίβασαν με το υπ’ αριθ. …………/10-6-1993 συμβόλαιο δωρεάς εν ζωή της συμβ/φου Πειραιώς ………., οι ως άνω αδελφές της και το οποίο στη συνέχεια αυτή εκμίσθωνε, 5) εισέφερε στο ταμείο της οικογένειας μισθώματα συνολικού ύψους 6.000 ευρώ από την εκμίσθωση του υπ’ αριθ. Α1 διαμερίσματος του πρώτου ορόφου πολυκατοικίας στην οδό .. αρ….. στη Νίκαια Αττικής, που το έχει λάβει ως γονική παροχή και το εκμίσθωνε αντί μηνιαίου μισθώματος 300 ευρώ από τον Ιανουάριο του 2015 έως την αποχώρηση του εναγόμενου από τη συζυγική οικία τον Ιούνιο του 2017, 6) εισέφερε στο ταμείο της οικογένειας μισθώματα συνολικού ύψους 3.000 ευρώ από την εκμίσθωση του πιο πάνω υπ’ αριθ. Υ1 ημιυπόγειου καταστήματος της πολυκατοικίας στην οδό … και ……….  στον Πειραιά που το εκμίσθωσε αντί μηνιαίου μισθώματος 100 ευρώ στο διάστημα από τον Ιανουάριο του 2015 έως τον Ιούνιο του 2017, 7) εισέφερε στο ταμείο της οικογένειας την αναλογία της από μισθώματα συνολικού ύψους 23.625 ευρώ, από την εκμίσθωση του διαμερίσματος γ’ ορόφου επί της οδού ……………….   στη ……, του οποίου τυγχάνει συγκύρια σε ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου και το οποίο εκμίσθωνε από κοινού με τον εναγόμενο αντί μηνιαίου μισθώματος 500 ευρώ, εκ των οποίων τα 125 ευρώ αναλογούν στην ίδια κατά το διάστημα από τον Οκτώβριο του 2001 έως τον Ιούνιο του 2017, 8) εισέφερε στο ταμείο της οικογένειας ποσό 3.000.000 δραχμών, ήτοι 8.804,10 ευρώ που της κατέλειπε ο αποβιώσας το έτος 1995 πατέρας της ως αναλογούν μερίδιο στην κληρονομία του και που της έδωσε η μητέρα της σε μετρητά το έτος 1997, 9) εισέφερε στο ταμείο της οικογένειας ποσό 103.800 ευρώ ως μέρος του τιμήματος από την πώληση το έτος 2000 του υπ’ αριθ. Ρ-2 διαμερίσματος-μεζονέτας 4ου και 5ου ορόφου στην οδό ………, ιδιοκτησίας της που αποτέλεσε αρχικά την οικογενειακή στέγη, ενώ το υπόλοιπο του τιμήματος 40.000 ευρώ το έδωσε ως γονική παροχή στον υιό των διαδίκων. Ότι έτσι κατ’ άθροιση των ανωτέρω επιμέρους κονδυλίων η συμβολή της πέρα από τα όρια της προβλεπόμενης από το άρθρο 1389 ΑΚ υποχρέωσής της από τον γάμο, ανέρχεται στο συνολικό ποσό τω 381.165,84 ευρώ και υπερκαλύπτει την επαύξηση της περιουσίας του εναγόμενου, διαρκούντος του γάμου τους, που ανέρχεται στο ποσό των 219.444,11 ευρώ, οπότε η συμμετοχή της στη απόκτηση των πιο πάνω περιουσιακών στοιχείων του εναγόμενου ανέρχεται σε ποσοστό 100%. Δεδομένου λοιπόν ότι η κύρια βάση της ως άνω αγωγής τυγχάνει ορισμένη, πρέπει, γενομένου δεκτού του πρώτου λόγου της από 23.10.2020 έφεσης, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και αφού κρατηθεί η από 28.12.2018 αγωγή από το παρόν Δικαστήριο, η οποία είναι παραδεκτή και νόμιμη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1400, 345, 346 ΑΚ, 176, 191 παρ.2, 949 ΚΠολΔ, να εξετασθεί στην ουσία της και ως προς τη βάση της επικαλούμενης πραγματικής συμβολής της ενάγουσας στην επαύξηση της περιουσίας του εναγόμενου. Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε αντίστοιχα και την κύρια βάση της από 18.2.2019 αγωγής του εκκαλούντος-ενάγοντος περί πραγματικής συμβολής στα αποκτήματα της εναγόμενης εν διαστάσει συζύγου του διαλαμβάνοντας ότι «Ωστόσο, η αγωγή, κατά την επιστηριζόμενη στον πραγματικό υπολογισμό της συμβολής του ενάγοντος στην επαύξηση της περιουσίας της εναγόμενης βάση της, είναι αόριστη και συνεπώς απορριπτέα δοθέντος ότι, μολονότι ο ενάγων επικαλείται τη συμβολή του στην επαύξηση της περιουσίας της αντιδίκου του- εν διαστάσει συζύγου του δια της εκ μέρους του διάθεσης χρημάτων από την εργασία του για την κάλυψη των οικογενειακών αναγκών, δια της παραχώρησης των ανωτέρω ακινήτων του κατά χρήση κλπ. εντούτοις, δεν αναφέρει κατά ποιο μέρος υφίσταται υπέρβαση του επιβαλλόμενου, με βάση τις οικονομικές του δυνάμεις, από δε την κατά τα άρθρα 1389 και 1390 ΑΚ υποχρέωσή του συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, μέτρου, ούτε και το ποσό που όφειλε τελικώς ο ενάγων να συνεισφέρει για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειάς του- οι οποίες σημειωτέον, στη σελίδα 17 του αγωγικού δικογράφου προσδιορίζονται σε 1.320 ευρώ μηνιαίως κατά μέσο όρο, ενώ, σε έτερο σημείο αυτού (αγωγικού δικογράφου) και συγκεκριμένα στη σελίδα 26 προσδιορίζονται σε 1.300 ευρώ μηνιαίως- με βάση τα επακριβώς προσδιοριζόμενα εισοδήματά του κλπ, αφού, σύμφωνα και με τα  διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχ. ΙΙ νομική σκέψη της απόφασης, οι οικείες παροχές μόνον κατά το μέρος που υπερβαίνουν το ποσό της οφειλόμενης εισφοράς συνιστούν συμβολή στην περιουσιακή επαύξηση του άλλου συζύγου και παρέχουν δικαίωμα απόδοσης και όχι στο σύνολό τους, επισημαινόμενου ότι από τη σύγκριση του συνόλου των οικογενειακών αναγκών με τις χρηματικές παροχές του κλπ θα προκύψει το επιβαλλόμενο από τις ιδιαίτερες συνθήκες και περιστάσεις μέτρο της υποχρέωσης συνεισφοράς των συζύγων στην αντιμετώπιση των εν λόγω αναγκών». Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι κατά το σιωπηρώς σωρευόμενο ως εμπεριεχόμενο στο διωκόμενο (μείζον του 1/3) ποσοστό συμβολής με βάση τον πραγματικό υπολογισμό, τεκμαρτό ποσοστό συμβολής του (ενάγοντος) (ΑΠ 460/2019 Νόμος, ΕφΔωδ 101/2014 Νόμος, ΠολΠρΑθ 36/2014 Νόμος), η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη και δέχθηκε εν μέρει αυτή στην ουσία της. Ωστόσο, κατά τον βάσιμο πρώτο λόγο της από 19.10.2020 έφεσης του εκκαλούντος-ενάγοντος εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως αόριστη την κύρια βάση της αγωγής περί συμμετοχής του ενάγοντος στα αποκτήματα της εναγόμενης συζύγου του διαρκούντος του γάμου τους συνολικής αξίας 147.762,29 ευρώ, βάσει του πραγματικού υπολογισμού συμβολής στην αύξηση της περιουσίας της τελευταίας, δεδομένου ότι ο ενάγων εκθέτει στην αγωγή του ότι η σύζυγός του κατά την τέλεση του γάμου τους δεν είχε περιουσιακά στοιχεία, ότι κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, οπότε είχε συμπληρωθεί η τριετής μεταξύ τους διάσταση είχε αποκτήσει τα παραπάνω αναφερόμενα περιουσιακά στοιχεία με την αξία που είχαν κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, ότι τα καθαρά μηνιαία εισοδήματά του από την άσκηση της επιχείρησής του (χονδρεμπόριο χαρτικών και απορρυπαντικών) καθ’ όλη τη διάρκεια του έγγαμου βίου αντιστοιχούσαν σε τουλάχιστον 2.000 ευρώ, ότι οι οικογενειακές ανάγκες κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου δεν υπολείπονταν από τα 1.200 ευρώ μηνιαίως, ως μέσος δε όρος ήταν οι 400.000 δραχμές ή τα 1.320 ευρώ, όπως οι ανάγκες αυτές αναλυτικά αναφέρονται και αποτιμάται κάθε επιμέρους αναγκαία σε χρήμα δαπάνη, ότι τα έξοδα για τις δαπάνες αυτές τα κατέβαλε ο ίδιος και ότι για σαράντα έτη πλήρωσε συνολικά 633.600 ευρώ (1.320 ευρώ μηνιαίως κατά μ.ο. χ 12 μήνες χ 40 έτη), ότι ωστόσο η συμβολή του στις εν γένει οικογενειακές δαπάνες και στην αύξηση της περιουσίας της εναγόμενης από τον γάμο τους στις 16.4.1977 μέχρι τη μετοίκησή του τον Ιούνιο του 2017, ανήλθε στο ποσό των 974.537,50 ευρώ, ότι το υπερβάλλον ποσό των 350.537,50 ευρώ προήλθε από την παροχή από τον ίδιο οικιακού εξοπλισμού (27.000 ευρώ), από την παροχή από το έτος 2000 έως τον Ιούνιο του 2017 ως συζυγική στέγη του οροφοδιαμερίσματος 7ου ορόφου στην οδό ………………. αρ. στον Πειραιά που του ανήκε κατά τα ¾ εξ αδιαιρέτου (αξία χρήσης 107.100 ευρώ), από την διατεθείσα από αυτόν προς χρήση για αναψυχή, αποπερατωθείσα με δική του εργασία και δαπάνες εξοχική κατοικία στο ………., κατά το διάστημα Ιουλίου 1997-Ιουνίου 2017 (μισθωτική αξία κατά το ½ συγκυριότητας που του αναλογούσε 25.000 ευρώ), από τη διάθεση μισθωμάτων από την εκμίσθωση οροφοδιαμερίσματος 3ου ορόφου στην οδό ………………. αρ.23 στον Πειραιά συγκυριότητάς του στα ¾ εξ αδιαιρέτου για το διάστημα από τον Ιανουάριο 2001 έως τον Ιούνιο του 2017 (98.437,5 ευρώ), από την προσφορά του στη μόρφωση και στις αθλητικές επιδόσεις του υιού των διαδίκων …………., καθώς και στην επαγγελματική του αποκατάσταση με άνοιγμα γραφείου πολιτικού μηχανικού στη Νίκαια όλα δε αυτά στο διάστημα από το έτος 1979 που γεννήθηκε μέχρι το έτος 2009 που ο υιός του παντρεύτηκε (36.000 ευρώ) και από την αξία της συμμετοχής του στις οικιακές εργασίες επί 40 έτη (καθαριότητα, επισκευές και συντήρηση συζυγικών κατοικιών) που αντιστοιχούσε στο ποσό των 100 ευρώ τον μήνα (48.000 ευρώ). Με εξαίρεση το ποσό των 36.000 ευρώ που συνυπολόγισε ο ενάγων στην αγωγή του ως παροχή οικογενειακών υπηρεσιών προς τον υιό του, όπου δεν προσδιορίζει εκείνος (ενάγων) πώς συνέβαλε στην αθλητική εξέλιξη του υιού σε παγκόσμιο πρωταθλητή όσο ήταν ανήλικος και ως προς το άνοιγμα γραφείου πολιτικού μηχανικού, μετά τις σπουδές του και αφού είχε ενηλικιωθεί δεν διευκρινίζει πώς τούτο σχετίζεται με την αύξηση της περιουσίας της εναγόμενης, οπότε το σχετικό κονδύλιο τυγχάνει αόριστο και ως εκ τούτου απαράδεκτο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ.2, 118 στοιχ.4 και 216 παρ.1 στοιχ.α’ και β’ ΚΠολΔ και κατά τη βάσιμη σχετική αιτίαση της εφέσεως της εκκαλούσας (την οποία αυτή τιτλοφορεί στο εφετήριο «ένσταση ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησής μου»), η αγωγή κατά την κύρια βάση της τυγχάνει επαρκώς ορισμένη. Ως εκ τούτου, γενομένου δεκτού του πρώτου λόγου της από 19.10.2020 έφεσης, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη που απέρριψε την κύρια βάση της ως άνω αγωγής περί πραγματικής συμβολής στα συζυγικά αποκτήματα ως αόριστη και αφού κρατηθεί από το παρόν Δικαστήριο η ως άνω από 18.2.2019 αγωγή που τυγχάνει κατά τα ανωτέρω ορισμένη, παραδεκτή και νόμιμη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1400, 345, 346 ΑΚ, 70, 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, θα εξετασθεί ακολούθως στην ουσία της. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να σημειωθεί ότι η πραγματική από την τεκμαιρόμενη στο 1/3 συμβολή του ενός συζύγου στα αποκτήματα του άλλου κατά το άρθρο 1400 ΑΚ δεν αποτελούν στην ουσία διαφορετικές βάσεις της αγωγής περί συμμετοχής στα αποκτήματα, αλλά διαφορετικό τρόπο υπολογισμού της συμμετοχής αυτής, καθώς στην πρώτη περίπτωση (πραγματικός υπολογισμός) υπάρχει η δυνατότητα ακριβούς υπολογισμού της συμβολής αυτής, ενώ στον τεκμαρτό υπολογισμό δίνεται η δυνατότητα από το νομοθέτη, εφόσον προκύπτει επαύξηση της περιουσίας του συζύγου, αλλά δεν μπορεί να υπολογισθεί με ακρίβεια η συμβολή του άλλου συζύγου, να ορισθεί κατ’ αποκοπή από το Δικαστήριο, κατά τεκμήριο, ένα ποσοστό συμμετοχής του ενός συζύγου στα αποκτήματα του άλλου σε ποσοστό 1/3, την οποία βέβαια συμμετοχή δύναται ο εναγόμενος σύζυγος να αποδείξει ότι είναι ακόμη μικρότερη από το τεκμαιρόμενο 1/3 ή και ανύπαρκτη.

