Αριθμός 230/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 2ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Φώτιο Βέργο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………. ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Διονυσίου Μπαράτη.
Ο εκκαλών κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 10.7.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2020) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 182/2021 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ανακοπτων και ήδη εκκαλών με την από 30.9.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2021- ………./2021) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 22α.9.2022, μετά δε από αναβολή, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσιβλήτου, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη με αριθμό καταθεσης στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιως …/2021 έφεση κατά της υπ΄αριθμόν 182/2021 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα καθώς η εκκαλουμένη απόφαση δημοσιεύτηκε στις 18-01-2021, επιδόθηκε στις 31-8-2021 και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά στις 30-9-2021 (άρθρα 495,511,513,516 παρ 1, 517 εδαφ α, 518 παρ 2 και 147 ΚΠολΔ). Συνεπώς, πρέπει να γινει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής κατά την αυτή ως άνω διαδικασία (αρθρο 533 παρ 1 ΚΠολΔ) δοθέντος ότι κατατέθηκε και το προβλεπόμενο από την διάταξη του άρθρου 495 ΚΠολΔ παράβολο άσκησης εφέσεως (βλ υπ΄αριθμόν …………/2021 ηλεκτρονικό παράβολο).
Ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών με την με αριθμό καταθ. ………/2020 ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής την οποία κατέθεσε στο Μονομελές Πρωτοδικείου Πειραιώς και στην οποία σώρευσε και ανακοπή κατά της εκτέλεσης, ζήτησε για τους αναφερόμενους σ΄αυτήν λόγους την ακύρωση της υπ΄αριθμ. ……../2020 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποια υποχρεώθηκε να καταβάλει στον καθ΄ου η ανακοπή βάσει δύο συναλλαγματικών ποσού 20.000 ευρώ κάθε μία το συνολικό ποσο των 40.000 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων καθώς και την ακύρωση της από 30-6-2020 επιταγής προς πληρωμή με την οποία επιτάχθηκε να καταβάλει το ποσό των 41.753,28 ευρώ πλέον τόκων. Επί της ανακοπής αυτής εξεδόθη η με αριθμό 182/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποία απορρίφθηκε τόσο η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής όσο και η ανακοπή κατά της εκτέλεσης.
Ήδη, κατά της αποφάσεως αυτής βάλλει ο ανακόπτων παραπονούμενος για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την παραδοχή τόσο της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής όσο και την ανακοπή κατά της εκτέλεσης.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 1, 3, 9,11,15,17, 21 και 28 του ν. 5325/1932 “περί συναλλαγματικής και γραμματίου εις διαταγήν” προκύπτει ότι η ενοχή από συναλλαγματική είναι μεν αναιτιώδης, αφού η αιτία της έκδοσής της δεν αποτελεί στοιχείο του κύρους της και συνεπώς ούτε της αγωγής προς πληρωμή της, όμως ο οφειλέτης από συναλλαγματική, όπως προπάντων είναι ο αποδέκτης της, μπορεί να επικαλεσθεί και να αποκαλύψει την εσωτερική (υποκείμενη ή βασική) σχέση που τον συνδέει με τον εκδότη, προβάλλοντας την ένσταση ότι δεν υπάρχει αιτία