Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 251/2023

Αριθμός     251/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

Α. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ:  1) ……… και 2)  …………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Ηλία Φουφόπουλο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………», η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως ειδικής διαδόχου της ……….. Δημόσιας Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «……………», η οποία εδρεύει στη ……. Κύπρου και εκπροσωπειται νόμιμα, όπως μετονομάσθηκε η Τράπεζα με την επωνυμία «……….», η οποία ήταν καθολική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………….», η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Β. ΕΚΟΥΣΙΩΣ ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ:  Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία  «…………….» και διακριτικό τίτλο «……..», η οποία εδρεύει στο Δήμο Αθηναίων και εκπροσωπείται νόμιμα, ενεργούσας, εν προκειμένω, δυνάμει της από 11.6.2021 σύμβασης  διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, επ΄ ονόματι και για λογαριασμό της  εταιρείας με την επωνυμία «………..» με έδρα το ……… Ιρλανδίας, η οποία έχει καταστεί ειδική διάδοχος της ανώνυμης  τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….» με έδρα στο Δήμο  Αθηναίων, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Γεωργία- Μαρία Χρυσή.

ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΕΚΟΥΣΙΑ ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Ανώνυμης  τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……..», η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως ειδικής διαδόχου, ως προς  την έννομη σχέση που αφορά η παρούσα, της ………. Δημόσιας Εταιρείας  Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «…………», η οποία εδρεύει στη ……. Κύπρου και εκπροσωπείται νόμιμα, όπως  μετονομάσθηκε η Τράπεζα με την επωνυμία «…………», η οποία ήταν καθολική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την  επωνυμία «…………», κατόπιν της διασυνοριακής συγχώνευσης δ΄απορροφήσεως της «…………..» από  την «……………..», η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΚΑΘ΄ ΩΝ Η ΕΚΟΥΣΙΑ ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: 1) ……….. και 2)  ……………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Ηλία Φουφόπουλο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Οι υπό στοιχ Α εκκαλούντες-Β καθ΄ων η εκουσια αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση κατέθεσαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 29.3.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2018) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ 1007/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  απέρριψε την ανακοπή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι ανακόπτοτες και ήδη υπό στοιχ Α εκκαλούντες-Β καθ΄ων η εκουσια αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση 14.5.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……../2019- ……../2021) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 3η.3.2022, μετά δε από αναβολή, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η εκουσίως αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα  κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από  7.2.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……../2022) εκουσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβασή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 3η.3.2022, μετά δε από αναβολή, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος  των υπό στοιχ Α εκκαλούντων-Β καθ΄ων η εκουσια αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος της υπό στοιχ Β εκουσίως αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας  αφου έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Ενώπιον του δικαστηρίου τούτου εκκρεμούν : 1) η από 14-5-2019 (αρ. εκθ. κατ. ………/2021) έφεση κατά της με αριθμό  1007/2019  οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, με την παρουσία των διαδίκων, και Β) η από 7-2-2022 (αρ. κατ. ……./2022) αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, που πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω  συνάφειάς (άρθρ. 80 επ., 246 και 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ).  Η ως άνω  έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση στις 15-5-2019, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.1 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, δεδομένου ότι αντίγραφο της εκκαλουμένης απόφασης επιδόθηκε στους ανακόπτοντες στις 19-4-2019 (βλ. τις με αριθμούς  ………..  εκθέσεις επίδοσης της δικ. επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, ………..), ενώ κατατέθηκε  και το νόμιμο παράβολο, συνολικού ποσού 100 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το με αριθμό   ………. e- παράβολο). Πρέπει, συνεπώς να γίνει τυπικά δεκτή και  να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ώστε να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), ερήμην  της εφεσίβλητης, με επιμέλεια της οποίας επισπεύδεται η συζήτηση, με την επίδοση ακριβούς αντιγράφου της έφεσης και κλήση προς τους εκκαλούντες για να παραστούν στη συζήτηση κατά την αρχικώς ορισθείσα  δικάσιμο στις 3-3-2022, οπότε  αυτή αναβλήθηκε για την δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή  (βλ. τις υπ’ αριθμ. ………….. εκθέσεις επιδόσεως της ίδιας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας), η οποία δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε νομίμως από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το πινάκιο.

ΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ προκύπτει ,ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του εφετείου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Από δε το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις, που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους, η οποία στην περίπτωση, που ασκείται για πρώτη φορά στο εφετείο, πρέπει, να γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 1 σε συνδυασμό με 591 παρ.1 ΚΠολΔ, σε όλους τους μέχρι της ασκήσεώς της διαδίκους, τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της τέτοιας πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με αυτήν μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντα ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της αποφάσεως, που θα εκδοθεί, είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος, ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως (ΑΠ 1329/2017 ΕπΕμπΔικ 2018/69.869, ΑΠ 611/2013 ΝοΒ 2013/61.2195). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78, συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών, που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντα προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται, κατά πλάσμα δικαίου, αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς, όμως, να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες, που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 1485/2006 ΕλλΔνη 2006.471), ενώ θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει τον υπερ ου η  παρέμβαση, σε περίπτωση που αυτός δεν παρασταθεί αν και έχει κλητευτεί νομίμως   (ΑΠ 368/2019  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΛαρ 305/ 2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου, όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 1564/2017- ΕπΕμπΔικ 2018.549). Τέλος, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την με αριθμό  1/2023 απόφαση της αποφάνθηκε, ότι κατά την παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των Ν. 4354/2015 και Ν. 3156/2003, οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π) έχουν την κατ` εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, προς άσκηση κάθε ένδικου βοηθήματος και κάθε άλλης δικαστικής ενέργειας προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, ανεξάρτητα από το ειδικότερο νομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο συντελείται η μεταβίβαση των υπό διαχείριση απαιτήσεων, δηλαδή ακόμη και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισής τους στις εν λόγω εταιρείες συντελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων.

