ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αριθμός απόφασης 272/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : ………….., ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου, Μαρίας Λειβιδιώτου – Σαξώνη και
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ : 1) της εταιρείας με την επωνυμία “……….» (………), που εδρεύει στη ……., όπως νομίμως εκπροσωπείται, 2) της εταιρείας με την επωνυμία “……….» (……….), που εδρεύει στα νησιά ……. και είναι εγκατεστημένη στον ………. Αττικής (……….), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 3)…………… 4) ……… εκ των οποίων οι πρώτη, δεύτερη και τέταρτη εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου, Νικολάου Κουντούρη, ο δε τρίτος δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 3.1.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/6.2.2019 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 395/2021 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την απέρριψε, ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ηττηθείς ενάγων και ήδη εκκαλών, με την από 16.6.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …………/17.6.2021 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………./24.6.2021 έφεση, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους αναφερόμενοι στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν αντίστοιχα.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η κρινόμενη από 16.6.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……./17.6.2021 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……/24.6.2021 έφεση του εκκαλούντος, ………., που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ. 395/2021 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 614, 621, 622 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και απέρριψε, ως ουσιαστικά αβάσιμη, την από 3.1.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./6.2.2019 αγωγή του κατά των εναγομένων : της εταιρείας με την επωνυμία “…………..» (…………), που εδρεύει στη …., όπως νομίμως εκπροσωπείται, της εταιρείας με την επωνυμία “…………..» (………), που εδρεύει στα νησιά …… και είναι εγκατεστημένη στον Πειραιά Αττικής, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, του …………, κατοίκου …. Αττικής, ήδη αποβιώσαντος και της …………, κατοίκου ….., ήδη εφεσιβλήτων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 1 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, επιμελεία των εναγομένων, στις 18.5.2021, στην πληρεξούσια δικηγόρο, ως αντίκλητο, του ενάγοντος-εκκαλούντος, συντασσομένης της υπ’αριθμ. ……../18.5.2021 έκθεσης επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Πρωτοδικείου Πειραιά, …….., που προσκομίζεται με επίκληση από τους παρισταμένους εναγομένους – εφεσιβλήτους, το δε πρωτότυπο του δικογράφου της έφεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 17.6.2021, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση, καθόσον αφορά τον τρίτο εναγόμενο – εφεσίβλητο, αποβιώσαντα στις 27.5.2021, ήτοι πριν την κατάθεση της έφεσης, να κηρυχθεί απαράδεκτη και ως προς τους λοιπούς διαδίκους, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή, ως άνω, ειδική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι, αν και η έφεση ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν.4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό της η κατάθεση του παραβόλου της § 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, όπως αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015), λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.
ΙΙ. Ο ενάγων, ήδη εκκαλών, στην από 3.1.2019 αγωγή του, ισχυρίστηκε ότι δυνάμει προσυμφώνου ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου διάρκειας οκτώ μηνών, που κατήρτισε στον Πειραιά με τον νόμιμο εκπρόσωπο της δεύτερης εναγομένης εταιρείας, ήδη εφεσίβλητης, αντιπροσώπου στην Ελλάδα της πρώτης εναγομένης αλλοδαπής εταιρείας, ήδη εφεσίβλητης, πλοιοκτήτριας του υπό κυπριακή σημαία, νηολογίου Λεμεσού, φορτηγού πλοίου “AL”, κόρων ολικής χωρητικότητας 43.151, ναυτολογήθηκε, με την ειδικότητα του πλοιάρχου, αντί κλειστού μηνιαίου μισθού ποσού 10.500 ευρώ και σύμφωνα με τους όρους της ισχύουσας συλλογικής σύμβασης ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) για πλοιάρχους φορτηγών πλοίων 4.500 TDW και άνω και ότι στις 16.3.2018, κατά την εκτέλεση της εργασίας του, συμμετέχοντας στις εργασίες καθαρισμού και βαφής των αμπαριών του πλοίου, που εκτελούνταν από τα μέλη του κατώτερου πληρώματος, υπέστη σοβαρό ατύχημα, υπό τις συνθήκες που επαρκώς περιγράφονται, με συνέπεια να απολυθεί γι’αυτόν τον λόγο στις 27.6.2018 στο λιμάνι Jiangyin της Κίνας και να επαναπατριστεί, εξαιτίας δε του τραυματισμού του παρέμεινε πλήρως ανίκανος για εργασία μέχρι τις 28.12.2018, ενώ δεν του καταβλήθηκαν οι μισθοί ασθενείας τεσσάρων μηνών, που δικαιούνταν από την επομένη της απόλυσης του, μήτε η προβλεπόμενη αποζημίωση, λόγω της πρόσκαιρης πλήρους ανικανότητας του προς εργασία για χρονικό διάστημα έξι μηνών, που προκλήθηκε από το εν λόγω ατύχημα, καθώς επίσης, προς αποκατάσταση του τραυματισμού του, υποβλήθηκε στα αναφερόμενα έξοδα για ιατρικές εξετάσεις και αμοιβή παροχής ιατρικών και διαγνωστικών υπηρεσιών. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζητούσε ο ενάγων να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι εις ολόκληρον να του καταβάλουν το συνολικό χρηματικό ποσό των 44.254,18 ευρώ για τις ανωτέρω αιτίες, όπως αναλυτικά εκτίθενται τα επιμέρους ποσά, με το νόμιμο τόκο από την απόλυση του, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία και εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο, έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, παρεκτός του αιτήματος τοκοδοσίας από την επομένη της απόλυσης του ενάγοντος, ακολούθως την απέρριψε, κατ’ουσίαν, με το σκεπτικό ότι το πρόβλημα οσφυοϊσχιαλγίας, εξαιτίας του οποίου αποναυτολογήθηκε στις 27.6.2018, δεν οφειλόταν σε ατύχημα, λόγω άρσης βάρους στις 16.3.2018, κατά τις εργασίες καθαρισμού των αμπαριών του πλοίου, αλλά σε σταδιακή φθορά του οργανισμού του από τις συνθήκες εργασίας του σε συνδυασμό με παθολογική προδιάθεση, καθόσον στις 28.2.2017 έπασχε από πόνο στην μέση.
Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη με την ένδικη έφεση του ο ενάγων για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητεί την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της εφέσεως του, την εξαφάνιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή της.