Περαιτέρω, πριν το Δικαστήριο προχωρήσει στην επί της ουσίας εξέταση της υπόθεσης, πρέπει να σημειωθεί ότι με τον τρίτο λόγο της από 19.10.2020 έφεσής του ο εκκαλών παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο και κατά πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων δεν συμπεριέλαβε τον οικιακό εξοπλισμό και την επίπλωση που η εναγόμενη αφαίρεσε μονομερώς και συνολικά από τη συζυγική τους οικία στην οδό ………………., όπως περιγράφει στις από 2.10.2019 προτάσεις του, συνολικής αξίας 52.050 ευρώ, τον οποίο αγόρασε και πλήρωσε αποκλειστικά ο ίδιος κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου τους, δηλαδή από το έτος 1977 έως το έτος 2017 και τον οποίο η εναγόμενη κατά την αποχώρησή της από τη μέχρι πρότινος συζυγική κατοικία, εντελώς παράνομα, αυθαίρετα και κακόπιστα συναποκόμισε, αυξάνοντας την περιουσία της πριν από την πρώτη συζήτηση της αγωγής του στις 2.10.2019. Ακολούθως ο εκκαλών εκθέτει αναλυτικά ποια είναι αυτά τα αντικείμενα και την αξία τους και αιτιάται την εκκαλουμένη ότι έσφαλε γιατί δεν συμπεριέλαβε στη συμβολή του ενάγοντος στην αύξηση της περιουσίας της εναγόμενης τη χρηματική αποτίμηση της οικοσκευής και της επίπλωσης της συζυγικής τους κατοικίας κατά το 100% της αξίας της, ήτοι 52.050 ευρώ, άλλως, ως εκ τούτου επικουρικά, του τεκμαρτού 1/3 της αξίας αυτής ήτοι (52.050 ευρώ χ 1/3=) 17.350 ευρώ. Επί του λόγου αυτού λεκτέα τυγχάνουν τα εξής: Σύμφωνα με το άρθρο 12 του ΚΠολΔ «1. Δύο μόνο βαθμοί δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων υπάρχουν, των οποίων την τήρηση το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως. 2. Αυτοτελής αίτηση δεν επιτρέπεται να υποβληθεί απευθείας σε δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά». Στην προκειμένη περίπτωση από την ανάγνωση του δικογράφου της από 18.2.2019 αγωγής του εκκαλούντος προκύπτει ότι στο ποσό των 147.762,29 ευρώ που κατά τον ίδιο αποτελεί τη συνολική αύξηση της περιουσίας της εναγόμενης κατά τη διάρκεια του γάμου τους με δική του συμμετοχή στην αύξηση αυτή σε ποσοστό 100% και το οποίο ζητεί να αναγνωριστεί ότι του οφείλει η εναγόμενη, δεν έχει συναθροίσει την αξία του οικιακού εξοπλισμού και της επίπλωσης, ούτε άλλωστε επικουρικά ζητούσε την αυτούσια απόδοση των πραγμάτων αυτών. Ως εκ τούτου, παραπονούμενος με τον παραπάνω λόγο έφεσης ότι δεν αναγνωρίστηκε με την εκκαλουμένη ότι του οφείλεται η αξία των παραπάνω πραγμάτων, επιχειρεί απαραδέκτως να εισάγει το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου κεφάλαιο που δεν είχε συμπεριλάβει στο αίτημα της αγωγής του. Επομένως, ο σχετικός λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 12 παρ.2 και 111 παρ.2 του ΚΠολΔ. Περαιτέρω, η εκκαλούσα-εφεσίβλητη με την προσθήκη- αντίκρουση των προτάσεών της υποστηρίζει ότι η επαναφορά των ισχυρισμών του αντιδίκου της από τον πρώτο βαθμό με την ενσωμάτωσή τους στις προτάσεις του ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου δεν έχει γίνει νόμιμα και ότι επομένως δεν μπορούν να ληφθούν υπόψιν οι ισχυρισμοί αυτοί. Ειδικότερα αναφέρει ότι ο εφεσίβλητος-ενάγων-εναγόμενος με τις κατατεθειμένες ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προτάσεις του προβαίνει σε γενική αποτύπωση και αναφορά των προτάσεων που επικαλέστηκε και προσκόμισε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ενσωματώνοντας μάλιστα το κείμενο αυτών στο κείμενο των παρουσών προτάσεών του και ειδικότερα από τη σελίδα 5 έως την σελίδα 27. Ότι όμως κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔ, για την επαναφορά ισχυρισμών που προβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης, που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραίτητα σε επικυρωμένο αντίγραφο. Ότι κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η επίκληση με τις προτάσεις, που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά τη συζήτηση μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρισμών με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις, το κείμενο των οποίων ενσωματώνεται στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου, δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη, αλλά απαιτείται και σύντομη περίληψη των ισχυρισμών και αναφορά στις σελίδες των πρωτόδικων προτάσεων που τους περιέχουν (ΑΠ 1346/2012). Ο ισχυρισμός αυτός της εκκαλούσας-εφεσίβλητης δεν είναι βάσιμος. Από τη διάταξη του άρθρου 240 ΚΠολΔ προκύπτει ότι δεν είναι νόμιμη η επίκληση ενώπιον του Εφετείου ισχυρισμών και εγγράφων για άμεση ή έμμεση απόδειξη με μόνη τη φωτοτυπική ενσωμάτωση στις προτάσεις της κατ` έφεση δίκης των προτάσεων προηγουμένων συζητήσεων, στις οποίες γίνεται επίκληση των αυτοτελών ισχυρισμών και των εγγράφων (Ολ. ΑΠ 23/2008). Δεν πρόκειται, όμως, για ανεπίτρεπτη ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της κατ` έφεση δίκης εμπεριέχεται, αυτούσιο ή μη, και το κείμενο των προτάσεων προηγούμενης συζήτησης ενοποιημένων σε ενιαίο ολικό κείμενο, το οποίο χαρακτηρίζεται και υποβάλλεται μόνο ως προτάσεις ενώπιον του εφετείου με αίτημα την παραδοχή ή απόρριψη της έφεσης, καλύπτεται δε το ενιαίο κείμενο προτάσεων από την υπογραφή του συντάκτη τους ως πληρεξουσίου δικηγόρου του αντίστοιχου διαδίκου κατά τη δευτεροβάθμια δίκη (ΑΠ 794/2017). Σε αυτή την περίπτωση είναι νόμιμη η επίκληση ενώπιον του εφετείου ισχυρισμών και εγγράφων, τα οποία αναφέρονται κατά τρόπο ειδικό, σαφή και ορισμένο στο μέρος του ενιαίου κειμένου των προτάσεων της κατ` έφεση δίκης, που έχει ληφθεί με τεχνική αναπαραγωγή από τις προτάσεις προηγούμενης συζήτησης, αφού πρόκειται για άμεση και ειδική επίκληση των εγγράφων απευθείας με τις εφετειακές προτάσεις, και όχι για έμμεση επίκληση με αναφορά στις προτάσεις προηγούμενης συζήτησης ως αυτοτελή και διακριτή διαδικαστική πράξη (ΑΠ 558/2021 στην ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση ναι μεν ο εκκαλών-εφεσίβλητος έχει ενσωματώσει στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης, τις προτάσεις που κατέθεσε πρωτοδίκως για την ίδια υπόθεση, πλην όμως τούτο έχει γίνει με αίτημα την παραδοχή της δικής του έφεσης και την απόρριψη της έφεσης της εκκαλούσας, ενώ το ενιαίο κείμενο των προτάσεών του καλύπτεται από την υπογραφή του πληρεξούσιου δικηγόρου του. Επομένως, απορριπτέος τυγχάνει ως αβάσιμος ο παραπάνω ισχυρισμός της εκκαλούσας-εφεσίβλητης. Επίσης πριν το Δικαστήριο αυτό προχωρήσει στην εκτίμηση των αποδείξεων, πρέπει να σημειωθεί ότι με τον έβδομο λόγο της έφεσής του ο εκκαλών παραπονείται γιατί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του την υπ’ αριθ. …./1-10-2019 ένορκη βεβαίωση της ………… …….. με την αιτιολογία ότι «ελήφθη ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς χωρίς την τήρηση των κατ’ άρθρο 591, 421 επ. ΚΠολΔ διατυπώσεων από τον επικαλούμενο την λήψη αυτής εναγόμενο της υπό εδώ στοιχ. Α’ αγωγής- ενάγοντα της υπό εδώ στοιχ. Β’ αγωγής, ειδικότερα δε, χωρίς να διαλαμβάνεται στην ως άνω από 25-9-2019 κλήση προς λήψη αυτής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 591, 422 παρ.1 ΚΠολΔ οποιαδήποτε αναφορά στο επάγγελμα της εν λόγω μάρτυρα και συνεπώς συνδυαστικά με την διάταξη του άρθρου 424 ΚΠολΔ, η εν λόγω ένορκη βεβαίωση δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη στο πλαίσιο της εδώ ανοιγείσας δίκης για την οποία δόθηκε, ούτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων…». Κατά τον σχετικό λόγο έφεσης, η μη αναγραφή επαγγέλματος στην γνωστοποίηση εξέτασης μαρτύρων κατά τα άρθρα 421-424 ΚΠολΔ, δεν εντάσσεται στον σκληρό πυρήνα της διαδικαστικής πράξης της ένορκης βεβαίωσης και επομένως το απαράδεκτο θα πρέπει να εξετάζεται με βάση την επίκληση βλάβης, και όχι να επέρχεται αυτόθροα. Ότι τα ελαττώματα που σχετίζονται με την κλήτευση για την ένορκη βεβαίωση, όπως είναι η αναγραφή του επαγγέλματος του μάρτυρα, θεραπεύονται εμπράκτως δια της παραστάσεως του αντιδίκου του κλητεύοντος διαδίκου κατά τη διαδικασία λήψης της ένορκης βεβαίωσης. Ότι τούτο συνέβη στην προκειμένη περίπτωση, όπου και στην ίδια την υπ’ αριθ. ……/1-10-2019 ένορκη βεβαίωση αναγράφεται το επάγγελμα της μάρτυρος και περαιτέρω η ίδια η εναγόμενη-ενάγουσα παραστάθηκε κατά τη λήψη της εν λόγω βεβαίωσης ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά. Επί του λόγου αυτού σημειώνεται ότι ήδη, κατά τον χρόνο συζήτησης των υπό κρίση εφέσεων ισχύει το άρθρο 424 ΚΠολΔ, όπως πλέον έχει αντικατασταθεί από το άρθρο 23 του ν. 4842/2021 (Φ.