Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 270/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  270/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας: …………….. η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Αρτέμιδα Γιανναρά, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ,

Της εφεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “…………..», με έδρα τη ……. Αττικής (…….), με ΑΦΜ …….., που εκπροσωπείται νόμιμα ως διαχειρίστρια απαιτήσεων και ως εντολοδόχου και ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου της εταιρείας με την επωνυμία “……….” που εδρεύει στο ……. Ιρλανδίας (……………), νομίμως εκπροσωπούμενης και η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Ιωάννα Πατριαρχέα.

Η νυν εκκαλούσα άσκησε κατά της νυν εφεσίβλητης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την από 6.5.2021 (με Γ.Α.Κ. …./2021 και Ε.Α.Κ. …../2021) ανακοπή κατά της από 14.4.2021 επιταγής προς πληρωμή, συνημμένης στο αντίγραφο του α’ απογράφου εκτελεστού της υπ’ αριθ. …../2011 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και επί της οποίας (ανακοπής) εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η 234/2022 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου (ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών), που απέρριψε την ανακοπή.

Η ανακόπτουσα προσέβαλε την ανωτέρω οριστική απόφαση με την από 8-3-2022 έφεσή της, την οποία κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, στις 8.3.2022 με Γ.Α.Κ. …./2022 και Ε.Α.Κ. …../2022. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως κατατέθηκε αυθημερόν στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2022 και Ε.Α.Κ. …../2022, οπότε δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η έφεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, η μεν πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της με τις προτάσεις που προκατάθεσε, η δε πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης, αφού έλαβε τον λόγο, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις της.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 8.3.2022 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2022 και Ε.Α.Κ. …./2022 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2022 και Ε.Α.Κ. …./2022) έφεση της ………. κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………………» προς εξαφάνιση της 234/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών) έχει ασκηθεί νομότυπα κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, καθώς από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία δημοσιεύθηκε στις 21.1.2022, επιδόθηκε από τον ένα διάδικο στον άλλο, ενώ από τη δημοσίευσή της μέχρι την άσκηση της ένδικης εφέσεως στις 8.3.2022, δεν παρήλθε διετία. Επομένως, η ως άνω έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου για να συζητηθεί με την ίδια ως πρωτοδίκως ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. σε συνδυασμό με το άρθρο 937 παρ.3 και το άρθρο 591 παρ.7 του ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατ’ άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ. Εξάλλου, το παραδεκτό του υπό κρίση ένδικου μέσου έχει κατατεθεί κατ’ άρθρο 495 παρ.3 Α στοιχ.β’ του ΚΠολΔ το με κωδικό …………. e-παράβολο του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης ποσού 100 ευρώ, εξοφλημένο (βλ. συνημμένα στο εφετήριο φωτοαντίγραφο του παραπάνω e-παράβολου και την από 4.3.2022 απόδειξη συναλλαγής Εθνικής Τράπεζας-Κέντρα Αυτόματων πληρωμών Κατάστημα Άνοιξης).

Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 6.5.2021 (με Γ.Α.Κ. …./2021 και Ε.Α.Κ. …../2021) ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ κατά της εφεσίβλητης και της από 14.4.2021 επιταγής προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο εκ του πρώτου απογράφου εκτελεστού της υπ’ αριθ. …../2011 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Στην ανακοπή της ειδικότερα υποστήριζε ότι στις 19.4.2021 της επιδόθηκε, κατόπιν παραγγελίας της καθ’ ης, η ως άνω επιταγή προς εκτέλεση κάτω από αντίγραφο εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού της ως άνω διαταγής πληρωμής, δυνάμει  της οποίας η ανακόπτουσα επιτασσόταν να καταβάλει στην καθ’ης που τυγχάνει διαχειρίστρια απαιτήσεων, εντολοδόχος και ειδική πληρεξούσια της εδρεύουσας στο ….. Ιρλανδίας εταιρείας με την επωνυμία “……………….”, το ποσό των 100.000 ευρώ για απαιτήσεις που είχαν εκχωρηθεί στην τελευταία με τιτλοποίηση με βάση τον ν. 3156/2003 από την «………….», που ήταν οιονεί καθολική διάδοχος της «……….» από καταγγελθείσα πίστωση με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό που είχε χορηγήσει η τελευταία τράπεζα στην εταιρεία «…………» και την εξόφληση της οποίας είχε εγγυηθεί ο …………., η δε ανακόπτουσα ήταν τρίτη κυρία οριζόντιων ιδιοκτησιών που είχε αποκτήσει σε ποσοστό 70,15% εξ αδιαιρέτου από τον …………… και που αντιστοιχούσαν σε ποσοστά κυριότητας επί οικοπέδου στην οδό …… στο ……… Αττικής του εν λόγω εγγυητή, που της είχαν μεταβιβασθεί ως εργολάβο στα πλαίσια σύμβασης ανέγερσης πολυκατοικίας με το σύστημα της αντιπαροχής στο ανωτέρω οικόπεδο και επί των οποίων η δανείστρια «……………..» είχε εγγράψει α’ σειράς υποθήκη σε βάρος του παραπάνω εγγυητή. Ζητούσε, λοιπόν, η ανακόπτουσα για τους λόγους που ανέπτυσσε στην ανακοπή της να ακυρωθεί η ως άνω επιταγή προς πληρωμή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε την ανακοπή καταδικάζοντας την ανακόπτουσα στα δικαστικά έξοδα της καθ’ης. Με την υπό κρίση έφεσή της η ανακόπτουσα- ήδη εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη των λόγων της ανακοπής της από την εκκαλούμενη και ζητά να εξαφανισθεί αυτή, ώστε να γίνει δεκτή η από 6.5.2021 και με αριθμό κατάθεσης …………./11.5.2021 ανακοπή της και να καταδικασθεί η καθ’ ης στην εν γένει δικαστική της δαπάνη.

Με τον πρώτο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε πρωτοδίκως ο πρώτος λόγος ανακοπής της. Ότι με αυτόν παρέθετε τα παρακάτω: Ότι σύμφωνα με το άρθρο 1294 ΑΚ «ο τρίτος κύριος που παραχώρησε την υποθήκη καθώς και κάθε τρίτος που νέμεται με νόμιμο τίτλο το ενυπόθηκο, υπόκειται στην εμπράγματη αγωγή του δανειστή με την αναγκαστική εκτέλεση πάνω στο κτήμα, αν δεν προτιμά να εξοφλήσει όλες τις ενυπόθηκες απαιτήσεις στην έκταση που ασφαλίζονται με την υποθήκη». Ότι η άσκηση της εμπράγματης υποθηκικής αγωγής δεν σημαίνει κατάθεση εισαγωγικού δίκης δικογράφου ενώπιον Δικαστηρίου αλλά αναγκαστική εκτέλεση στο ενυπόθηκο ανεξάρτητα από το πρόσωπο που είναι κύριος του ακινήτου κατά τον χρόνο της αναγκαστικής εκτέλεσης. Ότι με την εμπράγματη υποθηκική αγωγή ο ενυπόθηκος δανειστής δεν μπορεί να επιδιώξει κατά του τρίτου εναντίον του οποίου την ασκεί, την πληρωμή του χρέους ούτε το ποσό