Αριθμός 231/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 2ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………. ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Αιμίλιο Τσαντέ (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Η εφεσίβλητη-εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 11.10.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2018) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκαν η υπ΄ αριθμ. 4243/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μερει την αγωγή και η υπ΄ αριθμ. 1226/2020 απόφαση αυτού, που διόρθωσε-συμπλήρωσε την με αριθμ. 4243/2019 απόφαση.
Αμφότερες τις ως άνω αποφάσεις προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αφ΄ ενός ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος με την από 7.9.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …./2020- ……/2020) έφεσή του, αφ΄ ετέρου η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη-εκκαλούσα με την από 4.9.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2020- ………./2020) έφεσή της. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων ορίσθηκε αρχικά η 25η.11.2021, μετά δε από αναβολή αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης-εκκαλούσας, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η με αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά …………/2020 έφεση και η με αριθμό καταθεσης ……./2020 έφεση πρέπει να συνεκδικαστούν ως συναφείς μεταξύ τους καθώς στρέφονται κατά της αυτής υπ΄αριθμόν 4243/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, όπως διορθώθηκε με την υπ΄αριθμόν 1226/2020 απόφαση του αυτού Δικαστηρίου και κατ΄αυτόν τον τρόπο επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων της δίκης (άρθρα 524 παρ 1 και 246 ΚΠολΔ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 524 παρ. 3, 535 παρ. 1, 271 παρ. 1 και 272 παρ. 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι όταν δεν εμφανιστεί στο ακροατήριο ο εκκαλών ή εμφανιστεί και δεν συμμετάσχει με τον προσήκοντα τρόπο στη συζήτηση της εφέσεως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει την υποχρέωση να ερευνήσει ποιος επισπεύδει τη συζήτηση της έφεσης, καθώς και τη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του. Οταν την επίσπευση κάνει ο εκκαλών ή την κάνει ο εφεσίβλητος και ο εκκαλών σύμφωνα με τα προεκτεθέντα έχει κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, το Δικαστήριο θα απορρίψει την έφεση. Οπως δε προκύπτει από τη διάταξη αυτή (άρθρο 524 παρ. 3 ΚΠολΔ) η απόρριψη της έφεσης λόγω ερημοδικίας του εκκαλούντος γίνεται κατ` ουσίαν, γιατί παρότι στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα τους, θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου ότι είναι αβάσιμοι και για την αιτία αυτή πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίδεται στο δικαστήριο η δυνατότητα εκδόσεως αντίθετης απόφασης περί αποδοχής τους (ΑΠ 361/2011, ΝοΒ 2011, 1572).
Στην προκείμενη περίπτωση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου εκκρεμεί η με αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά ……../2020 έφεση του εκκαλούντος …….. κατά της με αριθμό 4243/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, όπως διορθώθηκε με την υπ΄αριθμόν 1226/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την νέα τακτική διαδικασία. Έχει δε κατατεθεί και το υπ΄αριθμόν …………/2020 παράβολο άσκησης έφεσης (βλ με ημερομηνία 7-9-2020 έκθεση κατάθεσης ενδικου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιά). Όπως δε, προκύπτει από την έκθεση κατάθεσης στο Εφετείο Πειραιά της ανωτέρω εφέσεως, την συζήτηση της εφέσεως για την 25-11-2021 επέσπευσε η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος, . ……. Κατά την δικάσιμο αυτή η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας κατά την οποία ο εκκαλών ούτε παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από την σειρά του πινακίου. Επομένως, πρέπει να δικαστεί ερήμην και να απορριφθεί η έφεση, δοθεντος ότι η αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης και η εγγραφή της στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρα 524 παρ. 3, 498 παρ 2 και 226 παρ. 4 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επίσης, να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας λόγω της ήττας αυτού (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) ανερχομένων στο ποσό των 4.250 ευρώ καθώς με την έφεση προσεβλήθη το επιδικασθέν ποσό των 210.680 ευρώ και να ορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από την εκκαλούσα κατά της απόφασης αυτής (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τελος, πρέπει να διαταχθεί και η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου άσκησης έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο λόγω απόρριψης της έφεσης αυτής (άρθρο 495 παρ 3 ΚΠολΔ).
