ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός απόφασης 210/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(2Ο Τμήμα)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Τσιάλτα, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα, Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του στις …………………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των εκκαλούντων: 1) …………., 2) …………και 3) …………….. που παραστάθηκαν στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου, Ιωάννη Κ. Υδραίου (Δ.Σ. Πειραιώς με Α.Μ. …… που προσκόμισε το με αριθμ. ………. γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων), παριστάμενος, κατ’ άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠοΛΔ, με την από 15-11-2022 δήλωση.
Της εφεσίβλητης: ………… που παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια της πληρεξουσίου της δικηγόρου, Γεωργίου Π. Σταματογιάννη (Δ.Σ Πειραιώς με Α.Μ. .. που προσκόμισε το με αριθμ. Α ….. γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων) παριστάμενος, κατ’ άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠοΛΔ, με την από 16-11-2022 δήλωση.
Οι εκκαλούντες άσκησαν 2-2-2022 (αριθ. καταθ. Πρωτοδικείου Πειραιώς ΓΑΚ/ΕΑΚ/…./2022, αριθ. καταθ. Εφετείου Πειραιώς ΓΑΚ/ΕΑΚ/…/2022) έφεσή κατά της με αριθμ. 6/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτικής διαδικασίας), η οποία εγγράφηκε στο πινάκιο για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε δικάσιμος, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων που παραστάθηκαν όπως ανωτέρω αναφέρεται κατέθεσαν παραδεκτώς προτάσεις, αιτούμενοι να γίνουν δεκτοί οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η κρινόμενη έφεση κατά της με αριθμ. 6/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε αντιμωλίαν κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα ενόψει του ότι η έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 2-2-2022, ενώ δεν προκύπτει, ούτε γίνεται επίκληση επίδοσης της εκκαλούμενης απόφασης (άρθρα 495, 511,513 παρ.1, περ β, 516 παρ.1 και 518 παρ.2 του ΚΠολΔ). Επομένως η κρινόμενη έφεση, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, σύμφωνα με το άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ κατά την προαναφερόμενη διαδικασία, ενόψει του ότι για το παραδεκτό του ένδικου μέσου κατατέθηκε το προβλεπόμενο εκ του άρθρου 495 παρ.3 του ΚΠολΔ παράβολο ποσού εκατό ευρώ (100,00) ευρώ (βλ. σχετικά την έκθεση κατάθεσης δικογράφου του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, το με αριθμ. ……….. ηλεκτρονικό παράβολο και το σχετικό από 1-2-2022 έγγραφο για την εξόφληση αυτού).
ΙΙ. Η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη με τη με αριθμ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………./1-10-2019 αγωγή τακτικής διαδικασίας την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, επικαλούμενη ότι, οι εναγόμενοι, ήδη εκκαλούντες με τους οποίους είναι συγκύριοι του λεπτομερώς περιγραφόμενου ακινήτου-καταστήματος η μεν ίδια κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου, οι δε εναγόμενοι κατά ποσοστό 2/8 εξ αδιαιρέτου η πρώτη και κατά ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου έκαστος των λοιπών, προέβησαν στην αποκλειστική χρήση του επίκοινου ακινήτου κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2018 έως τις 31-12-2008 και το ότι η μισθωτική αξία του ακινήτου ανέρχεται στο ποσό των 120 ευρώ ανά τ.