Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 247/2023

Αριθμός     247/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ:  ……….., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Γεωργία Κρεμμύδα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..» και το διακριτικό τίτλο «…….», εδρεύουσας στο …. Αττικής, η οποία αποτελεί τη νέα επωνυμία της Ανώνυμης Εταιρείας «…….» με διακριτικό τίτλο «……..», νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Ιωάννη Ρουμελιώτη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Η εκκαλούσα κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την με αριθμ. εκθ. καταθ. …………/2018 ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2215/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  απέρριψε την ανακοπή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα με την από  ……/2019-…../2020) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε  αρχικά η 21η.10.2021, μετά δε από αναβολή, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 9.10.2019 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης Πρωτ. ……/2019 και αρ. κατ. Εφετείου ……./2020 ) έφεση της ανακόπτουσας κατά της με αριθμό 2215/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία απορρίφθηκε η από 6-12-2018 αριθμό κατάθεσης ………./2019 ανακοπή της, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.)  διότι, η εκκαλούμενη απόφαση,  επιδόθηκε με επιμέλεια της καθ΄ης η ανακοπή στην ανακόπτουσα την 9.9.2019, όπως προκύπτει από την με αριθμό …… Β΄/9.9.2019  έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Λαμίας,  ……  και η έφεση του κατατέθηκε στις 9.10.2019, όπως προκύπτει από την με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Εφετείου Αθηνών ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2019 [(ήτοι πριν  την παρέλευση 30 ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης]. Αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ.), ενώ, όπως προκύπτει από την  ως άνω έκθεση  κατάθεσης ενδίκου μέσου  του Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα,  το νόμιμο παράβολο των 100 ευρώ, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. α΄ ΚΠολΔ ήτοι το με αριθμό παραβόλου ………./2019 παράβολο (όπως η διάταξη αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012 και ισχύει μετά την τροποποίησή της -ως προς το ύψος των παραβόλων- με το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 – ΦΕΚ Α΄ 240/22-12-2016). Πρέπει, επομένως, αφού γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του ίδιου Κώδικα), να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, κατά το μέρος που μεταβιβάζεται η υπόθεση με την άσκηση έφεσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο άρθρο 522 ΚΠολΔ.

Η ανακόπτουσα με την από 6-12-2018 αριθμό κατάθεσης ………./2019 ανακοπή, που ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρο 632 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ζήτησε, για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους την ακύρωση της υπ’ αριθμ. ……./2018  διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως αυτή διορθώθηκε-συμπληρώθηκε  με την με αριθμό 178/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η οποία εκδόθηκε για απαίτηση της καθ’ής η ανακοπή ποσού 59.395,43 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων, για τους ειδικότερα μνημονευόμενους στο δικόγραφο λόγους. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς), με την εκκαλούμενη με αριθμό 2215/2019  οριστική απόφασή του, απέρριψε την ανακοπή και επικύρωσε την ως άνω διαταγή πληρωμής. Ήδη, κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται η ανακόπτουσα με την ως άνω έφεσή της  και ζητεί την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ώστε να γίνει δεκτή η ανωτέρω ανακοπή και να ακυρωθεί η με αριθμό ……/2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως διορθώθηκε – συμπληρώθηκε με την με αριθμό 712/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Από την παράλειψη ενός από τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 630 ΚΠολΔ δημιουργείται λόγος ακυρότητας της διαταγής πληρωμής, πλην όμως αυτή δεν επέρχεται αυτοδικαίως, αφού ο νόμος δεν ορίζει τούτο, αλλά θεμελιώνεται λόγος ανακοπής, με βάση τον οποίο θα κριθεί η προβαλλόμενη ακυρότητα της διαταγής, υπό την προϋπόθεση ότι ο ανακόπτων επικαλείται δικονομική βλάβη (άρθρο 159 αριθ. 3 ΚΠολΔ), δηλαδή ότι η παράβαση αυτή του προκάλεσε τέτοια βλάβη που δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη ακυρότητας (Α.Π 168/2021, ΑΠ 1202/2018).

