Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 216/2023

Αριθμός     216/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα   2ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

Α. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Πολυχρόνη Γριβέα  (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ:   1) …………. 2) …………, 3) ……….. 4) ………… και 5) ……….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Γεώργιο Λιανουλόπουλο.

Β. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ………. 2)  ………. και 3) …………. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Γεώργιο Λιανουλόπουλο.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ:   …………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρξεουσιό του δικηγόρο Πολυχρόνη Γριβέα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Ο υπό στοιχ Α εκκαλών-Β εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 15.12.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  …………/2017) αγωγή, επί της οποίας εκδοθηκαν η υπ΄ αριθμ. 3822/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που ανέστειλε την εκδίκαση της αγωγής για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτήν (απόφαση) και η υπ΄ αριθμ.  417/2021 απόφαση αυτού, που  δέχθηκε τα αναφερόμενα σ΄ αυτήν.

Την τελευταία αυτή απόφαση προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ήδη υπό στοιχ Α εκκαλών-Β εφεσίβλητος (ενάγων) με την από  17.5.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……/2021- ………/2021) έφεσή του και οι ήδη υπό στοιχ Β εκκαλούντες (τρεις πρώτοι εκ των εναγομένων) με την από  17.5.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……/2021-………../2021) έφεσή τους. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγορος του υπό στοιχ Α εκκαλούντος-Β εφεσιβλήτου, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος των υπό στοιχ Α εφεσιβλήτων και Β εκκαλούντων, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Στην προκειμένη περίπτωση εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου: Α) η από 20.05.2021 (αρ. εκθ. κατ. πρωτ………../2021 και αρ. εκ. κατ. εφ………/2021) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, Β) η από 20.05.2021 (αρ. εκθ. κατ. πρωτ. ……./2021 και αρ. εκ. κατ. εφ. ………/2021) έφεση των εν μέρει ηττηθέντων εναγομένων και ήδη εκκαλούντων οι οποίες (εφέσεις) στρέφονται, αμφότερες, κατά της με αριθμό  417/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και έκανε εν μέρει δεκτή την από 15.12.2017  με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης ……/2017 αγωγή του ενάγοντος  κατά των εναγομένων.  Οι υπό κρίση αντίθετες εφέσεις έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ.1, 517, 518 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ). Οι ως άνω εφέσεις αρμοδίως εισάγονται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρα 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011), ενώ, όπως προκύπτει από τις ως άνω εκθέσεις κατάθεσης ενδίκων μέσων του Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έχει κατατεθεί τόσο από τον εκκαλούντα της υπό στοιχείο Α έφεσης όσο και από τους εκκαλούντες της υπό στοιχείο Β έφεσης,  το νόμιμο παράβολο των 100 ευρώ, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. α΄ ΚΠολΔ ήτοι το με αριθμό παραβόλου ……/2021 e παράβολο και το με αριθμό παραβόλου ………./2021 e παράβολο αντίστοιχα (όπως η διάταξη αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012 και ισχύει μετά την τροποποίησή της -ως προς το ύψος των παραβόλων- με το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 – ΦΕΚ Α΄ 240/22-12-2016). Πρέπει, επομένως, οι εφέσεις αυτές να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια τακτική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, κατά το μέρος που μεταβιβάζεται η υπόθεση με την άσκηση έφεσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο άρθρο 522 ΚΠΟΛΔ, αφού συνεκδικαστούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ).

Σύμφωνα με το άρθρο 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να ζητήσει την άρση της προσβολής και τη μη επανάληψή της στο μέλλον. Αξίωση αποζημίωσης. κατά τις περί  αδικοπραξιών διατάξεις (άρθρα 914 επ. ΑΚ), δεν αποκλείεται, ύστερα από αίτηση του προσβληθέντος, όπως και της ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, δοθέντος ότι ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου, περιεχόμενο του οποίου αποτελεί και η προστασία της προσωπικότητάς του, προστατεύεται και από το ίδιο το Σύνταγμα [άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 και 2 αυτού]. Προσβολή προσωπικότητας συνιστούν πράξεις, που περιέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής και επαγγελματικής προσωπικότητάς του, ακόμα και αν αυτές τον καθιστούν απλά ύποπτο, ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του. ή άλλων εκφάνσεων της ζωής του. Άλλωστε, από τις προαναφερόμενες νομικές διατάξεις, προκύπτει, ότι η προσβολή είναι παράνομη, όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή σε ενάσκηση μικρότερης σπουδαιότητας δικαιώματος ή κάτω από περιστάσεις που καθιστούν καταχρηστική την άσκησή του. Ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος  μόνο ως προς την αξίωση άρσης της προσβολής και παράλειψής της στο μέλλον, ενώ για την αξίωση χρηματικής, λόγω ηθικής βλάβης, ικανοποίησης, απαιτεί και το στοιχείο της υπαιτιότητας. Η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση. που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του Π.Κ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις άρθρων 362 και 363 Π.Κ., όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης, και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε, ότι τούτο είναι ψευδές τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Έτσι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης αμφοτέρων των άνω εγκλημάτων απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο, ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλο γεγονότος, που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του. Από τις αμέσως ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ προκύπτει, ότι για την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου αυτού προσώπου, και γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε, ότι αυτό είναι ψευδές. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση, που προέρχεται ή από ίδια πεποίθηση ή γνώμη ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα διάδοση υφίσταται, όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της από άλλον γενομένης ανακοίνωσης. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Στην έννοια του “τρίτου”, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, εφόσον δεν θεσπίζεται με αυτές οποιαδήποτε διάκριση, περιλαμβάνεται οποιοδήποτε, πλην του δυσφημουμένου, φυσικό πρόσωπο ή αρχή, επομένως και τα πρόσωπα, τα οποία έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, έστω και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, όπως οι δικαστές, οι εισαγγελείς, οι υπάλληλοι του δικαστηρίου, οι δικηγόροι, οι δικαστικοί επιμελητές, τα μέλη πειθαρχικών συμβουλίων, επιτροπών, ανεξάρτητων αρχών κ.λ.π., αρκεί το γεγονός να είναι επιλήψιμο γι’ αυτόν, στον οποίο αποδίδεται. Αντίθετη εκδοχή, κατά την οποία δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της απλής ή της συκοφαντικής δυσφήμησης, όταν η ανακοίνωση του δυσφημιστικού γεγονότος γίνεται με το περιεχόμενο δικογράφου, που περιήλθε στο δικαστή, τον εισαγγελέα και το γραμματέα του δικαστηρίου και, εν γένει, σε πρόσωπα θεσμικώς αρμόδια, ήτοι ειδικώς, συνταγματικώς και δικονομικώς εξουσιοδοτημένα, να εξετάζουν τέτοια δικόγραφα και να λαμβάνουν γνώση υποχρεωτικά του περιεχομένου τους, με την αιτιολογία ότι τα πρόσωπα αυτά δεν περιλαμβάνονται στην έννοια του “τρίτου”, δεν δικαιολογείται ούτε από τη γραμματική διατύπωση των άρθρων 362-363 ΠΚ, αφού, κατά το γλωσσικό νόημα της λέξεως, “τρίτος” είναι οποιοσδήποτε, που δεν μετέχει στη σχέση που υπάρχει μεταξύ δύο προσώπων, οπότε ο όρος αυτός καλύπτει αδιαστίκτως κάθε φυσικό πρόσωπο, που δεν είναι ο δράστης ή ο παθών του εγκλήματος και, συνεπώς, καταλαμβάνει αναμφισβήτητα και τα ανωτέρω αναφερόμενα δικαστικά πρόσωπα, αλλά ούτε από την τελολογική ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων, σκοπός των οποίων είναι η προστασία του εννόμου αγαθού της τιμής και υπόληψης του προσώπου μέλους μιας οργανωμένης κοινωνίας, από την εξωτερίκευση εκδηλώσεων αμφισβήτησης αυτού, που περιέρχονται στην αντίληψη άλλου προσώπου, το οποίο μπορεί να σχηματίσει αρνητική αντίληψη για την προσωπικότητα εκείνου, που αφορά το δυσφημιστικό γεγονός. Μόνο το γεγονός ότι τα δικαστικά πρόσωπα, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, έχουν αυστηρά προκαθορισμένους ρόλους, δεν εκφράζουν την προσωπική τους άποψη, δεν δικαιούνται να προβαίνουν σε σχολιασμό όσων εκτίθενται στο πλαίσιο της οικείας διαδικασίας και εκφέρουν την κρίση τους εντός του πλαισίου των καθηκόντων τους, αποκλειστικά, προς διευθέτηση της εννόμου σχέσεως που αφορά τα διάδικα μέρη, χωρίς να την ανακοινώνουν σε άλλους, δεν δικαιολογεί τη συσταλτική ερμηνεία του όρου “τρίτος”, αφού και ο δικαστικός λειτουργός δεν παύει ως άνθρωπος να γίνεται κοινωνός μιας δυσμενούς παράστασης για το πρόσωπο που αφορούν οι ισχυρισμοί, χωρίς μάλιστα να έχει πάντοτε τη δυνατότητα να ερευνήσει την ουσιαστική βασιμότητα αυτών είτε για λόγους τυπικούς (όπως π.χ. σε περίπτωση παραγραφής, εκπρόθεσμης υποβολής της έγκλησης κλπ), είτε διότι περιορίζεται δικονομικά από το αντικείμενο της έρευνάς του, όπως συμβαίνει, όταν στο απευθυνόμενο σε αυτόν δικόγραφο περιλαμβάνονται, πέραν του ερευνώμενου αντικειμένου, και άσχετοι προς αυτό, δυσφημιστικοί για τον αντίδικο, ισχυρισμοί, οπότε ο θεσμικός ρόλος των δικαστικών προσώπων δεν αποτρέπει ουσιαστικά τον κίνδυνο διασυρμού του φορέα του προστατευόμενου εννόμου αγαθού. Δεν αποκλείεται δε ο δράστης, ο δόλος του οποίου δεν χρειάζεται να οριοθετεί και να προσδιορίζει επακριβώς τους τρίτους, ενώπιον των οποίων επιδιώκει να συκοφαντήσει ή να δυσφημήσει κάποιον, να αποβλέπει στην πραγματικότητα στο διασυρμό του συγκεκριμένου ατόμου με δυσφημιστικά γεγονότα, μέσω του θεσμικού ρόλου των δικαστικών λειτουργών και με πρόσχημα την επίκληση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος προσφυγής στη δικαιοσύνη. (ΟΛ.Α.Π 3/2021 Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου, αναγόμενο στο παρόν ή παρελθόν, υποπίπτον στις αισθήσεις και δυνάμενο να αποδειχθεί, αντίκειται δε προς την ηθική και ευπρέπεια. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή και η υπόληψη του φυσικού προσώπου. Ο νόμος θεωρεί ως προστατευόμενο αγαθό την τιμή ή την υπόληψη του προσώπου, το οποίο είναι μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας και κινείται στα πλαίσια της συναλλακτικής ευθύτητας. Η τιμή του προσώπου θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, η οποία πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης ακόμη δε και χαρακτηρισμός, οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή, μόνον όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, άλλως μπορεί να αποτελούν εξύβριση κατά την ΓΙΚ 361. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 367 παρ. 1 περ. α –  δ  ΠΚ, το άδικο των προβλεπόμενων στα άρθρα 361 επ. του ίδιου Κώδικα πράξεων αίρεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων, που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις (περ. γ’ και δ’). Η τελευταία αυτή διάταξη (ΠΚ 367) για την ενότητα της έννομης τάξης εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57 – 59 και 914 επ. ΑΚ. Επομένως, αιρόμενου του άδικου χαρακτήρα των προαναφερθεισών αξιόποινων πράξεων [με την επιφύλαξη, όπως κατωτέρω, της ΓΙΚ 367 παρ. 2], αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προβολή περιπτώσεως του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος (ένσταση), λόγω άρσεως του παρανόμου της προσβολής. Όμως, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης, ως προς τις εξυβριστικές ή δυσφημιστικές εκφράσεις που περιέχει, δεν αίρεται λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος κτλ και συνεπώς παραμένει η ποινική ευθύνη του δράστη, άρα και η υποχρέωσή του προς αποζημίωση κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις της ΠΚ 367 παρ. 2, δηλαδή, όταν οι επίμαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης των άρθρων 363-362 ΠΚ, ή όταν από τον τρόπο εκδηλώσεως ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως, δηλαδή πρόθεση που κατευθύνεται ειδικά την προσβολή της τιμής του άλλου, περιστατικά που προτείνονται κατ΄ αντένσταση από τον ενάγοντα κατά της ένστασης του εναγόμενου από τις διατάξεις του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ (ΑΠ 2.63/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1216/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 931/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 712/2011, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 179/2011, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ  488/2010, Α' δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 311/2009, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Έτσι, ο άδικος χαρακτήρας της απλής δυσφήμισης αίρεται μεταξύ άλλων περιπτώσεων και όταν η προσβλητική της τιμής ή της υπόληψης εκδήλωση του δράστη γίνεται για την εκτέλεση νομίμου καθήκοντος ή για την διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον, υπό τον όρο όμως ότι αποτελεί στη συγκεκριμένη περίπτωση το επιβαλλόμενο κατ’ αντικειμενική κρίση, αναγκαίο μέτρο για την εκτέλεση του καθήκοντος, τη διαφύλαξη του δικαιώματος ή την ικανοποίηση του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος, χωρίς τη χρήση του οποίου δεν θα ήταν δυνατή η κατ’ άλλο τρόπο πραγματοποίησή τους και εφόσον δεν προκύπτει σκοπός εξύβρισης, από τον τρόπο εκδήλωσης και τις περιστάσεις τέλεσής της (βλ. ΑΠ 1662/2005, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση που ο δράστης δε γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίστηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι’ αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμισης σε βάρος άλλου, παραμένει, όμως, ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Εξάλλου, ως αστικό αδίκημα η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους γεγονότα αναληθή που βλάπτουν την επαγγελματική ή γενικότερα την οικονομική ελευθερία άλλου και κατ’ αυτή την έννοια θίγουν την τιμή και την υπόληψή του, προβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, εφόσον γνωρίζει ή υπαίτια αγνοεί την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, να αποζημιώσει άλλο και να ικανοποιήσει την ηθική του βλάβη, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 367 παρ.1 ΠΚ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του τόσο ως ποινικό όσο και ως  αστικό αδίκημα, αφού οι διατάξεις των άρθρων 361 – 367 ΠΚ εφαρμόζονται αναλογικά για την ενότητα της έννομης τάξης και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου (ΑΠ 726/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 271/2012, Α΄δημοσίευση ΝΌΜΟΣ. ΑΠ 1662/2005, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ. ΕφΑΘ. 174/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι συντρέχει περίπτωση δικαιολογημένου ενδιαφέροντος του, που αίρει κατά το άρθρο 367 παρ.1 ΠΚ τον άδικο χαρακτήρα δυσφημιστικού για τον ενάγοντα ισχυρισμού του, συνιστά ένσταση καταλυτική της εναντίον του αγωγής με αντικείμενο την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του αντιδίκου του από την επικαλούμενη παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του με το δυσφημιστικό σε βάρος του ισχυρισμό, ενώ αντένσταση συνιστά ο ισχυρισμός του ενάγοντας ότι δεν αίρεται τελικώς ο άδικος χαρακτήρας της δυσφήμησής του από τον εναγόμενο, επειδή αυτός ενήργησε με ειδικό σκοπό εξύβρισής του (ΑΠ 471/2013, ΔΙΜΕΕ 2013, σ.518, ΑΠ 285/2012, Α΄δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 174/2014, ο.π ΕφΔωδ 24/2006, Α Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Ειδικός σκοπός εξύβρισης υπάρχει στον τρόπο εκδήλωσης της προσβλητικής της τιμής του άλλου συμπεριφοράς, όταν αυτός δεν είναι αντικειμενικά αναγκαίος για τη δέουσα απόδοση του περιεχομένου της σκέψεως αυτού που φέρεται ότι ενεργεί από δικαιολογημένο ενδιαφέρον, ο οποίος, μολονότι αυτό το γνώριζε, χρησιμοποίησε τον τρόπο αυτό για να προσβάλει την τιμή του άλλου (ΑΠ 899/2011, Α δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1490/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1197/2010, Α΄ Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσσαλ 1091/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΌΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 932 ΑΚ σε περίπτωση αδικοπραξίας το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Η επιδίκαση της ικανοποιήσεως αυτής αφέθηκε στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο προσδιορίζει το ποσό αυτής μετά από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών ως προς το βαθμό του πταίσματος του δράστη, το είδος της προσβολής, την έκταση του άλγους του παθόντος, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του. Για το ορισμένο της αγωγής με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, αρκεί η μνεία της εν γένει κοινωνικής και οικονομικής καταστάσεως των μερών, όπως κατ’ αρχήν εμφανίζεται στον εξωτερικό κόσμο, στον εναγόμενο δε απόκειται να προτείνει, με ανεπτυγμένη άρνηση, και άλλα περιστατικά ως προς το στοιχείο αυτό, χρήσιμο για τον προσδιορισμό του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης (ΑΠ 265/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 732/2013, Α ΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).

Με την από 15.12.2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2017 αγωγή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπως παραδεκτώς διορθώθηκε με τις έγγραφες προτάσεις, κατ΄ άρθρο 224 ΚΠΟΛΔ, ο ενάγων  εκθέτει  ότι οι τρείς πρώτοι εναγόμενοι άσκησαν σε βάρος του και τα ετερόρρυθμης εταιρείας μα την επωνυμία <<…………>> την από 9.1.2016 με αριθμό εκ. κατ. ………../2017 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία ισχυρίστηκαν, εν γνώσει της αναλήθειας τους, ψευδείς και συκοφαντικούς γι΄ αυτόν ισχυρισμούς  και δη ότι ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία << ……….>> προκάλεσε δολίως τη χρεωκοπία της, υποβάλλοντας την από 1.8.2014 προσχηματική αίτηση πτώχευσης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δια της οποίος πέτυχε να κηρυχθεί  σε πτώχευση η ανωτέρω  ανώνυμη εταιρεία του, δυνάμει της με αριθμό 682/2015 απόφασης του ανώτερου Δικαστηρίου ότι ταυτόχρονα άρχισε να λειτουργεί την εναγομένη της εν λόγω αγωγής ανώνυμη εταιρεία, η οποία έχει την ίδια έδρα, το ίδιο αντικείμενο λειτουργίας και το ίδιο προσωπικό με την πτωχεύσασα εταιρεία, συνιστώντας στην ουσία το ένα και το αυτό νομικό πρόσωπο, ότι σκοπός του ενάγοντος ήταν να μην μπορέσουν οι εναγόμενοι να εισπράξουν από την πτωχή εταιρεία τα δικαστικώς επιδικασθέντα σε αυτούς ποσά με τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, ενώ ο ίδιος εξακολουθεί να εισπράττει και να εξοικονομεί κέρδη, δραστηριοπούμενος επιχειρηματικά μέσω της ανωτέρω ετερόρρυθμης εταιρείας. Επιπλέον εκθέτει ότι ο τέταρτος εναγόμενος έδωσε τις με αριθμό …../2013, …../2013 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν για την υποστήριξη εργατικών αγωγών που άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς  Πρωτοδικείου Πειραιώς ο δεύτερος και ο τρίτος των εναγομένων σε βάρος της ανωτέρω  ανώνυμης εταιρείας, καθώς και ότι ο πέμπτος εναγόμενος κατέθεσε ενόρκως ως μάρτυρας κατά την 23 Σεπτεμβρίου 2014, προς υποστήριξη της προαναφερθείσας εργατικής αγωγής του δεύτερου εναγομένου. Ότι όσα ενόρκως κατέθεσαν ο τέταρτος και πέμπτος μάρτυρας των εναγομένων ήταν ψευδή και οδήγησαν στο να γίνουν δεκτές, δυνάμει των με αριθμών 859/2015 και 4938/2013 αποφασεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, οι εν λόγω εργατικές διαφορές  ότι τελούσαν σε γνώση της αναλήθειας των όσων κατέθεσαν, καθώς ότι ωθήθηκαν στις ψευδείς καταθέσεις τους από τους  δεύτερο και τρίτο των εναγομένων. Ότι από την παράνομη συμπεριφορά των εναγομένων, η οποία πληροί την αντικειμενική υπόσταση των αδικημάτων της συκοφαντικής δυσφήμισης, της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα και της ψευδορκίας μάρτυρα, προσβλήθηκε η προσωπικότητα του ενάγοντα ως επιχειρηματία, αφού μεταξύ άλλων παρουσιάστηκε σε ευρύ κύκλο προσώπων ότι αυτός ήταν που αποφάσιζε να μην εκπληρώνει η εταιρεία τις νόμιμες υποχρεώσεις του προς τους υπαλλήλους της και ταυτίστηκε  το πρόσωπο το  με το νομικό πρόσωπο της εταιρείας. Ότι συνεπεία της αδικοπρακτικής και προσβλητικής συμπεριφοράς των εναγομένων υπέστη βαρύτατη ηθική βλάβη προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση.   Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων ζήτησε, όπως παραδεκτώς περιόρισε το αίτημα του τρέποντας το σε έντοκο αναγνωριστικό, κατ΄αρθρο 223 ΚΠΟΛΔ, να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων, ευθυνόμενων εις ολόκληρον  να του καταβάλουν το ποσό των 40.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί  η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική της δαπάνη.  Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μετά από συζήτηση αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε την με αριθμό αριθ. 3822/2018 απόφασή του, με την οποία έκρινε ότι η ως άνω αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, πλην του παρεπόμενου αιτήματος περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής και στη συνέχεια ανέστειλε την εκδίκασή της μέχρι να περατωθεί τελεσίδικα η δίκη επί της από 9-1-2016 και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……………./16-1-2017 αγωγής, που εκκρεμούσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου υ Πειραιώς (ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών), η οποία περαιώθηκε με την  έκδοση της υπ’ αριθ. 567/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. Η υπόθεση επανήλθε με κλήση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου το οποίο, μετά από συζήτηση αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε την εκκαλούμενη οριστική  απόφασή του, με την οποία έκρινε την ανωτέρω αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς τον τέτρτο και πέμπτο των εναγομένων και κατά τα λοιπά έκανε την αγωγή εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ΄ ουσίαν ως προς την πρώτη, δεύτερο και τρίτο ων εναγομένων και αναγνώρισε την υποχρέωση αυτών, ευθυνομένων αλληλεγγύως και εις ολόκληρον να καταβάλλουν στον ενάγοντα το ποσό των 5.000,00 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης μέχρι την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη τόσο ο ενάγων όσο και οι την πρώτη, δεύτερο και τρίτο ων εναγομένων με τις υπό κρίση εφέσεις τους  για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε κατά μεν τον ενάγοντα να γίνει δεκτή η αγωγή του στο σύνολό της, κατά δε τους εναγομένους να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η ως άνω αγωγή.