μ. ζήτησε, όπως το αίτημα της αγωγής παραδεκτώς τράπηκε σε έντοκο αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να της καταβάλουν κατά τον λόγο της μερίδας τους- αφαιρουμένου το καταβληθέντος ποσού των 10.720,80 ευρώ- για το ως άνω χρονικό διάστημα το συνολικό ποσό των 32.162,40 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την πρώτη ημέρα κάθε μήνα άλλως από την επίδοση της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού απέρριψε ως μη νόμιμο το αίτημα για την τοκοφορία του αιτούμενου ποσού από την πρώτη ημέρα κάθε μήνα, δέχθηκε εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή και αναγνώρισε την υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν στην ενάγουσα, η μεν πρώτη εναγομένη το ποσό των 5.261,80 ευρώ, ο δε, έκαστος των λοιπών εναγομένων το ποσό των 7.892,70 ευρώ νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση. Ήδη με την κρινόμενη έφεση οι εκκαλούντες παραπονούνται κατά της εκκαλούμενης απόφασης για λόγους, συνιστάμενους, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου τους, σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων εκ μέρους του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και ζητούν να γίνει δεκτή η έφεσή τους, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση κατά το μέρος που έγινε δεκτή η με αριθμ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/1-10-2019 αγωγή, να απορριφθεί αυτή συνολικά και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στη δικαστική τους δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
ΙΙΙ. (α) Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 Α.Κ. το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, εκτός των άλλων, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε από την άσκησή του και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι τότε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Τούτο συμβαίνει ιδίως, όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο και μάλιστα ευλόγως η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Μόνη η αδράνεια του δικαιούχου για μακρό χρονικό διάστημα και πάντως μικρότερο απ` αυτόν της παραγραφής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και ευρισκόμενες σε αιτιώδη συνάφεια μεταξύ τους, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει στην ανατροπή της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και έχει διατηρηθεί για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των διαγραφομένων από την ανωτέρω διάταξη ορίων. Δεν είναι πάντως απαραίτητο η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της διαμορφωμένης αυτής κατάστασης να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες στον οφειλέτη, αλλά αρκεί να έχει απλώς δυσμενείς (Ολ ΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 10/2012 δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ «Νόμος»). Περαιτέρω, μεταξύ των προϋποθέσεων για τη θεμελίωση της από την ανωτέρω διάταξη ένστασης είναι και η επίκληση της ύπαρξης δικαιώματος, καθόσον μόνον υπαρκτού δικαιώματος μπορεί να νοηθεί καταχρηστική άσκηση. Εάν αυτός που προτείνει τον σχετικό ισχυρισμό αρνείται τα περιστατικά που στηρίζουν το σχετικό δικαίωμα, δεν μπορεί να θεμελιωθεί η από το ως άνω άρθρο ένσταση, αφού μόνο υπαρκτό δικαίωμα είναι λογικώς δυνατό να ασκηθεί, ώστε να νοείται καταχρηστική άσκησή του (Α.Π. 1593/2022, ο.π. σε Ολ ΑΠ 17/1995, δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ «Νόμος»). (β) Περαιτέρω, οι λόγοι έφεσης θα πρέπει να είναι λυσιτελείς δηλαδή στην περίπτωση που κριθούν βάσιμοι να επέρχεται ως αποτέλεσμα της βασιμότητάς τους, η εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης. Ειδικότερα, αλυσιτελής είναι ο λόγος περί εσφαλμένης εκτίμησης του αποδεικτικού υλικού όταν σε πρώτο βαθμό η αγωγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη ή, ως μη νόμιμη (Βλ. υπό Χ. Ευθυμίου «Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας», εκδ. 2022, τόμος 2, σελ. 1702).