Περαιτέρω, από την υπ΄αριθμόν ………/2-11-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, ……. που προσκομίζει και επικαλείται η εκκαλούσα ενάγουσα προκυπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της συνεκδικαζόμενης με ειδικό αριθμό καταθ. στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά ……./2020 έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την 25-11-2021, επιδόθηκε, επιμελεία της εκκαλούσας ενάγουσας, στον εφεσίβλητο εναγόμενο. Κατα την δικάσιμο αυτή η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχη της παρούσας, κατά την οποία ο εφεσίβλητος εναγόμενος δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου. Επομένως, πρέπει να δικαστεί ερήμην δοθέντος ότι η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο μετα από αναβολή της συζητησης της υποθεσης ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, όπως προαναφέρθηκε. Το Δικαστήριο, ωστόσο, θα προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 524 παρ 4 ΚπολΔ).
Η ανωτέρω συνεκδικαζόμενη με ειδικό αριθμό καταθ. στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά ……./2020 έφεση κατά της υπ΄αριθμόν 4232/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, όπως διορθώθηκε με την υπ΄αριθμόν 1226/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα καθώς η εκκαλουμένη απόφαση δημοσιεύτηκε στις 23-12-2019, επιδόθηκε στις 7-7-2020 όπως και η απόφαση που διόρθωσε την εκκαλουμένη (βλ υπ΄αριθμούς …….. και …/7-7-2020 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, ……..) και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά στις 4-09-2020 (άρθρα 495, 511, 513, 516 παρ 1, 517 εδαφ α, 518 παρ 1 και 147 ΚΠολΔ). Συνεπώς, πρέπει να γινει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής κατά την αυτή διαδικασία δοθέντος ότι έχει καταβληθεί και το προβλεπόμενο από την διάταξη του άρθρου 495 παρ 3 ΚΠολΔ παράβολο άσκησης έφεσης (βλ. με κωδικό ………./2020 παράβολο).
Με την αγωγή επί της οποίας εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφαση η ενάγουσα ιστορούσε ότι ο εναγόμενος με τον οποίο διατηρούσε συναισθηματική σχέση, είχε παρουσιαστεί σ΄αυτην ως διαζευγμένος και ζήτησε απ΄αυτήν να λάβει διαζύγιο από τον εν διαστάσει σύζυγό της προκειμένου να τελέσει μαζί της νόμιμο γάμο. Στα πλαίσια αυτά μεταβίβασε σ΄αυτόν, κατόπιν αιτήματός του, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων δανείου, κατά κυριότητα, σταδιακά, το ποσό των 210.680 ευρώ προκειμένου ν΄αντιμετωπίσει μεταξύ άλλων και τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε καθώς κατά τους ισχυρισμούς του είχε διαγνωσθεί με καρκίνο στους οφθαλμούς και στο συκώτι. Λίγους μήνες αργότερα η ενάγουσα διαπίστωσε ότι ο εναγόμενος διατηρούσε και έτερη ερωτική σχέση και για τον λόγο αυτό διέλυσε τον δεσμό τους, ενώ τα επικαλούμενα από μέρους του προβλήματα υγείας δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Ως εκ τούτου η ενάγουσα ζήτησε, την απόδοση των χρημάτων της πλην όμως ο εναγόμενος δεν ανταποκρίθηκε στις υποχρεώσεις του. Συνεπεία της συμπεριφοράς αυτής η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη καθώς ο ενάγων εκμεταλλεύτηκε την συναισθηματική εξάρτηση της ενάγουσας προτείνοντας μάλιστα