III. Κατά το άρθρο 1 ν. 551/1915, όπως αυτό τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρθρο 38 εδ. α Εισ.Ν. Α.Κ.), έχει δε εφαρμογή και στη σύμβαση ναυτολόγησης κατά το άρθρο 2 του ίδιου νόμου και 66 ν. 3816/1958 “περί κυρώσεως του κώδικος ιδιωτικού ναυτικού δικαίου” (ΟλΑΠ 26/1995): “Ατύχημα εκ βιαίου συμβάντος, επερχόμενον εις εργάτην ή υπάλληλον των εν τω άρθρ. 2 εργασιών και επιχειρήσεων, εν τη εκτελέσει της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, παρέχει εις τα κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου δικαιούμενα πρόσωπα δικαίωμα αποζημιώσεως απέναντι του κυρίου της επιχειρήσεως, εάν η εις τον παθόντα εκ του ατυχήματος προελθούσα διακοπή της εργασίας διήρκεσε πλέον των τεσσάρων ημερών, εξαιρουμένης μόνον της περιπτώσεως καθ` ην ο παθών εκ προθέσεως προεκάλεσε το επελθόν ατύχημα”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής σε ναυτικό και θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης θεωρείται κάθε βλάβη, που είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, που δεν θα υπήρχε χωρίς την εργασία και την εκτέλεση της υπό τις σχετικές περιστάσεις (ΟλΑΠ 1287/1986 ΝοΒ 35 160, ΑΠ 1616/2003 ΕλλΔνη 2004 767). Επομένως, τέτοιο ατύχημα θεωρείται και ο θάνατος ή ο τραυματισμός του εργαζομένου από αιφνίδια επενέργεια εξωτερικού αιτίου, ασχέτου μεν προς τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος και τη βαθμιαία φθορά του, αλλά συνδεομένου προς την εργασία, λόγω της εμφάνισης του, κατά την εκτέλεση της ή εξ αφορμής αυτής. Η τελευταία αυτή περίπτωση συντρέχει όταν το ατύχημα δεν είναι άμεση συνέπεια της εκτέλεσης της εργασίας, όπως όταν τούτο συνέβη εκτός του τόπου και χρόνου εκτέλεσης της, συνδέεται όμως με αυτήν με σχέση αιτίου και αποτελέσματος, ως εκ του ότι λόγω της εργασίας δημιουργήθηκαν ιδιαίτερες και αναγκαίες για την επέλευση του πραγματικές συνθήκες, οι οποίες δεν θα υπήρχαν χωρίς την εργασία (ΑΠ 1072/2018, ΑΠ 998/2012). Έτσι, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, όταν η εκδήλωση της ασθένειας ή και η επιδείνωση προϋπάρχουσας πάθησης ή νοσηρής κατάστασης του εργαζομένου, είναι συνέπεια της εκτέλεσης της εργασίας υπό τους συνηθισμένους όρους και περιστάσεις, που συμφωνήθηκαν και είναι συμφυείς με το καθορισμένο είδος εργασίας, χωρίς τη μεσολάβηση άλλου εξωτερικού γεγονότος ξένου προς τον οργανισμό του παθόντος (βιαίου συμβάντος), που αποτελεί και η εκτέλεση της εργασίας κάτω από έκτακτες και δυσμενείς συνθήκες. Πάντως, γίνεται δεκτό ότι συντρέχουν οι όροι του ως άνω βιαίου συμβάντος, όταν μετά την εκδήλωση της ασθένειας του εργαζομένου, η οποία μπορεί και να προϋπήρχε σε λανθάνουσα κατάσταση, συνεχίζεται η απ’ αυτόν παροχή της εργασίας, έστω και υπό κανονικές συνθήκες και για μικρό ακόμη χρόνο, με αποτέλεσμα την περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασης του, εφόσον ενόψει της εξασθένησης των δυνάμεων του εργαζομένου, του είδους της εργασίας και των εν γένει περιστάσεων, είναι αντίθετη προς τις αρχές των άρθρων 288 και 662 του ΑΚ, η από τον εργοδότη (και τους προστηθέντες του) αξίωση εξακολούθησης της εργασίας, γιατί οι ίδιες συνθήκες εκτέλεσης της εργασίας, που ήταν πριν κανονικές, μετά τον κλονισμό της υγείας του εργαζομένου έχουν πλέον το χαρακτήρα των ασυνήθων και εξαιρετικών. Στην τελευταία περίπτωση, βασική προϋπόθεση για τη μετατροπή των κανονικών συνθηκών εργασίας σε ασυνήθιστες και εξαιρετικώς δυσμενείς, μετά την εκδήλωση της νόσου του εργαζομένου, είναι η παραβίαση της έναντι αυτού υποχρεώσεως πρόνοιας του εργοδότη και γι’ αυτό ακριβώς δεν υπάρχει τέτοια παραβίαση και συνακόλουθα εργατικό ατύχημα με την ως άνω έννοια, όταν ο εργοδότης δεν γνωρίζει, ούτε αγνοεί υπαίτια, ότι ο εργαζόμενος είναι ασθενής και γενικότερα ότι η κατάσταση της υγείας του δεν επιτρέπει την εξακολούθηση της απασχολήσεως του. Σημειωτέον ότι βασική πηγή πληροφόρησης αποτελεί ο ίδιος ο πάσχων ναυτικός, αφού αυτός γνωστοποιεί την ένταση και το είδος των συμπτωμάτων της ασθενείας και με βάση αυτή την πληροφόρηση ο πλοίαρχος οφείλει να αξιολογήσει την περίπτωση και να ενεργήσει αναλόγως. Σε κάθε όμως περίπτωση, ο πλοίαρχος δύναται να έχει άμεση γνώση, όταν τα συμπτώματα αυτά είναι έκδηλα και εμφανή. Έτσι, χωρίς την ύπαρξη βιαίου συμβάντος, κατά τα προεκτεθέντα, δεν δημιουργείται υποχρέωση του εργοδότη, από τον ως άνω νόμο, προς καταβολή αποζημίωσης στον εργαζόμενο (ΑΠ 1424/2015, ΑΠ 1690/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1602/2012 ΕΝαυτΔ 2013 17, ΕφΠειρΜον 23/2013 ΠειρΝ 2013 164, ΕφΠειρ 764/2012 ΕΝαυτΔ 2013 22). Εξάλλου, κατά το άρθρο 16 εδ. α΄ και β΄ ν. 551/1915, όπως κωδικοποιήθηκε κατά τα ανωτέρω: “Εάν ο υπόχρεως εις αποζημίωσιν αποδείξη ότι το ατύχημα προήλθεν εξ αμελείας του παθόντος, ο δικαστής έχει το δικαίωμα να μειώση, κατά την κρίσιν του, το ποσόν της κατά το άρθρ. 3 οφειλομένης αποζημιώσεως, αλλ` ουχί κατωτέρω του ημίσεος αυτού. Αμέλεια υφίσταται μόνον εάν ο παθών αδικαιολογήτως, κατά την κρίσιν του δικαστού, παρέβη διατάξεις ισχυόντων νόμων ή διαταγμάτων περί των όρων ασφαλείας ή κανονισμού περί αυτών, εκδοθέντων υπό της αρμοδίας δημοσίας αρχής ή εκδοθέντων μεν υπό του κυρίου της επιχειρήσεως, επικυρωθέντων δε υπό της αρχής, εφ` όσον οι κανονισμοί είναι ανηρτημένοι κατά τρόπον ευανάγνωστον εις καταφανή μέρη του τόπου της εργασίας. Η κατά το εδάφιον τούτο μείωσις δεν χωρεί εάν συντρέχη περίπτωσις τις εκ των εν τη πρώτη παραγράφω του παρόντος άρθρου οριζομένων”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι όταν με αγωγή ζητείται η ειδική αποζημίωση των άρθρων 1 και 3 ν. 551/2015 οι έννομες συνέπειες του εργατικού ατυχήματος δεν επηρεάζονται από μόνο το γεγονός ότι το ατύχημα προήλθε από αμέλεια του παθόντος, που δεν διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της εργασίας και του ατυχήματος. Η τυχόν αμέλεια του παθόντος έχει ως μόνη συνέπεια την κατά την κρίση του δικαστή μείωση της οφειλόμενης αποζημίωσης έως το μισό του ποσού της και αυτό εφόσον η αμέλεια συνίσταται σε παράβαση από τον παθόντα διατάξεων ισχυόντων νόμων ή διαταγμάτων που προδιαγράφουν τους όρους ασφαλείας στην εργασία ή των συναφών κανονισμών που έχουν εκδοθεί από την αρμόδια αρχή ή εκδόθηκαν από τον κύριο της επιχείρησης και κυρώθηκαν από την αρχή. Άλλη αμέλεια, εκτός από την παραπάνω ειδική, δεν λαμβάνεται υπόψη σε οποιαδήποτε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, λόγω δε της ανωτέρω ειδικής ρύθμισης δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 300 Α.Κ. και δεν περιορίζεται η ευθύνη του εργοδότη ούτε για την επέλευση ούτε για την έκταση της ζημίας (ΑΠ 1072/2018, ΕφΠειρ 232/2018, ΕφΠειρ 363/2015, ΕφΠειρ 323/2015, ΕφΠειρ 464/2014, δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 811/2013 ΕΝαυτΔ 2014, 40). Ο τελευταίος δεν απαλλάσσεται ακόμα και αν το ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική αμέλεια του παθόντος και η ευθύνη του αίρεται μόνο στην περίπτωση δόλιας προκλήσεως του, οπότε διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος (ΕφΠειρ 499/2011 ΕΝαυτΔ 2011, 393 = Αρμ. 2012, 752). Επομένως, όταν ο εργοδότης ενάγεται προς καταβολή αποζημιώσεως κατά τον ν. 551/1915, δεν μπορεί να αρνηθεί την αγωγή επικαλούμενος αποκλειστική υπαιτιότητα του ενάγοντος ούτε να προτείνει την ένσταση του συντρέχοντος πταίσματος του τελευταίου κατά το άρθρο 300 ΑΚ (ΕφΠειρ 232/2018 δημ.ΝΟΜΟΣ).