IV. Στην προκείμενη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προέβη, α) αφενός μεν σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 281 Α.Κ., β) αφετέρου δε, εσφαλμένα εκτίμησε τις προσκομισθείσες ενώπιον του αποδείξεις και απέρριψε την προτεινόμενη από αυτούς ένσταση καταχρηστική άσκησης του δικαιώματος. Ο λόγος αυτός κατά το δεύτερο σκέλος της (εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων) πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος καθότι αλυσιτελής προβαλλόμενος, διότι σύμφωνα με τα όσα εκτίθενται στο δεύτερο μέρος της ως άνω νομικής σκέψης και σύμφωνα με την εκκαλούμενη απόφαση, η εν λόγω ένσταση απορρίφθηκε ως μη νόμιμη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, χωρίς να λάβει χώρα για την απόρριψή της η ουσιαστική έρευνα αυτής. Περαιτέρω, από το περιεχόμενο των κατατεθεισών ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προτάσεων προκύπτει ότι οι εκκαλούντες πρότειναν την ένσταση της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος από την εφεσίβλητη ισχυριζόμενοι ότι η τελευταία άσκησε την αγωγή καθ’ υπέρβαση της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών καθορίζοντας την αποζημίωση σε ποσό 120 ευρώ ανά τ.μ. με σκοπό αδικαιολόγητου πλουτισμού σε βάρος τους, αντίθετα με τις οικονομικές συνθήκες και όταν η ίδια ουδόλως έχει εισφέρει στις δαπάνες για τη συντήρηση του ακινήτου. Ωστόσο, οι εκκαλούντες- εναγόμενοι επιχειρώντας να θεμελιώσουν την ως άνω ένσταση που παραδεκτώς επαναφέρεται ως λόγος έφεσης, προέβαλαν μόνον αρνητικούς ισχυρισμούς και δη αναφορικά με την προσδιοριζόμενη, εκ μέρους της εφεσίβλητης-ενάγουσας, μισθωτική αξία του ακινήτου όπως ειδικότερα εκτίθεται, χωρίς αντίθετα να εκθέτουν προγενέστερη συμπεριφορά της εφεσίβλητης-ενάγουσας που να τους προκάλεσε την εύλογη πεποίθηση ότι δε θα ασκήσει το δικαίωμά της. Επομένως, βάσει των ανωτέρω και σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο πρώτο μέρος της ανωτέρω νομικής σκέψης της παρούσας, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο απέρριψε ως μη νόμιμη την προταθείσα ένσταση ορθώς εφάρμοσε και ερμήνευσε τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. και επομένως τα όσα υποστηρίζονται με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.
V. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 785, 786, 787, 792 § 2, 961, 962 και 1113 του ΑΚ προκύπτει ότι, σε περίπτωση αποκλειστικής χρήσης του κοινού πράγματος από έναν από τους κοινωνούς, δικαιούνται οι υπόλοιποι, και αν δεν πρόβαλαν αξίωση σύγχρησης, να απαιτήσουν από αυτόν που έκανε αποκλειστική χρήση του κοινού, ανάλογη προς το ποσοστό του δικαιώματός τους, μερίδα από το όφελος (καρπούς και γενικότερα ωφελήματα) που αυτός αποκόμισε ή εξοικονόμησε και το οποίο συνίσταται στην αξία της, επιπλέον της ιδανικής του μερίδας, χρήσης του κοινού (ΑΠ 852/2019, ΑΠ 802/2017 δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ. «Νόμος»,). Η σχετική