ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός: 81/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα και αρμοδίως (άρθρο 19 ΚΠολΔ) φέρεται από το πινάκιο μετ’ αναβολή προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 226 παρ.4 εδ.δ’ του ΚΠολΔ που εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη (βλ. Κυρ. Οικονόμου, Η έφεση, έκδ.2018, σελ. 231), η από 1.4.2015 (με αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου …………) έφεση του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος κατά της με αριθμό 4592/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663επ. του ΚΠολΔ), την από 5.6.2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …….αγωγή της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, δέχθηκε εν μέρει αυτή. Η ως άνω έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 § 1, 498, 500, 511, 513, 516, 517, 518 § 1 ΚΠολΔ, καθώς κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 2.4.2015, ήτοι εντός τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στον πληρεξούσιο δικηγόρο του εναγόμενου, ως αντίκλητου αυτού που έγινε στις 11.3.2015 (βλ. με αρ. …… έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……..). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς(άρθρα 522 και 533 ΚΠολΔ), κατά την ίδια διαδικασία που εφαρμόσθηκε και στον πρώτο βαθμό (άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ).
Με την από 5.6.2013 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………) αγωγή της η ενάγουσα-νυν εφεσίβλητη υποστήριζε ότι στις 17.7.2012 προσλήφθηκε από τον εναγόμενο-νυν εκκαλούντα με άτυπη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργασθεί ως πωλήτρια-ταμίας στο περίπτερο λιανικής πώλησης τσιγάρων και ψιλικών ειδών που εκμεταλλευόταν ο τελευταίος, με πενθήμερο καθεστώς εβδομαδιαίας εργασίας από ώρα 9.00 π.μ. έως ώρα 17.00 έναντι καθαρού ημερομισθίου 20 ευρώ ήτοι μικτού ημερομισθίου 25,47 ευρώ και με τη συμφωνία ότι για κάθε ώρα εργασίας της πέραν του οκταώρου ημερησίως, καθώς και για την εργασία της κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές ή τις αργίες θα της κατέβαλε τη νόμιμη αμοιβή και προσαύξηση. Ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της απασχόλησής της εργαζόταν σταθερά νυχτερινές ώρες υπερεργασιακά και υπερωριακά, επιπλέον δε κατά τα Σάββατα (ως έκτη ημέρα της εβδομάδας), τις Κυριακές και τις αργίες, χωρίς ο εναγόμενος να της καταβάλει τις δικαιούμενες αμοιβές και προσαυξήσεις των αποδοχών της, με αποκορύφωμα της συμπεριφοράς του την προφορική της απόλυση στις 8.3.2013 κατόπιν λεκτικής επίθεσης με υβριστικά σχόλια εκ μέρους του εναγόμενου σε βάρος της. Ότι περαιτέρω μετά την άκυρη απόλυσή της διαπίστωσε ότι ο εναγόμενος δεν την είχε ασφαλίσει στο ΙΚΑ κατά το διάστημα της εργασίας της, γεγονός το οποίο κατήγγειλε στο αρμόδιο υποκατάστημα του ΙΚΑ Καμινίων, ενώ την 1.4.2013, προσέφυγε και στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας, όπου και κατήγγειλε τον εναγόμενο. Ζητούσε, κατόπιν των ανωτέρω: α) να αναγνωρισθεί ότι η από 8.3.2013 καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ήταν άκυρη, β) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να αποδέχεται τις νομίμως προσφερόμενες υπηρεσίες της ως πωλήτριας στην επιχείρησή του από τις 9.3.2013 με την απειλή χρηματικής ποινής 500 ευρώ για κάθε ημέρα αρνήσεώς του, γ) i.) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει ποσό 6.584,64 ευρώ για μη καταβληθείσες δεδουλευμένες αποδοχές, για διαφορές μεταξύ δικαιούμενων και συμφωνηθεισών αμοιβών και μη καταβληθείσες αμοιβές από εργασία πέραν του νόμιμου ωραρίου και εβδομαδιαίου ωραρίου εργασίας νομιμοτόκως κατά τις αναφερόμενες στην αγωγή διακρίσεις, άλλως από την επίδοση της αγωγής, ii.) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό των 9.365,43 ευρώ ως οφειλόμενες αποδοχές υπερημερίας εξαιτίας της άκυρης απόλυσης αυτής και της μη αποδοχής των υπηρεσιών της από 8.3 έως 31.12.2013, ομοίως με το νόμιμο τόκο κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, iii) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει ποσό 3.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της άκυρης απόλυσής της νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την 4592/2014 απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, αναγνώρισε ότι είναι άκυρη η από 8.3.2013 καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, γιατί δεν τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος και δεν έγινε κοινοποίηση της απόλυσής της στον ΟΑΕΔ εντός οκτώ ημερών (αποζημίωση απόλυσης δεν απαιτείτο λόγω μη συμπλήρωσης δωδεκάμηνης απασχόλησης στην επιχείρηση περιπτέρου όπου εργαζόταν η ενάγουσα) και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα νομιμοτόκως το συνολικό ποσό των 8.121,2 ευρώ για διαφορά αμοιβής Σαββάτων, αναλογία επιδομάτων Χριστουγέννων και Πάσχα, επίδομα και αποδοχές αδείας του έτους 2013 και μισθούς υπερημερίας του διαστήματος από 9.3.2013 έως 31.12.2013. Ήδη με την υπό κρίση έφεση, ο εναγόμενος στρέφεται κατά της ανωτέρω απόφασης και για τους λόγους που διαλαμβάνει σε αυτή, ζητεί να εξαφανισθεί αυτή και ακολούθως να απορριφθεί η ως άνω από 5.6.2013 αγωγή. Ειδικότερα, με τον πρώτο λόγο της έφεσής του αιτιάται την εκκαλούμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, γιατί ενώ ορθά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ως αληθή τον ισχυρισμό του ότι η απόλυση της ενάγουσας υπήρξε απόρροια της φθίνουσας πορείας που είχε το περίπτερο που εκείνος εκμεταλλευόταν ως επιχείρηση, το οποίο μάλιστα αυτός έκλεισε περίπου ενάμιση μήνα μετά την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας και ότι άρα αυτή δεν απολύθηκε λόγω εκδίκησης ένεκα της εκ μέρους της διεκδίκησης των εργασιακών της δικαιωμάτων, παρόλα αυτά αναγνώρισε ότι ήταν άκυρη η παραπάνω καταγγελία και επεδίκασε στην ενάγουσα-εφεσίβλητη μισθούς υπερημερίας. Ότι έτσι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε και τον ισχυρισμό του ότι τυγχάνει καταχρηστικό το αίτημα της ενάγουσας για αποδοχές υπερημερίας και επαναπρόσληψή της, καίτοι αυτή γνώριζε πολύ καλά και το αναφέρει στην αγωγή της ότι η επιχείρηση δεν υφίσταται από τα τέλη Απριλίου 2013, λόγω της οικονομικής αδυναμίας του εκκαλούντος-εναγόμενου να ανταποκριθεί στις βασικές υποχρεώσεις που άπτονται του βιοπορισμού του και ότι ως εκ τούτου πέρα από αβάσιμο, αναληθές και ανακριβές, το εν λόγω αίτημα υπερβαίνει προφανώς τον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος της ενάγουσας. Ότι άλλωστε εφόσον με την εκκαλούμενη απορρίφθηκε το αίτημα της ενάγουσας-εφεσίβλητης για επιδίκαση σε αυτή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από την προσβολή της προσωπικότητάς της εξαιτίας της παράνομης απόλυσής της, δεν θα έπρεπε να γίνει δεκτό με ανεπαρκή και αντιφατική αιτιολογία ότι η απόλυση αυτή είναι άκυρη.
