ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 261/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα K.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………. για να δικάσει τις κάτωθι υποθέσεις μεταξύ:
Α. Του εκκαλούντος – ενάγοντος: …………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Μαρία Λειβιδιώτου Σαξώνη.
Των εφεσιβλήτων – εναγομένων: 1) Της εδρεύουσας στη ……. και νόμιμα εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία «………» (………………………), 2) της εδρεύουσας στα νησιά …….., νόμιμα εγκατεστημένης στον ……. Αττικής (οδός ………) και νόμιμα εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία «…………..» (.. ……..), 3) ………, 4) …………… εκ των οποίων η πρώτη, δεύτερη και τέταρτη εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Κουντούρη, ενώ όσον αφορά τον τρίτο εξ αυτών ο ως άνω πληρεξούσιος δικηγόρος δήλωσε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο ότι έχει αποβιώσει και ότι επαναλαμβάνουν εκουσίως τη βιαίως διακοπείσα ως προς αυτόν δίκη η σύζυγός του τέταρτη εφεσίβλητη, καθώς και τα τέκνα του ……. ……. και ………., επίσης κάτοικοι …… Αττικής (οδός ……………), ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του κατά ποσοστό 2/8, 3/8 και 3/8 εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα, τους οποίους εκπροσώπησε ο ίδιος ως πληρεξούσιος δικηγόρος τους.
Β. Των εκκαλούντων – εναγομένων: 1) Της εδρεύουσας στη …… και νόμιμα εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία «…………..» (……………), 2) της εδρεύουσας στα νησιά ………, νόμιμα εγκατεστημένης στον …….. Αττικής (οδός …………) και νόμιμα εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία «……………..» (… ……….), 3) ……….., 4) ………… εκ των οποίων η πρώτη, δεύτερη και τέταρτη εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Κουντούρη, ενώ όσον αφορά τον τρίτο εξ αυτών ο ως άνω Νικόλαος Κουντούρης δήλωσε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου ότι έχει αποβιώσει και ότι επαναλαμβάνουν εκουσίως τη βιαίως διακοπείσα ως προς αυτόν δίκη η σύζυγός του τέταρτη εφεσίβλητη, καθώς και τα τέκνα του ………….και … …….., επίσης κάτοικοι ……… Αττικής (οδός …………), ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του κατά ποσοστό 2/8, 3/8 και 3/8 εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα, τους οποίους εκπροσώπησε ο ίδιος ως πληρεξούσιος δικηγόρος τους.
Του εφεσιβλήτου – ενάγοντος: …………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Μαρία Λειβιδιώτου Σαξώνη.
Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 30.11.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………./20.12.2018) αγωγή του, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Επί της προαναφερθείσας αγωγής, η οποία επαναφέρθηκε προς συζήτηση με την από 6.6.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………/12.6.2019) κλήση του ενάγοντος, κατόπιν της ματαίωσης της συζήτησής της κατά την αρχικά προσδιορισθείσα δικάσιμο της 4ης.6.2019, λόγω της διενέργειας του δεύτερου γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών στις 2.6.2019, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, η υπ’αριθμ. 2178/2020 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε αυτή εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη.
Ο εν μέρει ηττηθείς στον πρώτο βαθμό ενάγων με την από 9.9.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ…………/22.9.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ. δικογρ………./22.9.2020 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου έφεσή του, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 18ης.2.2021, κατά την οποία δεν εκφωνήθηκε εξαιτίας της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 για το χρονικό διάστημα από 11.2.2021 έως 22.3.2021, προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση.
Οι ομοίως εν μέρει ηττηθέντες στον πρώτο βαθμό εναγόμενοι με την από 1.10.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/21.10.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………./22.10.2020 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου έφεσή τους, η οποία επίσης προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 18ης.2.2021, κατά την οποία δεν εκφωνήθηκε εξαιτίας της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 για το χρονικό διάστημα από 11.2.2021 έως 22.3.2021, προσβάλλουν την αυτή ως άνω απόφαση.
Κατά τη συζήτηση των δικογράφων στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, που προσδιορίσθηκε αυτεπαγγέλτως με την υπ’αριθμ.88/2021 Πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή του ιδίου Δικαστηρίου Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 του ν.4786/2021, τα οποία συνεκφωνήθηκαν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι προαναφερθέντες πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων εμφανίσθηκαν και αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσαν, ο δε εξ αυτών πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων – εφεσιβλήτων – εναγομένων προέβη επιπροσθέτως και στην ανωτέρω δήλωση αναφορικά με τον αποβιώσαντα διάδικο ………………
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι κάτωθι αναφερόμενες αντίθετες εφέσεις: α) Η από 9.9.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ………/22.9.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ………/22.9.2020 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ενάγοντος της από 30.11.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ………../20.12.2018) αγωγής, που ασκήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και β) η από 1.10.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……./21.10.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ../22.10.2020 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση των ομοίως εν μέρει ηττηθέντων πρωτοδίκως εναγομένων της ανωτέρω αγωγής και εφεσιβλήτων της πρώτης έφεσης αντίστοιχα, αμφότερες στρεφόμενες κατά της εκδοθείσας επί της υπόθεσης υπ’αριθμ. 2178/2020 οριστικής απόφασης του προαναφερθέντος Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η ως άνω αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν προς διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης και μείωση των εξόδων (άρθρο 246, 524 παρ.1 εδαφ.α΄και 591 παρ.1 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ).
Η κρινόμενη από 9.9.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ………../22.9.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ……./22.9.2020 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ενάγοντος κατά της υπ’αριθμ. 2178/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της πρωτοβάθμιας δίκης, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αριθμ.3, 621 του ΚΠολΔ και 82 του ΚΙΝΔ), επί της ασκηθείσας σε βάρος των εφεσιβλήτων από 30.11.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./20.12.2018) αγωγής του εκκαλούντος Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, διώκουσας την επιδίκαση στον τελευταίο του συνολικού χρηματικού ποσού των 22.913,70 ευρώ, πλέον τόκων, ως την προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 3 παρ.3 του ν.551/1915 περιορισμένη κατ’αποκοπήν αποζημίωση λόγω της πλήρους πρόσκαιρης ανικανότητάς του προς εργασία, κατόπιν του τραυματισμού του σε εργατικό ατύχημα υπό την έννοια του άρθρου 1 του ως άνω νόμου, επισυμβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας του, με την ειδικότητα του Υποπλοιάρχου, σε πλοίο, πλοιοκτησίας της πρώτης των εναγομένων, αλλοδαπής εταιρείας, της δεύτερης εξ αυτών συμβληθείσης στη σύμβαση ναυτολόγησής του ως αντιπρόσωπος στην Ελλάδα της πρώτης, με νομίμους εκπροσώπους τους τρίτο και τέταρτη εναγομένους, ως μισθούς ασθενείας του τεσσάρων (4) μηνών από την αποναυτολόγησή του και ως ιατρικές δαπάνες και με την οποία (πρωτόδικη απόφαση) έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι, έκαστος εις ολόκληρον, να του καταβάλουν το συνολικό ποσό των 4.950,82 ευρώ, πλέον τόκων από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, ως μισθούς ασθενείας 2,5 μηνών από την απόλυσή του και ως ιατρικές δαπάνες, καθώς και μέρος της δικαστικής του δαπάνης, ποσού 250 ευρώ, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517 εδαφ.α΄, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 22.9.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. …../22.9.2020), δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία των δύο (2) ετών από τη δημοσίευσή της στις 10.6.2020 και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ για το παραδεκτό της, μολονότι ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της παρ.4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή (ειδική) διαδικασία των περιουσιακών/εργατικών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρα 532, 533 παρ. 1 και 591 παρ. 1 εδαφ.α΄ του ΚΠολΔ).
Η έτερη από 1.10.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……/21.10.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../22.10.2020 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση των ομοίως εν μέρει ηττηθέντων πρωτοδίκως εναγομένων της ανωτέρω αγωγής και εφεσιβλήτων της πρώτης έφεσης αντίστοιχα, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517 εδαφ.α΄, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 21.10.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../21.10.2020), δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία των δύο (2) ετών από τη δημοσίευσή της στις 10.6.2020 κατά τα προεκτεθέντα και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ για το παραδεκτό της, μολονότι ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της παρ.4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή (ειδική) διαδικασία των περιουσιακών/εργατικών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρα 532, 533 παρ.1 και 591 παρ. 1 εδαφ.α΄ του ΚΠολΔ).
Κατά τη συζήτηση των κρινόμενων εφέσεων στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, εμφανίσθηκε ο Δικηγόρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Νικόλαος Κουντούρης και με την ιδιότητα του πληρεξουσίου δικηγόρου του εκ των διαδίκων …………… (τρίτου εναγομένου και ήδη τρίτου εκκαλούντος – τρίτου εφεσιβλήτου) γνωστοποίησε στον αντίδικο του ανωτέρω διαδίκου (ενάγοντα – εκκαλούντα – εφεσίβλητο) τον επισυμβάντα στις 25.7.2021, ήτοι μετά την άσκηση των ένδικων εφέσεων, θάνατο αυτού και επιπροσθέτως δήλωσε ότι επαναλαμβάνουν εκουσίως τη βιαίως ως προς αυτόν και μόνον (λόγω της σχέσης απλής ομοδικίας του άρθρου 74 του ΚΠολΔ μεταξύ των πλειόνων εναγομένων της αγωγής και εις ολόκληρον ενεχομένων προς καταβολή του αιτουμένου με την αγωγή χρηματικού ποσού) διακοπείσα δίκη η σύζυγός του …….., τέταρτη εναγόμενη και ήδη τέταρτη εκκαλούσα – τέταρτη εφεσίβλητη, καθώς και τα τέκνα του …………….. και …….., ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, έκαστος εξ αυτών κατά ποσοστό 2/8, 3/8 και 3/8 εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα, υπεισελθόντες στη δικονομική θέση του αποβιώσαντος συζύγου και πατρός τους (βλ. σχετ. περί των προεκτεθέντων τα προσκομιζόμενα από 29.5.2021 αντίγραφο της ληξιαρχικής πράξης θανάτου του ανωτέρω διαδίκου της Ληξιάρχου Αθηνών, το με αριθμ.πρωτ……./7.6.2021 αντίγραφο του πιστοποιητικού εγγυτέρων συγγενών του Δήμου Φιλοθέης – Ψυχικού και το υπ’αριθμ………/2021 αντίγραφο του πιστοποιητικού περί μη δημοσίευσης διαθήκης του αποβιώσαντος του Πρωτοδικείου Αθηνών). Επομένως, νομίμως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 286 παρ.1 στοιχ.α΄, 287 παρ.1 και 290 του ΚΠολΔ, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στην προαναφερθείσα δικάσιμο ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ως άνω διαδίκου γνωστοποίησε ότι αυτός απεβίωσε και ότι επήλθε βίαιη διακοπή της δίκης, οι δε ανωτέρω, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του (άρθρα 1710, 1813, 1820 και 1846 του ΑΚ), δήλωσαν την εκούσια, στο όνομά του, επανάληψη της δίκης, που βιαίως διακόπηκε, λόγω του θανάτου του. Ενόψει τούτων, η βιαίως διακοπείσα δίκη επί της υπόθεσης νομίμως και παραδεκτώς συνεχίζεται από τους προαναφερόμενους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του ανωτέρω αποβιώσαντος διαδίκου.