ΙΙΙ. Εν προκειμένω με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατέθηκε στη γραμματεία του    Δικαστηρίου τούτου στις 10-2-2022 και επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στους διαδίκους της κύριας δίκης (υπέρ ης και καθ`ων η πρόσθετη παρέμβαση), κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 80, 81, 524 και 591 παρ. 1 περ. β` του ΚΠολΔ (βλ. τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την προσθέτως παρεμβαίνουσα ……../17-2-2022, Ζ ………. και Ζ ……/ 17-2-2022 εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, …….. και …………, αντίστοιχα), η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα άσκησε πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, επικαλούμενη ως νόμιμο συμφέρον της ότι είναι νόμιμη διαχειρίστρια της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…….», ειδικής διαδόχου της εφεσίβλητης τραπεζικής εταιρείας, με την επωνυμία «……………», υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη (άρθρο 325 ΚΠολΔ) και ενεργεί ως εκ της ιδιότητας της,  ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος. Όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, η επίδικη απαίτηση, για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, απορρέει από την με αριθμό …………/17-1-2007 σύμβαση στεγαστικού δανείου, ποσού 150.000 ευρώ, που συνήψε ο πρώτος ανακόπτων- εκκαλών με την τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «……….», η οποία στη συνέχεια συγχωνεύτηκε με απορρόφηση από την τραπεζική ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………», που κατόπιν απορροφήθηκε λόγω συγχώνευσης από την τραπεζική ανώνυμη “……….”, που ακολούθως μετονομάστηκε σε “…………..”. Μεταξύ της ως άνω Τράπεζας και της δεύτερης ανακόπτουσας -εκκαλούσας συνήφθη στις 1-2-2013 πρόσθετη πράξη παροχής εγγύησης, με την οποία η τελευταία παρείχε εγγύηση υπέρ του πρώτου ανακόπτοντος-εκκαλούντος, για την εκ μέρους του καλή εκπλήρωση των απορρεουσών από την ως άνω σύμβαση δανείου υποχρεώσεων του, παραιτούμενη παράλληλα από το ευεργέτημα της δίζησης. Ακολούθως, η ως άνω  Τράπεζα στις 26-3-2013 μεταβίβασε νομίμως προς την «………….», στοιχεία του παθητικού και ενεργητικού των εργασιών του υποκαταστήματος της στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων και η προαναφερόμενη σύμβαση στεγαστικού δανείου και οι πρόσθετες αυτής πράξεις. Στη συνέχεια, δυνάμει της από 12-9-2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων (περίληψη της οποίας καταχωρίστηκε αυθημερόν στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, στον τόμο …. με αυξ. αριθ. …..) μεταβιβάστηκε από την ως άνω δικαιούχο ημεδαπή τράπεζα στην αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………..», μεταξύ άλλων, και  η επίδικη απαίτηση, λόγω πώλησης με τιτλοποίηση αυτών των απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003. Περαιτέρω, με την από 12-9-2019 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, περίληψη της οποίας  καταχωρίστηκε στα ίδια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στις 16-9-2019 (τόμ. .., αριθ. …), ανατέθηκε η διαχείριση του άνω χαρτοφυλακείου από την ως άνω αγοράστρια αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού αρχικώς στην «………..» και ακολούθως στην αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα  με την αρχική της επωνυμία «………….» (βλ. την ομοίως νομίμως δημοσιευθείσα σε περίληψη μεταβολή προσώπου διαχειριστή, τ. …, αρ, …..) .Κατόπιν, στις 30-12-2020 εγκρίθηκε και καταχωρήθηκε νομίμως στο ΓΕΜΗ η διάσπαση της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………», ΓΕΜΗ …. και ΑΦΜ ….., δι’ αποσχίσεως του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας και εισφοράς του στη νεοσυσταθείσα τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «…………», ΓΕΜΗ …. και ΑΦΜ …… Συνεπεία τούτου, η τελευταία υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα της αρχικής δικαιούχου Τράπεζας ως καθολική διάδοχος αυτής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 16 Ν. 2515/1997, καθώς και 57 και 70 Ν. 4601/2019, η δε σχετική μεταβολή δημοσιεύθηκε νόμιμα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών (τόμος … και αρ……). Ακολούθως, στις 10-3-2021 η ως άνω αλλοδαπή εταιρία «……….», επανεκχώρησε νόμιμα μέρος των μεταβιβασθεισών σε αυτήν απαιτήσεων, μεταξύ των οποίων και η επίδικη (αποτιτλοποίηση) στην ως άνω …….. (καθολική διάδοχο της διασπώμενης Τράπεζας και αρχικής δικαιούχου), περίληψη δε της σχετικής σύμβασης δημοσιεύθηκε νόμιμα στα ως άνω βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (τ. ….. και αρ. …..). Η τελευταία στις 16-3-2021  μεταβίβασε με τη σειρά της αυτές εκ νέου στις 16-3-2021 στην αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία «……………..», ενώ περίληψη της σχετικής σύμβασης δημοσιεύθηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (τ. …. και αρ. …..), την ίδια δε ημέρα η νέα δικαιούχος της απαίτησης ανέθεσε την διαχείριση αυτής στην ως άνω αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, με έγγραφη σύμβαση, περίληψη της  οποίας ομοίως δημοσιεύθηκε νόμιμα στα ίδια ως άνω βιβλία (τ. … και αρ…..). Τέλος, με το από 11-6-2021 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ της δικαιούχου και της ως άνω διαχειρίστριας εταιρίας, που δημοσιεύθηκε νόμιμα στα ίδια ως άνω βιβλία (τ. …. και