Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 318/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  318 /2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος – ενάγοντος: ……….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Χρυσάγη (ΑΜ …….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Του εφεσίβλητου – εναγόμενου: του Ελληνικού Δημοσίου που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και στην προκειμένη περίπτωση από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Κορυδαλλού (ήδη Δ.Ο.Υ. Νίκαιας), το οποίο εκπροσωπήθηκε από την δικαστική αντιπρόσωπο Ν.Σ.Κ. Φραντζέσκα Κοντιζά (ΑΜ …….).

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 05.08.2010 και με αριθμό κατάθεσης …../2010 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Νίκαιας. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 58/2012 απόφασή του, κήρυξε αυτό αναρμόδιο προς εκδίκαση της αγωγής και παρέπεμψε αυτή προς εκδίκαση στο αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με την υπ’ αριθ. 3873/2015 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε ότι το ένδικο δικόγραφο φέρει το χαρακτήρα ανακοπής των άρθρων 583-585 του ΚΠολΔ, απέρριψε την ανακοπή. Ο εκκαλών – ενάγων προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 26.09.2016 έφεσή του που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../30.09.2016 και ειδικό …/30.09.2016, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./19.04.2022 και ειδικό …./19.04.2022, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 3873/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία αφού κρίθηκε ότι το ένδικο δικόγραφο φέρει το χαρακτήρα ανακοπής των άρθρων 583-585 του ΚΠολΔ και όχι αναγνωριστικής αγωγής, όπως εσφαλμένως χαρακτηρίζεται, απορρίφθηκε η από 05.08.2010 και με αριθμό κατάθεσης ……./2010 ανακοπή του εκκαλούντος – ενάγοντος, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στον εκκαλούντα – ενάγοντα την 29.08.2016 (βλ. Την υπ’ αριθ. …/29.08.2016 έκθεση επίδοσης στην πληρεξούσια δικηγόρο του ενάγοντος …….. του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς …………), η δε κρινόμενη από 26.09.2016 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ήτοι την 30.09.2016, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …./30.09.2016 και ειδικό …./30.09.2016 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, λαμβανομένου υπόψη ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 147 παρ. 2 του ΚΠολΔ, το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου δεν υπολογίζεται για την προθεσμία του άρθρου 518 παρ.1 του ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, το παραδεκτό και το βάσιμο του μοναδικού λόγου της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα – ενάγοντα το παράβολο των 200,00 ευρώ που προβλεπόταν από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με τα άρθρα 35 παρ. 2 και 45 του Ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α’ 240/22.12.2016).

Ο ενάγων στην από 05.08.2010 και με αριθμό κατάθεσης …../2010 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Νίκαιας κατά του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, εξέθετε ότι δυνάμει του από 01.01.2000 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης που καταρτίσθηκε μεταξύ του ιδίου και του …………….. μίσθωσε από τον τελευταίο ένα διαμέρισμα ιδιοκτησίας του, το οποίο βρίσκεται στον Κορυδαλλό Αττικής επί της οδού ………… και το οποίο χρησιμοποιούσε ως κατοικία του μέχρι την 10.07.2005, οπότε αποχώρησε από το μίσθιο, έχοντας εξοφλήσει ολοσχερώς τα οφειλόμενα μισθώματα, ότι ο ανωτέρω εκμισθωτής κατέθεσε ψευδή δήλωση στη Δ.Ο.Υ. Ν. Ηρακλείου Αττικής, με την οποία εκχώρησε σ’ αυτήν τα δήθεν οφειλόμενα και μη εισπραχθέντα μισθώματα δέκα (10) μηνών, ήτοι από την 01.01.2005 έως την 31.10.2005, συνολικού ποσού 2.400,00 ευρώ, ότι η Δ.Ο.Υ. Ν. Ηρακλείου Αττικής διαβίβασε την υπόθεση στη Δ.Ο.Υ. Κορυδαλλού, η οποία βεβαίωσε σε βάρος του ως δημόσιο έσοδο το ως άνω ποσό των 2.400,00 ευρώ και εξέδωσε εναντίον του την υπ’ αριθ. …../06.09.2006 ατομική βεβαίωση χρεών και τη συνακόλουθη υπ’ αριθ. …../06.09.2006 ατομική ειδοποίηση χρεών, οι οποίες είναι άκυρες καθόσον: (α) δεν οφείλει κανένα φόρο, αφού είναι ανάπηρος, δεν εργάζεται και δεν έχει εισοδήματα, (β) για την ανωτέρω εκχώρηση των μισθωμάτων από τον εκμισθωτή στη Δ.