Ο ενάγων με την από 30.11.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./20.12.2018) αγωγή, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ισχυρίσθηκε ότι σε εκτέλεση προσυμφώνου σύμβασης παροχής ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε στον Πειραιά στις 18.2.2018, μεταξύ του ιδίου και της δεύτερης των εναγομένων, νόμιμοι εκπρόσωποι της οποίας είναι οι τρίτος και τέταρτη εναγόμενοι, συμβληθείσης με την ιδιότητα της αντιπροσώπου στην Ελλάδα της πρώτης εναγομένης, αλλοδαπής εταιρείας, πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Κύπρου φορτηγού πλοίου με την ονομασία «……..» (…………..), ολικής χωρητικότητας 43.151 κόρων, επιβιβάσθηκε και ναυτολογήθηκε στο ανωτέρω πλοίο από τον πλοίαρχό του, προκειμένου να εργασθεί με την ειδικότητα του υποπλοιάρχου, αντί συνολικού «κλειστού» μηνιαίου μισθού 7.200 ευρώ, συμφωνηθείσης της εφαρμογής κατά τα λοιπά επί της εργασιακής του σύμβασης των προβλεπομένων από τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας για τα μέλη των Πληρωμάτων των Φορτηγών Πλοίων πάνω από 4.500 τόνους D.W. του έτους 2010 όρων αμοιβής και εργασίας. Ότι στις 15.3.2018, σε εργατικό ατύχημα, υπό την έννοια του άρθρου 1 του ν.551/1915, που συνέβη κατά την εκτέλεση της εργασίας του στο πλοίο και υπό τις ειδικότερα περιγραφόμενες στο δικόγραφο συνθήκες, τραυματίσθηκε στον αριστερό του ώμο, καθώς και ότι στις 27.6.2018 λύθηκε η εργασιακή του σύμβαση και αποναυτολογήθηκε λόγω ασθενείας. Ότι εξαιτίας του τραυματισμού του αυτού κατέστη πλήρως ανίκανος προς εργασία για χρονικό διάστημα τεσσάρων (4) μηνών από την απόλυσή του, ήτοι από τις 28.6.2018 έως και τις 28.10.2018. Με βάση το προεκτεθέν ιστορικό ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν, έκαστος εξ αυτών αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ενεχόμενος, ως εργοδότριά του πλοιοκτήτρια εταιρεία η πρώτη, ως αντιπρόσωπος της πρώτης στην Ελλάδα κατά τη σύναψη της εργασιακής του σύμβασης η δεύτερη και ως νόμιμοι εκπρόσωποι της τελευταίας οι τρίτος και τέταρτη αντίστοιχα, το συνολικό ποσό των 15.220,80 ευρώ, το οποίο συνιστά την περιορισμένη (κατ’αποκοπήν) αποζημίωση του άρθρου 3 παρ.3 του ν.551/1915, που δικαιούται λόγω της προκληθείσης από το επίμαχο εργατικό ατύχημα πλήρους πρόσκαιρης ανικανότητάς του προς εργασία επί 4 μήνες μετά την αποναυτολόγησή του, υπολογιζόμενη με βάση τις συμφωνηθείσες συνολικές μηνιαίες αποδοχές του για την παροχή της εργασίας του στο ως άνω πλοίο, πλέον του μηνιαίου αντιτίμου τροφής, που προβλέπεται από την εν προκειμένω εφαρμοστέα ΣΣΝΕ για τα μέλη των πληρωμάτων της συγκεκριμένης κατηγορίας πλοίων, κατά τα ειδικότερα στο δικόγραφο εκτιθέμενα, το συνολικό ποσό των 7.312,08 ευρώ ως μισθούς ασθενείας τεσσάρων (4) μηνών από την απόλυσή του, χρονικό διάστημα κατά το οποίο αναμφίβολα διήρκησε η ασθένειά του, υπολογιζόμενους με βάση το μηνιαίο μισθό ενεργείας της ειδικότητας του υποπλοιάρχου, πλέον του μηνιαίου αντιτίμου τροφής, όπως τα αντίστοιχα ποσά προβλέπονται στην ίδια ΣΣΝΕ, καθώς και το ποσό των 380,82 ευρώ για ιατρικές δαπάνες, στις οποίες υποβλήθηκε για την αποθεραπεία του, σύμφωνα με τις αναφερόμενες στο δικόγραφο αποδείξεις παροχής υπηρεσιών, ήτοι συνολικά το ποσό των 22.913,70 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση και να καταδικασθούν στη δικαστική του δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής, η οποία επαναφέρθηκε προς συζήτηση με την από 6.6.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ…………../12.6.2019) κλήση του ενάγοντος, κατόπιν της ματαίωσης της συζήτησής της κατά την αρχικά προσδιορισθείσα δικάσιμο της 4ης.6.2019, λόγω της διενέργειας του δεύτερου γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών στις 2.6.2019, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, η υπ’αριθμ. 2178/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφού κρίθηκε ότι η αγωγή παραδεκτά εισήχθη προς εκδίκαση στο ανωτέρω Δικαστήριο, που είναι καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο προς εκδίκασή της και ότι τυγχάνει πλήρως και επαρκώς ορισμένη, ως περιέχουσα όλα τα κατά νόμο αναγκαία στοιχεία και νόμιμη, στηριζόμενη στις ειδικότερα σ’αυτήν αναφερόμενες διατάξεις του ΑΚ, του ΚΠολΔ, του ΚΙΝΔ, του ν.551/1915 και της από 10.11.2010 Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Φορτηγών Πλοίων από 4500 D.W.T. και άνω του έτους 2010, που κυρώθηκε με την υπ’αριθμ.3525.1.2/01/2011 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (ΦΕΚ Β΄123/9.2.2011), ακολούθως διερευνήθηκε η υπόθεση από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας με βάση τα προσκομισθέντα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα και έγινε η αγωγή εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη ως προς τα επιμέρους κονδύλια των μισθών ασθενείας για χρονικό διάστημα 2,5 μηνών από την απόλυση του ενάγοντος, ήτοι από 28.6.2018 έως και 10.9.2018 (εκ προφανούς παραδρομής ανεγράφη στην απόφαση 10.9.2019) και των ιατρικών εξόδων στο σύνολό του, ενώ το κονδύλιο της αποζημίωσης λόγω πλήρους, πρόσκαιρης ανικανότητάς του προς εργασία απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμο, διότι κρίθηκε ότι η διαγνωσθείσα σωματική βλάβη του δεν οφείλεται στο εκτιθέμενο στο αγωγικό δικόγραφο εργατικό ατύχημα, απορριφθέντων των αιτημάτων των εναγομένων περί διενέργειας πραγματογνωμοσύνης και επίδειξης εγγράφων. Ενόψει τούτων, υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στον ενάγοντα εις ολόκληρον το συνολικό ποσό των 4.950,82 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, καθώς και μέρος της δικαστικής του δαπάνης, το ύψος της οποίας καθορίσθηκε στο ποσό των 250 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται αμφότερα τα διάδικα μέρη, ως εν μέρει ηττηθέντες στον πρώτο βαθμό διάδικοι, έχοντας έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη τους, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της ανωτέρω απόφασης, με τις κάτωθι αναφερόμενες εφέσεις τους, που άσκησαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου: 1) Ο ενάγων με την από 9.9.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ.δικογρ………./22.9.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ………../22.9.2020 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή του πλήττει την πρωτόδικη απόφαση για τους λόγους, που ειδικότερα αναφέρονται στο εφετήριο και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσον αφορά την κρίση του επί της ουσίας της υπόθεσης και δη την απόρριψη εν όλω του αιτήματός του περί καταβολής αποζημίωσης λόγω της πλήρους πρόσκαιρης ανικανότητάς του προς εργασία για χρονικό διάστημα τεσσάρων (4) μηνών από την απόλυσή του, κατόπιν τραυματισμού του στο εκτιθέμενο στο δικόγραφο της αγωγής του εργατικό ατύχημα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του στο πλοίο της πρώτης εναγομένης και την απόρριψη του αιτήματος των εναγομένων για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, καθώς και την εν μέρει απόρριψη του αγωγικού αιτήματος περί καταβολής μισθών ασθενείας τεσσάρων (4) μηνών από τη λύση της εργασιακής του σύμβασης, ζητώντας την παραδοχή της έφεσής του και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει καθ’ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή του από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας. 2) Οι εναγόμενοι με την από 1.10.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ……../21.10.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../22.10.2020 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή τους, πλήττουν την πρωτόδικη απόφαση για τους λόγους, που ειδικότερα αναφέρονται στο εφετήριο και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσον αφορά την κρίση του επί των αγωγικών αιτημάτων προς καταβολή μισθών ασθενείας και ιατρικών εξόδων, που έγιναν δεκτά εν μέρει και εν όλω αντίστοιχα ως κατ’ουσίαν βάσιμα, ενώ, όπως ισχυρίζονται, θα έπρεπε αμφότερα να απορριφθούν (ως προς το αίτημα των μισθών ασθενείας διατείνονται επιπροσθέτως ότι σε κάθε περίπτωση με την πρωτόδικη απόφαση έγιναν δεκτοί για την παραδοχή του ισχυρισμοί μη προταθέντες από τον ενάγοντα με την αγωγή του) και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, προκειμένου, κατόπιν εξαρχής διερεύνησης της υπόθεσης, ν’απορριφθεί στο σύνολό της η σε βάρος τους ασκηθείσα αγωγή.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 533 παρ. 1 και 534 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μετά την τυπική παραδοχή της έφεσης και των λόγων της ερευνά την ουσιαστική βασιμότητα αυτών και, αν πλήττεται η εκκαλουμένη για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού της πρωτοβάθμιας απόφασης με βάση το αποδεικτικό υλικό που προσκομίζεται ενώπιόν του στο σύνολό του, δηλαδή τόσον τα, παραδεκτά και νόμιμα, αποδεικτικά μέσα που είχαν με επίκληση προσκομισθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όσον και εκείνα που υπό τους όρους του άρθρου 529 του ΚΠολΔ παραδεκτά προσκομίζονται για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 102/2010, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, 1855/2006, ΔιΜΕΕ 2007.283 = ΔΕΕ 2007/1347, ΑΠ 1440/2005, ΕλλΔνη 2006.155, ΜονΕφΠειρ. 533/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, 2007, § 115, αριθμ. 2, σελ. 273). Επομένως, μετά την τυπική παραδοχή της έφεσης, ειδικότερος λόγος αυτής περί εσφαλμένης μη λήψης υπόψη εκ μέρους του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ορισμένου αποδεικτού μέσου, ασκούντος ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, του οποίου γίνεται επανεπίκληση και επαναπροσκομιδή, αποβαίνει άνευ αντικειμένου και απορρίπτεται ως απαράδεκτος, αφού σε κάθε περίπτωση το εφετείο έχει και χωρίς ειδικό παράπονο την υποχρέωση καθολικής επανεκτίμησης των αποδείξεων, της οποίας η παραβίαση κατά την κατάστρωση της ελάσσονος πρότασης του δικανικού του συλλογισμού ιδρύει τον από το άρθρο 559 αριθμ. 11 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης (ΟλΑΠ 42/2002, ΕΕΔ 2003.425 = ΕλλΔνη 2003.375). Τέλος, με τη διάταξη του άρθρου 529 παρ. 1 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ ορίζεται ότι στην κατ’ έφεση δίκη επιτρέπεται να γίνει επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων, ενώ κατά την παρ.2 της ίδιας διάταξης το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να αποκρούσει τα αποδεικτικά μέσα που προσάγονται για πρώτη φορά σ` αυτό ως απαράδεκτα, αν κατά την κρίση του, ο διάδικος δεν τα είχε προσκομίσει στην πρωτόδικη δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαρεία αμέλεια. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και στην ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, σύμφωνα με το άρθρο 591 παρ.1 του ίδιου Κώδικα. Επομένως, στη διαδικασία αυτή ο διάδικος μπορεί να επικαλεσθεί και προσκομίσει για πρώτη φορά ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και νέα αποδεικτικά μέσα, όπως ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν νομοτύπως, ακόμη και μετά την έκδοση της εκκαλούμενης οριστικής απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κατά μείζονα δε λόγο αν αυτές λήφθηκαν κατά τη διάρκεια της προθεσμίας προς προσθήκη και αντίκρουση ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου μετά τη συζήτηση και πριν την έκδοση της οριστικής απόφασης, έστω και αν ήταν απαράδεκτη η λήψη αυτών από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, επειδή δόθηκαν μετά το πέρας της επ’ ακροατηρίου συζήτησης και δεν αφορούσαν αντίκρουση ισχυρισμών που προτάθηκαν παραδεκτώς το πρώτον κατά τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (βλ, σχετ. περί των ανωτέρω ΑΠ 1262/2021 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Κατ’ ακολουθίαν όσων προεκτέθηκαν, ο πρώτος λόγος της ένδικης έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο ο τελευταίος μέμφεται την εκκαλουμένη, επειδή δε λήφθηκε υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για την εξαγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος η υπ’αριθμ. …………/2020 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρός του ………., την οποία είχε προσκομίσει πρωτοδίκως μετά τη συζήτηση της αγωγής εντός της προθεσμίας της προσθήκης αντίκρουσης, είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί, πολλώ δε μάλλον που η ανωτέρω ένορκη βεβαίωση, επαναπροσκομισθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου στην έκκλητη δίκη, παραδεκτά θα ληφθεί υπόψη ως ίδιο αποδεικτικό μέσο, όπως θα αναφερθεί κατωτέρω.