Περαιτέρω, η προβλεπόμενη στο άρθρο 932 Α.Κ. αξίωση χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη στοχεύει στην εξισορρόπηση των δυσμενών καταστάσεων που δημιουργούνται συνεπεία μιας αδικοπραξίας και στην παροχή της απαιτούμενης οικονομικής ευχέρειας για την υπερπήδηση ή τη μείωση της μη περιουσιακής βλάβης που επήλθε και για την ανακούφιση του δικαιούχου από τη λύπη, τη στενοχώρια και γενικά τον πόνο που προκάλεσε η προσβολή ενός αγαθού μη αποτιμητού σε χρήμα (ΟλΑΠ 21/2000 ΕλλΔικ 42/56 ΟλΑΠ 1117/1986 ΕλλΔικ 28/113).

Για να είναι ορισμένη η αγωγή για την επιδίκαση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει ο ενάγων να εκθέτει σε αυτήν τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, το είδος της προσβολής του, την βαρύτητα και την έκταση της βλάβης, το βαθμό προσβολής της προσωπικότητας του, το βαθμό πταίσματος του υπαιτίου και την περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών [ΑΠ 361/2016 Η.-Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, ΑΠ 1325/1996 ΕλλΔικ 38/1047, ΕφΠειρ 181/2013 ΕΝαυτΔ 2014/18, Κατρά “Αγωγές Αστικού Δικαίου και Ενστάσεις”, 2005, σελ. 583], ενώ οι ειδικότεροι προσδιορισμοί, όπως η έκταση της βλάβης που υπέστη ο παθών, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου, καθώς και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, ήτοι η περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, η κοινωνική τους θέση, οι προσωπικές σχέσεις των διαδίκων, ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης του υπαιτίου κ.λπ., αποτελούν είτε ιδιότητες των στοιχείων που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής (έκταση βλάβης, βαρύτητα πταίσματος), είτε περιστατικά που λαμβάνονται υπ’ όψιν για να καθορισθεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος (συμπαρομαρτούσες συνθήκες), δεν αποτελούν, δηλαδή, ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεση τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής, ούτε περί τούτων διατάσσεται απόδειξη, αλλά το Δικαστήριο αποφαίνεται γι’ αυτά κατά κρίση ελεύθερη [ΑΠ 981/2015 Ε7 2016/415, ΑΠ 732/-2013 Η.Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, ΑΠ 242/2008 ΝοΒ 2009/595, ΕφΑΘ (Μον) 152/2017, ΕφΠειρ 15/2015 δημοσιευμένες σε Η.Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”].

Με τον πρώτο λόγο της υπό στοιχείο Β από 20.05.2021 (αρ. εκθ. κατ. πρωτ. ……/2021 και αρ. εκ . κατ. εφ. ………./2021) έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο διότι έκρινε την υπό κρίση αγωγή ορισμένη ως προς το κονδύλι της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ενώ αν ορθά ερμήνευε και εφάρμοζε το νόμο θα έπρεπε να το απορρίψει ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας.  Ειδικότερα ισχυρίζονται ότι ο ενάγων επικαλείται όλως αορίστως τη δημιουργία δυσμενών σχολίων σε βάρος του, χωρίς να εξειδικεύει ούτε τα πρόσωπα ή τα πρόσωπα που προέβησαν  σε αυτά τα σχόλια ή υπήρξαν  αποδέκτες αυτών των σχολίων, ούτε το χρόνο που έλαβαν χώρα. Περαιτέρω δεν εξειδικεύει σε τι συνίσταται η αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων και τον αιτιώδη σύνδεσμό  μεταξύ της συμπεριφοράς αυτής και της επικαλούμενης ζημίας που υπέστη ο ενάγων. Με το περιεχόμενο αυτό ο εν λόγω ισχυρισμός τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι με βάση τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αγωγής, αυτή είναι πλήρως ορισμένη, αφού αναφέρονται ως προς το αιτούμενο κονδύλι για την επιδίκαση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης, οι συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, το είδος της προσβολής του, η βαρύτητα και η έκταση της βλάβης, ο βαθμός της  προσβολής της προσωπικότητας του, ο βαθμός του  πταίσματος του υπαιτίου και η περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών ΑΠ 361/2016 Η.-Τ.Ν.Π.”ΝΟΜΟΣ”, Α.Π. 1325/1996  ΕλλΔικ 38/1047, ΕφΠειρ 181/2013 ΕΝαυτΔ 2014/18, Κατρά “Αγωγές Αστικού Δικαίου και Ενστάσεις”, 2005, σελ. 583]. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των  εναγομένων – εκκαλούντων που διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Με τον δεύτερο λόγο της υπό στοιχείο Β από 20.05.2021 (αρ. εκθ. κατ. πρωτ. ……/2021 και αρ. εκ. κατ. εφ. ………/2021) έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο διότι δέχθηκε ότι η ανωτέρω αγωγή πρέπει να εκδικαστεί κατά την τακτική διαδικασία, ενώ αν ορθά εφάρμοζε το νόμο θα έκρινε ότι πρέπει να εφαρμοστεί με την ειδική διαδικασία  των περιουσιακών – εργατικών διαφορών. Με αυτό το περιεχόμενο  ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος διότι σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αγωγής δεν πρόκειται για διαφορά μεταξύ εργαζομένων κι εργοδότη αφού εργοδότρια των εναγομένων ήταν η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία <<………….>>  και όχι ο ενάγων ο οποίος ήταν πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλός αυτής της εταιρείας και οι επικαλούμενες παράνομες πράξεις των εναγομένων δεν διαπράχθηκαν με αφορμή την εργασιακή σχέση.

Με τον έβδομο  λόγο της υπό της υπό στοιχείο Β από 20.05.2021 (αρ. εκθ. κατ. πρωτ. ……./2021 και αρ. εκ. κατ. εφ. ………./2021) έφεσης οι εκκαλούντες επικαλούνται  ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο διότι απέρριψε ως μη νόμιμη την ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος- εφεσίβλητου, ενώ αν ορθά ερμήνευε και εφάρμοζε το νόμο θα έπρεπε να την κάνει  δεκτή ως νόμιμη και ουσιαστικά βάσιμη και να απορρίψει την αγωγή.  Ειδικότερα επαναφέρουν τον πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό τους περί του ότι η σε βάρος τους προαναφερόμενη αγωγή ασκείται καταχρηστικά κατ΄ άρθρο 281 Α.Κ, καθ΄ υπέρβαση της καλής πίστης και των χρηστών ηθών, διότι  η υπό κρίση αγωγή ασκήθηκε για λόγους εκδίκησης και εμπάθειας, διότι οι εναγόμενοι διεκδίκησαν τα ποσά που τους είχαν επιδικαστεί με δικαστικές αποφάσεις. Ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι δεν συνιστά την θεμελιούμενη στη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ ένσταση, καταλυτική εν μέρει του αγωγικού δικαιώματος. Τούτο διότι οι αναφερόμενες περιστάσεις  και αληθείς υποτιθέμενες δεν είναι ικανές να θεμελιώσουν καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος εκ μέρους του ενάγοντος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των εναγομένων – εκκαλούντων που διαλαμβάνονται στον έβδομο  λόγο της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Από την επανεκτίμηση των νομίμως προοαγόμενων από τον ενάγοντα-εκκαλούντα υπ’ αριθ. …./30-3-2018 και …../30-3-2018 ενόρκων βεβαιώσεων των ………. και ………., αντίστοιχα, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …………, οι οποίες λήφθηκαν νομότυπα κατόπιν εμπρόθεσμης προ 2 τουλάχιστον εργασίμων ημερών κλήσης των εναγόμενων (βλ. ……/26-3-2018, …./26.3.2018, …./26.3.2018, …./27-3-2018 και ……../27-3-2018 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιώς …………..) και λαμβάνονται υπόψιν απορριπτομένης ως μη νόμιμης της υποβληθείοας από τους εναγόμενους ένσταση εξαίρεσης του δεύτερου ως άνω ενόρκως βεβαιούντος, καθόσον,  η διάταξη του άρθρου 400 περ. 3 ΚποΛΔ, που πρόβλεπε την εξαίρεση ως μάρτυρα προσώπου που μπορούσε να έχει συμφέρον από την έκβαση της δίκης, έχει πλέον καταργηθεί με το  άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.  1 Ν. 4335/2015, από τη νομίμως προσαγόμενη από τους εναγόμενους υπ’ αριθ. ……/5-4-2018 ένορκη βεβαίωση του ……….. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, η οποία λήφθηκε νομότυπα, κατόπιν εμπρόθεσμης προ 2 τουλάχιστον εργασίμων ημερών κλήσης του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθ. ……./2-4-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ………..) και λαμβάνεται υπόψιν παρά την υποβληθείοα από τον ενάγοντα ένσταση εξαίρεσης, καθόσον ο ενόρκως βεβαιών είχε την ιδιότητα του οικονομικού συμβούλου (λογιστή) ης μη διαδίκου  εταιρίας με την επωνυμία «………….., κι ως εκ τούτου δεν εμπίπτει στους εξαιρετέους κατ’ άρθρο 400 περ. 1 ΚΠοΛΔ μάρτυρες, καθώς και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία μπορούν να χρησιμεύσουν είτε προς άμεση απόδειξη είτε ως βάση για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠοΛΔ), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται α) οι νομίμως προσκομισθείοες από τούς εναγόμενους – εκκαλούντες ένορκες βεβαιώσεις υπ’ αριθ. …../23-1-2013 και …./23-11-2013 του ………. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, υπ’ αριθ. …../30-1-2017 του ………. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, υπ’ αριθ. …../14-2-2018 του ………… ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, υπ’ αριθ. ……/14-2-2018 του ………. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, υπ΄ αριθ. …../25-1-2013 του ……….. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Νίκαιας, υπ’ αριθ. …./1-2-2013 του ……… ενώπιον της Ειρηνοδίκη Νίκαιας και υπ’ αριθ…../23-1-2013 και …./23-1-2013 της ………. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, οι οποίες έχουν ληφθεί στα πλαίσια άλλων δικών, συνιστούν μαρτυρία τρίτου που έχει ληφθεί υπό τον τύπο της ένορκης βεβαίωσης πριν από την έναρξη της παρούσας δίκης και, ενόψει του ότι επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες, λαμβάνονται  υπόψη και εκτιμώνται ως έγγραφα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, έστω και αν ελήφθησαν χωρίς προηγούμενη κλήτευση του ενάγοντας, εφόσον κρίνεται ότι δεν λήφθηκαν για να χρησιμεύσουν ως αποδεικτικά μέσα στην παρούσα δίκη (ΑΠ 5/2020-ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 438/2018-ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 897/2014-ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1798/2009-Δ/ΝΗ 2010/760) και β) οι νομίμως προσκομισθείσες από τους εναγόμενους φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 παρ. 1 περ. γ, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), χωρίς ωστόσο να λαμβάνεται υπόψιν ο υλικός φορέας εγγραφής c.d  που προσκόμισαν νομίμως με επίκληση οι εναγόμενοι, καθώς, καίτοι θεωρείται  ιδιωτικό έγγραφο, σύμφωνα με το άρθρο 444 παρ. 1 περ. γ’ ΚΠολΔ, δεν προσκομίζεται, για το παραδεκτό του, έγγραφο κείμενο, το οποίο να περιέχει την αποτυπωθείσα στο cd ομιλία, με βεβαιωμένη την ακρίβεια της μεταφοράς από πληρεξούσιο δικηγόρο (ΕφΘμ 72/2014, ΕφΔωδ 82/2008, ΕφΑΘ. 7630/2001, ΕφΑΘ 1939/1998, όλες δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ), και τέλος από τις ομολογίες των διαδίκων που περιέχονται στις προτάσεις τους (αρθ. 261 ΚΠολΔ)  αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εναγών και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος ήταν Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «………….», η οποία είχε ως αντικείμενο δραστηριότητας την εμπορία και διανομή καπνό – βιομηχανικών προϊόντων και ειδών περιπτέρου, την εμπορία και διανομή προϊόντων και παροχή υπηρεσιών κινητής και σταθερής τηλεπικοινωνίας, καθώς και υπηρεσιών διαδικτύου, εισαγωγές, εξαγωγές και παραγωγή των παραπάνω ειδών και οποιαδήποτε άλλη εργασία σχετιζόμενη με τις παραπάνω δραστηριότητες. Οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες – εφεσίβλητοι υπήρξαν εργαζόμενοι στην παραπάνω εταιρία και επειδή οι τρεις πρώτοι από αυτούς διατηρούσαν ληξιπρόθεσμες εργατικές αξιώσεις έναντι αυτής άσκησαν σε βάρος της αγωγές, οι οποίες έγιναν εν μέρει δεκτές και τους επιδικάστηκαν τελεσιδίκως τα ποσά που αναφέρονται κατωτέρω. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγόμενη, …………, η οποία απασχολήθηκε στην παραπάνω ανώνυμη εταιρία από την 26-6-2006 έως την 14-5-2012 αρχικά ως υπάλληλος γραφείου κι εν συνεχεία ως ταμίας, άσκησε σε βάρος της την από 29-10-2012 και υπ΄ αριθ. κατάθεσης …../2012 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2833/2013 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που την έκανε εν μέρει δεκτή, υποχρέωσε την ανώνυμη εταιρία να καταβάλει στην πρώτη εναγόμενη νομιμοτόκως το ποσό των 19.671,81 ευρώ και αναγνώρισε την υποχρέωσή της να της καταβάλει επιπλέον νομιμοτόκως το ποσό των 17.120,65 ευρώ), ενώ κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή για το ποσό ίων 5.000 ευρώ. Κατόπιν υποβολής έφεσης κατά της ως άνω απόφασης εκδόθηκε η υπ΄ αριθ. 438/2016 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, δια της οποίας υποχρεώθηκε η εργοδότρια ανώνυμη εταιρία να καταβάλει στην πρώτη εναγόμενη το ποσό των 16,885,98 ευρώ για μέρος διαφοράς καταβλητέων και καταβληθεισών αποδοχών, για επιδόματα ταμειακών και διαχειριστικών λαθών και διαφορά του πρώτου εξ αυτών, για επίδομα πολυετίας, για εργασία Σαββάτου, για αμοιβή υπερεργασίας και για αποζημίωση απόλυσης, ενώ αναγνωρίστηκε η υποχρέωσή της να της  καταβάλει επιπλέον το ποσά των 9,733,76 ευρώ για υπόλοιπο μέρος διαφοράς καταβλητέων και καταβληθεισών αποδοχών και για υπερωριακή εργασία, τα παραπάνω δε ποσά με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη απαιτητά κατά τα εκτιθέμενα στην ως άνω απόφαση. Περαιτέρω, ο δεύτερος εναγόμενος, ………., ο οποίος απασχολήθηκε στην παραπάνω ανώνυμη εταιρία από την 20-8-2007 έως την 13-12-2011 ως οδηγός – πωλητής, άσκησε σε βάρος της την από 29-10-2012 και υπ΄ αριθ. κατάθεσης ……/2012 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 859/2015 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που κατέστη τελεσίδικη μετά τη ματαίωση συζήτησης ασκηθείσας έφεσης κατά αυτής. Πιο συγκεκριμένα, η παραπάνω απόφαση έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή του δεύτερου εναγόμενου και υποχρέωσε την εργοδότριά του ανώνυμη εταιρία να του καταβάλει το ποσό των 9.926,05 ευρώ για επίδομα διαχειριστικών λαθών, επίδομα διανομής μικροκιβωτίων – μικροδεμάτων, για εργασία Σαββάτου, για αμοιβή υπερεργαοίας και κατ’ εξαίρεση (παράνομη) υπερωριακή απασχόληση, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη απαιτητό κατά τα εκτιθέμενα στην ως άνω απόφαση, ενώ κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 3.000 ευρώ. Στη συνέχεια, ο τρίτος εναγόμενος, …………, ο οποίος απασχολήθηκε στην παραπάνω ανώνυμη εταιρία από την 31-5-1999 έως την 12-10-2012 ως οδηγός – πωλητής, άσκησε σε βάρος της την από 29-10-2012 και υπ΄ αριθ. κατάθεσης ……/2012 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 4938/2013 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που κατέστη τελεσίδικη μετά την κήρυξη απαράδεκτης της συζήτησης ασκηθείσας έφεσης κατά αυτής, δυνάμει της υπ΄ αριθ. 264/2016 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. Πιο συγκεκριμένα, η παραπάνω απόφαση έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή του τρίτου εναγόμενου, υποχρέωσε την εργοδότριά του ανώνυμη εταιρία να του καταβάλει το ποσό των 20.000 ευρώ και αναγνώρισε την υποχρέωσή της να του καταβάλει επιπλέον το ποσό των 2.123,10 ευρώ για επιδόματα ταμειακών και διαχειριστικών λαθών, για επίδομα διανομής μικροκιβωτίων – μικροδεμάχων, για εργασία Σαββάτου και για αμοιβή υπερεργασίας, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη απαιτητό κατά τα εκτιθέμενα στην ως άνω απόφαση, ενώ κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 4.000 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατόπιν λήψης της υπ’ αριθ. 116/31-7-2014 απόφασης του Δ.Σ. της προαναφερθείαας ανώνυμης εταιρίας, η τελευταία υπέβαλε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 1-8-2014 και υπ’ αριθ. κατάθεσης ……./1-8-2014 αίτηση περί κήρυξης αυτής σε κατάσταση πτώχευσης. Επί της ως άνω δε αίτησης εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 682/4-3-2015 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε η ανώνυμη εταιρία «…………» σε κατάσταση πτώχευσης και ορίστηκε ως ημερομηνία παύσης των πληρωμών η 31-12-2013.  Κατόπιν τούτου, οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι ανήγγειλαν εμπροθέσμως στη σύνδικο της πτώχευσης τις απαιτήσεις τούς έναντι της πτωχής εταιρίας και λόγω διαφωνίας τους στο στάδιο της επαλήθευσης, ως προς το ύψος αυτών υπέβαλαν αντιρρήσεις ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο με την υπ’ αριθ. 1729/2017 απόφασή του αναγνώρισε την πρώτη εναγόμενη πτωχευτική πιστώτρια για το ποσό των 21.619.74 ευρώ, το δεύτερο εναγόμενο πτωχευτικό πιστωτή για το ποσό των 10.226,05 ευρώ και τον τρίτο εναγόμενο πτωχευτικό πιστωτή για το ποσό των 18.787,10 ευρώ, τα παραπάνω δε ποσά με το νόμιμο τόκο μέχρι το χρόνο κήρυξης της πτώχευσης. Στο μεταξύ, δυνάμει του από 24-7-2013 ιδιωτικού συμφωνητικού, ο ενάγων από κοινού με τον ……….. και το ……….. συνέστησαν την ετερόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο «………..», με ομόρρυθμο εταίρο και διαχειριστή τον ……….. και ετερόρρυθμους εταίρους τούς λοιπούς, η οποία είχε ως αντικείμενο δραστηριότητας το εμπόριο και διανομή ειδών καπνιστού, την αποθήκευση και διανομή των ανωτέρω προϊόντων, την παροχή υπηρεσιών συναφών με τις παραπάνω δραστηριότητες και αν τυχόν στο μέλλον καταστεί εφικτό και οικονομικά συμφέρον την εμπορία και διανομή κι άλλων ειδών περιπτέρου και προϊόντων καπνού. Οι τρεις πρώτοι των εναγόμενων ήδη εκκαλούντες–εφεσίβλητοι άσκησαν σε βάρος του ενάγοντος και της παραπάνω ετερόρρυθμης εταιρίας την από 9-1-2016 και υπ’ αριθ. κατάθεσης ………/16-1-2017 αγωγή, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά  δια της οποίας ζητούσαν, αφού αρθεί η αυτοτέλεια του νομικού προσώπου της ετερόρρυθμης εταιρίας,  λόγω σύστασης μεταξύ τους αφανούς εταιρίας, άλλως λόγω αδικοπρακτικής ευθύνης του ενάγοντος για μη καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών και για δόλια χρεωκοπία της ανώνυμης εταιρίας και ευθύνης της ετερόρρυθμης εταιρίας ως καθολικής διαδόχου της πτωχεύσασας ανώνυμης εταιρίας λόγω μεταβίβασης της ασκούμενης επιχείρησης από τη δεύτερη στην πρώτη, να υποχρεωθούν αμφότεροι οι εκεί εναγόμενοι να τους καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας, για τις τελεσιδίκως επιδικασθείσες εργατικές απαιτήσεις τους, το ποσό των 18,123,10 ευρώ στον τρίτο εναγόμενο της ένδικης αγωγής, το ποσό των 21.619,74 ευρώ στην πρώτη εναγόμενη της ένδικης αγωγής και το ποσό των 9.926,05 ευρώ ο