Ο.Υ. δεν προηγήθηκε η έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης, με την οποία να αναγνωρίζεται η οφειλή αυτών των μισθωμάτων, (γ) τα εν λόγω μισθώματα δεν οφείλονται στον εκμισθωτή, αφού έχουν εξοφληθεί ολοσχερώς. Με βάση αυτό το ιστορικό, ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι δεν οφείλει στο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο το ως άνω ποσό των 2.400,00 ευρώ, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. …./06.09.2006 ατομική βεβαίωση χρεών και η προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. ……/06.09.2006 ατομική ειδοποίηση χρεών, που εκδόθηκαν από τον Προιστάμενο της Δ.Ο.Υ. Κορυδαλλού, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και να καταδικασθεί το εναγόμενο στη δικαστική του δαπάνη. Το Ειρηνοδικείο Νίκαιας με την υπ’ αριθ. 58/2012 απόφασή του, κήρυξε αυτό αναρμόδιο προς εκδίκαση της αγωγής και παρέπεμψε αυτή προς εκδίκαση στο αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με την υπ’ αριθ. 3873/2015 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε ότι το ένδικο δικόγραφο φέρει το χαρακτήρα ανακοπής των άρθρων 583-585 του ΚΠολΔ και όχι αναγνωριστικής αγωγής, όπως εσφαλμένως χαρακτηρίζεται, απέρριψε την ανακοπή ως απαράδεκτη, λόγω μη τήρησης της νόμιμης προδικασίας που προβλέπει την κοινοποίηση αυτής στον Υπουργό Οικονομικών. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών – ενάγων με την από 26.09.2016 έφεσή του, για τον περιεχόμενο σ’ αυτήν λόγο, που ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνισή της προκειμένου να γίνει δεκτή η ανακοπή του στο σύνολό της.

Από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. του ΑΚ σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 1 παρ. 2 και 2 του ν.δ. 356/1974 (ΚΕΔΕ) και 4 παρ. 7 του Ν. 2238/1994 “Κύρωση του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος”, προκύπτει ότι ο υπόχρεος έναντι του Δημοσίου προς καταβολή φόρου για εισόδημα που αποκτά από την εκμίσθωση ακινήτου, όπως είναι και ο εκμισθωτής αυτού, σύμφωνα με το άρθρο 20 του Ν. 2238/1994, μπορεί να εκχωρήσει προς το Δημόσιο τα μη εισπραχθέντα από αυτόν μισθώματα, στην καταβολή των οποίων υποχρεούται ο μισθωτής, με σχετική δήλωσή του, που υποβάλλεται στον αρμόδιο για τη φορολογία του προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ., παραδίδοντας συγχρόνως σ’ αυτόν τα αποδεικτικά της εκχωρούμενης απαίτησης έγγραφα. Από τη δήλωση αυτή του εκχωρητή, συνοδευόμενη με βεβαίωση του ιδίου, ότι δεν κατέχει άλλα αποδεικτικά της εκχωρούμενης απαίτησης έγγραφα, το Δημόσιο ως εκδοχέας της εκχωρούμενης απαίτησης υποκαθίσταται ως προς την απαίτηση αυτή στα δικαιώματα του εκχωρητή, ως ειδικός διάδοχος αυτού, μη απαιτούμενης, κατά την ειδικώς ρυθμίζουσα την εκχώρηση αυτή διάταξη του άνω άρθρου 4 παρ. 7 του Ν. 2238/94, αναγγελίας της εκχώρησης προς τον εκχωρούμενο οφειλέτη, η δε εκχωρούμενη απαίτηση αποτελεί δημόσιο έσοδο που εισπράττεται από τον εκχωρούμενο οφειλέτη, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε.. Στον εκχωρούμενο οφειλέτη, εναντίον του οποίου επισπεύδεται διοικητική εκτέλεση προς είσπραξη της ως άνω ιδιωτικής φύσης εκχωρηθείσας απαίτησης, παρέχεται το δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή κατά τα άρθρα 73 επ. του Κ.Ε.Δ.Ε., η οποία δικάζεται από το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο, σύμφωνα με τα άρθρα 583-585 του ΚΠολΔ. Με την ανακοπή αυτή επιτρέπεται η προβολή κάθε αντίρρησης, ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, κατά του νόμιμου τίτλου και της απαίτησης, στην απόδειξη της οποίας υποχρεούται το καθού η ανακοπή Δημόσιο (ΑΠ 39/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1074/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 645/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1245/2010 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 126 παρ. 1 εδ. δ’ του ΚΠολΔ, η επίδοση για το Δημόσιο, γίνεται σε εκείνους που το εκπροσωπούν σύμφωνα με τον νόμο. Κατά δε το άρθρο 85 παρ. 1 του ΚΕΔΕ, επί δικών του ν.δ/τος αυτού (ν.