αρ. …..), συμφωνήθηκε η λύση της σύμβασης διαχείρισης, ενώ αυτές αυθημερόν συνήψαν νέα σύμβαση διαχείρισης, που καταχωρήθηκε ομοίως νόμιμα (τ. …. και αρ. …..). Επομένως, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, η οποία, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες σκέψεις, έχει σαφώς χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, είναι παραδεκτή και νόμιμη κατ` άρθρ. 80, 81 και 83 ΚΠοΔ, νομιμοποιούμενης της προσθέτως παρεμβαίνουσας προς άσκηση αυτής, κατ’ εφαρμογή των άνω διατάξεων και του άρθρ. 3 παρ. 2, 4 του Ν. 4354/2015, με αποτέλεσμα μεταξύ της κυρίας διαδίκου – εφεσίβλητης και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας να δημιουργηθεί σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας, η δε εφεσίβλητη – υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, η οποία δεν παραστάθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, παρόλο που κλήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα προς τούτο (βλ τις ως άνω εκθέσεις επίδοσης), θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από την τελευταία, αναγκαία ομόδικό της. Σημειώνεται, τέλος, ότι σε αντίθεση με όσα διατείνονται οι εκκαλούντες, καθ’ών η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, η ως άνω μεταβίβαση  της ένδικης απαίτησης δεν πάσχει ακυρότητας, λόγω μη τήρησης των όρων της διάταξης του άρθρου 3 παρ.2 του ν. 4354/2015, και δη μη αποστολής από το πιστωτικό ίδρυμα (εφεσίβλητη) εξώδικης πρόκλησης προς τους ανακόπτοντες-εκκαλούντες, εντός προθεσμίας 12 μηνών πριν από την προσφορά προς πώληση και μεταβίβαση της απαίτησης, προκειμένου αυτοί να διακανονίσουν τις οφειλές τους, καθόσον εν προκειμένω συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της νομοθετημένης στην ίδια ως άνω διάταξη εξαίρεσης απο την εν λόγω ρύθμιση, που αφορά σε απαιτήσεις επίδικες ή επιδικασθείσες, και τούτο, διότι κατά το χρόνο μεταβίβασης της επίδικης απαίτησης είχε ήδη εκδοθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και είχε ασκηθεί η ανακοπή κατά αυτής,  (ενώ, σε κάθε περίπτωση, η μη τήρηση των όρων του οποίου σε συνδυασμό και με τις διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας (ν. 4224/2013) δεν επιφέρει (βλ. και ΜΕφΑθ 291/ 2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

IV. Με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2018 ανακοπή οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες ζητούσαν για τους ειδικότερα αναφερόμενους λόγους, την ακύρωση της με αριθμό ……../2018 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν εις ολόκληρον στην καθής και ήδη εφεσίβλητη, το ποσό των 126.216,06 ευρώ,   πλέον τόκων και εξόδων. Επ’αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη οριστική απόφασή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που την απέρριψε και επικύρωσε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Ήδη οι ανακόπτοντες με την κρινόμενη έφεση τους παραπονούνται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε η ανακοπή  τους να γίνει δεκτή.

V. Κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. του ίδιου κώδικα και έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο της κατά νόμο ορθότητας της έκδοσης της διαταγής πληρωμής, ασκείται όπως και η αγωγή και πρέπει στο δικόγραφό της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο όλοι οι λόγοι κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής (ΑΠ 245/2016, ΑΠ 1652/2014), ώστε να μπορεί ο μεν καθού η ανακοπή να αμυνθεί κατ` αυτής, το δε δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, διαφορετικά απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτοι, λόγω αοριστίας (ΑΠ 999/2019). Μόνο το περιεχόμενο της ανακοπής και εκείνο των τυχόν ασκηθέντων πρόσθετων λόγων της οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής και δεν επιτρέπεται συμπλήρωση ή μεταβολή της ιστορικής βάσης των λόγων της ανακοπής με τις προτάσεις ή την έφεση (ΑΠ 1/2017, ΑΠ 991/2007, ΑΠ 339/2006), βάσει δε της ισχύουσας και στη δίκη της ανακοπής αρχής της συζητήσεως, το δικαστήριο δεν δικαιούται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως πλημμέλειες της διαταγής πληρωμής που δεν προτάθηκαν παραδεκτά με κύριο ή πρόσθετο λόγο ανακοπής (ΑΠ 370/2012). Με την ανακοπή από το ανωτέρω άρθρο ο ανακόπτων οφειλέτης μπορεί να επικαλεσθεί ως λόγους ακύρωσης της εις βάρος του διαταγής πληρωμής, είτε την έλλειψη των διαδικαστικών (τυπικών) προϋποθέσεων που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ, για την έκδοση διαταγής πληρωμής, είτε ενστάσεις κατά της απαίτησης, ήτοι τη βασιμότητα ή το ύψος αυτής (ΑΠ 1443/2017, ΑΠ 259/2002). Ωστόσο, το ενδεχόμενο προβολής ενστάσεων κατά της απαιτήσεως, είτε καταχρηστικών (εφόσον τα σχετικά δικαιοκωλυτικά ή δικαιοφθόρα γεγονότα δεν προκύπτουν από τα υποβαλλόμενα στο δικαστήριο στοιχεία) είτε γνησίων, δεν αφορά την απαιτούμενη κατά την παράγραφο 1 του άνω άρθρου 624 βεβαιότητα της αξιώσεως και συνεπώς δεν αναιρεί τη δυνατότητα εκδόσεως διαταγής πληρωμής, αφού την έκδοση αυτής δεν εμποδίζει οποιαδήποτε ένσταση που μπορεί να επικαλεσθεί ο οφειλέτης (ΑΠ 911/2005). Αν στην ανακοπή σωρεύονται περισσότεροι από ένας λόγοι, καθένας απ` αυτούς με διαφορετική πραγματική και νομική βάση συνιστά ιδιαίτερη ανακοπή, οπότε υπάρχει αντικειμενική