Από τις διατάξεις του άρθρου 368 παρ.1 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας για την ανάγκη διενέργειας πραγματογνωμοσύνης, όπως και το αν, για την αντίληψη του ζητήματος που αφορά αυτή, χρειάζονται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, ανάγεται στην κυριαρχική εξουσία του Δικαστηρίου αυτού (ΑΠ 89/2013, ΑΠ 378/2011, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Κατά συνέπεια, η απόρριψη του αιτήματος για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, κατά το άρθρο 368 παρ.1 του ΚΠολΔ, δεν αποτελεί σφάλμα δεκτικό έφεσης, αφού η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κρίση του Δικαστηρίου, το οποίο εκτιμά ελεύθερα την ανάγκη της χρησιμοποίησης του αποδεικτικού αυτού μέσου (ΑΠ 754/2011, ΕφΑθ 525/2017, ΕφΔωδ 69/2015). Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος της ένδικης έφεσης του ενάγοντος κατά το σκέλος αυτού, με το οποίο ο ανωτέρω, πέραν των λοιπών αιτιάσεων που επί της ουσίας προβάλλει, παραπονείται διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα των εναγομένων, το οποίο και ο ίδιος αποδέχθηκε, για τη διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
Στις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3 και 16 παρ.1 του Ν. 551/1914 “Περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχήματος εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων” (Φ.Ε.Κ. Α΄ 11/8 Ιανουαρίου 1915), ο οποίος, τροποποιηθείς ως προς επί μέρους διατάξεις του με τους Ν. 2114/1920 “Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του νόμου ΒΩΜΑ” (Φ.Ε.Κ. Α` 67/18 Μαρτίου 1920) και 2193/1920 “Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων εργατικών τινών νόμων” (Φ.Ε.Κ. Α` 129/13 Ιουνίου 1920), έχει κωδικοποιηθεί με το Β.Δ. της 24ης Ιουλίου/25ης Αυγούστου 1920 “Περί κωδικοποιήσεως των νόμων περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχήματος εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων” (Φ.Ε.Κ. Α΄191/25 Αυγούστου 1920) δυνάμει εξουσιοδότησης του άρθρου 11 Ν. 2193/1920 και διατηρηθείς σε ισχύ σύμφωνα με την προαναφερομένη διάταξη του άρθρου 38 του ΕισΝΑΚ, εφαρμόζεται επί των ατυχημάτων των ναυτικών κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 66 του ΚΙΝΔ, ορίζονται αντίστοιχα τα εξής: “Ατύχημα εκ βιαίου συμβάντος, επερχόμενον εις εργάτην ή υπάλληλον των εν τω άρθρω 2 εργασιών και επιχειρήσεων, εν τη εκτελέσει της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, παρέχει εις τα κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου δικαιούμενα πρόσωπα δικαίωμα αποζημιώσεως απέναντι του κυρίου της επιχειρήσεως, εάν η εις τον παθόντα εκ του ατυχήματος προελθούσα διακοπή της εργασίας διήρκεσε πλέον των τεσσάρων ημερών, εξαιρουμένης μόνον της περιπτώσεως καθ’ην ο παθών εκ προθέσεως προεκάλεσε το επελθόν ατύχημα”, “εις την κατά το άρθρον 1 αποζημίωσιν υποχρεούνται: … οι κύριοι επιχειρήσεων μεταφοράς δια γης ή ύδατος …” Όπως προκύπτει από τις προπαρατεθείσες διατάξεις, ναυτεργατικό ατύχημα εκ βιαίου συμβάντος, το οποίο ιδρύει δικαίωμα αποζημίωσης κατά τις ως άνω διακρίσεις του άρθρου 3, συνιστά και η πρόκληση μερικής ή ολικής ανικανότητας προς εργασία του ναυτικού, η οποία διήρκεσε πλέον των τεσσάρων ημερών, συνεπεία εκτάκτως και αιφνιδίως επενεργήσαντος εξωτερικού αιτίου κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, ασχέτου προς την σύσταση και την βαθμιαία και προοδευτική εξασθένηση και φθορά του οργανισμού του παθόντος και τους δυσμενείς, εγγενείς της ναυτικής εργασίας όρους. Η ευθύνη του εργοδότη (πλοιοκτήτη – εφοπλιστή) ως προς την εν λόγω αποζημίωση είναι αντικειμενική, ανεξαρτήτως πταίσματος (ΑΠ 541/2020 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 551/1915, ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας του, ή εξ αφορμής αυτής σε ναυτικό και θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης, θεωρείται κάθε βλάβη που είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, που δεν θα υπήρχε χωρίς την εργασία και την εκτέλεσή της υπό τις σχετικές περιστάσεις (βλ. ΟλΑΠ 1287/1986 ΝοΒ 35.160, ΑΠ 1616/2003 ΕλλΔνη 2004.767). Έτσι, δε μπορεί να θεωρηθεί ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, όταν η εκδήλωση της ασθένειας ή και η επιδείνωση προϋπάρχουσας πάθησης ή νοσηρής κατάστασης του εργαζομένου, είναι συνέπεια της εκτέλεσης της εργασίας υπό τους συνηθισμένους όρους και περιστάσεις που συμφωνήθηκαν και είναι συμφυείς με το καθορισμένο είδος εργασίας, χωρίς τη μεσολάβηση άλλου εξωτερικού γεγονότος ξένου προς τον οργανισμό του παθόντος (βιαίου συμβάντος), που αποτελεί και η εκτέλεση της εργασίας κάτω από έκτακτες και δυσμενείς συνθήκες. Χωρίς την ύπαρξη βιαίου συμβάντος, κατά τα προεκτεθέντα, δε δημιουργείται υποχρέωση του εργοδότη, από τον ως άνω νόμο, προς καταβολή αποζημίωσης στον εργαζόμενο (βλ. ΑΠ 961/2018, ΑΠ 1690/2013 αμφότερες σε ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1602/2012 ΕΝαυτΔ 2013.17, ΕφΠειρΜον 691/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρΜον 23/2013 ΠειρΝ 2013.164, ΕφΠειρ 764/2012 ΕΝαυτΔ 2013.22). Πλέον ειδικότερα, οι δυσμενείς, πλην συνήθεις και συμφυείς με αυτό, συνθήκες άσκησης του ναυτικού επαγγέλματος είναι δυνατό να επιφέρουν ανυπαίτια αδυναμία εκπληρωσης της συμβατικής υποχρέωσης του εργαζομένου προς παροχή της ναυτικής εργασίας, ενδεχόμενο που, αν συντρέξει, έχει ως αναγκαίο αποτέλεσμα την απώλεια του εισοδήματος που θα λάμβανε ο ναυτικός ως αντάλλαγμα αυτής. Οι συνέπειες της εργασιακής αυτής ανικανότητας στο ελληνικό δίκαιο αντιμετωπίζονται από περισσότερες διατάξεις, που καλούνται σε εφαρμογή ανάλογα με την αιτία που την προκάλεσε. Έτσι, αστική ευθύνη προς αποζημίωση της ως άνω περιουσιακής απώλειας αλλά και προς αποκατάσταση ηθικής βλάβης ανακύπτει μόνον όταν η εργασιακή ανικανότητα του ναυτικού, είτε οφείλεται σε πταίσμα του εργοδότη του (πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή), οπότε εφαρμόζονται οι κοινές διατάξεις (άρθρα 297, 298, 299, 914 και 932 του ΑΚ),είτε αποτελεί συνέπεια εργατικού ατυχήματος, οπότε εφαρμόζεται η σχετική ειδική εργατική νομοθεσία, που καθιερώνει ευθύνη αντικειμενική και κατ’ αποκοπή. Η [αντικειμενική] ευθύνη από εργατικό ατύχημα, που είναι διάφορη και δεν ταυτίζεται με την [πταισματική] αδικοπρακτική ευθύνη (ΑΠ 356/2002 ΕΝΔ 2002.97), έχει ως προϋπόθεση βίαιο συμβάν που συνδέεται αιτιωδώς με την εργασία και επιδρά αρνητικά στην εργασιακή ικανότητα του μισθωτού, την οποία αναιρεί ή περιορίζει. Το βίαιο συμβάν αποτελεί μάλιστα τον πυρήνα της έννοιας του εργατικού ατυχήματος (ΑΠ 982/1993 ΕλλΔνη 1995.164, ΑΠ 1149/1994 ΕλλΔνη 1996.656, ΜονΕφΠειρ 102/2015 ΕλλΔνη 2015.1726). Τέτοιο ατύχημα συνιστά κάθε γεγονός που προκαλώντας βλάβη του σώματος ή της υγείας του ναυτικού επιφέρει ανικανότητά του προς εργασία και θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης. Έτσι, εργατικό ατύχημα από βίαιο συμβάν αποτελεί ο τραυματισμός ή η σωματική βλάβη, που προκάλεσαν ανικανότητά του προς εργασία διαρκούσα πέραν των τεσσάρων [4] ημερών ή και ο θάνατος του ναυτικού (ΑΠ 998/2012 ΔΕΕ 2013.1077, ΤριμΕφΠειρ 624/2012 ΕΝΔ 2013.28, ΜονΕφΠειρ 251/2013 ΕΝΔ 2013.300). Το αίτιο της ανικανότητας πρέπει, σε αντίθεση προς την επαγγελματική ασθένεια, που επενεργεί στον οργανισμό του εργαζομένου βραδέως, να είναι αιφνίδιο και απρόβλεπτο αλλά και εξωτερικό, άσχετο δηλαδή με την ιδιοσυστασία του οργανισμού του παθόντος και να συνδέεται αιτιωδώς με την εργασία του, λόγω της εμφάνισής του κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εκτέλεση αυτής, υπό την έννοια ότι ακριβώς λόγω της εργασίας αυτής δημιουργήθηκαν εκείνες οι ιδιαίτερες πραγματικές συνθήκες και περιστάσεις που ήσαν αναγκαίες για την επέλευσή του και οι οποίες δεν θα υπήρχαν χωρίς την εργασία (ΕφΠειρ 75/2003, ΕΝΔ 2003.99, ΕφΠειρ 1065/2000, ΔΕΕ 2001.634, ΕφΠειρ 333/1992, ΕΝΔ 1993.58). Σε περίπτωση ναυτεργατικού ατυχήματος ο παθών έχει το επιλεκτικό δικαίωμα ν’αξιώσει έναντι του υπόχρεου προς αποζημίωση είτε την περιορισμένη κατ’αποκοπή αποζημίωση του άρθρου 3 του ν. 551/1915 είτε την πλήρη αποζημίωση του κοινού δικαίου κατά τα άρθρα 297, 298, 914, 922, 928-932 του ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 16 του ν.551/1915, εφόσον, όμως, στη δεύτερη περίπτωση, το ατύχημα οφείλεται στη μη τήρηση των διατάξεων ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων και κανονισμών περί ειδικών όρων ασφαλείας των εργαζομένων ή σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του (βλ. ΑΠ 1132/1997 ΕλλΔνη 40.621, ΑΠ 600/1996 ΕλλΔνη 40.117, ΕφΠειρ 281/2011 ΕΝαυτΔ 2011.304, Ι.Ληξιουριώτη, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, σελ.578-579). Eξάλλου, από το άρθρο 3 παρ. 1 – 5 του ν. 551/1915, προκύπτει ότι αναγνωρίζονται πέντε διακεκριμένες περιπτώσεις αποζημίωσης, η οποία χορηγείται στον παθόνια (ή τους κληρονόμους του) από βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής, εργάτη ή υπάλληλο, δηλαδή λόγω: α) θανάτου του παθόντος, β) πλήρους και διαρκούς ανικανότητας προς εργασία, γ) πλήρους αλλά πρόσκαιρης ανικανότητας, δ) μερικής διαρκούς ανικανότητας και ε) μερικής αλλά πρόσκαιρης ανικανότητας. Για κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις αποζημίωσης ο νόμος αναγράφει ιδιαίτερο συνδυασμό, με βάση τον οποίο υπολογίζεται η εφάπαξ και όχι σε περιοδικές παροχές προηγούμενη αποζημίωση, χωρίς να προβλέπεται περίπτωση μικτής αποζημίωσης, αποτελούμενης δηλαδή από αποζημιώσεις διαφόρων, που δυνατόν να συντρέχουν, περιπτώσεων από αυτές που παραπάνω διακεκριμένα αναφέρονται (ΕφΠειρ 745/2008 ΕΝαυτΔ 37.208, ΕφΠειρ 648/2008 ΕΝαυτΔ 36.388, Σ. Βλαστός: Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 1994, τομ.