για την έκδοση ή την οπισθογράφηση της συναλλαγματικής, είτε διότι αυτή ήταν εξ αρχής ανύπαρκτη, παράνομη, ανήθικη ή ελαττωματική (λχ. εικονική), είτε διότι έληξε ή δεν επακολούθησε, οπότε αν η ένστασή του αποδειχθεί, καθίσταται ανενεργός η αξίωση από τη συναλλαγματική και ο οφειλέτης ελευθερώνεται (ΑΠ 903/2006, ΑΠ 896/2006), αφού διαφορετικά η πληρωμή της συναλλαγματικής θα οδηγούσε σε αδικαιολόγητο σε βάρος του πλουτισμό του εκδότη της συναλλαγματικής κατά τα άρθρ. 904επ. ΑΚ (ΑΠ 1/2017, 1266/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέτοια ένσταση συνιστά και ο ισχυρισμός του οφειλέτη ότι η συναλλαγματική επέχει θέση εγγυοδοσίας και εκδόθηκε για ασφάλεια μελλοντικής απαίτησης του κομιστή, ο οποίος δεσμεύεται να μην κάνει πρόωρη χρήση αυτής (καταπιστευτική συναλλαγματική). Η ένσταση από την καταπιστευτική συναλλαγματική είναι προσωπική και υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 22 του νόμου 5960/1933. Η σύμβαση εγγυοδοσίας, η οποία διαφέρει από τη σύμβαση εγγύησης (ΑΠ 1261/2004) καθώς παρέχεται από τον ίδιο τον οφειλέτη αποτελεί εξασφαλιστική σύμβαση με την οποία ένα πρόσωπο, ο εγγυοδότης, δίνει προς άλλο πρόσωπο, τον εγγυολήπτη, την υπόσχεση, ότι θα ευθύνεται απέναντί του από την συναλλαγματική, παρέχοντάς του μια πρόσθετη, και ανεξάρτητη από την ασφαλιζόμενη απαίτηση, αξίωση, για την περίπτωση που πραγματοποιηθεί κάποιος κίνδυνος, αναλαμβάνει δε με αυτήν κύρια, και όχι παρεπόμενη, όπως στην εγγύηση, υποχρέωση, που ρυθμίζεται από τους όρους της σύμβασης, κατά το άρθρο 361 ΑΚ. Με την αποδοχή και παράδοση της συναλλαγματικής αυτής, προσπορίζεται μεν η νομική θέση δικαιούχου του τίτλου, συγχρόνως όμως συμφωνείται ότι ο δικαιούχος αυτής, κατά ορισμένο μόνο τρόπο και υπό ορισμένες προϋποθέσεις, θα είναι δυνατό να ενασκήσει το δικαίωμά του από τον τίτλο της συναλλαγματικής. Συμφωνείται, δηλαδή, μεταξύ των ενδιαφερομένων, ότι ο αντισυμβαλλόμενος θα δικαιούται να εισπράξει τον τίτλο υπό την προϋπόθεση ότι εκπληρώθηκαν ορισμένοι όροι από την αιτιώδη σχέση, ή θα έχει πληρωθεί κάποια άλλη αίρεση ή, ακόμη, όταν η συναλλαγματική επέχει θέση εγγυοδοσίας και γίνεται αποδεκτή για ασφάλεια μελλοντικής απαίτησης του κομιστή ότι ο τελευταίος δεσμεύεται να μην κάνει πρόωρη χρήση αυτής, αλλά μόνο εάν αποκτήσει αξίωση από τη βασική σχέση ( σχετ. ΑΠ 353/2015, ΑΠ 354/2015). Η αιτία από την αποδοχή της συναλλαγματικής είναι νόμιμη και δεν συνιστά αδικαιολόγητο πλουτισμό, κατά την έννοια του άρθρου 904 ΑΚ, του κομιστή της συναλλαγματικής. Αν ο κομιστής αποκτήσει αξίωση από τη βασική σχέση, μπορεί να εισπράξει το ποσό της συναλλαγματικής, χωρίς να καθίσταται πλουσιότερος από μη νόμιμη αιτία, αφού η κτήση του πλουτισμού του καλύπτεται από την περιουσιακή απώλεια που έπαθε από τη μη εκτέλεση της κύριας σύμβασης, για την εξασφάλιση της μελλοντικής απαίτησης της οποίας δόθηκε η εγγυοδοσία. Έτσι, αν ο οφειλέτης της συναλλαγματικής, ισχυριστεί και αποδείξει, ότι αυτή έχει δοθεί προς εξασφάλιση απαίτησης και ότι ο κομιστής της συναλλαγματικής δεν έχει αποκτήσει από τη βασική σχέση ληξιπρόθεσμη αξίωση ή ότι δεν έχει αποκτήσει αξίωση από την συγκεκριμένη σχέση, απαλλάσσεται από την πληρωμή της συναλλαγματικής (σχετ ΑΠ 50/2020, ΑΠ 631/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.)