της αξίας του ακινήτου. Κατ’ αυτού επιδιώκει μόνο να υποστεί αναγκαστική εκτέλεση επί του ενυπόθηκου, το οποίο είναι υπέγγυο κατά το ποσό που έχει εγγραφεί η υποθήκη. Και αυτό εφόσον ο τρίτος δεν προτιμά να εξοφλήσει την ενυπόθηκη απαίτηση στην κατά τα ανωτέρω έκταση που ασφαλίζεται με την υποθήκη οπότε η απόσβεση της απαίτησης επιφέρει και την απόσβεση της υποθήκης ασκώντας το προβλεπόμενο από το άρθρο 1298 ΑΚ δικαίωμα προσφοράς και υποκατάστασης. Ότι στην προκειμένη περίπτωση η καθ’ ης με την από 14.4.2021 κοινοποιηθείσα επιταγή της επιτάσσει την ανακόπτουσα στην καταβολή 100.000 ευρώ, που είναι και το ποσό της απαίτησης προς εξασφάλιση της οποίας ενεγράφη η υποθήκη επί των προαναφερθέντων ακινήτων, άλλως θα γίνει αναγκαστική εκτέλεση και θα προστεθούν και 40 ευρώ για την παραγγελία προς εκτέλεση. Ότι η προσβαλλόμενη επιταγή δεν έχει ως περιεχόμενο και αίτημα μόνο την υποχρέωση της ανακόπτουσας ως τρίτης κυρίας να υποστεί την αναγκαστική εκτέλεση, αλλά της ζητείται πρωτίστως και η πληρωμή της απαίτησης που ασφαλίζεται με την υποθήκη και ότι με τέτοιο περιεχόμενο η ως άνω επιταγή είναι μη νόμιμη και θα πρέπει να ακυρωθεί. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο διέλαβε σχετικά με τον παραπάνω λόγο ότι από τη διάταξη του άρθρου 924 ΚΠολΔ σαφώς συνάγεται ότι αναγκαστική εκτέλεση οποιουδήποτε είδους και μορφής είναι άκυρη αν δεν προηγηθεί επίδοση επιταγής, χωρίς ανάγκη συνδρομής βλάβης. Αν όμως η ακυρότητα πλήττει την επιταγή για κάποιο άλλο εσωτερικό ελάττωμα αυτής, του τίτλου ή του απογράφου θα πρέπει να συνοδεύεται με το στοιχείο της βλάβης (βλ. σχετ. Μάζης σε Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα ΕρμΚΠολΔ2, έκδοση 2021, υπό ερμ. άρθρ. 924, σελ. 153-154, παρ.4). Ότι εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1294 έως και 1299 ΑΚ, σαφώς συνάγεται ότι ο ενυπόθηκος δανειστής μπορεί να ασκήσει την εμπράγματη αγωγή είτε κατά του προσωπικού οφειλέτη, είτε κατά του τρίτου, κυρίου ή νομέα, ενυπόθηκου οφειλέτη, η δε επιταγή θα απευθυνθεί κατά του καθ’ου η εκτέλεση (βλ. σχετ. Ρούσση σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, έκδ. 2013, τόμος ΙΙ, υπό ερμ. Άρθρ. 1294-1299, σελ. 531, παρ.2). Ότι εν προκειμένω, με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής, ο οποίος αφορά σε ελαττώματα της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, η ανακόπτουσα εκθέτει ότι η ανακοπτόμενη επιταγή δεν περιέχει τα απαραίτητα στοιχεία που όφειλε, κατά παράβαση του άρθρου 924 ΚΠολΔ, και για τον λόγο αυτό ζητά την ακύρωση αυτής` ότι ειδικότερα, η ίδια επιτάσσεται όχι μόνο να υποστεί την αναγκαστική εκτέλεση, αλλά πρωτίστως να καταβάλει το συνολικό ποσό της ικανοποιητέας απαίτησης εξ 100.000 ευρώ. Ότι πλην όμως, με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, ο ως άνω λόγος ανακοπής τυγχάνει προεχόντως μη νόμιμος και κατά τούτο απορριπτέος, ενόψει του ότι στοιχείο της επιταγής προς εκτέλεση είναι μεταξύ άλλων και η πρόσκληση προς εκούσια συμμόρφωση, ο δε τρίτος κύριος θα πρέπει, για να υποκαταστήσει τον ενυπόθηκο δανειστή κατ’ άρθρο 1298 ΑΚ, να καταβάλει το ποσό της ασφαλιζόμενης απαίτησης. Ότι συγχρόνως ο ως άνω λόγος ανακοπής τυγχάνει αόριστος και κατά τούτο