Εξάλλου, από το άρθρο 3 παρ. 1 ως 5 του ν.551/1915, προκύπτει ότι αναγνωρίζονται πέντε διακεκριμένες περιπτώσεις αποζημίωσης, η οποία χορηγείται στον παθόντα (ή τους κληρονόμους του) από βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής, εργάτη ή υπάλληλο, δηλαδή λόγω: α) θανάτου του παθόντος, β) πλήρους και διαρκούς ανικανότητας προς εργασία, γ) πλήρους αλλά πρόσκαιρης ανικανότητας, δ) μερικής διαρκούς ανικανότητας και ε) μερικής αλλά πρόσκαιρης ανικανότητας. Για κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις αποζημίωσης ο νόμος αναγράφει ιδιαίτερο συνδυασμό, με βάση τον οποίο υπολογίζεται η εφάπαξ και όχι σε περιοδικές παροχές προηγούμενη αποζημίωση, χωρίς να προβλέπεται περίπτωση μικτής αποζημίωσης, αποτελούμενης δηλαδή από αποζημιώσεις διαφόρων, που δυνατόν να συντρέχουν, περιπτώσεων από αυτές που παραπάνω διακεκριμένα αναφέρονται. Σε περίπτωση πλήρους διαρκούς ανικανότητας, όταν δηλαδή ο παθών περιήλθε σε απόλυτη αδυναμία να ασκεί όχι μόνο το μέχρι τότε επάγγελμα του, αλλά και οποιοδήποτε άλλο κοινωνικά και οικονομικά ισοδύναμο, έτσι ώστε να αποφεύγεται η κοινωνική και οικονομική μετάταξη του, δικαιούται την προβλεπόμενη για την περίπτωση αυτή, νόμιμη αποζημίωση, η οποία περιλαμβάνει μισθούς έξι ετών. Κατά το άρθρο 4 παρ. 1β΄και 2 του αυτού ως άνω νόμου, για τον καθορισμό της εν λόγω αποζημιώσεως το μεν έτος λογίζεται πλήρες, ο δε μισθός, προκειμένου περί οποιουδήποτε άλλου εργάτη (πλην μαθητευόμενων και εργατών, που δεν συμπλήρωσαν το 21ο έτος της ηλικίας τους) λογίζεται ίσος με την αντιμισθία, που λήφθηκε πραγματικά απ΄αυτόν κατά τους δώδεκα μήνες πριν από το ατύχημα, είτε σε χρήματα, είτε σε είδος. Στην περίπτωση αυτή, αν ο παθών απασχολήθηκε για χρονικό διάστημα λιγότερο των δώδεκα μηνών πριν από το ατύχημα, ως βάση του υπολογισμού της αποζημιώσεως, λαμβάνεται η πραγματική αντιμισθία, την οποία έλαβε από την πρόσληψη του, αυξημένη κατά το ποσό της αντιμισθίας, την οποία κατά το χρονικό διάστημα, που απαιτείται προς συμπλήρωση του δωδεκαμήνου πριν από το ατύχημα, μπορούσε να λάβει με βάση τη μέση αντιμισθία εργατών ή υπαλλήλων της αυτής κατηγορίας κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα. Περαιτέρω, για τον υπολογισμό της αποζημίωσης σε περίπτωση πρόσκαιρης ολικής ανικανότητας προς εργασία, η οποία δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, η αποζημίωση είναι ημερήσια και ισούται με το 1/2 του μισθού, τον οποίο λάμβανε ο παθών κατά την ημέρα του ατυχήματος για όλο το διάστημα της ανικανότητας του (ΕφΠειρ 745/2008 ΕΝΔ 37, 208, ΕφΠειρ 648/2008 ΕΝΔ 36, 388, ΕφΠειρ 1/2002 αδημ., Σ.Βλαστού: Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 1994, τόμ. Β`, παρ. 951, αριθμ. γ, σελ. 1254). Για τον καθορισμό της αποζημιώσεως στις ως άνω περιπτώσεις, ο υπολογισμός των μισθών γίνεται με βάση το σύνολο των καταβαλλομένων αποδοχών του παθόντος-εργαζομένου, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται όλα τα συμβατικά και νόμιμα επιδόματα, οι προσαυξήσεις και αποζημιώσεις, λόγω παροχής υπερεργασίας και νόμιμης υπερωριακής εργασίας, τα επιδόματα εορτών, Κυριακών και άδειας, η αποζημίωση άδειας και το αντίτιμο τροφής (ΑΠ 131/2007 ΝοΒ 2007, 689, ΕφΠειρ 94/2009 ΕΝΔ 2009 188).
Περαιτέρω, στο άρθρο 66 του ΚΙΝΔ ορίζεται ότι, όταν ο ναυτικός ασθενήσει, δικαιούται το μισθό και νοσηλεύεται με δαπάνες του πλοίου, εφόσον δε η σύμβαση ναυτολογήσεως λυθεί εξαιτίας της ασθένειας και ο ναυτικός νοσηλεύεται εκτός του πλοίου, δικαιούται νοσήλια και μισθό, εφόσον διαρκεί η ασθένεια, όχι όμως περισσότερο από τέσσερις μήνες (ΕφΠειρ 23/2013 δημ.Νόμος). Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και όταν συμβεί ατύχημα από βίαιο συμβάν, μάλιστα, αν ο ναυτικός υπέστη από αυτό ανικανότητα για εργασία, εφαρμόζονται και οι ειδικές διατάξεις για την αποζημίωση εκείνων που έπαθαν ατύχημα στην εργασία τους. Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι ο ναυτικός όταν η ασθένεια του προήλθε από εργατικό ατύχημα, κατά την προεκτεθείσα έννοια, δικαιούται μισθό ασθενείας, νοσήλια και αποζημίωση για το εργατικό ατύχημα, αν απ’ αυτό έμεινε ισόβια ή πρόσκαιρα ανίκανος για εργασία. Έτσι, στην τελευταία περίπτωση, ο ναυτικός έχει αυτοτελείς και ανεξάρτητες αξιώσεις, οι οποίες δεν συνδέονται αναγκαίως, ούτε έχουν αντικείμενο την ίδια παροχή, αλλά αποβλέπουν στην επίτευξη άλλου σκοπού. Σύμφωνα λοιπόν με τις προαναφερθείσες διατάξεις, επιτρέπεται η σωρευτική άσκηση της αξίωσης για μισθούς ασθενείας με την αποζημίωση του Ν. 551/1915 και δεν τίθεται θέμα επικάλυψης αυτών (ΕφΠειρ 323/2015 δημ.Νόμος, ΕφΠειρ 640/2009 ΕΝΔ 38, 39, ΕφΠειρ 648/2008 ό.π., ΕφΠειρ 423/1997 Νομολογία Ναυτικού Τμήματος Εφετείου Πειραιώς 1996 – 1997 σελ. 476, ΕφΠειρ 642/1995 Νομολογία Ναυτικού Τμήματος Εφετείου Πειραιώς 1994 – 1995 σελ. 295, Ι.Κοροτζή: Ναυτικό Εργατικό Δίκαιο, έκδ. 1990, παράγραφοι 342 και 346 με παραπομπές στη νομολογία, Δ.Καμβύση: Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, έκδ. 1982, σελ. 218 και 228, Ν. Δελούκα: Ναυτικό Δίκαιο, έκδ.1979, σελ. 219, Ι. Πιτσιρίκου: Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας, έκδ. 2006. Κεφ. Ill, VII, σελ. 131-132). Μάλιστα, για την προστασία του ναυτικού, που ασθένησε κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησης του, δεν είναι αναγκαία η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ εργασίας και ασθενείας, σε αντίθεση με τη θεμελίωση της αξίωσης αποζημίωσης που απορρέει από εργατικό ατύχημα, που σημαίνει ότι ασθένεια η οποία εμφανίσθηκε, υποτροπίασε ή παροξύνθηκε κατά τη διάρκεια της εργασίας του ναυτικού στο πλοίο, θεωρείται ως απότοκος της εργασίας του σε αυτό (ΕφΠειρ 764/2012 ο.