Με τον πρώτο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα  ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο διότι δεν έκρινε ότι  η υπό κρίση διαταγή πληρωμής τυγχάνει ακυρωτέα, καθόσον δεν αναφέρεται στην προμετωπίδα αυτής η φράση <<διαταγή πληρωμής>> κατά παράβαση του άρθρου 630 ΚΠΟΛΔ, αλλά και στο διατακτικό αυτής δεν υφίσταται διαταγή προς τον οφειλέτη για  πληρωμή του σε αυτή αναφερομένου ποσού , η δε βλάβη της ανακόπτουσας προέρχεται από την παραβίαση δικονομικών κανόνων και συνίσταται στην ενάσκηση των νόμιμών δικαιωμάτων της , ενώ αν ορθά ερμήνευε και εφάρμοζε το νόμο θα έπρεπε να ακυρώσει την ως άνω διαταγή πληρωμής. Με το περιεχόμενο αυτό ο εν λόγω ισχυρισμός τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος, κατά το σκέλος που αναφέρεται στην έλλειψη διαταγής προς τον οφειλέτη για πληρωμή του σε αυτή αναφερομένου ποσού και στην επίκληση δικονομικής βλάβης της ανακόπτουσας, διότι η επίκληση τους γίνεται το πρώτον με το εφετήριο και όχι με το δικόγραφο της ανακοπής με το οποίο η ανακόπτουσα ζητεί την ακύρωση της ανωτέρω διαταγής πληρωμής για τον τυπικό λόγο της μη αναγραφής στην προμετωπίδα αυτής της φράσης <<διαταγή πληρωμής>>, κατ΄ άρθρο 630 ΚΠολΔ. Κατά το σκέλος περί της τυπικής  παράλειψης αναγραφής στην προμετωπίδα αυτής της φράσης <<διαταγή πληρωμής>>, κατ΄ άρθρο 630 ΚΠολΔ ο υπό κρίση λόγος είναι απορριπτέος ως μη  νόμιμος, διότι στην προκειμένη περίπτωση η ανακόπτουσα δεν επικαλείται δικονομική βλάβη (άρθρο 159 αριθ. 3 ΚΠολΔ από την παράλειψη της αναφοράς της λέξης <<διαταγή πληρωμής>> στην προμετωπίδα της διαταγής πληρωμής,  κατ΄ άρθρο 630 ΚΠολΔ που δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη ακυρότητας (ΑΠ 1202/2018). Εξάλλου στην προκειμένη περίπτωση στην ανωτέρω διαταγή πληρωμής αναφέρεται ότι η καθ΄ης διατάσσεται να καταβάλει στην αιτούσα το ποσό των  59.395,43 ευρώ και η εν λόγω διαταγή πληρωμής διορθώθηκε-συμπληρώθηκε  ως προς το ελλείπον στοιχείο ήτοι ως προς το 1ο φύλλο  σελίδα 1 (εμπρόσθιο) στοίχος 2 από το εσφαλμένο <<Αριθμός Διαταγής …..>> στο ορθό <<Αριθμός Διαταγής πληρωμής …….>>  με την με αριθμό 178/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η οποία επιδόθηκε στην ανακόπτουσα με την με αριθμό …..΄/ 16.01.2019 έκθεση επίδοσης του  Δικαστικού Επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Λαμίας ………… Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της ανακόπτουσας – εκκαλούσας που διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Με τον δεύτερο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα  ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο, διότι αν και έκρινε ότι η επίδικη συναλλαγματική εκδόθηκε χάριν καταβολής και προς ασφάλεια των πάσης φύσεως οφειλών της ανακόπτουσας προς την καθ΄ ης από την από 9.11.2012 σύμβαση εμπορικής συνεργασίας, έκρινε ότι κατά τη ρητή συμφωνία των διαδίκων  η καθ ΄ής  έχει το δικαίωμα να επιλέξει ποιας ενοχής την  εκπλήρωση θα επιδιώξει, ενώ αν ορθά ερμήνευε και εφάρμοζε το νόμο θα έπρεπε να κρίνει ότι η επίδικη συναλλαγματική εκδόθηκε παρά το νόμο, διότι η επίδικη συναλλαγματική είχε μόνο εγγυητική λειτουργία και ότι η καθ΄ης έπρεπε να ικανοποιήσει την αξίωση της από τις συναλλαγματικές που αναφέρονται στη ανακοπή και είχαν εκδοθεί για τον διακανονισμό του χρέους της ανακόπτουσας προς την καθ΄ ης και συνεπώς έπρεπε να ακυρώσει την ως άνω διαταγή πληρωμής. Με το περιεχόμενο αυτό ο εν λόγω ισχυρισμός τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι η ανακόπτουσα δεν επικαλείται συμφωνία περί δέσμευσης της καθ΄ης ότι δεν θα προβεί σε χρήση του αξιογράφου , ούτε ότι η εμφάνιση του προς πληρωμή εξαρτήθηκε από την τήρηση χρονικής προτεραιότητας ή την πλήρωση αίρεσης. Αντίθετα εκθέτει ότι στην ανακοπή ότι σύμφωνα με τον όρο 4 του από 29.9.2015 ιδιωτικού συμφωνητικού συμφωνήθηκε ότι την ένδικη συναλλαγματική  δικαιούται να εμφανίσει η  καθ΄ ης  ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία  <<…………..>> οποτεδήποτε προς πληρωμή για την ικανοποίηση οποιωνδήποτε  από τις αναφερόμενες στο συμφωνητικό αυτό αξιώσεις της κατά της πρατηριούχου οι οποίες ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 85.807,12 ευρώ. Εξάλλου σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της ανακοπής στο ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό αναφέρεται ότι πέραν της επίδικης συναλλαγματικής, εκδόθηκαν 60 συναλλαγματικές χάριν καταβολής ισόποσων δόσεων ρύθμισης του μεταξύ τους χρέους ύψους 85.807,12 ευρώ καθώς και μια συναλλαγματική ποσού 85.000,00 ευρώ προς εξασφάλιση των απαιτήσεων της καθ΄ης ως προς την οποία επίσης συμφωνήθηκε ότι η καθ΄ης θα δικαιούται να την εμφανίσει προς πληρωμή κατά την κρίση της οποτεδήποτε για την ικανοποίηση των πάσης φύσεως οφειλών της ανακόπτουσας από τη μεταξύ τους εμπορική συνεργασία, υπαρχουσών ή μελλουσών, επιπλέον και ανεξάρτητα την επίδικη συναλλαγματική. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι κατά τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της ανακοπής  η επίδικη συναλλαγματική εκδόθηκε προς ασφάλεια των οφειλών της ανακόπτουσας αλλά και η μετέπειτα εκδοθείσα συναλλαγματική εκδόθηκε για να εξασφαλίζει σωρευτικά με την επίδικη τις αξιώσεις της καθ΄ης έναντι της ανακόπτουσας, χωρίς να ιδρύεται υποχρέωση να εμφανίζονται  προς πληρωμή μετά την εξόφληση του διακανονισμού ή για την περίπτωση της μη τήρησης του διακανονισμού ή με την τήρηση κάποιας χρονική προτεραιότητας, χωρίς να εξαρτάται από την πλήρωση άλλης τεθείσας αίρεσης, αντίθετα  συμφωνήθηκε ότι η καθ΄ης θα έχει το δικαίωμα  επιλέξει την ενοχή την εκπλήρωση της οποίας θα επιδιώξει.  Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της ανακόπτουσας – εκκαλούσας που διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Από τις διατάξεις των άρθρων 904, 915 και 916 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει, ότι δεν μπορεί να γίνει αναγκαστική εκτέλεση με βάση εκτελεστό τίτλο, όπως, κατά το άρθρο 904 Κ.Πολ.Δ., είναι και η διαταγή πληρωμής, αν από τον τίτλο δεν προκύπτει το βέβαιο και εκκαθαρισμένο της απαίτησης. Δεν είναι βεβαία η απαίτηση όταν από τον τίτλο προκύπτει ότι αυτή τελεί υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία, πριν την πλήρωση της αίρεσης ή την πάροδο της προθεσμίας, αφού μέχρι τη συντέλεση των γεγονότων αυτών δεν υφίσταται υποχρέωση του οφειλέτη και αντίστοιχο δικαίωμα του δανειστή, προς ικανοποίηση του οποίου αποσκοπεί η αναγκαστική εκτέλεση. Εκκαθαρισμένη είναι η απαίτηση όταν από τον τίτλο προκύπτει κατά ποσόν και ποιόν, (ΑΠ 1016/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ» ΑΠ 1543/2014 ΧΡΙΔ 2015.203). είναι δε εκκαθαρισμένη η χρηματική απαίτηση και όταν το ποσό αυτής δεν είναι ακριβώς καθορισμένο, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με τη διενέργεια μαθηματικών πράξεων. (ΑΠ 1016/2018, ΑΠ 1543/2014 ό.π, ΑΠ 653/2013, ΧΡΗΔΙΚ 2013.546).