Β΄, § 951, αριθμ. γ, σελ. 1254). Ειδικότερα, επί πλήρους πρόσκαιρης εργασιακής ανικανότητας συνεπεία εργατικού ατυχήματος, διαρκούσης μεν περισσότερο από τέσσερις ημέρες, αλλά μη παρατεινομένης πέραν των δύο ετών, ο παθών δικαιούται ημερήσια αποζημίωση ίση προς το ήμισυ του μισθού που λάμβανε κατά την ημέρα του ατυχήματος (βλ. ΕΠειρ 745/2008, ΕΝΔ 37.208, ΕΠειρ 648/2008, ΕΝΔ 36.388, ΕΠειρ 1/2002 αδημ., Σ. Βλαστού: Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 1994, τόμ. Β`, παρ. 951, αριθμ. γ, σελ. 1254). Η αξίωσή του έχει αποκαταστατικό χαρακτήρα και, όπως συνάγεται από την αιτία για την οποία ex lege παρέχεται (αδυναμία άσκηση επαγγέλματος προς βιοπορισμό), αλλά και τη βάση του υπολογισμού της (καταβαλλόμενος μισθός), αποσκοπεί στην ανόρθωση της ζημίας που υφίσταται ο παθών, επειδή στερείται τη δυνατότητα να ασκεί, όχι μόνον το μέχρι τότε επάγγελμά του, αλλά και οποιοδήποτε άλλο κοινωνικά και οικονομικά ισοδύναμο, συνακόλουθα δε και τα εξ αυτού έσοδα, ώστε να αποφευχθεί η κοινωνική και οικονομική του μετάταξη (ΑΠ 131/2007 ΝοΒ 2007.689, ΑΠ 288/2004 ΕλλΔνη 2005.785, ΑΠ 1071/1985 ΝοΒ 1986.848, ΕφΠειρ 180/2008 ΕΝΔ 2008.308). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 εδαφ.α´ και 2 του ν. 762/1978, «επιφυλασσομένων των διατάξεων του άρθρου 53 του ΚΙΝΔ, εάν ο εργοδότης ναυτικού, πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, δεν έχει μόνιμον κατοικίαν εν Ελλάδι ή είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, ο ως αντιπρόσωπος αυτού συνατπών μετά ναυτικού εν Ελλάδι σύμβασιν παροχής εργασίας εκ πλοίου του εργοδότου, ευθύνεται εις ολόκληρον με αυτόν, δι`απάσας τας εκ της σχέσεως ναυτικής εργασίας ή εξ αφορμής αυτής απορρέουσας υποχρεώσεις του εργοδότου έναντι του ναυτικού, θεωρούμενος δια την περάπωσιν αυτήν και ως αντίκλητος αυτού… Εάν την ανωτέρω σύμβασιν μετά ναυτικού συνήψεν εν Ελλάδι νομικόν πρόσωπον, ημεδαπόν ή αλλοδαπόν, μετά του εργοδότου, ενέχονται ατομικώς εις ολόκληρον δια τας κατά των προηγουμένων παράγραφον απαιτήσεις του ναυτικού, πάντα τα από του χρόνου της συνάψεως της συμβάσεως μέχρι του χρόνου της υπό του ναυτικού ασκήσεως των εξ αυτής αξιώσεων του εκπροσωπήσαντα ή εκπροσωπούντα το νομικόν τούτο πρόσωπον φυσικά πρόσωπα». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, αν ο εργοδότης του ναυτικού είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, ο αντιπρόσωπος αυτής που συνήψε στην Ελλάδα με τον ναυτικό σύμβαση παροχής εργασίας σε πλοίο του εργοδότη ευθύνεται σε ολόκληρο με αυτή για κάθε υποχρέωση που απορρέει από τη σχέση ναυτικής εργασίας. Αν τη σύμβαση αυτή κατάρτισε στην Ελλάδα ημεδαπό ή αλλοδαπό νομικό πρόσωπο ως αντιπρόσωπος, με την προεκτεθείσα έννοια, τότε για τις απαιτήσεις του ναυτικού ευθύνονται εις ολόκληρον με τον εργοδότη και τα φυσικά πρόσωπα που εκπροσώπησαν ή που εκπροσωπούν το νομικό πρόσωπο, από το χρόνο σύναψης της σύμβασης μέχρι το χρόνο της άσκησης από το ναυτικό των αξιώσεών του από την εργασιακή σχέση (ΑΠ 1090/2010 ΔΕΕ 2010.1343, ΕφΠειρ 457/2011 ΕΝΔ 2012.21, ΕφΠειρ 672/2010 ΕΝΔ 2010.410, ΕφΠειρ 305/2005 ΕΝΔ 2005.82). Τέλος, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει ρητή παραπομπή στους όρους συγκεκριμένης ΣΣΕ, τότε οι όροι αυτοί καθίστανται και θεωρούνται εξαρχής περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας σαν να είχαν συμφωνηθεί με ελεύθερη των μερών διαπραγμάτευση σε ατομικό επίπεδο και γενεσιουργός όρος της δεσμευτικότητάς τους είναι η ατομική βούληση του εργοδότη και του προσλαμβανομένου εργαζομένου. Η παραπομπή μπορεί να γίνει και σε ΣΣΝΕ της οποίας η ισχύς έχει ήδη λήξει, καθόσον εν προκειμένω τα μέρη δεν ενδιαφέρει η δεσμευτική της δύναμη αλλά η ποιότητα των κανονιστικών ρυθμίσεων που περιείχε. Για το κύρος της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται η τήρηση τύπου (ΑΠ 567/2004 ΕΕΔ 2005.589). Για να καταστούν όμως οι όροι της ΣΣΝΕ και όροι της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη ΣΣΝΕ (ΕφΠειρ 232/2018 ΕΝΑΥΔ 2018.196).
Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος ……….., η οποία δόθηκε κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, β) τις υπ’αριθμ. …/7.10.2019 και …./14.10.2019 ένορκες βεβαιώσεις των ……… και ……. αντίστοιχα ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς και τις υπ’αριθμ. …/6.6.2019, …./6.6.2019 και …./6.6.2019 ένορκες βεβαιώσεις των …….., ……… και …………. αντίστοιχα, που δόθηκαν στο Γραφείο του Προξενείου της Ελλάδας στη Μανίλα των Φιλιππίνων, τις οποίες οι εναγόμενοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν και οι οποίες λήφθηκαν κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης (άρθρο 422 παρ.1 του ΚΠολΔ) κλήτευσης του ενάγοντος (βλ. σχετ. περί τούτου τις υπ’αριθμ. …/1.10.2019 και ……./9.10.2019 εκθέσεις επίδοσης των Δικαστικών Επιμελητών ……….. και ……. αντίστοιχα όσον αφορά τις δύο πρώτες εξ αυτών και την υπ’αριθμ. …./3.6.2019 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή .. … αναφορικά με τις λοιπές), γ) την υπ’αριθμ…../14.1.2020 ένορκη βεβαίωση του . …… ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, η οποία δόθηκε στο πρώτο βαθμό εντός της προθεσμίας της προσθήκης – αντίκρουσης, όταν και προσκομίσθηκε από τον ενάγοντα, κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης των εναγομένων, που έλαβε χώρα κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στη δικάσιμο της 9ης.1.2020, με σχετική δήλωση της πληρεξουσίας του δικηγόρου, καταχωρηθείσα στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά και δε λήφθηκε υπόψη πρωτοδίκως ως απαραδέκτως προσκομισθείσα από τον ενάγοντα μετά τη συζήτηση της υπόθεσης με την προσθήκη των προτάσεών του, διότι κρίθηκε ότι δεν κατατείνει στην αντίκρουση ισχυρισμών των εναγομένων, που προβλήθηκαν κατά τη συζήτηση, πλην όμως παραδεκτά επαναπροσκομίζεται κατ’άρθρο 529 του ΚΠολΔ ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου και λαμβάνεται υπόψη ως ίδιο αποδεικτικό μέσο, όπως αναφέρθηκε σε προηγηθείσα μείζονα σκέψη, οι οποίες όλες εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μαρτυρούντος, χωρίς το γεγονός ότι ο εξ αυτών ………………….., που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, τυγχάνει και αυτός αντίδικος των εναγομένων, έχοντας ασκήσει εναντίον τους άλλη δική του αγωγή, με το ίδιο αντικείμενο, επικαλούμενος επίσης πλήρη πρόσκαιρη ανικανότητά του προς εργασία, κατόπιν εργατικού ατυχήματος, που υπέστη στο ίδιο πλοίο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ως Πλοίαρχος, μία ημέρα αργότερα από το αναφερόμενο στο αγωγικό δικόγραφο ατύχημα του ενάγοντος, να αποκλείει αυτό και μόνον την αποδεικτική αξία των λεγομένων του (ΕφΑθ 3879/2012 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ 698/2003 ΑχΝομ 2004.266), καθώς και το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, τα οποία συνδυάζει με τις παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατ’άρθρα 261 εδαφ.β, 352 § 1 και 591 § 1 του ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ). Από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτουν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Σε εκτέλεση προσυμφώνου ναυτολόγησης, που καταρτίσθηκε εγγράφως στον Πειραιά Αττικής στις 18.2.2018 μεταξύ του ενάγοντος, ‘Ελληνα ναυτικού, κατόχου του υπό στοιχεία ……………. ναυτικού φυλλαδίου της Δημοκρατίας της Κύπρου και της δεύτερης εναγομένης, εταιρείας εδρεύουσας στις Νήσους ….., με εγκατεστημένο στην Ελλάδα γραφείο, σύμφωνα με τις διατάξεις των Α.Ν. 378/1968, Ν.27/1975, Ν.814/1978, Ν.2234/1994, Ν.3752/2009, Ν.4150/2013 και δη στον Πειραιά (οδός ………), δυνάμει της υπ’αριθμ. 3122.1/4808/01/23.10.2014 (ΦΕΚ 2950/Β/3.11.2014) Απόφασης του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου, νόμιμοι εκπρόσωποι της οποίας ήταν τότε ο τρίτος εναγόμενος (ήδη αποβιώσας στις 27.5.2021 μετά την άσκηση των ένδικων εφέσεων και κληρονομηθείς εξ αδιαθέτου από τη σύζυγό του τέταρτη εναγόμενη και από τα τέκνα του ……….. και …………., κατά ποσοστό 2/8, 3/8 και 3/8 εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα, οι οποίοι παραδεκτά επανέλαβαν εκουσίως τη βιαίως διακοπείσα δίκη, υπεισελθόντες έκαστος κατά το λόγο της κληρονομικής του μερίδας στη δικονομική θέση του ανωτέρω αποβιώσαντος συζύγου και πατρός τους, σύμφωνα με όσα έχουν ήδη αναφερθεί) και η τέταρτη εναγόμενη, μοναδική πλέον εκπρόσωπος του εν λόγω γραφείου και η οποία (δεύτερη εναγόμενη) συμβλήθηκε εν προκειμένω με την ιδιότητα της αντιπροσώπου στην Ελλάδα της πρώτης εναγομένης, εταιρείας εδρεύουσας στη Λιβερία, πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Κύπρου και νηολογίου Λεμεσού φορτηγού πλοίου με την ονομασία «AL (ΑΛ), ολικής χωρητικότητας 43.151 κόρων, με Διεθνές Διακριτικό Σήμα …….. και με αριθμό ΙΜΟ …….., η τελευταία, διά της αντιπροσώπου της, ενεργήσασας για λογαριασμό της και διαχειρίστριας του πλοίου της, ανέλαβε την υποχρέωση να συνάψει σύμβαση ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου με τον ενάγοντα, όταν αυτός θα επιβιβαζόταν στο πλοίο, προκειμένου να απασχοληθεί σ’αυτό με την ειδικότητα του Υποπλοιάρχου, για χρονικό διάστημα οκτώ (8) μηνών, αντί συνολικών «κλειστών» μηνιαίων αποδοχών, ανερχομένων στο ποσό των 7.200 ευρώ, συμφωνηθείσης επιπροσθέτως στο ίδιο προσύμφωνο της εφαρμογής κατά τα λοιπά