ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 271/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας: …………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Αρτέμιδα Γιανναρά, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ,
Της εφεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “……………», με έδρα τη ……… (………), με ΑΦΜ ……., που εκπροσωπείται νόμιμα ως διαχειρίστρια απαιτήσεων και ως εντολοδόχου και ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου της εταιρείας με την επωνυμία “…………” που εδρεύει στο …… Ιρλανδίας (………….), νομίμως εκπροσωπούμενης και η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Ιωάννα Πατριαρχέα.
Η νυν εκκαλούσα άσκησε κατά της νυν εφεσίβλητης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την από 11.6.2021 (με Γ.Α.Κ. …./2021 και Ε.Α.Κ. …./2021) ανακοπή κατά της υπ’ αριθ. ………../28.5.2021 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικ. επιμελήτριας …….. και επί της οποίας (ανακοπής) εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η 235/2022 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου (ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών), που απέρριψε την ανακοπή.
Η ανακόπτουσα προσέβαλε την ανωτέρω οριστική απόφαση με την από 8-3-2022 έφεσή της, την οποία κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, στις 8.3.2022 με Γ.Α.Κ. …../2022 και Ε.Α.Κ. …./2022. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως κατατέθηκε αυθημερόν στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2022 και Ε.Α.Κ. …../2022, οπότε δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η έφεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, η μεν πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της με τις προτάσεις που προκατάθεσε, η δε πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης, αφού έλαβε τον λόγο, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις της.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 8.3.2022 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. ……/2022 και Ε.Α.Κ. …./2022 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2022 και Ε.Α.Κ. …./2022) έφεση της ……… κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “…………..» ως διαχειρίστριας απαιτήσεων και ως εντολοδόχου, ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου της εδρεύουσας στο …… Ιρλανδίας εταιρείας με την επωνυμία “……….” προς εξαφάνιση της 235/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. σε συνδυασμό με άρθρο 937 παρ.3 ΚΠολΔ) την από 11.6.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/29.6.2021 ανακοπή της νυν εκκαλούσας κατά της νυν εφεσίβλητης απέρριψε αυτή, έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, καθώς η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 21.1.2022, η δε ένδικη έφεση ασκήθηκε στις 8.3.2022, ήτοι πριν παρέλθει από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης διετία και χωρίς από κάποιο στοιχείο της δικογραφίας να προκύπτει ότι στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα έγινε επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης από τον ένα διάδικο στον άλλο. Επομένως, η έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου για να δικαστεί με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, όπως πρωτοδίκως (άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατ’ άρθρο 533 παρ.1 του ίδιου Κώδικα. Σημειωτέον ότι για το παραδεκτό της εφέσεώς της η εκκαλούσα έχει καταθέσει κατ’ άρθρο 495 παρ.3 στοιχ. Αβ’ το με κωδικό ……………. e-παράβολο του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης, ποσού 100 ευρώ εξοφλημένο [βλ. συνημμένα στο εφετήριο αντίγραφο του e-παράβολου και την από 4.3.2022 απόδειξης συναλλαγής της Εθνικής Τράπεζας Κατάστημα Άνοιξης (662)].
Η εκκαλούσα άσκησε κατά της εφεσίβλητης την ως άνω από 11.6.2021 ανακοπή κατά της υπ’ αριθ. …../28.5.2021 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικ. επιμελήτριας ……. και υποστήριζε ότι σε βάρος της επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση δυνάμει της υπ’ αριθ. ………./2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εκδοθείσας κατόπιν αίτησης της «…….» κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……..», πιστούχου της τράπεζας λόγω της μεταξύ τους υπ’ αριθ. ………./2007 σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και κατά του …………., εγγυητή της οφειλής. Ότι η ίδια η ανακόπτουσα τυγχάνει μη οφειλέτρια της καθ’ης η ανακοπή, τρίτη κυρία ενυπόθηκων ακινήτων-οριζόντιων ιδιοκτησιών σε πολυκατοικία στο Κερατσίνι Αττικής, όπως περιγράφονται στην ανακοπή, σε ποσοστό 70,15%, τα οποία (ακίνητα) απέκτησε κατά το ανωτέρω ποσοστό ως εργολάβος κατά την κατασκευή της πολυκατοικίας με το σύστημα της αντιπαροχής από τον παραπάνω εγγυητή στην ως άνω σύμβαση πίστωσης ……. που ήταν οικοπεδούχος, δυνάμει της υπ’αριθ. ……./1.11.2019 πράξης μεταβίβασης ποσοστών εξ αδιαιρέτου οικοπέδου σε εκτέλεση εργολαβικού προσυμφώνου του συμβ/φου Αθηνών …., το οποίο καταχωρίστηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά. Ότι επί των ακινήτων αυτών είχε προηγουμένως εγγραφεί στις 3.7.2019 α’ σειράς υποθήκη κατά του ως άνω δικαιοπαρόχου της ανακόπτουσας, εγγυητή στη σύμβαση πίστωσης και τότε τυπικώς φερόμενου κυρίου των χιλιοστών που αναλογούσαν στα παραπάνω ακίνητα και υπέρ της «……» (που κατέστη καθολική διάδοχος της «………….») δυνάμει της προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής για ποσό 100.000 ευρώ. Ότι η καθ’ ης η ανακοπή εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις επέδωσε στην ανακόπτουσα την από 14.4.2021 επιταγή προς πληρωμή συνημμένη στο εξ απογράφου αντίγραφο της προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής, κατόπιν μεταβίβασης της απαίτησης από την ως άνω σύμβαση πίστωσης και εγγύησης της οφειλής, στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις δυνάμει της από 1.7.2020 σύμβασης εκχώρησης απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 από την «……….» (με την ιδιότητα της καθολικής διαδόχου της αρχικής πιστώτριας «……….») στην εδρεύουσα στο ……… Ιρλανδίας εταιρίας ειδικού σκοπού “………..”, η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της απαίτησης αυτής και ανέθεσε στην καθ’ ης, τη διαχείριση αυτής, δυνάμει της σχετικής από 17.7.2020 σύμβασης διαχείρισης. Ότι με την επιταγή αυτή η ανακόπτουσα επιτάχθηκε να καταβάλει (καίτοι δεν όφειλε) προς την καθ’ης το ποσό των 100.000 ευρώ, ήτοι όσο και η απαίτηση της καθ’ης που ασφαλίστηκε με υποθήκη εγγραφείσα επί των ανωτέρω ακινήτων κατά του δικαιοπαρόχου της ανακόπτουσας εγγυητή στο δάνειο της τράπεζας, …………., άλλως να ανεχθεί την σε βάρος της διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης. Ότι κατά της επιταγής αυτής, εκείνη έχει ήδη ασκήσει την από 6.5.2021 με αριθμό κατάθεσης ……../2021 ανακοπή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Ότι στις 28.5.2021 της επιδόθηκε η νυν ανακοπτόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης και με αυτή επιβλήθηκε κατάσχεση στο ως άνω 70,15% εξ αδιαιρέτου ποσοστό κυριότητας της ανακόπτουσας επί των δύο ακινήτων της, ήτοι οριζόντιων ιδιοκτησιών Δ-1 και Ε-1 διαμερισμάτων πολυκατοικίας μετά θέσεων στάθμευσης στον ακάλυπτο του οικοπέδου επί της οδού ……., προκειμένου η καθ’ ης να εισπράξει μέσω αναγκαστικού πλειστηριασμού το ποσό των 20.000 ευρώ που αποτελεί μέρος του επιταχθέντος κεφαλαίου. Για τους λόγους δε που ανέπτυσσε στην ανακοπή της η ανακόπτουσα (ήδη εκκαλούσα) ζητούσε να ακυρωθεί η κατάσχεση που επιβλήθηκε με την υπ’ αρ. ……/28.5.2021 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης της δικ. επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών ……… Με την εκκαλούμενη απόφαση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε όλους τους λόγους της ανακοπής ως μη νόμιμους. Με την υπό κρίση έφεσή της η ανακόπτουσα- ήδη εκκαλούσα παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε καθέναν από τους λόγους της ανακοπής της και ζητεί, μετ’ αποδοχή αυτών, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, να γίνει δεκτή η από 11.6.2021 ανακοπή της και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, καταδικαζόμενης της εφεσίβλητης- καθ’ης η ανακοπή στην εν γένει δικαστική της δαπάνη.
Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής της η ανακόπτουσα επικαλείτο το άρθρο 1294 ΑΚ σύμφωνα με το οποίο «ο τρίτος κύριος που παραχώρησε την υποθήκη καθώς και κάθε τρίτος που νέμεται με νόμιμο τίτλο το ενυπόθηκο, υπόκειται στην εμπράγματη αγωγή του δανειστή με την αναγκαστική εκτέλεση πάνω στο κτήμα, αν δεν προτιμά να εξοφλήσει όλες τις ενυπόθηκες απαιτήσεις στην έκταση που ασφαλίζονται με την υποθήκη», η δε άσκηση της εμπράγματης υποθηκικής αγωγής δεν σημαίνει κατάθεση εισαγωγικού δίκης δικογράφου ενώπιον Δικαστηρίου, αλλά αναγκαστική εκτέλεση στο ενυπόθηκο ανεξάρτητα από το πρόσωπο που είναι κύριος του ακινήτου κατά τον χρόνο της αναγκαστικής εκτέλεσης. Ότι με την εμπράγματη υποθηκική αγωγή ο ενυπόθηκος δανειστής δεν μπορεί να επιδιώξει κατά του τρίτου εναντίον του οποίου την ασκεί, την πληρωμή του χρέους, ούτε το ποσό της αξίας του ακινήτου, αλλά κατ’ αυτού επιδιώκει μόνο να υποστεί αναγκαστική εκτέλεση επί του ενυπόθηκου, το οποίο είναι υπέγγυο κατά το ποσό που έχει εγγραφεί η υποθήκη. Κι αυτό εφόσον ο τρίτος δεν προτιμά να εξοφλήσει την ενυπόθηκη απαίτηση στην κατά τα ανωτέρω έκταση που ασφαλίζεται με την υποθήκη, οπότε η απόσβεση της απαίτησης επιφέρει και την απόσβεση της υποθήκης ασκώντας το προβλεπόμενο από το άρθρο 1298 ΑΚ δικαίωμα προσφοράς και υποκατάστασης. Ότι στην προκειμένη περίπτωση με την από 14.4.2021 κοινοποιηθείσα επιταγή της καθ’ης, η ανακόπτουσα επιτάχθηκε στην καταβολή 100.000 ευρώ, που είναι και το ποσό της απαίτησης προς εξασφάλιση της οποίας ενεγράφη η υποθήκη επί των προαναφερθέντων ακινήτων κυριότητάς της, άλλως θα γίνει η αναγκαστική εκτέλεση και θα προστεθούν και 40 ευρώ για την παραγγελία προς εκτέλεση. Ότι έτσι η εν λόγω επιταγή δεν έχει ως περιεχόμενο και αίτημα μόνο την υποχρέωση της ανακόπτουσας ως τρίτης κυρίας να υποστεί την αναγκαστική εκτέλεση, αλλά της ζητείται πρωτίστως και η πληρωμή της απαίτησης που ασφαλίζεται με την υποθήκη, οπότε με τέτοιο περιεχόμενο η άνω επιταγή είναι μη νόμιμη και ακυρωτέα. Ότι επομένως και η άνω προσβαλλόμενη κατάσχεση και η όλη εκτελεστική διαδικασία, η οποία επισπεύδεται με άκυρη επιταγή είναι μη νόμιμη και ως τέτοια πρέπει να ακυρωθεί. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε τον παραπάνω λόγο δεχόμενο ότι στο δίκαιο της εκτέλεσης ισχύει ο κανόνας του άρθρου 159 ΚΠολΔ ότι οι ελαττωματικές δικονομικές πράξεις δεν είναι αυτοδικαίως άκυρες και ότι παράγουν τις συνέπειές τους μέχρις ότου απαγγελθεί η ακυρότητά τους με δικαστική απόφαση, με αποτέλεσμα η απαγγελλόμενη ακυρότητα μιας ορισμένης πράξης της διαδικασίας να μην συμπαρασύρει την επόμενη που στηρίχθηκε σε αυτή, η οποία θα πρέπει έτσι με τη σειρά της να προσβληθεί αυτοτελώς με ανακοπή, μέσα στην τασσόμενη προθεσμία προκειμένου να ακυρωθεί με βάση τον ίδιο λόγο που ακυρώθηκε η προηγούμενη, αλλιώς αυτή ισχυροποιείται και μπορεί να στηρίξει έγκυρα την παραπέρα πορεία της εκτελεστικής διαδικασίας και ότι το ζήτημα αυτό αντιμετωπίζεται με ταυτόχρονη άσκηση ανακοπής και κατά της επόμενης πράξης σύμφωνα με το άρθρο 69 παρ.1 περ.δ’ του ΚΠολΔ, στηριγμένης ακριβώς στην ακυρότητα της προηγούμενης που αναμένεται να απαγγελθεί με την πρώτη ανακοπή. Ότι ο πρώτος λόγος της ανακοπής με τον οποίο ζητείται η ακύρωση της ως άνω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, ενόψει του ότι η ανακόπτουσα με την υπό κρίση ανακοπή της, δεν ζητά την ακύρωση της φερόμενης ως ελαττωματικής επιταγής προς εκτέλεση, ούτε ισχυρίζεται ότι αυτή έχει ακυρωθεί δυνάμει άλλης δικαστικής απόφασης, με αποτέλεσμα αυτή να εξακολουθεί να παράγει τις συνέπειές της. Με τον πρώτο λόγο της έφεσής της η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα παραπονείται ότι η εκκαλούμενη απόφαση δεν έλαβε υπ’όψιν της τον ισχυρισμό της ότι εκείνη είχε ήδη ασκήσει κατά της παραπάνω επιταγής προς πληρωμή την από 6.5.2011 και με αριθμό κατάθεσης ……………./2021 ανακοπή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, οπότε δεν θα μπορούσε παραδεκτά και νόμιμα να ζητήσει ακύρωση της επιταγής αυτής με την υπό κρίση ένδικη ανακοπή. Κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, ο παραπάνω λόγος ανακοπής έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτος κατ’ άρθρο 935 ΚΠολΔ. Ειδικότερα κατά τη διάταξη του άρθρου αυτού «Λόγοι ανακοπής που είναι ήδη γεννημένοι και μπορούν να προταθούν στη δίκη της ανακοπής σύμφωνα με το άρθρο 933, είναι απαράδεκτοι, όταν προταθούν σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη δίκη, όπου ανακύπτει ζήτημα κύρους της αυτής ή άλλης πράξης της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης». Με την παραπάνω διάταξη θεσπίζεται η υποχρέωση προβολής όλων των γεννημένων και δυνάμενων να προταθούν με το δικόγραφο της ανακοπής ή των πρόσθετων λόγων, λόγων ανακοπής κατά τη συζήτηση της ανακοπής, καθιερώνοντας ταυτόχρονα το σύστημα του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, προκειμένου να εξασφαλισθεί η ταχύτερη δυνατή αντιμετώπιση των αμφισβητήσεων ως προς το κύρος της αναγκαστικής εκτέλεσης. Κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, όλοι οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 933 ΚΠολΔ λόγοι ακυρότητας, που είχαν γεννηθεί και μπορούσαν να γεννηθούν με προγενέστερα ασκηθείσα ανακοπή, δεν επιτρέπεται, με ποινή το απαράδεκτο, να αποτελέσουν τη