Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 315/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     315/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τoν Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α.  ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «………» (δ.τ. «………»), που εδρεύει ………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τoν πληρεξούσιo δικηγόρο της Παρασκευά Ζουρντό.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κοντοσέα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 αριθ. 2 Κ.Πολ.Δ.

Β.ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:  …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κοντοσέα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 αριθ. 2 Κ.Πολ.Δ.           

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «……….» (δ.τ. «…….»), που εδρεύει στην ………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τoν πληρεξούσιo δικηγόρο της Παρασκευά Ζουρντό.             Ο εκκαλών στη Β έφεση – εφεσίβλητος στην Α έφεση άσκησε την από 18-11-2019 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …./29-11-2019 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, απευθυνόμενη κατά της εφεσίβλητης στη Β έφεση – εκκαλούσας στην Α έφεση. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθ. 1836/2021 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή. Την ανωτέρω απόφαση πρόσβαλαν: Α) Η εναγόμενη με την από 23-2-2022 και με ΓΑΚ … και ΑΚ …./23-2-2022 έφεσή της και Β) Ο ενάγων με την από 25-8-2022 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../30-8-2022 έφεσή του, οι οποίες ορίστηκαν να συζητηθούν την κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (12-1-2023), κατά την οποία εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν.            Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος στη Β έφεση – εφεσίβλητου στην Α έφεση, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας στην Α έφεση – εφεσίβλητης στην ίδια έφεση, αφού έλαβε το λόγο από το Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Οι υπό κρίση: α) από 23-2-2022 και με ΓΑΚ … και ΑΚ …./23-2-2022 έφεση της εναγόμενης «……………..») (στο εξής Α έφεση) και β) από 25-8-2022 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …/30-8-2022 έφεση του ενάγοντος ………… (στο εξής Β έφεση), οι οποίες στρέφονται κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης (και δη κατά της με αριθ. 1836/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, επί της από 18-11-2019 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ ……/29-11-2019 αγωγής του εκκαλούντος στη Β έφεση κατά της εφεσίβλητης στην ίδια έφεση – εκκαλούσας στην Α έφεση, είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 και 246 του Κ.Πολ.Δ). Οι άνω εφέσεις έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε προκύπτει αυτή από κάποιο στοιχείο (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, όπως τα άρθρα 495, 518 και 591 ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο τρίτο και τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, αντίστοιχα). Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εκ μέρους των εκκαλούντων, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. – Εφ.Δωδ. 225/2018, Εφ.Πειρ. 166/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

2. Ο ενάγων και ήδη εκκαλών στη Β έφεση / εφεσίβλητος στην Α έφεση με την προαναφερθείσα αγωγή του εξέθεσε ότι, δυνάμει συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά την 1-4-2018 και 17-12-2018 μεταξύ αυτού και της εναγόμενης εταιρίας, πλοιοκτήτριας του με ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου «ΝΣ», κ.ο.χ. 13.902,06, ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο άνω πλοίο ως μάγειρας Β, αντί των μηνιαίων αποδοχών που προέβλεπαν οι εκάστοτε ισχύουσες Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων και υπηρέτησε στο πλοίο αυτό έως  1-11-2018 και 4-10-2019 αντίστοιχα, οπότε απολύθηκε αμοιβαία συναινέσει αυτού και του πλοιάρχου. Ότι, μέχρι τη λήξη της τελευταίας άνω ναυτολόγησής του στις 4-10-2019, εργαζόταν 13 ώρες ημερησίως κατά τις θερινές περιόδους και 11 ώρες ημερησίως κατά τα υπόλοιπα χρονικά διαστήματα, ενώ το άνω πλοίο εκτέλεσε κατά το ανωτέρω διάστημα και 21,043 δρομολόγια εξπρές, εκ των οποίων 12,925 το έτος 2018 και 8,118 το έτος 2019. Ότι από τις άνω ναυτολογήσεις του διατηρεί σε βάρος της εναγόμενης απαιτήσεις για διαφορές βασικών αποδοχών του, πρόσθετης αμοιβής λόγω υπερωριακής του απασχόλησης και δρομολογίων εξπρές, καθώς και επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων ετών 2018 και 2019. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενος τις διατάξεις περί σύμβασης ναυτικής εργασίας, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλει τα ποσά των 8.794,85 ευρώ και 9.707,99 ευρώ ως διαφορά υπερωριακής αμοιβής κατά τις καθημερινές, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες για τα έτη 2018 και 2019 αντίστοιχα, τα ποσά των 230,91 και 1.034,65 ευρώ ως διαφορά δώρου Πάσχα για τα έτη 2018 και 2019 αντίστοιχα, τα ποσά των 2.164,86 και 1.458,08 ευρώ ως διαφορά δώρου Χριστουγέννων για τα έτη 2018 και 2019 αντίστοιχα και τα ποσά των 1.377,77 και 484,09 ευρώ ως διαφορά αμοιβής δρομολογίων εξπρές για τα έτη 2018 και 2019 αντίστοιχα, όλα δε αυτά τα ποσά, συνολικού ύψους 26.103,84 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την τελευταία απόλυσή του στις 4-10-2019, άλλως από την επίδοση της αγωγής.

3. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε ως ορισμένη και νόμιμη την αγωγή και στη συνέχεια δέχτηκε αυτήν εν μέρει ως βάσιμη και κατ’ ουσία, υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα για τις άνω αιτίες το συνολικό ποσό των 18.291,65 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της ημερομηνίας της τελευταίας απόλυσής του, με διάταξη που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή για ποσό 7.000,00 ευρώ. Κατά της άνω απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονούνται τόσο ο ενάγων όσο και η εναγόμενη με τους λόγους των εφέσεών τους, που συνιστούν παράπονα για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε να ξαναδικαστεί η αγωγή από το Δικαστήριο τούτο και να γίνει ολικά δεκτή ή να απορριφθεί στο σύνολό της αντίστοιχα. Επιπλέον, η εκκαλούσα–εναγόμενη υποβάλλει και αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 Κ.Πολ.Δ, επειδή κατέβαλε στον αντίδικό της το χρηματικό ποσό των 7.000,00 ευρώ που η εκκαλουμένη απόφαση του επιδίκασε προσωρινά.

4. Από την εκτίμηση των υπ’ αριθ. ../23-1-2020 και …./29-1-2020 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων ……. και …….. …….. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, οι οποίες λήφθηκαν με αίτηση του ενάγοντος, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη (κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, σε συνδ. με άρθρο 591 παρ. 1 του ιδίου κώδικα) κλήτευση της εναγόμενης (βλ. την υπ’ αριθ. ……../20-1-2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, ………… και την από 20-1-2020 γνωστοποίηση μαρτύρων και πρόσκληση του ενάγοντος) και της υπ’ αριθ. …../2-12-2020 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρος …….. . … ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ….., η οποία λήφθηκε με αίτηση της εναγόμενης, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη (κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, σε συνδ. με άρθρο 591 παρ. 1 του ιδίου κώδικα) κλήτευση του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθ. …/26-11-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……. και την από 26-11-2020 γνωστοποίηση μαρτύρων και πρόσκληση της εναγόμενης), οι οποίες (ένορκες βεβαιώσεις) προσκομίζονται με επίκληση από τον ενάγοντα και την εναγόμενη αντίστοιχα στις προτάσεις τους της δευτεροβάθμιας δίκης [χωρίς το γεγονός ότι οι άνω μάρτυρες του ενάγοντος τυγχάνουν αντίδικοι της εναγόμενης επειδή έχουν ασκήσει εναντίον της άλλη, δική τους, αγωγή με παρόμοιο αντικείμενο, να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων τους (Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 196/2020, Εφ.Αθ. 3879/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 194/2022, Εφ.Πειρ. 421/2021, www.efeteio-peir.gr)], όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγόμενη, η οποία άλλωστε προσκομίζει ένορκη βεβαίωση ναυτικού που βρίσκεται σε σχέση (εργασιακής) εξάρτησης απ’ αυτή], σε συνδυασμό, τέλος, με τις ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους και εκτιμώνται σύμφωνα με τα άρθρα 261 εδ. β, 352 παρ.1 και 591 παρ.1 Κ.Πολ.Δ, καθώς και με τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά την 1-4-2018 και την 17-12-2018, μεταξύ του ενάγοντος, Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, κατόχου του υπ’ αριθ. ……. ναυτικού φυλλαδίου και του νόμιμου εκπροσώπου της εναγόμενης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ ακτοπλοϊκού πλοίου «ΝΣ», κ.ο.χ. 13.902,04, ο ενάγων ναυτολογήθηκε στον Πειραιά στο παραπάνω πλοίο με την ειδικότητα του μάγειρα Β’ και παρείχε αδιάλειπτα τη ναυτική εργασία του σ’ αυτό, κατά μεν την πρώτη άνω ναυτολόγησή του, από 1-4-2018 έως 1-11-2018, οπότε απολύθηκε στο λιμένα της Μυτιλήνης «αμοιβαία συναινέσει αυτού και του πλοιάρχου», κατά δε τη δεύτερη άνω ναυτολόγησή του από 17-12-2018 έως 4-10-2010, οπότε απολύθηκε στο λιμένα του Πειραιά, επίσης «αμοιβαία συναινέσει αυτού και του πλοιάρχου», σύμφωνα με το ναυτικό του φυλλάδιο. Κατά τα επίδικα άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του οι συμβάσεις ναυτικής εργασίας του είχε συμφωνηθεί να υπάγονται στους όρους της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων [που ήταν διαδοχικά αυτές των ετών 2018 (Υ.Α. 2242.5-1.5/80350/2018 – ΦΕΚ Β’ 5084/14-11-2018) και 2019 (Υ.Α. 2242.5-1.5/56040/2019 – Φ.Ε.Κ. Β’ 3170/12-8-2019), κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα], το δε άνω πλοίο, κατόπιν σχετικών αποφάσεων του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, είχε δρομολογηθεί σε ακτοπλοϊκές γραμμές προς τα Δωδεκάνησα, με αφετηρία το λιμάνι του Πειραιά. Ειδικότερα, εκτελούσε τακτικά τα ακόλουθα εξής κυκλικά ακτοπλοϊκά δρομολόγια:             ΠΙΝΑΚΑΣ 1: Από 1-4-2018 έως 31-5-2018:

ΔΕΥΤΕΡΑ – ΤΕΤΑΡΤΗ – ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

 