απορριπτέος, ενόψει του ότι η ανακόπτουσα δεν εξειδικεύει τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει η δικονομική ή περιουσιακή βλάβη, την οποία υπέστη η ίδια εκ της ως άνω παράβασης, και η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας της ανακοπτόμενης. Με τις παραπάνω αιτιολογίες το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απέρριψε τον πρώτο λόγο της ένδικης ανακοπής προεχόντως ως μη νόμιμο. Η αναγκαιότητα η επιταγή προς τον τρίτο κύριο του ενυπόθηκου ακινήτου να περιλαμβάνει και επιταγή για εκούσια συμμόρφωση αντλείται από το άρθρο 1294 ΑΚ, που ορίζει ότι ο τρίτος κύριος του ενυπόθηκου ακινήτου υπόκειται στην εμπράγματη αξίωση του δανειστή με την αναγκαστική εκτέλεση πάνω στο ενυπόθηκο ακίνητο, «αν δεν προτιμά να εξοφλήσει όλες τις ενυπόθηκες απαιτήσεις, στην έκταση που ασφαλίζονται με την υποθήκη», σε συνδυασμό με το άρθρο 993 παρ.1 εδ.2 ΚΠολΔ που ορίζει ότι «η κατάσχεση του ενυπόθηκου κτήματος μπορεί να γίνει είτε κατά του οφειλέτη είτε κατά του τρίτου κυρίου, είτε κατά εκείνου που νέμεται με νόμιμο τίτλο το ενυπόθηκο κτήμα, αφού κοινοποιηθεί η επιταγή στον οφειλέτη και στον τρίτο». Συνεπώς, ο τρίτος κύριος του ενυπόθηκου πρέπει να κληθεί με την επιταγή προς εκτέλεση, ακριβώς όπως ορίζει το άρθρο 1294 ΑΚ, αν προτιμά να εξοφλήσει με μετρητά το ενυπόθηκο χρέος, έτσι ώστε να αποφευχθεί η περιπέτεια της κατάσχεσης και του πλειστηριασμού. Ακόμη δε και αν δεν ήταν τόσο κατηγορηματική η διάταξη του άρθρου 1294 ΑΚ, και πάλι θα έπρεπε να επιδοθεί στον τρίτο κύριο του ενυπόθηκου ακινήτου επιταγή για εκούσια συμμόρφωση, με την έννοια ότι ο επισπεύδων δανειστής θ` ασκούσε καταχρηστικώς (άρθρα 116 ΚΠολΔ, 281 ΑΚ και 25 παρ.3 του Συντ/τος) το ενδεχόμενο δικαίωμά του να επισπεύσει κατ’ευθείαν κατάσχεση και πλειστηριασμό, αιφνιδιάζοντας τον τρίτο κύριο, με το να μην του δώσει ευκαιρία εκούσιας πληρωμής του ενυπόθηκου χρέους (έτσι Κ. Μπέης, Δίκη 1997, σελ. 1304, 1305, τη σωστή αυτή θέση υιοθετούν και αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, οι 6562/2021 και 9123/2020, δημ. στην ΤΝΠ Νόμος). Η υποχρέωση του τρίτου κυρίου εκτείνεται προφανώς μέχρι την αξία του ενυπόθηκου κτήματος και μόνο μ’ αυτό, εφόσον αυτός δεν ενέχεται προσωπικά με την υπόλοιπη περιουσία του για τη φερόμενη προς ικανοποίηση απαίτηση (άρθρο 1296 ΑΚ) (βλ. Καρακώστα σε Γεωργιάδη -Σταθόπουλου, Αστικός κώδιξ, κατ’ άρθρο ερμηνεία, VI, Εμπράγματο Δίκαιο, έκδοση 1985, άρθρο 1296, σελ. 558). Σε κάθε, πάντως, περίπτωση, δηλαδή κι ακόμη αν ήθελε θεωρηθεί ότι δεν έπρεπε να περιληφθεί στην επιταγή προς την ανακόπτουσα, πρόσκληση προς εκούσια συμμόρφωση, αλλά μόνο επιταγή προς ανοχή της εκτέλεσης επί του βεβαρημένου με υποθήκη ακινήτου ιδιοκτησίας της, ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι τότε ο ως άνω λόγος ανακοπής πάσχει από αοριστία, καθώς η ανακόπτουσα δεν προσδιορίζει τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει η δικονομική ή περιουσιακή της βλάβη, την οποία υπέστη η ίδια εκ της ως άνω παράβασης και η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας της ανακοπτόμενης επιταγής. Επομένως, ο πρώτος λόγος έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί στην ουσία του.