δ. 356/1974) το Δημόσιο εκπροσωπεί ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου και ήδη ο Προϊστάμενος της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., κατά του οποίου στρέφεται και κοινοποιείται κάθε δικόγραφο με την ποινή του απαραδέκτου, σε κάθε όμως περίπτωση με την ίδια κύρωση απαιτείται κοινοποίηση του δικογράφου και στον Υπουργό των Οικονομικών. Ως δικόγραφο κατά την ανωτέρω διάταξη νοείται, για μείζονα εξασφάλιση του Δημοσίου, όχι μόνο εκείνο που επιδίδεται από ένα διάδικο στον άλλο ή υποβάλλεται στο δικαστήριο, αλλά και κάθε άλλο διαδικαστικό έγγραφο που αφορά στη δίκη, όταν επιβάλλεται να επιδοθεί και στο Δημόσιο (ΟλΑΠ 34/1998 ΝοΒ 1989. 1200). Με την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 5 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου (κ.δ. 26.06/10.07.1944) ορίζεται ότι μόνο οι κοινοποιήσεις προς τον Υπουργό των Οικονομικών οποιουδήποτε δικογράφου επί δικών του Δημοσίου παράγουν νόμιμες συνέπειες και ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και όταν το Δημόσιο εκπροσωπείται δικαστικώς από άλλον, εκτός του Υπουργού των Οικονομικών, είτε από τους Διευθυντές των Ταμείων ή Οικονομικούς Εφόρους ή τελώνες ή άλλο οποιοδήποτε κρατικό όργανο, οπότε η επίδοση προς τον Υπουργό των Οικονομικών απαιτείται προσθέτως, με συνέπεια, στην περίπτωση παράλειψής της, την ακυρότητα, που ερευνάται και αυτεπαγγέλτως. Σύμφωνα δε με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 4389/2016 «Συνιστάται Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή χωρίς νομική προσωπικότητα με την επωνυμία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), με σκοπό τον προσδιορισμό, τη βεβαίωση και την είσπραξη των φορολογικών, τελωνειακών και λοιπών δημοσίων εσόδων, που άπτονται του πεδίου των αρμοδιοτήτων της», ενώ κατά το άρθρο 36 παρ. 1 του ίδιου νόμου «Η Αρχή εκπροσωπείται δικαστικώς και εξωδίκως από τον Διοικητή της και παρίσταται αυτοτελώς, εκπροσωπώντας το Δημόσιο, σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις της ή τις έννομες σχέσεις που την αφορούν. Οι επιδόσεις των δικογράφων στις δίκες αυτές γίνονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις προς τον Διοικητή, αντί του Υπουργού των Οικονομικών, και τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 43 του ίδιου νόμου «Οι διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου ισχύουν από 1η Ιανουαρίου 2017». Από τις σαφείς αυτές διατάξεις του Ν. 4389/2016 συνάγεται ότι από 01.01.2017, για να είναι έγκυρη η επίδοση προς το Δημόσιο πρέπει να γίνει με ποινή ακυρότητας, τόσο στον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., όσο και στο αρμόδιο όργανο, ενώ καταργήθηκε η υποχρέωση κοινοποίησης στον Υπουργό Οικονομικών (ΕφΠειρ 325/2020 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠατρ 301/2021 ΝΟΜΟΣ). Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι για να είναι έγκυρη η επίδοση προς το Δημόσιο του σχετικού δικογράφου πρέπει να γίνει, με ποινή απαραδέκτου στις δίκες του ΚΕΔΕ, ακυρότητας δε στις λοιπές, τόσο στον Υπουργό Οικονομικών και ήδη στον Διοικητή Α.Α.Δ.Ε. από 01.01.2017, όσο και στο αρμόδιο όργανο, δηλαδή τον Διευθυντή του Δημοσίου Ταμείου. Και τούτο για μεγαλύτερη εξασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου. Συνεπώς, στις δίκες του ΚΕΔΕ, βάσει των ανωτέρω διατάξεων, κάθε δικόγραφο σχετικά με την εκτέλεση επιδίδεται τόσο στον Υπουργό των Οικονομικών και ήδη στον Διοικητή Α.Α.Δ.Ε. από 01.01.2017, όσο και στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ., άλλως, το δικόγραφο είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο. Δηλαδή η επίδοση δεν έχει ολοκληρωθεί και δεν παράγει έννομες συνέπειες, με αποτέλεσμα, ανεξαρτήτως βλάβης του Δημοσίου, να επέρχεται απαράδεκτο ή ακυρότητα (ΑΠ 126/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 15/2011 ΕλλΔνη 2011. 452, ΑΠ 1636/2002 ΕλλΔνη 2003. 745, ΕφΔωδ 172/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 11104/1996 ΕλλΔνη 39. 627, ΜονΕφΠατρ 322/2022 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω προκύπτει ότι η συνταγματικότητα των ανωτέρω διατάξεων, και ειδικότερα ότι η διπλή αυτή επίδοση που απαιτείται από τις διατάξεις του άρθρου 85 παρ. 1 του ΚΕΔΕ και 5 παρ. 1 και 2 του κ.