σώρευση ανακοπών κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 218 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 1943/2017). Ειδικότερα, σε περίπτωση διαταγής πληρωμής για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, η οποία εκδόθηκε με βάση έγκυρη ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα θα αποδεικνύεται από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, ο πιστούχος έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει τα ειδικότερα κονδύλια που περιέχονται στα αποσπάσματα αυτά με την ανακοπή κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ, στην περίπτωση δε αυτή φέρει και το βάρος των σχετικών αντίθετων ισχυρισμών του, οι οποίοι, όπως αναφέρθηκε, πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι (ΑΠ 1071/2017, ΑΠ 370/2012, ΑΠ 916/2002). Για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής, που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα ένστασης, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατ` ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 2210/2013), δεδομένου ότι, κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άρθρου 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνον κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 333/2019, ΑΠ 1349/2013). Δηλαδή, αν η ευδοκίμηση του σχετικού λόγου της ανακοπής (ενστάσεως) επάγεται μερική μόνο κατάλυση της οφειλής, ανάλογο θα είναι και το αποτέλεσμα ως προς την ανακοπείσα διαταγή πληρωμής, ήτοι μερική θα είναι και η ακύρωση της τελευταίας.(ΑΠ 368/ 2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α’ του ν. 2251/1994, ως καταναλωτής νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι επίσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητος του. Ειδικότερα, καταναλωτής, σύμφωνα με την προαναφερομένη διάταξη του ν. 2251/1994, που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων (ΑΠ 1738/2009, ΑΠ 16/2009, ΑΠ 989/2004). Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης, και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος, που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους. Η ανωτέρω έννοια του καταναλωτή, κατά το ν. 2251/1994, αποσκοπεί στη διεύρυνση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής των προστατευτικών κανόνων αυτού, διότι οι ορισμοί του προϊσχύσαντος ν. 1961/1991, που περιόριζαν την έννοια του καταναλωτή σ’ αυτόν που αποκτά προϊόντα ή υπηρεσίες για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών του αναγκών, απέκλειαν ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της ελληνικής εννόμου τάξεως, δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις που να αφορούν αμέσως τις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των ΓΟΣ τραπεζών. Δεδομένης όμως της διαρκούς επεκτάσεως των μαζικών συναλλαγών με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α’ του ν. 2251/1994 δεν συνάγεται πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις συναλλαγές αυτές. Εξάλλου, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων, απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης προς περαιτέρω μεταβίβαση τους. Έτσι υπάγονται στην προστασία του ν. 2251/1994 όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες, που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλλά και αυτές που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών.  (ΟλΑΠ 13/2015 ΧρΙΔ 2015.675, ΑΠ 1463/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω ,κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του ως άνω νόμου  οι όροι που έχουν διαμορφωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών) απαγορεύονται και είναι άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, ο δε καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της συμβάσεως ή άλλης συμβάσεως από την οποία αυτή εξαρτάται. Εξάλλου, εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των Γ.Ο.Σ., συνεπεία διαταράξεως της συμβατικής ισορροπίας, στην παρ.7 του ιδίου ως άνω άρθρου 2 παρατίθεται ενδεικτικός κατάλογος ειδικών καταχρηστικών Γ.Ο.Σ., θεωρουμένων κατ’ αμάχητο τεκμήριο καταχρηστικών.  Ο ν. 2251/1994 αποτελεί ενσω­μάτωση στο Εθνικό Δίκαιο της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5.4.1993 «σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με τους καταναλωτές». Για να κριθεί αν ένας ΓΟΣ διαταράσσει τη συμβατική ισορροπία και συνεπώς είναι άκυρος ως καταχρηστικός γίνεται αξιολογική στάθμιση των εκατέρωθεν συμφερόντων και εκτιμώνται οι ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης. Λαμβάνονται υπόψη, εκτός από την ανάγκη προστασίας του κατά τεκμήριο ασθενέστερου καταναλωτή, η φύση των αγα­θών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της, όπως ο εξειδικευμένος ή μη χαρακτήρας της συναλλαγής, η εξοικείωση του πελάτη με τις σχετικές συναλλαγές, το μορφωτικό και πνευματικό του επίπεδο, οι κίνδυνοι που αναλαμβάνονται και η δυνατότητα αντιμετώπισής τους, καθώς επίσης και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται (ΑΠ 1495/2006). Έτσι κατά τον έλεγχο του κύρους του περιεχομένου ενός ΓΟΣ, εξετάζεται σε πρώτη φάση αν αυτός είναι αντίθετος με κάποια απαγορευτική ρήτρα που περιλαμβάνεται στην ενδεικτική απαρίθμηση συγκε­κριμένων ΓΟΣ που θεωρούνται «per se» καταχρηστικοί και άρα άκυροι, δηλαδή χωρίς να απαιτείται ως προς αυτούς η ύπαρξη των προαναφερόμενων προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας και σε περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος, ελέγχεται κατά πόσον ο συγκεκριμένος ΓΟΣ περιέχει απόκλιση από ουσιώδεις αξιολογήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα του ενδοτικού δικαίου δηλαδή η καταχρηστικότητα θα κριθεί με βάση τα κριτήρια των εδαφίων α` και β` της § 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 (ΑΠ 1219/2001, ΑΠ 296/2001). Περαιτέρω, η ακυρότητα ενός γ.