σ΄αυτήν και τέλεση γάμου για να πετύχει τον δανεισμό του ενώ ισχυρίστηκε ψευδώς ότι αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας προκειμένου να ευαισθητοποιήσει την ενάγουσα και να πετύχει μεγαλύτερο ακόμη δανεισμό, η αποκατάσταση της οποίας επέρχεται με την καταβολή του ποσού των 30.000 ευρώ εκ του οποίου η ενάγουσα επιφυλάχθηκε ως προς το ποσό των 44 ευρώ προκειμένου να το διεκδικήσει από το ποινικό δικαστήριο. Ζήτησε δε, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει σ΄αυτήν το ποσό των 210.680 ευρώ με το νόμιμο τόκο από της παρελεύσεως της προθεσμίας απόδοσης αυτού, άλλως από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως, καθώς, επίσης, και το ποσό των 29.956 ευρώ με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως, αλλά και τα δικαστικά έξοδα ανερχόμενα στο ποσό των 10.529,13 ευρώ σύμφωνα με τον πίνακα εξόδων που περιλήφθηκε στις Προτάσεις που κατέθεσε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Επί της νομίμου αυτής αγωγής (άρθρα 806, 807, 808, 914, 919, 932, 340, 341, 345, 346ΑΚ), εξεδόθη η εκκαλουμένη με την οποία υποχρεώθηκε ο εναγόμενος ν΄αποδώσει στην ενάγουσα το ποσό των 210.680 ευρώ με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής, ενώ απορρίφθηκε το αίτημα περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ως αβάσιμο κατ΄ουσίαν. Καταδικάσθηκε, επίσης, ο εναγόμενος σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας το οποίο καθορίστηκε στο ποσό των 6.000 ευρώ.
Ήδη κατά της απόφασης αυτής βάλλει η εκκαλούσα παραπονούμενη για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης ως προς την απορριπτική διάταξη και ως προς την διάταξη περί δικαστικών εξόδων και την παραδοχή της αγωγής της ως προς τα κεφάλαια αυτά.
Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β`, 914 και 932 ΑΚ προκύπτει, ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας, δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 919 Α.Κ., όποιος από πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη υποχρεώνεται να τον αποζημιώσει. Η ανωτέρω διάταξη, κατά την οποία αποτελεί αυτοτελή αδικοπραξία και γεννά υποχρέωση προς αποζημίωση, όταν η εναντίον των χρηστών ηθών συμπεριφορά γίνεται από πρόθεση και προκαλεί ζημία, είναι συμπληρωματική της Α.Κ. 914 και επεκτείνει την αδικοπρακτική ευθύνη, όταν δεν υφίσταται προσβολή ορισμένου δικαιώματος ή έννομα προστατευομένου συμφέροντος, ούτε παραβίαση διάταξης νόμου, αλλά το περί δικαίου και ηθικής αίσθημα απαιτεί αποκατάσταση της ζημίας. Προϋποθέσεις δε εφαρμογής της εν λόγω διάταξης (Α.Κ. 919) είναι: α) συμπεριφορά του δράστη (πράξη ή παράλειψη αναγόμενη σε άσκηση δικαιώματος) που αντίκειται στα χρηστά ήθη, β) πρόθεση του δράστη για την επαγωγή ζημίας, έστω και με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, γ) πρόκληση της ζημίας αυτής σε άλλον και δ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της αντίθετης στα χρηστά ήθη συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας του άλλου. Συνεπώς κύριο χαρακτηριστικό της ιδιαίτερης αδικοπραξίας του 919 Α.Κ. είναι η αντίθεση προς τα χρηστά ήθη, η έννοια των οποίων είναι νομική και εξετάζεται αντικειμενικά, σύμφωνα με την αντίληψη του υγιώς, κατά το δίκαιο και κατά τη γενική αντίληψη του χρηστώς και με φρόνηση σκεπτόμενου ανθρώπου (Ολ.