ΤΡΙΤΗ – ΠΕΜΠΤΗ ΣΑΒΒΑΤΟ ΚΥΡΙΑΚΗ
       
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝ. Μυτιλήνη   19.00
Πειραιάς 06.30 20.30 Χίος 04.15 04.45 Χίος 04.15 04.45 Χίος 22.00 22.30
      Μυτιλήνη 07.40 19.00 Μυτιλήνη 07.40        
      Χίος 22.00 22.30            

 

Παρατηρήσεις:

  1. Την Παρασκευή 6.4.2018 εκτελέσθηκε δρομολόγιο ως εξής: Πειραιάς (αν. 12.00) – Ψαρά (άφ. 18.40 – αν. 18.50) – Οινούσσες (άφ. 20.45 – αν. 20.55) – Χίος (άφ. 21.25 – αν. 21.55) – Μυτιλήνη (άφ. 00.55 του Σαββάτου 7.4.2018).
  2. Τις Κυριακές 8.4.2018 και 27.5.2018, δεν εκτελέσθηκε δρομολόγιο, και το πλοίο παρέμεινε στη Μυτιλήνη.
  3. Τη Δευτέρα 9.4.2018 και τη Δευτέρα 28.5.2018, εκτελέσθηκε δρομολόγιο ως εξής: Μυτιλήνη (αν. 08.00) – Χίος (άφ. 11.00 – αν. 11.20) – Σύρος (άφ. 15.40 – αν. 15.55) – Πειραιάς (άφ. 20.15 – αν. 21.30) – Χίος (άφ. 05.25 της Τρίτης 10.4.2018 – αν. 05.55) – Μυτιλήνη (άφ. 08.55) και εν συνεχεία αναχώρηση στις 19.00’ μ.μ. σύμφωνα με το ως άνω πρόγραμμα.
  4. Την Τρίτη 1.5.2018 δεν εκτελέσθηκε δρομολόγιο και το πλοίο παρέμεινε στην Μυτιλήνη.
  5. Την Τετάρτη 2.5.2018 εκτελέσθηκε δρομολόγιο ως εξής: Μυτιλήνη (αν. 00.05) – Χίος (άφ. 02.55 – αν. 03.25) – Μύκονος (άφ. 07.15 – αν. 07.30) – Πειραιάς (άφ. 12.45),
                                   ΠΙΝΑΚΑΣ 2: Από 1.6.2018 έως 10.6.2018.
ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΡΙΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΠΕΜΠΤΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝ.
Πειραιάς 06.30 20.30 Χίος 04.15 04.45 Πειραιάς 06.30 20.30 Χίος 04.15 04.45
      Μυτιλήνη 07.40 18.00       Μυτιλήνη 07.40 19.00
      Χίος 21.00 21.30       Χίος 22.00 22.30
      Οινούσσες 22.00 22.10            
4
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΑΒΒΑΤΟ ΚΥΡΙΑΚΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝ.
Πειραιάς 06.30 20.30 Ψαρά 03.10 03.20 Μυτιλήνη   19.00
      Οινούσσες 05.15 05.25 Χίος 22.00 22.30
      Χίος 05.55 06.25      
      Μυτιλήνη 09.20        

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 3: Από 11.6.2018 έως 9.9.2018.
ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΡΙΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΠΕΜΠΤΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝ.
Ψαρά 00.05 00.15 Χίος 04.15 04.45 Ψαρά 00.05 00.15 Ψαρά 02.40 02.50
Πειραιάς 06.55 20.00 Μυτιλήνη 07.40 18.00 Πειραιάς 06.55 20.00 Οινούσσε ς 04.45 04.55
      Χίος 21.00 21.30       Χίος 05.25 05.55
      Οινούσσες 22.00 22.10       Μυτιλήνη 08.50 18.00
                  Χίος 21.00 21.30
 
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΑΒΒΑΤΟ ΚΥΡΙΑΚΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝ.
Πειραιάς 05.30 08.00 Χίος   00.25 Μυτιλήνη   18.00
Χίος 15.55 16.25 Πειραιάς 08.25 11.00 Χίος 21.00 21.30
Μυτιλήνη 19.20 21.00 Ψαρά 17.40 17.50 Οινούσσες 22.00 22.10
Χίος 23.55   Οινούσσες 19.45 19.55      
      Χίος 20.25 20.55      
      Μυτιλήνη 23.50        

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 4: Από 10.9.2018 έως 16.9.2018
ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΡΙΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΠΕΜΠΤΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝ.
Ψαρά 00.05 00.15 Χίος 04.15 04.45 Ψαρά 00.05 00.15 Χίος 04.15 04.45
Πειραιάς 06.55 20.30 Μυτιλήνη 07.40 18.00 Πειραιάς 06.55 20.30 Μυτιλήνη 07.40 18.00
      Χίος 21.00 21.30       Χίος 21.00 21.30
      Οινούσσες 22.00 22.10            
                       
 
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΑΒΒΑΤΟ ΚΥΡΙΑΚΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝ.
Πειραιάς 05.30 08.00 Χίος   00.25 Μυτιλήνη   18.00
Χίος 15.55 16.25 Πειραιάς 08.25 11.00 Χίος 21.00 21.30
Μυτιλήνη 19.20 21.00 Ψαρά 17.40 17.50      
Χίος 23.55   Οινούσσες 19.45 19.55      
      Χίος 20.25 20.55      
      Μυτιλήνη 23.50        

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 5: Από 17.9.2018 έως 31.10.2018
ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΡΙΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΠΕΜΠΤΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝ.
Πειραιάς 06.30 20.30 Χίος 04.15 04.45 Ψαρά 00.05 00.15 Χίος 04.15 04.45
      Μυτιλήνη 07.40 18.00 Πειραιάς 06.55 20.30 Μυτιλήνη 07.40 19.00
      Χίος 21.00 21.30       Χίος 22.00 22.30
      Οινούσσες 22.00 22.10            
                       
 
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΑΒΒΑΤΟ ΚΥΡΙΑΚΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝ.
Πειραιάς 06.30 20.30 Ψαρά 03.10 03.20 Μυτιλήνη   19.00
      Οινούσσες 05.15 05.25 Χίος 22.00 22.30
      Χίος 05.55 06.25      
      Μυτιλήνη 09.20        

 

Παρατηρήσεις: Τη Δευτέρα 17-9-2018 άφιξη στον Πειραιά την 06.55 π.μ.

ΠΙΝΑΚΑΣ 6: Από 1-11-2018 έως 12-6-2019 και από 09-9-2019 και από 9-9-2019 έως 4-10-2-2019.

ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΡΙΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΠΕΜΠΤΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝ.
Πειραιάς 06.30 2 Χίος 04.15 04.45 Ψαρά 00.10 00.20 Χίος 04.15 04.45
      Μυτιλήνη 07.45 18.00 Πειραιάς 06.55 20.00 Μυτιλήνη 07.45 19.00
      Χίος 21.00 21.30       Χίος 22.00 22.30
      Οινούσσες 22.00 22.10            
 
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΑΒΒΑΤΟ ΚΥΡΙΑΚΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝ.
Πειραιάς 06.30 20.00 Ψαρά 02.40 02.50 Μυτιλήνη   19.00
      Οινούσσες 04.45 04.55 Χίος 22.00 22.30
      Χίος 05.25 05.55      
      Μυτιλήνη 08.50        
Παρατηρήσεις:

1.  Την Παρασκευή, 11.1.2019 εκτελέσθηκε δρομολόγιο ως εξής: Μυτιλήνη (αν. 10.00) -Χίος(αφ. 13.00-αν. 13.30)- Πειραιάς (αφ. 21.45- αν. 23.59) άφιξη στη Μυτιλήνη την 15.15’του Σαββάτου 12.2.2019.

2.  Την Κυριακή 28.4.2019 δεν εκτελέσθηκε δρομολόγιο και το πλοίο παρέμεινε στη Μυτιλήνη.

3.  Τη Δευτέρα 11.3.2019 και τη Δευτέρα 29.4.2019 εκτελέσθηκε δρομολόγιο ως εξής: Μυτιλήνη (αν. 10.00)-Χίος (αφ. 13.00-αν. 13.30)-Πειραιάς (αφ. 21.15-αν. 23.30)-Χίος (αφ. 07.15 της Τρίτης 30.4.2019-αν. 07.45)- Μυτιλήνη (αφ. 10.45) και εν συνεχεία αναχώρηση στις 18.00’ μ.μ. σύμφωνα με το ως άνω πρόγραμμα.

Την Τετάρτη 1.5.2019 εκτελέσθηκε δρομολόγιο ως εξής: Πειραιάς (αν. 23.59) – Χίος (αφ. 07.45 της Πέμπτης 2.5.2019- αν. 08.15)-Μυτιλήνη (αφ. 11.15) και εν συνεχεία αναχώρηση στις 19.00’ μ.μ.

 

 

 

 

 

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 7: ΑΠΟ 13-6-2019 έως 8-9-2019

 

 

 

 

 

 

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 7: Από 13.6.2019 έως 8.9.2019.

ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΡΙΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΠΕΜΠΤΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝ. ΛΙΜΑΝI ΑΦ. ΑΝ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝ.
Ψαρά 00.10 00.20 Χίος 04.15 04.45 Ψαρά 00.10 00.20 Ψαρά 02.40 02.50
Πειραιάς 06.55 20.00 Μυτιλήνη 07.45 18.00 Πειραιάς 06.55 20.00 Οινούσσες 04.45 04.55
      Χίος 21.00 21.30       Χίος 05.25 05.55
      Οινούσσες 22.00 22.10       Μυτιλήνη 08.50 18.00
                  Χίος 21.00 21.30
 
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΑΒΒΑΤΟ ΚΥΡΙΑΚΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝ.
Πειραιάς 05.45 08.00 Χίος   00.25 Μυτιλήνη   18.00
Χίος 15.55 16.25 Πειραιάς 08.25 11.00 Χίος 21.00 21.30
Μυτιλήνη 19.20 21.00 Ψαρά 17.40 17.50 Οινούσσες 22.00 22.10
Χίος 23.55   Οινούσσες 9.45 19.55      
      Χίος 20.25 20.55      
      Μυτιλήνηη 23.50        

 

Παρατηρήσεις: 1. Έναρξη δρομολογίων την Πέμπτη 13-6-2019, με την αναχώρηση του πλοίου από Μυτιλήνη στις 18:00. 2. Την Κυριακή 16-6-2019 δεν εκτελέστηκε δρομολόγιο και το πλοίο παρέμεινε στη Μυτιλήνη. 3. Τη Δευτέρα 17-6-2019 εκτελέστηκε δρομολόγιο ως εξής: Μυτιλήνη (αν. 10.00) – Χίος (άφ. 13.00 – αν. 13.30) – Οινούσσες 9Άφ. 14.00 – αν. 14.10) – Ψαρά (άφ. 16.05 – αν. 16.15) – Πειραιάς (αφ. 22.55 – αν. 23.5) – Χίος (άφ. 07.45 της Τρίτης 18-6-2019 – αν. 08.15) – Μυτιλήνη (αφ. 11.15) και εν συνεχεία αναχώρηση την 18.00 μμ, σύμφωνα με το πιο πάνω πρόγραμμα.