Ο παραπάνω λόγος έφεσης απορριπτέος τυγχάνει εν μέρει ως αλυσιτελής και άρα απαράδεκτος κατ’ άρθρο 68 ΚΠολΔ και εν μέρει ως μη νόμιμος. Συγκεκριμένα και αναφορικά με το αλυσιτελές του σχετικού λόγου έφεσης σημειώνεται ότι από την επισκόπηση της εκκαλουμένης προκύπτει ότι με αυτή έγινε δεκτό το αίτημα αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας-εφεσίβλητης για τυπικούς λόγους και δη λόγω μη τήρησης του έγγραφου τύπου στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας στις 8.3.2013 και μη αναγγελίας της απόλυσης στον ΟΑΕΔ εντός οκτώ ημερών (βλ. στη σελίδα 15 τις δύο τελευταίες σειρές και στη σελίδα 16 τις τέσσερις πρώτες σειρές της εκκαλουμένης «…αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα προσέφερε κανονικά τις υπηρεσίες της στον εναγόμενο μέχρι την 8 Μαρτίου του έτους 2013, οπότε και ο εναγόμενος την απέλυσε προφορικά χωρίς να γίνει έγγραφη καταγγελία και να αναγγελθεί στον ΟΑΕΔ εντός 8 ημερών, κι ως εκ τούτου η εν λόγω καταγγελία είναι άκυρη, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας…») και όχι λόγω καταχρηστικής κατ’ άρθρο 281 ΑΚ εκδικητικής συμπεριφοράς του εργοδότη σε βάρος της εργαζόμενης με την καταγγελία της σύμβασής της. Η εκκαλουμένη περιέχει σκέψη ότι δεν υπήρξε εκδικητική συμπεριφορά του εναγόμενου κατά την απόλυση της ενάγουσας αλλά μόνο για να απορρίψει το αγωγικό αίτημα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας παράνομης προσβολής της προσωπικότητας της τελευταίας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 57, 59 και 932 ΑΚ, καθώς με την αγωγή της η ενάγουσα υποστήριξε ότι η απόλυσή της έγινε εκδικητικά λόγω της εξώδικης διεκδίκησης των δικαιωμάτων της από τον εργοδότη και ζητούσε γι’ αυτό χρηματική ικανοποίηση για την ηθική της βλάβη. Η παραδοχή στην εκκαλούμενη απόφαση ότι η απόλυση της ενάγουσας ήταν άκυρη λόγω μη τήρησης διατυπώσεων που προβλέπει ο νόμος για το έγκυρο της καταγγελίας δεν είναι αντιφατική σε σχέση με την παραδοχή ότι τα κίνητρα του εναγόμενου για την απόλυση της ενάγουσας δεν ήταν αυτά της εκδίκησης, αλλά της φθίνουσας πορείας της επιχείρησής του, αφού η ακυρότητα της καταγγελίας μιας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου μπορεί να οφείλεται είτε σε τυπικό λόγο όπως δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, είτε σε ουσιαστικό λόγο, είτε και στους δύο μαζί, αρκεί όμως ένας από αυτούς για να καταστεί άκυρη η καταγγελία.
Περαιτέρω, ο ισχυρισμός στον ίδιο λόγο έφεσης ότι τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά καθιστούν καταχρηστικό το αίτημα της εφεσίβλητης για επιδίκαση αποδοχών υπερημερίας, λόγω προφανούς υπέρβασης του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματός της, γιατί αυτή γνωρίζει καλά και το αναφέρει στην αγωγή της ότι η επιχείρηση περίπτερου δεν υφίσταται πλέον από τα τέλη Απριλίου του 2013 λόγω οικονομικής αδυναμίας του εκκαλούντος να ανταποκριθεί στις βασικές υποχρεώσεις βιοπορισμού του, τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος. Κατά το άρθρο 656 εδαφ. α’ ΑΚ, ως ίσχυε κατά τον χρόνο της ένδικης καταγγελίας, ήτοι πριν την αντικατάστασή του από το άρθρο 61 του ν. 4139/2013, “Άν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας ή αν η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη από λόγους που τον αφορούν και δεν οφείλονται σε ανωτέρα βία, ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει το μισθό, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να παράσχει την εργασία σε άλλο χρόνο”. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 349 και 350 ΑΚ, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υπερημερίας του εργοδότη περί την αποδοχή της εργασίας αποτελούν: α) η ύπαρξη έγκυρης σύμβασης εργασίας, β) η πραγματική και προσήκουσα προσφορά της εργασίας εκ μέρους του εργαζόμενου, ή μη πραγματική αν ο εργοδότης δήλωσε ήδη ότι δεν δέχεται αυτήν, (το οποίο συμβαίνει ιδίως όταν κατήγγειλε τη σύμβαση) και γ)η μη αποδοχή αυτής από τον εργοδότη. Υποχρέωση, εξάλλου, του εργοδότη, να καταβάλει τον μισθό υπάρχει και σε περίπτωση αδυναμίας του να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του μισθωτού, όταν η αδυναμία αυτή ανάγεται όχι μόνο σε πταίσμα του, αλλά και όταν οφείλεται σε τυχαία περιστατικά, που τον αφορούν και σχετίζονται με τη σφαίρα των συνθηκών, που μπορεί να ελέγχει ή τους γενικότερους ή ειδικότερους κινδύνους της πορείας και λειτουργίας της επιχειρήσεως και εκμεταλλεύσεως του. Ο εργοδότης απαλλάσσεται μόνον αν η αδυναμία του (για αποδοχή της εργασίας) οφείλεται σε ανωτέρα βία (βλ. ΑΠ 1984/2017, 429/2016 στη Νόμος) Ανώτερη βία δεν συντρέχει στην περίπτωση που τα επικαλούμενα από τον εργοδότη περιστατικά ανάγονται στον κύκλο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας και στη σφαίρα κινδύνου αυτού, αφού αυτά θα μπορούσαν εκ των προτέρων να ληφθούν υπόψη ως ενδεχόμενα κατά την κοινή πείρα και συνεπώς να αντιμετωπιστούν μεταξύ άλλων και με έγκυρη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας (ΑΠ 868/2010 στη Νόμος). Έτσι, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί ανώτερη βία το κλείσιμο της επιχείρησης που οφείλεται σε οικονομικούς λόγους (κακοί υπολογισμοί του εργοδότη ή γενικότερη κακή οικονομική κατάσταση), γιατί πρόκειται για θέματα που αναφέρονται στον οικονομικό κίνδυνο της επιχείρησης, ο οποίος ανήκει αποκλειστικά στη σφαίρα του εργοδότη (βλ. Ιωάννη Κουκιάδη, Εργατικό Δίκαιο, έκδοση 2017 σελ. 950 που παραπέμπει στις ΑΠ 1442/1979, ΕΕΔ 39, σελ. 291, ΑΠ 171/2013, ΔΕΝ 70, σελ. 98). Ομοίως, η κακή οικονομική πορεία της επιχείρησης που οδήγησε στο κλείσιμο αυτής από τον εργοδότη δεν καθιστά καταχρηστική την απαίτηση του εργαζόμενου κατ’ άρθρο 281 ΑΚ που απολύθηκε ακύρως πριν το κλείσιμο της επιχείρησης να του καταβληθούν μισθοί υπερημερίας, αφού η άσκηση αυτού του δικαιώματος του μισθωτού δεν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του εν λόγω δικαιώματος.
Πιο κάτω, με τον δεύτερο λόγο έφεσης ο εκκαλών παραπονείται κατά της εκκαλούμενης απόφασης γιατί το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του ότι η ενάγουσα-εφεσίβλητη δεν ανέφερε, ως όφειλε, στην αγωγή της για το έγκυρο της απασχόλησής της με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ως πωλήτρια-ταμίας σε περίπτερο-κατάστημα ψιλικών, ότι ήταν εφοδιασμένη με πιστοποιητικό υγείας κατά το άρθρο 8 της Υπουργικής απόφασης Υ1γ/96967/2012 (ΦΕΚ 2718/Β’/2012), όπου βεβαιώνεται ότι ο κάτοχός του δεν πάσχει από μεταδοτικό νόσημα και δεν είναι φορέας εντερικών παθογόνων μικροβίων, ιών και παρασίτων, καθώς ερχόταν σε άμεση επαφή με το καταναλωτικό κοινό και τον χρήστη των υπηρεσιών, με την πώληση και μη τυποποιημένων προϊόντων, όπως κουλούρια Θεσσαλονίκης και λουκουμάδες. Ότι εντέλει αποδείχθηκε ότι η εφεσίβλητη δεν κατείχε βιβλιάριο υγείας, ούτε το επέδειξε στον εκκαλούντα, παρότι επανειλημμένα της το ζήτησε, με αποτέλεσμα να μην έχει καταρτισθεί έγκυρη σύμβαση εργασίας μεταξύ των διαδίκων και η εφεσίβλητη συνδεόμενη με αυτόν με απλή σχέση εργασίας, να μη δύναται να αξιώσει μισθούς υπερημερίας λόγω άκυρης απόλυσης, ενώ τα δεδουλευμένα της να μπορεί να τα ζητήσει μόνο με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, που όμως δεν έχει συμπεριλάβει στην αγωγή της.