Α.Π. 10/1991) σε συνδυασμό με το επιτρεπτό του επιδιωχθέντος σκοπού έστω και θεμιτού και των χρησιμοποιηθέντων μέσων (Ολ.ΑΠ 396/1975). Ειδικότερα, αντίθεση στα χρηστά ήθη υπάρχει όταν, κατ` αντικειμενική κρίση, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του “χρηστώς και εμφρόνως” σκεπτόμενου ατόμου, η συγκεκριμένη συμπεριφορά του δράστη αντίκειται στην κοινωνική ηθική και στις θεμελιώδεις δικανικές αρχές, στις οποίες στηρίζεται το θετικό δίκαιο. Συνεκτιμάται δε συνολικά για τη διαπίστωση της αντίθεσης στα χρηστά ήθη, η συμπεριφορά του δράστη, σε συνδυασμό με τους σκοπούς, τα μέσα και τις μεθόδους που χρησιμοποίησε, δηλαδή λαμβάνονται υπόψη, όχι μεμονωμένα τα αίτια που τον οδήγησαν στην συγκεκριμένη ενέργειά του, αλλά το σύνολο των περιστάσεων, υπό τις οποίες εκδηλώθηκε, ολόκληρη η συμπεριφορά του και αξιολογείται γενικά η διαγωγή του, σε συνδυασμό και με την διαγωγή του αντισυμβαλλομένου- “θύματος”, για να κριθεί το εάν οι δύο συμπεριφορές τελούν μεταξύ τους προφανώς σε καταφατική ή αποφατική αναλογική σχέση (ΑΠ 1652/2006). Στην αναζήτηση του ορθού αυτού μέτρου συνεκτιμώνται σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. και τα επιβαλλόμενα όρια από αυτήν (ΑΠ 1593/2022,ΑΠ 1027/2021, ΑΠ 1121/2019,ΑΠ 1377/2019, ΑΠ864/2014, ΑΠ1942/2013, ΑΠ 900/2011).
Από την υπ΄αριθμόν …./2019 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα, ………… ενώπιον του Ειρηνοδίκη Κρωπίας, η οποία δόθηκε επιμελεία της εκκαλούσας ενάγουσας κατόπιν νομότυπης κλήτευσης του αντιδίκου της (βλ υπ΄αριθμόν …../14-1-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, ……..) και όλα ανεξαιρέτως τα εγγράφα που προσκομίζει και επικαλείται η εκκαλούσα, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Αρχές του έτους 2015 η ενάγουσα απευθύνθηκε στον εναγόμενο, ο οποίος διατηρούσε γραφείο μεταφράσεων ξενόγλωσσων κειμένων στον Πειραιά, για να μεταφράσει από την ελληνική γλώσσα στη γερμανική προσωπικά της έγγραφα αυτής όπως η ληξιαρχική πράξη γέννησης, η ληξιαρχική πράξη γάμου και το πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών. Δύο χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα τον Ιανουάριο του έτους 2017 συνήψε συναισθηματικό δεσμό μαζί του, εκ του οποίου αντλούσε ικανοποίηση και χαρά, ενώ το γεγονός ότι ο εναγόμενος την παρότρυνε να προκαλέσει την λύση του γάμου της με τον ήδη εν διαστάσει σύζυγό της προκειμένου να τελέσουν μεταξύ τους γάμο εδραίωσε σ΄αυτήν την πεποίθηση για τα συναισθήματα αγάπης που έτρεφε γι΄αυτήν. Στα πλαίσια αυτά στις 15-2-2017 η ενάγουσα μεταβίβασε κατά κυριότητα στον εναγόμενο δυνάμει συμβάσεων δανείου που συνήψε ο τελευταίος μαζί της, το ποσό των 5000 ευρώ για την αποκατάσταση των ζημιών που προκληθηκαν σ΄αυτόν λόγω κλοπής του οχήματός του και στις 22-2-2017 το ποσό των 33.600 ευρώ για την από μέρους του αγορά ακινήτου στη Λήμνο, ενώ τον Απρίλιο του αυτού έτους (2017) ο ενάγων εκμυστηρεύτηκε στην ενάγουσα ότι αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα υγείας και συγκεκριμένα ότι διαγνώσθηκε με καρκίνο στους οφθαλμούς και στο συκώτι και αιτήθηκε από