Τα ανωτέρω περιστατικά και η εφαρμογή των ανωτέρω Σ.Σ.Ε, των οποίων γίνεται επίκληση από τον ενάγοντα, δεν αμφισβητούνται από την εναγόμενη και ως εκ τούτου θεωρείται ότι συνομολογούνται απ’ αυτή (άρθρα 261 και 591 Κ.Πολ.Δ.).

5.Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 παρ. 1 της προαναφερθείσας Σ.Σ.Ν.Ε, οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες την ημέρα από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, της εργασίας του Σαββάτου αμειβομένης υπερωριακώς. Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, περιλαμβανομένων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή. Σημειωτέον ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3 της προαναφερθείσας Σ.Σ.Ν.Ε, η προβλεπόμενη σ’ αυτό ιδιαίτερη αμοιβή για τη μέχρι της οκταώρου εργασίας την Κυριακή καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού υπηρεσίας, μάλιστα, η παρασχεθείσα εντός του οκταώρου εργασία κατά την ημέρα αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά μόνον η πλέον του οκταώρου. Εξάλλου, τα γενικά καθήκοντα των μαγείρων στα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία προβλέπονται από το Β.Δ. 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (Φ.Ε.Κ. Α’ 158/4-10-1960), κατά τις διατάξεις των άρθρων 123 και 124 του οποίου: «Άρθρο 123: Οι Μάγειροι τελούσιν υπό τας αμέσους διαταγάς και τον έλεγχον του Αρχιμαγείρου προϊσταμένου και βοηθούσιν αυτόν εις την εκτέλεσιν των  καθηκόντων του. Ειδικώτερον ο Μάγειρος Α είναι ο πρώτος εν τη ιεραρχία  των Μαγείρων μετά τον Αρχιμάγειρον και αναπληροί αυτόν απουσιάζοντα ή κωλυόμενον. Ο Μάγειρος Β είναι ο άμεσος υφιστάμενος του Μαγείρου Α  και ο κυριότερος βοηθός αυτού και ο Μάγειρος Γ είναι υπεύθυνος διά την εις αυτόν ανατιθεμένην εργασίαν υπό των Μαγείρων Α και Β» και «Άρθρο 124: «Ειδικά καθήκοντα»  Ειδικώτερον, οι Μάγειροι α) επιμελούνται της απολύτου καθαριότητος και καλής συντηρήσεως των διαμερισμάτων του μαγειρείου και των εν αυτοίς σκευών υποχρεούμενοι, όπως επιβλέπωσιν ιδιαιτέρως τα υποκείμενα εις κασσιτέρωσιν και ν’  αναφέρωσιν εγκαίρως εις τον Αρχιμάγειρον περί της εκάστοτε ανάγκης της  κασσιτερώσεως αυτών.  β) οφείλουσι να είναι απολύτως καθαροί και να φέρωσιν ένδον την   κεκανονισμένην ενδυμασίαν και το ειδικόν κάλυμμα της κόμης. γ) επιμελούνται, βοηθούμενοι υπό των χυτροκαθαριστών, της αφής της  πυράς του μαγειρείου, της μεταφοράς των τροφίμων εκ των τροφαποθηκών και των ψυγείων εις το μαγειρείον, του καθαρισμού των τροφίμων και της παρασκευής των εδεσμάτων κατά τας οδηγίας και υπό την επίβλεψιν του Αρχιμαγείρου προϊσταμένου», ενώ, κατ’ άρθρο 126: «Οι Χυτροκαθαρισταί βοηθούσι τους Μαγείρους, Αρτοποιούς και Ζαχαροπλάστας εις τα ειδικά καθήκοντα των, ασχολούμενοι ειδικώτερον εις  την σάρωσιν, πλύσιν και καθαρισμόν εν γένει των διαμερισμάτων του  μαγειρείου, την πλύσιν και καθαρισμόν και ευθέτησιν των εν αυτώ σκευών εις τας σκευοθήκας, την αφήν της πυράς του μαγειρείου, την μεταφοράν των τροφίμων εκ των τροφαποθηκών και ψυγείων εις το μαγειρείον, τον καθαρισμόν αυτών και συγκέντρωσιν των απορριμμάτων εις ειδικά προς τούτο δοχεία και την απόρριψιν αυτών εις την ανοικτήν θάλασσαν και εν γένει εις πάσαν βοηθητικήν εργασίαν ειδικότητος μαγειρείου ανατιθεμένην  αυτοίς υπό του Αρχιμαγείρου». Στην προκείμενη περίπτωση, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του, κατ’ εντολή του μάγειρα Α’ του άνω πλοίου, απασχολούνταν σε καθήκοντα που αφορούσαν την προαναφερθείσα ειδικότητά του (άρθρα 123 και 124 του ΒΔ 683/1960). Ειδικότερα, εκτελούσε τα περιγραφόμενα στα ανωτέρω άρθρα καθήκοντα, συμμετέχοντας στην ετοιμασία πρωινού, μεσημεριανού και βραδινού γεύματος του  πληρώματος  (85 άτομα μέγιστη σύνθεση κατά τη θερινή περίοδο, σύμφωνα με το ναυτολόγιο), καθώς και γεύματος και δείπνου των επιβατών (ο αριθμός  των οποίων κυμαίνονταν κατά το μέγιστο μεταξύ 700 και 1800, ανάλογα της διανυόμενης περιόδου).  Το μεν πλήρωμα γευμάτιζε το πρωί από ώρα 07.00 έως 08.30, το μεσημέρι από ώρα 11.30 έως 13.30 και το βράδυ από ώρα 18.00 έως 21.00, ενώ οι επιβάτες από ώρα 12.00 έως 14.00 και από ώρα 19.00 έως 21.00. Για την εργασία των μαγείρων Β’ γινόταν από τον αρχιμάγειρα κατανομή εργασιών σε βάρδιες. Η σχετική υπηρεσία προέβλεπε να εργάζεται ο ένας από τους μαγείρους Β’ με διακεκομμένο ωράριο στην πρωινή βάρδια από ώρα 07.00 έως 12.00 και έπειτα στην απογευματινή βάρδια από ώρα 18.00 ως 21.00, με ενδιάμεση ανάπαυση και ο άλλος να εργάζεται στη μεσημεριανή βάρδια με συνεχόμενο ωράριο από ώρα 12.00 έως 21.00 και ενδιάμεση ανάπαυση από 17.00 έως 18.00. Οι ώρες αυτές όμως στην πράξη δεν τηρούνταν, γιατί δεν επαρκούσαν για να ολοκληρωθεί η προετοιμασία και παροχή των γευμάτων του πληρώματος και των επιβατών και κατόπιν ο καθαρισμός της κουζίνας. Όσον αφορά τον ενάγοντα, αυτός εργαζόταν στην απογευματινή βάρδια, κατά τη διάρκεια της οποίας ετοίμαζε και διάφορα είδη για το εστιατόριο self service. Αυτό είχε ωράριο λειτουργίας από ώρα 19.00 έως ώρα 22.30 και από ώρα 13.00 έως ώρα 15.00 το καλοκαίρι, που παρείχε στους επιβάτες και γεύμα το μεσημέρι, καθώς εκτελούνταν και πρόσθετα ημερήσια δρομολόγια. Ειδικότερα, τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια των γευμάτων, ο ενάγων αναλάμβανε τα ψησίματα στη σχάρα, το ψήσιμο σφολιατών, το τηγάνισμα αυγών, τη μεταφορά τροφίμων από το ψυγείο, κ.λ.π, φροντίζοντας να εφοδιάζεται ο μπουφές με φαγητά, που τοποθετούνταν σε ειδικά σκεύη και συσκευές (μπεν μαρί) για να διατηρούνται ζεστά, ενώ ετοίμαζε και γεύματα για τα 5 κυλικεία (μπαρ) του πλοίου, τα οποία παρέμεναν ανοικτά κατά τη διάρκεια του πλου. Η εργασία του στην απογευματινή βάρδια με το συνεχόμενο ωράριο ξεκινούσε στις 12.00 και διαρκούσε μέχρι τις 23.00, οπότε ολοκληρωνόταν ο καθαρισμός της κουζίνας στο εστιατόριο self servive. Κατά τις θερινές περιόδους, που το πλοίο εκτελούσε και πρόσθετα ημερήσια δρομολόγια και ήταν αυξημένος ο αριθμός των επιβατών, η εργασία του ξεκινούσε από τις 10.00, ενώ η αποχώρησή του γινόταν περί ώρα 23.00 και όχι περί ώρα 21.00, όπως ισχυρίζεται η εναγόμενη και αναφέρει ο μάρτυράς της. Λαμβανομένου υπόψη του ότι η διάρκεια των πλόων από το λιμένα αφετηρίας μέχρι το λιμένα προορισμού δεν ξεπερνούσε κατά μέσον όρο τις 12 ώρες, καθώς και του ότι τηρούνταν βάρδιες μεταξύ των μαγείρων και καταμερισμός εργασίας, η απασχόληση του ενάγοντος δεν υπερέβαινε διάρκεια του πλου. Εξάλλου, ο ενάγων εκτελούσε καθημερινά τις άνω εργασίες (συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και Κυριακών) και μάλιστα πέραν της ως άνω καθορισμένης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, αφού αυτή δεν επαρκούσε, λόγω της προαναφερθείσας φύσης των δρομολογίων του πλοίου. Έτσι, πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία πέραν του κανονικού οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησής του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα, που αφορούν τις ως άνω εργασίες, για την εκτέλεση των οποίων, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν επαρκεί απασχόληση μόνον οκτώ ωρών. Κατά το επίδικο άνω χρονικό διάστημα ήταν ναυτολογημένοι στο πλοίο ως «προσωπικό μαγειρείου» ένας αρχιμάγειρας, ένας μάγειρας Α’, δυο μάγειρες Β’, δύο μάγειρες Γ’, ενώ οι μάγειρες Β’ επικουρούνταν στην εργασία τους από τους χυτροκαθαριστές, όπως προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 Π.Δ. 177/1974 «Περί οργανικής συνθέσεως των πληρωμάτων των επιβατηγών ακτοπλοϊκών – μεσογειακών – τουριστικών πλοίων» (Φ.Ε.Κ.  64/13-3-1974) και δεν αμφισβητείται. Όμως, η ανάγκη παροχής εργασίας πέραν των ως άνω καθορισμένων ορίων δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε πλήρης οργανική σύνθεση του προσωπικού μαγειρείου, καθόσον αυτή (η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 Κ.Δ.Ν.Δ, αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν εμποδίζει την υπερωριακή εργασία του προσωπικού (Εφ.Πειρ. 166/2022, Εφ.Πειρ. 54/2022, www.efeteio-peir.gr), πολύ δε περισσότερο, εάν συνεκτιμηθεί εν προκειμένω, ο μεγάλος αριθμός μελών του πληρώματος και των επιβαινόντων που γευμάτιζαν, ανεξάρτητα εάν το πλοίο ταξίδευε ή παρέμενε σε λιμάνι (Εφ.Πειρ. 725/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, www.efeteio-peir.gr.). Από τα προαναφερθέντα, που αφορούν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του άνω πλοίου, το οποίο κάθε εβδομάδα εκτελούσε πολύωρα ταξίδια, προσέγγιζε μεγάλο αριθμό λιμένων και εκτελούσε και νυχτερινούς πλόες, σε συνδυασμό και με τη φύση και το αντικείμενο της απασχόλησής του, αλλά και με το γεγονός της σταθερής καταβολής κάθε μήνα προς αυτόν χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, η διάρκεια της οποίας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν μεγαλύτερη κατά τη θερινή περίοδο και μικρότερη τη χειμερινή, συνάγεται, ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του, ήταν δεκατρείς (13) ώρες κατά τις θερινές περιόδους (ήτοι από 11-6-2018 έως 16-9-2018 και από 13-6-2019 έως 8-9-2019) και έντεκα (11) ώρες κατά τα λοιπά χρονικά διαστήματα, όπως βάσιμα ισχυρίζεται ο τελευταίος με τον πρώτο λόγο της έφεσής του και όχι οκτώ (8) ώρες και κατ’ εξαίρεση εννέα (9) ώρες καθ’ όλες τις χρονικές περιόδους ναυτολόγησής του, όπως καθ’ υπερβολή ισχυρίζεται η εναγόμενη με το δεύτερο λόγο της έφεσής της. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε, ο ενάγων παρείχε κατά τις θερινές περιόδους πέντε (5) ώρες υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές και δεκατρείς (13) ώρες τέτοιας εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες, ενώ κατά τις λοιπές περιόδους παρείχε τρεις (3) ώρες υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές και έντεκα (11) ώρες τέτοιας εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες [με την υπόμνηση εδώ ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητας του ναυτικού στο πλοίο δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας του, εφόσον ο ναυτικός, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών, υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του κατ’ άρθρο 57 παρ. 1 του Κ.Ι.Ν.Δ. (Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 284/2020, Εφ.Πειρ. 397/2020, Εφ.Πειρ. 699/2020, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 218/2016, Εφ.Πειρ. 45/2010, Εφ.Πειρ. 231/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Ληξουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», έκδ. 3η, σ. 160)]. Η  κρίση αυτή του Δικαστηρίου περί των ωρών υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος στηρίζεται στις συγκλίνουσες σχετικές ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων του ……..  (Μάγειρου Γ’ στο άνω πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από Μάρτιο 2017 έως Μάρτιο 2019, με ορισμένες ενδιάμεσες διακοπές) και ………. (χυτροκαθαριστή στο άνω πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 1-4-2019 έως 11-11-2019), τα οποία ενισχύονται από τους πίνακες των εγκεκριμένων δρομολογίων του πλοίου, το είδος και τη φύση των καθηκόντων του ενάγοντος ως μαγείρου Β’, όπως αυτά καθορίζονται από τον Κανονισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας Επιβατηγών Πλοίων (Β.Δ. 683/1960), των ιδιαίτερα αυξημένων αναγκών του πλοίου και της συχνότητας των εκτελούμενων πλόων. Η άνω κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από την κατάθεση του μάρτυρος της εναγόμενης ……… (Αρχιμάγειρα στο άνω πλοίο από 1-2-2019 έως 22-11-2019), ενόψει του ότι ο μάρτυρας αυτός αναφέρθηκε στην ετοιμασία των γευμάτων μόνο για το πλήρωμα χωρίς να αναφέρει οτιδήποτε για την ετοιμασία των γευμάτων που προορίζονταν για τους επιβάτες, ούτε ότι τηρούνταν το προβλεπόμενο από το άρθρο 19 των άνω Σ.Σ.Ν.Ε. βιβλίο ημερήσιων υπερωριών, ενώ δεν απέκλεισε τη διενέργεια υπερωριών από τον ενάγοντα, σε συνδυασμό και με το ότι η εναγόμενη αναγνωρίζει ότι για τις ανάγκες του άνω επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου δεν αποκλείονταν η παροχή εργασίας του ενάγοντος καθ’ υπέρβαση του οκταώρου λόγω αυξημένης κίνησης επιβατών (βλ. σ. 17, στιχ. 11-12  και σ. 19, στιχ. 26-28 της έφεσής της). Όσον αφορά δε τις έγγραφες καταστάσεις μηνιαίων υπερωριών πληρώματος και τα εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών που προσκομίζει η εναγόμενη, από τα ως άνω στοιχεία προέκυψε ότι οι σχετικές επ’ αυτών εγγραφές δεν είναι ακριβείς, όπως βάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων, ο οποίος πράγματι εργαζόταν υπερωριακά, όπως προεκτέθηκε και η τήρηση αυτών είχε μόνον τυπικό χαρακτήρα. Το γεγονός δε ότι ο ενάγων υπέγραφε ανεπιφύλακτα τις άνω καταστάσεις και τα άνω εκκαθαριστικά σημειώματα που του χορηγούσε η εργοδότριά του, όπου επίσης αναφέρεται ο αριθμός ωρών υπερωριακής απασχόλησης και οι επιμέρους αποδοχές, δεν συνιστά πλήρη σε βάρος του  απόδειξη, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα – εναγόμενη με το δεύτερο λόγο έφεσής της, κατά το σχετικό μέρος του, αλλά η διάρκεια της υπερωριακής του απασχόλησης μπορεί να προκύψει από την εκτίμηση όλων των εισφερόμενων ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου αποδεικτικών μέσων, καθώς αντίθετη παραδοχή θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη παραίτηση του εργαζόμενου από τα νόμιμα δικαιώματά του. Ακόμα κι αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η υπογραφή των παραπάνω εγγράφων έγινε για να δηλωθεί παραίτηση (άφεση χρέους) εκ μέρους του ναυτικού, τούτο είναι χωρίς έννομη επιρροή, γιατί κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, συναγόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 Α.Κ, 8 του ν. 2112/1920, 5 παρ.1 α.ν. 539/1945, 8 παρ.4 του ν.δ. 4020/1959, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και άρα είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζόμενου από το δικαίωμα να λάβει τα νόμιμα ελάχιστα όρια των αποδοχών του, όπως και η παραίτηση από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζεται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως αν η οικεία αξίωση έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (Α.Π. 1569/2017, Α.Π. 1554/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 48/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 549/2022, Εφ.Πειρ. 397/2020, www.efeteio-peir.gr). Κατά συνέπεια η εκκαλουμένη, που δέχθηκε μικρότερο αριθμό ωρών υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος κατά τις θερινές περιόδους των ναυτολογήσεών του, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων και θα πρέπει ο σχετικός δεύτερος λόγος της έφεσης αυτού να γίνει, εν μέρει, δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος και να απορριφθεί αντίστοιχα, ως ουσιαστικά αβάσιμος, ο δεύτερος λόγος της έφεσης της εναγόμενης με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, δηλαδή έλλειψη αναγκαιότητας υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος.            

6. Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3239/1955, ατομική σύμβαση εργασίας, καταρτιζόμενη από κάποιον που δεσμεύεται από Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Σ.Σ.Ε.), θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους καθορισθέντες στη Σ.Σ.Ε. όρους, ακυρουμένων των τυχόν αντίθετων συμφωνιών. Όμως, όροι ατομικής σύμβασης εργασίας ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από τους διαλαμβανόμενους σε Σ.Σ.Ε. είναι επικρατέστεροι. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη Σ.Σ.Ε. και περιλήφθηκε όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νόμιμων, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο της σύναψης της ατομικής εργασιακής σύμβασης, αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες οι οποίες θεσπίσθηκαν μετά την κατάρτιση της σχετικής σύμβασης. Επίσης, τα προαναφερθέντα ισχύουν και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία οι οποίες θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις που καθορίζουν κατ’ αποκοπή το ποσό της δικαιούμενης αμοιβής για πρόσθετη υπερωριακή εργασία, διότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1959, η οποία προβλέπει ακυρότητα της σύμβασης κάλυψης των υπερωριακών αμοιβών με τις πέραν των ελάχιστων ορίων συμβατικές αποδοχές στη χερσαία εργασία, δεν εφαρμόζεται στην πάγια κατ’ αποκοπή αμοιβή υπερωριών που προβλέπουν οι Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας (Σ.Σ.Ν.Ε) για μερικές ειδικότητες ναυτικών, όπως, εν προκειμένω του μάγειρα, η οποία μάλιστα, φέρει το χαρακτήρα όχι αποζημίωσης, αλλά πρόσθετης αμοιβής. Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπόμενου από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, της δραστηριότητος και του ζήλου τούτου στην εκτέλεση των καθηκόντων του, άνευ προβλέψεως «καταλογισμού» αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτη, ελευθέρως ανακλητή ή δυναμένη μονομερώς να καταλογισθεί προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση. Όμως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφισθεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικίες Σ.Σ.Ν.Ε. αποδοχές, μόνον τότε, όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί του καταλογισμού αυτών στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν δηλαδή δεν έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο ορισμένως και ειδικώς μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας έτσι μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (Α.Π. 1013/2003, Α.Π. 225/2002,  Εφ.Πειρ. 485/2022, Εφ.Πειρ. 173/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 196/2020, Εφ.Πειρ. 464/2021, Εφ.Πειρ. 72/2019, Εφ.Πειρ. 588/2018, Εφ.Πειρ. 213/2016, Εφ.Πειρ. 441/2015, Εφ.Πειρ. 465/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Κοροτζή, «Ναυτικό Δίκαιο, τ. 1ος, υπ’ άρθρο 60, σ. 326). Εξάλλου, εάν υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 Α.Κ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (Α.Π. 1214/2010, Α.Π. 1746/2009, Α.Π. 142/2003, Α.Π. 737/2001, Εφ.Πειρ. 196/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, από τις αποδείξεις πληρωμής μηνιαίας μισθοδοσίας του ενάγοντος αποδείχθηκε ότι, κατά τη διάρκεια των επίδικων ναυτολογήσεών του από 1-4-2018 έως 1-11-2018 και από 17-12-2018 έως 4-10-2019, η εναγόμενη, κατά το σχετικό ισχυρισμό της (ένσταση), κατέβαλε σ’ αυτόν διάφορα χρηματικά ποσά με την αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές», συνολικού ύψους 1.082,16  ευρώ για την πρώτη περίοδο ναυτολόγησής του  και 1.806,04 ευρώ για τη δεύτερη περίοδο ναυτολόγησής του, ήτοι συνολικά 2.888,20 ευρώ. Δεν αποδείχθηκε όμως ότι συντρέχουν οι αναφερόμενες στην άνω νομική σκέψη προϋποθέσεις επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού των καταβαλλόμενων κάθε φορά στον ενάγοντα διαφορετικών άνω πρόσθετων ποσών με την οφειλόμενη προς αυτόν αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ορισμένη και ειδική συμφωνία μεταξύ των συμβληθέντων μερών περί καταλογισμού των πρόσθετων αυτών ποσών στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές του ενάγοντος που προβλέπονταν από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε, αφού τέτοια συμφωνία δεν περιέχεται στην από 1-4-2018 σύμβαση ναυτικής εργασίας του, η δε αόριστη διατύπωση του υπ’ αριθ. 1 συμπληρωματικού όρου της από 17-12-2018 σύμβασης ναυτικής εργασίας του: «Κάθε ποσό που καταβάλει η εταιρία στο ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας», ερμηνευμένου κατά τα άρθρα 173, 200 Α.Κ, δεν επιτρέπει το συμψηφισμό των ως άνω πρόσθετων ποσών που χορηγούσε η εναγόμενη εξ ελευθεριότητας προς τον ενάγοντα με την οφειλόμενη προς αυτόν αμοιβή για υπερωριακή εργασία, αφού στον ως άνω συμβατικό όρο δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα (κατά ποιόν και ποσόν), οι υπέρτερες αποδοχές οι οποίες θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγόμενης προς τον ενάγοντα. Άλλως, βέβαια, θα τίθετο το ζήτημα εάν στις συμβάσεις εργασίας του ενάγοντος προβλεπόταν ρητά ότι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», ως υπέρτερες των νόμιμων, θα καλύπτουν την υπερωριακή αμοιβή, οπότε, όπως εκτέθηκε στην ανωτέρω νομική σκέψη, η εργοδότρια εναγόμενη θα είχε τη δυνατότητα να προβεί στο συμψηφισμό αυτών με τις υπόλοιπες αμοιβές του, περιορίζοντας μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του. Επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση που απέρριψε σιωπηρά τον ως άνω ισχυρισμό (ένσταση) της εναγόμενης, δεν έσφαλε κατ’ αποτέλεσμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου (άρθρων 361 και 440 Α.Κ. και 262 Κ.Πολ.Δ.) και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων (συμβάσεων ναυτικής εργασίας ενάγοντος) και πρέπει, αφού συμπληρωθεί η αιτιολογία της εκκαλούμενης απόφασης με αυτήν της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), να απορριφθεί ως αβάσιμος ο πρώτος λόγος της έφεσης της εναγόμενης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.