βάση μεταγενέστερης ανακοπής ή να ερευνηθούν επ’ ευκαιρία άλλης δίκης. Και αν ακόμα υπάρχει προθεσμία από το άρθρο 934 ΚΠολΔ για την άσκηση νέας ανακοπής, δεν μπορεί να προταθούν με τη νέα ανακοπή (βλ. ΑΠ 1203/2020, ΑΠ 856/2014, ΑΠ 1711/2014, ΜονΕφΠατρ 400/2021, ΜονΕφΑθ 2700/2021 στην ΤΝΠ Νόμος). Πολύ περισσότερο δεν επιτρέπεται να προταθούν λόγοι ανακοπής της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως, αν οι ίδιοι λόγοι με προηγούμενη απόφαση κρίθηκαν και απορρίφθηκαν (βλ. ΑΠ 243/2018 ΝοΒ 2018/1226, ΑΠ 1284/2008, ΜονΕφΑθ 2700/2021, ΤΝΠ Νόμος). Το υπό της ανωτέρω διατάξεως θεσπιζόμενο απαράδεκτο, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως και ισχύει ανεξαρτήτως αν οι λόγοι ανακοπής αφορούν στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως ή την απαίτηση (βλ. ΑΠ 1660/2006, ΤΝΠ Νόμος, έτσι η ΜονΕφΛαρ 259/2022 στην ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΜονΕφΠειρ 740/2022 στην efeteio-peir.gr). Στην προκειμένη περίπτωση, ο λόγος που επικαλείται η ανακόπτουσα ως ελάττωμα της κοινοποιηθείσας σε αυτήν από 14.4.2021 επιταγή προς εκτέλεση ήταν γεννημένος και μπορούσε να προταθεί στη δίκη της από 6.5.2021 και με αριθμό ……………/2021 ανακοπής της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και επομένως προβαλλόμενης στην νυν μεταγενέστερη δίκη ανακοπής κατά της υπ’ αριθ. …../28.5.2021 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικ. επιμελήτριας ………… που στηρίχθηκε στην ανωτέρω επιταγή προς πληρωμή τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος κατ’ εφαρμογή του άρθρου 935 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο καταλήγει σε απόρριψη της αγωγής ή εν προκειμένω ορισμένου λόγου ανακοπής ως απαράδεκτου, ενώ το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τον λόγο αυτό ως νόμω ή ουσία αβάσιμο, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται κατά τον λόγο αυτό, αφού επί απαράδεκτου λόγου ανακοπής παράγεται δεδικασμένο μόνο για το δικονομικό ζήτημα απαραδέκτου, ενώ επί απόρριψης ως νόμω ή ουσία αβάσιμου του σχετικού λόγου ανακοπής παράγεται δεδικασμένο για το ουσιαστικό δικαίωμα (άρθρο 322 παρ.1 ΚΠολΔ) [βλ. Αθ. Πανταζόπουλο σε Κυριάκου Οικονόμου, Η έφεση, Νομική Βιβλιοθήκη 2017, άρθρο 534, σελ. 336, Στ. Πανταζόπουλο σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ2, άρθρα 495-590, έκδοση 2020, άρθρο 534, σελ. 185, παρ.3], η δε απόρριψη ως απαράδεκτου του λόγου ανακοπής τυγχάνει ευνοϊκότερη για τον εκκαλούντα από την τυχόν απόρριψή του ως μη νόμιμου (βλ. Στ. Πανταζόπουλο, ό.π., σελ. 192 παρ.3). Επομένως, γενομένου δεκτού του πρώτου λόγου έφεσης πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση κατά το μέρος που απέρριψε τον πρώτο λόγο της ένδικης ανακοπής ως μη νόμιμο και αφού κρατηθεί και δικαστεί αυτός από το παρόν Δικαστήριο, θα απορριφθεί ως απαράδεκτος κατ’ άρθρο 935 ΚΠολΔ.
Παρακάτω, με τον δεύτερο λόγο της ένδικης ανακοπής, η ανακόπτουσα υποστήριζε ότι η εγγραφείσα υποθήκη εσφαλμένως και ακύρως ενεγράφη επί των ανωτέρω οριζόντιων ιδιοκτησιών που φέρονταν τύποις ότι ανήκαν στον εγγυητή ………., ενώ αποτελούσαν μέρος του εργολαβικού ανταλλάγματος που είχε συμφωνηθεί μεταξύ της ανακόπτουσας εργολάβου και των συνοικοπεδούχων με το υπ’ αριθ. ………/28.3.2007 προσύμφωνο μεταβίβασης ποσοστών εξ αδιαιρέτου και εργολαβικό συμβόλαιο της συμβ/φου Αθηνών ………. και ότι με δεδομένο ότι η πολυκατοικία της οδού . …… στο Κερατσίνι Αττικής, την ανέγερση της οποίας είχε αναλάβει να πραγματοποιήσει κατά τους όρους του ως άνω προσυμφώνου με δικές της δαπάνες και επιμέλεια η ανακόπτουσα, ολοκληρώθηκε εμπροθέσμως και προσηκόντως, ο οικοπεδούχος …………. είχε αποξενωθεί από τις κατασχεθείσες οριζόντιες ιδιοκτησίες και κανένα δικαίωμα δεν είχε επ’ αυτών. Ότι τα παραπάνω μπορούσαν, άλλωστε, να διαπιστωθούν και από την ανάγνωση της σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας, όπου ρητά αναφέρεται ποιες από τις οριζόντιες ιδιοκτησίες που συστήνονται με αυτή περιέρχονται ως αντιπαροχή στους οικοπεδούχους και ποιες αποτελούν εργολαβικό αντάλλαγμα και περιέρχονται στον εργολάβο και ότι ο ενδελεχής νομικός έλεγχος από την καθ’ης σε σχέση με τις οριζόντιες αυτές ιδιοκτησίες θα κατέληγε στο αυτό συμπέρασμα. Ότι επομένως η επιβληθείσα σε βάρος της ανακόπτουσας και των ανωτέρω ακινήτων της αναγκαστική κατάσχεση ερειδόμενη στην εγγραφείσα την 3.7.2019 υποθήκη είναι ακυρωτέα και για τον λόγο αυτό. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον παραπάνω λόγο ανακοπής ως μη νόμιμο. Δέχθηκε ότι από την διάταξη του άρθρου 1033 ΑΚ σαφώς συνάγεται ότι πέραν των λοιπών προϋποθέσεων, για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται μεταγραφή της εμπράγματης σύμβασης (όχι της ενοχικής που αποτελεί την αιτία της, ούτε του προσυμφώνου) στα βιβλία μεταγραφών της περιφέρειας του ακινήτου και ότι η μεταγραφή που δεν αποτελεί στοιχείο του πραγματικού της εμπράγματης σύμβασης, αλλά όρο του ενεργού της, δεν ενεργεί αναδρομικά, δηλαδή δεν ανατρέχει στον χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας. Ότι στην προκειμένη περίπτωση ενόψει του ότι η ανακόπτουσα εκθέτει ότι κατέστη κυρία των κατασχεθέντων, δυνάμει της υπ’ αριθ. ………../1.11.2019 πράξης μεταβίβασης ποσοστών εξ αδιαιρέτου οικοπέδου σε εκτέλεση εργολαβικού προσυμφώνου του συμβολαιογράφου Αθηνών ……………, νομίμως καταχωρισθείσας στα φύλλα του οικείου Κτηματολογικού Γραφείου στις 6.11.2019 με αριθμό ……., η δε υποθήκη της καθ’ης η ανακοπή καταχωρίσθηκε στις 3.7.2019, ήτοι σε χρόνο προγενέστερο, νομίμως έγινε η εγγραφή της υποθήκης και ότι ο σχετικός λόγος ανακοπής τυγχάνει μη νόμιμος. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται ότι η κρίση αυτή της εκκαλούμενης απόφασης ήταν εσφαλμένη, καθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψιν του, αφενός το δικαίωμα της ανακόπτουσας επί των οριζόντιων ιδιοκτησιών ως κατασκευάστριας αυτών, αφετέρου το γεγονός ότι η ολοκλήρωση της τυπικής μεταβίβασης των χιλιοστών που αναλογούσαν στις κατασκευασθείσες από εκείνη οριζόντιες ιδιοκτησίες, όπως αναλυτικά εξέθεσε στην ανακοπή της, καθυστέρησε για λόγους που δεν οφείλονταν στην ανακόπτουσα. Ωστόσο, εν προκειμένω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο. Σύμφωνα με το άρθρο 1033 ΑΚ «Για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ’ αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υπόκειται σε μεταγραφή». Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται μεταγραφή της εμπράγματης σύμβασης (όχι της ενοχικής που αποτελεί την αιτία της, ούτε του προσυμφώνου) στα βιβλία μεταγραφών της περιφέρειας του ακινήτου. Η μεταγραφή δεν αποτελεί στοιχείο του πραγματικού της εμπράγματης σύμβασης, αλλά όρο του ενεργού της. Η διενέργεια της μεταγραφής που πληροί την αίρεση δικαίου για την επέλευση της μεταβίβασης δεν ενεργεί αναδρομικά, δηλαδή δεν ανατρέχει στον χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας. Η μεταγραφή, η οποία δεν αναπληρώνεται από την παράδοση της νομής του ακινήτου (βλ. Μπαλή, Εμπράγματο Δίκαιο, παρ.61), επάγεται τη μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου τόσο έναντι των τρίτων, όσο και έναντι του μεταβιβάζοντος. Ο τελευταίος μέχρι τη μεταγραφή διατηρεί την κυριότητα του ακινήτου (βλ. Βασίλη Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, τόμος Δ’, ημίτομος Α’, Εμπράγματο Δίκαιο, έκδοση 2007, σελ. 413, 414). Στην προκειμένη περίπτωση, η ανακόπτουσα εκθέτει στην ένδικη ανακοπή της ότι με το υπ’ αριθ. ………../28.3.2007 προσύμφωνο μεταβίβασης ποσοστών εξ αδιαιρέτου και εργολαβικό συμβόλαιο της συμβ/φου Αθηνών ……….. που καταρτίσθηκε μεταξύ εκείνης και του …………, οικοπεδούχου σε ποσοστό 70,15% εξ αδιαιρέτου στο ένδικο ακίνητο και των λοιπών συνοικοπεδούχων, της ανατέθηκε η ανέγερση σε αυτό πολυόροφης οικοδομής με δική της επιμέλεια και έξοδα, με το σύστημα της αντιπαροχής και ότι κατά τη σχετική συμφωνία οι κατασχεθείσες με την ανακοπτόμενη κατάσχεση οριζόντιες ιδιοκτησίες θα περιέρχονταν σε αυτή ως εργολαβικό αντάλλαγμα. Ότι εντούτοις ο …………. κι ενώ ολοκληρώθηκε κατά τα συμφωνηθέντα η κατασκευή εκ μέρους της, της οικοδομής, δεν μπορούσε να της μεταβιβάσει τα χιλιοστά που του αναλογούσαν από το οικόπεδο για τις εν λόγω ιδιοκτησίες, καθώς στερείτο της δυνατότητας έκδοσης φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας. Ότι εντέλει τούτο κατέστη δυνατό μεταγενέστερα, κατόπιν σχετικής νομοθετικής ρύθμισης για τη φορολογική ενημερότητα των οικοπεδούχων και ασφαλιστικής ρύθμισης των οφειλών της εταιρείας του …….. στον ΕΦΚΑ, οπότε πραγματοποιήθηκε η τυπική μεταβίβαση στην ανακόπτουσα των χιλιοστών κυριότητας που αντιστοιχούσαν στον παραπάνω οικοπεδούχο με την υπ’ αριθ. ……../1.11.2019 πράξη μεταβίβασης ποσοστών εξ αδιαιρέτου οικοπέδου σε εκτέλεση εργολαβικού προσυμφώνου του συμβ/φου Αθηνών ………, το οποίο καταχωρίστηκε νομίμως στα κτηματολογικά φύλλα του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά. Ότι εκ των υστέρων, η ανακόπτουσα διαπίστωσε κατά τον έλεγχο τίτλων στο Κτηματολογικό Γραφείο Πειραιά ότι την 3.7.2019 η «…………» ως καθολική διάδοχος της «……….» είχε εγγράψει στα κτηματολογικά φύλλα του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά, υποθήκη α’ τάξεως βάσει της υπ’ αριθ. ………/2011 τελεσίδικης διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά του …….. για ποσό 100.000 ευρώ και επί του φερόμενου ποσοστού 70,15% επί των ανωτέρω οριζόντιων ιδιοκτησιών. Επομένως, κατά τα εκτιθέμενα στην ανακοπή προηγήθηκε της εμπράγματης σύμβασης μεταβίβασης των ποσοστών κυριότητας στις επίδικες οριζόντιες ιδιοκτησίες από τον ………. στην ανακόπτουσα και της μεταγραφής της εν λόγω συμβάσεως στα κτηματολογικά φύλλα του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά, η εγγραφή υποθήκης α’ τάξεως από την καθολική διάδοχο της δανείστριας τράπεζας, όταν δηλαδή ακόμα τα παραπάνω ποσοστά κυριότητας ανήκαν στον εγγυητή καθ’ου η εκτέλεση ………, παρά τα όσα υποστηρίζει η ανακόπτουσα, έστω κι αν με το προαναφερόμενο προσύμφωνο-εργολαβικό είχε ήδη συμφωνηθεί να αποτελέσουν οι οριζόντιες αυτές ιδιοκτησίες εργολαβικό αντάλλαγμα προς την ανακόπτουσα, συνέπεια η οποία δεν είχε ακόμα επέλθει, οπότε τυγχάνει έγκυρη η εγγραφή της υποθήκης και ορθά απορρίφθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση ο δεύτερος λόγος ανακοπής, απορριπτόμενου στην ουσία του, του δεύτερου λόγου της υπό κρίση έφεσης. Σημειωτέον ότι στο εμπράγματο δίκαιο ισχύει η αρχή της χρονικής προτεραιότητας (prior tempore potior jure), δηλαδή μεταξύ πολλών εμπράγματων δικαιωμάτων στο ίδιο πράγμα προηγείται το χρονικά παλαιότερο (βλ. Μιχάλη Σταθόπουλο, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο Ι, έκδοση 1979, σελ. 74).
Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής της, κατά το πρώτο σκέλος του, η ανακόπτουσα υποστήριξε ότι ακόμη κι αν θεωρητικά ήθελε γίνει δεκτό ότι η τράπεζα όντως τυπικά δικαιούτο στην εγγραφή του επίδικου βάρους στις συγκεκριμένες οριζόντιες ιδιοκτησίες που τύποις είχαν καταχωρισθεί στα κτηματολογικά φύλλα του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά ως ανήκουσες κατά ποσοστό 70,15% στον οφειλέτη ……….., αυτή πραγματοποιήθηκε καταχρηστικά και ως τέτοια πρέπει να ακυρωθεί. Ότι οι κατασχεθείσες οριζόντιες ιδιοκτησίες αποτελούσαν μέρος του εργολαβικού ανταλλάγματος που είχε συμφωνηθεί μεταξύ της ανακόπτουσας και των οικοπεδούχων με το προαναφερόμενο υπ’ αριθ. ………./28.3.2007 προσύμφωνο μεταβίβασης ποσοστών εξ αδιαιρέτου και εργολαβικό συμβόλαιο και ότι οι οριζόντιες ιδιοκτησίες που αφορούσαν στην αντιπαροχή του …….., που αυτός θα λάμβανε σε ποσοστό 100% και επί των οποίων ομοίως η «………….» ενέγραψε υποθήκη με τον αυτό τίτλο και την ίδια ημερομηνία ήταν στην ίδια πολυκατοικία οι αποθήκες του υπογείου με αριθμούς 8 και 9 και τα διαμερίσματα με στοιχεία Α-2 και Β-2, όπου κατά τον χρόνο εγγραφής της επίδικης υποθήκης ο …….. είχε κρατήσει επ’ αυτών την ψιλή κυριότητα. Ότι από τον νομικό έλεγχο που διενήργησε η τράπεζα πριν την εγγραφή της υποθήκης, οδηγείτο χωρίς αμφιβολία στο συμπέρασμα ότι ο ανωτέρω φερόμενος ως συνιδιοκτήτης δεν είχε στην πραγματικότητα κανένα δικαίωμα κατά το αναφερόμενο ποσοστό του 70,15% επί των υπό στοιχεία «ΑΠΟΘΗΚΗ 1», «ΑΠΟΘΗΚΗ 3» του υπογείου και στα υπό στοιχεία Δ-1 και Ε-1 διαμερίσματα με αποκλειστική χρήση θέσεων στάθμευσης αυτοκινήτων. Ότι μάλιστα κατά την ημερομηνία εγγραφής της υποθήκης δηλαδή την 3.7.2019, η ψιλή κυριότητα των οριζόντιων ιδιοκτησιών της αντιπαροχής του ………. είχε ήδη κατασχεθεί από την Τράπεζα Πειραιώς με την υπ’ αριθ. ……./17.5.2019 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης της δικ. επιμελήτριας Αθηνών ………., η δε επισπεύδουσα την κατάσχεση Τράπεζα Πειραιώς ουδόλως επιχείρησε να προβεί στην κατάσχεση και του φερόμενου άνω ποσοστού του των 70,15% επί των άνω οριζόντιων ιδιοκτησιών, καθόσον διέγνωσε από την ανάγνωση του τίτλου (πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας) ότι επρόκειτο για εργολαβικό αντάλλαγμα. Ο παραπάνω λόγος ανακοπής περί καταχρηστικότητας απορρίφθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση ως νόμω αβάσιμος, καθόσον η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος επειδή δεν τηρήθηκαν οι κανόνες των χρηστών ηθών και της καλής πίστης κατά παράβαση του άρθρου 116 ΚΠολΔ προϋποθέτει την ύπαρξη του δικαιώματος αυτού, γεγονός το οποίο με τον υπό κρίση λόγο αρνείται η ανακόπτουσα. Με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου της έφεσής της η εκκαλούσα-ανακόπτουσα παραπονείται για την απόρριψη του αμέσως παραπάνω λόγου ανακοπής. Ο λόγος αυτός ορθά απορρίφθηκε ως μη νόμιμος, καθώς πράγματι με αυτόν η ανακόπτουσα υποστηρίζει ότι ο νομικός έλεγχος που διενήργησε η καθ’ ης τράπεζα πριν την εγγραφή της υποθήκης οδηγούσε χωρίς αμφιβολία στο συμπέρασμα ότι ο ανωτέρω φερόμενος ως συνιδιοκτήτης οφειλέτης της δεν είχε στην πραγματικότητα κανένα δικαίωμα κατά το αναφερόμενο ποσοστό του 70,15% στις επίδικες ιδιοκτησίες, δηλαδή η ανακόπτουσα αρνείται το εμπράγματο δικαίωμα του ……….. στις επίδικες ιδιοκτησίες, ότι κατά συνέπεια η δανείστρια τράπεζα δεν είχε δικαίωμα εγγραφής υποθήκης στις ιδιοκτησίες αυτές φερόμενες ως ανήκουσες κατά ποσοστό 70,15% εξ αδιαιρέτου στον ………, οπότε η ανακόπτουσα κάνει λόγο για κατάχρηση επί ανύπαρκτου δικαιώματος της δανείστριας τράπεζας. Συνακόλουθα, απορριπτέος στην ουσία του τυγχάνει κατά το πρώτο σκέλος του ο τρίτος λόγος της υπό κρίση έφεσης με το οποίο η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη του παραπάνω λόγου ανακοπής από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.
