Αριθμός Απόφασης 321 /2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(TAKTIKH ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)
Β΄ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ιωάννα Ξυλιά, Εφέτη και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ……….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Απόστολο Ψωμά (ΑΜ: …….. ΔΣΑ), ο οποίος είχε καταθέσει κατ’ άρθρο 242§2 ΚΠολΔ την από 18-10-2022 δήλωση και προκατέθεσε προτάσεις.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «……..» και το διακριτικό τίτλο «…….», που εδρεύει στη ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Αλεξανδρή (ΑΜ: …….. ΔΣΑ), ο οποίος είχε καταθέσει κατ’ άρθρο 242§2 ΚΠολΔ την από 19-10-2022 δήλωση και προκατέθεσε προτάσεις.
Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 15-06-2018 υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ…./ΕΑΚ………/25-06-2018 αγωγή της κατά της εκκαλούσας, με την οποία ζητούσε όσα αναφέρονται σ’ αυτήν. Επ’ αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 122/2020 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου εκείνου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, με την από 24-01-2020 έφεσή της, το πρωτότυπο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 14-02-2020 με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../2020, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 20-04-2021, με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ ……/2021 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 17-03-2022 και μετά από αναβολή για την αναφερόμενη στην αρχή της απόφασης αυτής, και γράφηκε στο οικείο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, έχοντας υποβάλει τις από 18 και 19-10-2022 δηλώσεις τους, σύμφωνα με το άρθρο 242§2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκαν, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτές.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 24-01-2020 έφεση, το πρωτότυπο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 14-02-2020 με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./2020, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 20-04-2021, με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …/2021, κατά της με αριθμό 122/13-01-2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 15-06-2018 υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ…../ΕΑΚ…../25-06-2018 αγωγή της εφεσίβλητης κατά της εκκαλούσας, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 ΚΠολΔ). Έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495§§1 και 2, 511, 513§1 εδ. β, 516§1, 517, 518§1 και 520§1 ΚΠολΔ, αφού η εκκαλουμένη επιδόθηκε στην εκκαλούσα την 04-02-2020, το δε πρωτότυπο της κρινόμενης έφεσης κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την 14-02-2020. Εξάλλου έχει κατατεθεί για το παραδεκτό της στο δημόσιο ταμείο το με κωδικό ……… e-παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ κατ’ άρθρο 495§3 Α περ. β΄ ΚΠολΔ. Πρέπει επομένως η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β΄, 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, ή συμπεριφορά αντίθετη στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου και στις επιταγές της έννομης τάξεως, η συμπεριφορά δε αυτή μπορεί να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας (ΑΠ 78/2020). Αξίωση χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη λόγω αδικοπραξίας μπορεί να ζητήσει και το νομικό πρόσωπο, όταν εξαιτίας της πλήττεται η φήμη του και η αξιοπιστία του, το κύρος του, η επαγγελματική του δραστηριότητα, το μέλλον του ή και τα λοιπά αναγνωριζόμενα σε αυτό άυλα αγαθά. Η επιδίκαση της χρηματικής ικανοποιήσεως για την παραπάνω αιτία αφέθηκε στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο προσδιορίζει το ποσό αυτής μετά από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών ως προς το βαθμό του πταίσματος του δράστη, το είδος της προσβολής, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής όσον αφορά την ηθική βλάβη των φυσικών προσώπων, εάν κρίνει ότι επήλθε ηθική βλάβη, καθώς την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών (ΑΠ 932/2019). Στις περιπτώσεις όμως χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης νομικού προσώπου, αυτό απαιτείται για το ορισμένο της αγωγής του να επικαλείται και, στη συνέχεια, να αποδεικνύει, πέραν των συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, του είδους της προσβολής, της βαρύτητας και της έκτασης της βλάβης, του πταίσματος του υπαιτίου και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των μερών, επιπλέον και την παράνομη προσβολή της πίστης, της φήμης, του κύρους, του επαγγέλματος, του μέλλοντος ή των λοιπών αναγνωριζόμενων σ’ αυτό άυλων αγαθών, διότι η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο συναίσθημα, αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής, αλλά σε συγκεκριμένη βλάβη που έχει υλική υπόσταση (ΑΠ 15/2021, 382/2011, πρβλ. ΟλΑΠ 2/2008). Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, αποκατάσταση της ηθικής βλάβης μπορούν να ζητήσουν και οι εταιρείες με νομική προσωπικότητα, αν με την αδικοπραξία προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη, η δραστηριότητά τους ή και γενικά το εμπορικό τους μέλλον (ΑΠ 15/2021, 1048/2020, 704/2017, Ι. Κατρά, Αγωγές Αιτήσεις και Ενστάσεις Ενοχικού Δικαίου Αστικού Κώδικα, 2018, σελ. 15470, αρ. 5 και τις εκεί παραπομπές σε Νομολογία). Για την αποκατάσταση αυτής της ηθικής βλάβης, τα προσβαλλόμενα νομικά πρόσωπα, πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ, να αναφέρουν ορισμένα ότι με την αδικοπραξία προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη, η δραστηριότητα και γενικά το εμπορικό τους μέλλον, προσβολές από τις οποίες τους προκλήθηκε συγκεκριμένη υλική ζημία, την οποία πρέπει να επικαλούνται και να αποδεικνύουν με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 876/2022, ΜονΕφΠειρ 566/2018).
Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη με την υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ……../ΕΑΚ………../25-06-2018 αγωγή της ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, εξέθετε ότι μεταξύ αυτής και της εκκαλούσας συνήφθη το έτος 2000 προφορική σύμβαση ασφαλιστικού συμβούλου, δυνάμει της οποίας η τελευταία θα διαμεσολαβούσε στην κατάρτιση συμβάσεων ασφάλισης, αντί της εκτιθέμενης σ’ αυτήν προμήθειας ανά κατηγορία, ότι θα εισέπραττε, για λογαριασμό και επ’ ονόματί της (εφεσίβλητης) ως εντολοδόχος και θεματοφύλακας, ως παρακαταθήκη, τα ασφάλιστρα από τους πελάτες και ότι θα τα απέδιδε στην ίδια ανά τρίμηνο, μετά τη λήξη κάθε μήνα χρέωσης, υποβάλλοντας αναλυτικό λογαριασμό, αφαιρώντας