π., ΕφΠειρ 837/2010 ΕΝαυτΔ 39 116, ΕφΠειρ 498/2008 ΕΝαυΔ 2008 281, ΕφΠειρ 385/2006 ΠειρΝ 2006 460). Ο μισθός ασθενείας έχει χαρακτήρα αποδοχών και δεν είναι αποζημιωτικός, παρά την, μάλλον από παραδρομή, εσφαλμένη διατύπωση του άρθρου μόνου του π.δ.1212/1981. Συνίσταται σε ό,τι ο ναυτικός αποκόμιζε στο πλοίο από την εργασία του πριν από την ασθένεια, δηλαδή στο βασικό μισθό, στα επιδόματα, στο αντίτιμο τροφής, στα δώρα εορτών, ακόμη και στα φιλοδωρήματα, που τυχόν του κατέβαλε ο πλοιοκτήτης, δηλαδή υπολογίζεται με βάση την ισχύουσα ΣΣΝΕ, εκτός αν υπάρχει κλειστός μισθός (ΕφΠειρ 323/2015 δημ.Νομος, ΕφΠειρ 648/2008 ΕΝΔ 36, 388, ΕφΠειρ 984/2001 Πειρ. Νομ. 2002, 277, ΕφΠειρ 163/2001 αδημ.). Τούτο, βέβαια, ισχύει μόνον υπό τον όρο ότι στη ΣΣΝΕ δεν έχει προβλεφθεί ειδικός μισθός ασθενείας, περιλαμβάνων συνήθως το βασικό μισθό της ΣΣΝΕ πλέον του αντιτίμου τροφής, διότι στην περίπτωση αυτή ο παθών δικαιούται τον ειδικό αυτό μισθό και όχι εκείνον που αναλογεί στις, υπέρτερες από τις νόμιμες, αποδοχές που λαμβάνει (ΕφΠειρ 355/2013 ΕΝαυτΔ 2013, 296, ΕφΠειρ 640/2009 ΕΝαυτΔ 2010, 39, ΕφΠειρ 180/2008, ΕφΠειρ 333/2003 ΕΝαυτΔ 2003, 270). Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι η προβλεπόμενη από την παράγραφο 7 του προαναφερθέντος, άρθρου 3 του ΝΔ 2652/1953 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Ν. 1752/1951», που διατηρήθηκε σε ισχύ με το εδάφιο 2 του άρθρου 295 του ΚΙΝΔ και τροποποιήθηκε με το ΠΔ 1212/1981, τετράμηνη αποκλειστική ή αποσβεστική (του δικαιώματος) προθεσμία, για την άσκηση της αγωγής περί αποζημιώσεως λόγω ασθενείας, η οποία αρχίζει από την απόλυση «αμοιβαία συναινέσει» του ναυτικού και λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο, εφαρμόζεται όταν πρόκειται περί αξιώσεων του, λόγω ασθενείας «αμοιβαία συναινέσει» απολυθέντος ναυτικού, κατ` άρθρο 66 του ΚΙΝΔ και όχι όταν οι σχετικές αξιώσεις αυτού θεμελιώνονται στις διατάξεις, περί εργατικού ατυχήματος του Ν.551/1915, οπότε ο ενάγων παθών σε εργατικό ατύχημα ναυτικός, δικαιούται, σύμφωνα με τα παραπάνω, σωρευτικά και τους μισθούς ασθενείας του άρθρου 66 του ΚΙΝΔ, διότι τούτο ορίζεται ρητά στην ίδια τη διάταξη αυτή (ΕφΠειρ 363/2015, ΕφΠειρ 499/2011 δημ.ΝΟΜΟΣ, Δ.Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο, β` έκδοση, σελ. 274, 275).
IV. Από την ένορκη ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατάθεση του μάρτυρος του ενάγοντος, …….., που περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης τούτου, την υπ’ αριθ. ……../11.10.2019 ένορκη βεβαίωση του …….., ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, η οποία λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος-εκκαλούντος μετά από νομότυπη κλήτευση των εναγόμενων-εφεσιβλήτων, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, την υπ’ αριθ. …../23.12.2021 ένορκη βεβαίωση του . …., ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, η οποία λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος-εκκαλούντος στην κατ’έφεση δίκη (529παρ.1ΚπολΔ), μετά από νομότυπη κλήτευση των εναγόμενων-εφεσιβλήτων, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (υπ’αριθμ….. και …./20.12.2021 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά . .-…..), την υπ’αριθ………/6.6.2019 ένορκη βεβαίωση του ……. ενώπιον της Συμβούλου Πρεσβείας Α’, που διευθύνει το Προξενικό Γραφείο του Προξενείου της Ελλάδας στη Μανίλα των Φιλιππίνων και τις υπ’ αριθ. ……./7.10.2019 και ……../7.10.2019 ένορκες βεβαιώσεις των ………… και ………., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που λήφθηκαν με την επιμέλεια των εναγομένων-εφεσιβλήτων, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης του ενάγοντος-εκκαλούντος, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (υπ’ αριθ. ……/3.6.2019 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …….. και υπ’ αριθ. ……/1.10.2019 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …….. αντίστοιχα), οι οποίες εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα, μη λαμβανομένων υπόψη των υπ’ αριθ. …./6.6.2019 και …../6.6.2019 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον της Συμβούλου Πρεσβείας Α’, που διευθύνει το Προξενικό Γραφείο του Προξενείου της Ελλάδας στη Μανίλα, τις οποίες επικαλούνται και προσκομίζουν οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι, διότι ελήφθησαν μετά την πάροδο της καθοριζομένης με την από 31.5.2019 γνωστοποίηση μαρτύρων και πρόσκληση του ενάγοντος (υπ’αριθ. ……./3.6.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά, ……..) ώρας για τη λήψη τους, ήτοι, όσον αφορά την πρώτη ένορκη βεβαίωση, την ώρα 11.30 π.μ. αντί της ορισμένης ώρας 10.40 π.μ. της ίδιας ημέρας και όσον αφορά τη δεύτερη, την ώρα 12.30 μ.μ. αντί της ορισμένης ώρας 10.50π.μ. της ίδιας ημέρας, με αποτέλεσμα οι, ως άνω, ένορκες βεβαιώσεις, κατά τις οποίες και δεν παραστάθηκε ο ενάγων, είναι ανύπαρκτες ως αποδεικτικά μέσα και δεν λαμβάνονται υπόψη (ΑΠ 1321/2014, ΑΠ 275/2013) και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, είτε στην ελληνική γλώσσα, είτε σε νόμιμη μετάφραση τους στην ελληνική (άρθρο 454 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 53 ν.δ.3026/1954 και ήδη άρθρο 36 παρ. 2 εδ. γ’ Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), είτε στην συνταχθείσα αγγλική γλώσσα χωρίς νόμιμη μετάφραση στην ελληνική, τα οποία ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα εκτιμώνται ελεύθερα, κατά το άρθρο 340 παρ.1 εδ. β΄ ΚΠολΔ (ΕφΠ 256/2014 δημ.