ο.σ. δεν επιδρά στο κύρος όλης της σύμβασης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός, σύμφωνα με τον νόμο, όρος, εκτός αν συνάγεται ότι η σύμβαση δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος (181 ΑΚ), δηλαδή ότι τα μέρη δε θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά απέβλεπαν σε αυτή, ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο. Στο σημείο αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, δεν αναγνωρίζεται στον προμηθευτή η δυνατότητα να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, για το λόγο ότι ένας ή περισσότεροι γενικοί όροι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί. Εξ αντιδιαστολής, έτσι, συνάγεται ότι ο καταναλωτής δεν εμποδίζεται να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, εφόσον βέβαια συντρέχουν οι όροι της ΑΚ 181. Ειδικότερα, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 181 ΑΚ, ολική είναι η ακυρότητα όταν καταλαμβάνει ολόκληρη τη δικαιοπραξία, ενώ μερική είναι η ακυρότητα, εάν αφορά μέρος μόνο αυτής. Μερική ακυρότητα υπάρχει όταν, κατά την έννοια του νόμου, η ενέργεια ακυρότητας (και όχι η αιτία – λόγος ακυρότητας), πλήττει μέρος μόνο της δικαιοπραξίας. Η μερική ακυρότητα δικαιοπραξίας μπορεί να αναφέρεται σε οποιονδήποτε λόγο ακυρότητας, ο δε γενικός ερμηνευτικός κανόνας του άρθρου 181 ΑΚ έχει εφαρμογή όταν η δικαιοπραξία μπορεί να διαιρεθεί σε δύο ή περισσότερα διακριτα μεταξύ τους μέρη ή όταν πρόκειται για ενιαία, εξωτερικά, δικαιοπραξία, αποτελούμενη από περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες, που συνάπτουν οι συμβαλλόμενοι και συναποτελούν, λόγω του περιεχομένου και του σκοπού τους, ενιαία οικονομική ενότητα και, κατά τη θέληση όλων των συμβαλλομένων μερών, οι περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες, τελούν σε συνεξάρτηση και έχουν συνομολογηθεί ως ουσιώδεις, με την έννοια ότι η σύναψη της μιας έχει εξαρτηθεί από τη σύναψη της άλλης, ώστε και η ακυρότητα μίας από αυτές, να καθιστά μη ηθελημένη την ενιαία δικαιοπραξία. Για να επεκταθεί η ακυρότητα, του μέρους, σε ολόκληρη τη δικαιοπραξία, πρέπει ένας από τους συμβαλλόμενους να ισχυριστεί και να αποδείξει, ότι η υποθετική θέληση όλων των μερών, κατά τον χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξΐας θα ήταν να μην ισχύσει η (όλη), δικαιοπραξία, αν αυτά γνώριζαν την ακυρότητα του μέρους, δηλαδή του συγκεκριμένου όρου ή της αυτοτελούς συμφωνίας κλπ. Η δε αναζήτηση και εξακρίβωση, της σχετικής υποθετικής βούλησης γίνεται με χρήση υποκειμενικών κριτηρίων (αξιολογήσεις των συμβαλλομένων, κατά τη σύναψη της δικαιοπραξΐας, οικονομικά συμφέροντα αυτών κλπ.), αλλά και με χρήση αντικειμενικών κριτηρίων (φύση της δικαιοπραξίας, σκοπός αυτής κλπ.), βάσει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 772/2014, ΕφΛαρ 17/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος,  το δίκαιο των ΓΟΣ διέπεται από την αρχή της διαφάνειας, η οποία διατυπώ­νεται ρητά και στο άρθρο 5 της Οδηγίας, σύμφωνα με την οποία οι ΓΟΣ πρέπει να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης όπως η διάρκεια της και τα μεγέθη που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και αντι­παροχής. Η σχέση αυτή παροχής και αντιπαροχής, ενώ καταρχήν δε λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιου ΓΟΣ, εντούτοις, σύμ­φωνα με το άρθρο 4 § 2 της Οδηγίας, ελέγχεται εάν ο σχετικός όρος δεν είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, εάν δηλαδή έχει παραβιασθεί η αρχή της διαφάνειας (ΑΠ 561/2014,430/2005). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 128/1975 «επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν  Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, (περιλαμβανόμενης και της καθής η ανακοπή) υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχόμενη εις ποσοστό ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγούμενων υπ’ αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των πιστώσεων προς Τράπεζας, ως και προς το Δημόσιον, πλην των εντόκων γραμματίων. Η εισφορά αυτή οφείλεται πέραν των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών». Από τη διάταξη αυτή, δεν προβλέπεται μεν ρητά ως συμβατικά δυνατή, αλλά και δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με το νόμο αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του παραπάνω νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου, έναντι του Δημοσίου, προσώπου στα πλαίσια της έννομης σχέσης που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά την (κάθετη) σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι την (οριζόντια) σχέση μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους αυτούς επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης της θέσπισης