επί της εργασιακής του σύμβασης των προβλεπομένων από τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας για τα μέλη των Πληρωμάτων των Φορτηγών Πλοίων 4500 Τ.D.W. και άνω του έτους 2010 όρων αμοιβής και εργασίας, οι όροι της οποίας κατέστησαν τοιουτοτρόπως περιεχόμενο της ατομικής του σύμβασης εργασίας κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη. Σε εκτέλεση του ανωτέρω προσυμφώνου ο ενάγων πράγματι επιβιβάσθηκε στο πλοίο και ναυτολογήθηκε ως Υποπλοίαρχος από τον Πλοίαρχό του ………… στις 20.2.2018 στο λιμένα της Σιγκαπούρης, όπως προκύπτει από τη σχετική εγγραφή στο ναυτικό του φυλλάδιο και δεν αμφισβητήθηκε, αντίθετα συνομολογήθηκε, από τους εναγομένους. Σημειωτέον ότι κατά το χρόνο κατάρτισης του ανωτέρω προσυμφώνου, που συνιστά ιδιότυπη οριστική σύμβαση και παράγει αποτελέσματα, αλλά και της σύμβασης ναυτολόγησης του ενάγοντος, τελούσε σε ισχύ το ιατρικό πιστοποιητικό προς ναυτολόγηση (“Medical Certificate For Signing On”, προσκομιζόμενο από τον ίδιο με αριθμ. σχετ. 9α), το οποίο εκδόθηκε στις 25.1.2018 με διετή ισχύ (μέχρι 25.1.2020 ) και σύμφωνα με το οποίο ο ενάγων, αφού εξετάσθηκε στον Πειραιά την ίδια ημέρα (στις 25.1.2018) στο Ιατρικό Κέντρο …….. από το Γενικό Ιατρό . ….., πιστοποιήθηκε ως απολύτως ικανός και κατάλληλος για παροχή ναυτικής εργασίας. Μάλιστα στο ανωτέρω πιστοποιητικό ρητά αναφέρεται ότι ο ενάγων δεν πάσχει από κάποια ιατρική πάθηση, που ενδέχεται να επιδεινωθεί λόγω της υπηρεσίας στη θάλασσα ή να τον καταστήσει ακατάλληλο για την εκτέλεση της συγκεκριμένης υπηρεσίας ή ακόμη και να θέσει σε κίνδυνο την υγεία άλλων ατόμων επί του πλοίου. Κατά τη ναυτολόγηση του ενάγοντος στο λιμένα της Σιγκαπούρης το πλοίο μετέφερε φορτίο κάρβουνου, το οποίο είχε φορτωθεί σε λιμένα της Αυστραλίας και εκφορτώθηκε στο λιμένα της Ηaldia της Ινδίας. Από τον ανωτέρω λιμένα το πλοίο απέπλευσε στις 9.3.2018 κενό φορτίου, με προορισμό το λιμένα της Paranagua της Βραζιλίας, όπου αναμενόταν να καταπλεύσει περί της αρχές του μηνός Απριλίου του ιδίου έτους, προκειμένου να φορτωθεί με σιτηρά, σε εκπλήρωση ανειλημμένης υποχρέωσης της πλοιοκτήτριας από καταρτισθείσα σύμβαση ναύλωσης, με αποτέλεσμα να καταστεί εκ των πραγμάτων επιβεβλημένη η διενέργεια στο μεσοδιάστημα εν πλω και η ολοκλήρωση εγκαίρως, έως δηλαδή τον κατάπλου στο ανωτέρω λιμένα, στον οποίο είχε προγραμματισθεί να λάβει χώρα η φόρτωση στις 20.4.2018, από τα μέλη του κατώτερου πληρώματος καταστρώματος (έξι ναύτες υπό την επίβλεψη του ναύκληρου) και με το διαθέσιμο στο πλοίο εξοπλισμό, των απαιτουμένων εργασιών επισταμένου και ενδελεχούς καθαρισμού των επτά (7) κυτών του πλοίου, ύψους άνων των 20 μέτρων έκαστο, από τα υπολείμματα του τελευταίου φορτίου κάρβουνου, που είχε επικολλήσει στα τοιχώματά τους και δύσκολα αφαιρείτο, όπερ προϋποθέτει ειδική διαδικασία, που διαφέρει από τη συνήθη, και ακολούθως βαφής τους, ούτως ώστε να προετοιμαστούν επιμελώς και να καταστούν κατάλληλα για την επικείμενη φόρτωση του φορτίου των σιτηρών. Οι ανωτέρω εργασίες, ιδιαίτερα κοπιώδεις, επίπονες και απαιτητικές, περιελάμβαναν ειδικότερα πλύσιμο αρχικά όλων των κυτών τρεις (3) φορές, την πρώτη με θαλάσσιο ύδωρ και τις επόμενες δύο (2) με ισχυρά χημικά και στη συνέχεια βαφή τους με ψεκασμό. Τόσο τα χημικά καθαρισμού, όσο και οι βαφές, ήταν συσκευασμένα, τα μεν χημικά σε δοχεία βάρους 200, 40 και 25 κιλών έκαστο, τα δε χρώματα σε δοχεία βάρους 20 κιλών έκαστο. Τα ως άνω δοχεία χημικών έπρεπε να μεταφερθούν από την πλώρη άλλα στο κατάστρωμα και άλλα στα κύτη του πλοίου, ενώ τα δοχεία των χρωμάτων, από την πλώρη, όπου είχαν προσωρινά εναποτεθεί, είτε στο κατάστρωμα είτε στα κύτη, εργασία, που εκτελείτο κατά κανόνα με τη χρήση τροχήλατων καροτσιών κυρίως από το κατώτερο πλήρωμα καταστρώματος, το οποίο από τα καρότσια, που προσέγγιζαν στο πλησιέστερο δυνατό σημείο, μετέφερε στη συνέχεια στα κύτη τα δοχεία με τα χέρια. Λόγω της χρονικής πίεσης για την έγκαιρη ολοκλήρωση των εργασιών καθαρισμού και βαφής των κυτών του πλοίου μέχρι την προγραμματισμένη φόρτωση του φορτίου των σιτηρών στον ανωτέρω λιμένα της Βραζιλίας, στη μεταφορά των δοχείων χημικών καθαρισμού και βαφών και μόνον συνέδραμε αυθορμήτως και αυτοβούλως το πλήρωμα καταστρώματος, που ήταν επιφορτισμένο με αυτές τις εργασίες, ενίοτε και ο ενάγων, από ευσυνειδησία και με υπερένταση των δυνάμεών του, μη περιορισθείς στα ελεγκτικά και εποπτικά του καθήκοντα, προκειμένου να καθαρισθούν και βαφούν τα κύτη στο συντομότερο δυνατό χρόνο, ώστε να έχουν στο μεσοδιάστημα καταστεί κατάλληλα για το επόμενο φορτίο, όταν θα επιθεωρούντο στο λιμένα φόρτωσης ενόψει της νέας ναύλωσης, παρότι προφανώς πρόκειται περί εργασίας που δεν ανάγεται στα καθήκοντα της ειδικότητάς του, πολλώ δε μάλλον που ως αξιωματικός καταστρώματος δεν επιτρεπόταν να χρησιμοποιηθεί για την εκτέλεση χειρονακτικών εργασιών, ει μη μόνον σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, η οποία και θα πρέπει να αναφέρεται στο ημερολόγιο του πλοίου, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη διάταξη του άρθρου 12 της εν προκειμένω εφαρμοστέας ΣΣΝΕ. Αποδείχθηκε επίσης ότι στις 15.3.2018 και περί ώρα 14.00, ενώ το πλοίο έπλεε με προορισμό των ανωτέρω λιμένα της Βραζιλίας, έχοντας αποπλεύσει από τον προαναφερθέντα λιμένα της Ινδίας και οι συγκεκριμένες εργασίες βρίσκονταν σε εξέλιξη, ο ενάγων, κατά τη μεταφορά από το κατάστρωμα στα κύτη με τα χέρια του δύο τέτοιων δοχείων χημικών καθαρισμού βάρους 25 κιλών το καθένα, σε αρωγή των ναυτικών που τις εκτελούσαν, απώλεσε δι’ολίγον την ισορροπία του λόγω του κυματισμού και, χωρίς να επιπέσει στο κατάστρωμα, όπου βάδιζε, προσέκρουσε με τον αριστερό του ώμο σε σιδερένια εξοχή, με αποτέλεσμα να τραυματισθεί στο σημείο αυτό του σώματός του. Παρά το έντονο άλγος που αισθάνθηκε, δεν προσέδωσε τη δέουσα σημασία στο συμβάν, αγνοώντας ακόμη τότε την έκταση της προκληθείσης λόγω της πρόσκρουσης σωματικής βλάβης στον αριστερό του ώμο, αλλά επέλεξε, λαμβάνοντας υπόψη την τότε κατάσταση της υγείας του, κατόπιν στάθμισης όλων των συνθηκών, προφανώς υποτιμώντας τη σοβαρότητα του τραυματισμού του και υπερεκτιμώντας τις δυνάμεις του, να μην ενημερώσει σχετικώς περί του ατυχήματός του την πλοιοκτήτρια ή τη διαχειρίστρια του πλοίου ευθύς αμέσως και χωρίς καθυστέρηση και να αιτηθεί πάραυτα να εξέλθει του πλοίου το συντομότερο δυνατόν προκειμένου να εξετασθεί από ιατρό, ούτε στο λιμένα του Cape Town (Kέϊπ Τάουν) της Νότιας Αφρικής, στον οποίο το πλοίο προσέγγισε στο ενδιάμεσο του δρομολογίου του προ της άφιξής του στον ανωτέρω λιμένα φόρτωσης της Βραζιλίας, όπου κατέπλευσε στις 8.4.2018 και παρέμεινε για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριάντα (30) ημερών μέχρι να αποπλεύσει με προορισμό την Κίνα έμφορτο με σιτηρά, ούτε στο λιμένα αυτόν, όπως άλλωστε είχε τη δυνατότητα να πράξει, και να συνεχίσει κανονικά την ίδια ημέρα, καθώς και τις επόμενες ημέρες, μέχρι και τις 26.6.2018, όταν το πρώτον εξετάσθηκε από ιατρό, όπως θα εκτεθεί κατωτέρω, την εκτέλεση των καθηκόντων του, ευελπιστώντας σε πλήρη ίαση εν ευθέτω χρόνω, αντιμετωπίζοντας προσωρινά το πρόβλημα χωρίς ιατρική συμβουλή, αλλά με τα διαθέσιμα στο πλοίο μέσα – συγκεκριμένα με τη χρήση στο σημείο αναλγητικής θερμαντικής κρέμας, την οποία ελάμβανε από τον πλοίαρχο (βλ. σχετικές καταχωρήσεις στο προσκομιζόμενο αντίγραφο του ιατρικού ημερολογίου του πλοίου) και με τη λήψη παυσίπονων χαπιών, με τα οποία είχε ο ίδιος φροντίσει να εφοδιασθεί κατά την επιβίβασή του – υπολαμβάνοντας ότι θα μπορέσει τοιουτοτρόπως να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις της εργασίας του για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και προσπαθώντας με υπομονή να αντέξει τον πόνο, που έβαινε αυξανόμενος, μέχρι τη λήξη του χρόνου της ναυτολόγησής του, απευχόμενος το ενδεχόμενο να απολυθεί ενωρίτερα, όχι μόνον για να μην απολέσει τις συμφωνηθείσες κατά την πρόσληψή του υψηλές μηνιαίες αποδοχές του, που αποτελούσαν το μοναδικό μέσο βιοπορισμού του ιδίου και της οικογενείας του, αλλά και για να συμπληρώσει τον απαιτούμενο χρόνο θαλάσσιας υπηρεσίας, ώστε να είναι σε θέση να αναλάβει στη συνέχεια καθήκοντα πλοιάρχου. Αποδείχθηκε επίσης ότι το πρώτον στις 8.6.2018, και ενώ η κατάσταση της υγείας του επιδεινωνόταν και το άλγος στον αριστερό του ώμο δεν υποχωρούσε με την κρέμα και τα παυσίπονα, όπως ευελπιστούσε έως τότε, αισιοδοξώντας ότι θα είναι σε θέση να ανταποκριθεί επαρκώς στα καθήκοντα της ειδικότητάς του έως τη λήξη του χρόνου της ναυτολόγησής του και θα αποφευχθεί η λύση της σύμβασης εργασίας του ενωρίτερα, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του Πλοιάρχου και ενώ το πλοίο είχε καταπλεύσει στο λιμένα της Σιγκαπούρης, στον οποίο αποναυτολογήθηκαν και αποβιβάσθηκαν έτερα μέλη του πληρώματος, ενημερώθηκε η δεύτερη εναγόμενη ότι, τόσο ο ίδιος (ο ενάγων), όσο και ο Πλοίαρχος του πλοίου …………., αιτούνται ιατρικής βοήθειας και αποναυτολόγησης για λόγους υγείας στο λιμένα εκφόρτωσης στην Κίνα (προφανώς ώστε στο μεσοδιάστημα να έχει ληφθεί μέριμνα για την αντικατάστασή τους από έτερους ναυτικούς), ο μεν ενάγων λόγω έντονου πόνου στον αριστερό του ώμο, ο δε Πλοίαρχος λόγω έντονου πόνου στη μέση του. Πράγματι αμφότεροι εξετάσθηκαν στις 26.6.2018 στο λιμένα της πόλης Jianguin της Κίνας από ιατρό, στον οποίο, ως είθισται σε τέτοιες περιπτώσεις, παραπέμφθηκαν από τον τοπικό πράκτορα και δεν επέλεξαν οι ίδιοι και ο οποίος, όσον αφορά ειδικότερα τον ενάγοντα, που ενδιαφέρει εν