Ε.Κ. Α’190/13.10.2021), με έναρξη ισχύος από 1.1.2022 κατά το άρθρο 120 του ίδιου νόμου και όπως εφαρμόζεται στις ειδικές διαδικασίες κατ’ άρθρο 591 παρ.1 ΚΠολΔ και στην κατ’ έφεση δίκη κατ’ άρθρο 524 παρ.1 ΚΠολΔ και σύμφωνα με το οποίο «Ένορκη βεβαίωση σε δίκη για την οποία δίδεται δεν λαμβάνεται υπόψη, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, όταν: α) δεν έχει γίνει εμπρόθεσμη κλήση του αντιδίκου, β) δίδεται ενώπιον άλλου από τα αναφερόμενα στο άρθρο 421 όργανα ή σε διαφορετικό τόπο, ημέρα και ώρα από αυτήν που αναφέρεται στην κλήση, γ) η κλήση δεν αναφέρει το ονοματεπώνυμο του μάρτυρα, την αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο, που αφορά η βεβαίωση, τον τόπο, την ημέρα και την ώρα που θα δοθεί, και δ) όταν παραβιάζεται το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 421. Ένορκη βεβαίωση κατά παράβαση των λοιπών διατάξεων λαμβάνεται υπόψη, εκτός αν συντρέχει δικονομική βλάβη του αντιδίκου». Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 116 παρ.1β’ του ν. 4842/2021, το οποίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 65 παρ.1 του ν. 4871/2021, το άρθρο 424 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 4842/2021, εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις. Κατά τον χρόνο συζήτησης και δημοσίευσης της εκκαλούμενης 2109/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το περιεχόμενο του άρθρου 424 ΚΠολΔ ήταν διαφορετικό καθώς όριζε ότι «Ένορκη βεβαίωση, που δίδεται κατά παράβαση των προηγούμενων διατάξεων, δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη στο πλαίσιο δίκης για την οποία δόθηκε, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων». Μεταξύ των διατάξεων που αφορούσαν τη νομότυπη λήψη ένορκης βεβαίωσης ήταν και αυτή του άρθρου 422 παρ.1 του ίδιου Κώδικα που όριζε μεταξύ των αναγκαίων στοιχείων της κλήσης του αντιδίκου του διαδίκου που επιμελείτο της λήψης της ένορκης βεβαίωσης ότι έπρεπε να αναφέρεται και το επάγγελμα του μάρτυρα που θα έδινε την ένορκη βεβαίωση, όπως άλλωστε ορίζει και υπό την νυν ισχύουσα μορφή του το άρθρο 422 παρ.1 του ΚΠολΔ. Επομένως ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση δεν έλαβε καθόλου υπόψη του την ως άνω ένορκη βεβαίωση, καθώς στην κλήση προς λήψη της, δεν αναφερόταν το επάγγελμα της μάρτυρος ………… και ο σχετικός λόγος εφέσεως τυγχάνει απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, πλην όμως η ίδια ως άνω υπ’ αριθ. ………./1-10-2019 ένορκη βεβαίωση της ……………, την οποία νομίμως επικαλείται και προσκομίζει ο εκκαλών-εφεσίβλητος στην παρούσα δίκη, θα ληφθεί υπόψη από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο σύμφωνα με τις νεότερες διατάξεις του άρθρου 424 ΚΠολΔ, καθώς πλέον η μη αναγραφή του επαγγέλματος του μάρτυρα που δίδει την ένορκη βεβαίωση στην κλήση του αντιδίκου εκείνου που λαμβάνει την ένορκη βεβαίωση δεν έχει σαν συνέπεια να καθίσταται η ένορκη βεβαίωση ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, εκτός αν ο προς ον η κλήση διάδικος επικαλείται δικονομική του βλάβη από την παράλειψη αυτή, πλην όμως εδώ η εκκαλούσα-εφεσίβλητη δεν προσδιορίζει ποια είναι η δικονομική της βλάβη από την μη αναγραφή στην προς αυτήν κλήση, του επαγγέλματος της παραπάνω μάρτυρος.  Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 421 ΚΠολΔ οι διάδικοι μπορούν να προσάγουν προαποδεικτικώς ένορκες βεβαιώσεις, εφόσον αυτές λαμβάνονται ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου της έδρας του δικαστηρίου ή της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα ή ενώπιον του προξένου της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα κατά τη διαδικασία των επομένων άρθρων, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 422 του ίδιου Κώδικα : 1. Ο διάδικος που επιδιώκει τη λήψη ένορκης βεβαιώσεως, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο προηγούμενο άρθρο, επιδίδει δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση στον αντίδικο κλήση, η οποία αναφέρει την αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο, που αφορά η βεβαίωση, τόπο, ημέρα και ώρα που θα δοθεί, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα. 2. Κατά τη βεβαίωση παρίστανται, εφόσον το επιθυμούν, οι διάδικοι. 3. Δεν επιτρέπεται η λήψη ενόρκων βεβαιώσεων πάνω από τριών (3) για κάθε διάδικο και δύο (2) για την αντίκρουση για κάθε βαθμό δικαιοδοσίας. Κατά τη διάταξη του άρθρου 424 του ίδιου Κώδικα ορίζεται μεταξύ άλλων ότι ένορκη βεβαίωση, ως προς την οποία δεν έχει γίνει εμπρόθεσμη κλήση του αντιδίκου ή η κλήση δεν αναφέρει το ονοματεπώνυμο του μάρτυρα, την αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο που αφορά η βεβαίωση, τον τόπο, τη ημέρα και τον τόπο που θα δοθεί  δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη στο πλαίσιο της δίκης, για την οποία δόθηκε, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Η ένορκη βεβαίωση αποτελεί διαφορετικό αποδεικτικό μέσο από τους μάρτυρες ή από τα έγγραφα, ενώ ήδη, μετά την αντικατάσταση του άρθρου 339 ΚΠολΔ με το άρθρο 36 του ν. 3994/2011, η ένορκη βεβαίωση αποτελεί πλέον αυτοτελές αποδεικτικό μέσο. Γι` αυτό, όταν προσκομίζεται τέτοιο αποδεικτικό μέσο στο δικαστήριο της ουσίας προς απόδειξη ή ανταπόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού, πρέπει ειδικά να αναφέρεται στην απόφασή του ότι αυτό έχει ληφθεί υπόψη. Επίσης, η επίκληση της ένορκης βεβαιώσεως πρέπει να γίνεται με τις προτάσεις κατά τη συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και, συνακόλουθα, αν προσκομίζεται στο Εφετείο, η επίκληση πρέπει να γίνεται με τις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης και να είναι ειδική, έτσι ώστε να προκύπτει από αυτήν ο αριθμός, ο μάρτυρας που εξετάστηκε και εκείνος που τον εξέτασε και, επιπλέον, να καθορίζεται ότι έλαβε χώρα νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου ή ότι αυτός παραστάθηκε, οπότε, στην τελευταία αυτή περίπτωση, η ακυρότητα από τη μη κλήτευσή του θεραπεύεται (ΑΠ 26/2020, ΑΠ 204/2017, ΑΠ 17/2015, ΑΠ 1461/2013). Δεν αρκεί, όμως, η βεβαίωση από τον συμβολαιογράφο ή τον ειρηνοδίκη στην ένορκη βεβαίωση περί νόμιμης κλητεύσεως του αντιδίκου, δεδομένου ότι η κλήτευση και ο χρόνος αυτής, ο έλεγχος των οποίων ανήκει στο δικαστήριο, αποδεικνύεται από τον επικαλούμενο και προσκομίζοντα την ένορκη βεβαίωση με την προσκομιδή της σχετικής εκθέσεως επιδόσεως που αποτελεί δημόσιο έγγραφο και παράγει πλήρη απόδειξη και όχι από την ένορκη βεβαίωση αυτή καθ` εαυτή (ΑΠ 507/2022, ΑΠ 708/2015 στην ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, με τις προτάσεις της που κατέθεσε χωριστά για τις δύο νυν συνεκδικαζόμενες εφέσεις η εκκαλούσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου επικαλείται ένορκη βεβαίωση της μάρτυρός της, …………… ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, χωρίς να αναφέρει τον αριθμό της και χωρίς να επικαλείται και να προσκομίζει επίδοσης κλήσης για τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης προς τον εφεσίβλητο. Ως εκ τούτου, η παραπάνω ένορκη βεβαίωση δεν λαμβάνεται υπόψη.