Περαιτέρω, με τον δεύτερο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα παραπονείται ότι εσφαλμένα η εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε τον δεύτερο λόγο της ανακοπής της ως μη νόμιμο. Ότι ειδικότερα με τον λόγο αυτό εκείνη προέβαλε ότι η εγγραφείσα υποθήκη εσφαλμένως και ακύρως ενεγράφη επί των οριζόντιων ιδιοκτησιών που φέρονταν τύποις ότι ανήκαν στον ……… Ότι οι οριζόντιες αυτές ιδιοκτησίες αποτελούσαν μέρος του εργολαβικού ανταλλάγματος που είχε συμφωνηθεί μεταξύ εκείνης και των συνοικοπεδούχων με το υπ’ αριθ. ………../28.3.2007 προσύμφωνο μεταβίβασης ποσοστών εξ αδιαιρέτου και εργολαβικό συμβόλαιο της Συμβ/φου Αθηνών ……… Ότι έχοντας ως δεδομένο ότι η πολυκατοικία της οδού ……… στο …….. Αττικής την ανέγερση και κατασκευή της οποίας είχε αναλάβει η ανακόπτουσα να πραγματοποιήσει κατά τους όρους του παραπάνω προσυμφώνου με δικές της δαπάνες και επιμέλεια, ολοκληρώθηκε εμπροθέσμως και προσηκόντως, ο συνοικοπεδούχος ……… είχε αποξενωθεί από αυτές και κανένα δικαίωμα δεν είχε επ’ αυτών. Ότι τα παραπάνω μπορούσε άλλωστε να διαπιστωθούν και από την ανάγνωση της σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας, όπου ρητά αναφέρεται ποιες από τις οριζόντιες ιδιοκτησίες που συστήνονται με αυτή περιέρχονται ως αντιπαροχή στους οικοπεδούχους και ποιες αποτελούν εργολαβικό αντάλλαγμα και περιέρχονται στην εργολάβο και ότι ο ενδελεχής νομικός έλεγχος σε σχέση με τις οριζόντιες αυτές ιδιοκτησίες θα κατέληγε στο αυτό συμπέρασμα. Ότι η προσβαλλόμενη απόφαση μη λαμβάνοντας υπ’ όψιν της, αφενός το δικαίωμα της ανακόπτουσας επί των οριζόντιων ιδιοκτησιών ως κατασκευάστριας αυτών και αφετέρου του γεγονότος ότι η ολοκλήρωση της τυπικής μεταβίβασης των χιλιοστών που αναλογούσαν στις κατασκευασθείσες από εκείνη οριζόντιες ιδιοκτησίες, όπως αναλυτικά εξέθετε στην ανακοπή της, καθυστέρησε για λόγους που δεν οφείλονταν στην ίδια, εσφαλμένα απέρριψε τον λόγο αυτό της ανακοπής της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αναφορικά με τον παραπάνω λόγο ανακοπής, διέλαβε τα εξής: «Από την διάταξη του άρθρ. 1033 ΑΚ σαφώς συνάγεται ότι, πέραν των λοιπών προϋποθέσεων, για την μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται μεταγραφή της εμπράγματης σύμβασης (όχι της ενοχικής, που αποτελεί την αιτία της, ούτε του προσυμφώνου) στα βιβλία μεταγραφών της περιφέρειας του ακινήτου. Η μεταγραφή δεν αποτελεί στοιχείο του πραγματικού της εμπράγματης σύμβασης, αλλά όρο του ενεργού της. Η διενέργεια της μεταγραφής, που πληροί την αίρεση δικαίου για την επέλευση της μεταβίβασης, δεν ενεργεί αναδρομικά, δεν ανατρέχει δηλαδή στον χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας (βλ. σχετ. Κιτσαρά σε Α. Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, έκδ. 2013, τομ. ΙΙ, υπό ερμ. άρθρ. 1033, σελ. 156, παρ. 21-23). Εξάλλου, ιδιόμορφη περίπτωση παθητικής νομιμοποίησης στην αναγκαστική εκτέλεση αποτελεί η κατά «τρίτου κυρίου» ενυπόθηκου ακινήτου -ήτοι τόσο του τρίτου που παραχώρησε υποθήκη για αλλότρια οφειλή σε ακίνητό του, όσο και του τρίτου, στον οποίο αυτό περιήλθε μετά την υποθήκευσή του από τον οφειλέτη- απεύθυνση της λεγόμενης «εμπράγματης υποθηκικής αγωγής» (άρθρ. 1294-1295 ΑΚ και 993 παρ.1 εδ.