ανώτατου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή, και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου δανείων της Τράπεζας, με έμμεσο αποτέλεσμα τη μετακύλιση αυτής (εισφοράς) στον δανειοδοτούμενο, είναι νόμιμος, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου, κατ’ άρθρο 174 ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων (ΕφΑθ 1224/2017, ΕφΠειρ 328/2016, 37/2016, 401/2015, 627/2014, ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, με την ευρωπαϊκή Οδηγία 98/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16-2-1998 “σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν την καταναλωτική πίστη”, το έτος θεωρείται ότι έχει 365 ημέρες. Ο κανόνας αυτός ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία με υπουργικές αποφάσεις και ειδικότερα την ΚΥΑ υπ` αρ. Ζ1-178/13.2.2001 των υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Δικαιοσύνης και της υφυπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ 255 Β/9.3.2001) και την ΥΑ υπ` αρ. Ζ1-798/25.6.2008 του υπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ 1353 Β/11.7.2008), από τις οποίες η πρώτη δεν αφορά επαγγελματικά αλλά καταναλωτικά δάνεια και ειδικότερα τις συναλλαγές με πιστωτικές κάρτες, ενώ η δεύτερη, στην παρ. 1 περ. στ` της οποίας ορίζεται ότι απαγορεύεται η αναγραφή σε δανειακές συμβάσεις όρου που προβλέπει υπολογισμό των τόκων με βάση έτος 360 ημερών αντί του ημερολογιακού έτους, αφορά συμβάσεις στεγαστικών δανείων (ΑΠ 1331/2012). Στη συνέχεια, εκδόθηκε η Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου της 23-4-2008 “για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου”, με βάση την οποία εκδόθηκε η ΚΥΑ ΖΙ-699/23-6-2010 των Υπουργών Οικονομικών – Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας – Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΦΕΚ Β/23-6-2017), σκοπός της οποίας είναι, όπως κατά λέξη αναφέρεται στο πρώτο άρθρο της, “η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των διατάξεων της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008 για την προστασία των καταναλωτών στις συμβάσεις πίστωσης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου”. Όσον αφορά στο πεδίο εφαρμογής της, στο άρθρο 2 της ανωτέρω ΚΥΑ ορίζεται, ότι οι διατάξεις αυτής εφαρμόζονται στις συμβάσεις πίστωσης, πλην όμως ρητά εξαιρούνται πολλές συμβάσεις, μεταξύ των οποίων και “οι συμβάσεις πίστωσης που αφορούν συνολικό ποσό πίστωσης μικρότερο των 200 ευρώ ή μεγαλύτερο των 75.000 ευρώ”, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 3, στο οποίο αναφέρονται οι ορισμοί, που ισχύουν για την εφαρμογή της εν λόγω ΚΥΑ, ως “καταναλωτής” θεωρείται “κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο, με τις δικαιοπραξίες που καλύπτει η παρούσα απόφαση, επιδιώκει σκοπούς που δεν σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητά του”. Εξάλλου, με το άρθρο 24 αυτής, καταργήθηκε από την έναρξης ισχύος της η κοινή υπουργική απόφαση Φ1983/1991 (ΦΕΚ 172 Β`), όπως τροποποιήθηκε από τις κοινές υπουργικές αποφάσεις Φ15353/1994 (ΦΕΚ 947 Β`) και Ζ1178/2001 (ΦΕΚ 255 Β`). Από τις παραπάνω διατάξεις σαφώς προκύπτει ότι και η ανωτέρω ΚΥΑ αφορά μόνον καταναλωτικά δάνεια, με την προϋπόθεση μάλιστα οι σχετικές δικαιοπραξίες να καλύπτονται από το πεδίο εφαρμογής αυτής, και όχι επαγγελματικά, όπως είναι σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό (ΑΠ 368/2019). Περαιτέρω, όμως ο ανωτέρω Γ.Ο.Σ. που προβλέπει, ότι οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών, προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας του άρθρου 2 παρ. 1 και 2 Ν. 2251/1994, που επιτάσσει οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτοντας τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτής να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως, όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε έτος 360 ημερών, ο καταναλωτής, ο οποίος έχει τη δικαιολογημένη προσδοκία ότι το έτος, στο οποίο αναφέρεται η περίοδος εκτοκισμού, θα είναι το ημερολογιακό έτος 365 ημερών, δεν πληροφορείται το (πραγματικό) ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ. 3 ΑΚ. Η δανείστρια τράπεζα διασπά με τον εν λόγω όρο, εντελώς τεχνητά και κατ` απόκλιση των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, το χρονικό διάστημα (το έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργώντας έτσι μία πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή-δανειολήπτη, ο οποίος πλέον – όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών – για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με, κατά 1,3889% περισσότερο, τόκους, καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό του τόκου προς 360 ημέρες, χωρίς αυτή, η επιπλέον επιβάρυνση να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για τον καταναλωτή λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της Τράπεζας, ιδίως στη σύγχρονη εποχή, όπου τα ηλεκτρονικά μέσα προσφέρουν, χωρίς καμία πρόσθετη δυσχέρεια, τον επακριβή υπολογισμό των τόκων με έτος 365 ημερών. Άλλωστε το έτος των 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα, κατ` επιταγή της προαναφερόμενης κοινοτικής οδηγίας 2008/48/Ε.