Ακολούθως, από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος της ενάγουσας-εναγόμενης ………….. και από τις ανωμοτί καταθέσεις των διαδίκων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και αυτές όπως περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, από τα έγγραφα όσα νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, συμπεριλαμβανομένων και φωτογραφιών που προσκομίζονται από τους διαδίκους σε φωτοτυπία, καθώς και ένορκων βεβαιώσεων που έχουν δοθεί στα πλαίσια προγενέστερων μεταξύ των διαδίκων δικών και λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια, ομοίως και των από 14.9.2017 δηλώσεων-καταθέσεων του …… και του ……….. με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής τους στο ΚΕΠ, που έχουν δοθεί αρκετό χρόνο πριν την άσκηση των ένδικων αγωγών οπότε δεν προκύπτει ότι ελήφθησαν με σκοπό να χρησιμοποιηθούν στην παρούσα δίκη και λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τις επιμελεία της ενάγουσας ληφθείσες υπ’ αριθ. …/18.2.2019, …/18.2.2019 και …/18.2.2019 ένορκες βεβαιώσεις των ……., ……. και …………. αντίστοιχα κατόπιν νόμιμης κι εμπρόθεσης κλητεύσεως του εναγόμενου κατά τις διατάξεις των άρθρων 591, 421επ, 422 παρ.1 ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθ. …. Γ/8.2.2019 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή του Εφετείου Ναυπλίου, με έδρα το Πρωτοδικείο Τρίπολης, ……. με την επισυναπτόμενη από 7.2.2019 έγγραφη κλήση προς λήψη των ανωτέρω βεβαιώσεων), μη λαμβανομένων υπόψη των επικαλούμενων από την εκκαλούσα-εφεσίβλητη αλλά μη προσκομιζόμενων από αυτή υπ’ αριθ. …/2019 και …./2019 ένορκων βεβαιώσεων, οι οποίες δεν είχαν ληφθεί υπόψη ούτε πρωτοδίκως για τους λόγους που διαλαμβάνονται στην εκκαλούμενη απόφαση, ομοίως μη λαμβανομένης υπόψη για τους λόγους που εκτίθενται παραπάνω της επιμελεία της εκκαλούσας ληφθείσας ένορκης βεβαίωσης της μάρτυρός της, ……………, ομοίως μη λαμβανομένων υπόψη των επιμελεία του ενάγοντος ενώπιον του Ειρηνοδίκη Παράλιου … ληφθεισών υπ’ αριθ. …../8.2.2019 και …/8.2.2019 ένορκων βεβαιώσεων των ………. και …………. αντίστοιχα ως προς τις οποίες δεν προσκομίζεται ούτε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η έκθεση επίδοσης κλήσης προς την εναγόμενη, όπως ούτε πρωτοδίκως είχε προσκομισθεί, το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είχε αρκεσθεί στο γεγονός ότι στις ίδιες τις ένορκες βεβαιώσεις αναφέρεται η υπ’ αριθ. …../2019 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών ………., από τις επιμελεία του ενάγοντος ληφθείσες ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά υπ’ αριθ. …/1.10.2019 και …./1.10.2019 ένορκες βεβαιώσεις της ………….., κατόπιν νόμιμης κι εμπρόθεσμης κλήσης κατά τις διατάξεις των άρθρων 591, 421 επ. 422 παρ.1 ΚΠολΔ της εναγόμενης-ενάγουσας (βλ. την υπ’ αριθ. ……../26.9.2019 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά ………), τέλος δε από τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας κατ’ άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 16.4.1977, οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο στον Ιερό Ναό του ……… στον Πειραιά και από τον γάμο τους απέκτησαν ένα άρρεν, ήδη ενήλικο τέκνο, τον ……….., συμβίωσαν δε έως και τον μήνα Μάιο του έτους 2012, οπότε η έγγαμη σχέση τους διασπάστηκε οριστικά, παρότι εξακολούθησαν να μένουν κάτω από την ίδια στέγη, έχοντας ωστόσο χωρίσει «από τραπέζης και κοίτης». Δυνάμει της 958/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) διατάχθηκε η προσωρινή μετοίκηση του εναγόμενου-ενάγοντος από τη συζυγική οικία, οπότε έπαψε και η τυπική ως άνω συγκατοίκηση των διαδίκων, ενώ κατόπιν άσκησης της από 24.3.2017 αγωγής διαζυγίου της νυν ενάγουσας-εναγόμενης κατά του νυν εναγόμενου-ενάγοντος εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η 4462/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απαγγέλθηκε η λύση του γάμου τους και η οποία επιδόθηκε από τον εδώ εναγόμενο-ενάγοντα στην εδώ ενάγουσα-εναγόμενη στις 8.10.2018 (βλ. την …/8-10-2018 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, ………..), όπως δε προκύπτει από το προσκομιζόμενο από 13.6.2019 πιστοποιητικό της γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς, δεν ασκήθηκε οποιοδήποτε τακτικό ή έκτακτο ένδικο μέσο κατά της εν λόγω απόφασης από την ημεροχρονολογία έκδοσής της στις 2.10.2018 έως τις 12.6.2019 (βλ. το οικείο υπ’ αριθ. …./13.6.2019 πιστοποιητικό περί μη κατάθεσης τακτικών ή έκτακτων ένδικων μέσων της γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς), οπότε η παραπάνω απόφαση έχει πλέον καταστεί αμετάκλητη. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι τόσο η ενάγουσα-εναγόμενη, όσο και ο εναγόμενος-ενάγων, οι οποίοι σημειωτέον δεν είχαν επιλέξει το συμβατικό σύστημα της κοινοκτημοσύνης, κατά την τέλεση του γάμου τους δεν διέθεταν κάποιο περιουσιακό στοιχείο. Ωστόσο, από την τέλεση του γάμου των διαδίκων μέχρι τη συμπλήρωση τριετούς διάστασης αυτών, τον Μάιο του 2015 και μέχρι την άσκηση των συνεκδικαζόμενων αντίθετων αγωγών ο εναγόμενος-ενάγων είχε αποκτήσει τα εξής περιουσιακά στοιχεία: 1) ποσοστό ¾ εξ αδιαιρέτου πλήρους κυριότητας επί του οροφοδιαμερίσματος του τρίτου (Γ’) ορόφου πάνω από την πιλοτή οικοδομής ανεγερθείσας στον Πειραιά και, ειδικότερα, επί της οδού ………………. αριθ. …, επιφάνειας 102,80 τ.μ. και αποτελούμενου αυτού από σαλόνι με κουζίνα, τρεις κοιτώνες, οφφίς, λουτρό, wc και εξώστες (βλ. την ………/1999 συμβολαιογραφική πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας του συμβολαιογράφου Πειραιώς ……, νομίμως μεταγεγραμμένη στον τόμο …….. και με α.α. … των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς), η δε πραγματική αξία ολόκληρου του εν λόγω οροφοδιαμερίσματος, κατά τον κρίσιμο χρόνο άσκησης της αγωγής της ενάγουσας ανέρχεται στο ποσό των 109.086,86 ευρώ (βλ. το προσκομιζόμενο από την ενάγουσα-εναγόμενη φύλλο υπολογισμού αξίας ακινήτου), 2) ποσοστό ¾ εξ αδιαιρέτου πλήρους κυριότητας επί του οροφοδιαμερίσματος του έβδομου (Ζ) ορόφου πάνω από την πιλοτή οικοδομής ανεγερθείσας στον Πειραιά και, ειδικότερα, επί της οδού ………………. αρ. .., επιφάνειας 102,80 τ.μ. και αποτελούμενου αυτού από σαλόνι με κουζίνα, τρεις κοιτώνες, οφφίς, λουτρό, wc και εξώστες (βλ. την προαναφερόμενη ……../1999 συμβολαιογραφική πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας του συμβ/φου Πειραιώς . …. νομίμως μεταγεγραμμένη), η δε πραγματική αξία ολόκληρου του εν λόγω οροφοδιαμερίσματος, κατά τον κρίσιμο χρόνο άσκησης της αγωγής της ενάγουσας ανέρχεται στο ποσό των 123.962,34 ευρώ (βλ. το προσκομιζόμενο από την ενάγουσα-εναγόμενη φύλλο υπολογισμού αξίας ακινήτου), 3) ποσοστό ¾ εξ αδιαιρέτου πλήρους κυριότητας επί της υπ’ αριθ. 5 θέσης στάθμευσης του υπογείου της ίδιας ως άνω οικοδομής επί της οδού ………………. αρ.. στον Πειραιά, επιφάνειας 10,12 τ.μ. (βλ. την ως άνω ……./1999 συμβολαιογραφική πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας), η δε πραγματική αξία της θέσης αυτής κατά τον χρόνο έγερσης της αγωγής της ενάγουσας ανέρχεται στο ποσό των 2.000 ευρώ (βλ. το προσκομιζόμενο από την ενάγουσα-εναγόμενη φύλλο υπολογισμού αξίας ακινήτου), 4) ποσοστό 50/100 εξ αδιαιρέτου πλήρους κυριότητας επί οικοπέδου επιφάνειας 147,83 τ.μ. μετά της εντός αυτού οικίας επιφάνειας 55 τ.μ., με συνεχόμενες ισόγειες αποθήκες, που βρίσκεται εντός του οικισμού του …….. και συνορεύει, κατά τον τίτλο κτήσης, βορειοδυτικά με ιδιοκτησία ….., βορειοανατολικά με δημοτικό δρόμο, ανατολικά και νοτιοανατολικά με δημοτικό δρόμο και νοτιοδυτικά με ιδιοκτησία …….. (βλ. το ………./9-10-1992 συμβόλαιο πώλησης της συμβολαιογράφου … …. …, νομίμως μεταγεγραμμένο στον τόμο … και με α.