ΤΝΠ NOMOS), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται, κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ) και της λογικής, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίσθηκε στον Πειραιά, στις 29.11.2017, μεταξύ του ενάγοντος, ………………, Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, πλοιάρχου και της εδρεύουσας στη ………… πρώτης εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία “……….» (…………), ήδη εφεσίβλητης, νομίμως εκπροσωπούμενης, πλοιοκτήτριας του υπό κυπριακή σημαία φορτηγού πλοίου “AL”, νηολογίου Λεμεσού Κύπρου, με αριθμό ΙΜΟ …………., κόρων ολικής χωρητικότητας 43.151, που το διαχειρίζεται από 16.5.2017 η δεύτερη εναγομένη εταιρία, ήδη εφεσίβλητη, με την επωνυμία “………..» (……..), που εδρεύει στα νησιά ………… και έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα επί της οδού …………… στον …….. Αττικής, νόμιμος εκπρόσωπος του οποίου ήταν ο τρίτος εναγόμενος και από 6.8.2018 η τέταρτη των εναγομένων, ενεργούσας, ως αντιπροσώπου της πλοιοκτήτριας, ως άνω, εταιρείας, ο ενάγων προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε την 1η.12.2017 σ’αυτό στο λιμάνι Huanghua της Κίνας, υπό την ειδικότητα του πλοιάρχου, αντί συμφωνηθέντων “κλειστών” μηνιαίων αποδοχών συνολικού ποσού 10.500 ευρώ, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων της ισχύουσας Συλλογικής Σύμβασης Πλοιάρχων Φορτηγών Πλοίων 4500 TDW και άνω, έτους 2010 (Υ.Α.3525.1.1/01/2011 Υπουργού Θαλασσίων, Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (ΦΕΚ Β΄ 123/09.02.2011) και παρείχε τις υπηρεσίες του έως τις 27.6.2018, οπότε αποναυτολογήθηκε στο λιμάνι Jiangyin της Κίνας, λόγω ασθένειας και επαναπατρίστηκε. Κατά τον κρίσιμο χρόνο, το πλοίο ταξίδευε από το λιμάνι Haldia της Ινδίας, έχοντας εκφορτώσει το φορτίο κάρβουνου, που μετέφερε, με απώτερο προορισμό το λιμάνι Paranagua της Βραζιλίας, όπου θα φορτωνόταν με σιτηρά. Για τον λόγο αυτό έπρεπε να καθαρισθούν επιμελώς τα επτά αμπάρια του πλοίου με θαλασσινό νερό και ειδικά χημικά υγρά και στη συνέχεια να βαφτούν. Τις εν λόγω εργασίες, που ήταν ιδιαίτερα βαριές, κοπιαστικές και χρονοβόρες, καθόσον το προηγουμένως μεταφερθέν υλικό (κάρβουνο) είχε επικολλήσει στα τοιχώματα και αφαιρείτο δύσκολα, εκτελούσαν κανονικά τα μέλη του κατώτερου πληρώματος, έξι ναύτες και ο ναύκληρος, πλην όμως, αν και δεν ανάγονταν η εκτέλεση χειρωνακτικών εργασιών στα καθήκοντα του ενάγοντος, ως πλοιάρχου, εντούτοις αυτός, λόγω της ιδιαίτερης επιβάρυνσης των απασχολούμενων ναυτικών, που δεν επαρκούσαν σε αριθμό για την ολοκλήρωση τέτοιας έκτασης και δυσκολίας έργου και την έγκαιρη αποπεράτωση του πριν τον κατάπλου στην Βραζιλία, συμμετείχε στις εν λόγω εργασίες, μεταφέροντας κάποια δοχεία χημικών, που ήταν αποθηκευμένα στην πλώρη του πλοίου σε δοχεία 200, 40 και 25 κιλών αντίστοιχα, συνολικού βάρους τεσσάρων τόνων και έπρεπε να μεταφερθούν στους χώρους των εργασιών, προκειμένου να καταστεί εφικτή η εμπρόθεσμη και προσήκουσα εκπλήρωση του έργου. Ειδικότερα, στις 16.3.2018 κατά την εκτέλεση των εν λόγω εργασιών, ο ενάγων σηκώνοντας ένα δοχείο βάρους 25 κιλών, προς μεταφορά, αισθάνθηκε έντονο πόνο στην μέση και εγκατέλειψε την προσπάθεια προσπαθώντας να συνέλθει, ενώ για την ανακούφιση από τον πόνο έλαβε την ίδια μέρα το αναλγητικό και αντιφλεγμονώδες φάρμακο IBUPROFEN, σημειωμένου τούτου στο επίσημο ιατρικό ημερολόγιο του πλοίου. Τα συμπτώματα υποχώρησαν τις επόμενες μέρες, συνεπεία της φαρμακευτικής αγωγής και ο ενάγων εξακολούθησε να εκπληρώνει προσηκόντως τα καθήκοντα του αποφεύγοντας την διενέργεια εργασιών επιβάρυνσης της μέσης του. Οι εκτελούμενες εργασίες στα αμπάρια ολοκληρώθηκαν επιτυχώς στις 8.4.2018, οπότε το πλοίο κατέπλευσε στο λιμάνι Paranagua της Βραζιλίας, ο δε ενάγων, ως πλοίαρχος του πλοίου, ενημέρωσε σχετικά την διαχειρίστρια τούτου, δεύτερη εναγομένη εταιρεία, με την αποστολή ηλεκτρονικής επιστολής, επισημαίνοντας την τεράστια προσπάθεια και τον πολύωρο κόπο, που καταβλήθηκε καθημερινά από το πλήρωμα επί ένα μήνα, καθώς και τις δυσκολίες από τις καιρικές συνθήκες και τις ζημιές που έλαβαν χώρα, την ακαταλληλότητα ορισμένων βαφών και τον κίνδυνο επέλευσης ατυχήματος, προκειμένου να ετοιμαστούν τα κοίτη του πλοίου εγκαίρως. Το πλοίο παρέμεινε στον ανωτέρω λιμένα της Βραζιλίας έως τις 5.5.2018, οπότε εκκίνησε για το ταξίδι με προορισμό τον λιμένα εκφόρτωσης στην Κίνα. Στις 9.5.2018 ο ενάγων απέστειλε με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς τη δεύτερη εναγόμενη, αίτηση παραιτήσεως του, με την οποία αιτείτο τον επαναπατρισμό του στο λιμένα εκφορτώσεως στην Κίνα και την αντικατάσταση του, ενόψει συμπλήρωσης της απαιτούμενης υπηρεσίας βάσει της συμβάσεως, ευελπιστώντας ότι μέχρι τότε θα μπορούσε να αντιμετωπίσει την επανεμφάνιση των συμπτωμάτων οσφυαλγίας με φαρμακευτική αγωγή. Πράγματι, όπως προκύπτει από τις σχετικές εγγραφές στο Ιατρικό Ημερολόγιο του πλοίου, ο ενάγων στις 4.5.2018 έλαβε φαρμακευτική αγωγή, εξαιτίας δερματικής λοίμωξης, ακολούθως έλαβε αναλγητικά και αντιπυρετικά φάρμακα στις 5.5.2018 και στις 6.5.2018, εξαιτίας κοινού κρυολογήματος και πόνου στη μέση, στις 7.5.2018 λόγω της δερματικής λοίμωξης, ενώ στις 13.5.2018, 15.5.2018 και 22.5.2018, έλαβε ισχυρά αναλγητικά φάρμακα, λόγω πόνου στη μέση, ομοίως στις 26.5.2018 και στις 7.6.2018. Ένεκα της μη υποχώρησης των συμπτωμάτων, αλλά της εξακολούθησης και επιδείνωσης τους, ο ενάγων την επομένη ημέρα, 8.6.2018, που το πλοίο κατέπλευσε στο λιμάνι της Σιγκαπούρης, απέστειλε στην δεύτερη εναγομένη, διαχειρίστρια και αντιπρόσωπο της πρώτης, το με ίδια ημερομηνία μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στο οποίο αναφέρεται πλέον στην ανάγκη παροχής ιατρικής βοήθειας στο λιμάνι εκφόρτωσης και επείγουσας αποναυτολόγησης του για ιατρικούς λόγους και δη λόγω δυνατού πόνου στη μέση. Όταν το πλοίο κατέπλευσε στο λιμάνι Jiangyin της Κίνας στις 26.6.2018, ο ενάγων εξετάστηκε για τον λόγο αυτό από τοπικό ιατρό, που γνωμοδότησε ότι είναι ανίκανος προς εργασία, χρήζει περαιτέρω εξετάσεων και επαναπατρισμού, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, από 26.6.2018 έντυπο ιατρικής