δ. της 26.06/10.07.1944, αποβλέπουν στην πραγμάτωση δημοσίου σκοπού που συνδέεται με την εύρυθμη απονομή της δικαιοσύνης, έστω και αν τάσσουν τη διαδικαστική αυτή πράξη επί ποινή απαράδεκτου, δεν αντίκεινται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού το μέτρο αυτό δεν είναι, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, τόσο επαχθές, ώστε να θεωρηθεί ότι άγει σε κατάλυση άμεση ή έμμεση του ατομικού δικαιώματος που προστατεύει η ως άνω συνταγματική διάταξη (ΑΕΔ 27/2004 ΔΕΕ 2005, 1101). Επίσης οι διατάξεις αυτές δεν παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας και δεν αντίκειται στα άρθρα 20 παρ .1 και 25 παρ.1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1, 8 παρ. 2, 9 παρ. 1 και 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ (ΑΕΔ 27/2004 ό.π., ΑΠ 1274/2014 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, το κρινόμενο δικόγραφο εσφαλμένως χαρακτηρίζεται ως αναγνωριστική αγωγή, ενώ φέρει το χαρακτήρα ανακοπής κατ’ άρθρα 73 επ. του Κ.Ε.Δ.Ε., η οποία δικάζεται από το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο, σύμφωνα με τα άρθρα 583- 585 του ΚΠολΔ, καθόσον ασκείται από τον εκκαλούντα – ενάγοντα, εναντίον του οποίου επισπεύδεται διοικητική εκτέλεση προς είσπραξη της ως άνω ιδιωτικής φύσης εκχωρηθείσας απαίτησης προς το εφεσίβλητο – εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, και στρέφεται κατά της προσβαλλόμενης υπ’ αριθ. …/06.09.2006 ατομικής ειδοποίησης χρεών και της συμπροσβαλλόμενης μ’ αυτήν υπ’ αριθ. …../06.09.2006 ταμειακής βεβαίωσης, ενώ επιτρέπεται η προβολή κάθε αντίρρησης, ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, κατά του νόμιμου τίτλου και της απαίτησης, στην απόδειξη της οποίας υποχρεούται το εφεσίβλητο – εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο. Εντούτοις, από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τον εκκαλούντα – ενάγοντα έγγραφα δεν προκύπτει ότι το ένδικο δικόγραφο επιδόθηκε και προς τον Υπουργό Οικονομικών, ως εκπρόσωπο του Δημοσίου κατ’ άρθρο 85 παρ. 1 του ΚΕΔΕ, όπως απαιτείται επί ποινή απαράδεκτου του δικογράφου, κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …./10.11.2014 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών .. …., το δικόγραφο επιδόθηκε μόνο στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Νίκαιας, ενώ απαιτείται, όπως προαναφέρθηκε, και επίδοση στον Υπουργό Οικονομικών, με συνέπεια να μην έχει ολοκληρωθεί η επίδοση και συνακόλουθα η άσκηση της κρινόμενης ανακοπής, τούτο δε λαμβάνεται αυτεπάγγελτα υπόψη από το Δικαστήριο και ανεξαρτήτως βλάβης του εφεσίβλητου – εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου. Συνεπώς, η εκκαλουμένη απόφαση, κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων του ΚΕΔΕ (ν.δ. 356/1974) απέρριψε την ανακοπή ως απαράδεκτη, λόγω παράλειψης διπλής κοινοποίησης αυτής, στον Προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. και στον Υπουργό Οικονομικών. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου μοναδικός λόγος της υπό κρίση έφεσης ως προς όλα τα σκέλη του.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η από 26.09.2016 έφεση κατ’ ουσίαν. Τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του και κατόπιν σχετικού αιτήματος του εφεσίβλητου (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), μειωμένα όμως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 του ΝΔ 31/1968 και 281 παρ. 2 του Ν. 3463/2006 (βλ. ΕφΔωδ 172/2017 ΝΟΜΟΣ), όπως αναφέρεται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης, ενώ πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο κατ’ άρθρο 495 του ΚΠολΔ το παράβολο για το παραδεκτό της έφεσης που προκατέβαλε ο εκκαλών, λόγω της ήττας του.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 26.09.2016 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 3873/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου υπέρ Δημοσίου υπ’ αριθ. ……………….. Σειρά Α και υπέρ ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. υπ’ αριθ. ………… Σειρά Α, συνολικού ποσού διακοσίων (200,00) ευρώ που προκατέβαλε ο εκκαλών.

Επιβάλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 6-6-2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