την ενάγουσα δάνειο προκειμένου να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του και να καλύψει τα απαιτούμενα έξοδα για την αποκατάσταση της υγείας του. Υποκινούμενη από την συναισθηματική σχέση μαζί του η ενάγουσα μεταβίβασε στον ενάγοντα, κατά κυριότητα, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων δανείου, τα ακολουθα ποσά : στις 22-7-2017 το ποσό των 33.600 ευρώ για αγορά ακινήτου στη Λήμνο, στις 7-6-2017 το ποσό των 39.000 ευρώ για ιατρικές εξετάσεις, στις 28-6-2017 το ποσό των 1800 ευρώ για μαγνητική τομογραφία, στις 30-6-2017 για νοσοκομειακή περίθαλψη για το ήπαρ στην Ιταλία, στις 25-7-2017 το ποσό των 37.500 ευρώ για ιατρικές εξετάσεις και θεραπείες, στις 28-8-2017 το ποσό των 19.000 ευρώ για ιατρικές εξετάσεις και θεραπείες, στις 2-8-2017 το ποσό των 12.000 ευρώ για ιατρικές εξετάσεις και θεραπείες, στις 2-8-2027 το ποσό των 11500 ευρώ για ιατρικές εξετάσεις και θεραπείες. Συνολικά η ενάγουσα δανειοδότησε τον ενάγοντα με το ποσό των 210.680 ευρώ, το οποίο συγκέντρωσε διακόπτοντας πρόωρα την προθεσμιακή κατάθεση που τηρουσε στην Τράπεζα ….. ύψους 101.624,32 ευρώ (βλ με ημερομηνία 22-2-2017 αίτηση πρόωρης εξόφλησης προθεσμιακής κατάθεσης) και εξαγοράζοντας ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής που είχε συνυπογράψει με την ασφαλιστική εταιρία «………» ύψους 2.831,12 ευρω, 3476,20 ευρώ, 862,53 ευρώ, 689,63 ευρώ, 7824,74 ευρώ, 18.008,56 ευρώ, 19360,26 ευρώ και 44132,85 ευρώ (βλ με ημερομηνία 17-3-2017 εξ (6) αποδείξης της ασφαλιστικής εταιρίας «……..» και με ημερομηνία 7-4-2017 απόδειξη της Ασφαλιστικής Εταιρίας «……..»). Συμφωνήθηκε δε, ότι ο εναγόμενος θα απέδιδε στην ενάγουσα το ποσό που δανείσθηκε σε εύλογο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, ο εναγόμενος δεν ήταν ειλικρινής απέναστι στην ενάγουσα καθόσον δεν είχε διαγνωσθεί με καρκίνο στους οφθαλμούς και στο συκώτι. Παρέστησε δε, ψευδώς στην ενάγουσα ότι αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας προκειμένου να ευαισθητοποιήσει την ενάγουσα και να αποκομίσει τα ως άνω ποσά που μεταβίβασε σ΄αυτόν κατά κυριότητα για την αποκατάσταση της υγείας του. Επίσης, δεν επιθυμούσε τέλεση γάμου με την ενάγουσα, ούτε είχε δεθεί συναισθηματικά μαζί της καθώς διατηρούσε και έτερη ερωτική σχέση, η οποία υπέπεσε στην αντίληψη της ενάγουσας τέλη Αυγούστου 2017 οπότε και διαλύθηκε ο μεταξύ τους δεσμός. Προέβη δε σε δηλώσεις περί τέλεσης γάμου προκειμένου να εδραιωθεί στην ενάγουσα η πεποίθηση περί των συναισθημάτων του γι΄αυτήν και να τον εμπιστευθεί ώστε να διαθέσει τα χρήματα που μέχρι τότε είχε αποταμιεύσει για τον ίδιο. Επέδειξε, δηλαδή, συμπεριφορά αντίθετη με τα χρηστά ήθη καθόσον κατ΄αντικειμενική κρίση, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του «χρηστώς και εμφρόνως» σκεπτόμενου ατόμου, η συμπεριφορά αυτή του εναγόμενου έρχεται σε αντίθεση τόσο με την κοινωνική ηθική όσο και με τις θεμελιώδεις δικανικές αρχές στις οποίες στηρίζεται το θετικό δίκαιο. Συνεπεία της συμπεριφοράς αυτής η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη καθώς ένιωσε μειωμένη και προδομένη από τα απατηλά συναισθήματα και τις ψευδείς υποσχέσεις του εναγόμενου, βίωσε ταραχή και στεναχώρια