εξέτασης. Η δεύτερη εναγομένη διαχειρίστρια του πλοίου και η εναγομένη πλοιοκτήτρια εταιρεία δια της αντιπροσώπου της, αφότου ενημερώθηκαν από τον ίδιο τον ενάγοντα για την εμφάνιση των ανωτέρω αναφερομένων συμπτωμάτων, έδωσαν την δέουσα σημασία, καθόσον μέχρι την τηλεφωνική επικοινωνία του ενάγοντος με τον αρχιπλοίαρχο της εταιρείας, …. και την εν συνεχεία αποστολή της, ως άνω, από 8.6.2018 ηλεκτρονικής επιστολής, δεν γνώριζαν, ούτε υπαίτια αγνοούσαν ότι είχε κάποια πάθηση, ούτε ότι έπαιρνε φαρμακευτική αγωγή για οποιοδήποτε ιατρικό λόγο, αφού δεν είχαν πρόσφορα στοιχεία εκ μέρους του ενάγοντος, που ήταν η κύρια πηγή πληροφόρησης τους, εφόσον αυτός εξακολουθούσε οικειοθελώς την εργασία του και δεν είχε ζητήσει την αντικατάσταση του, μάλιστα μήτε ο ίδιος είχε εκτιμήσει τον επικείμενο κίνδυνο για την υγεία του, θεωρώντας ότι ήταν κάτι παροδικό και αρκούσε η λήψη αναλγητικών φαρμάκων, προς αποκατάσταση της, αμέσως δε μόλις πληροφορήθηκαν από τον ίδιο τον ενάγοντα ότι τα συμπτώματα αντί να παρέλθουν κατέστησαν εντονότερα, δεν αξίωσαν την συνέχιση της απασχόλησης του, ανταποκρινόμενοι άμεσα στο καθήκον πρόνοιας και προστασίας της υγείας του και προέβησαν στην απόλυση του στις 27.6.2018, λόγω ασθενείας, επιμελήθηκαν δε για τον επαναπατρισμό του στις 28.6.2018 στην Αθήνα με πτήση των τουρκικών αερογραμμών, ώστε να τύχει της δέουσας ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Επομένως, δεν αμέλησαν οι εναγόμενες εταιρείες, πλοιοκτήτρια και διαχειρίστρια αντίστοιχα του πλοίου δια των προστηθέντων τους, να παράσχουν στον ενάγοντα την ενδεικνυόμενη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, προβαίνοντας στις ενδεδειγμένες ενέργειες και την λήψη των προβλεπομένων από τη διάταξη του άρθρου 10 Β.Δ.806/1970 κλιμακωτών μέτρων για την προστασία της υγείας του εργαζομένου ναυτικού, αναλόγως της κρισιμότητας της κατάστασης, ήτοι παροχή πρώτων βοηθειών και πρόσβαση σε ιατρό, εφόσον δεν απαιτήθηκε εν προκειμένω το ύστατο μέτρο της εισαγωγής σε νοσοκομείο, μήτε τον εξανάγκασαν στην παροχή της εργασίας του, όταν ζήτησε την αποναυτολόγηση του για ιατρικό λόγο στο λιμάνι εκφόρτωσης στην Κίνα και συνεπώς, δεν θεμελιώνεται υπαιτιότητα των εναγομένων – εφεσιβλήτων εταιρειών δια των οργάνων και προστηθέντων τους για την επιδείνωση της κατάστασης του.
Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, ο ενάγων, στις 5.7.2018, εξετάσθηκε από τον ιδιώτη ιατρό χειρουργό ορθοπαιδικό, ………., ο οποίος, κατόπιν απεικονιστικού ελέγχου, βεβαίωσε ότι πάσχει από οξεία οσφυοϊσχιαλγία με ριζιτικές εκδηλώσεις δεξιού σκέλους κατανομής, ότι βρίσκεται σε φαρμακευτική αγωγή, χρήζει περαιτέρω απεικονιστικού ελέγχου και αναρρωτικής αδείας δεκαπέντε (15) ημερών (από 5.7.2018 ιατρική βεβαίωση). Ακολούθως, στις 12.7.2018 στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών του Γενικού Νοσοκομείου Αττικής “ΚΑΤ”, με αιτία προσέλευσης – παρούσα νόσο την ισχιαλγία μετά από άρση βάρους, υποβλήθηκε σε ιατρικές εξετάσεις χωρίς νευρολογική σημειολογία και του χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή (από 12.7.2018 ιατρική βεβαίωση του Τμήματος Επειγόντων Περιστατικών του Γενικού Νοσοκομείου Αττικής “ΚΑΤ”). Στη συνέχεια, ο ενάγων εξετάστηκε στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών/Ορθοπαιδικό του Γενικού Νοσοκομείου Μεσσηνίας, στις 19.7.2018, οπότε βρέθηκε να πάσχει από οξεία οσφυοϊσχιαλγία με συνοδό αίσθημα αιμωδίας και άλγους στο δεξί κάτω άκρο, υπεβλήθη σε κλινικό έλεγχο και του συνεστήθη η παραμονή στην οικία του για ανάρρωση σε κλινήρη θέση σε πλήρη ακινησία και η αποφυγή δραστηριότητας για ένα (1) μήνα (υπ’αριθ.πρωτ……../19.7.2018 ιατρική βεβαίωση του Τμήματος ΤΕΠ/Ορθοπαιδικό του Γενικού Νοσοκομείου Μεσσηνίας). Στις 10.9.2018 εξετάσθηκε και πάλι από τον προαναφερθέντα ιδιώτη ιατρό χειρουργό ορθοπαιδικό, ……….., ο οποίος βεβαίωσε ότι πάσχει από οξεία οσφυοϊσχιαλγία δεξιά με ριζιτικές εκδηλώσεις Ο5-Ι1, ότι ο πρόσφατος απεικονιστικός έλεγχος ανέδειξε ευμεγέθεις προπέτειες μεσοσπονδύλιων δίσκων στα επίπεδα Ο4-Ο5 και Ο5-Ι1 με μεγαλύτερα πιεστικά φαινόμενα οστού Ο4-Ο5 και γνωμάτευσε ότι χρήζει αναρρωτικής άδειας ενός (1) μηνός. Κατόπιν ο ενάγων μετέβη στις 11.10.2018 εκ νέου στο Γενικό Νοσοκομείο Μεσσηνίας, όπου βρέθηκε πάσχων από οξεία οσφυοϊσχιαλγία με συνοδό αίσθημα αιμωδίας και άλγους στο δεξί κάτω άκρο, το οποίο δεν υφίεται με ήπια αναλγητικά, συνεστήθη περαιτέρω έλεγχος επί εμμονής των συμπτωμάτων και κρίθηκε απαραίτητη η παραμονή στην οικία του για ανάρρωση σε κλινήρη θέση και σε πλήρη ακινητοποίηση, η αποφυγή οποιασδήποτε δραστηριότητας και άρσης βάρους καθώς και η αποφυγή ανάβασης και κατάβασης κλίμακας για ένα μήνα, η λήψη ισχυρών αναλγητικών φαρμάκων για τρεις μήνες και, επίσης του χορηγήθηκε αναρρωτική άδεια ενός (1) μηνός (υπ’ αριθ. πρωτ. …./11.10.2018 ιατρική βεβαίωση του Τμήματος Επειγόντων Περιστατικών του Γενικού Νοσοκομείου Μεσσηνίας). Τέλος, εξετάσθηκε στο ίδιο νοσηλευτικό ίδρυμα στις 30.11.2018 και βρέθηκε πάσχων από χρόνια εμμένουσα οσφυοϊσχιαλγία λόγω κηλών των μεσοσπονδύλιων δίσκων στην οσφυϊκή μοίρα, με συνοδό αίσθημα εμμένοντος άλγους και αιμωδιών και στα δύο κάτω άκρα, επιδεινούμενο από διμήνου παρά τη λήψη αναλγητικής αγωγής, υπεβλήθη και πάλι σε κλινικοεργαστηριακό και απεικονιστικό έλεγχο λεκάνης και ισχίων, τέθηκε σε ισχυρή αναλγητική αγωγή ενδοφλεβίως και κρίθηκε απαραίτητη η παραμονή στην οικία του για ανάρρωση σε κλινήρη θέση και σε πλήρη ακινητοποίηση και η αποφυγή οποιοσδήποτε δραστηριότητας για ένα (1) μήνα, ήτοι έως και την 29.12.2018, καθώς και η λήψη ισχυρών αναλγητικών και αντιφλεγμονωδών φαρμάκων (υπ’αριθ.πρωτ………./30.11.2018 βεβαίωση της ορθοπαιδικής κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Μεσσηνίας).
Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, η εμμένουσα οξεία οσφυοϊσχιαλγία με συνοδό αίσθημα αιμωδίας και άλγους στο δεξί κάτω άκρο, από την οποία πάσχει ο ενάγων και ήδη εκκαλών, συνιστά εργατικό ατύχημα, κατά την έννοια του άρθρου 1 κ.ν. 551/1915, εφόσον προήλθε από έκτακτη και αιφνίδια επενέργεια εξωτερικού αιτίου και δη εξαιτίας της άρσης του βάρους του δοχείου των χημικών, κατά την εκτέλεση της εργασίας του και εξ αφορμής αυτής, καθόσον συνδέεται με αυτήν με σχέση αιτίου και αποτελέσματος, λόγω του ότι εκ της προαναφερθείσας εργασίας του δημιουργήθηκαν οι ιδιαίτερες εκείνες και αναγκαίες για την επέλευση της πραγματικές συνθήκες, οι οποίες δεν θα υπήρχαν χωρίς την εργασία του αυτή. Ειδικότερα, κατά την εργασία του ενάγοντος διαμορφώθηκαν εκτάκτως δυσμενείς συνθήκες, που δεν ήταν συμφυείς προς τους συνηθισμένους όρους παροχής της, εξαιτίας της πιεστικής ανάγκης προδιαγεγραμμένης από την εναγομένη πλοιοκτήτρια, δια της αντιπροσώπου της, διαχειρίστριας του πλοίου δεύτερης εναγομένης, για την έγκαιρη αποπεράτωση του έργου του καθαρισμού των επτά αμπαριών του φορτηγού πλοίου με χημικά υλικά και μάλιστα όχι από εξειδικευμένο συνεργείο, αλλά από το κατώτερο πλήρωμα του πλοίου, καθώς και βαφής τούτου, εν πλω μέσω δυσμενών καιρικών συνθηκών, με υπέρταση των δυνάμεων τους και υπέρβαση του κανονικού ωραρίου τους, προκειμένου να καταστεί εφικτή η φόρτωση του στον επόμενο λιμένα σε εκτέλεση της σχετικής συμφωνίας ναύλωσης του, με συνέπεια ο ενάγων, που ήταν, ως πλοίαρχος, επικεφαλής υπεύθυνος για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της πλοιοκτήτριας εκ της ναυλώσεως, να αναγκαστεί να παρέχει και ο ίδιος χειρωνακτική εργασία, αν και δεν περιλαμβανόταν στα καθήκοντα του, συνδράμοντας έτσι το πλήρωμα κατά την απασχόληση του και ενισχύοντας την αποδοτικότητα του, με αποτέλεσμα οι κανονικές, δυσμενείς μεν αλλά σύμφυτες με τα καθήκοντα του, συνθήκες παροχής της εργασίας του, απέβησαν εξαιρετικά και ασυνήθιστα δυσμενείς, προσλαμβάνοντας έτσι τον χαρακτήρα του βιαίου συμβάντος και συνετέλεσαν στην πρόκληση της πάθησης του. Ενόψει τούτων, το ένδικο ατύχημα αποτελεί εργατικό ατύχημα, αφού δεν θα ελάμβανε χώρα χωρίς την εργασία του και την εκτέλεση της υπό τις δεδομένες συνθήκες και περιστάσεις, είναι δε ανεξάρτητο από την ιδιοσυστασία του οργανισμού του ενάγοντος, μη αναγομένου ουδόλως σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, αλλά αποτέλεσμα των ιδιαίτερων πραγματικών συνθηκών και περιστάσεων, που προεκτέθηκαν, οι οποίες δεν θα υπήρχαν χωρίς την εργασία του και αποτέλεσαν το αίτιο του επισυμβάντος εργατικού ατυχήματος, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών των εναγομένων – εφεσιβλήτων, ως ουσιαστικά αβασίμων. Απορριπτέο κρίνεται και το αίτημα διενέργειας ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος επικουρικά και με τις προτάσεις των εφεσιβλήτων, καθόσον το παρόν Δικαστήριο σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση για το κρίσιμο ζήτημα εάν η πάθηση του ενάγοντος προήλθε από βίαιο συμβάν ή αναγόταν σε παθολογική προδιάθεση, από τα υπάρχοντα αποδεικτικά μέσα και δεν απαιτούνται γι’αυτό ιδιάζουσες γνώσεις ιατρικής επιστήμης.
Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε ότι δεν στοιχειοθετείται εργατικό ατύχημα, αλλά η πάθηση του ενάγοντος οφείλεται σε σταδιακή φθορά του οργανισμού του από τις συνθήκες εργασίας του σε συνδυασμό με παθολογική προδιάθεση του οργανισμού του, διότι στις 28.2.2017 έπασχε από πόνο στη μέση και είχε τοποθετήσει θερμαντικό επίθεμα και ακολούθως, απέρριψε την αγωγή, ως ουσιαστικώς αβάσιμη, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και στην εκτίμηση των αποδείξεων, δεκτού γενομένου του πρώτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος, καθ’ο μέρος αποδίδει στην εκκαλουμένη τις εν λόγω πλημμέλειες, ως ουσιαστικά βασίμου.