Κατόπιν όλων αυτών, για τα μη αμφισβητούμενα άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του, ο ενάγων δικαιούται ως αμοιβή για την υπερωριακή εργασία του τα ακόλουθα ποσά, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα γι’ αυτήν ωρομίσθια στην εφαρμοστέα άνω ΣΣΝΕ:

Α) Κατά τα χρονικά διαστήματα από 1-4-2018 μέχρι 10-6-2018, από 17-9-2018 μέχρι 1-11-2018 και από 17-12-2018 μέχρι 31-12-2018: Ο ενάγων εργάστηκε επί 16 Σάββατα (ήτοι τις 7, 14, 21 και 28/4, 5, 12, 19 και 26/5, 2 και 9/6, 22 και 29/9, 6, 13, 20 και 27/10) και επί 6 αργίες [ήτοι τις 6/4 (Μ. Παρασκευή), 9/4 (Δευτέρα του Πάσχα), 23/4, 1/5, 17/5 (Αναλήψεως) και 28/10] και συνολικά επί 22 ημέρες, επί 11 ώρες καθ’ εκάστη και πραγματοποίησε 242 ώρες υπερωριακής εργασίας, αμειβόμενης προς 12,06 ευρώ /ώρα και έπρεπε να λάβει 2.918,52 ευρώ. Εργάστηκε επίσης επί 97 καθημερινές και Κυριακές επί 11 ώρες ημερησίως και πραγματοποίησε 3 ώρες υπερωριακής εργασίας την καθεμία και συνολικά 291 ώρες υπερωριακής εργασίας, αμειβόμενης  προς 10,05 ευρώ /ώρα και έπρεπε να λάβει 2.924,55 ευρώ. Και Κατά το χρονικό διάστημα από 11-6-2018 μέχρι 16-9-2018: Ο ενάγων εργάστηκε επί 14 Σάββατα (ήτοι τις 16, 23 και 30/6, 7, 14, 21 και 28/7, 4, 11, 18 και 25/8, 1, 8 και 15/9) και επί 2 αργίες (ήτοι τις 15/8 και 14/9) και 28/10] και συνολικά επί 16 ημέρες, επί 13 ώρες καθ’ εκάστη και πραγματοποίησε 208 ώρες υπερωριακής εργασίας, αμειβόμενης προς 12,06 ευρώ /ώρα και έπρεπε να λάβει 2.508,48 ευρώ. Εργάστηκε επίσης επί 82 καθημερινές και Κυριακές επί 13 ώρες ημερησίως και πραγματοποίησε 5 ώρες υπερωριακής εργασίας την καθεμία και συνολικά 410 ώρες υπερωριακής εργασίας, αμειβόμενης προς 10,05 ευρώ /ώρα και έπρεπε να λάβει 4.120,50 ευρώ. Συνολικά, επομένως, για την εργασία του τα Σάββατα και τις αργίες του έτους 2018 έπρεπε να λάβει (2.918,52 + 2.508,48) 5.427,00 ευρώ. Αντί του ποσού αυτού και για την ίδια αιτία έλαβε 3.453,81 ευρώ, όπως συνομολογεί στην αγωγή και προκύπτει και από τις αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του. Επομένως, του οφείλεται διαφορά 1.973,19 ευρώ. Επίσης, για την εργασία του τις καθημερινές και τις Κυριακές του έτους 2018 έπρεπε να λάβει (2.924,55 + 4.120,50) 7.045,05 ευρώ. Αντί του ποσού αυτού και για την ίδια αιτία έλαβε 1.025,38 ευρώ, όπως συνομολογεί στην αγωγή και προκύπτει και από τις αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του. Επομένως, του οφείλεται διαφορά 6.019,67 ευρώ. Και

Β) Κατά τα χρονικά διαστήματα από 1-9-2019 μέχρι 12-6-2019 και από 9-9-2019 μέχρι 3-9-2019: Ο ενάγων εργάστηκε επί 26 Σάββατα (ήτοι τις 5, 12, 19 και 26/1, 2, 9, 16 και 23/2, 2, 9, 16, 23 και 30/3, 6, 13, 20 και 27/4, 4, 11, 18 και 25/5, 1 και 8/6, 14, 21 και 28/9) και επί 8 αργίες [ήτοι τις 1 και 6/1, 11 και 25/3, 26 και 29/4, 1/5 και 6/6 (Αναλήψεως)] και συνολικά επί 34 ημέρες, επί 11 ώρες καθ’ εκάστη και πραγματοποίησε 374 ώρες υπερωριακής εργασίας, αμειβόμενης προς 12,30 ευρώ /ώρα και έπρεπε να λάβει 4.600,20 ευρώ. Εργάστηκε επίσης επί 155 καθημερινές και Κυριακές επί 11 ώρες ημερησίως και πραγματοποίησε 3 ώρες υπερωριακής εργασίας την καθεμία και συνολικά 465 ώρες υπερωριακής εργασίας, αμειβόμενης  προς 10,25 ευρώ /ώρα και έπρεπε να λάβει 4.766,25 ευρώ. Και Κατά το χρονικό διάστημα από 13-6-2019 μέχρι 8-9-2019: Ο ενάγων εργάστηκε επί 13 Σάββατα (ήτοι τις 15, 22 και 29/6, 6, 13, 20 και 27/7, 3, 10, 17, 24 και 31/8 και 7/9) και επί 1 αργία (ήτοι την 15/8)] και συνολικά επί 14 ημέρες, επί 13 ώρες καθ’ εκάστη και πραγματοποίησε 182 ώρες υπερωριακής εργασίας, αμειβόμενης προς 12,30 ευρώ /ώρα και έπρεπε να λάβει 2.238,60 ευρώ. Εργάστηκε επίσης επί 74 καθημερινές και Κυριακές επί 13 ώρες ημερησίως και πραγματοποίησε 5 ώρες υπερωριακής εργασίας την καθεμία και συνολικά 370 ώρες υπερωριακής εργασίας, αμειβόμενης  προς 10,25 ευρώ /ώρα και έπρεπε να λάβει 3.792,50 ευρώ. Συνολικά, επομένως, για την εργασία του τα Σάββατα και τις αργίες του έτους 2019 έπρεπε να λάβει (4.600,20 + 2.238,60) 6.838,80 ευρώ. Αντί του ποσού αυτού και για την ίδια αιτία έλαβε 4.964,71 ευρώ, όπως συνομολογεί στην αγωγή και προκύπτει και από τις αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του. Επομένως, του οφείλεται διαφορά 1.874,09 ευρώ. Επίσης, για την εργασία του τις καθημερινές και τις Κυριακές του έτους 2019 έπρεπε να λάβει (4.766,25 + 3.792,50) 8.558,75 ευρώ. Αντί του ποσού αυτού και για την ίδια αιτία έλαβε 724,85 ευρώ, όπως συνομολογεί στην αγωγή και προκύπτει και από τις αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του. Επομένως, του οφείλεται διαφορά 7.833,90 ευρώ. Συνολικά, επομένως, ο ενάγων δικαιούται να λάβει για διαφορά αμοιβής υπερωριακής εργασίας του κατά τα έτη 2018 και 2019 το ποσό των (1.973,19 + 6.019,67 + 1.874,09 + 7.833,90) 17.700,85 ευρώ. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επιδίκασε για την ως άνω αιτία, μετ’ αφαίρεση των άνω καταβολών, το ποσό των 13.660,53 ευρώ, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, γενομένου δεκτού ως ουσιαστικά βάσιμου του σχετικού λόγου (δεύτερου) της έφεσης του ενάγοντος.