Με τον τρίτο  λόγο της έφεσης η εκκαλούσα  ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο διότι απέρριψε ως μη νόμιμο τον ισχυρισμό της περί του ότι η καθ΄ης στην αίτηση της επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή για την απόδειξη της απαίτησης της προσκόμισε την αναφερόμενη στην αίτηση συναλλαγματική όψεως, εκδοθείσα στο Μαρούσι την 9.11.2012 με προθεσμία προς εμφάνιση τεσσάρων ετών από την έκδοσή της, πληρωτέα σε διαταγή της  καθ΄ης,  ποσού 60.000,00 ευρώ η οποία έγινε αποδεκτή από την ανακόπτουσα αυθημερόν. Πλην όμως στην αίτηση της ανέφερε ότι ζητεί την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής για ποσό των 59.395,43 ευρώ στο οποίο και περιόρισε την απαίτηση της, χωρίς να αναφέρει πως προέκυψε το ανωτέρω ποσό των 59.395,43 ευρώ, ούτε επισύναψε κάποιο έγγραφο από το οποίο να προκύπτει το ανωτέρω ποσό. Εξάλλου το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως μη νόμιμο τον ισχυρισμό της  περί  μη  εκκαθαρισμένου της απαίτησης με βάση την οποία εκδόθηκε, για τον προαναφερόμενο λόγο.  Με αυτό το περιεχόμενο  ο υπό κρίση λόγος είναι απορριπτέος ως μη  νόμιμος, διότι ο δανειστής της απαίτησης από συναλλαγματική μπορεί να επιδιώξει την έκδοση διαταγής πληρωμής για μέρος μόνο του αναγραφόμενου επ΄ αυτής ποσού, χωρίς να απαιτείται αναφορά των λόγων για τους οποίους προέβη στον εν λόγω περιορισμό του αιτούμενου ή και έγγραφη απόδειξη του υπόλοιπου μέρους  για την οποία δεν ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής. Τούτο διότι από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 626 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, που καταθέτει ο δικαιούχος στη γραμματεία του δικαστηρίου, πρέπει να περιέχει, εκτός άλλων στοιχείων, την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους, των οποίων ζητείται η καταβολή και ότι σ’ αυτή πρέπει να επισυνάπτονται όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της, καθώς και το πρόσωπο του δικαιούχου και του οφειλέτη. Εξάλλου, στην προκειμένη περίπτωση από την εν λόγω διαταγή πληρωμής, ως εκτελεστό τίτλο προκύπτει το εκκαθαρισμένο της  απαίτησης, εφόσον  προκύπτει κατά ποσόν και ποιόν. Εξάλλου η ανακόπτουσα δεν επικαλείται ότι μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής  του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία διατάχθηκε  να καταβάλει  το ποσό των 59.395,43  ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων,  ακριβές αντίγραφο εξ απογράφου της οποίας προς γνώση της και για τις νόμιμες συνέπειες κοινοποίησε η καθ΄ης – εφεσίβλητη στην ανακόπτουσα  ακολούθησε άλλη πράξη εκτέλεσης όπως επιβολή κατάσχεσης και ότι στην κατασχετήρια έκθεση αναγράφεται μικρότερο ποσό ως προς την ανωτέρω διαταγή πληρωμής, χωρίς να υπάρχει η μνεία ότι το υπόλοιπο ποσό της απαίτησης παραμένει απαιτητό και  χωρίς, να προσδιορίζεται σε τι αφορά ο περιορισμός, ώστε να καθίσταται ασαφές για ποια ακριβώς κονδύλια διενεργείται έκτοτε η εκτέλεση. Συνεπώς η ανακόπτουσα δεν στερήθηκε εκ του ανωτέρω περιορισμού του αιτούμενου ποσού της συναλλαγματικής του δικαιώματος της να προβάλλει οποιαδήποτε ένσταση κατά της απαίτησης που προέρχεται από το εν λόγω αξιόγραφο. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της ανακόπτουσας – εκκαλούσας που διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Με τον τέταρτο λόγο  της υπό κρίση έφεσης  της η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο διότι απέρριψε ως μη νόμιμο τον ισχυρισμό της περί του ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί, γιατί η συμπεριφορά της καθ΄ης να δέχεται μέχρι  το μήνα Ιούνιο του  έτους 2017 τις καταβολές των δόσεων που είχαν συμφωνηθεί δυνάμει του από  29.9.2015 ιδιωτικού συμφωνητικού και είχαν εκδοθεί 60 