β ΚΠολΔ)- (βλ. σχετ. Μάζης σε Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα ΕρμΚΠολΔ, έκδ. 2021, υπό ερμ. άρθρ. 919, σελ. 144, παρ.5 στοιχ. η).    Εν προκειμένω, με τον δεύτερο λόγο της υπό κρίση ανακοπής, ο οποίος αφορά σε ελαττώματα της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, η ανακόπτουσα εκθέτει ότι η ανακοπτόμενη πραγματοποιήθηκε κατά προσώπου στερουμένου παθητικής νομιμοποίησης, κατά παράβαση των άρθρ. 993 παρ.1 εδ.β’ ΚΠολΔ και 1294-1295 ΑΚ,  και για τον λόγο αυτό ζητά την ακύρωση αυτής` ότι ειδικότερα η υποθήκη που ενέγραψε επί των κατασχεθέντων η καθ’ ης η ανακοπή είναι άκυρη, διότι τούτα δεν ανήκαν, κατά τον χρόνο εγγραφής της υποθήκης, στον οφειλέτη σε βάρος του οποίου επιδικάστηκε η ικανοποιητέα αξίωση, κατά παράβαση του άρθρ. 1271 εδ. α ΑΚ αναλογικώς εφαρμοζόμενου (βλ. σχετ. ΕφΘεσσαλ 3/2020 ΤΝΠ Νόμος). Τούτο διότι, δυνάμει του υπ’ αρ. ………../2007 προσυμφώνου μεταβίβασης ποσοστών εξ αδιαιρέτου και εργολαβικού συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών …………, που καταρτίστηκε ανάμεσα στην ανακόπτουσα ως εργολάβο και τον καθ’ ου η εκτέλεση- οφειλέτη ως κύριο του έργου, συμφωνήθηκε ότι τα κατασχεθέντα θα αποτελούσαν μέρος του εργολαβικού ανταλλάγματος που θα λάμβανε η ανακόπτουσα μετά την από μέρους της ολοκλήρωση της οικοδομής στην οποία αυτά κείνται, με αποτέλεσμα ο καθ’ου η εκτέλεση να έχει αποξενωθεί από τα κατασχεθέντα και κανένα δικαίωμα να μην έχει έκτοτε επ’ αυτών. Πλην όμως, με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα ο ως άνω λόγος ανακοπής τυγχάνει μη νόμιμος και κατά τούτο απορριπτέος, ενόψει του ότι η ανακόπτουσα εκθέτει ότι κατέστη κυρία των κατασχεθέντων δυνάμει της υπ’ αρ. ……../1.11.2019 πράξης μεταβίβασης ποσοστών εξ αδιαιρέτου οικοπέδου σε εκτέλεση εργολαβικού προσυμφώνου του συμβολαιογράφου Αθηνών ………., νομίμως καταχω(ρισ)θείσας στα φύλλα του οικείου Κτηματολογικού Γραφείου στις 6.11.2019 με αριθμό ……….., η δε υποθήκη της καθ’ ης η ανακοπή καταχωρήθηκε στις 3.7.2019, ήτοι σε χρόνο προγενέστερο της μεταβίβασης». Με το παραπάνω σκεπτικό, το οποίο υιοθετεί πλήρως και το παρόν Δικαστήριο, ορθά απέρριψε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο τον δεύτερο λόγο της ένδικης ανακοπής ως μη νόμιμο, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα με τον ως άνω δεύτερο λόγο έφεσης τυγχάνουν απορριπτέα ομοίως ως μη νόμιμα.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Μόνη δε η αδράνεια του δικαιούχου ή του δικαιοπαρόχου του για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ` αυτόν της παραγραφής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Δεν είναι πάντως απαραίτητο η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της διαμορφωμένης αυτής κατάστασης να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες στον οφειλέτη, αλλά αρκεί να έχει και απλώς δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (Ολ ΑΠ 7/2002, ΟλΑΠ 8/2001, ΟλΑΠ 2/2019, στην ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 442/2022 στην efeteio-peir.gr, ΜονΕφΛαμ 32/2022 στην ΤΝΠ Νόμος).