Εξάλλου, λόγο ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής μπορεί να αποτελέσει και η αντίθεση της συμπεριφοράς του εκδότη συναλλαγματικής προς τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ (σχ ΑΠ 889/2003). Για να θεωρηθεί, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που στο μεταξύ διαμορφώθηκε ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν, ωστόσο, μη ανεκτή την άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 17/1995).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο ανακοπής ο ανακόπτων ισχυρίστηκε ότι τυγχάνει ιδιοκτήτης ατομικής επιχείρησης δραστηριοποιούμενης στον τομέα της εμπορίας μεταχειρισμένων αυτοκινήτων σε μισθωμένο ακίνητο στο Κερατσίνι Αττικής επί της λεωφόρου …………… και στα μέσα του έτους 2019 συμφώνησε με τον καθ΄ου η ανακοπή ο οποίος επιθυμούσε να επενδύσει στον επιχειρηματικό τομέα δραστηριοποίησης της επιχείρησής του να καταβάλει το ποσό των 50.000 ευρώ για την αγορά μεταχειρισμένων αυτοκινήτων και να διανέμεται εξ ημισείας το κέρδος αφού προηγουμένως αφαιρούνταν τα έξοδα, τα τέλη και η δαπάνη για τυχόν επισκευές των αυτοκινήτων αυτών, ενώ στη συνέχεια δανειοδότησε τον ανακόπτοντα και με το ποσό των 10.000 ευρώ. Η συνεργασία υπήρξε επιτυχής και για το λόγο αυτό αποφάσισαν να ιδρύσουν ετερόρρυθμη εταιρία με ομόρρυθμους εταίρους αμφότερους και ετερόρρυθμο εταίρο, τον φανοποιό, ………, ενώ αποτιμώντας αρχές Μαρτίου 2020 την εκατέρωθεν συνεισφορά συμφώνησαν ότι ο ανακόπτων όφειλε στον καθ΄ου η ανακοπή το ποσό των 69.000 ευρώ συμπεριλαμβανομένου του κέρδους που μέχρι τότε αναλογούσε σ΄αυτόν. Προς εξασφάλιση του καθ΄ου η ανακοπή συνυπέγραψαν το με ημερομηνία 10-3-2020 συμφωνητικό στο οποίο μνημόνευσαν ότι ο ανακοπτων όφειλε στον καθ΄ου το ποσό των 80.000 ευρώ εκ του οποίου μέρος αυτού ύψους 70000 ευρώ είχε καταβληθεί για την αγορά μεταχειρισμένων οχημάτων, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 10.000 ευρώ αφορούσε στη δανειοδότηση του ανακόπτοντος. Για μεγαλύτερη εξασφάλιση του καθ΄ου ο ανακόπτων αποδέχθηκε και τέσσερις συναλλαγματικές ποσού 20.000 ευρώ η καθεμία και συνολικού ποσού 80.000 ευρώ με συμπληρωμένα μόνο τα ποσά και τις ημερομηνίες λήξης αυτών, οι οποίες θα αποδίδονταν στον ανακόπτοντα μόλις τα αυτοκίνητα που αντιστοιχούσαν στην αξία αυτή θα μεταβιβαζονταν στην εταιρία που επρόκειτο να ιδρυθεί. Ωστόσο, οι διαδικασίες καθυστερούσαν λόγω και της πανδημίας η οποία κατέστησε ιδιαιτέρως δυσχερή την υλοποίηση της επιχειρηματικής συμφωνίας για σύσταση εταιρίας μεταξύ των διαδίκων και για το λόγο αυτό λίγες ημέρες αργότερα ο καθ΄ου μετέβη στο κατάστημα του ανακόπτοντος και στα πλαίσια μεγαλύτερης εξασφάλισής του αφαίρεσε και παρακράτησε άδειες και έγγραφα 14 οχημάτων για τα οποία είχαν συμφωνήσει την πώλησή τους είτε μέσω της επιχείρησης του ανακόπτοντος, είτε μέσω της εταιρείας που επρόκειτο να συστήσουν, η αξία των οποίων υπερκάλυπτε το ποσό των 70.000 ευρώ. Κατόπιν αυτών, ο ανακόπτων ζήτησε την επιστροφή των συναλλαγματικών ώστε να μην εμφανίζεται ότι οφείλει και το ποσό των 80.000 ευρώ και την αξία των 14 οχημάτων πλην, όμως, ο καθ΄ου δεν ανταποκρίθηκε. Ακολούθως, ο ανακοπτων επιχείρησε να πωλήσει κάποια εκ των οχημάτων και κάλεσε τον καθ΄ου να του παραδώσει τα έγγραφά τους και να λάβει το τίμημά τους ως μέρος του οφειλόμενου ποσού αλλά ο καθ΄ου δεν συνεργάστηκε και πρόεβη σε επίδοση της υπ΄αριθμόν ……/2020 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδίκη Πειραιώς βάσει της πρώτης εκ των συναλλαγματικών που είχε αποδεχτεί με την οποία επιτάχθηκε να καταβάλει το ποσό των 20.921,36 ευρώ πλέον τόκων και ακολούθως σε επίδοση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής η οποία εκδόθηκε βάσει της τρίτης και τέταρτης των συναλλαγματικών που είχε αποδεχτεί μολονότι ο ανακόπτων δεν είχε υποχρέωση πληρωμής αυτών λόγω του ότι υπείχαν θέση εγγυοδοσίας. Με τέτοιο περιεχόμενο ο λόγος αυτός προβάλλεται αλυσιτελώς καθόσον το γεγονός ότι οι συναλλαγματικές βάσει των οποίων εξεδόθη η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής υπείχαν θέση εγγυοδοσίας και έγιναν αποδεκτές από τον ανακοπτοντα για ασφάλεια μέρους του ποσού των 80.000 ευρώ που όφειλε στον καθ΄ου, δεν απαλλάσσει τον ανακόπτοντα από την πληρωμή αυτών παρά μόνο αν ισχυριστεί και αποδείξει ότι ο καθ΄ου δεν είχε αποκτήσει ακόμη αξίωση από την συγκεκριμένη σχέση, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, προϋπόθεση που δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση αφού όπως ισχυρίζεται ο ανακόπτων η ίδρυση της ετερόρρυθμης εταιρειας δεν συντελέστηκε και τα αγορασθέντα με το ποσό των 70.000 ευρώ οχήματα δεν μεταβιβάστηκαν σ΄αυτήν. Συνεπώς, η αιτία από την αποδοχή της επίδικης συναλλαγματικής δεν συνιστά, στην προκειμένη περίπτωση, αδικαιολόγητο πλουτισμό κατ΄αρθρο 904 ΑΚ του καθ΄ου η ανακοπή αφού η κτήση του πλουτισμού του καλύπτεται από την περιουσιακή απώλεια που έπαθε από την ματαίωση της προσπάθειας για ίδρυση ετερόρρυθμης εταιρείας και μεταβίβασης στη συνέχεια της κυριότητας των ανωτέρω οχημάτων σ΄αυτήν. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη δέχθηκε τα ίδια ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και όλα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με σχετικό λόγο έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
Με επόμενο λόγο ανακοπής ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι ο καθ΄ου η ανακοπή καταχρηστικώς άσκησε το δικαίωμά του από τις συναλλαγματικές προκαλώντας την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής καθοσον η έκδοση της διαταγής πληρωμής έρχεται σε αντίθεση με την προγενέστερη συμπεριφορά αυτού αφού οι συναλλαγματικές αυτές έγιναν αποδεκτές από τον ανακόπτοντα και παραδόθηκαν στον καθ΄ου προς εξασφάλιση αυτού λόγω του ότι τα οχήματα που αγοράσθηκαν με το ποσό των 70.000 ευρώ που είχε συνεισφέρει ο καθ΄ου βρισκόταν στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης του ανακόπτοντος μακριά από την κυριαρχική σφαίρα του ιδίου (καθ΄ου) και ως εκ τούτου θα μπορούσαν να διατεθούν από τον ανακόπτοντα χωρίς την συναίνεση του ιδίου. Προκάλεσε, δηλαδή, την πεποίθηση σ΄αυτόν ότι δεν θα προέβαινε σε είσπραξη των επίδικων συναλλαγματικών καθώς είχαν δοθεί ως εγγυοδοσία για την εξασφάλιση του καθ΄ου και στη συνέχεια από κακεντρέχεια και κακόπιστη συμπεριφορά και με σκοπό την πρόκληση βλάβης αιτήθηκε την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και ενώ ο ανακόπτων είχε κοινοποιήσει σ΄ αυτόν εξώδικη δήλωση με την οποία του ζητούσε ν΄απέχει από την έκδοση διαταγών πληρωμής και τον καλούσε να επιστρέψει σ΄αυτόν τα έγγραφα των αυτοκινήτων που είχε αφαιρέσει προκειμένου να πληρώσει τα τέλη εκτελωνισμού και αφού τα σφραγίσει να τα παραδώσει σ΄αυτόν ξανά. Επιπρόσθετα, ο καθ΄ου εκμεταλλεύτηκε τον επαγγελματισμό, την τεχνογνωσία, τις γνωριμίες και την φήμη του ανακόπτοντος, ενώ αποκόμισε και τα λειτουργικά έξοδα τα