Κατά συνέπεια, ο ενάγων, ως υποστάς εργατικό ατύχημα, κατά την εκτέλεση της ναυτικής εργασίας του στο πλοίο της πρώτης εναγομένης, χωρίς αυτός να βαρύνεται με δόλο ή με την ειδική αμέλεια, υπό την προδιαληφθείσα έννοια, δικαιούται για την αιτία αυτή, σύμφωνα με τις αναφερόμενες στην ρηθείσα μείζονα σκέψη της παρούσας αποφάσεως διατάξεις, την προβλεπόμενη αποζημίωση, ένεκα πρόσκαιρης πλήρους ανικανότητας του για εργασία, κατά το χρονικό διάστημα από 28.6.2018 έως την λήξη του συμφωνημένου χρόνου εργασίας του στις 29.7.2018, καθόσον δεν αποδεικνύεται ότι θα εξακολουθούσε ναυτολογημένος στο εν λόγω πλοίο και μετά από την λήξη της ορισμένης διάρκειας της εργασιακής του σχέσης, μήτε ότι είχε κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες, προκειμένου να ναυτολογηθεί σε έτερο πλοίο και εμποδίστηκε να αναλάβει τα καθήκοντα του, εξαιτίας της ανικανότητας, που είχε περιέλθει, ένεκα του επίδικου ατυχήματος. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 3 ν.551/1915, σε περίπτωση πλήρους πρόσκαιρης ανικανότητας, μέχρι δύο (2) χρόνια, η αποζημίωση είναι ημερήσια και ίση προς το μισό του ημερομισθίου που ελάμβανε ο παθών, κατά το χρόνο του ατυχήματος και για κάθε ημέρα του χρονικού διαστήματος της πλήρους ανικανότητας του, για τον καθορισμό δε της αποζημιώσεως αυτής, υπολογίζεται το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ενάγοντος, που ανέρχονταν, κατά τον κρίσιμο χρόνο, όπως προαναφέρθηκε, στο ποσό των 10.500 ευρώ. Επομένως, ο ενάγων για το ανωτέρω διάστημα, που κατέστη, ένεκα του επίδικου ατυχήματος, ανίκανος προς εργασία, δικαιούνταν αποζημίωση ύψους 5.425 ευρώ [10.500 € : 30 ημέρες = 350€ το ημερομίσθιο : 2 = 175 € Χ 31 ημέρες], απορριπτομένου του αγωγικού κονδυλίου για το υπερβάλλον, ως ουσιαστικά αβασίμου.
Επιπλέον, ο ενάγων δικαιούται σωρευτικά, κατά το άρθρο 66 του ΚΙΝΔ, να λάβει, λόγω του τραυματισμού του και της νοσηλείας του εκτός νοσοκομείου ή κλινικής, τους μισθούς ασθενείας 4 μηνών, εφόσον η ασθένεια του δεν οφείλεται σε δόλο ή βαρεία αμέλεια του, ώστε να αποκλείεται το δικαίωμα του αυτό, κατ’αρθρο 67 ΚΙΝΔ, έκαστος των οποίων ορίζεται ίσος με το μισθό ενεργείας και το ανάλογο αντίτιμο τροφής, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 1 της ανωτέρω ΣΣΝΕ και ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 12.491,84 ευρώ [(2.712,26 € ευρώ μισθός ενέργειας + 410,70 (13,69 € αντίτιμο τροφής Χ 30 ημέρες) = 3.122,96 € Χ 4 μήνες]. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του, αν και ορθά έκρινε ότι δεν έχει υποπέσει σε παραγραφή η αξίωση του ενάγοντος, εξαιτίας του τραυματισμού του, για μισθούς ασθενείας, εντούτοις την απέρριψε, κατ’ουσίαν, έσφαλε, ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τις συναφείς αιτιάσεις, που διαλαμβάνονται στον δεύτερο λόγο της έφεσης του ενάγοντος – εκκαλούντος, δεκτού γενομένου τούτου, ως ουσιαστικά βασίμου.
Εξάλλου δαπάνησε το ποσό των 191,26 ευρώ για την παροχή ιατρικών και διαγνωστικών υπηρεσιών και αγορά φαρμάκων, προς αποκατάσταση της υγείας του, εξαιτίας του επίδικου συμβάντος και συγκεκριμένα κατέβαλε το ποσό των 50 ευρώ στον ιατρό ορθοπεδικό χειρούργο, ……., εκδιδομένης της υπ’αριθμ………/5.7.2018 απόδειξης παροχής υπηρεσιών, το ποσό των 20,18 ευρώ για φάρμακα σε εκτέλεση της από 9.7.2018 συνταγής του ανωτέρω ιατρού, το ποσό των 35,54 ευρώ για παροχή ιατρικών υπηρεσιών στην …….. «…….» εκδιδομένης της από 25.7.2018 απόδειξης και το ποσό των 35,54 ευρώ στο ιδιωτικό διαγνωστικό εργαστήριο «………» εκδιδομένης της από 18.7.2018 απόδειξης, σε εκτέλεση των από 17.7.2018 και 24.7.2018 παραπεμπτικών της ιατρού παθολόγου, …….. για μαγνητικές τομογραφίες ΟΜΣΣ και το ποσό των 50 ευρώ στον ιατρό ορθοπεδικό χειρούργο, . …., εκδιδομένης της υπ’αριθμ……./10.9.2018 απόδειξης παροχής υπηρεσιών και συνεπώς, δικαιούται σε απόληψη τους, κατά μερική παραδοχή του σχετικού αγωγικού κονδυλίου, η δε εκκαλουμένη που απέρριψε τούτο, καθ’ολοκληρίαν, έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, δεκτού γενομένου του συναφούς τρίτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο παραπονείται για τα εν λόγω σφάλματα, ως εν μέρει ουσιαστικά βασίμου.
V. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης, παρελκομένης της εξέτασης του τέταρτου λόγου της έφεσης περί επιβολής των δικαστικών εξόδων σε βάρος του ενάγοντος, πρέπει να γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν η κρινόμενη έφεση, ως προς την πρώτη, δεύτερη και τέταρτη των εναγομένων, κατά τους σχετικούς βάσιμους αντίστοιχα λόγους, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της, ως προς αυτούς, χάριν της ενότητας της εκτέλεσης, ώστε να εκδοθεί ενιαία απόφαση, στην οποία περιλαμβάνονται όσα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης παρέμειναν αλώβητα και όσα έχουν μεταρρυθμισθεί στην προκειμένη κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.). Εν συνεχεία, αφού κρατηθεί η υπόθεση για εκδίκαση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή, ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθούν η πρώτη εναγομένη-εφεσίβλητη αλλοδαπή εταιρεία, με την ιδιότητα της πλοιοκτήτριας, η δεύτερη εναγομένη-εφεσίβλητη εταιρεία με την ιδιότητα της αντιπροσώπου της και η τέταρτη εναγομένη-εφεσίβλητη, ως νόμιμη εκπρόσωπος της δεύτερης, να καταβάλουν στον ενάγοντα-εκκαλούντα εις ολόκληρον, το ποσό των 108,10 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής, τα δε δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος, κατόπιν σχετικού αιτήματος του (άρθρα 183, 189παρ.1 και 191 § 2 ΚΠολΔ), σε βάρος των ηττηθέντων εναγομένων – εφεσιβλήτων, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην του τρίτου εφεσιβλήτου και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
Απορρίπτει την έφεση, ως απαράδεκτη, ως προς τον τρίτο εφεσίβλητο, …………….
Δέχεται την έφεση τυπικά, ως προς τους λοιπούς εφεσιβλήτους.
Δέχεται την έφεση εν μέρει κατ’ουσίαν, ως προς αυτούς.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’αριθμ.395/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως προς την πρώτη, δεύτερη και τέταρτη των εναγομένων.
Κρατεί και δικάζει την από 3.1.2019 αγωγή.
Δέχεται αυτήν εν μέρει.
Υποχρεώνει την πρώτη, δεύτερη και τέταρτη των εναγομένων – εφεσιβλήτων να καταβάλουν εις ολόκληρον στον ενάγοντα – εκκαλούντα το ποσό των δέκα οκτώ χιλιάδων εκατόν οκτώ και δέκα λεπτών (18.108,10) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.
Επιβάλλει στην πρώτη, δεύτερη και τέταρτη των εναγομένων – εφεσιβλήτων μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων ευρώ (1.800 €).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 15 Μαΐου 2023.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