α. … των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου …….), η δε πραγματική αξία του εν λόγω ακινήτου κατά τον κρίσιμο χρόνο έγερσης της αγωγής της ενάγουσας ανέρχεται στο ποσό των 15.564,76 ευρώ (βλ. την προσκομιζόμενη δήλωση ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων) πλην όμως η τελευταία στην αγωγή της την υπολογίζει στο μικρότερο ποσό των 14.314,44 ευρώ, ενώ δεν αποδεικνύεται από κάποιο αξιόπιστο αποδεικτικό μέσο ότι η αξία του έχει ανέλθει κατόπιν ανακαίνισης στο ποσό που υποστηρίζει ο ενάγων-εναγόμενος των 100.000 ευρώ,  5) το ποσό ύψους 36.000 ευρώ, το οποίο υπήρχε στις 21.12.2016 στον υπ’ αριθ. …… ……. λογαριασμό του εναγόμενου στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και επρόκειτο για προθεσμιακή κατάθεση. Κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη του ποσού αυτού στην τελική περιουσία του εναγόμενου συζύγου επί αγωγής συμμετοχής στα αποκτήματα που στηρίζεται σε ιστορική βάση τριετούς διάστασης μεταξύ των συζύγων είναι αυτός της έγερσης της αγωγής για τη συμβολή στα αποκτήματα κατά τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη κι εν προκειμένω η 17.1.2019, χρόνος που επιδόθηκε η αγωγή στον εναγόμενο σύμφωνα με την προσκομιζόμενη από την ενάγουσα υπ’ αριθ. ………./17.1.2019 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Ναυπλίου ………. και όχι η συμπλήρωση τριετούς διάστασης, ήτοι τον Μάιο του 2015, όπως εσφαλμένα δέχθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Η ενάγουσα προσκομίζει σχετικά την από 21.12.2016 απόδειξη είσπραξης προθεσμιακής κατάθεσης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων που αφορά στην ύπαρξη του ποσού αυτού κατά τον αμέσως παραπάνω χρόνο στον προαναφερόμενο λογαριασμό του εναγόμενου. Ο τελευταίος με τις προτάσεις του πρωτοδίκως αλλά και ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου υποστήριξε ότι ήδη κατά τον χρόνο έγερσης της αγωγής είχε αναλώσει μέρος του ανωτέρω χρηματικού ποσού με την καταβολή ποσού 10.000 ευρώ για την αγορά του υπ’ αριθ. κυκλοφορίας ………. Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου τον Μάιο του 2017, με την καταβολή δαπάνης διατροφής προς την αντίδικο συνολικού ποσού 9.000 ευρώ από τον Ιούνιο του 2017 και για δύο χρόνια και με την καταβολή από τον Μάρτιο του 2017 και μετά ποσού περίπου 8.000 ευρώ για τρέχουσες δικηγορικές και δικαστικές δαπάνες από τους μεταξύ των διαδίκων δικαστικούς αγώνες. Ωστόσο, δεν αποδεικνύεται με σχετικό έγγραφο από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ότι είχε μειωθεί το ύψος καταθέσεων του ως άνω τραπεζικού λογαριασμού με τα ποσά που επικαλείται ο εναγόμενος κατά τον κρίσιμο χρόνο άσκησης της αγωγής της ενάγουσας. Περαιτέρω, από την τέλεση του γάμου των διαδίκων και αφού συμπληρώθηκε τριετής διάσταση των συζύγων και όπως τα παρακάτω περιουσιακά στοιχεία υπήρχαν κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής του ενάγοντος, η εναγόμενη απέκτησε τα ακόλουθα περιουσιακά στοιχεία: 1) ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου πλήρους κυριότητας επί του οροφοδιαμερίσματος του τρίτου (Γ) πάνω από την πιλοτή ορόφου της ως άνω πολυκατοικίας επί της οδού ………………. αρ.23 στον Πειραιά, επιφάνειας 102,80 τ.μ. και αποτελούμενου από σαλόνι με κουζίνα, τρεις κοιτώνες, οφφίς, λουτρό, wc και εξώστες (βλ. την προαναφερόμενη …../1999 συμβολαιογραφική πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας του συμβολαιογράφου Πειραιά .. …, νομίμως μεταγεγραμμένη), η δε πραγματική αξία ολόκληρου του εν λόγω οροφοδιαμερίσματος κατά τον χρόνο έγερσης της αγωγής του ενάγοντος ανέρχεται στο ποσό των 109.086,86 ευρώ (βλ. το προσκομιζόμενο από την ενάγουσα-εναγόμενη φύλλο υπολογισμού αξίας ακινήτου), 2) ποσοστό ¼  εξ αδιαιρέτου πλήρους κυριότητας επί του οροφοδιαμερίσματος του έβδομου (Ζ) πάνω από την πιλοτή ορόφου της ως άνω πολυκατοικίας στον Πειραιά, στην οδό ………………. αρ….., επιφάνειας 102,80 τ.μ., αποτελούμενου από σαλόνι με κουζίνα, τρεις κοιτώνες, οφφίς, λουτρό, wc και εξώστες (βλ. την προαναφερόμενη …………./1999 συμβολαιογραφική πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας του συμβολαιογράφου Πειραιά ………., νομίμως μεταγεγραμμένη), η δε πραγματική αξία ολόκληρου του εν λόγω οροφοδιαμερίσματος κατά τον χρόνο έγερσης της αγωγής του ενάγοντος ανέρχεται στο ποσό των 123.962,34 ευρώ (βλ. το προσκομιζόμενο φύλλο υπολογισμού αξίας ακινήτου), 3) ποσοστό ¼  εξ αδιαιρέτου πλήρους κυριότητας επί της υπ’ αριθ. 5 θέσης στάθμευσης του υπογείου της ίδιας ως άνω οικοδομής, επιφάνειας 10,12 τ.μ. (βλ. την ίδια ως άνω …………/1999 συμβολαιογραφική πράξη), η δε πραγματική αξία της εν λόγω θέσης, κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής ανέρχεται στο ποσό των 2.000 ευρώ (βλ. το προσκομιζόμενο από την ενάγουσα-εναγόμενη φύλλο υπολογισμού αξίας ακινήτου), 4) ποσοστό 50/100 εξ αδιαιρέτου πλήρους κυριότητας επί οικοπέδου επιφάνειας 147,83 τ.μ., μετά της εντός αυτού οικίας επιφάνειας 55 τ.μ., με συνεχόμενες ισόγειες αποθήκες που βρίσκεται εντός του οικισμού του ………… και συνορεύει, κατά τον τίτλο κτήσης, βορειοδυτικά με ιδιοκτησία …….., βορειοανατολικά με δημοτικό δρόμο, ανατολικά και νοτιοανατολικά με δημοτικό δρόμο και νοτιοδυτικά με ιδιοκτησία ………. (βλ. το ………./9-10-1992 συμβόλαιο πώλησης της συμβολαιογράφου …….., νομίμως μεταγεγραμμένο στον τόμο … και με α.α. …….. των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου …), η δε πραγματική αξία του εν λόγω ακινήτου κατά τον κρίσιμο χρόνο έγερσης της αγωγής του ενάγοντος ανέρχεται στο ποσό των 15.564,76 ευρώ (βλ. την προσκομιζόμενη δήλωση ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων), 5) κατά πλήρη και αποκλειστική κυριότητα την υπό στοιχ. Ύψιλον κεφαλαίον ένα (Υ-1) οριζόντια ιδιοκτησία-κατάστημα του υπογείου ορόφου οικοδομής ανεγερθείσας στον Πειραιά και, ειδικότερα, επί της οδού ………………. αρ. …, επιφάνειας 85,46 τ.μ. και αποτελείται από μία αίθουσα, το οποίο φέρεται μεν να μεταβιβάσθηκε στην εναγόμενη λόγω πώλησης σύμφωνα με το ………/1982 συμβόλαιο πώλησης του συμβολαιογράφου Αθηνών … ……, νομίμως μεταγεγραμμένο στον τόμο ….. και με α.α. …. των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς, πλην όμως η πώληση ήταν εικονική και υποκρυπτόταν δωρεά προς την εναγόμενη από τις πωλήτριες εργολάβους αδελφές της …. και ………. που είχαν χτίσει την εκεί πολυκατοικία με το σύστημα της αντιπαροχής και όπως τούτο κατέθεσε η εκ των φερόμενων ως πωλητριών ……….. στην υπ’ αριθ. 253/2019 ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά ένορκη βεβαίωση όπου αναφέρει ότι η αγορά ήταν εικονική για λόγους καθαρά φορολογικούς και ότι η εναγόμενη ουδέποτε τους κατέβαλε το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο τίμημα των 2.900.000 δρχ., αφού τόσο το Ρ-2 διαμέρισμα-μεζονέτα του 4ου και 5ου ορόφου με δώμα, όσο και το ημιυπόγειο κατάστημα της ίδιας πολυκατοικίας, αποτελούσαν μέρος της προίκας που έλαβε η αδελφή τους εναγόμενη από τον αείμνηστο πατέρα τους, οπότε εσφαλμένα συμπεριλήφθηκε από την εκκαλούμενη το περιουσιακό αυτό στοιχείο στην αύξηση της περιουσίας της εναγόμενης, γενομένου δεκτού του τρίτου λόγου της έφεσης της εκκαλούσας και απορριπτομένου του υποστηρίζοντος τα αντίθετα τέταρτου λόγου έφεσης του εκκαλούντος. Ακόμη από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε αφενός η καθ’ οιονδήποτε χρόνο και με βάση οποιονδήποτε συγκεκριμένο παράγωγο ή πρωτότυπο τρόπο κτήσης, περιέλευση στη συγκυριότητα της ενάγουσας-εναγόμενης και δη κατά ποσοστό ¼  εξ αδιαιρέτου, των αναφερόμενων στην αγωγή του ενάγοντος υπ’ αριθμούς 1 και 2 θέσεων στάθμευσης υπογείου οικοδομής επί της οδού ………………. αρ.23, στον Πειραιά, αφετέρου οι εκ μέρους του εναγόμενου-ενάγοντος επικαλούμενες και αποτιμώμενες από τον ίδιο στο ποσό των 39.500 ευρώ εργασίες αναβάθμισης της υπό στοιχείο Άλφα ένα (Α-1) οριζόντιας ιδιοκτησίας- διαμερίσματος του πρώτου (Α) πάνω από το ισόγειο ορόφου οικοδομής επί της οδού ………. στη Νίκαια, το οποίο περιήλθε στην ενάγουσα-εναγόμενη με το ………/1993 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, νομίμως μεταγεγραμμένο στον τόμο .. και με α.α. … των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νίκαιας, το οποίο συνακόλουθα δεν υπολογίζεται στην τελική περιουσία αυτής (βλ. ΑΠ 1316/2017 στην ΤΝΠ Νόμος), όπως το ίδιο συμβαίνει και με το ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου πλήρους κυριότητας επιφάνειας 16 τ.μ. Απ-1 οριζόντιας ιδιοκτησίας- αποθήκης της ίδιας ως άνω οικοδομής επί της οδού …….. (βλ. το ίδιο νομίμως μεταγεγραμμένο ……../1993 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….). Καμία απόδειξη παροχής υπηρεσιών και κανένα τιμολόγιο για αγορά υλικών εκδοθέν στο όνομά του για την ανακαίνιση της πατρικής οικίας της εφεσίβλητης-εναγόμενης δεν προσκόμισε ο εκκαλών-ενάγων. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της έφεσής του με τον οποίο παραπονείται γιατί δεν έγινε δεκτή συμβολή του στην αύξηση της αξίας της ως άνω πατρικής οικίας της εφεσίβλητης στην οδό …………. στη Νίκαια τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος στην ουσία του. Επίσης το Α-3 διαμέρισμα του πρώτου (Α) μετά το ισόγειο ορόφου οικοδομής κείμενης επί της οδού ……… στον Πειραιά, με επιφάνεια 49,10 τ.μ., το οποίο περιήλθε κατά πλήρη κυριότητα στην εναγόμενη δυνάμει του ………/1993 συμβολαίου δωρεάς εν ζωή της συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., νομίμως μεταγεγραμμένου στον τόμο … και με α.