αξίωση γεννιέται από μόνο το γεγονός της αποκλειστικής χρήσης του κοινού πράγματος από έναν εκ των κοινωνών, προκειμένου δε, περί αστικού ακινήτου, ήτοι, ακινήτου που από την κατασκευή του είναι προορισμένο να χρησιμοποιείται για κατοικία ή γραφείο ή κατάστημα, το όφελος αυτό συνίσταται στην, κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσης, μισθωτική αξία της μερίδας των εκτός χρήσης κοινωνών, η οποία δεν αποτελεί μίσθωμα, αφού δεν υπάρχει μισθωτική σχέση, αλλά αποδοτέα, ως αποζημίωση, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, ωφέλεια (ΑΠ 852/2019, ΑΠ 802/2017 δημ. Σε Τρ. Νομ. Πληρ «Νόμος»), που προσδιορίζεται με βάση τη μισθωτική αξία του πράγματος, χωρίς να μεταβάλλεται σε αξίωση απόδοσης μισθωμάτων(ΑΠ 2348/2009, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ). Η ωφέλεια αυτή προσδιορίζεται από τη μισθωτική αξία του κοινού πράγματος, δηλαδή του ποσού του μισθώματος που θα κατέβαλε ο κοινωνός που το χρησιμοποιεί για τη χρήση άλλου όμοιου ακινήτου με βάση τις εν γένει μισθωτικές συνθήκες της περιοχής που επικρατούν κατά τον κρίσιμο χρόνο και της κατάστασης που βρίσκεται το κοινό πράγμα (ΑΠ 316/2021, Α.Π. 1208/2018, δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ «Νόμος»). Εξάλλου, στις διατάξεις των άρθρων 961 και 962 ΑΚ ορίζεται τι περιλαμβάνεται στους καρπούς του κοινού πράγματος. Επομένως, εντάσσονται σε αυτούς, κατά την έννοια του άρθρου 786 ΑΚ, τόσο οι φυσικοί ή άμεσοι καρποί, όσο και οι πολιτικοί καρποί του κοινού πράγματος (άρθρο 961 ΑΚ), αλλά και όλα τα ωφελήματα με την έννοια του άρθρου 962 ΑΚ, δηλαδή κάθε όφελος, το οποίο παρέχει η χρήση του πράγματος (ΕφΠατρ 383/2021, ΕφΑθ 238/2006, δημ. Σε Τρ. Νομ. Πληρ «Νόμος»). Κατά τα λοιπά, ο τρόπος που ο κοινωνός χρησιμοποίησε αποκλειστικά για λογαριασμό του, το κοινό πράγμα, είναι, κατ’ αρχήν, αδιάφορος και μπορεί αυτός να το έχει εκμισθώσει ή να το έχει χρησιδανείσει σε άλλον ή να το έχει ιδιοχρησιμοποιήσει με οποιοδήποτε τρόπο, δηλαδή έστω και διατηρώντας αυτό αδρανές ή, προκειμένου για ακίνητο, διατηρώντας το κλειστό και ανεκμετάλλευτο, εφόσον, με τον τρόπο αυτό αποκλείει, στην πράξη, τη σύγχρηση των λοιπών κοινωνών και ο ίδιος έχει οποτεδήποτε την ευχέρεια να το εκμεταλλευτεί, κατά την κρίση και το συμφέρον του. Επομένως, στη σχετική αγωγή αποζημίωσης, καθώς και στην απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας που θα εκδοθεί, αρκεί, για την πληρότητα και το ορισμένο αυτής, να αναφέρεται το κοινό ακίνητο, η επ’ αυτού μερίδα του ενάγοντος, ότι ο εναγόμενος έκανε κατά τον επίδικο χρόνο αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου και, επίσης, το κατά τον επίδικο χρόνο όφελος του εναγομένου κοινωνού από την αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου, συνιστάμενο στην αξία αυτής, η οποία, προκειμένου περί αστικού ακινήτου ταυτίζεται με την μισθωτική αξία του μεριδίου, του, εκτός χρήσης κοινωνού, της οποίας, συνεπώς, αρκεί η αναφορά (ΑΠ 187/2015 ΑΠ 564/2012 δημ σε Τρ. Νομ. Πληρ. «Νόμος»). Άλλο στοιχείο και, μάλιστα, αναφορά στη σχετική αγωγή, συγκριτικών στοιχείων για την εξεύρεση της μισθωτικής αξίας του κοινού ακινήτου, δεν απαιτείται, αφού η εν λόγω αξία θα προκύψει από τις αποδείξεις (ΑΠ 1465/2006 ΕφΠειρ 771/2014 δημ σε Τρ. Νομ. Πληρ. «Νόμος»). Αίτημα της αγωγής αυτής, είναι η απόδοση της ωφέλειας, την οποία αποκόμισε ο κοινωνός που έκανε την αποκλειστική χρήση (ΕφΑθ.1682/2022 , δημ σε Τρ. Νομ. Πληρ. «Νόμος»).
VΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση της νομίμως προσκομιζόμενης με επίκληση από την ενάγουσα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με αριθμ. …/2020 ένορκης βεβαίωσης που λήφθηκε με επιμέλεια αυτής ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς, ύστερα από νομότυπη και εμπρόθεσμα κλήτευση των εναγομένων (βλ. τις υπ’ αριθμ. ………/30-12-2019, …/30-12-2019 και …/30-12-2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, ………), των νομίμως προσκομιζόμενων με επίκληση από τους εναγόμενους στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με αριθμ. ../17-12-2019 και …/17-12-2019 ένορκων βεβαιώσεων που λήφθηκαν με επιμέλεια των εναγομένων ύστερα από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της ενάγουσας (βλ. τη με αριθμ. …/9-12-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, ………….) και από όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα με επίκληση από τους διαδίκους στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έγγραφα, είτε αυτά συνιστούν αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε χρησιμεύουν προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και παραδεκτώς επαναπροσκομίζονται από τους διαδίκους με επίκληση στο παρόν Δικαστήριο, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα και ο ήδη αποβιώσας αδελφός της, ……….. . κατέστησαν συγκύριοι κατά ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου ο τελευταίος και κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου η ενάγουσα σε ακίνητο και δη, κατάστημα που βρίσκεται στο ισόγειο πολυκατοικίας ευρισκομένης επί της συμβολής των οδών ……… στην Πλατεία …… στον Πειραιά. Συγκεκριμένα το ανωτέρω κατάστημα αποτελείται από δύο επιμέρους τμήματα υπό στοιχ. 6A και 6 Β, επιφάνειας 55,73 τ.μ. και 27,87 τ.μ. αντίστοιχα, ήτοι συνολικής επιφάνειας 83,60 τ.μ., από πατάρι επιφάνειας 40 τ.μ. και από μία αποθήκη επιφάνειας 16 τ.μ. που βρίσκεται στην οπίσθια πλευρά του καταστήματος. Μεταξύ της ενάγουσας και του ………. κατά το παρελθόν υπήρξαν δικαστικές διενέξεις καθότι ο τελευταίος προέβαινε συστηματικά στην αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου δια της εκμίσθωσής του, επικαλούμενος ότι είναι αποκλειστικός κύριος αυτού, ζήτημα το οποίο επιλύθηκε με τη με αριθμ. 1194/1997 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία αναγνωρίστηκε το δικαίωμα συγκυριότητας της ενάγουσας στο ακίνητο κατά το ανωτέρω ποσοστό καθώς και η υποχρέωση του …………. να της καταβάλει το ποσό των 81.650 δρχ. ως αποζημίωση ως μη αποδοθέντες καρπούς για το χρονικό διάστημα από 1-6-1988 έως 22-12-1988. Η απόφαση αυτή κατέστη τελεσίδικη μετά την έκδοση της με αριθμ. 338/1998 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς και ακολούθως αμετάκλητη με την έκδοση της με αριθμ. 1168/2000 απόφασης του Αρείου Πάγου. Ο ………… παρά την έκδοση της ως άνω απόφασης εξακολούθησε μέχρι τον θάνατό του στις 8-4-2015, να προβαίνει στην αποκλειστική χρήση του επίκοινου ακινήτου εκμισθώνοντας το από την 1-10-1998 στην επιχείρηση καφετέρια-μπαρ-ζαχαροπλαστείο με την ονομασία «………..». Στη συνέχεια οι εναγόμενοι, εκ των οποίων η πρώτη ήταν εν ζωή σύζυγος του αποβιώσαντος, οι δε λοιποί εναγόμενοι, εν ζωή τέκνα του και μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτού στο ανωτέρω ποσοστό συγκυριότητάς του στο ακίνητο (και δη, κατά ποσοστό 2/8 εξ αδιαιρέτου η πρώτη εναγομένη και κατά ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου καθένας εκ των λοιπών εναγομένων), συνέχισαν να προβαίνουν στην αποκλειστική χρήση αυτού με την εκμίσθωσή του στην ανωτέρω επιχείρηση. Λόγω της εκ μέρους του ………. και ακολούθως των εναγομένων αποκλειστικής χρήσης του ακινήτου, κατόπιν άσκησης αγωγών της ενάγουσας η μισθωτική αξία του ακινήτου προσδιορίστηκε με δικαστικές αποφάσεις ως εξής: 1) Για τα έτη 2008 και 2009 στο ποσό των 135 ευρώ ανά τ.