Με τον τρίτο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα προσάπτει στην εκκαλούμενη ότι εσφαλμένα και κατά κακή εκτίμηση του προσκομισθέντος αποδεικτικού υλικού, δεν έκανε δεκτό τον τρίτο λόγο της ανακοπής της, στον οποίο ανέφερε ότι κι αν θεωρητικά ήθελε γίνει δεκτό ότι η ως άνω τράπεζα όντως δικαιούνταν στην εγγραφή του επίδικου βάρους στις συγκεκριμένες οριζόντιες ιδιοκτησίες, αυτή πραγματοποιήθηκε καταχρηστικά και ως τέτοια θα πρέπει να ακυρωθεί. Ότι ειδικότερα η εγγραφείσα υποθήκη επί των ανωτέρω οριζόντιων ιδιοκτησιών ενεγράφη κατά κατάχρηση δικαιώματος εκ μέρους της «………» με την ιδιότητα της οιονεί καθολικής διαδόχου λόγω συγχωνεύσεως της «………..», καθώς η υπ’ αριθ. ………./2011 διαταγή πληρωμής εκδόθηκε από τον δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατόπιν της από 4.2.2011 αίτησης της «……………» την 12.4.2011, αντίγραφό της δε έλαβε η αιτηθείσα τράπεζα την 19.4.2011 και από τότε θα μπορούσε ως δικαιούχος της απαίτησης να προέβαινε στην εγγραφή βάρους κατά του οφειλέτη με τη μορφή προσημείωσης υποθήκης προς εξασφάλιση της απαίτησής της, πράγμα που ουδόλως έπραξε. Ότι την 10.5.2011 επιδόθηκε στον ……. αντίγραφο από το απόγραφο της ως άνω διαταγής πληρωμής με επιταγή προς πληρωμή, χωρίς ο ανωτέρω να ασκήσει ανακοπή, η δε δεύτερη κοινοποίηση της διαταγής πληρωμής προς τον …………. συντελέσθηκε την 2.10.2018 και πάλι χωρίς ο καθ’ ου η διαταγή πληρωμής να ασκήσει ανακοπή. Ότι η καθολική διάδοχος της αρχικής δικαιούχου τράπεζας προέβη στην εγγραφή της υποθήκης την 3.7.2019, ήτοι οκτώ και πλέον έτη μετά την έκδοση της διαταγής πληρωμής. Ότι η χρονική αυτή καθυστέρηση δημιούργησε την πεποίθηση προς τον δικαιοπάροχο της ανακόπτουσας ….. και οφειλέτη της τράπεζας ότι η δικαιούχος τράπεζα σε καμία τέτοια πράξη δεν θα προέβαινε με δεδομένο μάλιστα ότι πίστευε ότι κατά τον νομικό έλεγχο θα διαπιστωνόταν ότι τα παραπάνω ακίνητα που υποθηκεύτηκαν, αποτελούσαν εργολαβικό αντάλλαγμα και ότι τύποις φέρονταν να ανήκουν σε αυτόν και επί των οποίων ο ίδιος καμία εξουσία δεν ασκούσε, ούτε είχε δικαίωμα διαθέσεως. Ότι η πεποίθησή του αυτή ενισχύθηκε και από το γεγονός ότι από το έτος 2018 η άνω τράπεζα (………) είχε προβεί σε κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων της πιστούχου εταιρείας για άλλες αιτίες και όχι για την απαίτηση που απέρρεε από την ως άνω διαταγή πληρωμής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του διέλαβε σχετικά με την παραπάνω λόγο ανακοπής ότι «με τον τρίτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής και κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, ο οποίος αφορά στην ικανοποιητέα απαίτηση, η ανακόπτουσα επικουρικώς εκθέτει ότι η ανακοπτόμενη διενεργήθηκε χωρίς να τηρηθούν οι κανόνες των χρηστών ηθών και της καλής πίστης, κατά παράβαση του άρθρ. 116 παρ.1 ΚΠολΔ, και για το λόγο αυτό ζητά την ακύρωση αυτής` ότι ειδικότερα παρήλθε οκταετία από την έκδοση της