α. … των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς, δεν λαμβάνεται υπόψη ως αύξηση της περιουσίας της διαρκούντος του γάμου με τον ενάγοντα, ώστε ο τελευταίος να έχει αξίωση συμμετοχής σε αυτό λόγω του ότι το απέκτησε από χαριστική αιτία. Περαιτέρω, κατά την τέλεση του γάμου των διαδίκων, ο ενάγων-εναγόμενος δεν είχε μεν περιουσία στο όνομά του, πλην όμως από το έτος 1974, έχοντας τελειώσει το Πάντειο Πανεπιστήμιο κι έχοντας ολοκληρώσει τη θητεία του στον στρατό, άρχισε να δραστηριοποιείται στο όνομα της επιχείρησης του πατέρα του, ο οποίος διατηρούσε παντοπωλείο και αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα υγείας, στο χονδρεμπόριο χαρτικών και απορρυπαντικών, χρησιμοποιώντας μάλιστα το αγορασθέν στο όνομα της εν λόγω επιχείρησης υπ’ αριθ. …………. φορτηγό Ford Tranzit για να μεταφέρει εμπορεύματα και εκμεταλλευόμενος ως αποθήκη την οικογενειακή ημιτελή κατοικία στην οδό ………….. στο Κερατσίνι. Έτσι, όταν τελέστηκε ο γάμος του το έτος 1977 με την εναγόμενη-ενάγουσα είχε ήδη αποκτήσει πελατεία και μπορούσε με το εισόδημα από την επιχειρηματική του δραστηριότητα να συντηρήσει την οικογένειά του. Εξάλλου, η ενάγουσα-εναγόμενη μετά τον γάμο της και συγκεκριμένα από τον Ιανουάριο του 1978, παρείχε άνευ  καταβολής μισθώματος, προς χρήση ως οικογενειακή στέγη το υπ’ αριθ. Ρ-2 διαμέρισμα-μεζονέτα του 4ου και 5ου ορόφου επί της οδού ………… στον Πειραιά, επιφάνειας 119,69 τ.μ., που της παραχώρησαν δωρεάν οι αδελφές της εργολήπτριες ως μέρος της άτυπης προίκας που της έδωσε ο πατέρας τους και το οποίο είχε μισθωτική αξία 500 ευρώ τον μήνα με αναγωγή της μισθωτικής αξίας στον χρόνο άσκησης της αγωγής της ενάγουσας, η δε εξοικονόμηση δαπάνης του εναγόμενου, μετά και τη γέννηση του γιου τους το έτος 1979, ανερχόταν μέχρι και τον Ιούνιο του 2000 (καθώς στις 26.7.2000 πωλήθηκε από την ενάγουσα η παραπάνω μεζονέτα), στο ποσό των 166,66 ευρώ τον μήνα (500 ευρώ δια του 3). Το εν λόγω διαμέρισμα-μεζονέτα μεταβιβάσθηκε και τυπικά κατά κυριότητα στην ενάγουσα από τις αδελφές της εργολήπτριες που αντιπροσώπευαν στο σχετικό συμβόλαιο τους οικοπεδούχους με το προαναφερόμενο υπ’ αριθ. ……./30-6-1982 συμβόλαιο πώλησης, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά στον τόμο …. και με αριθμό …., πλην όμως η πώληση ήταν εικονική για φορολογικούς λόγους και κατά την αληθή βούληση των συμβαλλομένων υποκρυπτόταν δωρεά προς την ενάγουσα. Ο λόγος που δεν είχε εξαρχής συσταθεί προίκα υπέρ του εναγόμενου-ενάγοντος και παραχωρήθηκε αρχικά περιουσία κατά χρήση στην ενάγουσα-εναγόμενη ήταν οι κακές σχέσεις του ενάγοντος-εναγόμενου με τον πεθερό του, λόγω διαφορετικών πολιτικών πεποιθήσεων. Επίσης, από το έτος 1978, η ενάγουσα έλαβε άδεια λειτουργίας καταστήματος και ξεκίνησε από κοινού με τον εναγόμενο τη λιανική πώληση χαρτικών και απορρυπαντικών ειδών από το αρχικά παραχωρηθέν από τις αδελφές της και στη συνέχεια αποκτηθέν και τυπικά από την ίδια κατά κυριότητα υπ’ αριθ. Υ-1 ημιυπόγειο κατάστημα επιφάνειας 85 τ.μ. στην πολυκατοικία επί της οδού ………., στον Πειραιά, το οποίο χρησιμοποιήθηκε και σαν φορολογική έδρα του εναγόμενου και αποθήκη για τη χονδρική πώληση των εμπορευμάτων του. Αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα απασχολείτο στο εν λόγω κατάστημα και μετά τη λήξη της δεκαετούς διάρκειας της άδειας λειτουργίας του, με μικρές διακοπές όπως όταν ήταν λεχώνα μετά τη γέννηση του υιού των διαδίκων και μάλιστα επί καθημερινής βάσεως και επί οκτάωρο έως το έτος 2012, οπότε έκλεισε το κατάστημα λόγω συνταξιοδότησης του εναγόμενου και εκτός της λιανικής πώλησης, δεχόταν παραγγελίες από πελάτες του εναγόμενου, όσο εκείνος διένειμε προϊόντα με χονδρική πώληση σε πελάτες του. Ο μηνιαίος μισθός της ως ιδιωτικής υπαλλήλου στην επιχείρηση του εναγόμενου και τον οποίο εξοικονόμησε ο τελευταίος λαμβάνοντας τις υπηρεσίες της, δεδομένου ότι η σύζυγός του δεν πληρωνόταν από τον ίδιο, ούτε ήταν ασφαλισμένη σε κάποιο ταμείο όλα αυτά τα χρόνια,  αντιστοιχεί στο ποσό των 800 ευρώ με αναγωγή του μισθού αυτού στον χρόνο άσκησης της αγωγής της ενάγουσας. Με το ποσό αυτό, καθώς και με το ποσό των 200 ευρώ μηνιαίως που αποτιμάται ως η αξία των υπηρεσιών της ενάγουσας εντός της οικογενειακής στέγης προς  τον εναγόμενο και το τέκνο των διαδίκων, ………., μέχρι την ενηλικίωσή του, ήτοι με την παράλληλη ενασχόλησή της με τα οικιακά (όπως πλύσιμο και σιδέρωμα ρούχων, παρασκευή φαγητού σε καθημερινή βάση, προμήθεια διαφόρων ειδών για τις ανάγκες της οικογένειας, καθαρισμό της οικογενειακής στέγης και συντήρηση του νοικοκυριού, ανατροφή και μόρφωση του τέκνου με επιτήρηση αυτού, βοήθεια στο σχολείο και διαπαιδαγώγησή του), η ενάγουσα κάλυπτε την οφειλόμενη ανάλογα με τις οικονομικές της δυνάμεις συνεισφορά της στην αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας κατ’ άρθρο 1389 ΑΚ. Επομένως, με την άνευ ανταλλάγματος παραχώρηση της οικογενειακής στέγης στον εναγόμενο μέχρι και τον Ιούνιο του 2000, εκτιμηθείσας αναλογικά για τον εναγόμενο μισθωτικής αξίας 166,66 ευρώ μηνιαίως, καθώς και με την άνευ ανταλλάγματος παραχώρηση της χρήσης του Υ1 ημιυπογείου καταστήματος επί της οδού ……… στον Πειραιά, η ενάγουσα συνέβαλε, πέραν της εκ του νόμου υποχρέωσής της για συνεισφορά στις ανάγκες της οικογένειας, στην αύξηση της περιουσίας του εναγόμενου. Η μισθωτική αξία του ως άνω ημιυπόγειου καταστήματος, την οποία εξοικονόμησε ο εναγόμενος, ανέρχεται μηνιαίως στο ποσό των 100 ευρώ και όχι των 300 ευρώ, όπως διατείνεται η ενάγουσα, σύμφωνα με τις ισχύουσες τιμές κατά τον χρόνο έγερσης της αγωγής της, αφού η ίδια ομολογεί στο αγωγικό της δικόγραφο ότι από τον Ιανουάριο του 2015 έως και τον Ιούνιο του 2017 εκμίσθωσε το εν λόγω κατάστημα, αντί του ποσού των 100 ευρώ μηνιαίως. Ακολούθως, το έτος 1989, με το υπ’ αριθ. ……../30.11.1989 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών, οι ως άνω αδελφές της ενάγουσας, …. και …….., πώλησαν το υπ’ αριθ. Υ-2 υπόγειο διαμέρισμα στην ίδια ως άνω πολυκατοικία στην οδό ……… στον Πειραιά, στον ………., το δε εν λόγω διαμέρισμα αποτελούσε εργολαβικό αντάλλαγμα για την κατασκευή της ανωτέρω πολυκατοικίας και προοριζόταν και αυτό να δοθεί ως άτυπη προίκα στην ενάγουσα-εναγόμενη, γι’ αυτό δε τον λόγο το τίμημα της πώλησης ύψους 1.500.000 δραχμών, ήτοι 4.402,05 ευρώ παραδόθηκε στα χέρια της ενάγουσας-εναγόμενης από τον αγοραστή, όπως κατατέθηκε μετά λόγου γνώσεως από την σύζυγό του, ……… τόσο στην υπ’ αριθ. ………./2019 ένορκη βεβαίωσή της, όσο και στην κατάθεσή της ως μάρτυρα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Με μέρος του ποσού αυτού η ενάγουσα-εναγόμενη κάλυψε την αναλογία της στο τίμημα κατά την αγορά σε μεταγενέστερο χρόνο, της εξοχικής κατοικίας στο …………. Περαιτέρω, το διαμέρισμα που το έτος 1993, οι αδελφές της ενάγουσας-εναγόμενης, …. και ……… της μεταβίβασαν κατά κυριότητα με το υπ’ αριθ. ……/10.6.1993 συμβόλαιο δωρεάς εν ζωή της συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., ήτοι το υπ’ αριθ. Α-3 διαμέρισμα του πρώτου ορόφου της ίδιας ως άνω πολυκατοικίας στην οδό …………, στον Πειραιά, η ενάγουσα-εναγόμενη το εκμίσθωνε κατά το διάστημα από τον Ιούλιο του 1993 έως την αποχώρηση του εναγόμενου-ενάγοντος από τη συζυγική οικία τον Ιούνιο του 2017, αντί μηνιαίου μισθώματος ποσού 200 ευρώ, χωρίς να αποδεικνύεται ότι το ποσό το διέθετε άμεσα στο ταμείο της οικογένειας. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι το έτος 1995 που απεβίωσε ο πατέρας της, της κατέλειπε το ποσό των 3.000.000 δραχμών, ήτοι 8.804,10 ευρώ ως αναλογούν μερίδιό της στην κληρονομία του και ότι της το έδωσε η μητέρα της σε μετρητά το έτος 1997. Σε ό,τι αφορά την πατρική οικία που ο πατέρας της ενάγουσας-εναγόμενης της μεταβίβασε κατά ψιλή κυριότητα με παρακράτηση της επικαρπίας με το υπ’ αριθ. ……/25.2.1993 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Πειραιά, ……, το οποίο η ενάγουσα απέκτησε κατά πλήρη κυριότητα μετά το θάνατο της μητέρας της, αυτή το εκμίσθωσε από τον Ιανουάριο του 2015 έως τον Ιούνιο του 2017 αντί μηνιαίου μισθώματος 300 ευρώ. Επίσης από τον Ιανουάριο του 2015, η ενάγουσα εκμισθώνει το ανωτέρω αναφερόμενο υπ’ αριθ. Υ-1 ημιυπόγειο κατάστημα της πολυκατοικίας στην …………., στον Πειραιά, που παλαιότερα χρησιμοποιείτο για τις ανάγκες της επιχείρησης του εναγόμενου και ήταν η φορολογική του έδρα. Ακόμη, το έτος 2000, η ενάγουσα-εναγόμενη πώλησε το υπ’ αριθ. Ρ-2 διαμέρισμα-μεζονέτα του 4ου και του 5ου ορόφου της πολυκατοικίας επί της οδού …… στον Πειραιά, που χρησίμευε μέχρι τότε ως οικογενειακή στέγη, με το υπ’ αριθ. ……/26.7.2000 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών ……, αντί τιμήματος 125.000 ευρώ, εκ των οποίων 40.000 ευρώ έδωσε στον υιό των διαδίκων, ……., ως γονική παροχή για τον γάμο του και ποσό 16.700 ευρώ διέθεσε για την αγορά του επιβατηγού Ι.