Περαιτέρω, με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ανακοπής της η ανακόπτουσα υποστήριζε ότι η εγγραφείσα υποθήκη επί των ανωτέρω οριζόντιων ιδιοκτησιών ενεγράφη κατά κατάχρηση δικαιώματος εκ μέρους της «………» με την ιδιότητα της οιονεί καθολικής διαδόχου της «………….». Και τούτο διότι η υπ’ αριθ. …………./2011 διαταγή πληρωμής εκδόθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών κατόπιν της από 4.2.2011 αίτησης της ………. την 12.4.2011, αντίγραφο δε έλαβε η αιτηθείσα τράπεζα την 19.4.2011. Ότι ήδη έκτοτε θα μπορούσε η τότε δικαιούχος της απαίτησης τράπεζα να προέβαινε στην εγγραφή βάρους κατά του οφειλέτη με τη μορφή προσημείωσης υποθήκης προς εξασφάλιση της απαίτησής της αυτής, πράγμα που ουδόλως έπραξε. Ότι την 10.5.2011 επεδόθη στον …… αντίγραφο από το απόγραφο της παραπάνω διαταγής πληρωμής με επιταγή προς πληρωμή και ότι ο ανωτέρω δεν άσκησε ανακοπή. Ότι η δεύτερη κοινοποίηση της διαταγής πληρωμής προς τον ………. συντελέσθηκε την 2.10.2018. Ότι η καθολική διάδοχος της αρχικής δικαιούχου τράπεζας προέβη στην εγγραφή της υποθήκης την 3.7.2019, ήτοι οκτώ και πλέον έτη μετά την έκδοση της διαταγής πληρωμής. Ότι η ως άνω χρονική καθυστέρηση δημιούργησε την πεποίθηση στον δικαιοπάροχο της ανακόπτουσας ……. ότι η δικαιούχος τράπεζα σε καμία τέτοια πράξη δεν θα προέβαινε, με δεδομένο μάλιστα ότι πίστευε ότι κατά τον νομικό έλεγχο θα διαπιστωνόταν ότι τα ακίνητα αυτά αποτελούσαν εργολαβικό αντάλλαγμα και ότι τύποις φέρονταν να ανήκουν σε αυτόν και επί των οποίων ο ίδιος καμία εξουσία δεν ασκούσε, ούτε είχε δικαίωμα διαθέσεως. Ότι η πεποίθησή του αυτή ενισχύθηκε και από το γεγονός ότι από το έτος 2018 η άνω τράπεζα (………..) είχε προβεί σε κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων της πιστούχου εταιρείας. Ότι επομένως η επιβληθείσα σε βάρος της ανακόπτουσας και των ανωτέρω ακινήτων της αναγκαστική κατάσχεση ερειδόμενη στην εγγραφείσα την 3.7.2019 υποθήκη είναι ακυρωτέα και για τον λόγο αυτό. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε τον ως άνω λόγο ανακοπής ως μη νόμιμο, διότι και αληθών υποτιθέμενων των ανωτέρω διαλαμβανόμενων πραγματικών περιστατικών, η άσκηση του δικαιώματος της καθ’ης δεν συνιστά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, εφόσον η προγενέστερη συμπεριφορά της δεν υποδήλωνε ότι αυτή δεν θα επιδιώξει την άσκηση του δικαιώματός της, ούτε δημιουργήθηκε κάποια πραγματική κατάσταση, ούτε μεσολάβησαν άλλα περιστατικά που να καθιστούν μη ανεκτή την άσκηση αυτού κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Η εκκαλούσα με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου της έφεσής της παραπονείται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε ο ως άνω λόγος ανακοπής. Ωστόσο, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον παραπάνω λόγο ανακοπής με την ως άνω αιτιολογία ως μη νόμιμο και όπως και η συμπεριφορά της εγγράψασας την υποθήκη «………..», δικαιοπαρόχου της “………………..”, την οποία εκπροσωπεί η καθ’ ης η ανακοπή- ήδη εφεσίβλητη για τον λόγο που επικαλείται η ανακόπτουσα δεν συνιστά κατάχρηση δικαιώματος και απορριπτέος τυγχάνει στην ουσία του ο σχετικός λόγος έφεσης.
Με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής της η ανακόπτουσα υποστήριζε ότι σύμφωνα με την προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, αυτή επιβλήθηκε για ποσό 20.000 ευρώ με επιφύλαξη της καθ’ης και ότι στην αυτή έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης αναφέρεται ότι το μεν πρώτο κατασχεθέν ακίνητο με στοιχεία Δ-1 του Δ’ ορόφου εκτιμήθηκε ως έχον αξία 38.160 ευρώ, το δε δεύτερο υπό στοιχεία Ε-1 διαμέρισμα του Ε’ ορόφου ως έχον αξία 40.970 ευρώ. Ότι επομένως κατά τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης μόνη η εκπλειστηρίαση ενός και μόνον εκ των ανωτέρω ακινήτων επαρκεί για την κάλυψη του ποσού για το οποίο επιβλήθηκε η προσβαλλόμενη αναγκαστική κατάσχεση και επομένως καταχρηστικά κατασχέθηκαν και τα δύο ακίνητα της ανακόπτουσας. Ότι, πρέπει, λοιπόν, η επιβληθείσα αναγκαστική κατάσχεση να περιοριστεί- αν ήθελε γίνει δεκτό ότι εγκύρως επιβλήθηκε, πράγμα που η ανακόπτουσα αρνείται- στο πρώτο εκ των δύο κατασχεθέντων ακινήτων και να ακυρωθεί ως προς το δεύτερο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε και τον λόγο αυτό ανακοπής ως μη νόμιμο, διότι και αληθών υποτιθέμενων των ανωτέρω διαλαμβανομένων πραγματικών περιστατικών, η άσκηση του δικαιώματος της καθ’ης δεν συνιστά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, ιδίως ενόψει το ότι η καθ’ ης η ανακοπή θα ικανοποιηθεί σε ποσοστό 65% εκ του τυχόν πλειστηριάσματος (άρθρο 977 παρ.3 ΚΠολΔ), προαφαιρουμένων των εξόδων εκτέλεσης. Με τον τέταρτο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα αιτιάται την εκκαλούμενη ότι το παραπάνω συμπέρασμα είναι εσφαλμένο καθόσον δεν μπορεί να είναι γνωστό εκ των προτέρων ούτε το ποσό του εκπλειστηριάσματος που θα επιτευχθεί στον πλειστηριασμό, αλλά ούτε και το ποσοστό ικανοποίησης της καθ’ης, δεδομένου ότι πουθενά δεν αναφέρεται από την πλευρά της ότι έχουν γίνει αναγγελίες από άλλους πιστωτές. Σχετικά με τον λόγο αυτό σημειώνονται τα εξής: Σύμφωνα με το άρθρο 951 ΚΠολΔ «1. Η αναγκαστική εκτέλεση για να ικανοποιηθεί χρηματική απαίτηση γίνεται με κατάσχεση περιουσίας εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση…2. Η κατάσχεση δεν επιτρέπεται να επεκταθεί σε περισσότερα από όσα χρειάζονται για να ικανοποιηθεί η απαίτηση και για να καλυφθούν τα έξοδα της εκτέλεσης». Η τελευταία αυτή παράγραφος που αποτελεί ειδικότερη έκφανση της γενικής κατ’ άρθρο 116 ΚΠολΔ αρχής περί απαγορεύσεως της καταχρηστικής δικονομικής συμπεριφοράς, απηχούσα και την αρχή της αναλογικότητας, αποσκοπεί να αποτρέψει την καταπίεση του οφειλέτη με τη δέσμευση δυσανάλογης προς την απαίτηση περιουσίας του και απαγορεύει την επέκταση της κατάσχεσης σε περισσότερα περιουσιακά στοιχεία από όσα χρειάζονται για να ικανοποιηθεί η απαίτηση και να καλυφθούν τα έξοδα της εκτέλεσης. Η διάταξη ερμηνεύεται σε συνδυασμό και με τα άρθρα 281 ΑΚ και 25 παρ.3 του Συντάγματος, σύμφωνα με τους κανόνες των χρηστών ηθών και της καλής πίστεως και με ευρύτητα, γιατί η κατάσχεση κατατείνει στην ικανοποίηση όχι μόνον του επισπεύδοντος αλλά και