συναλλαγματικές, παρόλο που η ανακόπτουσα είχε πάψει να προμηθεύεται από αυτήν καύσιμα ήδη από την 20.3.2017 και της είχε δηλώσει ότι διακόπτει την συνεργασία τους  της,  δημιούργησε σε αυτήν την εύλογη πεποίθηση ότι η καθ΄ης δεν θα κατήγγειλε το διακανονισμό χρέους που προβλέπονταν στο από  29.9.2015 ιδιωτικό συμφωνητικό και ότι θα εξακολουθούσε να δέχεται την πληρωμή των εκεί αναφερομένων δόσεων μέχρι το έτος 2020 και συνεπώς δεν θα επιδίωκε την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής δυνάμει της επίδικης συναλλαγματικής που επιτελούσε μόνον εγγυητική καταπιστευματική  λειτουργία.  Με αυτό το περιεχόμενο  ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος διότι σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της ανακοπής σύμφωνα με τον όρο 4 του από  29.9.2015 ιδιωτικού συμφωνητικού συμφωνήθηκε ότι η ένδικη συναλλαγματική εκδόθηκε μεν χάριν καταβολής και προς ασφάλεια των πάσης φύσεως οφειλών της πρατηριούχου προς την <<………..>> σε διαταγή της, πλην όμως συμφωνήθηκε ότι τη συναλλαγματική αυτή δικαιούται να εμφανίσει η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία << …………..>> οποτεδήποτε προς πληρωμή για την ικανοποίηση οποιωνδήποτε  από τις παραπάνω αναφερόμενες στο συμφωνητικό αυτό αξιώσεις της κατά της πρατηριούχου. Επιπλέον δε της συναλλαγματικής αυτής εκδόθηκε και η πρατηριούχος νυν ανακόπτουσα αποδέχθηκε και έτερη συναλλαγματική όψεως με προθεσμία για εμφάνιση επτά (7) έτη από την έκδοσή της την οποία δικαιούται η <<…………..>> κατά την κρίση της οποτεδήποτε προς πληρωμή για την ικανοποίηση οποιωνδήποτε  από τις παραπάνω αναφερόμενες στο συμφωνητικό αυτό αξιώσεις της κατά της πρατηριούχου. Συνεπώς, δεν στοιχειοθετείται ο ισχυρισμός της ανακόπτουσας και νυν εκκαλούσας περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της καθ΄ ης αφού η ίδια είχε συμφωνήσει ότι η καθ΄ ης δικαιούται   να την εμφανίσει οποτεδήποτε προς πληρωμή για την ικανοποίηση οποιωνδήποτε  από τις αναφερόμενες στο συμφωνητικό αυτό αξιώσεις της κατά της πρατηριούχου, όπως και την έτερη συναλλαγματική που αυτή αποδέχθηκε για τον ίδιο σκοπό. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της ανακόπτουσας – εκκαλούσας που διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Μετά από αυτά, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς εξέταση, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί κατά ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και να συμψηφισθούν κατά ένα μέρος τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και να επιβληθεί το υπόλοιπο μέρος αυτών (δικαστικών εξόδων) της εφεσίβλητης – καθ΄ης η ανακοπή σε βάρος εκκαλούσας – ανακόπτουσας, λόγω του δυσερμήνευτου του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε  (άρθρο 179 του ΚΠολΔ), για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό και να διαταχθεί η κατάπτωση του παραβόλου που κατέβαλε η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 9.10.2019 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης Πρωτ. ………/2019 και αρ. κατ. Εφετείου ……../2020) έφεση της ανακόπτουσας κατά της με αριθμό 2215/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία .

Και

Συμψηφίζει κατά ένα μέρος τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων (ήτοι της ανακόπτουσας – εκκαλούσας και της καθ΄ ης η ανακοπή – εφεσίβλητης) και επιβάλλει το υπόλοιπο μέρος αυτών (δικαστικών εξόδων), σε βάρος της εκκαλούσας – ανακόπτουσας το οποίο καθορίζει στο ποσό των εξακοσίων  (600,00) ευρώ, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την κατάπτωση του κατατεθέντος από την  ανακόπτουσα – εκκαλούσα  παραβόλου .

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  8 Μαΐου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