αφού υποχρεώθηκε να προβεί σε πρόωρη εξόφληση της προθεσμιακής κατάθεσής της στην Τράπεζα Πειραιώς και σε εξαγορά των ασφαλιστηρίων για την ζωή της και περιήλθε σε κατάσταση άγχους και θλίψης για την απώλεια του ποσού των χρημάτων που είχε δανείσει στον ενάγοντα πειθόμενη στις ψευδείς υποσχέσεις του. Για την αποκατάσταση δε αυτής πρέπει να επιδικασθει σ΄αυτήν χρηματική ικανοποίηση η οποία λαμβανομένου υπόψη του είδους της προσβολής που δέχτηκε η ενάγουσα, της έκτασης και των συνέπειων αυτής, των ιδιαίτερων συνθηκών και περιστάσεων που έλαβε χώρα η προσβολή, του βαθμού υπαιτιότητας του εναγόμενου (δόλος) και της περιουσιακής και κοινωνικής κατάστασης των διαδίκων, πρέπει να οριστεί βάσει της αρχής της αναλογικότητας, η οποια, επιβάλλεται να τηρείται κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (ΟλΑπ 9/2015), στο ποσο των 10.000 ευρώ στο οποίο δεν περιλαμβάνεται το ποσό των 44 ευρώ, ως προς το οποίο επιφυλάχθηκε η ενάγουσα ν΄ασκήσει το δικαίωμα της ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, σύμφωνα με τον τότε ισχύοντα νόμο. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε ότι ο εναγόμενος δεν επικαλέστηκε πρόβλημα υγείας για να πετύχει τον δανεισμό του, ούτε παρέστησε συναισθηματικό δέσιμο με την ενάγουσα υπέπεσε σε σφάλμα κατά τον βάσιμο περί αυτού λόγο της εφέσεως.
Με τον δεύτερο και τελευταίο λόγο της εφέσεως η ενάγουσα βάλλει κατά του κεφαλαίου της δικαστικής δαπάνης ισχυριζόμενη ότι επιδικάζοντας σ΄αυτήν το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δικαστικά έξοδα ύψους 6.000 ευρώ δεν έλαβε υπόψη του τον πίνακα εξόδων που ειχε περιλάβει στις προτάσεις της βάσει του οποίου τα δικαστικά έξοδα ανέρχονταν στο ποσό 10.529,13 ευρω, το οποίο και ζήτησε να της επιδικασθεί. Ο λόγος αυτός, ο οποίος είναι νόμιμος (άρθρο 178, 183, 190 παρ 1, 191 παρ 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος κατά ένα μέρος. Ειδικότερα, λαμβανομένου υπόψη ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την πρωτόδικη απόφαση δέχτηκε κατά ένα μέρος μόνο την αγωγή και επιδικάσθηκε στην ενάγουσα μόνο το ποσό του δανείου δηλαδή το ποσό των 210.680 ευρώ η αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενάγουσας : α) για την σύνταξη της αγωγής σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 63 παρ 1 περ. α΄και περ. β΄ του ν. 4194/2013 ανέρχεται σε {(200.000 x 2%) +(10.680 x1,5%) =} 4.160,2 ευρώ δοθέντος ότι η δικηγορική αμοιβή υπολογίζεται κατά φθίνουσα κλίμακα συντελεστών οι οποίοι αντιστοιχούν σε, κατ΄αντίστροφη αναλογία (αυξουσα κλίμακα), επιμέρους ποσοτικά τμήματα του συνόλου του αντικειμένου της δίκης και το σύνολο αυτής (αμοιβής) εξάγεται από το άθροισμα των επιμέρους ποσών που αναλογούν σε κάθε, επιμέρους, τμήμα του συνόλου του αντικειμένου της (Ολ 6/2021). β) για την σύνταξη των προτάσεων (κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής) σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 68 παρ 1 του ν 4194/2013 ανέρχεται στο ήμισυ της προαναφερόμενης αμοιβής, ήτοι σε (4160,2 : 2=) 2080,1 ευρώ, γ) για την σύνταξη της γνωστοποίησης εξέτασης μάρτυρος με πρόσκληση σε εξέταση μάρτυρος ανέρχεται σύμφωνα με το Παράρτημα Ι του ν 4194/2013 στο