7. Από τη διάταξη του άρθρου 14 της εφαρμοστέας άνω ΣΣΝΕ σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 2, 3 και 7 της με  αριθμό 70109/8008/14-12-1982 απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς του δικαιούμενους ναυτικούς» (Φ.Ε.Κ. B’ 1/07-01-1982), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντίστοιχα, εφόσον  η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από την 1η Μαΐου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου και από την 1η Ιανουαρίου μέχρι την 30η Απριλίου αντίστοιχα, ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, τα 2/25 του μηνιαίου μισθού για κάθε δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του μισού (μηνιαίου) μισθού για κάθε  οκταήμερο χρονικό διάστημα αντίστοιχα ή ανάλογο κλάσμα σε περίπτωση χρονικού διαστήματος μικρότερο του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου. Για τον υπολογισμό των επιδομάτων  λαμβάνεται υπόψη ο πράγματι καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα προ του Πάσχα αντίστοιχα, ενώ ως καταβαλλόμενος μισθός νοείται το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού. Τακτικές αποδοχές για την εφαρμογή των διατάξεων της άνω Υπουργικής Απόφασης θεωρούνται ο μισθός καθώς και κάθε άλλη παροχή εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη σαν συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το μισθωτό εργασίας, τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά, κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του χρόνου. Ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικά στην ανωτέρω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος πάγια και τακτικά ανά  μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικά, γ) οι λοιπές, τακτικά και πάγια, καταβαλλόμενες  παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (Εφ.Πειρ. 725/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 397/2020, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 18/2016, Εφ.Πειρ. 19/2016, Εφ.Πειρ. 371/2016, Εφ.Πειρ. 73/2016, Εφ.Πειρ. 160/2014, Εφ.Πειρ. 36/2014, Εφ.Πειρ. 647/2014, Εφ.Πειρ. 231/2013, Εφ.Πειρ. 377/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), η τροφοδοσία, είτε καταβάλλεται αυτούσια είτε σε χρήμα  (Εφ.Πειρ. 463/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 496/2015, αδημ, Εφ.Πειρ. 861/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (Α.Π. 1013/2003, Εφ.Πειρ. 463/2022, Εφ.Πειρ. 481/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 430/2014, Εφ.Πειρ. 361/2014, Εφ.Πειρ. 56/2014, Εφ.Πειρ. 83/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και το επίδομα άγονης γραμμής (Εφ.Πειρ. 544/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 464/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όχι όμως το επίδομα ιματισμού, αφού τούτο δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθόσον η κύρια και βασική αιτία χορήγησής του είναι η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου – Α.Π. 774/2003, Α.Π. 226/2003, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 235/2020, Εφ.Πειρ. 603/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ούτε, καταρχήν, η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (Εφ.Πειρ. 463/2022, Εφ.Πειρ. 220/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 164/2014, Εφ.Πειρ. 328/2014, Εφ.Πειρ. 177/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ωστόσο συνυπολογίζεται και η εν λόγω αμοιβή στην περίπτωση που πραγματοποιούνται τακτικά τέτοια δρομολόγια και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (Εφ.Πειρ. 463/2022, ό.α, Εφ.Πειρ. 544/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 590/2014, Εφ.Πειρ. 66/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).  Με βάση τα παραπάνω, στις νόμιμες τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ναυτικού θα συνυπολογιστούν ο καθορισθείς ανωτέρω  μέσος όρος της αμοιβής του για υπερωριακή εργασία και η αποζημίωση άδειας, ενόψει του ότι, από τις προσκομιζόμενες και μη αμφισβητούμενες από τους διαδίκους μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του ενάγοντος προκύπτει η κατά τρόπο σταθερό, τακτική, κάθε μήνα καταβολή ποσών γι’ αυτές τις αιτίες, ως άλλωστε δεν αμφισβητείται από την εναγόμενη – εκκαλούσα. Δεν θα συνυπολογιστεί όμως στις μηνιαίες τακτικές αποδοχές του η πρόσθετη αμοιβή του για δρομολόγια εξπρές, επειδή δεν την ελάμβανε αδιαλείπτως και τα δρομολόγια εξπρές δεν πραγματοποιούνταν τακτικά, ενώ και ο ίδιος δεν τη συνυπολογίζει στις τακτικές αποδοχές του στο δικόγραφο της αγωγής του. Κατόπιν τούτων, οι νόμιμες τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονται για το έτος 2018 σε 4.287,93 ευρώ [1.390,30  ευρώ μισθός ενεργείας + 305,87 επίδομα  Κυριακών + 35,92 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 587,70 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής (19,59 ευρώ Χ 30 ημέρες) + 483,44 ευρώ αποδοχές άδειας μετά τροφοδοσίας (1.390,30 ευρώ μισθός ενεργείας + 305,87 ευρώ επίδομα Κυριακών / 22 ημέρες + 19,59 ημερήσιο αντίτιμο τροφής Χ 5 ημέρες) + 1.484,70 ευρώ μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας {12.472,05 ευρώ / 217 ημέρες Χ 30 ημέρες = 1.724,10 ευρώ, πλην όμως γίνεται δεκτό για τη αιτία αυτή το έλασσον ποσό των 1.484,70 ευρώ που αιτείται ο ενάγων, στα πλαίσια της αρχής της διάθεσης (άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ.)}] και για το έτος 2019 σε 4.373,49  ευρώ [1.418,11  ευρώ μισθός ενεργείας + 311,98 επίδομα  Κυριακών + 36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 599,40 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής (19,98 ευρώ Χ 30 ημέρες) + 493,10 ευρώ αποδοχές άδειας μετά τροφοδοσίας (1.418,11 ευρώ μισθός ενεργείας + 311,98 ευρώ επίδομα Κυριακών / 22 ημέρες + 19,98 ημερήσιο αντίτιμο τροφής Χ 5 ημέρες)  + 1.514,26 ευρώ μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας {15.397,55 ευρώ / 217 ημέρες Χ 30 ημέρες = 1.667,40 ευρώ, πλην όμως γίνεται δεκτό για τη αιτία αυτή το έλασσον ποσό των 1.514,26 ευρώ που αιτείται ο ενάγων, στα πλαίσια της αρχής της διάθεσης (άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ.)}]. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται: Α) για αναλογία δώρου Πάσχα 2018 (χρονικό διάστημα ναυτολόγησής του από 1-4-2018 έως 30-4-2018, ήτοι επί 30 ημέρες): 4.287,93 / 2 / 15 = 142,93 ευρώ για κάθε οκταήμερο Χ 3,75 οκταήμερα (30 ημέρες διάρκεια της ναυτολόγησής του κατά το διάστημα από 1-1-2018 έως 30-4-2018 : 8) = 535,98 ευρώ και μετά την αφαίρεση του συνολικού ποσού 312,28 ευρώ που συνομολογεί ότι έλαβε για την αιτία αυτή, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 223,28 ευρώ. Β) για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2018 (χρονικά διαστήματα ναυτολόγησής του από 1-5-2018 έως 1-11-2018 και από 17-12-2018 έως 31-12-2018, ήτοι επί 200 ημέρες) =  4.287,93 ευρώ / 25 Χ 2 Χ 10,52 δεκαεννεαήμερα  (200 ημέρες / 19) = 3.608,72 ευρώ και μετ’ αφαίρεση του συνολικού ποσού 1.492,31 ευρώ που συνομολογεί ότι έλαβε για την αιτία αυτή, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 2.116,41 ευρώ. Γ) για αναλογία δώρου Πάσχα 2019 (χρονικό διάστημα ναυτολόγησής του από 1-1-2019 έως 30-4-2019, ήτοι επί 120 ημέρες)= 4.373,49 ευρώ / 2 = 2.186,74 ευρώ και μετά την αφαίρεση του συνολικού ποσού 1.181,48 ευρώ που συνομολογεί ότι έλαβε για την αιτία αυτή, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 1.005,26 ευρώ. Και Δ) για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2019 (χρονικό διάστημα ναυτολόγησής του από 1-5-2019 έως 4-10-2019, ήτοι επί 157 ημέρες) =  4.373,49 ευρώ / 25 Χ 2 Χ 8,26 δεκαεννεαήμερα  (157 ημέρες / 19) = 2.890,00  ευρώ και μετ’ αφαίρεση του συνολικού ποσού 1.470,75 ευρώ που συνομολογεί ότι έλαβε για την αιτία αυτή, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 1.419,25 ευρώ. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του επιδίκασε μικρότερα ποσά για αναλογία δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα 2018 και 2019, υπολογίζοντας στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές μικρότερο όγκο υπερωριακής εργασίας και δεχόμενο ότι ο ενάγων έλαβε ως δώρο Πάσχα ετών 2018 και 2019 τα ποσά των 543,19 ευρώ και 1.818,48 ευρώ αντίστοιχα, αντί των ποσών των 312,28 ευρώ και 1.034,65 ευρώ αντίστοιχα που πραγματικά έλαβε για τις άνω αιτίες, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων και θα πρέπει ο δεύτερος λόγος της έφεσης του ενάγοντος να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος και να απορριφθεί αντίστοιχα, ως ουσιαστικά αβάσιμος, ο τέταρτος λόγος της έφεσης της εναγόμενης, με τον οποίο υποστηρίζει ότι για τον υπολογισμό των αιτούμενων δώρων εορτών δεν έπρεπε να συνυπολογιστεί υπερωριακή αμοιβή, ούτε το επίδομα αδείας.