οποία απαιτούνταν για τέτοιου είδους επιχείρηση τα οποία επωμιζόταν εξ ολοκλήρου ο ανακόπτων. Με τέτοιο περιεχόμενο ο λογος αυτος είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος καθόσον και αληθή υποτιθέμενα τα περιστατικά αυτά δεν στοιχειοθετούν κατάχρηση δικαιώματος αφού αποδοχή συναλλαγματικής και παράδοση αυτής στον εκδότη ως εγγυοδοσία δεν σημαίνει σε κάθε περίπτωση αδικαιολόγητο πλουτισμό του τελευταίου, αλλά ότι ο τελευταίος θα δικαιούται να εισπράξει το ποσό της συναλλαγματικής σε περίπτωση που αποκτήσει αξίωση από την βασική σχέση, προϋπόθεση που συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση αφού όπως εκθέτει ο ανακόπτων η ετερόρρυθμη εταιρία τελικά δεν ιδρύθηκε και τα αυτοκίνητα που αγοράσθηκαν με το ποσό που κατέβαλε ο καθ΄ου δεν μεταβιβάστηκαν κατά κυριότητα σ΄αυτήν, όπως είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων Ως εκ τούτου ο καθ΄ου απέκτησε αξίωση από την βασική σχέση και για το λόγο αυτό είχε δικαίωμα είσπραξης των συναλλαγματικών και εντεύθεν έκδοσης διαταγής πληρωμής βάσει αυτών. Εξάλλου, ούτε το γεγονός ότι ο καθ΄ου εκμεταλλεύτηκε τον επαγγελματισμό, την τεχνογνωσία, τις γνωριμίες και την φήμη του ανακόπτοντος, ενώ αποκόμισε και τα λειτουργικά έξοδα τα οποία απαιτούνταν για τέτοιου είδους επιχείρηση τα οποία επωμιζόταν εξ ολοκλήρου ο ανακόπτων παρεμποδίζει τον καθ΄ου ν΄ασκήσει το δικαίωμά του από τις συναλλαγματικές αυτές αφού ούτε η ετερόρρυθμη εταιρία ιδρύθηκε, ούτε τα εν λόγω οχήματα μεταβιβάστηκαν κατά κυριότητα σ΄αυτην, προϋποθέσεις η συνδρομή των οποίων θα ματαίωνε, κατά τα συμφωνηθέντα, την είσπραξη των συναλλαγματικών, όπως προαναφέρθηκε. Τέλος, το γεγονός ότι ο καθ΄ου αγνόησε την εξώδικη δήλωση του ανακόπτοντος με την οποία τον καλούσε να επιστρέψει σ΄αυτόν τα έγγραφα των αυτοκινήτων που είχε αφαιρέσει προκειμένου να πληρώσει τα τέλη εκτελωνισμού και αφού τα σφραγίσει να τα παραδώσει ξανά σ΄αυτόν δεν στοιχειοθετεί συμπεριφορά αντίθετη με την καλή πίστη καθόσον η διάρρηξη των μεταξύ τους σχέσεων λόγω μη τήρησης των συμφωνηθέντων δεν παρείχε εχέγγυα αξιόπιστης εκτέλεσης της σχετικής πρότασης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος ως μη νόμιμη έστω και με περιληπτική αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με τις αιτιολογίες της απόφασης αυτής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και όλα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με σχετικό λόγο έφεσης είναι αβάσιμα. Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υφίσταται άλλος λόγος έφεσης πρέπει ν΄απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας του εφεσίβλητου εναγόμενου πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος ενάγοντος λόγω της ήττας αυτού (άρθρα 176, 183, 191 παρ 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Πρέπει, επίσης, να διαταχθεί και η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου άσκησης έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο λόγω της απόρριψης της έφεσης (άρθρο 495 παρ 3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικα και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ουσία την έφεση
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας του εφεσίβλητου τα οποία ορίζει στο ποσο των οκτακοσίων (800) ευρώ
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου άσκησης έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 28 Απριλίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