διαταγής πληρωμής μέχρι την εγγραφή υποθήκης επί των ήδη κατασχεθέντων, με αποτέλεσμα, από την συμπεριφορά αυτή της καθ’ ης η υπό κρίση ανακοπή, στο μεταξύ χρονικό διάστημα να δημιουργηθεί η εντύπωση στον καθ’ ου η εκτέλεση ότι δεν θα ασκηθεί το σχετικό δικαίωμα. Πλην όμως, με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, ο ως άνω λόγος ανακοπής τυγχάνει μη νόμιμος και κατά τούτο απορριπτέος, διότι και αληθών υποτιθέμενων των ανωτέρω διαλαμβανομένων πραγματικών περιστατικών, η άσκηση του δικαιώματος της καθ’ ης δεν συνιστά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, εφόσον η προγενέστερη συμπεριφορά της δεν υποδήλωνε ότι αυτή δεν θα επιδιώξει την άσκηση του δικαιώματός της, ούτε δημιουργήθηκε κάποια πραγματική κατάσταση ούτε μεσολάβησαν άλλα πραγματικά περιστατικά που να καθιστούν μη ανεκτή την άσκηση αυτού κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου». Απορρίπτοντας με την παραπάνω αιτιολογία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο τον ως άνω λόγο ανακοπής ως μη νόμιμο, ορθά τον νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε. Ούτε άλλωστε το επικαλούμενο γεγονός ότι από το έτος 2018, η «………………» είχε προβεί σε κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων της πιστούχου εταιρείας για άλλες αιτίες και όχι για την απαίτηση της για την οποία είχε εκδοθεί η ως άνω διαταγή πληρωμής αποτελούν συμπεριφορά αυτής που μπορεί να στοιχειοθετήσει υπέρ της ανακόπτουσας τρίτης κυρίας του ακινήτου που υποθηκεύθηκε ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Ενόψει των ανωτέρω και μη απομένοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε στο σύνολό της την από 6.5.2021 ανακοπή της εκκαλούσας και πρέπει να απορριφθεί κατ’ ουσίαν στο σύνολό της η υπό κρίση έφεση. Λόγω του ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που αφορούν στον πρώτο λόγο έφεσης (βλ. την άποψη Μπαλή επί του αναγκαίου περιεχομένου της επιταγής επί εμπράγματης αγωγής κατά τρίτου κυρίου ενυπόθηκου ακινήτου, στο Εμπράγματον Δίκαιον, έκδοσις τρίτη, Αθήναι 1955, σελ. 571, παρ. 272), τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ τους κατ’ άρθρο 179 ΚΠολΔ. Τέλος, λόγω απόρριψης της εφέσεως, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα ως άνω αναφερόμενου e-παράβολου για την άσκηση του κριθέντος ένδικου μέσου, στο δημόσιο ταμείο κατ’ άρθρο 495 παρ.4 προτελ. εδ. του ΚΠολΔ, σύμφωνα με το διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 8.3.2021 έφεση κατά της 234/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών).

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας μεταξύ τους.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος από την εκκαλούσα με κωδικό …………. e-παράβολου του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης ποσού εκατό (100) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 15.5.2023.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