όλων των δανειστών που θα αναγγελθούν (ΑΠ 73/1999 στην ΤΝΠ ΔΣΑ). Συνέπεια της παραβάσεώς της δεν είναι η ακυρότητα της κατασχέσεως στο σύνολό της αλλά ο περιορισμός της στα αναγκαία για την ικανοποίηση όλων των δανειστών περιουσιακά στοιχεία με δικαστική απόφαση κατόπιν ανακοπής του οφειλέτη κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ, ασκούμενης εντός της προθεσμίας του νέου άρθρου 934 παρ.1α ΚΠολΔ. Η αξία των κατασχεθέντων αποτελεί ζήτημα ερευνώμενο παρεμπιπτόντως από το δικαστήριο, λαμβανομένης υπόψη και της εκτίμησής της στην κατασχετήρια έκθεση (έτσι Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρα 904-1054, έκδοση 2021, σελ. 340). Επίσης, σημειώνεται ότι κατά το άρθρο 1295 ΑΚ «η εκτέλεση κατά του τρίτου κυρίου ή νομέα γίνεται κατά τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίας` η επιταγή για την πληρωμή κοινοποιείται και σ’ αυτόν. Το περίσσευμα του εκπλειστηριάσματος αποδίδεται στον τρίτο». Σύμφωνα με την ένδικη ανακοπή, η «………..» ως καθολική διάδοχος της «………………….» στις 3.7.2019 ενέγραψε επί των επίδικων ακινήτων α’ σειράς υποθήκη για ποσό 100.000 ευρώ, η δε προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης επιβλήθηκε στις 28.5.2021 για ποσό 20.000 ευρώ με επιφύλαξη της καθ’ης και αφού η ανακόπτουσα είχε μεταγράψει την υπ’ αριθ. ……./1.11.2019 πράξη μεταβίβασης ποσοστών εξ αδιαιρέτου οικοπέδου, ήτοι την εμπράγματη σύμβαση με την οποία αποκτούσε κατά κυριότητα κατά τα ως άνω ποσοστά τις επίδικες ιδιοκτησίες στις 6.11.2019 (και όχι στις 6.11.2021, όπως προφανώς εκ παραδρομής αναφέρεται στην ανακοπή). Δεδομένου ότι κατά τα αναφερόμενα στην ανακοπή, η δανείστρια τράπεζα ενέγραψε στα επίδικα ακίνητα υποθήκη α’ τάξεως για μεγαλύτερη απαίτησή της και δη για ποσό 100.000 ευρώ δεν εμποδίζεται κατά τον πλειστηριασμό των επίδικων ακινήτων και δη κατά το εξ αδιαιρέτου ποσοστό κυριότητας της ανακόπτουσας επ’ αυτών που αρχικά ανήκε στον δικαιοπάροχό της ………, να αναγγελθεί και για το υπόλοιπο της απαίτησής της που υπερκαλύπτει το άθροισμα της εκτιμηθείσας αξίας των κατασχεθεισών ιδιοκτησιών που είναι το ποσό των 79.130 ευρώ (=38.160 + 40.970 ευρώ), επιπλέον δε ομοίως σύμφωνα με την ανακοπή ο …….. είχε οφειλές- ήδη ρυθμισμένες- προς τον ΕΦΚΑ (ΙΚΑ) κι επομένως ακόμη κι αν δεν υπάρχουν εν προκειμένω μη προνομιούχοι δανειστές, επί συρροής του ειδικού προνομίου της καθ’ης με το γενικό προνόμιο του ΕΦΚΑ, οι εξοπλισμένες με ειδικό προνόμιο απαιτήσεις της καθ’ης ικανοποιούνται έως τα 2/3 του πλειστηριάσματος και τα γενικά προνόμια έως το 1/3 αυτού (άρθρα 977 παρ.1 εδ.β’ και 1007 παρ.1 ΚΠολΔ) και μάλιστα στο ποσό του πλειστηριάσματος που θα απομείνει μετά την αφαίρεση των εξόδων της εκτέλεσης. Άρα με τα παραπάνω δεδομένα της ένδικης ανακοπής, η ανακοπτόμενη κατάσχεση δεν έχει επεκταθεί σε περισσότερα ακίνητα της ανακόπτουσας απ’ όσα χρειάζονται για να ικανοποιηθεί η απαίτηση της καθ’ ης και να καλυφθούν τα έξοδα της εκτέλεσης κατ’ άρθρο 951 παρ.2 ΚΠολΔ. Συνεπώς ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον σχετικό λόγο ανακοπής ως μη νόμιμο, πλην όμως θα αντικατασταθούν οι αιτιολογίες της εκκαλούμενης από τις αιτιολογίες της παρούσας ως πληρέστερες κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ και ακολούθως θα απορριφθεί στην ουσία του ο σχετικός λόγος εφέσεως.
Τέλος, με τον πέμπτο λόγο της ανακοπής της η ανακόπτουσα υποστήριζε ότι παρά το γεγονός ότι σε διάφορα σημεία της προσβαλλόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης αναφέρεται ότι η υποθήκη έχει εγγραφεί επί ποσοστού 70,15% εξ αδιαιρέτου των ανωτέρω ακινήτων, στη σελίδα «27» αυτής ρητά αναφέρεται: «Εδώ δεν βρήκα την τρίτη κυρία- καθής η εκτέλεση ούτε κανένα άλλο πρόσωπο από εκείνα που αναφέρονται στα άρθρα 128 παρ.1 και 129 παρ.1 του ΚΠολΔ και παραχρήμα επιλήφθηκα της εκτέλεσης επικαλέστηκα το νόμο ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ και επέβαλα αναγκαστική κατάσχεση στην εδώ ευρισκόμενη ακίνητη περιουσία της καθής η εκτέλεση για το ποσό των ευρώ είκοσι χιλιάδων (20.000), της οποίας η περιγραφή σύμφωνα με τον τίτλο κτήσεως έχει ως εξής: 1) Η οριζόντια ιδιοκτησία- διαμέρισμα με στοιχεία Δέλτα κεφαλαίο ένα (Δ-1) του τετάρτου (Δ’) υπέρ το ισόγειο όροφο μετά της αποκλειστικής χρήσης της με στοιχεία της με στοιχεία «ΘΕΣΗ 11» θέσης στάθμευσης αυτοκινήτου στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου και 2) Η οριζόντια ιδιοκτησία- διαμέρισμα με στοιχεία Έψιλον ένα (Ε1) του πέμπτου (Ε’) υπέρ το ισόγειο όροφο μετά της αποκλειστικής χρήσης της με στοιχεία «ΘΕΣΗ 8» θέσης στάθμευσης αυτοκινήτου στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου…» και ακολουθεί περιγραφή το οικοπέδου και αναλυτικά των δύο κατεσχημένων οριζόντιων ιδιοκτησιών χωρίς πουθενά να αναφέρεται και να προκύπτει ότι η επιβληθείσα κατάσχεση αφορά μόνον στο 70,15% εξ αδιαιρέτου των άνω οριζόντιων ιδιοκτησιών. Ότι η έλλειψη αυτή καθιστά την προσβαλλόμενη έκθεση κατάσχεσης ακυρωτέα καθόσον δεν τηρείται η απαίτηση του νόμου για την ορθή περιγραφή του κατεσχημένου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του διέλαβε ότι από την διάταξη του άρθρου 954 παρ.4 εδ.α’ και β’ ΚΠολΔ, σαφώς συνάγεται ότι, η στο ως άνω άρθρο προβλεπόμενη ανακοπή έχει τον χαρακτήρα ειδικού ένδικου βοηθήματος, η καθιέρωση του οποίου, με την ανωτέρω διάταξη, αποσκοπεί στη διόρθωση της εκθέσεως κατασχέσεως για οποιαδήποτε έλλειψή της, η οποία πριν από την τροποποίηση της διατάξεως αυτής θεμελίωνε ανακοπή κατά το άρθρο 933 ΚΠολΔ, με αίτημα την ακύρωση της εκθέσεως. Ότι ήδη, η άσκηση της τελευταίας αυτής ανακοπής δικαιολογείται μόνο στην περίπτωση που οι ελλείψεις της εκθέσεως κατασχέσεως είναι ιδιαίτερα σοβαρές, όπως ως προς την περιγραφή του πράγματος, που δεν θα απέκλειαν την αντικατάστασή του ή δεν επιδέχονται ίαση με απλή διόρθωση, όπως επί ελλείψεως συμπράξεως ή υπογραφής του κατά το νόμο απαιτούμενου μάρτυρα και με τη συνδρομή πάντοτε του στοιχείου της βλάβης, δικονομικής ή περιουσιακής, που δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας (άρθρο 159 ΚΠολΔ). Ότι στην προκειμένη περίπτωση ο ως άνω λόγος ανακοπής τυγχάνει κατά μείζονα λόγο μη νόμιμος και κατά τούτο απορριπτέος, διότι και αληθών υποτιθεμένων των ανωτέρω