Ο λόγος αυτός έφεσης, κατά το μέρος που πλήττει την κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για το ορισμένο της αγωγής είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος. Η ύπαρξη βιβλιαρίου υγείας, ήδη πιστοποιητικού υγείας όταν απαιτείται για εργαζόμενους σε καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος δεν αποτελεί στοιχείο της αγωγής που επιδιώκει την πληρωμή των οφειλόμενων από σύμβαση εργασίας μισθών, διότι η έλλειψη τούτου αποτελεί ένσταση του εναγομένου περί ακυρότητας της συμβάσεως, η παραδοχή της οποίας συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως αβάσιμης κατ’ ουσίαν και όχι ως αόριστης (Α.Π. 65/2009 ΝοΒ 2009, σελ. 1.166, Ελλ. Δνη 2009, σελ. 1.393, Δ.Ε.Ε. 2010.86). Άλλωστε η ύπαρξη θεωρημένου ατομικού βιβλιαρίου υγείας ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, αφού η ακυρότητα της συμβάσεως για τον λόγο αυτόν αφορά τη δημόσια τάξη (έτσι ΕφΛαμ 42/2013 στη Νόμος που παραπέμπει στις Α.Π. 904/2004 Δ.Ε.Ν. 2005, σελ. 1.151, Εφ. Αθην. 1.162/2006, Δ.Ε.Ε. 2006, σελ. 1.073). Περαιτέρω, ο ίδιος λόγος κατά το μέρος με το οποίο πλήττεται η ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής που έγινε δεκτή με την εκκαλουμένη απόφαση τυγχάνει απορριπτέος στην ουσία του. Τούτο, καθώς αφενός μεν από την επισκόπηση της εκκαλουμένης αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα προσκόμισε κατά την αποδεικτική διαδικασία στον πρώτο βαθμό, βιβλιάριο υγείας που κάλυπτε το επίδικο χρονικό διάστημα (βλ. ενδέκατη σελίδα, 14η σειρά της εκκαλουμένης «…αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα κάτοχος βιβλιαρίου υγείας (σχετ. το μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενο ατομικό βιβλιάριο υγείας ισχύος για πέντε έτη και δη έως το έτος 2014) προσλήφθηκε από τον εναγόμενο τον Αύγουστου το 2012…»), αφετέρου δε προσκομίζει και πάλι ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου ως «σχετικό Νο 7» φωτοαντίγραφο του με ΑΜ ……….. βιβλιαρίου υγείας ισχύος από 29.7.2009 και για πέντε χρόνια, ήτοι μέχρι την 29.7.2014, το οποίο η ενάγουσα είχε λάβει προκειμένου να εργασθεί σε καφετέρια. Σημειωτέον δε ότι και υπό το καθεστώς του άρθρου 8 της Υπουργικής απόφασης Υ1γ/96967/2012 (ΦΕΚ 2718/Β’/2012) που εισήγαγε το πιστοποιητικό υγείας στη θέση του βιβλιαρίου υγείας, διατηρούν την ισχύ τους τα ατομικά βιβλιάρια υγείας τα οποία είχαν ήδη εκδοθεί, όπως αυτό της εφεσίβλητης και ισχύουν έως την ημερομηνία λήξης τους, σύμφωνα με το άρθρο 2 της Υπουργικής Απόφασης Υ1γ/ΓΠ/Οικ 35797/2012 (ΦΕΚ Β 1199 11.4.2012). Συνακόλουθα, ορθά κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ότι η σύμβαση εργασίας που συνέδεε τους διαδίκους ήταν έγκυρη και επεδίκασε μεταξύ άλλων μισθούς υπερημερίας λόγω άκυρης απόλυσης της εφεσίβλητης-ενάγουσας. Κατόπιν αυτών και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος της υπό κρίση έφεσης να ερευνηθεί, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολο της, και να καταδικαστεί ο εκκαλών στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176 και 183 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με άρθρο 166 του ν.4194/2013), κατόπιν σχετικού αιτήματός της, σύμφωνα με το διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει στην ουσία της την από 1.4.2015 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά ………) έφεση κατά της 4592/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος και ορίζει αυτά στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 6.2.2019.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