Κ., που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΥΑ ΖΙ-699/23-6-2010 των Υπουργών Οικονομικών – Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας – Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΦΕΚ Β/23-6-2017) στην καταναλωτική πίστη, με τη στενή έννοια, ρύθμιση που δείχνει τη σημασία που απονέμει και ο κοινοτικός νομοθέτης για τον, κατ` αυτόν τον τρόπο, ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου (ΑΠ 1395/2021, ΑΠ 1138/2020, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 430/2005). Τα ανωτέρω ουδόλως αναιρούνται από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 ν. 2842/2000 (περί αντικατάστασης της δραχμής με το ευρώ), σύμφωνα με την οποία οποιαδήποτε αναφορά στο διατραπεζικό επιτόκιο δανεισμού Αθηνών (Athibor) αντικαθίσταται αυτοδικαίως από αναφορά στο επιτόκιο Euribor, στο οποίο λαμβάνονται υπόψη ως βάση υπολογισμού των τόκων, οι πραγματικές ημέρες και το έτος 360 ημερών προσαρμοζόμενο κατά το λόγο 365 προς 360, αλλά ούτε και από την υπ` αριθμό 30/14-2-2000 (ΦΕΚ Α` 43/2000) πράξη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής σχετικά με τις υποχρεωτικές καταθέσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδας, αφού οι ανωτέρω διατάξεις δεν αφορούν τις σχέσεις μεταξύ τραπεζών και δανειοληπτών, οι οποίοι έχουν την ιδιότητα του καταναλωτή κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 4 του ν. 2251/1994, και, συνεπώς, είναι άσχετες με την ανάγκη προστασίας των καταναλωτών ως ασθενέστερων διαπραγματευτικά μερών στο πλαίσιο των συναλλαγών τους με τις τράπεζες, δεδομένου ότι η πρώτη από τις ως άνω διατάξεις αναφέρεται στο επιτόκιο Euribor, το οποίο αποτελεί το μέσο όρο των επιτοκίων του διατραπεζικού δανεισμού στον χώρο της Ευρωζώνης, ο οποίος διαπιστώνεται ημερησίως από την ΕΚΤ επί τη βάση των ανακοινώσεων επιλεγμένων τραπεζών, ενώ η δεύτερη αναφέρεται στις υποχρεωτικές καταθέσεις των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδας, καταργώντας τη μέχρι τότε διάκριση μεταξύ εντόκου και ατόκου τμήματος των εν λόγω καταθέσεων, και όρισε ότι το επιτόκιο θα καθορίζεται με πράξη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής, οι δε τόκοι θα λογίζονται με βάση το έτος των 360 ημερών και θα καταβάλλονται από την Τράπεζα της Ελλάδος στις καταθέτριες τράπεζες τη δεύτερη εργάσιμη ημέρα μετά το τέλος εκάστης περιόδου τήρησης (ΑΠ 368/2019). Σημειωτέον, πάντως, ότι η ευδοκίμηση, εν όλω η εν μέρει, του σχετικού λόγου της ανακοπής επιφέρει, όπως ήδη εκτέθηκε, μόνο τη μερική ακύρωση αυτής και συγκεκριμένα μόνο κατά το μέρος που η ακυρότητα του ΓΟΣ μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής του ανακόπτοντος (ΑΠ 1346/ 2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

VI. Εν προκειμένω, με τον πρώτο και δεύτερο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες παραπονούνται για εσφαλμένη απόρριψη του λόγου της ανακοπής τους,  με τον οποίο προέβαλαν την αιτίαση ότι η καθής παρανόμως μετακύλισε στους ίδιους και ανατόκισε την εισφορά του ν. 128/1975,  και παρανόμως  υπολόγισε τους τόκους με βάση έτος 360 ημερών και όχι 365. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθόσον με αυτόν δεν προσβάλλεται ειδικώς συγκεκριμένο κονδύλιο του λογαριασμού, αλλά προβάλλεται μόνο μία γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του τηρηθέντος προς εξυπηρέτηση της σύμβασης λογαριασμού και του ύψους της οφειλής των ανακοπτόντων, χωρίς ωστόσο να προβάλλεται σαφώς περαιτέρω, ότι η ακυρότητα αυτή είναι τόσο ουσιώδης, ώστε να επιφέρει ταυτόχρονα ακυρότητα της όλης σύμβασης (άρθρο 181 ΑΚ). Εξάλλου, αυτός ούτε και ως αμφισβήτηση του βέβαιου και εκκαθαρισμένου της απαίτησης της καθ’ής η ανακοπή μπορεί να εκτιμηθεί, δοθέντος ότι η διαταγή πληρωμής δεν καθίσταται άκυρη στο σύνολό της, ως ενσωματώνουσα απαίτηση μη εκκαθαρισμένη, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες, αλλά μόνο κατά το υπερβάλλον ποσό της επιδικαζόμενης απαίτησης, το οποίο, όπως προεκτέθηκε, πρέπει ο αμφισβητών το ύψος της επίδικης απαίτησης να προσδιορίζει επ’ ακριβώς και με τρόπο ορισμένο. Αλλωστε, “βέβαιη” είναι η απαίτηση όταν δεν εξαρτάται από αίρεση ή προθεσμία, ενώ “εκκαθαρισμένη” είναι όταν είναι ορισμένη κατά το ποσόν και το ποιόν της και δυνάμενη να καθοριστεί έστω με μαθηματικό υπολογισμό ή σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν στον ίδιο τον τίτλο, ώστε μόνη η αμφισβήτηση μέρους της απαίτησης να μην την καθιστά ελαττωματική ως προς τα χαρακτηριστικά της αυτά. Σε κάθε δε, περίπτωση, σημειώνεται ότι η ρυθμιστική ισχύς του νόμου 128/1975 εξαντλείται στον καθορισμό  του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου στα πλαίσια της εννόμου σχέσεως, που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη, και αφορά επομένως αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια σχέση μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών, με συνέπεια η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους να επιτρέπεται, με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης της θεσπίσεως ανώτατου ορίου επιτοκίου. Εξάλλου, υπό το καθεστώς ελεύθερης διαμορφώσεως των επιτοκίων η ανωτέρω νομίμως επιβληθείσα, δυνάμει συμβατικού όρου, εισφορά σε βάρος του οφειλέτη αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου και νόμιμα ανατοκίζεται (βλ. άρθρο Σ. Ψυχομάνη «Τα τραπεζικά επιτόκια» σε ΝοΒ 1995, σελ. 16-17, (ΑΠ 669/2020, ΤρΕφΔυτΜακ 35/ 2018, ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΚρ 3/ 2021 ,ΜΕφΘεσ 1224/2017, ΜΕφΘεσ 1086/2017, ΕπισκΕμπΔ 2017/547, ΜΕφΘεσ 473/2017, όλες δημ. στη  ΝΟΜΟΣ). Τέλος, με τη ρητή αναφορά στη σύμβαση του συγκεκριμένου όρου  (5), κατά τα επικαλούμενα  από τους ανακόπτονες έχουν εκπληρωθεί και οι επιβαλλόμενες για την εγκυρότητα αυτού υποχρεώσεις της καθής Τράπεζας περί διαφάνειας και ενημέρωσης των οφειλετών (ανακοπτόντων). (ΑΠ 368/ 2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Κατά συνέπεια, και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε το ίδιο και απέρριψε ως αόριστο  τον σχετικό λόγο της ανακοπής , δεν έσφαλε και οι ερευνώμενοι λόγοι της έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