Χ. αυτοκινήτου μάρκας Toyota Corolla 1.6 με αριθμό κυκλοφορίας ……….., το οποίο αγόρασε στις 25.7.2005. Εν τω μεταξύ και σε ό,τι αφορά τον ενάγοντα-εναγόμενο αποδεικνύεται ότι η χονδρεμπορική του επιχείρηση ήταν κερδοφόρα, ενώ το έτος 1989 αντικατέστησε το παλαιό επαγγελματικό φορτηγό με καινούργιο επαγγελματικό φορτηγό μάρκας VW Candy. Τα καθαρά εισοδήματά του από την άσκηση της επιχείρησής του κυμαίνονταν μεταξύ 1.500 ευρώ έως 2.000 ευρώ τον μήνα, με αναγωγή αυτών στον χρόνο άσκησης της αγωγής του, χωρίς να αποδεικνύεται ότι δεν υπολείπονταν ποτέ των 2.000 ευρώ μηνιαίως, όπως ο ίδιος υποστηρίζει. Εξ αυτών, ο ενάγων-εναγόμενος διέθετε για τις ανάγκες της οικογένειάς του μηνιαίως κατά μέσο όρο το ποσό των 1.000 ευρώ. Ωστόσο, η αναλογία των οικονομικών δυνάμεων των διαδίκων δεν ήταν πάντα σταθερή, αλλά κυμαινόταν, έτσι ώστε σε άλλες περιόδους τα εισοδήματα του ενάγοντος-εναγόμενου ήταν υψηλότερα της ενάγουσας-εναγόμενης και σε άλλες περιόδους συνέβαινε το αντίστροφο. Τούτο προκύπτει από τα προσκομιζόμενα από την εκκαλούσα-εφεσίβλητη εκκαθαριστικά σημειώματα της Εφορίας κατά το χρονικό διάστημα των οικονομικών ετών 1996-2016, καθώς: το οικ. έτος 1996 το ετήσιο εισόδημα του συζύγου δηλώθηκε στα 2.865.475 δρχ. και της συζύγου στις 434.400 δρχ., το οικ. έτος 1997 το ετήσιο εισόδημα του συζύγου δηλώθηκε στα 3.078.214 δρχ. και της συζύγου στις 633.335 δρχ., το οικ. έτος 1998 το ετήσιο εισόδημα του συζύγου δηλώθηκε στα 3.617.932 δρχ. και της συζύγου στις 606.119 δρχ., το οικ. έτος 2002 το ετήσιο εισόδημα του συζύγου δηλώθηκε στο 1.390.070 δρχ. και της συζύγου στο 1.072.500 δρχ., το οικ. έτος 2003 το ετήσιο εισόδημα του συζύγου δηλώθηκε στα 6.729,85 ευρώ και της συζύγου στα 4.004,33 ευρώ, το οικ. έτος 2004 το ετήσιο εισόδημα του συζύγου δηλώθηκε στις 5.135,30 ευρώ και της συζύγου στις 4.067,32 ευρώ, το οικ. έτος 2005 το ετήσιο εισόδημα του συζύγου δηλώθηκε στις 5.129,39 ευρώ και της συζύγου στις 4.409,32 ευρώ, το οικ. έτος 2006 το ετήσιο εισόδημα του συζύγου δηλώθηκε στις 6.882,68 ευρώ και της συζύγου στις 4.589,32 ευρώ, το οικ. έτος 2007 το ετήσιο εισόδημα του συζύγου δηλώθηκε στις 4.489,78 ευρώ και της συζύγου στο μεγαλύτερο ποσό των 5.533,75 ευρώ, το οικ. έτος 2008 το ετήσιο εισόδημα του συζύγου δηλώθηκε στις 4.456,40 ευρώ και της συζύγου στις 6.372,50 ευρώ, το οικ. έτος 2009 το ετήσιο εισόδημα του συζύγου δηλώθηκε στις 4.202,05 ευρώ και της συζύγου στις 6.439 ευρώ, το οικ. έτος 2010 το ετήσιο εισόδημα του συζύγου δηλώθηκε στις 4.172,29 ευρώ και της συζύγου στις 6.562,50 ευρώ, το οικ. έτος 2011 το ετήσιο εισόδημα του συζύγου δηλώθηκε στις 3.978,74 ευρώ και της συζύγου στις 6.648 ευρώ, το οικ. έτος 2012 και με τη συνταξιοδότηση του συζύγου το ετήσιο εισόδημα αυτού δηλώθηκε στις 18.442,08 ευρώ και της συζύγου στις 6.900 ευρώ, το οικ. έτος 2013 το ετήσιο εισόδημα του συζύγου δηλώθηκε στις 17.137,62 ευρώ και της συζύγου στις 3.496 ευρώ, το οικ. έτος 2014 το ετήσιο εισόδημα του συζύγου δηλώθηκε στις 15.490,81 ευρώ και της συζύγου στις 2.913,28 ευρώ, το οικ. έτος 2015 το ετήσιο εισόδημα του συζύγου δηλώθηκε στις 15.304,93 ευρώ και της συζύγου στα 1.347,13 ευρώ και το οικ. έτος 2016 το ετήσιο εισόδημα του συζύγου δηλώθηκε στις 15.420,85 ευρώ και της συζύγου στις 6.162,98 ευρώ. Το έτος 1983, ο ενάγων-εναγόμενος με το υπ’ αριθ. ……/23-9-1983 πωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιά ……., νομίμως μεταγραφέντος στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά στον τόμο …….. και με α.α. ….., αγόρασε από την …….. ….., το ανήκον σε αυτή κατά πλήρη κυριότητα ½ εξ αδιαιρέτου επί οικοπέδου επιφάνειας 150,50 τ.μ., στην οδό ………………. αρ… στον Πειραιά, στο οποίο ήταν κτισμένη διώροφη μονοκατοικία, την οποία ο ενάγων-εναγόμενος μίσθωνε από το έτος 1980 ως αποθήκη για τις ανάγκες της επιχείρησής του.  Ακολούθως, το έτος 1987, με το υπ’ αριθ. ………../5-6-1987 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιά ……….., νομίμως μεταγραφέντος στα οικεία βιβλία του Δήμου Πειραιά στον τόμο …. με α.α. …., οι διάδικοι αγόρασαν κοινά, αδιαίρετα και κατ’ ισομοιρία το υπόλοιπο ½  εξ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας του ίδιου ως άνω ακινήτου. Περαιτέρω, με το υπ’ αριθ. ………./15.1.1997 προσύμφωνο και εργολαβικό συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιά …………, οι διάδικοι συμφώνησαν και παραχώρησαν το ως άνω ακίνητο, στο οποίο ήταν συγκύριοι κατά τα ¾ εξ αδιαιρέτου ο ενάγων-εναγόμενος και κατά το ¼  εξ αδιαιρέτου η ενάγουσα-εναγόμενη, ως αντιπαροχή στην κατασκευάστρια εταιρεία «…………..» για να κτιστεί πολυκατοικία και το ακίνητο αυτό συνενώθηκε με το γειτονικό οικόπεδο επιφάνειας 147,40 τ.μ. επί της οδού ……, ιδιοκτησίας ………… Η κατασκευή της πολυκατοικίας στο ενιαίο ακίνητο της οδού ………………. αρ….., ξεκίνησε το έτος 1999 και με την υπ’ αριθ. …../4.5.1999 σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας του συμβολαιογράφου Πειραιά ………….. περιήλθαν κατά τα ¾ εξ αδιαιρέτου στον ενάγοντα-εναγόμενο και κατά το ¼  εξ αδιαιρέτου στην ενάγουσα-εναγόμενη κατά τα ανωτέρω: 1) το διαμέρισμα του τρίτου (Γ) πάνω από την πιλοτή ορόφου, επιφάνειας 102,8 τ.μ., 2) το διαμέρισμα του έβδομου (Ζ) πάνω από την πιλοτή ορόφου επιφάνειας 102,8 τ.μ. και 3) η υπ’ αριθ. 5 θέση στάθμευσης αυτοκινήτου στο υπόγειο επιφάνειας 10,12 τ.μ. Οι βελτιώσεις που πραγματοποιήθηκαν στα πιο πάνω διαμερίσματα δεν αποδείχθηκε ότι πραγματοποιήθηκαν εξ ολοκλήρου με κεφάλαια που διέθεσε από την προσωπική του περιουσία ο ενάγων-εναγόμενος, η δε ανάθεση σε δικηγόρο του πολεοδομικού και δικαστικού αγώνα για την αντιμετώπιση των αυθαιρεσιών της εργολήπτριας εταιρείας στην οικοδομή γίνεται στα πλαίσια συνεισφοράς του εκάστου συζύγου μέσα στην οικογένεια, κατόπιν κοινής απόφασης των συζύγων και δεν συνιστά ιδιαίτερη συμβολή στην αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου, εφόσον ο ίδιος ο σύζυγος δεν παρέχει υπηρεσίες δικηγόρου. Ούτε άλλωστε προέκυψε ότι αποκλειστικά με χρήματα του ενάγοντος-εναγόμενου πληρώθηκαν τα δικαστικά έξοδα στις δίκες που διεξήχθησαν για τις αυθαιρεσίες της κατασκευάστριας εταιρείας. Περαιτέρω, το οροφοδιαμέρισμα του 3ου ορόφου επί της οδού ………………. αρ….. στον Πειραιά ήταν εκμισθωμένο από τους διαδίκους από τον Οκτώβριο του 2001 και μετά, διαδοχικά σε διάφορους μισθωτές με μηνιαίο μίσθωμα 500 ευρώ, εκ των οποίων 375 ευρώ αναλογούσαν στον ενάγοντα-εναγόμενο και 125 ευρώ στην ενάγουσα-εναγόμενη. Εξάλλου, το οροφοδιαμέρισμα του 7ου ορόφου στην ίδια πολυκατοικία αποτέλεσε την οικογενειακή στέγη των διαδίκων μετά την πώληση από την ενάγουσα-εναγόμενη της μεζονέτας 4ου και 5ου ορόφου στην οδό …….. στον Πειραιά, τον Ιούλιο του 2000. Σε ό,τι αφορά όμως την εξοχική οικία στο …………. αποδείχθηκε ότι με καταβολή ιδιαίτερης προσπάθειας και προσωπικής εργασίας του ενάγοντος επί σειρά πέντε ετών και αφού ανέλαβε πεπαλαιωμένη οικία επιφάνειας 55 τ.μ. με αποθήκες που ήταν παλαιό στάβλοι, διέθεσε τα Σαββατοκύριακά του, τις αργίες του κι ένα μήνα τουλάχιστον κάθε καλοκαιριού στο διάστημα 19992-1997, για να απασχολείται ο ίδιος με οικοδομικές, υδραυλικές, ηλεκτρολογικές εργασίες, πλακοστρώσεις, βαψίματα, διόρθωση κεραμοσκεπών, εκσκαφές και εκβραχισμούς με ηλεκτρικό κομπρεσέρ με αποτέλεσμα να ανακαινίσει τα παραπάνω κτίσματα και να διπλασιάσει την αξία του ακινήτου που από κοινού με την ενάγουσα-εναγόμενη είχε αγοράσει, γενομένη η αύξηση αυτή της αξίας της εξοχικής κατοικίας με καθαρά δική του συμβολή. Σε ό,τι αφορά το ποσό των 36.000 ευρώ, το οποίο, κατά πλήρη δικανική πεποίθηση, ήταν κατατεθειμένο σε λογαριασμό του ενάγοντος-εναγόμενου στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων κατά τον χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής της ενάγουσας για τη συμβολή της στα αποκτήματα του εναγόμενου συζύγου αποδεικνύεται ότι μέρος του ποσού αυτού και συγκεκριμένα 19.022,52 ευρώ αποτελούσε αναδρομικά της σύνταξης του εναγόμενου που έλαβε αυτός τον Μάρτιο του 2012 (βλ. το 116343 ενημερωτικό σημείωμα αναδρομικών συντάξεώς του), στο οποίο δεν είχε συμβάλει με κανένα τρόπο η ενάγουσα και μάλιστα με εξαγορά ετών ασφάλισης του εναγόμενου με δικά της χρήματα όπως αυτή αβασίμως ισχυρίζεται, επιπλέον δε ποσό ύψους 2.669,43 ευρώ αποτελούσε αποζημίωση που πληρώθηκε στον εναγόμενο το έτος 2013 για τη συμμετοχή του ως δημοτικού συμβούλου στον Δήμο.. .