προκειμένω, γνωμάτευσε ότι λόγω πόνου στον αριστερό του ώμο, δεν είναι ικανός για εργασία και πρέπει να επαναπατρισθεί προκειμένου να υποβληθεί σε περαιτέρω εξετάσεις. Ακολούθως στις 27.6.2018 αποναυτολογήθηκε στον ανωτέρω λιμένα λόγω ασθενείας, όπως αναγράφηκε στο ναυτικό του φυλλάδιο και επιπροσθέτως καταχωρήθηκε στο ναυτολόγιο και στο ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου. Με την άφιξή του στην Ελλάδα, λόγω του έντονου άλγους στον αριστερό του ώμο, αναζήτησε άμεσα ιατρική βοήθεια για την αντιμετώπιση του ως προβλήματος της υγείας του. Συγκεκριμένα στις 5.7.2018 επισκέφθηκε τον ιατρό – Ορθοπαιδικό Χειρουργό ………., ο οποίος διέγνωσε ότι πάσχει από «οξύ άλγος (αρ.) ωμογλήνης με έντονο περιορισμό του εύρους κίνησης, με έντονα σημεία υπακρωμιακής προστριβής σε υπόστρωμα τενοντίτιδας υπερακανθίου», του χορήγησε φαρμακευτική αγωγή,, καθώς και αναρρωτική άδεια δεκαπέντε (15) ημερών, ήτοι από 5.7.2018 έως 19.7.2018 και συνέστησε επιπροσθέτως περαιτέρω απεικονιστικό έλεγχο (βλ. σχετ. την προσκομιζόμενη από 5.7.2018 βεβαίωση του ανωτέρω ιατρού). Στις 13.7.2018 ο ενάγων υποβλήθηκε σε μαγνητική τομογραφία αριστερού ώμου, η οποία, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην επίσης προσκομιζόμενη από 20.7.2018 βεβαίωση του ιδίου ιατρού, ανέδειξε «μερική ρήξη υπερακανθίου στο σημείο κατάφυσής του, καθώς και τενοντοπάθεια υποπλατίου», εξαιτίας δε τούτου του χορηγήθηκε επιπλέον αναρρωτική άδεια δεκαπέντε (15) ημερών, ήτοι από τις 20.7.2018 έως τις 3.8.2018. Στην αυτή διάγνωση προέβη και ο Ιατρός Ορθοπαιδικός της 1ης Υγειονομικής Περιφέρειας του Κέντρου Υγείας Νέας Ιωνίας . ……., ο οποίος εξήτασε τον ενάγοντα στις 23.7.2018 και διεπίστωσε ότι πάσχει από «μερική ρήξη υπερακανθίου αριστερού ώμου – τενοντίδα υποπλατίου – υπακρωμιακή θυλακίτιδα αριστερά». Σύμφωνα δε με την προσκομιζόμενη από 4.8.2018 ιατρική βεβαίωση του ……. ο ενάγων πάσχει από «άλγος (Αρ) ωμογλήνης με έντονο περιορισμό του εύρους κίνησης με έντονα σημεία υπακρωμιακής προστριβής σε υπόστρωμα τραυματικής τενοντίτιδας υπερακανθίου ύστερα από κάκωση. Πρόσφατος απεικονιστικός έλεγχος MRI (Aρ) ώμου ανέδειξε μερική ρήξη υπερακανθίου στο σημείο της κατάφυσής του, αρθρίτιδα ακρωμιοκλειδικής, καθώς και τενοντοπάθεια υποπλατίου». Επιπροσθέτως, στην ανωτέρω βεβαίωση αναφέρεται ότι ο ενάγων χρήζει αναρρωτικής αδείας για ακόμη τριάντα (30) ημέρες, ήτοι για το χρονικό διάστημα από 4.8.2018 έως 4.9.2018. Αποδείχθηκε επίσης ότι στις 10.9.2018 ο ενάγων υποβλήθηκε από τον ανωτέρω ιατρό σε ενέσιμη έγχυση αυξητικών παραγόντων, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη με αριθμ…./10.9.2018 απόδειξη λιανικών συναλλαγών για την παροχή υπηρεσιών, ποσού 240 ευρώ, του ιδίου ιατρού. Τέλος, προσκομίζεται από τον ενάγοντα η από 13.1.2020 ιατρική βεβαίωση του αυτού ως άνω ιατρού ………, σύμφωνα με την οποία: «Ο ασθενής ……… πάσχει από μερική ρήξη τένοντος υπερακανθίου Αρ. ώμου ύστερα από αναφερόμενη κάκωση, η οποία επιβεβαιώθηκε τόσο από την κλινική εξέταση, όσο και από τον απεικονιστικό έλεγχο (MRI Αρ. ώμου). Ο ασθενής υποβλήθηκε σε ενδοαρθρική και υπακρωμιακή έγχυση αυτόλογων αυξητικών παραγόντων (PRP), διότι η αρχική φαρμακευτική αγωγή δεν ήταν αποτελεσματική. Αξίζει να τονισθεί ότι ο ασθενής παρουσίασε σαφή και σημαντική βελτίωση στην κλινική του εικόνα και στα λειτουργικά του ενοχλήματα ύστερα από την παραπάνω αγωγή με τους αυτόλογους αυξητικούς παράγοντες». Μάλιστα στην ως άνω ιατρική βεβαίωση επισυνάπτεται από τον προαναφερθέντα ιατρό βιβλιογραφία περί της αποτελεσματικότητας των ενδοαρθρικών εγχύσεων. Ενόψει όσων προεκτέθηκαν, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των ανωτέρω ιατρικών γνωματεύσεων, αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων λόγω του ανωτέρω τραυματισμού του στον αριστερό του ώμο, εν πλω διαρκούσης της εργασίας του, κατέστη πλήρως ανίκανος προς εργασία, ήτοι προς άσκηση του επαγγέλματος του ναυτικού και κάθε άλλου επαγγέλματος κοινωνικά και οικονομικά ισοδύναμου, για χρονικό διάστημα 2,5 μηνών από την αποναυτολόγησή του, που έλαβε χώρα στις 27.6.2018, ήτοι μέχρι και τις 10.9.2018, όταν και μετά τη λήξη της τελευταίας αναρρωτικής του άδειας υποβλήθηκε σε ενέσιμη έγχυση αυξητικών παραγόντων για την αντιμετώπιση του τραυματισμού του, με την επισήμανση ότι εργασιακή ανικανότητα αυτού πέραν του ανωτέρω χρονικού σημείου και δη μέχρι και τις 28.10.2018, ήτοι επί 4 μήνες από την απόλυσή του, όπως ισχυρίζεται στην αγωγή του, δεν ενισχύεται από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο και ιδίως από ιατρική γνωμάτευση. Αποδείχθηκε δηλαδή, με βάση όσα έχουν ήδη εκτεθεί, ότι η προναφερθείσα πλήρης, αλλά πρόσκαιρη, ανικανότητα του ενάγοντος προς εργασία, η οποία διήρκεσε πέραν των τεσσάρων [4] ημερών, είναι απότοκος του τραυματισμού του, που προκλήθηκε από την πρόσκρουση με τον αριστερό του ώμο σε σιδερένια εξοχή εντός του πλοίου της πρώτης εναγομένης, στο οποίο είχε ναυτολογηθεί ως υποπλοίαρχος, κατά την εκτέλεση της εργασίας του και δη κατά τη μεταφορά δοχείων στο κατάστρωμα του πλοίου, καθ’ον χρόνον πραγματοποιούντο από το πλήρωμα καταστρώματος, εν πλω, εργασίες καθαρισμού και βαφής των κυτών του από τα υπολείμματα του προηγούμενου φορτίου κάρβουνου, ενόψει της επόμενης φόρτωσής του με σιτηρά, στις οποίες θέλησε να συνδράμει με τις δικές του δυνάμεις, παρότι αξιωματικός, δηλαδή συνιστά το αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου σε οργανική ή παθολογική του προδιάθεση, που δεν θα υπήρχε χωρίς τη συγκεκριμένη εργασία και την εκτέλεσή της υπό τις σχετικές περιστάσεις. Οφείλεται, επομένως, σε ατύχημα από βίαιο συμβάν, άλλως σε αιφνίδιο και απρόβλεπτο εξωτερικό γεγονός, άσχετο με τη σύσταση του οργανισμού του και τη βαθμιαία και προοδευτική εξασθένηση και φθορά του, καθώς και τους δυσμενείς, αλλά εγγενείς της παροχής της ναυτικής εργασίας, όρους, ήτοι σε εργατικό ατύχημα υπό την έννοια του άρθρου 1 του ν.551/1915, με αποτέλεσμα να δικαιούται αυτός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 3 παρ.3 του ιδίου νόμου περιορισμένης κατ’αποκοπήν αποζημίωσης, υπολογιζομένης σύμφωνα με τα ειδικότερα αναφερόμενα στην ανωτέρω διάταξη για την περίπτωση της πρόκλησης στον παθόντα εργαζόμενο μίας τέτοιας ανικανότητας, της πρώτης εναγομένης ως πλοιοκτήτριας ευθυνομένης αντικειμενικά προς καταβολή της, άνευ οιασδήποτε υπαιτιότητάς της και όχι σε εκδήλωση το πρώτον κάποιας νόσου ή σε υποτροπή – επιδείνωση προϋπάρχουσας της ναυτολόγησής του χρόνιας νόσου κατά την εργασία του στο πλοίο υπό τους συνήθεις όρους και συνθήκες. Η κρίση αυτή του παρόντος Δικαστηρίου περί του προπεριγραφομένου εργατικού ατυχήματος του ενάγοντος επιρρωνύεται, πέραν των μαρτύρων του …….. και …………., οι οποίοι κατέθεσαν ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ο πρώτος και ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς ο δεύτερος και έχουν ίδιαν αντίληψη περί του τραυματισμού του, ως ναυτολογηθέντες στο ίδιο πλοίο κατά τον επίμαχο χρόνο με την ιδιότητα του Πλοιάρχου και του Β΄Μηχανικού αντίστοιχα και από τις ανωτέρω γνωματεύσεις του θεράποντος Ιατρού του ………….., όπου γίνεται λόγος «περί κάκωσης» στον αριστερό του ώμο, επιβεβαιωθείσας τόσο από την κλινική του εξέταση όσο και από το διενεργηθέντα απεικονιστικό έλεγχο (ο ενάγων, όπως έχει ήδη εκτεθεί, υποβλήθηκε σε μαγνητική τομογραφία, που κατέδειξε μερική ρήξη υπερακανθίου τένοντος αριστερού ώμου), όπερ κατά την κοινή πείρα και λογική παραπέμπει εκ των πραγμάτων σε τραυματική αιτιολογία, ενώ ουδέν αναφέρεται περί νόσου εκδηλωθείσας το πρώτον ή χρόνιας υποτροπιάσασας ως αιτίας της διαγνωσθείσας ρήξης. Εξάλλου, ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι η διαπιστωθείσα μετά την αποναυτολόγηση του ενάγοντος ανωτέρω βλάβη της υγείας του προϋπήρχε της πρόσληψής του δεν αποδείχθηκε, καθώς ο ανωτέρω πριν από τη ναυτολόγησή του υποβλήθηκε σε ιατρικές εξετάσεις, με την επιμέλεια των αντιδίκων του και διαπιστώθηκε ότι ήταν υγιής και απολύτως κατάλληλος προς άσκηση ναυτικής εργασίας, ενώ επιπροσθέτως ούτε από το προσκομιζόμενο από τον ίδιο βιβλιάριο υγείας του προκύπτει ότι νόσησε στο παρελθόν από κάποια ασθένεια, που να συνδέεται με την εν προκειμένω διαγνωσθείσα, ούτε συνάγεται το αντίθετο από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο. Πρέπει μάλιστα να επισημανθεί στο σημείο αυτό ότι, ναι μεν στο προσκομιζόμενο από τους εναγομένους αντίγραφο του ιατρικού ημερολογίου του πλοίου «AH», στο οποίο ο ανωτέρω ήταν ναυτολογημένος στο παρελθόν, προκύπτουν εγγραφές κατά τις ημερομηνίες 17.4.2015, 24.4.2015, 30.4.2015, 7.5.2015, 27.5.2015, 26.6.2015, 19.7.2015, 2.8.2015, 7.8.2015, 19.8.2015, 30.8.2015, 5.9.2015, 13.12.2015, 4.7.2017 οι οποίες τον αφορούν και σύμφωνα με τις οποίες αυτός λόγω πόνου στο χέρι χρησιμοποιεί θερμαντικές αναλγητικές αλοιφές και αντιφλεγμονώδη χάπια, πλην όμως πρόκειται για το δεξί του χέρι, όπως συνάγεται από το προσκομιζόμενο με αριθμ…………/24.2.2016 παραπεμπτικό για εξετάσεις (μαγνητική τομογραφία «κατ’ώμον αρθρώσεως και βραχίονος δεξιά») του Ιατρού ……… Λεκτέον επίσης ότι η αποδεικτική παραδοχή αυτού του Δικαστηρίου περί εργατικού ατύχηματος δεν αναιρείται από τις καταθέσεις των μαρτύρων των εναγομένων, εκ των οποίων οι τρεις (3) αλλοδαποί είχαν ναυτολογηθεί και εργάζονταν στο ίδιο πλοίο κατά τον επίμαχο χρόνο, διότι το πιθανότερον δεν υπέπεσε στην αντίληψή τους το συμβάν, ούτε προφανώς ο ενάγων θέλησε να το καταστήσει ευρύτερα γνωστό (οι έτεροι δύο δεν έχουν ίδιαν