μ. (βλ. τη με αριθμ. 256/2015 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου που κατέστη αμετάκλητη με τη με αριθμ. 802/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου), 2) για τα έτη 2010 και 2011 στο ποσό των 130 ευρώ ανά τ.μ. (βλ. αντίστοιχα τις με αριθμ. 455/2017 και 454/2017 αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου), 3) για το έτος 2012 στο ποσό των 130 ευρώ ανά τ.μ. (βλ. τη με αριθμ. 249/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που κατέστη τελεσίδικη με τη με αριθμ. 597/2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου), 4) για το έτος 2014 στο ποσό των 100,320 ευρώ ανά τ.μ. (βλ. τη με αριθμ. 5520/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που κατέστη τελεσίδικη με τη με αριθμ. 467/2020 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, 5) για το έτος 2015 στο ποσό των 85 ευρώ ανά τ.μ. (βλ. τη με αριθμ. 245/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το μίσθιο ακίνητο, αποτελεί χαρακτηρισμένο διατηρητέο κτίριο, βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση και βρίσκεται σε ένα από τα πιο κεντρικά σημεία του Πειραιά με πρόσοψη στην πεζοδρομημένη οδό ….. που συνδέεται με την Πλατεία ….., σε απόσταση περίπου 100 μέτρων από το Δημαρχείο Πειραιά και σε απόσταση περίπου 100 μέτρων από τη συμβολή της με την Λεωφόρο ………..΄. Το έτος 2018 στην εταιρία «…………» (που λειτούργησε από τους εναγομένους) για την εκμετάλλευση του ανωτέρω καταστήματος χορηγήθηκε άδεια χρήσης 99,75 τ.μ. για την τοποθέτηση τραπεζοκαθισμάτων σε δημοτικό χώρο (πλατεία), ενώ οι εναγόμενοι πράγματι έχουν προβεί σε διάφορες βελτιώσεις, και στην υπαγωγή των αυθαίρετων κατασκευών στις διατάξεις του Ν. 4178/2003. Όσον αφορά τα προσκομιζόμενα από τους εναγόμενους ιδιωτικά συμφωνητικά μίσθωσης άλλων καταστημάτων εστίασης, όμορων ή παρακείμενων προς το ακίνητο της συγκυριότητας των διαδίκων, πρέπει να αναφερθεί ότι αυτά ελήφθησαν υπόψη ως συγκριτικά στοιχεία και συναξιολογήθηκαν κατά την εκδίκαση προγενέστερων αγωγών και συγκεκριμένα, ελήφθησαν υπόψη και κατά την έκδοση, τόσον της με αριθμ. 467/2020 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς αναφορικά με την χρονική περίοδο του έτους 2014, όσο και κατά την έκδοση της με αριθμ. 245/208 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, αναφορικά με τη χρονική περίοδο του έτους 2015. Πρέπει δε, να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες με επίκληση από τους εναγόμενους με αριθμ. …/17-12-2019 και …/17-12-2019 ένορκες βεβαιώσεις στις οποίες γίνεται συγκριτική αναφορά σε μισθώματα παρακείμενων καταστημάτων, οι μάρτυρες καταθέτουν ότι για δύο ισόγεια καταστήματα που βρίσκονται επί της οδού ……… (πρώτα στη σειρά της πλατείας με είσοδο στη γωνία της διασταύρωσης των οδών ……..) και χρησιμοποιούνται ως πιτσαρία-εστιατόριο με την επωνυμία «……….», ευρισκόμενα σε απόσταση περίπου 30 μέτρων από τον επίκοινο ακίνητο, το μηνιαίο μίσθωμα για το έτος 2018 ανήλθε στο ποσό των 9.120,53 ευρώ (από 1-12018 έως 31-7-2018) και στο ποσό των 9.263,72 ευρώ (από την 1η-8-2018 έως τις 31-12-2018). Επίσης όσον αφορά τα αναφερόμενα για το έτος 2018 μισθώματα, καταστήματος επί της οδού ……… ύψους 2.758,69 ευρώ και καταστήματος επί της οδού …….. (κατάστημα «…………») ύψους 3.714,53 ευρώ, πρέπει να σημειωθεί ότι αυτά αφορούν διαφορετικού είδους επιχειρήσεις από αυτήν που λειτουργεί στο ακίνητο των διαδίκων. Επίσης, η προσκομιζόμενη έκθεση εκτίμησης της αξίας του ακινήτου δυνάμει της οποίας η μισθωτική αξία του ακινήτου ορίζεται μηνιαίως στο ποσό των 4.250 ευρώ, τοποθετείται χρονικά στο έτος 2011, ήτοι σε χρόνο προγενέστερο, κατά τον οποίο επικρατούσαν δυσμενέστερες οικονομικές συνθήκες από αυτές του έτους 2018. Επομένως, ενόψει των ανωτέρω στοιχείων και βάσει των εν γένει μισθωτικών συνθηκών της περιοχής που επικρατούσαν κατά τον κρίσιμο χρόνο και της κατάστασης του κοινού ακινήτου, παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη κατά τα σχετικώς εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, η μισθωτική του αξία προσδιορίζεται για το έτος 2018 στο ποσό των 95 ευρώ ανά τ.