-… σε συνεδριάσεις δημοτικών συμβουλίων και δημαρχιακής επιτροπής την περίοδο από 1.1.2005 έως 31.12.2005 και στην απόκτηση το οποίου ομοίως δεν συνέβαλε με κανέναν τρόπο η ενάγουσα. Ως προς το υπόλοιπο όμως ποσό των 14.308,05 ευρώ [36.000 ευρώ – (19.022,52 + 2.669,43 ευρώ)] δεν προκύπτει η ακριβής προέλευση αυτού και ως εκ τούτου τεκμαίρεται κατά το 1/3 αυτού, ήτοι για ποσό 4.769,35 ευρώ με βάση το άρθρο 1400 παρ.1 ΑΚ ότι αποτελεί προϊόν της συμβολής της ενάγουσας στην αύξηση της περιουσίας του εναγόμενου, γενομένης εν μέρει δεκτού του σχετικού κεφαλαίου της αγωγής της ενάγουσας, κατά τον εν μέρει βάσιμο δεύτερο λόγο της έφεσής της. Κατά τα λοιπά και με εξαίρεση το εξοχικό στο ………….. για το οποίο έγινε λόγος παραπάνω και ως προς το οποίο προέκυψε ότι η συμβολή του ενάγοντος υπερβαίνει το τεκμαιρόμενο εκ του νόμου ποσοστό συμμετοχής του στην αύξηση της περιουσίας της εναγόμενης, γενομένου εν μέρει δεκτού ως βάσιμου του πέμπτου και του ένατου λόγου εφέσεως του εκκαλούντος και συγκεκριμένα ότι η συμβολή του αυτή ανήλθε στο ½  της αξίας στην οποία είχε διαμορφωθεί το μερίδιο ½  εξ αδιαιρέτου κυριότητας της εναγόμενης επί του ως άνω ακινήτου στο ……………. κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής του, όπως και αντίστοιχα η συμβολή της ενάγουσας στο αντίστοιχο μερίδιο ½ εξ αδιαιρέτου κυριότητας του εναγόμενου επί του ως άνω ακινήτου, όπως είχε διαμορφωθεί κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής της ανήλθε στο 1/6 της αξίας του, δεν αποδείχθηκε στα υπόλοιπα ακίνητα των διαδίκων το ακριβές μέγεθος της συμβολής εκάστου συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου, καθώς κατά τα ανωτέρω υπήρχαν μεγάλες διακυμάνσεις κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου στην αναλογία των οικονομικών τους δυνάμεων, όπως προκύπτει από τις προαναφερόμενα εκκαθαριστικά της Εφορίας και ως εκ τούτου η συμβολή εκάστου συζύγου στην αύξηση της ακίνητης περιουσίας του άλλου θα υπολογισθεί στο νόμιμο τεκμήριο του 1/3 της αύξησης αυτής. Ομοίως με βάση τα ανωτέρω, αφενός ο εναγόμενος-ενάγων ουδόλως απέδειξε τον ισχυρισμό του περί έλλειψης συμβολής της ενάγουσας-εναγόμενης στην επαύξηση της περιουσίας του, απορριπτομένου του έκτου και του όγδοου λόγου εφέσεως του εκκαλούντος, αφετέρου, όπως ορθά δέχτηκε η εκκαλούμενη, η ενάγουσα-εναγόμενη ουδόλως προέβαλε παραδεκτά ισχυρισμό περί έλλειψης ή μικρότερης συμβολής του ενάγοντος στην ως άνω επαύξηση της περιουσίας της από το 1/3, όπως προκύπτει από τις κατατεθείσες πρωτοδίκως προτάσεις της επί της αγωγής του ενάγοντος, παρά τα όσα ισχυρίζεται με τον τέταρτο λόγο της έφεσής της. Πρέπει, ιδίως, να επισημανθεί ότι κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου τους, παρότι κατά τα ανωτέρω υπήρξε συμβολή εκάστου συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου, κυρίως με την παροχή υπηρεσιών, με την παροχή στέγης, οικογενειακής και επαγγελματικής αρχικά από την ενάγουσα-εναγόμενη, στη συνέχεια οικογενειακής στέγης από αμφότερους τους διαδίκους και με τη διάθεση χρημάτων από την επιχειρηματική δραστηριότητα του ενάγοντος-εναγόμενου για την κάλυψη των τρεχουσών αναγκών της οικογένειας, δεν υπήρχε πάντα σύμπνοια μεταξύ των διαδίκων ιδίως στο να επενδύει ο ένας χρήματα από τις οικονομίες του στην περιουσία του άλλου, προκειμένου αυτή να αυξηθεί. Είναι χαρακτηριστική η ανωμοτί κατάθεση του ενάγοντος-εναγόμενου στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα αυτός, εξεταζόμενος ως διάδικος, σε ερώτηση της Δικαστή του πρωτοβάθμιου Δικαστήριο «…δηλαδή δεν υπήρχε καμία συνεισφορά της συζύγου; Δεν είχε ακίνητη περιουσία, εισπράχθηκαν χρήματα, δουλέψατε και οι δύο για να στήσετε το σπίτι σας.» απάντησε «Σωστά αλλά όχι σε οικονομικό επίπεδο. Η σύζυγός μου δεν μου απέδωσε τίποτα σε οικονομικό ούτε εγώ…Ήμουν τόσο περήφανος και είχα τόσα λεφτά…Μάζευα από το εμπόριο τόσα λεφτά…». Επίσης στη δοθείσα στα πλαίσια παλαιότερης δίκης μεταξύ των διαδίκων και η οποία λαμβάνεται υπόψη ως έγγραφο, εκτιμώμενο για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων υπ’ αριθ. ………./7.11.2017 ένορκη κατάθεση του …………, μισθωτή του οροφοδιαμερίσματος του 3ου ορόφου συνιδιοκτησίας των διαδίκων στην οδό ………………. αρ……. στον Πειραιά ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, ο εν λόγω μάρτυρας κατέθεσε ότι η νυν εκκαλούσα-εφεσίβλητη είχε εισπράξει από τον ίδιο το ποσό των 3.000 ευρώ ως επιστροφή άτοκου δανείου που ο σύζυγός της και νυν αντίδικός της είχε δώσει στον παραπάνω μάρτυρα λόγω συγκυριακής ανεργίας που μάστιζε την οικογένειά του, εν αγνοία του εκκαλούντος-εφεσίβλητου ότι επιστράφηκε το ποσό και αποκρύπτοντάς του την εξόφληση της οφειλής αυτής. Επομένως, υπήρχε δυσπιστία μεταξύ των συζύγων ως προς τη διαχείριση των οικονομιών τους και δεν αποδεικνύεται, εκτός των εξαιρέσεων που εκτέθηκαν πιο πάνω, η διάθεση συγκεκριμένων χρηματικών ποσών από τις οικονομίες του καθενός εξ αυτών, όπως από τα μισθώματα που εισέπραττε ο καθένας, για την επαύξηση της περιουσίας του άλλου. Ενόψει των ανωτέρω, αφενός η από 28.12.2018 αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή στην ουσία της και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα ως συμβολή αυτής στην αύξηση της περιουσίας του το συνολικό ποσό των 64.724,53 ευρώ [ήτοι (109.086,86 ευρώ η αξία του οροφοδιαμερίσματος του γ’ ορόφου στην οδό ………………. αρ….. στον Πειραιά x 3/4 εξ αδιαιρέτου μερίδιο κυριότητας x 1/3=) 27.271,72 ευρώ + (123.962,34 ευρώ η αξία του οροφοδιαμερίσματος του ζ’ ορόφου στην οδό ………………. αρ….. στον Πειραιά x 3/4 εξ αδιαιρέτου μερίδιο κυριότητας x 1/3=) 30.990,59 ευρώ + (2.000 ευρώ η αξία της υπ’ αριθ. 5 θέσης στάθμευσης υπογείου στην οδό ………………. αρ…. στον Πειραιά x 3/4 εξ αδιαιρέτου μερίδιο κυριότητας x 1/3=) 500 ευρώ + (15.564,76 ευρώ η αξία της εξοχικής οικίας στο …….. πλην όμως υπολογίζεται στο χαμηλότερο ποσό που προσδιορίζει η ενάγουσα στην αγωγή της των 14.314,44 κατ’ άρθρο 106 ΚΠολΔ x  ½  εξ αδιαιρέτου ποσοστό κυριότητας x 1/6 ποσοστό συμβολής της ενάγουσας=) 1.192,87 ευρώ + 4.769,35 ευρώ από το ποσό που διατηρούσε κατατεθειμένο στο όνομά του ο εναγόμενος σε λογαριασμό στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων κατά τον χρόνο έγερσης της αγωγής], με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως, αφετέρου η από 18.2.2019 αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή στην ουσία της και να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη οφείλει στον ενάγοντα ως συμβολή του στην αύξηση της περιουσίας της το συνολικό ποσό των 23.478,63 ευρώ [ήτοι (109.086,86 ευρώ η αξία του οροφοδιαμερίσματος του γ’ ορόφου στην οδό ………………. αρ….. στον Πειραιά x  ¼ εξ αδιαιρέτου μερίδιο κυριότητας x 1/3=) 9.090,57 ευρώ + (123.962,34 ευρώ η αξία του οροφοδιαμερίσματος του ζ’ ορόφου στην οδό ………………. αρ….. στον Πειραιά x ¼ εξ αδιαιρέτου μερίδιο κυριότητας x 1/3=) 10.330,20 ευρώ + (2.000 ευρώ η αξία της υπ’ αριθ. 5 θέσης στάθμευσης υπογείου στην οδό ………………. αρ…… στον Πειραιά x ¼  εξ αδιαιρέτου μερίδιο κυριότητας x 1/3=) 166,67 ευρώ + (15.564,76 ευρώ η αξία της εξοχικής οικίας στο ……….. x ½  εξ αδιαιρέτου ποσοστό κυριότητας x 2/6 ποσοστό συμβολής του ενάγοντος=) 3.891,19 ευρώ], με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως, γενομένων εν μέρει δεκτών στην ουσία τους των υπό κρίση αντίθετων εφέσεων. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ τους ως προς αμφότερες τις συνεκδικασθείσες αγωγές τους και ως προς αμφότερες τις συνεκδικασθείσες εφέσεις τους ήτοι και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 179 και 591 του ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει τις από 19.10.2020 και από 23.10.2020 εφέσεις κατά της 2109/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία διαφορών από την οικογένεια, τον γάμο και την ελεύθερη συμβίωση) αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν τις ως άνω εφέσεις.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση.

Κρατεί και συνεκδικάζει την από 28.12.2018 αγωγή και την από 18.2.2019 αγωγή.

Απορρίπτει ό,τι έκρινε απορριπτέο σε αμφότερες τις ανωτέρω αγωγές.

Δέχεται εν μέρει την από 28.12.2018 αγωγή.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των εξήντα τεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων είκοσι τεσσάρων ευρώ και πενήντα τριών λεπτών (64.724,53) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Δέχεται εν μέρει την από 18.2.2019 αγωγή.

Αναγνωρίζει ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των είκοσι τριών χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα οκτώ ευρώ και εξήντα τριών λεπτών (23.478,63), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων στο σύνολό τους για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, ήτοι ως προς τις αντίθετες αγωγές και εφέσεις, μεταξύ τους.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 11.5.2023.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