8.Επιπλέον, ο ενάγων, όπως προαναφέρθηκε, έπρεπε να λάβει για την 1η ναυτολόγησή του το έτος 2018 (από 1-4-2018 έως 1-11-2018, δηλαδή 230 ημέρες απασχόλησης, ή 7,5 μήνες), μηνιαίο μισθό εκ 2.803,23 ευρώ, ήτοι τον προβλεπόμενο με την οικεία ΣΣΕ του έτους 2018, που ίσχυε αναδρομικά από 1.1.2018, χωρίς τον συνυπολογισμό του επιδόματος ιματισμού εκ ποσού 57,63 ευρώ, το οποίο, άλλωστε, του καταβαλλόταν σε είδος. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι λάμβανε μηνιαίως αποδοχές ποσού 2.804,91 ευρώ (βάσει ΣΣΕ 2017, όπως οι επιμέρους αποδοχές αναλύονται στο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής), μετά του επιδόματος ιματισμού εκ ποσού 56,50 ευρώ. Το επίδομα αυτό όμως δεν του καταβάλλονταν και αυτός λάμβανε το ποσό των (2.804,91 – 56,50 =) 2.748,41 ευρώ. Συνεπώς η διαφορά των αποδοχών μεταξύ των ετών 2017 και 2018 που έπρεπε να του καταβάλλεται, ανερχόταν στο ποσό των (2.803,23 – 2.748,41 =) 54,82 ευρώ X 7,5 μήνες = 411,15 ευρώ. Για το χρονικό αυτό διάστημα η εναγόμενη του κατέβαλε αναδρομικά το συνολικό ποσό των 317,13 ευρώ και συνεπώς του οφείλεται υπόλοιπο ποσού 94,02 ευρώ, όμως πρέπει να του επιδικαστεί το μικρότερο ποσό των 75,38 ευρώ που επιδικάστηκε και πρωτόδικα, καθώς δεν παραπονείται σχετικά με λόγο έφεσης. Αντίστοιχα, για το έτος 2019, και συγκεκριμένα για το διάστημα από 1-1-2019 έως 31-8-2019, ήτοι για 243 ημέρες, άλλως 8,1 μήνες λόγω της αναδρομικής εφαρμογής της ΣΣΕ 2019, ο ενάγων δικαιούταν να λάβει ως μηνιαίο μισθό το ποσό των 2.860,23 ευρώ, άνευ επιδόματος ιματισμού, που καθοριζόταν στο ποσό των 58,78 ευρώ. Στην πραγματικότητα όμως λάμβανε 2.803,23 ευρώ. Συνεπώς, η μισθολογική διαφορά των ετών 2018 και 2019 ανερχόταν στο ποσό των (2.859,23 – 2.803,23 =) 56,00 ευρώ X 8,1 μήνες = 453,60 ευρώ. Η εναγόμενη του κατέβαλε αναδρομικά το συνολικό ποσό των 354,32 ευρώ και συνεπώς δικαιούται επιπλέον ποσό των 99,28 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση, κατέληξε στην ίδια κρίση και επιδίκασε τα ίδια άνω ποσά (75,38 + 99,28) ως διαφορές αναδρομικών επί των αναδρομικών αποδοχών του, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένου ως αβασίμου του τρίτου λόγου της έφεσης της εναγόμενης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.

9. Με τον τρίτο λόγο της έφεσής του ο ενάγων παραπονείται για τον υπολογισμό από την εκκαλουμένη της πρόσθετης αμοιβής που του επιδίκασε για τα δρομολόγια εξπρές και συγκεκριμένα για συνυπολογισμό μικρότερου μέσου όρου αμοιβής της υπερωριακής του εργασίας και μικρότερου μέσου όρου δώρων εορτών. Αντίστοιχα η εναγόμενη, με τον πέμπτο λόγο της έφεσής της παραπονείται για τον συνυπολογισμό στην πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές της αμοιβής υπερωριακής εργασίας, αφού, κατά τον ισχυρισμό της, ο ενάγων ναυτικός δεν εργάστηκε υπερωριακά, περαιτέρω δε παραπονείται και για τον συνυπολογισμό στην άνω πρόσθετη αμοιβή του επιδόματος αδείας, καθώς και μέσου όρου αναλογίας δώρων εορτών. Οι εκκαλούντες διάδικοι δεν αμφισβητούν την κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου για τα εξπρές δρομολόγια που εκτέλεσε το άνω πλοίο τις επίδικες περιόδους ναυτολόγησης του ενάγοντος, για τα οποία κρίθηκε ότι αυτός δικαιούται σχετική πρόσθετη αμοιβή [ήτοι, ότι το έτος 2018 εκτέλεσε 12,925 εξπρές δρομολόγια (103,40 ώρες πρόωρης αναχώρησης / 8) και το έτος 2019 8,118 εξπρές δρομολόγια (64,949 ώρες πρόωρης αναχώρησης / 8)]. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται πρόσθετης αμοιβής, υπολογιζόμενης σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2, 3, 4 και 7α του άρθρου 33 των εφαρμοστέων άνω ΣΣΝΕ, στο 1/30 των αποδοχών του επί του άνω αριθμού των δρομολογίων εξπρές. Για τον προσδιορισμό των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του, που λαμβάνονται ως βάση καθορισμού της πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές, συνυπολογίζεται ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του, το επίδομα άδειας με το αντίτιμο τροφής (Α.Π. 1013/2003, Εφ.Πειρ. 435/2022, ό.α, Εφ.Πειρ. 481/2022, Εφ.Πειρ. 463/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 430/2014, Εφ.Πειρ. 361/2014, Εφ.Πειρ. 53/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (Εφ.Πειρ. 435/2022, ό.α, Εφ.Πειρ. 397/2020, ό.α, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 18/2016, Εφ.Πειρ. 19/2016, Εφ.Πειρ. 371/2016, Εφ.Πειρ. 73/2016, Εφ.Πειρ. 160/2014, Εφ.Πειρ. 36/2014, Εφ.Πειρ. 647/2014, Εφ.Πειρ. 231/2013, Εφ.Πειρ. 377/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), η αποζημίωση μη πραγματοποίησης αδείας (Εφ.Πειρ. 435/2022, ό.α, Εφ.Πειρ. 397/2020, ό.α, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 18/2016,  Εφ.Πειρ. 160/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και η αναλογία επί των δώρων εορτών (Εφ.Πειρ. 743/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 557/2022, Εφ.Πειρ. 422/2021, Εφ.Πειρ. 120/2019, www.efeteio-peir.gr), όχι όμως το επίδομα ιματισμού, αφού τούτο δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθόσον, κατά τα προλεχθέντα, η κύρια και βασική αιτία χορήγησής του είναι η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου – Α.Π. 774/2003, Α.Π. 226/2003, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 235/2020, Εφ.Πειρ. 603/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα με τα παραπάνω, οι αποδοχές του ενάγοντος για τον υπολογισμό της αμοιβής του για κάθε δρομολόγιο εξπρές ανέρχονται για το έτος 2018 σε 4.828,54 ευρώ [1.390,30  ευρώ μισθός ενεργείας + 305,87 επίδομα  Κυριακών + 35,92 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 587,70 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής + 483,44 ευρώ αποδοχές άδειας μετά τροφοδοσίας + 1.484,70 ευρώ μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας + 540,61 μέσος όρος δώρων εορτών 2018 (535,98 + 3.608,72/230 ημέρες Χ 30)] και για το έτος 2019 σε 4.923,32 ευρώ [1.418,11  ευρώ μισθός ενεργείας + 311,98 επίδομα  Κυριακών + 36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 599,40 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής + 493,10 ευρώ αποδοχές άδειας μετά τροφοδοσίας + 1.514,26 ευρώ μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας 2019 + 549,83 ευρώ μέσος όρος δώρων εορτών 2019 (2.186,74 + 2. 890,00 / 277 ημέρες Χ 30)]. Επομένως, για την απασχόληση του ενάγοντος επί 103,40 ώρες σε δρομολόγια εξπρές κατά το έτος 2018 του οφείλεται ως πρόσθετη αμοιβή το ποσό των 2.080,28 ευρώ [12,925 εξπρές δρομολόγια Χ 160,95 ευρώ (4.828,54 ευρώ /30 ημέρες) για κάθε εξπρές δρομολόγιο] και για την απασχόλησή του επί 64,949 ώρες σε δρομολόγια εξπρές κατά το έτος 2019 του οφείλεται ως πρόσθετη αμοιβή το ποσό των 1.332,24 ευρώ [8,118 εξπρές δρομολόγια Χ 164,11 ευρώ (4.923,32 ευρώ /30 ημέρες) για κάθε εξπρές δρομολόγιο]. Έναντι των ποσών αυτών, συνολικού ύψους 3.412,52 ευρώ, η εναγόμενη του έχει καταβάλει συνολικά 2.211,97 ευρώ, όπως κρίθηκε πρωτόδικα, χωρίς να πλήττεται η κρίση αυτή με λόγο έφεσης, και του οφείλεται η διαφορά ποσού 1.200,55 ευρώ. Μετά ταύτα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι, για την ως άνω αιτία, οφείλεται στον ενάγοντα το ποσό των 1.171,03 ευρώ αντί του ποσού των 1.200,55 ευρώ που αποδείχθηκε ότι πράγματι του οφείλεται, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων κατά τον υπολογισμό του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος και του μέσου όρου των δώρων εορτών αυτού, που τους υπολόγισε σε μικρότερα ποσά, κατά το σχετικό βάσιμο (μερικώς) τρίτο λόγο της έφεσής του, ενώ πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο πέμπτος λόγος της έφεσης της εναγόμενης κατά το σχετικό μέρος του, καθώς και κατά το μέρος του με το οποίο αυτή παραπονείται για το συνυπολογισμό στην πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων εξπρές του επιδόματος αδείας, καθώς και μέσου όρου αναλογίας δώρων εορτών.