δεύτερος εναγόμενος της ένδικης αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της παραπάνω αγωγής. Επί της εν λόγω αγωγής, που εκδικάστηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, εκδόθηκε η υπ’ αριθ, 2287/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως προς την ετερόρρυθμη εταιρία ως αόριστη κατά την κύρια και πρώτη επικουρική βάση της και ως μη νόμιμη κατά τη δεύτερη επικουρική της βάση, ενώ ως προς τον ενάγοντα απορρίφθηκε ως αόριστη η πρώτη επικουρική της βάση κι ως ουσία αβάσιμες οι λοιπές βάσεις της αγωγής. Ακολούθως, κατόπιν άσκησης εφέσεων κατά της παραπάνω απόφασης, τόσο από την πλευρά των εναγόντων (και νυν τριών πρώτων εναγόμενων της ένδικης αγωγής) όσο και από την πλευρά της ετερόρρυθμης εταιρίας, εκδόθηκε η υπ’  αριθ. 567/2020 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία, αφού δέχθηκε τυπικά κι εν μέρει κατ’ ουσία τις ως άνω εφέσεις κι εξαφάνισε την  εκκαλουμένη, απέρριψε την από 9-1-2016 και υπ΄ αριθ, κατάθεσης ……../2017 αγωγή ως προς την πρώτη εναγομένη ετερόρρυθμη εταιρία ως μη νόμιμη κατά την κύρια βάση της και  ως ουσία αβάσιμη κατά τη δεύτερη επικουρική της βάση, ενώ ως προς τον δεύτερο εναγόμενο και νυν ενάγοντα απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη κατά τη δεύτερη επικουρική βάση της κατά το μέρος της που επιχειρείτο να στηριχθεί αδικοπρακτική ευθύνη στη μη καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών και ως ουσία αβάσιμη κατά την κύρια και κατά τη δεύτερη επικουρική βάση της κατά το μέρος της που επιχειρείτο να στηριχθεί αδικοπρακτική ευθύνη του σε δόλια χρεωκοπία, ενώ τέλος έκρινε ότι παρέλκει η εξέταση της πρώτης επικουρικής βάσης της αγωγής. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στην από 9-1-2016 και υπ’ αριθ. κατάθεσης ……../2017 αγωγή που άσκησαν οι τότε ενάγοντες και νυν τρεις πρώτοι των εναγόμενων και ήδη εκκαλούντων – εφεσιβλήτων σε βάρος του τότε δεύτερου εναγομένου και νυν ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος και της τότε πρώτης εναγομένης ετερόρρυθμης εταιρίας «……….» αναφέρονται επί λέξει τα ακόλουθα: «… και ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, δηλαδή εμείς είχαμε στραφεί κατά της ανωτέρω ανώνυμης εταιρείας και είχαν εκδοθεί οι ανωτέρω δικαστικές αποφάσεις, ο εναγόμενος όλως ξαφνικά από το καλοκαιριού 2014 ξεκίνησε και την κανονική λειτουργία της α’ εναγόμενης, καθώς το “σχέδιό” του για τη θέση σε αδράνεια της προρρηθείσας ανώνυμης εταιρίας ήταν σε πλήρη ανάπτυξη… Ο β’ εναγόμενος αφού μεταβίβασε τα απαραίτητα στοιχεία από την περιουσία της ανωτέρω ανώνυμης εταιρίας στην α’ εναγόμενη, για να μπορέσει να λειτουργήσει αυτή ξεκίνησε να δραστηριοποιείται επιχειρηματικά με την α ’ εναγομένη, ωσάν να μην έχει αλλάξει τίποτα. Περαιτέρω, αμφότερες οι δυο ανωτέρω εταιρίες, έχοντας κοινή έδρα, κοινό εξοπλισμό, κοινά γραφεία, κοινό τηλεφωνικό κέντρο, κοινό λογιστήριο, κοινό προσωπικό, συνιστούν το ίδιο κατ΄ ουσία νομικό πρόσωπο, το οποίο μάλιστα κατά το χρόνο των επίδικων μεταβιβάσεων διοικείτο εν τοις πράγμασιν από το ίδιο άτομο και δη του ………… Έχοντας πλήρη σχεδίασμά ο β΄  εναγόμενος έχει καταφέρει να εξακολουθεί την επιχειρηματική του δραστηριότητα, να εισπράττει και να εξοικονομεί κέρδη. Έχοντας λοιπόν ο β’ εναγόμενος προβεί σε όλες τις απαραίτητες προεργασίες και μεταβιβάζοντας την απαραίτητη περιουσία της ανωτέρω ανώνυμης εταιρίας στην α’ εναγόμενη, η ανώνυμη εταιρία υπέβαλε 01-08-2014 ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (εκούσια δικαιοδοσία  όλως προσχηματική αίτηση πτωχεύσεως. Η από 01-08-2014 και με αριθμό  κατάθεσης ……./2014 αίτηση πτωχεύσεως της ανωτέρω ανώνυμης εταιρίας συζητήθηκε την 04-02-2015. Με την υπ΄ αριθ. 682/2015 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου που εκδόθηκε στις  06-03-2015, κηρύχθηκε αυτή σε κατάσταση  πτώχευσης, ορίστηκε ημέρα καύσης των πληρωμών η 31-12-2013, παρά το γεγονός πως η εταιρία αιτείτο να οριστεί ημερομηνία παύσης πληρωμών η 31-07-2014 και διατάχθηκαν τα λοιπά κατά νόμο προβλεπόμενα. Μοναδικός λόγος που κατατέθηκε η ανωτέρω αίτηση πτωχεύσεων, ήταν να υπεκφύγει  ο β’ εναγόμενος των εννόμων συνεπειών της ανωτέρω εταιρίας λόγω της οφειλής προς ημάς των ανωτέρω επιδικασθέντων ποσών, ώστε να μην δυνάμεθα εμείς δια της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως να εισπράξουμε τα ανωτέρω ποσά. Φυσικά όμως σκοπός του β’ εναγομένου ήταν να εξακολουθήσει αυτός να λειτουργεί και να αποκομίζει τεράστια κέρδη μέσω της α’ εναγομένης. Η παράξενη και όλως αιφνίδια λειτουργία της α’ εναγομένης ένα χρόνο μετά τη σύσταση της και η οποία μέχρι τότε απλά υπήρχε στα “χαρτιά”, αποδεικνύει πλήρως το σχέδιο του κοινού διοικούντα και ήδη β’ εναγόμενου  αμφοτέρων των δύο εταιριών για την προσχεδιασμένη “χρεοκοπία” της ανώνυμης εταιρίας, που μόνο στόχο έχει να μην μπορούμε εμείς να εισπράξουμε τα επιδικασθέντα ποσά λόγω της θέσεως  αυτής σε  καθεστώς πτώχευσης»….. Ήδη δε ο β’ εναγόμενος είχε φροντίσει να ενημερώσει τους τους συναλλασσόμενους του και γενικά την αγορά πως η εταιρία με την  επωνυμία “……………” εξακολουθεί τη λειτουργία της υπό τον τίτλο της  α’ εναγομένης, διανέμοντας και αντίστοιχα φυλλάδια στην αγορά (!!!}. Για αυτό το λόγο ακριβώς ο β’ εναγόμενος αποφάσισε να. λειτουργήσει το κατάστημα της α’ εναγομένης στον ίδιο χώρο με αυτόν που λειτουργούσε αυτό της “πτωχής” εταιρίας, ώστε να μην περιέλθει σε “σύγχυση” και το καταναλωτικό κοινό των δύο εταιριών. Ο β’ εναγόμενος κατάφερε με την κήρυξη σε πτώχευση της ανώνυμης εταιρίας “εν μία νυκτί ” να αποφύγει την καταβολή των επιδικασθέντων εις ημάς ποσών και παράλληλα εξακολουθεί μέσω της α’ εναγομένης να δραστηριοποιείται επιχειρηματικά και να εξοικονομεί μεγάλα κέρδη, χωρίς ουσιαστικά να έχει αλλάξει τίποτα, καθώς η “πτωχή” εταιρία και η α’ εναγομένη αποτελούν το ίδιο και το αυτό νομικό πρόσωπο» και «… Ο β’ εναγόμενος με δόλο αφαίμαξε την περιουσία της “πτωχής” εταιρίας και κατέθεσε μία όλως προσχηματική αίτηση πτωχεύσεως ”εν μία νυκτί ”. Ο β’ εναγόμενος, αφού πτώχευσε την ανώνυμη εταιρεία, ώστε να προστατευθεί για τις μετέπειτα έννομες συνέπειες, με αγαστή συνεργασία με την οικογένειά του, αλλά και τους επί σειρά ετών  υπαλλήλους και συνεργάτες του, “έβαλε μπροστά” την επί ένα έτος ανενεργή α’ εναγομένη, ώστε αυτή να συνεχίσει το έργο της πτωχής” εταιρείας  και να συνεχίζει ο β’ εναγόμενος να αποκομίζει τεράστια κέρδη ακόμη και μετά την πτώχευση” της ανώνυμης εταιρίας. Ο β’ εναγόμενος απόλυτα συνειδητά και με δόλο προέβη στις ανωτέρω ενέργειες. Δεν δίστασε δε να προβεί και σε ενέργειες εις βάρος της ανώνυμης εταιρίας, αυτός που κάποτε έδινε τον υπέρ πάντων αγώνα” για τη διάσωση αυτής.. Τόση υποκρισία πια…. Από τη μία να προσπαθεί να “σώσει” ανώνυμη  εταιρία και από την  επενδύει τεράστια χρηματικά ποσά στην εναγόμενη, η οποία ήταν η φυσική συνέχεια της  πτωχής” εταιρίας». Η υπ΄ αριθ. 567/2020 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού,  με την οποία απερρίφθη τελεσιδίκως η προαναφερόμενη αγωγή των τότε εναγόντων και νυν εναγομένων και ήδη εκκαλούντων παράγει δεδικασμένο, το οποίο λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψιν (άρθρ. 332 ΚΠολΔ) και δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο, ως προς τα κριθέντα ζητήματα  της έλλειψης ευθύνης του τότε εναγομένου και νυν ενάγοντος, λόγω κατάχρησης της νομικής προσωπικότητας της ανώνυμης εταιρίας και της μη ύπαρξης αδικοπρακτικής ευθύνης του λόγω δόλιας χρεωκοπίας της εν λόγω εταιρίας. Ειδικότερα  με την ανωτέρω απόφαση κρίθηκε ότι : <<……. Από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται ότι η πτώχευση της ανώνυμης εταιρίας «………..>> οφειλόταν σε αντικειμενικούς παράγοντες, ήτοι στη μείωση του κύκλου εργασιών της λόγω των καταγγελιών των συμβάσεων πρακτόρευσης από τις συνεργαζόμενες με αυτήν καπνοβιομηχανίες και στην πτώση των εσόδων της λόγω της αντίστοιχης μείωσης του περιθωρίου κέρδους της από τις εταιρίες καρτών τηλεφωνίας, με αποτέλεσμα και την αδυναμία της να ανταποκριθεί στις οικονομικές της υποχρεώσεις.  Στην πτώχευση αυτή δεν συντέλεσε κατά την κρίση του Δικαστηρίου η ίδρυση και λειτουργά της πρώτης εναγομένης . …. Σκοπός  της εταιρείας αυτής ορίστηκε το εμπόριο και η διανομή ειδών καπνιστού, η αποθήκευση και διανομή των ανωτέρω προϊόντων ……. Σε σχέση με το σκοπό της εταιρείας αυτής παρατηρείται ότι απουσιάζει τελείως από το σκοπό, η πρακτόρευση υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας και η εμπορία τσιγάρων, η οποία προβλέφθηκε πάντως ως δυνατότητα εμπορίας στο μέλλον και αποδείχθηκε σε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, Μάιου του έτους 2015, η πρώτη εναγομένη προμηθευόταν περιστασιακά προς διάθεση τσιγάρα προς  εξυπηρέτηση όμως έκτακτων αναγκών  των πελατών της και όχι σε σταθερή βάση. Συνεπώς η ως άνω εταιρεία δεν μπορούσε να λειτουργήσει ανταγωνιστικά με την Α.Ε αφού δεν δραστηριοποιούνταν στους ίδιους  τομείς εμπορίας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ως έδρα της πρώτης εναγομένης ορίστηκε από τον ιδρυτή της, η οδός ……….. στη Νίκαια Αττικής σε μίσθιο ακίνητο ιδιοκτησίας της εταιρείας με την επωνυμία <<………..