ποσό των 75 ευρώ, δ) για παράσταση σε ένορκη ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κρωπίας ανέρχεται σύμφωνα με το Παράρτημα Ι του ν 4194/2013 στο ποσό των 75 ευρώ. Επιπρόσθετα, η ενάγουσα κατέβαλε: α)για το τέλος του δικαστικού ενσήμου το ποσό των 2231,52 ευρώ, β) για την επίδοση της αγωγής το ποσό των 35 ευρώ, γ) για επίδοση της γνωστοποίησης μάρτυρα το ποσό των 35 ευρώ, δ) για την σήμανση της αγωγής το ποσό των τεσσάρων (4) ευρώ, ε) για σήμανση της αιτήσεως για λήψη της ένορκης βεβαίωσης τρία (3) ευρώ, στ) για σήμανση των προτάσεων (κατά την πρώτη συζήτηση) τεσσερα (4) ευρω, ζ) για εκτυπώσεις της αγωγής, των προτάσεων, της προσθηκης – αντίκρουσης και φωτοτυπίες των εγγράφων που κατέθεσε και των εγγράφων της αντιδίκου πλευράς το ποσό των δεκαπέντε (15) ευρώ. Κρίνεται δε, απορριπτέο το αίτημα περί καταβολής το ποσού των 605 ευρώ για δικηγορική αμοιβή για την σύνταξη της αγωγής, την παράσταση αυτού στο δικαστήριο και την κατάθεση προτάσεων που ορίζεται στο παράρτημα Ι του Κώδικα Δικηγόρων καθόσον οι αμοιβές στο παράρτημα Ι του Κώδικα Δικηγόρων (ν 4194/2013) ορίστηκαν προκειμένου να υπολογιστούν οι εισφορές και κρατήσεις τις οποίες υποχρεούνται να προκαταβάλουν οι δικηγόροι στον οικείο δικηγορικό σύλλογο και προκειμένου να γινει επιδίκαση των δικαστικών εξόδων εφόσον η αμοιβή του δικηγόρου δεν υπολογίζεται επι της αξίας του αντικειμένου της δίκης (άρθρο 58 παρ 4 περ α΄ και γ΄του ν 4194/2013), περίπτωση η οποία δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση αφού η αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενάγουσας υπολογίστηκε με βάση το αντικείμενο της δίκης. Κρίνεται επίσης, απορριπτέο το αίτημα περί καταβολής του ποσού των 150 ευρώ για αντίγραφα των συμβολαίων και πιστοποιητικών από τα οικεία Υποθηκοφυλακεία καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι δαπανήθηκε το ποσό αυτό για την αιτία αυτή, ενώ το ποσό των 50 ευρώ για μεταβάσεις και έξοδα μετακίνησης με δημόσια συγκοινωνία και ταξί στα Υποθηκοφυλακεία για έλεγχο των τίτλων του εναγόμενου, για κατάθεση αγωγής, προτάσεων και προσθήκης – αντίκρουσης αλλά και για την υποβολή αίτησης για ένορκη βεβαίωση και λήψη αυτής, κρίνεται απορριπτέο καθόσον τα έξοδα μετακίνησης δεν περιλαμβάνονται στα δικαστικά έξοδα. Συνολικά δε, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υπεβλήθη η ενάγουσα για την εκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ανέρχονται στο ποσό των 8717,82 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που τα καθόρισε σε 6.000 ευρώ εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις κατά τον βάσιμο περί αυτού λόγο της εφέσεως. Συνακόλουθα, η έφεση πρέπει να γινει δεκτή και για το ενιαίο της εκτέλεσης πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της. Περαιτέρω, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο ως προς τα κεφάλαια που προσεβλήθησαν και να δικαστεί κατ΄ουσίαν και ακολούθως, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα λόγω ηθικής βλάβης το ανωτέρω ποσό με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως καθώς και το ποσό που επιδικάσθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση, ήτοι το ποσό των 210.680 