διαλαμβανομένων πραγματικών περιστατικών, η ως άνω έλλειψη δεν είναι ιδιαίτερα σοβαρή και μη δυνάμενη να καλυφθεί με την κατ’ άρθρο 954 παρ.4 ΚΠολΔ ανακοπή, ενώ περαιτέρω ο ως άνω λόγος ανακοπής τυγχάνει αόριστος και κατά τούτο απορριπτέος, διότι η ανακόπτουσα δεν εξειδικεύει τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει η δικονομική ή περιουσιακή βλάβη, την οποία υπέστη η ίδια εκ της άνω παράβασης, και η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας. Με τον πέμπτο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα παραπονείται ότι εσφαλμένα και χωρίς επαρκή αιτιολογία απορρίφθηκε ο ως άνω λόγος ανακοπής, ιδίως δε ως προς την ύπαρξη δικονομικής βλάβης υποστηρίζει ότι η ερμηνεία του νόμου που ακολουθεί η εκκαλούμενη οδηγεί στη διενέργεια πλημμελών πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης κατά παράβαση των εμπεριεχομένων και οριζομένων στις διατάξεις του ΚΠολΔ, χωρίς ο καθ’ου η εκτέλεση να μπορεί να προβάλλει την πλημμέλεια και ακυρότητα αυτών και ότι θέτει τον καθ’ ου σε δυσμενή και άνιση θέση. Σχετικά με τον λόγο αυτό έφεσης πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Από το συνδυασμό της διάταξης του άρθρου 954 παρ. 2, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 992 και 993 παρ. 1 και 2, συνάγεται ότι η έκθεση κατάσχεσης πρέπει να περιέχει, πλην άλλων, ακριβή περιγραφή του κατασχεθέντος ακινήτου, ώστε να μη χωρεί αμφιβολία για την τοπική και οικονομική του ταυτότητα. Η ελλιπής ή ανακριβής στην έκθεση κατάσχεσης περιγραφή του κατασχεμένου πράγματος δικαιολογεί κατ` αρχήν τη διόρθωση της έκθεσης με ανακοπή που ασκείται κατά το άρθ. 954 παρ. 4 ΚΠολΔ. Όταν όμως η πλημμέλεια της περιγραφής είναι ιδιαίτερα σοβαρή και δημιουργεί αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του κατασχεμένου, που δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με απλή διόρθωση της έκθεσης κατάσχεσης, τότε, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των άρθρων 159 αριθ. 3 και 954 παρ. 2 εδ. α΄ του ΚΠολΔ, προκαλείται ακυρότητα της κατάσχεσης που κηρύσσεται ύστερα από ανακοπή κατά το άρθρο 933 ΚΠολΔ, εφ’ όσον η ανακρίβεια της περιγραφής συνεπάγεται γι` αυτόν που την προτείνει, αναπότρεπτη αλλιώς βλάβη (Νικολόπουλος, ΕρμΚΠολΔ, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (2000) άρθ. 954 αριθ. 3, Μάζης, Δ1996. 957, ΑΠ 714/2006, ΑΠ 1497/2003 ΕλλΔνη 2004.433, ΑΠ 1497/2003, ΕφΑθ 3738/2011, ΕφΠατρ 883/2006, δημ. Νόμος). Στην περίπτωση αυτή πρέπει ο ίδιος ο καθ’ου η εκτέλεση να επικαλεσθεί και να αποδείξει τη βλάβη, δεδομένου ότι αυτή αποτελεί πραγματικό γεγονός και, συνεπώς, δεν μπορεί να ληφθεί υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (έτσι η ΜονΕφΑιγ 123/2021 στην ΤΝΠ Νόμος, Εφ.Λαρ. 525/2018 στην ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΔωδ 39/2004 στην ΤΝΠ Νόμος). Ως προς τον συγκεκριμένο λόγο ανακοπής και αληθών υποτιθεμένων των όσων υποστηρίζει η ανακόπτουσα με αυτόν, πρόκειται για ατελή περιγραφή των κατεσχημένων ακινήτων ως προς την έκταση του δικαιώματος που κατάσχεται και η οποία αντιμετωπίζεται με την διορθωτική ανακοπή του άρθρου 954 παρ.4 ΚΠολΔ και όχι με την ακύρωση της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης κατόπιν άσκησης ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η επικαλούμενη από την ανακόπτουσα πλημμέλεια δεν είναι τόσο σοβαρή, ώστε να προκαλείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητα των κατεσχημένων οριζόντιων ιδιοκτησιών (βλ. και Π. Ρεντούλη σε Απαλαγάκη-Σταματόπουλο, Ο Νέος ΚΠολΔ 2, έκδοση 2021, σελ. 3093). Επομένως, ορθά απορρίφθηκε ο σχετικός λόγος ανακοπής κατά μείζονα λόγο ως μη νόμιμος, όπως επίσης ορθά η εκκαλούμενη απόφαση διέλαβε επάλληλη αιτιολογία καθώς σε κάθε περίπτωση- δηλαδή και αν μπορούσε να προβληθεί η επικαλούμενη πλημμέλεια με ακυρωτική ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ- ο σχετικός λόγος ανακοπής θα απορριπτόταν λόγω αοριστίας, αφού η ανακόπτουσα δεν εξειδικεύει τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει η δικονομική ή περιουσιακή της βλάβη, την οποία υπέστη η ίδια από την παραπάνω παράβαση και η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας. Μη απομένοντος άλλου λόγου της υπό κρίση έφεσης προς εξέταση και αφού απορρίφθηκαν όλοι πλην του πρώτου λόγου έφεσης στην ουσία τους, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης-καθ’ης πρέπει, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας-ανακόπτουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας της, κατά τις διατάξεις των άρθρων 183, 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ και 68 παρ.1, 63 παρ.1 και 69 του Κώδικα Δικηγόρων, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, επειδή η έφεση έγινε δεκτή ως προς τον πρώτο λόγο της, πρέπει να διαταχθεί κατ’ άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ η επιστροφή του κατατεθέντος για την άσκηση του ένδικου μέσου e-παράβολου στην εκκαλούσα ομοίως σύμφωνα με το διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά την από 8.3.2022 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2022 και Ε.Α.Κ. …./2022 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2022 και Ε.Α.Κ. …../2022) έφεση κατά της 235/2022 οριστικής απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών).
Απορρίπτει ό,τι έκρινε κατ’ ουσίαν απορριπτέο στην έφεση.
Δέχεται τον πρώτο λόγο της έφεσης.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση ως προς τον πρώτο λόγο της από 11.6.2021 και με αριθμό κατάθεσης ……./29.6.2021 ανακοπής κατά της υπ’ αριθ. ………/28.5.2021 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικ. επιμελήτριας ………
Κρατεί και δικάζει τον ως άνω πρώτο λόγο της ανακοπής.
Απορρίπτει τον λόγο αυτό ως απαράδεκτο.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης- καθ’ης η ανακοπή και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας-ανακόπτουσας και ορίζει αυτά στο ποσό των δύο χιλιάδων ογδόντα δύο ευρώ και εξήντα λεπτών (2.082,60).
Διατάσσει την επιστροφή του το με κωδικό …………… e-παράβολου του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης στην εκκαλούσα.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 15.5.2023.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