>> η οποία επί σειρά ετών έδρευε επί της οδού ………. στη Νίκαια Αττικής, ενώ μεταφέρθηκε στην οδό ……….., στο ιδιόκτητο ακίνητο αυτής την 22.1.2014, όταν είχαν ήδη καταγγελθεί οι συμβάσεις των καπνοβιομηχανιών, για λόγους εξυπηρέτησης δαπανών. Παρά  τις διαφορετικές διευθύνσεις πρόκειται περί ενιαίου ακινήτου το οποίο έχει πρόσοψη και στις δυο παράλληλες οδούς που το περικλείουν  ….χωρίς να αποδεικνύεται  ότι οι δυο εταιρείες στεγάζονταν και λειτουργούσαν στον ίδιο χώρο και επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είχαν την ίδια  έδρα, ούτε ότι χρησιμοποιούσαν τον ίδιο εξοπλισμό. Ομοίως δεν αποδείχθηκε ότι οι δυο εταιρείες είχαν ούτε κοινό προσωπικό  …. Από τα παραπάνω αποδείχθηκε ότι οι ως άνω δυο εταιρείες έχοντας διαφορετικό σκοπό, λειτουργούσαν ως διακριτές νομικές προσωπικότητες με ξεχωριστές έδρες, εξοπλισμό, προσωπικό εμπορική και οικονομική δραστηριότητα Ακόμη αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος  εναγόμενος  παράλληλα με την ιδιότητα με την ιδιότητα του νόμιμου εκπρόσωπου της εταιρείας  με την επωνυμία <<……….. >> ουσιαστικά ασκούσε τη διοίκηση της πρώτης εναγομένης, καθώς όχι μόνο κατείχε μερίδιο τριπλάσιο  των υπολοίπων  εταίρων, αλλά  είχε και τη σχετική εμπειρία, λόγω της πολύχρονης ενασχόλησης του με την εμπορία εν γένει  …., χωρίς η παραδοχή αυτή να επιφέρει δυσμενείς συνεπείς αφού είναι απόλυτα θεμιτό ένας επιχειρηματίας να δραστηριοποιείται σε περισσότερες επιχειρήσεις υπό τον όρο αποφυγής κατάχρησης της νομικής προσωπικότητας …. . Όπως δε αποδεικνύεται από τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος της δεύτερης εnαγομένης, αυτή σημείωσε ζημίες ύψους 8.878,89 ευρώ κατά το οικονομικό έτος  2013 – 2014 και ύψους 16.037,98 ευρώ κατά το οικονομικό έτος 2014 – 2015 και επομένως τυγχάνει απορριπτέος ο ισχυρισμός των εναγόντων περί του ότι ο δεύτερος  εναγόμενος οδήγησε την ανώνυμη εταιρεία μεθοδευμένα σε πτώχευσης, αφού προηγουμένως σύστησε την πρώτη εναγομένη καθοδηγώντας τις εργασίες και την πελατεία της κηρυχθείσας σε κατάσταση πτώχευσης Α.Ε στην πρώτη εναγόμενη, συνεχίζοντας να εξοικονομεί μεγάλα κέρδη από τη λειτουργίας αυτής …… Σύμφωνα με  τα ανωτέρω τυγχάνουν απορριπτέες ως ουσιαστικά αβάσιμες οι αγωγικές βάσεις της αγωγής με τις οποίες επιχειρείται να εδραιωθεί ευθύνη του δεύτερου εναγομένου στην άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της κηρυχθείσας σε πτώχευσης εταιρείας <<………..>> και στην αδικοπραξία αυτού συνιστάμενη στη μεθόδευση χρεοκοπίας της ανώνυμης εταιρείας  και της διαχείριση της πελατείας  και των εργασιών αυτής στην πρώτη εναγομένη, καθώς αποδείχθηκε  ότι η τελευταία παρά το γεγονός ότι ουσιαστικά διοικούνταν από το δεύτερο εναγόμενο, τουλάχιστον μετά την αποχώρηση του το Μάιο του έτους 2015, είχε αυτόνομη οργάνωση και λειτουργία σε σχέση με την ανώνυμη εταιρεία, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος  εναγόμενος διοχέτευσε τη δραστηριότητα της ανώνυμης εταιρείας στην πρώτη εναγομένη . …… Στην πρώτη εναγόμενη πωλήθηκαν την άνοιξη του 2014 τέσσερα φορτηγά κλειστού τύπου ιδιοκτησίας της ανώνυμης εταιρείας, χωρίς να αποδεικνύεται η μεταβίβαση οποιουδήποτε άλλου εξοπλισμού αυτής, ενώ όπως προαναφέρθηκε δύο μόνο εργαζόμενοι της <<…………..>>  από τους εννέα που απασχολούσε κατά το αμέσως προηγούμενο της πτώχευσης της χρονικό διάστημα, προσλήφθηκαν και εργάστηκαν στην πρώτη εναγόμενη, ήδη από τις  αρχές λειτουργίας της άνω εταιρείας κατά το έτος 2013, ήτοι ικανό χρόνο πριν την επιβολή της πτώχευσης. Περαιτέρω δεν μεταβιβάστηκε άυλη περιουσία της ανώνυμής εταιρίας καθόσον αφενός οι καπνοβιομηχανίες ανέλαβαν την προμήθεια ειδών καπνού, με αποτέλεσμα η πελατεία που σχετίζονταν με τη συγκεκριμένη δραστηριότητα της ανώνυμης εταιρείας να στραφεί σε εκείνες και αφετέρου στην δραστηριότητα της πρώτης εναγομένης δεν περιλαμβάνονταν  η πρακτορεία ειδών κινητής  τηλεφωνίας, ώστε να μην δύναται αντικειμενικά να απορροφήσει το σχετικό κομμάτι του πελατολογίου της ανώνυμης εταιρείας. Επιπλέον  ουδόλως αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη  είχε  ή χρησιμοποίησε  το ίδιο διακριτικό σήμα με την ανώνυμη εταιρεία ή παρουσιάστηκε ως συνέχεια αυτής σε τρίτους συναλλασομένους. Οι  δραστηριότητες των δυο εταιριών ήταν παρεμφερείς σε ό,τι αφορά τα είδη καπνιστών όχι  όμως ίδιες…. . Από τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά εκτιμάται ότι δεν στοιχειοθετείται η μεταβίβαση της επιχείρησης της εταιρείας << ……….. >> στην πρώτη εναγομένη ……Πρέπει επομένως να απορριφθεί η επικουρική βάση της αγωγής σύμφωνα με την οποία  η πρώτη εναγομένη ευθύνεται εις ολόκληρον με την κηρυχθείσα σε πτώχευση εταιρεία για την ικανοποίηση των αξιώσεων των εναγόντων, ως καθολική  διάδοχος αυτής ΄λόγω μεταβίβασης της περιουσίας της . ….. >> . Εκ των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι ήταν ψευδείς οι ισχυρισμοί των τότε εναγόντων και νυν εναγόμενων περί της επικαλούμενης ευθύνης του τότε δεύτερου εναγομένου στην άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της κηρυχθείσας σε πτώχευσης εταιρείας  <<……..>> και στην αδικοπραξία αυτού συνιστάμενη στη μεθόδευση εκ μέρους του της χρεοκοπίας της ανώνυμης εταιρείας  και της διαχείρισης της πελατείας  και των εργασιών αυτής στην πρώτη εναγομένη και περί της μεταβίβασης της επιχείρησης της εταιρείας <<………>> στην πρώτη εναγομένη. Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε ότι οι τρεις πρώτοι των νυν εναγομένων και ήδη εκκαλούντες – εφεσίβλητοι τελούσαν σε γνώση της αναλήθειας των γεγονότων που ισχυρίστηκαν δια της από 9-1-2016 και υπ’ αριθ. κατάθεσης ……../2017 αγωγής, καθώς πίστευαν ότι όσα εξέθεταν και αποτελούσαν το περιεχόμενο του δικογράφου της αγωγής ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Τούτο  διότι,  οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες δεν είχαν ειδικές  γνώσεις  επί οικονομικών, λογιστικών ή νομικών ζητημάτων,  προκειμένου να γνωρίζουν πότε επέρχεται δόλια χρεωκοπία μιας επιχείρησης και άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της κηρυχθείσας σε πτώχευσης εταιρείας  <<………..>> και μάλιστα ενόψει της συναισθηματικής φόρτισης που τους διακατείχε, προ του κινδύνου να μην ικανοποιηθούν οι εργατικές αξιώσεις τους από την πτωχευτική περιουσία και κυρίως ενόψει και της λειτουργίας της ετερόρρυθμης εταιρίας «………», που είχε παρεμφερή σκοπό με αυτόν της ανώνυμης εταιρίες και στεγάζονταν από το ίδιο ακίνητο στη Νίκαια Αττικής και του γεγονότος ότι ο δεύτερος  εναγόμενος  παράλληλα με την ιδιότητα του νόμιμου εκπρόσωπου της εταιρείας  με την επωνυμία <<……….>> ουσιαστικά ασκούσε τη διοίκηση της πρώτης εναγομένης, καθώς κατείχε μερίδιο τριπλάσιο  των υπολοίπων  εταίρων, εξέλαβαν, ότι η αίτηση πτώχευση της ανώνυμης εταιρίας ήταν προσχηματική και μεθοδευμένη και αποσκοπούσε στο να μην εισπράξουν από την περιουσία της πτωχής εταιρείας τα τελεσιδίκως επιδικασθέντα σε αυτούς ποσά με τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Απορριπτέος τυγχάνει ο ισχυρισμός του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος- εφεσιβλήτου περί του ότι οι ανωτέρω εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες – εφεσίβλητοι τόσο με την  ανωτέρω αγωγή τους όσο και με άλλα δικόγραφα ισχυρίστηκαν ότι ο ενάγων διένειμε φυλλάδια με τα οποία ενημέρωσε τους συναλλασσόμενους με αυτόν περί του ότι η εταιρεία <<…….. >> εξακολουθεί τη λειτουργία της υπό τον τίτλο της ετερρόρυθμης  εταιρείας <<……….. >>, γεγονός που είναι ψευδές. Τούτο διότι ο ισχυρισμός αυτός δεν αναιρεί την πεποίθηση τους περί του ότι η ανωτέρω αίτηση πτώχευσης δεν ήταν προσχηματική και μεθοδευμένη και δεν αποσκοπούσε στο να μην εισπράξουν από την περιουσία της πτωχής εταιρείας τα τελεσιδίκως επιδικασθέντα σε αυτούς ποσά με τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης.  Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω, εφόσον δεν προέκυψε η γνώση του ψεύδους, δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης εκ μέρους των εναγόμενων εις βάρος των νυν εναγομένων, απορριπτομένων ως ουσιαστικά αβάσιμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος – εφεσιβλήτου της υπό στοιχεία Α από) η από 20.05.2021 (αρ. εκθ. κατ. πρωτ…../2021 και αρ. εκ . κατ. εφ…../2021) έφεσης. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι τα αναφερόμενα στην ως άνω αγωγή στοιχειοθετούν το αδίκημα της απλής δυσφήμησης κατ΄ άρθρο 362 Π.Κ, απορριπτομένου ως μη νόμιμου του ισχυρισμού των εκκαλούντων της από 20.05.2021 (αρ. εκθ. κατ. πρωτ. ………/2021 και αρ. εκ . κατ. εφ. ……./2021) έφεσης περί του ότι το περιεχόμενο της ανωτέρω  αγωγής  δεν έγινε  αντιληπτό από τρίτα πρόσωπα, καθόσον δεν εντάσσονται σε αυτά (τρίτοι) τα δικαστικά πρόσωπα που είναι εξ επαγγέλματος επιφορτισμένα με το υπηρεσιακό καθήκον να επεξεργάζονται δικόγραφα. Ο εν λόγω ισχυρισμός τυγχάνει απορριπτέος διότι στην έννοια του “τρίτου”, περιλαμβάνεται οποιοδήποτε, πλην του δυσφημουμένου, φυσικό πρόσωπο, έλαβε γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, αρκεί το γεγονός να είναι επιλήψιμο γι` αυτόν, στον οποίο αποδίδεται ΟΛ.