ευρώ με το νόμιμο τόκο 16-11-2018 μέχρις εξοφλήσεως. Πρέπει, επίσης να επιβληθούν σε βάρος του εναγόμενου τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας λόγω της ήττας αυτού (άρθρα 176, 191 παρ 2 και 183 ΚΠολΔ) υπολογιζομένων των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας για τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας στο ποσό των 8717,82 ευρώ και για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας στο ποσό των 500 ευρώ (άρθρα 69,68 παρ 1 και 63 παρ 1 εδαφ α του ν 4194/2013 και παράρτημα 1 του αυτού νόμου) καθώς η εκκαλουμένη προσεβλήθη μόνο ως προς το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης ύψους 29.956 ευρώ, ανερχομένων συνολικά των εξόδων στο ποσό των 9.217,82 ευρώ. Εξάλλου, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από τον εναγόμενο κατά της απόφασης αυτής (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας και να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στην εκκαλούσα λόγω της ευδοκίμησης της με ειδικό αριθμό καταθ. στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά ………./2020 έφεσής της (άρθρο 495 παρ 4 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την με ειδικό αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Εφετείου Πειραια ……./2020 έφεση και την με αριθμό καταθεσης στην αυτή γραμματεία ………./2020 έφεση
Δικάζοντας επί της με αριθμό καταθεσης στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά …………/2020 έφεσης
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του εκκαλούντος
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα του δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας της εφεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων ευρώ και διακοσίων πενήντα ευρώ (4.250 ευρώ).
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του υπ΄αριθμόν ……../2020 παραβόλου άσκησης έφεσης.
Δικάζοντας επί της με αριθμό καταθεσης στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά …………/2020 έφεσης
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του εφεσίβλητου
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ΄αριθμόν 4243/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά όπως διορθώθηκε με την υπ΄αριθμόν 1226/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την με αριθμό καταθ. ……./2018 αγωγή που απευθύνεται στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα : α) το ποσό των διακοσίων δέκα χιλιάδων και εξακοσίων ογδόντα ευρώ (210.680) ευρώ) με το νόμιμο τόκο από 16-11-2018 μέχρις εξοφλήσεως και β) το ποσό των δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000 ευρώ) με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εφεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας της εκκαλούσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εννέα χιλιάδων διακοσίων δέκα επτά ευρώ και ογδόντα δύο ευρώ (9.217,82 ευρώ)
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του υπ΄αριθμόν …………/2020 παραβόλου άσκησης έφεσης στην εκκαλούσα.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 28 Απριλίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξουσίου δικηγόρου της εφεσίβλητης-εκκαλούσας.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