10. Με τον έκτο λόγο της έφεσής της η εναγόμενη επαναφέρει τον ισχυρισμό που πρόβαλε πρωτόδικα και απορρίφθηκε σιωπηρά από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ότι είναι καταχρηστική η άσκηση της αγωγής, επειδή ο ενάγων με θετικές ενέργειές του της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις ένδικες περιουσιακές αξιώσεις του, που είναι υπέρογκες και της δημιουργούν τεράστιο οικονομικό βάρος. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι ο ενάγων παρέμεινε στην υπηρεσία της επί πολλά χρόνια χωρίς να ισχυριστεί ποτέ ότι δεν αμειβόταν κανονικά, αντίθετα, λάμβανε τις οικειοθελείς παροχές της ως εργοδότριας, καθώς και αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης πέραν της νόμιμης και ποτέ δεν ήγειρε θέμα άλλων αξιώσεων, παραλάμβανε δε και υπέγραφε ανεπιφύλακτα όλες τις αναλυτικές αποδείξεις πληρωμής του, χωρίς να εκφράζει αντίρρηση ως προς το ύψος των βασικών ή πρόσθετων αποδοχών του και υπέγραφε χωρίς επιφύλαξη και τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής του απασχόλησης, δια της οποίας (υπογραφής του) αναγνώριζε κατ’ ουσία και τη διαβεβαίωνε ότι δεν υφίσταται απαίτησή του για υπερωριακή απασχόληση πέραν των εκεί αναφερομένων. Ο ισχυρισμός της αυτός δεν είναι νόμιμος, προεχόντως διότι η διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα (Εφ.Πειρ. 725/2022, Εφ.Πειρ. 543/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 173/2022, Εφ.Πειρ. 464/2021, Εφ.Πειρ. 593/2021, www.efeteio-peir.gr), όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση κατά την οποία η εναγόμενη – εκκαλούσα, παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος, αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος του τελευταίου που απορρέει από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας, υποστηρίζοντας ότι τον έχει εξοφλήσει πλήρως. Κι αν ακόμα γινόταν όμως δεκτό ότι ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται επικουρικά, κατά την έννοια του άρθρου 219 Κ.Πολ.Δ, για την περίπτωση δηλαδή που ήθελε κριθεί ότι οι αγωγικές αξιώσεις πράγματι γεννήθηκαν, τα επικαλούμενα περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 Α.Κ, αφού ο ενάγων δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νόμιμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του. Τούτο διότι, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα να λάβει τα κατά νόμο, τις Σ.Σ.Ε. και άλλες κανονιστικές διατάξεις ελάχιστα όρια των αποδοχών του, έστω και υπό τη μορφή της άφεσης χρέους, καθώς και η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση και άλλες πρόσθετες αμοιβές που αποδεικνύονται (Α.Π. 1569/2017, Α.Π. 1554/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1089/2006, Δ.Ε.Ε. 2006, 1178, Α.Π. 75/2003, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Εφ.Πειρ. 725/2022, ό.α, Εφ.Πειρ. 48/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Ληξουριώτη, «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», σ. 66). Εξάλλου, μόνη η ανοχή του εργαζομένου ως προς την καταβολή μειωμένων αποδοχών δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αξίωσής του για την καταβολή σ’ αυτόν των νόμιμων ελάχιστων  αποδοχών του (Α.Π. 1158/2009, Α.Π. 1203/2000, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 464/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 173/2022, Εφ.Πειρ. 549/2022, Εφ.Πειρ. 397/2020, Εφ.Πειρ. 670/2019, efeteio-peir.gr). Στην προκειμένη περίπτωση, η περιγραφόμενη στάση του ενάγοντος συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά του, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στην εργοδότρια της εύλογης πεποίθησης ότι δεν πρόκειται να ασκηθούν αξιώσεις για υπερωριακή αμοιβή. Θετική συμπεριφορά, που θα μπορούσε να στηρίξει ισχυρισμό περί κατάχρησης δικαιώματος της εναγόμενης, θα συνιστούσε η υπογραφή του σε μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής του απασχόλησης, αν τις σχετικές καταστάσεις συνέτασσε ο ίδιος και τις υπέβαλε προς έγκριση στην εργοδότριά του εναγόμενη, η οποία θα τις ενέκρινε και εν συνεχεία εκείνος αμφισβητούσε τον αριθμό των υπερωριών που ο ίδιος υποστήριξε εξαρχής ότι πραγματοποίησε. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η μη αμφισβήτηση της ορθότητας των εγγραφών στις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών ή στις αποδείξεις πληρωμής του εργαζόμενου ναυτικού συνιστά απλή ανοχή προς αποφυγή του κινδύνου λύσης της εργασιακής σχέσης με πρωτοβουλία του εργοδότη (Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 593/2021, Εφ.Πειρ. 464/2021, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 464/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, μόνο το οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει στην εναγόμενη η ευδοκίμηση της αγωγής δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (Εφ.Πειρ. 549/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 464/2021, ό.α.). Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του επίσης απέρριψε την άνω ένσταση της εναγόμενης κατ’ άρθρο 281 Α.Κ, έστω σιωπηρά, δεν έσφαλε κατ’ αποτέλεσμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πρέπει, αφού συμπληρωθεί η αιτιολογία της με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), να απορριφθεί ως αβάσιμος ο έκτος λόγος της έφεσης της εναγόμενης, με τον οποίον υποστηρίζονται τα αντίθετα.

11. Κατόπιν τούτων, το συνολικό ποσό που δικαιούται να αξιώσει ο ενάγων από την εναγόμενη με βάση την ένδικη αγωγή του ανέρχεται σε (17.700,85 + 223,28 + 2.116,41 + 1.005,26 + 1.419,25 + 75,38 + 99,28 + 1.200,55) 23.840,26 ευρώ. Επομένως, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς εξέταση, πρέπει: Α) να απορριφθεί η Α έφεση της εναγόμενης ως αβάσιμη κατ’ ουσία και να καταδικαστεί αυτή στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος για τον παρόντα (δεύτερο) βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματός του (άρθρα 106, 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 και 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ) και Β) να γίνει δεκτή η Α έφεση του ενάγοντος ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ ουσία και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, όχι μόνο ως προς τα κεφάλαια για τα οποία έγιναν δεκτοί οι λόγοι της έφεσής του, αλλά στο σύνολό της, για το ενιαίο της εκτέλεσης του τίτλου (Α.Π. 748/1984, ΕλλΔνη 26, 642, Εφ.Λαρ. 4/2017, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Σ. Σαμουήλ, Η έφεσις, έκδοση 2006, σ.σ. 430, 431) και εντεύθεν και ως προς τη σχετική διάταξη των δικαστικών εξόδων. Στη συνέχεια πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), στο οποίο αρμόδια (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ, 51 παρ. 3Α’ Ν. 2172/1993) και παραδεκτά εισάγεται, κατά τη διαδικασία των άρθρων 614 αριθ. 3 Κ.Πολ.Δ, σε συνδ. με άρθρο 82 Κ.Ι.Ν.Δ, η ένδικη αγωγή, η οποία είναι νόμιμη κατά τις προεκτεθείσες στις σχετικές μείζονες σκέψεις διατάξεις, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 648, 653, 655 Α.Κ, 53, 60, 64, 84 παρ. 1 Κ.Ι.Ν.Δ, 1 παρ. 1 και 5 του Α.Ν. 3276/1944, 68, 176, 191 παρ. 2 και 591 παρ. 1α’ Κ.Πολ.Δ, και των ΣΣΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων ετών 2018 και 2019, οι οποίες κυρώθηκαν με τις ΥΑ 2242.5-1.5/8035/2018 και 2242.5-1.5/56040/2019 – Φ.Ε.Κ. Β’ 5084/14-11-2018 και 3170/12-8-2019 αντίστοιχα, ενώ έχει καταβληθεί και το ανάλογο για το αντικείμενό της τέλος δικαστικού ενσήμου, κατά το μέρος που υπερβαίνει το ποσό της αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου, σύμφωνα με το άρθρο 71 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ, σε συνδ. με το άρθρο 14 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, όπως αυτό αντικ. από το άρθρο 2 Ν. 3994/2011 (βλ. το υπ’ αριθ. ………….. ηλεκτρονικό παράβολο ΓΓΠΣ). Ακολούθως, πρέπει να δικασθεί κατ’ ουσία η αγωγή, να γίνει αυτή δεκτή εν μέρει ως βάσιμη κατ’ ουσία και Α)να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 23.840,26 ευρώ (ήτοι, 17.700,85 ευρώ ως αμοιβή υπερωριών κατά τις καθημερινές, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες ετών 2018 και 2019 + 223,28 ευρώ ως αναλογία επιδόματος Πάσχα έτους 2018 + 2.116,41 ευρώ ως αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2018 + 1.005,26 ευρώ ως αναλογία επιδόματος Πάσχα έτους 2019 + 1.419,25 ευρώ ως αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2019 + 75,38 ευρώ ως διαφορά βασικών αποδοχών έτους 2018 και 99,28 ευρώ ως διαφορά αποδοχών έτους 2019 + 1.200,55 ευρώ ως διαφορά πρόσθετης αμοιβή δρομολογίων εξπρές ετών 2018 και 2019, τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της ημερομηνίας τελευταίας απόλυσης του ενάγοντος (5-10-2019) και μέχρι την εξόφληση, πλην ποσού 1.419,25 ευρώ για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2019, το οποίο δεν είχε ακόμα καταστεί απαιτητό κατά το χρόνο της τελευταίας άνω απόλυσής του, για το οποίο τόκος οφείλεται από 1-1-2020 [για την εκ του νόμου τασσόμενη ημέρα καταβολής των επιδομάτων δώρων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να επέρχονται οι ανωτέρω συνέπειες βλ. Ολ.Α.Π. 40/2002, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 422/2021, Εφ.Πειρ. 265/2020, efeteio-peir.gr]. Το αίτημα της εκκαλούσας – εναγόμενης για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκ μέρους της καταβολή στον ενάγοντα του χρηματικού ποσού των 7.000,00 ευρώ, ως προς το οποίο η εκκαλουμένη απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, το οποίο θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 914 Κ.Πολ.Δ, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές, ενόψει του ότι το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης επιδίκασης υπερβαίνει το καταβληθέν. Τέλος, η εναγόμενη, λόγω της εν μέρει ήττας της και αναλογικά προς αυτήν, πρέπει να καταδικαστεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), υπολογιζόμενων σύμφωνα με το άρθρο 69 παρ. 1 εδ. α Ν. 4194/2013 (Κώδικας Περί Δικηγόρων), σε συνδυασμό με τα άρθρα 68 παρ. 1 και 63 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΌΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις Α και Β  άνω εφέσεις.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την Α’ έφεση.

Καταδικάζει την εκκαλούσα στην άνω έφεση στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την υπό στοιχείο Β έφεση.

Εξαφανίζει τη με αριθ. 1836/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.

Κρατεί και δικάζει επί τοις ουσίας την υπόθεση που αφορά την αναφερθείσα στο σκεπτικό από 18-11-2019 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …./29-11-2019 αγωγή.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των είκοσι τριών χιλιάδων οκτακοσίων σαράντα ευρώ και είκοσι έξι λεπτών (23.840,26), με το νόμιμο τόκο από 5-10-2019, πλην ποσού χιλίων τετρακοσίων δέκα εννέα ευρώ και είκοσι πέντε λεπτών (1.419,25), για το οποίο τόκος οφείλεται από 1-1-2020 και μέχρι την εξόφληση.

Καταδικάζει την εναγόμενη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων τριακοσίων (1.300,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, την 1η Ιουνίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