Α.Π . 3/2001  ΝΟΜΟΣ. Πλην όμως  προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε ότι  ο άδικος χαρακτήρας της απλής δυσφήμισης αίρεται επειδή οι εναγόμενοι και νυν εκκαλούντες – εφεσίβλητοι προέβησαν στην υποβολή της παραπάνω αγωγής με το ανωτέρω περιεχόμενο, κατ’ ενάσκηση του δικαιώματος τους να διεκδικήσουν τις οφειλόμενες εργατικές αξιώσεις τούς, τις οποίες κινδύνευαν να μην εισπράξουν από την πτωχή εταιρία, δεδομένου ότι είχαν εισπράξει μόνο τα ποσά των 4.000,00 ευρώ και 5.000,00 ευρώ, ο πρώτος και η δεύτερη αντίστοιχα, παρά την ύπαρξη εκτελεστών τίτλων και επομένως είχαν έννομο συμφέρον να προβούν στην  άσκηση της κρινόμενης αγωγής, με την οποία διώκονταν και η ύπαρξη και άλλων οφειλετών ευθυνόμενων για την ικανοποίηση των απαιτήσεων τους, γεγονός που δεν αναιρείται από τοι ότι δεν υποστήριξαν την ασκηθείσα ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ανακοπή κατά το άρθρο 56 του Πτωχευτικού Κώδικα περί ανάκλησης της απόφασης που δέχθηκε την αίτηση πτώχευσης και κήρυξε  την ανωτέρω πτώχευση η οποία εν τέλει  απερρίφθη με την με αριθμό 682/2015 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Συνεπώς στη συγκεκριμένη περίπτωση αποτέλεσε  το επιβαλλόμενο κατ’ αντικειμενική κρίση, αναγκαίο μέτρο για την  διαφύλαξη του δικαιώματος τους, χωρίς τη χρήση του οποίου δεν θα ήταν δυνατή η κατ’ άλλο τρόπο πραγματοποίησή του. Τέλος  από την συνολική εκτίμηση του  περιεχόμενου της εν λόγω αγωγής που προσιδιάζει σε αγωγές με παρόμοιο ιστορικό και αιτήματα, δεν προκύπτει σκοπός εξύβρισης ήτοι ειδικός σκοπός έκφρασης καταφρόνησης στο πρόσωπο του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος. Τούτο διότι οι ανωτέρω εναγομένοι δεν υπερέβησαν το αναγκαίο μέτρο στις εκφράσεις τους, καθόσον το προανεφερόμενο περιεχόμενο της αγωγής, δεν αποδείχθηκε ότι ενέχει έντονα απαξιωτικά  και μειωτικά της τιμής και της υπόληψή της ενάγοντος στοιχεία, ούτε προσβλητικούς χαρακτηρισμούς αντιθέτως ότι ήταν κατ’ αντικειμενική κρίση αναγκαία για την ακριβή και πρέπουσα απόδοση των  όσων οι εναγόμενοι ήθελαν να εκθέσουν ενώπιον των πολτικών δικαστηρίων ως περιεχόμενο της αγωγής με το ανωτέρω ιστορικό και αιτήματα, ως μέσο προάσπισης των συμφερόντων τους. Συνεπώς, η επικουρικά υποβαλλόμενη ένσταση των ανωτέρω εναγόμενων περί εφαρμογής της  διάταξης του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ, την οποία επαναυπέβαλαν ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου  περί άρσης του αδίκου χαρακτήρα της εν λόγω πράξης, πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη. Με βάση όλα  προαναφερθέντα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αγωγή ως προς τους τρείς πρώτους των εναγομένων ως ουσία αβάσιμη. Περαιτέρω, αποδείχθηκε όχι ο τέταρτος εναγόμενος και ήδη εφεσίβλητος, …….., εξετασθείς ενόρκως ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, έδωσε τις υπ’ αριθ. …../23-1-2013 και …../23-1-2013 ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν, αντίστοιχα, προς απόδειξη της από 29-10-2012 και υπ’ αριθ. κατάθεσης ……/2012 αγωγής που άσκησε ο δεύτερος εναγόμενος και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος σε βάρος της «………» και της από 29-10-2012 και υπ’ αριθ. καταθεσης …../2012 αγωγής που άσκησε σε βάρος της ίδιας εταιρίας ο τρίτος εναγόμενος και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος. Στις παραπάνω ένορκες βεβαιώσεις ο τέταρτος εναγόμενος αναφέρει επί Λέξει: «Δούλεψα στην επιχείρηση του …….. στη Νίκαια Αττικής το  Φλεβάρη του 2008 μέχρι τον Απρίλιο του 2008, στα τέλη του έτους 2009 με αρχές του 2010 και από τον Ιανουάριο του 2011 μέχρι τον Απρίλιο του 2011… Το ωράριό μου ήταν 7:30 – 15:30, αλλά ποτέ δεν τηρείτο στην πράξη… Απόδειξη του πόσο υψηλές ή αν οι ημερήσιες εισπράξεις του πρατηρίου ήταν το γεγονός ότι, τουλάχιστον δύο φορές την ημέρα, μία το πρωί και μία αργά το μεσημέρι, χρειαζόταν κατάθεσή τους στην τράπεζα. Τις καταθέσεις απτές τις  κάναμε οι οδηγοί της επιχείρησης, εγώ, ο ……….. και ο …….., νωρίς το πρωί πριν ξεκινήσουμε τα δρομολόγια της διανομής των εμπορευμάτων, είτε αργά το απόγευμα. Καθημερινά όλοι δουλεύαμε παραπάνω από το οκτάωρο, τουλάχιστον μία με μιάμιση ώρα, ανάλογα με τη δουλειά που έκανε ο καθένας, ενώ η ταμίας του πρατηρίου, η οποία έκλεινε και το ταμείο, έφθανε και τις δύο ώρες. Απόδειξη της πολλής δουλειάς αποτελεί και το γεγονός όπου εργαζόμασταν και Σάββατο, δύο Σάββατα σίγουρα κάθε μήνα, οι μισοί υπάλληλοι τα δύο Σάββατα και οι άλλοι μισοί τα άλλα δύο, πολλές φορές είχαμε δουλέψει και τρία Σάββατα, συνήθως επτάωρο και λίγο παραπάνω, με εξαίρεση τον εκάστοτε  ταμία, ο οποίος και την ημέρα εκείνη δούλευε πλήρες οκτάωρο. Μέχρι το έτος 2010 υπήρχε βιβλίο εισόδου και εξόδου των εργαζομένων, επειδή ο …….. έλεγχε την ώρα προσέλευσης με μεγάλη αυστηρότητα. Για την ώρα αναχώρησης, βεβαίως, δεν δινόταν καμία σημασία και για το λόγο αυτό δεν υπήρχε διαθέσιμο βιβλίο υπερωριών. Όταν, μάλιστα, έγινε κουβέντα. για υπερωρίες ο ………. ξέκοψε κάθε συζήτηση για πληρωμή υπερωριών, απειλώντας μάλιστα ότι, όποιος απαιτήσει υπερωρίες, θα χάσει τη δουλειά του… Βεβαίως, για πληρωμή υπερεργασίας, υπερωρίας ή  δεν γίνονταν  λόγος ούτε για αστείο… Ως οδηγός – πωλητής πραγματοποιούσε εκφόρτωση των εμπυρευμάτων πρατήριο κατά την παραλαβή ιούς από άλλα οχήματα και τακτοποιούσε συχνά τα ράφια, φόρτωνε και ξεφόρτωνε το φορτηγό, έκανε δρομολόγια μόνος σε  περίπτερα και καταστήματα ψιλικών ανά την Αττική προς παράδοση και διανομή των παραγγελιών, έκανε είσπραξη τιμολογίων, παραλάμβανε επιστροφές προϊόντων, έκανε τη φορτοεκφόρτωση των μικροδεμάτων και των πακέτων στα μαγαζιά και στα περίπτερα που παρέδιδε, καθώς και στα πρακτορεία, μετέφερε επιταγές και μεγάλα χρηματικά ποσά προς κατάθεση στην τράπεζα, έδινε λογαριασμό για τις εισπράξεις και τα εμπορεύματα που παρέδιδε. Για τις εισπράξεις, μάλιστα, που κάναμε καθημερινά οι οδηγοί του πρατηρίου από τους πελάτες του, περίπτερα και ψιλικατζίδικα, οι οποίες ήταν σε κέρματα, μέσα σε σακουλάκια, χιλιάδες ευρώ την ημέρα και ήταν αδύνατο να μετρηθούν εκείνη τη στιγμή, είχαμε την ευθύνη για τη σωστή τους παράδοση στον ταμία και ας μην μπορούσαμε να τα μετρήσουμε, αφού αυτός ήταν ο κανόνας στο πρατήριο. Εάν έλειπε κάποιο ποσό στις εισπράξεις μας, τότε αυτό είτε το κρατούσε ο …….. από το μισθό μας, είτε το πληρώναμε εκείνη τη στιγμή, δίνοντας το ποσό που έλειπε στον ταμεία …. Στις 7:30  που έπιανε δουλειά ο ………. (αντίστοιχα σε κάθε ένορκη βεβαίωση), όπως και εγώ, φόρτωνε το φορτηγό και έκανε διανομή των παραγγελιών στα περίπτερα και τα καταστήματα ψιλικών, με ταυτόχρονη είσπραξη. Τύχαινε αρκετές φορές πριν ξεκινήσει η διανομή, να πάει στην τράπεζα για κατάθεση χρημάτων, τα οποία δεν είχαμε προλάβει να στείλουμε το απόγευμα της προηγούμενης ημέρας. Ο …….. (αντίστοιχα σε κάθε ένορκη βεβαίωση) ενδιάμεσα στα δρομολόγια, όπως ακριβώς και εγώ, επέστρεφε στο πρατήριο για να παραδώσει τις ληφθείσες επιταγές και τις πρωινές εισπράξεις, τακτοποιούσε τις παραλαβές των εμπορευμάτων του πρατηρίου, ακολούθως ξαναέβγαινε δρομολόγιο μια παράδοση παραγγελιών και είσπραξη χρημάτων και επέστρεφε γύρω στις 14:30, προκειμένου να παραδώσει και πάλι το ταμείο του. Ακολούθως, καθημερινά, όπως και εγώ, είτε πήγαινε και για δεύτερη φορά, στην εταιρία ταχυμεταφορών 408 στην περιοχή του Ρέντη γύρω στις 15:30 – 15:45) προκειμένου να παραδώσει κάρτες κινητής τηλεφωνίας προς αποστολή σε πελάτες της επαρχίας και εν συνεχεία, μετά την …. και σε άλλα πρακτορεία για αποστολή παραγγελιών εμπορευμάτων στην επαρχία, είτε παραλάμβανε, στην καλύτερη των περιπτώσεων γύρω στις 15:30 μ.μ., το χρηματικό ποσό της απογευματινής τραπεζικής κατάθεσης και πήγαινε κατά βάση στο υποκατάστημα της στο Δημοτικό (θέατρο Πειραιά στην οδό ……., το οποίο ήταν από τα ελάχιστα, που λειτουργούσε μέχρι τις 19:00 το απόγευμα. Πολλές φορές συναντούσαμε στην απογευματινή κατάθεση ουρά, γιατί τα απογεύματα λειτουργούσε μόνο ένα ταμείο στο κατάστημα. Σε καθημερινή βάση, Λοιπόν, ο …….. (αντίστοιχα σε κάθε ένορκη βεβαίωση), όπως άλλωστε και εγώ δει  επιστρέφαμε στο  πρατήριο πριν τις 17:00  και την ώρα που επιστρέφαμε  πολλές φορές είχε κλείσει το πρατήριο, οπότε απλά αφήναμε ιο φορτηγό και φεύγαμε». Επίσης, αποδείχθηκε ότι την 23-9-2014 κατά τη  συζήτηση της προαναφερθείσας αγωγής που άσκησε ο δεύτερος εναγόμενος σε βάρος της «…………» κατέθεσε ενόρκως ως μάρτυρας απόδειξης ενώπιον ίου παρόντος Δικαστηρίου ο πέμπτος εναγόμενος, …….., αναφέροντας επί λέξει στην κατάθεσή του: «Ήμουν εργαζόμενος κι εγώ στην εταιρία του κ. ………. Προσλήφθηκε ως πωλητής με σύμβαση αορίστου χρόνου .. Τυπικά πωλητής ήταν, η εργασία του ήταν οδηγός-πωλητής. Το κανονικό ωράριο ήταν 07.30 – 15.30 μ.μ. Υπήρχε όμως μεγάλος κύκλος εργασιών και πελατολόγιο όπου πηγαίναμε μισή ώρα νωρίτερα και τελειώναμε γύρω στις 17.00 μ.