αντίληψη, όντας ο μεν ………., Αρχιπλοίαρχος της δεύτερης εναγομένης, η δε ……….. υπάλληλος της ιδίας εναγομένης, υπεύθυνη πληρωμάτων των υπό τη διαχείρισή της πλοίων, καθόσον δεν βρίσκονταν στο πλοίο κατά τον κρίσιμο χρόνο), ή από το γεγονός της μη αναγραφής του στο ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου από τον Πλοίαρχο, ως θα έδει, ο οποίος υποτίμησε τη σοβαρότητα του τραυματισμού του ενάγοντος, όπως, άλλωστε και ο ίδιος (ο ενάγων), ή από ότι ο τελευταίος δεν ενημέρωσε αμέσως τους εναγομένους, ζητώντας να εξετασθεί από ιατρό στον πλησιέστερο λιμένα το συντομότερο δυνατόν (αν και το πλοίο προσέγγισε και άλλους λιμένες μετά το ατύχημα, προ του κατάπλου του στο λιμένα της Κίνας, όπου και τελικά λύθηκε η σύμβαση εργασίας του), αισιοδοξώντας ότι η κατάσταση της υγείας του θα του επέτρεπε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των καθηκόντων του μέχρι τη λήξη του συμφωνηθέντος χρόνου της ναυτολόγησής του, όπως επιθυμούσε, αποβλέποντας στις υψηλές απολαβές της θέσης και στο χρόνο θαλάσσιας υπηρεσίας, που χρειαζόταν και αντιμετωπίζοντας στο μεσοδιάστημα τους πόνους με θερμαντικές αλοιφές και παυσίπονα, σύμφωνα με όσα έχουν ήδη αναφερθεί, ή τέλος από το ότι ούτε ο Πλοίαρχος γνωστοποίησε το συμβάν στους εναγομένους στην επακολουθήσασα επικοινωνία του μαζί τους, υπολαμβάνοντας ότι δεν πρόκειται περί ατυχήματος άξιου αναφοράς. Ούτε όμως μπορεί να συναχθεί το αντίθετο εκ του ότι ο Πλοίαρχος, μη γνωρίζοντας επακριβώς την έκταση της προκληθείσης βλάβης στην υγεία του ενάγοντος, πολλώ δε μάλλον που αυτός για τους δικούς του λόγους συνέχιζε να εκτελεί τα καθήκοντά του, τον πρότεινε ως αντικαταστάτη του στη δεύτερη εναγόμενη, όταν στις 9.5.2018 την ενημέρωσε ότι επιθυμεί την αποναυτολόγησή του στο λιμένα εκφόρτωσης των σιτηρών λόγω λήξης του συμφωνηθέντος χρόνου της εργασιακής του σύμβασης, πλην όμως η πρότασή του αυτή δεν έγινε δεκτή και τελικά ναυτολογήθηκε έτερο πρόσωπο ως Πλοίαρχος. Εξάλλου, ουδείς λόγος θα υπήρχε κατά την κοινή πείρα και λογική ο ενάγων να επινοήσει εκ του μη όντος ένα ψεύτικο εργατικό ατύχημα, αντιμετωπίζοντας το ενδεχόμενο να διαρραγούν οι σχέσεις του με τους εναγομένους και να εμπλακεί σε αντιδικία μαζί τους με αμφίβολη έκβαση, σε πλοία συμφερόντων των οποίων εργαζόταν έως τότε για το βιοπορισμό του για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) ετών, χωρίς προβλήματα κατά το παρελθόν στη μεταξύ τους συνεργασία. Συνεπώς, ο ενάγων δικαιούται της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 3 παρ.3 του ανωτέρω νόμου περιορισμένης κατ’αποκοπήν αποζημίωσης για αυτού του είδους την προκληθείσα εξ εργατικού ατυχήματος ανικανότητα προς εργασία για χρονικό διάστημα 2,5 μηνών, άλλως 75 ημερών, υπολογιζομένης με βάση συνολικές μηνιαίες αποδοχές του ποσού 7.610,7 ευρώ [7.200 ευρώ ο συμφωνηθείς «κλειστός» μηνιαίος μισθός του + 410,70 ευρώ το μηνιαίο αντίτιμο τροφής, που προβλέπεται στο άρθρο 15 της εν προκειμένω εφαρμοστέας ΣΣΝΕ και ανέρχεται στο ποσό των 13,69 ευρώ ημερησίως (13,69 ευρώ Χ 30 ημέρες =410,70 ευρώ, βλ. σχετ. περί του συνυπολογισμού και του αντιτίμου τροφής στις αποδοχές του παθόντος για τον καθορισμό της ανωτέρω αποζημίωσης ΜονΕφΠειρ 323/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος) =7.610,7 ευρώ] και ανερχομένης στο ήμισυ του ημερομισθίου που ελάμβανε κατά το χρόνο του ατυχήματος για κάθε ημέρα του χρονικού διαστήματος της πλήρους ανικανότητάς του, ήτοι στο ποσό των 9.513 ευρώ (7.610,7 ευρώ : 30 ημέρες = 253,69 ευρώ : 2 =126,84 ευρώ Χ 75 ημέρες = 9.513 ευρώ), κατά παραδοχήν του σχετικού αγωγικού κονδυλίου ως εν μέρει βασίμου κατ’ουσίαν. Το ανωτέρω ποσό υποχρεούνται να του καταβάλουν οι εναγόμενοι, έκαστος εις ολόκληρον, η πρώτη ως αλλοδαπή εταιρεία/πλοιοκτήτρια του πλοίου, εντός του οποίου έλαβε χώρα το επίμαχο ατύχημα και εργοδότριά του, η δεύτερη ως αντιπρόσωπος της πρώτης κατά την κατάρτιση στην Ελλάδα της σύμβασης παροχής ναυτικής εργασίας του και οι λοιποί ως νόμιμοι εκπρόσωποι της τελευταίας, όσον αφορά ειδικότερα τον τρίτο οι υπεισελθόντες στη δικονομική του θέση εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, που συνεχίζουν παραδεκτά τη βιαίως διακοπείσα δίκη κατά τα προεκτεθέντα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε εν όλω το σχετικό αγωγικό κονδύλιο ως κατ’ουσίαν αβάσιμο, με την αιτιολογία ότι η διαγνωσθείσα βλάβη της υγείας του ενάγοντος και η εξ αυτής πλήρης πρόσκαιρη ανικανότητά του προς εργασία δεν οφείλεται σε ατύχημα, που έλαβε χώρα στο ανωτέρω πλοίο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε ο ενάγων με το αντίστοιχο σκέλος του δεύτερου λόγου της κρινόμενης έφεσής του, που πρέπει να γίνει δεκτό, απορριπτομένων κατά τα λοιπά των προβαλλομένων με τον ίδιο λόγο αιτιάσεών του, χωρίς να απαιτείται για το σχηματισμό από το παρόν Δικαστήριο πλήρους δικανικής πεποίθησης επί της βασιμότητας του λόγου αυτού η διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης.
Κατά το άρθρο 66 του ΚΙΝΔ: «Ο ναυτικός ασθενήσας δικαιούται εις μισθόν και νοσηλεύεται δαπάναις του πλοίου, εάν δε η σύμβασις ναυτολογήσεως λυθή λόγω της ασθένειας και νοσηλεύεται ούτος εκτός του πλοίου, δικαιούται εις τα νοσήλια και εις μισθόν εφόσον διαρκεί η ασθένεια, ουχί όμως πέραν των τεσσάρων μηνών. Αι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται και επί ατυχημάτων εκ βίαιου συμβάντος, εάν δε ο ναυτικός υπέστη εξ αυτών ανικανότητα προς εργασίαν, ως και εν περιπτώσει θανάτου αυτού, εφαρμόζονται και αι ειδικοί διατάξεις περί αποζημιώσεως των εξ ατυχημάτων εν τη εργασία παθόντων. Προς υπολογισμόν των εκ του παρόντος άρθρου απαιτήσεων επιτρέπεται να συνομολογήται ειδικός μισθός». Aπό τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι αν η σύμβαση ναυτικής εργασίας λυθεί λόγω της ασθένειας του ναυτικού, ο παθών δικαιούται νοσηλίων και μισθού. Στην έννοια των νοσηλίων εντάσσεται κάθε δαπάνη που είναι αναγκαία για τη θεραπεία του ναυτικού μέχρι την ανάρρωσή του (Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος. 2003, § 54, σελ. 251, I. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 14, IV 1, σελ. 110), Η σχετική υποχρέωση του εργοδότη αρχίζει από τη λύση της σύμβασης ναυτικής εργασίας λόγω της ασθένειας και η έναρξη αυτή κατά το πλείστον συμπίπτει με την αποβίβαση του ασθενή ναυτικού στην ξηρά (ΕΠ 498/2000, ΕΝΔ 2008/281, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 255). Ο μισθός ασθενείας έχει χαρακτήρα αποδοχών και δεν είναι αποζημιωτικός, παρά την, μάλλον από παραδρομή, εσφαλμένη διατύπωση του άρθρου μόνου του π.δ. 1212/1981. Συνίσταται σε ό,τι ο ναυτικός αποκόμιζε στο πλοίο από την εργασία του πριν από την ασθένεια, δηλαδή στο βασικό μισθό, στα επιδόματα, στο αντίτιμο τροφής, στα δώρα εορτών, ακόμη και στα φιλοδωρήματα, που τυχόν του κατέβαλε ο πλοιοκτήτης, δηλαδή υπολογίζεται με βάση την ισχύουσα ΣΣΝΕ, εκτός αν υπάρχει κλειστός μισθός (ΕφΠειρ 648/2008 ΕΝΔ 36.388, ΕφΠειρ 984/2001 ΠειρΝ 2002.277). Δηλαδή υπολογίζεται με βάση τις αμοιβές που προβλέπονται στην ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ), εκτός αν έχει συμφωνηθεί κλειστός μισθός (ΕΠ 648/2008, ΕΝΔ 36.388, ΕΠ 984/2001, ΠειρΝ 2002/277, ΜΕΠ 330/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΜΕΠ 951/2013 ΕλλΔνη 2014/151). Τούτο, βέβαια, ισχύει μόνον υπό τον όρο ότι στη ΣΣΝΕ δεν έχει προβλεφθεί ειδικός μισθός ασθένειας, περιλαμβάνων συνήθως το βασικό μισθό της ΣΣΝΕ πλέον του αντιτίμου τροφής, διότι στην περίπτωση αυτή ο παθών δικαιούται τον ειδικό αυτό μισθό και όχι εκείνον που αναλογεί στις, υπέρτερες από τις νόμιμες, αποδοχές που λαμβάνει. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 66 του ΚΙΝΔ συνάγεται ότι είναι επιτρεπτό μεταξύ των συμβαλλομένων να συμφωνηθεί ειδικός μισθός ασθενείας του ναυτικού με την ατομική σύμβαση εργασίας του. Εάν δεν υπάρχει τέτοια πρόβλεψη, ο ναυτικός δικαιούται τον ειδικό μισθό ασθενείας, και στην περίπτωση ατυχήματος εκ βιαίου συμβάντος, τον προβλεπόμενο υπό της Σ.Σ.Ν.Ε. (ΤριμΕφΠειρ 640/2009 ΕΝΔ 2010/39, ΕφΠειρ 333/2003 ΕΝΔ 2003/270, ΕφΠειρ 511/1996, στον Τόμο Νομολογία Ναυτικού Τμήματος Εφετείου Πειραιώς 1996-1997, σελ. 49, ΜΕΠ 355/2013, ΕΝΔ 2013.296, I. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 14, σελ. 113 – 114, Α. Κιάντου – Παμπούκη, ο.π., σελ. 207, Α. Βερνάρδος, Το δίκαιον της ναυτικής εργασίας, 1980, σελ. 45, σημ. 57,1. Κοροτζής, ο.π., άρθρο 66, σελ. 362). Ανώτατο όριο των οφειλόμενων μισθών ασθένειας είναι το τετράμηνο (ΜονΕφΠειρ 323/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και όταν συμβεί ατύχημα από βίαιο συμβάν, μάλιστα, αν ο ναυτικός υπέστη από αυτό ανικανότητα για εργασία, εφαρμόζονται και οι ειδικές διατάξεις για την αποζημίωση εκείνων που έπαθαν ατύχημα στην εργασία τους. Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι ο ναυτικός όταν η ασθένειά του προήλθε από εργατικό ατύχημα, κατά την προεκτεθείσα έννοια, δικαιούται μισθό ασθένειας, νοσήλια και αποζημίωση για το εργατικό ατύχημα, αν απ’ αυτό έμεινε ισόβια ή πρόσκαιρα ανίκανος για εργασία. Έτσι, στην τελευταία περίπτωση, ο ναυτικός έχει αυτοτελείς και ανεξάρτητες αξιώσεις, οι οποίες δεν συνδέονται αναγκαίως, ούτε έχουν αντικείμενο την ίδια παροχή, αλλά αποβλέπουν στην επίτευξη άλλου σκοπού. Μάλιστα, για την προστασία του ναυτικού, που ασθένησε κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του δεν είναι αναγκαία η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ εργασίας και ασθένειας, σε αντίθεση με τη θεμελίωση της αξίωσης αποζημίωσης που απορρέει από εργατικό ατύχημα, που σημαίνει ότι ασθένεια η οποία εμφανίσθηκε κατά τη διάρκεια της εργασίας του ναυτικού στο πλοίο, θεωρείται ως απότοκος της εργασίας του σε αυτό (ΕφΠειρ 837/2010 ΕΝαυτΔ 39.116, ΕφΠειρ 498/2008 ΕΝαυΔ 2008.281, ΕφΠειρ 385/2006 ΠειρΝ 2006.460). Σημειωτέον ότι η ίδια ρύθμιση προβλέπεται και στη διάταξη του άρθρου 186 του νέου Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ν.5020/2031), που σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 293 του ανωτέρω νόμου ισχύει από 1.1.2023, οπότε και καταργείται ο ν.3816/1958 (Α΄32), περί κυρώσεως Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (άρθρο 292 του ιδίου νόμου). Περαιτέρω, στο άρθρο 14 της εν προκειμένω εφαρμοστέας από 10.11.2010 Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Φορτηγών Πλοίων από 4500 D.W.T. και άνω του έτους 2010, που κυρώθηκε με την υπ’αριθμ.3525.1.2/01/2011 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (ΦΕΚ Β΄123/9.2.2011) προβλέπονται τα κάτωθι: “1. Μισθοί Ασθενείας: Ο μισθός ασθενείας των ναυτικών που ασθενούν και νοσηλεύονται έξω από το πλοίο, σε νοσοκομείο ή εκτός νοσοκομείου, ορίζεται σε ευρώ και είναι ίσος με τον κατά ειδικότητα βασικό μισθό που καθορίζεται στο άρθρο 1. Στον ανωτέρω μισθό ασθενείας περιλαμβάνεται και το αντίτιμο τροφής…2. Μισθός σε περίπτωση ατυχήματος: Σε περίπτωση ατυχήματος ο μισθός ασθένειας καθορίζεται στο 100% του βασικού μισθού της Συλλογικής Σύμβασης”. Τέλος, κατά το άρθρο 3 του Ν.Δ. 2652/1953 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Νόμου 1752/1951 “περί ναυτικής εργασίας”» (ΦΕΚ Α 297/30.10.1953), το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 295 § 2 του ΚΙΝΔ, των διατάξεών του θεωρουμένων ότι αποτελούν προσθήκη στο άρθρο 66 του ΚΙΝΔ, η προστασία του ασθενούς ναυτικού για ασθένεια που προϋπήρχε της ναυτολόγησης και υποτροπίασε ή για ασθένεια χρόνια που παροξύνθηκε, ορίζεται σε ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, παλιννόστηση και καταβολή του μισθού ασθενείας μέχρι δύο μήνες. Εάν ο πλοιοκτήτης ισχυρισθεί ότι η ασθένεια του ενάγοντος υπήρχε κατά το χρόνο της ναυτολόγησής του, βαρύνεται με την απόδειξη του ισχυρισμού αυτού (ΕφΠειρ 155/2006 ΑρχΝ 2007.311, ΕφΠειρ 602/1995, ΝομΕφΠειρ 1, σελ. 30). Η προστασία που παρέχεται στο ναυτικό με τις πιο πάνω διατάξεις καλύπτει ολόκληρο το χρόνο της σχέσης ναυτικής εργασίας, αφορά δε ασθένεια οποιαδήποτε μορφής και οφειλόμενη σε οποιαδήποτε αιτία, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που ορίζονται με ειδικές διατάξεις (ΜονΕφΠειρ 330/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 764/2012 ΕΝαυτΔ 2013.22, ΕφΠειρ 837/2010 ΕΝαυτΔ 2011.116).
Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων δικαιούται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 66 § 1 ΚΙΝΔ και 14 παρ.2 της ως άνω ΣΣΝΕ, μισθούς ασθένειας και νοσήλια. Η ασθένεια του ενάγοντος διήρκησε μέχρι την 10η.9.2019, ήτοι επί 2,5 μήνες από την απόλυσή του για το λόγο αυτό, όπως έχει ήδη αναφερθεί. Δικαιούται συνεπώς, μισθούς ασθένειας, υπολογιζόμενους με βάση τη διάταξη του άρθρου 14 παρ.2 της εν προκειμένω εφαρμοστέας ΣΣΝΕ, που προβλέπει ότι σε περίπτωση ατυχήματος ο μισθός ασθένειας καθορίζεται στο 100% του βασικού μισθού της Συλλογικής Σύμβασης, ο οποίος για την ειδικότητα του Υποπλοιάρχου καθορίζεται στο ποσό των 1.417,32 ευρώ, μη συμπεριλαμβανομένου του αντιτίμου τροφής, εφόσον τούτο δεν περιλαμβάνεται στο μισθό αυτό σε περίπτωση ατυχήματος όπως στην κρινόμενη περίπτωση, ενώ αντιθέτως προβλέπεται ο υπολογισμός τούτου στον μισθό ασθενείας της πρώτης παραγράφου του ιδίου άρθρου, με την επισήμανση ότι με την ατομική του σύμβαση εργασίας δε συμφωνήθηκε ειδικός μισθός ασθενείας και δεν αποδείχθηκε ότι η ασθένειά του προϋπήρχε της ναυτολόγησής του [βλ. σχετ. περί του υπολογισμού των μισθών ασθενείας του ναυτικού σε περίπτωση ατυχήματος ΕφΠειρ 640/2009 ό.π. και ΜονΕφΠειρ 102/2015 ΕλλΔνη 2015.1726) και ανερχομένους ειδικότερα στο ποσό των 3.543,30 ευρώ (1.417,32 ευρώ X 2,5 μήνες= 3.543,30 ευρώ), το οποίο και υποχρεούνται να του καταβάλουν οι εναγόμενοι, έκαστος εξ αυτών εις ολόκληρον, κατά παραδοχήν του σχετικού αγωγικού κονδυλίου ως εν μέρει βασίμου κατ’ουσίαν. Κατ’ακολουθίαν, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του επιδίκασε για την αιτία αυτή στον ενάγοντα το ποσό των 4.570 ευρώ, συμπεριλαμβάνοντας για τον υπολογισμό του και το μηνιαίο αντίτιμο τροφής, εσφαλμένα τις ανωτέρω διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκαν οι εναγόμενοι με την έφεσή τους, απορριπτομένων κατά τα λοιπά ως αβασίμων των προβαλλομένων από τους ίδιους για το συγκεκριμένο αγωγικό κονδύλιο αιτιάσεων και του δεύτερου λόγου της έφεσης του ενάγοντος. Επιπρόσθετα, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι ο ενάγων για την αποκατάσταση της υγείας του και την αποθεραπεία του μετά τον τραυματισμό του στο ένδικο ατύχημα υποβλήθηκε σε ιατροφαρμακευτικές δαπάνες, καταβάλλοντας ειδικότερα τα κάτωθι αναφερόμενα ποσά: 1) Το ποσό των 50 ευρώ στον Ιατρό ………, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. …../5.7.2018 απόδειξη λιανικών συναλλαγών για την παροχή υπηρεσιών του ανωτέρω, 2) το ποσό των 36,34 ευρώ για αγορά φαρμάκων, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από 10.7.2018 απόδειξη της επιχείρησης φαρμακείου της ομόρρυθμης εταιρείας ………, 3) το ποσό των 36,28 ευρώ για την παροχή ιατρικών υπηρεσιών (μαγνητική τομογραφία αριστερού ώμου και ακτινογραφίες ώμων) από την ανώνυμη εταιρεία “…….”, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. …../13.7.2018 απόδειξη παροχής υπηρεσιών της ανωτέρω εταιρείας, 4) το ποσό των 5 ευρώ στην ίδια εταιρεία για τη ψηφιοποίηση ακτινογραφίας, όπως προκύπτει από την επίσης προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. ………./13.7.2018 απόδειξη παροχής υπηρεσιών αυτής, 5) το ποσό των 240 ευρώ στον ανωτέρω ……… για την έγχυση αυξητικών παραγόντων, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. ……/10.9.2018 απόδειξη λιανικών συναλλαγών για την παροχή υπηρεσιών του ιδίου, ήτοι συνολικά το ποσό των 367,62 ευρώ, το οποίο και υποχρεούνται να του καταβάλουν οι εναγόμενοι, έκαστος εξ αυτών εις ολόκληρον, κατά παραδοχήν του σχετικού αγωγικού κονδυλίου ως εν μέρει βασίμου κατ’ουσίαν. Τα αιτούμενα επιμέρους ποσά των 8,04 ευρώ και των 5,16 ευρώ, που αφορούν σε αγορά φαρμάκων στις 19.7.2018, δεν θα του επιδικασθούν, διότι αποδείχθηκε ότι τα εν λόγω φάρμακα χορηγήθηκαν για “μεταταρσαλγία”, δηλαδή για πρόβλημα στο πόδι του, μη συνδεόμενο, επομένως, αιτιωδώς με τον τραυματισμό του στο ένδικο ατύχημα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του επιδίκασε για την αιτία αυτή στον ενάγοντα το σύνολο του αιτουμένου ποσού των 380,82 ευρώ, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκαν οι εναγόμενοι με το αντίστοιχο σκέλος της έφεσής τους.
Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, να γίνουν αμφότερες οι κρινόμενες εφέσεις δεκτές και κατ’ουσίαν κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους και, αφού εξαφανισθεί η πρωτόδικη απόφαση και κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι έκαστος εις ολόκληρον (όσον αφορά τον αποβιώσαντα τρίτο εξ αυτών οι υπεισελθόντες στη δικονομική του θέση εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, ήτοι η σύζυγός του τέταρτη εναγόμενη, καθώς και τα τέκνα του ………. και …………., κατά ποσοστό 2/8, 3/8 και 3/8 εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα), με τις ιδιότητες, που προεκτέθηκαν, να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 13.423,92 ευρώ (9.513 ευρώ + 3.543,30 ευρώ + 367,62 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος των εναγομένων, που παρά την παραδοχή της έφεσής τους, ηττήθηκαν εν μέρει στην ουσία της υπόθεσης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων τις α) από 9.9.2020 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ……../22.9.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. …../22.9.2020 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση και β) η από 1.10.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/21.10.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………/22.10.2020 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 2178/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτές τυπικώς και εν μέρει κατ’ ουσίαν.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση.
ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 30.11.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……………/20.12.2018) αγωγής.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την ανωτέρω αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγομένους, έκαστον εις ολόκληρον (όσον αφορά τον αποβιώσαντα τρίτο εξ αυτών τους υπεισελθόντες στη δικονομική του θέση εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, ήτοι τη σύζυγό του τέταρτη εναγόμενη, καθώς και τα τέκνα του ……… και ………………, κατά ποσοστό 2/8, 3/8 και 3/8 εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα), να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των δεκατριών χιλιάδων τετρακοσίων είκοσι τριών ευρώ και ενενήντα δύο λεπτών του ευρώ (13.423,92), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγομένων μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων καθορίζει στο ποσό των οκτακοσίων ευρώ (800).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, στις 11.5.2023
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