VIII. Με τον τρίτο και τελευταίο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες παραπονούνται για εσφαλμένη απόρριψη του λόγου της ανακοπής τους, με τον οποίο διατείνονται ότι η μεταβίβαση της επίδικης απαίτησης στην αιτούσα την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, δεν προέκυπτε με βεβαιότητα από τα προσκομισθέντα προς τούτο έγγραφα. Ωστόσο,  σε αντίθεση με τα όσα  οι τελευταίοι αβασίμως ισχυρίζονται, η ενεργητική νομιμοποίηση της αιτούσας ……….., καθής ανακοπή, προκύπτει σαφώς από την προσκομισθείσα κατά την έκδοση της διαταγής πληρωμής (και μνημονευόμενη στην  σχετική αίτηση αλλά και τον ίδιο τον εκτελεστό τίτλο) από 26-3-2013 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης των περιουσιακών στοιχείων της «………………»  προς αυτήν (η οποία  εγκυροποιήθηκε  δια του  υπ’  αριθ.  97/26-3-2013 διατάγματος της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, που δημοσιεύθηκε στο υπ’ αριθ. 4640/26-3-2013  φύλλο της  Επίσημης Εφημερίδας της Κυπριακής Δημοκρατίας, και της υπ’ αριθ. 66/3/26-3- 2013 απόφασης της ΕΠΑΘ και του με αριθμό πρωτοκόλλου …../26-3-2013 εγγράφου της Τράπεζας της Ελλάδος, που ομοίως προσκομίστηκαν τόσο κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, όσο και κατά την συζήτηση της ένδικης υπόθεσης), σύμφωνα με την οποία, μεταξύ των στοιχείων του ενεργητικού, που μεταβιβάστηκαν στην αιτούσα, είναι και τα ελληνικά δάνεια, όπως αυτά κατονομάζονται στο παράρτημα 1 της σύμβασης, ήτοι όλες οι δανειακές απαιτήσεις…. όπως καταγράφονται στο βιβλίο της πωλήτριας ή οποιασδήποτε από τις θυγατρικές την 15 Μαρτίου 2013, καθώς και όλα τα ναυτιλιακά και άλλα δάνεια της πωλήτριας ή οποιασδήποτε από τις θυγατρικές τα οποία προέρχονται από και τυγχάνουν   διαχείρισης   στην   Ελλάδα και επί   του παρόντος αποτυπώνονται στο Κυπριακό Χαρτοφυλάκιο δανείων, όλα αυτά, όπως προσδιορίζονται στα αρχεία με την επωνυμία «……….»  και «Θυγατρικές ………….», που υπογράφτηκε από τα μέρη για τον σκοπό ταυτοποίησης». Κατά συνέπεια, καθόσον στην  αιτούσα μεταβιβάστηκαν όλες ανεξαιρέτως οι δανειακές απαιτήσεις της Τράπεζας «………………», αυτή κατέστη δικαιούχος και της επίδικης απαίτησης της τελευταίας κατά των ανακοπτόντων.  Μετα ταύτα, το πρωτόδικο δικαστήριο ορθώς απέρριψε τον λόγο αυτό ως αβάσιμο, αν και με μερικώς διάφορη αιτιολογία που αντικαθίσταται και συμπληρώνεται με την αιτιολογία της παρούσας, και ο ερευνώμενος λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

IX. Μετά ταύτα, επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος της έφεσης προς εξέταση, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Ως προς την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση δεν θα περιληφθεί διάταξη στο διατακτικό, καθώς αυτή δεν περιέχει ίδιο αίτημα, που θα πρέπει να δεχθεί ή να απορρίψει (έστω σιωπηρά) το Δικαστήριο, αλλά απλώς διευρύνει τα υποκειμενικά όρια της εκκρεμούς διαδικασίας, αποτέλεσμα το οποίο επέρχεται αμέσως με την άσκησή της. Τέλος, πρέπει, να ορισθεί παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση, που η εφεσίβλητη ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής, (άρθρα 501, 502 και 505 του ΚΠολΔ), καθώς και να καταδικασθούν  οι  εκκαλούντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας λόγω της ήττας τους (αρθ. 176 ΚΠολΔ), ενώ, ως προς  το  παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ, που αυτοί προκατέβαλαν  κατά την κατάθεση της εφέσεως, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του  στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την από 14-5-2019 (αρ. εκθ. κατ. …………./2021) έφεση κατά της με αριθμό  1007/2019  οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  και την από 7-2-2022 (αρ. κατ. ………../ 2022) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, ερήμην της εφεσίβλητης και υπερ’ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση αντιπροσωπευομένης από την παρισταμένη προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσα  και αντιμολία των λοιπών διαδίκων.

Ορίζει το παράβολο για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας από την εφεσίβλητη  στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει ουσιαστικά την έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο  του με αριθμό ………./2019 παραβόλου.

Καταδικάζει τους εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας  και ορίζει αυτά στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ .

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  9 Μαΐου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