μ. Είχαμε και δύο Σάββατα το μήνα σίγουρα. Δεν έχει πληρωθεί για την υπερεργασία. Για κάποια Σάββατα πληρωνόταν. Δεν έπαιρνε το επίδομα των διαχειριστικών ταμειακών λαθών, ως οδηγός, οι οδηγοί κληρώνονται διαφορετικά, και ζητά αυτές τις διαφορές… Αν έλειπαν χρήματα ο οδηγός ήταν υπεύθυνος. Το πρακτορείο της …… έκλεινε στις 20.00 μ.μ. Η …… εδώ στον Πειραιά μας εξυπηρετούσε το απόγευμα. Πριν τις 17.00 μ.μ. δεν επιστρέφαμε… Στην Α3  πηγαίναμε γύρω στις 16.00 μ.μ. Και στα υπόλοιπα πρακτορεία περίπου την  ίδια ώρα. Ευπαθή προϊόντα δεν υπήρχαν…κ Ωστόσο, τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά που κατέθεσαν ο τέταρτος και ο πέμπτος των εναγόμενων, οι οποίοι εργάστηκαν ως οδηγοί – πωλητές στην ανώνυμη εταιρία «…………>>,  ήτοι με την ίδια ιδιότητα που εργάστηκαν και ο δεύτερος και τρίτος των εναγόμενων, αποδείχθηκε ότι ήταν αληθή και συνεπώς ουδεμία ευθύνη υπέχουν αυτοί για ψευδορκία μάρτυρα, κατόπιν δε τούτου ουδεμία ευθύνη υπέχουν ο δεύτερος και ο τρίτος των εναγόμενων για ηθική αυτουργία στην ως άνω πράξη. Ειδικότερα, όπως έγινε δεκτό και από τις υπ’ αριθ. 859/2015 και 4938/2013 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, οι οποίες εκτιμώνται ελεύθερα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων,  ο δεύτερος και ο τρίτος των εναγομένων πράγματι εργάζονταν καθ΄ υπέρβαση του νομίμου ωραρίου τους (εκτιμήθηκε ότι εργάζονταν καθ΄ υπέρβαση του ωραρίου τους ο μεν δεύτερος εναγόμενος κατά μέσο όρο δύο ημέρες την εβδομάδα επί 1,5 ώρα την κάθε ημέρα, ο δε τρίτος εναγόμενος σε καθημερινή βάση επί 1 ώρα την κείθε ημέρα), καθώς μετά ίο πέρας αυτού έπρεπε είτε να παραδώσουν στην  εταιρία ταχυμεταφορών ……. παραγγελίες προς αποστολή στην επαρχία, είτε να για να μεταβούν  στο κατάστημα της Τράπεζας στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, προκειμένου να πραγματοποιήσουν απογευματινή τραπεζική κατάθεση για τις τελευταίες εισπράξεις της ημέρας. Αποδεικνύεται δε από την προσαγόμενη από τους εναγομένους από 14-1-2013 βεβαίωση της εταιρίας ταχυμεταφορών …… ότι η εν λόγω εταιρία δέχονταν  παραδόσεις της εταιρίας «…………..» προς αυθημερόν αποστολή σε πελάτες της στην επαρχία, το αργότερό έως την 17,00 μ. μ. της ίδιας ημέρας και συνεπώς, η ένορκη κατάθεση του πέμπτου εναγόμενου, ήταν καθ΄ όλα αληθής ως προς το γεγονός αυτό. Ομοίως υποδεικνύεται από τα προσαγόμενα από τους εναγόμενους δελτία κατάθεσης της ως άνω Τράπεζας ότι καταθέσεις υπέρ της προαναφερθείσας ανώνυμης εταιρίας γίνονταν ενίοτε και μετά τις 17.00 μ.μ. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι  ο δεύτερος και ο τρίτος των εναγόμενων παρείχαν πρόσθετη εργασία κατά την ημέρα του Σαββάτου και δη επί δύο Σάββατα ίο μήνα, όπως ακριβώς κατέθεσαν ο τέταρτος και ο πέμπτος των εναγόμενων. Για τους παραπάνω λόγους, άλλωστε, τους επιδικάστηκαν  δυνάμει των υπ’ αριθ. 859/2015 και 4938/2013 αποφάσεων του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κονδύλια για υπερεργασία, κατ΄ εξαίρεση (παράνομη) υπερωριακή απασχόληση και αμοιβή για την εργασία του Σαββάτου. Επίσης, αποδείχθηκε ότι οι οδηγοί – πωλητές, οι οποίοι παραλάμβαναν μεγάλα χρηματικά ποσά ως αντίτιμο των παραγγελιών που διένειμαν σε περίπτερα και καταστήματα ψιλικών αντί την Αττική, έφεραν την ευθύνη για οποιοδήποτε χρηματικό έλλειμμα πρόκυπτε από την είσπραξη, για το λόγο δε αυτό κρίθηκε από τις ως άνω αποφάσεις οι δικαιούνταν να λάβουν σχετικό επίδομα, το οποίο επιδικάστηκε στο μεν δεύτερο εναγόμενο υπό τη μορφή του επιδόματος διαχειριστικών λαθών, στο δε τρίτο εναγόμενο υπό τη μορφή τόσο του επιδόματος διαχειριστικών λαθών όσο και του επιδόματος ταμειακών λαθών. Κατόπιν δε τούτων, τα όσα κατέθεσαν ενόρκως ο τέταρτος και ο  πέμπτος  των εναγόμενων και ήδη εφεσιβλήτων δεν πληροί την ειδική υπόσταση της ψευδορκίας μάρτυρα (άρθρο 224 παρ. 1 του νέου Π.Κ), που τους αποδίδεται από τον ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα – εφεσίβλητο και πρέπει ως προς αυτούς να απορριφθεί η ένδικη αγωγή ως ουσία αβάσιμη. Τέλος, πρέπει να απορριφθεί  ως ουσία αβάσιμο το αίτημα των εναγόμενων και ήδη εκκαλούντων – εφεσιβλήτων  περί αναβολής της δίκης κατ΄ άρθρο 249 ΚΠοΛΔ διότι ήδη κρίθηκε από την υπ ΄αριθ. 3822/2018 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ότι η ανάγκη αναστολής εκδίκασης της ένδικης αγωγής υφίστατο μέχρι την τελεσίδικη και όχι την αμετάκλητη περάτωση της δίκης επί της από 9-1-2016 και υπ’ αριθ. κατάθεσης ……../2017 αγωγής, η οποία ήδη περατώθηκε σε δεύτερο βαθμό και β) κατ’ άρθρο 250 ΚΠοΛΔ, διότι όλες οι ποινικές διαδικασίες που επικαλούνται οι εναγόμενοι, πλην αυτής που διενεργείται κατόπιν υποβολής της από 1-10-2018 και με ΑΒΜ …….. μηνυτήριας αναφοράς του δεύτερου εναγόμενου, είναι ήδη εκκρεμείς σε πρώτο βαθμό κι ως εκ τούτου η αμετάκλητη περάτωση αυτών αναμένεται να καθυστερήσει επί ικανό χρόνο, κατόπιν δε τούτου το παρόν Δικαστήριο  κρίνει ότι δεν διευκολύνεται  η διεξαγωγή της παρούσας δίκης με την αναβολή της συζήτησης  κατά το προαναφερθέν άρθρο. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο,  που έκανε εν μέρει δεκτή την ανωτέρω αγωγή επειδή δέχθηκε ότι από την κοινή συμπεριφορά των τριών πρώτων εναγομένων και ήδη εκκαλούντων η οποία  πληροί τόσο αντικειμενικά όσα και υποκειμενικά το έγκλημα της απλής δυσφήμισης 362 Π.Κ, προσβλήθηκε η προσωπικότητα του ενάγοντος και του προκλήθηκε ηθική βλάβη και αναγνώρισε την υποχρέωση των εναγομένων να του καταβάλλουν το ποσό των 5.000, 00 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και θα πρέπει αφού γίνει δεκτός και ως βάσιμος ο σχετικός λόγος της από 20.05.2021 (αρ. εκθ. κατ. πρωτ. ……../2021 και αρ. εκ. κατ. εφ. ……../2021) έφεσης,  να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το ανωτέρω κεφάλαιο αναγκαίως δε και κατά τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων, τα οποία και θα επανακαθοριστούν.  Για το ενιαίο, όμως, του τίτλου της εκτέλεσης, πρέπει η εκκαλουμένη απόφαση να εξαφανισθεί στο σύνολό της, ήτοι ως προς τo άνω κεφάλαιo κατά τα οποία έσφαλε, αλλά και ως προς εκείνα που δεν έσφαλε (μη προσβληθέντα και προσβληθέντα αλλά μη ανατραπέντα) και, ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), πρέπει η άνω αγωγή να απορριφθεί ως ουσιαστικά βάσιμη.  Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η από 20.05.2021  (αρ. εκθ. κατ. πρωτ………../2021 και αρ. εκ. κατ. εφ…../2021) έφεση ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν και να γίνει δεκτή η από 20.05.2021 (αρ. εκθ. κατ. πρωτ. ………../2021 και αρ. εκ . κατ. εφ. ……../2021) έφεση  ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση,  και στη συνέχεια αφού  κρατηθεί η υπόθεση από  το παρόν  Δικαστήριο (άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ) και δικασθεί στην ουσία η από 15.12.2017 με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης ……../2017 αγωγή του ενάγοντος κατά των εναγομένων  να  απορριφθεί  η ως άνω αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη στο σύνολό της.  Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των εναγόμενων και ήδη εκκαλούντων, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν κατά ένα μέρος σε βάρος του ενάγοντος  και ήδη εκκαλούντος, λόγω του ότι η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό (άρθρα 178, 183, 191 § 2 ΚΠολΔ), και να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στους εναγόμενους  και ήδη εκκαλούντες της από 20.05.2021 (αρ. εκθ. κατ. πρωτ. ………/2021 και αρ. εκ. κατ. εφ. ………/2021)  έφεσης  και να διαταχθεί η κατάπτωση του παραβόλου που κατέβαλε ο ενάγων  και ήδη εκκαλών  της από  20.05.2021  (αρ. εκθ. κατ. πρωτ……../2021 και αρ. εκ . κατ. εφ………/2021)   έφεσης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την Α) από 20.05.2021  (αρ. εκθ. κατ. πρωτ……../2021 και αρ. εκ. κατ. εφ……../2021) έφεση, Β) από 20.05.2021 (αρ. εκθ. κατ. πρωτ. ……../2021 και αρ. εκ. κατ. εφ. ………/2021) έφεση  κατά της με αριθμό  417/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 20.05.2021  (αρ. εκθ. κατ. πρωτ……../2021 και αρ. εκ. κατ. εφ…………/2021) έφεση.

ΔΕΧΕΤΑΙ  τυπικά και κατ΄ουσίαν την από 20.05.2021 (αρ. εκθ. κατ. πρωτ. ……./2021 και αρ. εκ . κατ. εφ. ……../2021) έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την με αριθμό 417/2021  απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την υπόθεση κατ΄ ουσίαν.

Απορρίπτει  την από 15.12.2017  με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης …………../2017 αγωγή.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ μέρος των δικαστικών εξόδων των  εναγομένων, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, σε βάρος του  ενάγοντος,  τα οποία καθορίζει στο ποσό των εξακοσίων  (600) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στους  καταθέσαντες  εναγόμενους  – εκκαλούντες της υπό στοιχείο Β έφεσης .

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την κατάπτωση του κατατεθέντος από τον  ενάγοντα – εκκαλούντα   παραβόλου της υπό στοιχεία Α έφεσης.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 24 Απριλίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