μ. απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου του σχετικού ισχυρισμού των εναγομένων περί ορισμού της μισθωτικής αξίας, κατ’ άρθρο 288 Α.Κ., στο ποσό των 30 ευρώ ανά τ.μ., σύμφωνα με όσα ως άνω εκτίθενται, δεδομένου του ότι το έτος 2018 η επικρατούσα οικονομική κατάσταση στη Χώρα παρουσιαζόταν βελτιωμένη σε σχέση με αυτήν του έτους 2015 (ήτοι το τελευταίο έτος –πριν το ένδικο χρονικό διάστημα – για το οποίο είχε ρυθμιστεί η μισθωτική αξία του ακινήτου στο ποσό των 85 ευρώ ανά τ.μ.). Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθώς εκτίμησε τις προσκομισθείσες ενώπιον του αποδείξεις και όρισε την μισθωτική αξία στο ανωτέρω ποσό ανά τ.μ. και αναγνώρισε την υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 21.047,20 (ήτοι ποσό 31.768 ευρώ αφαιρουμένου του καταβληθέντος ποσού των 10.720,80 ευρώ) κατά τον λόγο της μερίδος εκάστου εξ αυτών, απορρίπτοντας σιωπηρώς στην ουσία του (κατά την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και αφού έκρινε ότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν αποτελεί ένσταση, αλλά αρνητικός της αγωγής ισχυρισμός) τον ως άνω προβληθέντα ισχυρισμό περί ορισμού της μισθωτικής αξίας στο ποσό των 30 ευρώ ανά τ.μ., κατ’ εφαρμογή του άρθρου 288 Α.Κ. Κατά συνέπεια, τα υποστηριζόμενα με τον σχετικό λόγο έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα.
VII. Τέλος, με τον τρίτο λόγο της υπό κρίση έφεσης οι εκκαλούντες προσβάλλουν την εκκαλούμενη απόφαση ως προς τη διάταξη περί επιβολής σε βάρος τους των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης ποσού 550 ευρώ, επικαλούμενοι ότι το ποσό αυτό είναι «αυξημένο» σε σχέση με τα πραγματικά έξοδα της εφεσίβλητης και τη δική τους ζημία, όσο και την οικονομική τους κατάσταση καθότι η τηρούμενη από αυτούς επιχείρηση παρουσιάζει ζημίες και δεν είναι κερδοφόρα. Ο λόγος αυτός ο οποίος παραδεκτά προβάλλεται, κατ’ άρθρο 193 του ΚΠολΔ, αφού με την υπό κρίση έφεση προσβάλλεται ταυτόχρονα και η ουσία της υπόθεσης, είναι αόριστος και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Τούτο δε, διότι οι εκκαλούντες δεν προσδιορίζουν το νομικό σφάλμα ως προς την εφαρμογή και ερμηνεία των διατάξεων περί δικαστικής δαπάνης, αντίθετα δε, τα όσα ανωτέρω προβάλλονται (οικονομική κατάσταση των διαδίκων και η οικονομική κατάσταση της επιχείρησης) δεν αποτελούν στοιχεία για τον υπολογισμό της δικαστικής δαπάνης (ΕφΑιγ. 84/2021, δημ. σε Τρ.Πληρ. «Νόμος»). Κατά συνέπεια βάσει των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του καταβληθέντος εκ μέρους των εκκαλούντων, κατά την άσκηση της έφεσής, παράβολου, ποσού εκατόν (100,00) ευρώ, στο Δημόσιο Ταμείο σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 495 παρ.3 του ΚΠολΔ, λόγω της ήττας τους. Τέλος, ύστερα από σχετικό αίτημα τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης πρέπει να επιβληθούν στους εκκαλούντες λόγω της ήττας τους (άρθρα 106, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων τη με αριθ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………/2022 έφεση.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει ουσιαστικά την έφεση.
Διατάσσει την εισαγωγή του καταβληθέντος από τους εκκαλούντες παραβόλου, ποσού εκατό (100,00) ευρώ στο Δημόσιο Ταμείο και
Καταδικάζει τους εκαλούντες στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει συνολικά στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά στις 12 Απριλίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