την προμήθειά της, όσα δεν εισπράχθηκαν λόγω ακύρωσης και όσα δαπάνησε ως έξοδα συμβατικής μεταξύ τους διαχείρισης. Ότι συμφωνήθηκε επιπλέον ότι η μετά την πάροδο 60 ημερών από την παραλαβή των συμβολαίων από αυτήν, τη μη εναντίωσή της, ή τη μη ακύρωση, οι συμβάσεις θεωρούνταν καταρτισθείσες, τα ασφάλιστρα εισπραχθέντα και η χρέωση του μεταξύ τους λογαριασμού αμετάκλητη. Ότι η ίδια θα της απέστελλε μηνιαίως αναλυτικούς πίνακες κίνησης συμβολαίων και μηνιαίους συγκεντρωτικούς λογαριασμούς, ενώ η εκκαλούσα θα επέστρεφε σ’ αυτήν εντός 30 ημερών εκκαθαριστικό σημείωμα υπογεγραμμένο, ενώ η υπογραφή αυτού, η έλλειψη παρατηρήσεων, αντιρρήσεων ή η μη επιστροφή του θα αποτελούσε ανεπιφύλακτη αποδοχή του υπολοίπου του λογαριασμού από αυτήν. Ότι από τον Νοέμβριο 2000 έως 31-12-2014 η εκκαλούσα εισέπραξε ασφάλιστρα όπως αναλυτικά εκτίθενται, κατά κλάδο, αριθμό συμβολαίου, όνομα ασφαλισμένου και ποσό, ύψους 1.463.470,57 ευρώ, μέρος των οποίων ήταν προμήθειες ύψους 210.473,44 ευρώ που εισέπραξε, στις οποίες αντιστοιχούσε φόρος (προμηθειών) 37.050,04 ευρώ που η ίδια κατέβαλε, πλην όμως η εκκαλούσα τής απέδωσε 1.197.742,23 ευρώ, με αποτέλεσμα να ιδιοποιηθεί παράνομα το υπόλοιπο ύψους 92.304.94 ευρώ, που κατείχε ως θεματοφύλακας, προκαλώντας της έτσι ισόποση ζημία. Ότι περαιτέρω υπέστη, συνεπεία της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της ηθική βλάβη, επειδή τρώθηκε το κύρος και η φήμη της και κλονίστηκε η εμπιστοσύνη της προς τους κατά τόπους αντιπροσώπους της (πράκτορες και συμβούλους) ανά την Επικράτεια, για την απάμβλυνση της οποίας δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 5.000 ευρώ, επιφυλασσόμενη να επιδιώξει το επιπλέον, των 10 ευρώ κατά την παράστασή της ως πολιτικώς ενάγουσα στα αρμόδια ποινικά δικαστήρια. Ζήτησε δε, όπως περιόρισε το αίτημα της αγωγής της με τις προτάσεις της σε εν μέρει αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται η εκκαλούσα να τής καταβάλει μέρος του ανωτέρω παρακρατηθέντος ποσού των 57.304,94 ευρώ, να υποχρεωθεί να τής καταβάλει και δια προσωπικής κρατήσεως, το υπόλοιπο παρακρατηθέν ποσό, ύψους 35.000 ευρώ, κυρίως κατά τις περί αδικοπραξίας διατάξεις, άλλως από τη μεταξύ τους σύμβαση και επικουρικότερα κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, να αναγνωριστεί δε επιπλέον ότι υποχρεούται να τής καταβάλει το ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την ανωτέρω αδικοπρακτική συμπεριφορά της, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης καταγγελίας / όχλησης προς αυτήν, την 28-11-2014, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, αφού απέρριψε ως μη νόμιμη την επικουρική βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθώς και το αίτημα καταβολής τόκων από την καταγγελία, δέχθηκε εν μέρει αυτήν ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη, ως προς την κύρια βάση της, της αδικοπραξίας και υποχρέωσε την εκκαλούσα να καταβάλει στην εφεσίβλητη το ποσό των 35.000 ευρώ, αναγνώρισε δε την υποχρέωσή της να της καταβάλει ως αποζημίωση το ποσό των 57.304,94 ευρώ και ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 2.000 ευρώ και απείλησε κατ’ αυτής προσωπική κράτηση διάρκειας 3 μηνών ως μέσο εκτέλεσής της. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεσή της, για τους διαλαμβανόμενους στο δικόγραφο αυτής λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, κατά το μέρος της με το οποίο έγινε δεκτή η αγωγή ως προς την βάση της που στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού και την απόρριψη της αγωγής. Ειδικότερα με τον τρίτο λόγο έφεσής της η εκκαλούσα ισχυρίστηκε ότι εσφαλμένα εφαρμόζοντας τον νόμο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, κατ’ άρθρο 223, 216 ΚΠολΔ, παρότι η εφεσίβλητη προέβη σε περιορισμό του συνολικώς αιτουμένου σε εν μέρει αναγνωριστικό, χωρίς να προσδιορίσει σε ποια έτη αφορούν τα κονδύλια συνολικού ποσού 35.000 ευρώ, που ζήτησε να επιδικαστούν και σε ποια τα υπόλοιπα, συνολικού ποσού 57.304,94 ευρώ, που ζήτησε να αναγνωριστεί ότι οφείλονται, δεδομένου ότι η αιτούμενη αποζημίωση αφορά σε διαφορετικά σύνολα κατ’ έτος, μεικτών ασφαλίστρων παραγωγής έτους και λοιπών χρεώσεων, προμηθειών και λοιπών εισπράξεων, κατά τα εκτιθέμενα ειδικότερα στο δικόγραφο της έφεσής της. Ωστόσο, με το κύριο αίτημα της αγωγής της, που έγινε δεκτό, η εφεσίβλητη ζήτησε την ικανοποίηση αξίωσης αποζημίωσης, λόγω αδικοπραξίας, εκ μέρους της εκκαλούσας, ύψους 92.304,94 ευρώ, που αποτελεί ένα ενιαίο κονδύλιο (αποζημίωσης και όχι απόδοσης ετησίων ασφαλίστρων κ.λπ. κονδυλίων, βάσει της μεταξύ τους σύμβασης), με ενιαία τοκοφορία, από την επίδοση της αγωγής. Δεν κατέστη επομένως, με τον εν μέρει περιορισμό του σε αναγνωριστικό, αόριστη η αγωγή και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη δέχθηκε ως ορισμένη και βάσιμη την αγωγή, ως προς τα αιτήματα αυτά, επιδικάζοντας το πρώτο και αναγνωρίζοντας ότι οφείλεται το δεύτερο, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, ορθά τον νόμο εφάρμοσε και ο ανωτέρω λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω με το πρώτο σκέλος του πέμπου λόγου έφεσής της η εκκαλούσα παραπονείται για παρά τον νόμο παραδοχή του αιτήματος χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης της εφεσίβλητης, παρότι δεν εξέθετε η τελευταία στο δικόγραφο της αγωγής της με ποιον τρόπο προσβλήθηκε το κύρος και η φήμη της και ποια η υλική υπόσταση της προσβολής της αυτής, ποιες οι συνθήκες υπό τις οποίες επήλθε η ηθική της βλάβη και από που προκύπτει ο δόλος της και η ένταση αυτού. Ωστόσο και ως προς το κονδύλιο αυτό η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, αφού ορισμένα εξέθεσε η εφεσίβλητη ότι προσβλήθηκε η δραστηριότητά της, δια του κλονισμού της εμπιστοσύνης της προς τους αντιπροσώπους της (συμβούλους και πράκτορες) ανά την Επικράτεια, που αποτελεί βλάβη με συγκεκριμένη υλική υπόσταση, ικανή να δικαιολογήσει την ηθική βλάβη του νομικού προσώπου της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης. Περαιτέρω εκτέθηκαν με σαφή και ορισμένο τρόπο και οι λοιπές συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας εκ μέρους της εκκαλούσας, συμπεριλαμβανομένων των περιστατικών που αναφέρονται στην υπαιτιότητά της. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη έκρινε ορισμένη την αγωγή και ως προς το αίτημα αυτό ορθά τον νόμο εφάρμοσε, κατά τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη και ο ανωτέρω λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Από την εκτίμηση της υπ’ αριθ. ………./02-11-2018 ένορκης βεβαίωσης του …………. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, που προσκομίζει με επίκληση η εφεσίβλητη, η οποία ελήφθη κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εκκαλούσας (βλ. προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. …/30-10-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ……….), καθώς και από τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν με επίκληση (σημειωτέον ότι η εκκαλούσα, πέραν των διαδικαστικών και των με αριθμούς σχετικών Α1 έως Α8 και Α16, εκ των οποίων τα 4 πρώτα είναι αποφάσεις του ΑΠ, το 5ο η ανακοίνωση καταχώρισης του αποδεικτικού κατάθεσης φορολογικής δήλωσής της 2014 στο ΓΕΜΗ, τα 6ο, 7ο και 8ο συμβάσεις της με την «………….» και το τελευταίο δημοσίευμα περί διακοπής της συνεργασίας της τελευταίας με την Peugeot, δεν προσκομίζει άλλα αποδεικτικά μέσα, ούτε την πρωτοδίκως προσκομισθείσα ένορκη βεβαίωση με αριθμό …/2018 του …………. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Νίκαιας), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, που το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως χωρίς να διατάξει ιδιαίτερες αποδείξεις, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εφεσίβλητη δραστηριοποιείται στις συμβάσεις ασφάλισης – αντασφάλισης παντός κλάδου και την κάλυψη ασφαλιστικών κινδύνων έναντι ανταλλάγματος – ασφαλίστρου. Στα πλαίσια της δραστηριότητάς της αυτής συνεργάζεται με ασφαλιστικούς πράκτορες, μεσίτες και συμβούλους και από τον Νοέμβριο 2000, δυνάμει προφορικής μεταξύ τους σύμβασης και με την εκκαλούσα. Η τελευταία, ανεξάρτητα από το ότι δραστηριοποιείτο κυρίως στην εμπορία και επισκευή αυτοκινήτων και από το δεν αποδείχθηκε ότι είχε προβεί στις δέουσες διοικητικές ενέργειες για την νόμιμη άσκηση της δραστηριότητας του ασφαλιστικού συμβούλου, ανέλαβε τη διαμεσολάβηση, μεταξύ της εφεσίβλητης και τρίτων, φυσικών ή νομικών προσώπων για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, όπως αυτοκινήτων, οδικής βοήθειας, πυρός και κλοπής, σεισμού κλπ, έναντι προμήθειας, υπολογιζόμενης σε ποσοστό 22% για τα ασφαλιστήρια αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία οχημάτων, 18% για τα οδικής βοήθειας, 32,5% για τα πυρός, 20% για τα σεισμού, 27,5 % για τα αστικής ευθύνης, 30% για τα ομαδικά ασφαλιστήρια, 30% για τα προσωπικών ατυχημάτων και 12,5% για τα ασφαλιστήρια σκαφών. Τη μεταξύ τους συνεργασία δεν αρνήθηκε η εκκαλούσα, ισχυρίστηκε ωστόσο ότι κατά το χρονικό διάστημα 2000 – 2013 ήταν διανομέας της «……………» εισαγωγέα της PEUGEOT, στα πλαίσια δε της δραστηριότητάς της αυτής, κατά τη σύναψη των συμβάσεων πώλησης αυτοκινήτων διαμεσολαβούσε πράγματι στην σύναψη συμβάσεων ασφαλιστικής κάλυψης της αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία τους, εισπράττοντας τα αρχικά ασφάλιστρα, τα οποία στη συνέχεια απέδιδε στην εφεσίβλητη, παρακρατώντας bonus που συμφωνούσαν ειδικά κάθε φορά, στη συνέχεια δε την εξυπηρέτηση της σύμβασης αναλάμβανε γραφείο εξυπηρέτησης πελατών που διατηρούσε η τελευταία στην οδό …………. στον Πειραιά, αφού η ίδια δεν είχε την ιδιότητα του ασφαλιστικού συμβούλου ή πράκτορα και ότι δεν υπήρξε οποιοδήποτε χρηματικό ποσό το οποίο να εισέπραξε για την παραπάνω αιτία και να το παρακράτησε. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι σύμφωνα με τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα, σε περίπτωση εκδήλωσης ενδιαφέροντος υποψηφίου πελάτη, η εκκαλούσα θα υπέβαλλε προς την εφεσίβλητη αίτηση ασφαλίσεως με την υπογραφή του, την οποία θα αποδεχόταν η τελευταία και θα χορηγούσε τα σχετικά ασφαλιστικά έγγραφα, χωρίς η ίδια (εκκαλούσα) να συμβάλλεται με αυτόν. Επιπλέον συμφωνήθηκε ότι θα εισέπραττε, ως εντολοδόχος, για λογαριασμό και επ’ ονόματι της εφεσίβλητης, τα ασφάλιστρα που αντιστοιχούσαν στα ασφαλιστήρια που συνάπτονταν με την υπόδειξή της, τα οποία ως θεματοφύλακας θα τα κατείχε ως παρακαταθήκη, προς φύλαξη, με την υποχρέωση να τα αποδώσει στην εφεσίβλητη. Η εκκαλούσα ανά τρίμηνο θα υπέβαλε αναλυτικό κατά συμβόλαιο λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και της εν γένει διαχείρισης του διαδραμόντος τριμήνου και θα απέδιδε τα εισπραχθέντα στην εφεσίβλητη, μετά την αφαίρεση των μικτών ασφαλίστρων που δεν εισπράχθηκαν λόγω ακύρωσης, της συμφωνημένης προμήθειας και τυχόν καταβληθέντων από την ίδια ποσών στο πλαίσιο της συμβατικής διαχείρισης. Οι συμβάσεις θα θεωρούνταν καταρτισθείσες και τα ασφάλιστρα εισπραχθέντα, αν η εκκαλούσα δεν εναντιωνόταν ή δεν απέστελλε ακυρωθέντα συμβόλαια και συνοδευτικά έγγραφα εντός 60 ημερών από την παραλαβή τους, ενώ επιπλέον συμφωνήθηκε η αποστολή σ’ αυτήν μηνιαίων αναλυτικών πινάκων κινήσεως συμβολαίων και μηνιαίων συγκεντρωτικών λογαριασμών και η επιστροφή στην εταιρεία υπογεγραμμένων των εκκαθαριστικών σημειωμάτων εντός 30 ημερών. Η υπογραφή τους, ή η έλλειψη αντιρρήσεων ή παρατηρήσεων ή η μη επιστροφή του εκκαθαριστικού σημειώματος θα αποτελούσε κατά τα συμφωνηθέντα ανεπιφύλακτη αποδοχή του υπολοίπου του αποσταλέντος κάθε φορά λογαριασμού. Η μεταξύ των διαδίκων συνεργασία διήρκεσε ως την επίδοση στην εκκαλούσα στις 28-11-2014, της από 23-11-14 δήλωσης της εφεσίβλητης με την οποία η τελευταία κατήγγειλε τη μεταξύ τους σύμβαση, επικαλούμενη μη καταβολή στην ίδια εισπραχθέντων ασφαλίστρων. Ειδικότερα καθ’ όλη τη διάρκεια της συνεργασίας τους η εκκαλούσα διαμεσολάβησε στην κατάρτιση ασφαλιστικών συμβάσεων και εισέπραξε ως εντολοδόχος της εφεσίβλητης, για λογαριασμό της, τα ακόλουθα ποσά, τα οποία κατείχε προς φύλαξη και είχε υποχρέωση να της αποδώσει, κατά τα προαναφερθέντα, αφαιρουμένης προμήθειας και εξόδων, προστιθέμενης αξίας φόρου προμήθειας που κατέβαλε η εφεσίβλητη για λογαριασμό της: 1) το έτος 2000 μικτά ασφάλιστρα 1.176,79 ευρώ, με προμήθεια 121,98 ευρώ και φόρο 24,40 ευρώ, 2) το έτος 2001 μικτά ασφάλιστρα 35.308,34 ευρώ, με προμήθεια 3.892,50 ευρώ και φόρο 778,50 ευρώ, 3) το έτος 2002 μικτά ασφάλιστρα 34.651,25 ευρώ, προμήθεια 3.824,58 ευρώ και φόρο 764,91 ευρώ, 4) το έτος 2003 μικτά ασφάλιστρα 32.763,04 ευρώ, προμήθεια 3.573,63 ευρώ και φόρο 714,72 ευρώ, 5) το έτος 2004 μικτά ασφάλιστρα 71.459,35 ευρώ, προμήθεια 7.683,34 ευρώ και φόρο 1.536,68 ευρώ, 6) το έτος 2005 μικτά ασφάλιστρα 132.348,87 ευρώ, προμήθεια 14.303,95 ευρώ και φόρο 2.860,78 ευρώ, 7) το έτος 2006 μικτά ασφάλιστρα 165.800,70 ευρώ, προμήθεια 23.203,65 ευρώ και φόρο 4.640,73 ευρώ, 8) το έτος 2007 μικτά ασφάλιστρα 215.918,48 ευρώ, προμήθεια 33.864,21 ευρώ και φόρο 6.772,80 ευρώ, 9) το έτος 2008 μικτά ασφάλιστρα 212.263,36 ευρώ, προμήθεια 32.940,96 ευρώ και φόρο 6.588,14 ευρώ, 10) το έτος 2009 μικτά ασφάλιστρα 210.647,46 ευρώ, προμήθεια 32.403,70 ευρώ, έξοδα δικ. προμ. 32,34 ευρώ και φόρο 6.480,71 ευρώ, 11) το έτος 2010 μικτά ασφάλιστρα 190.551,79 ευρώ + δικ. προμ. 32,34 ευρώ, προμήθεια 29.321,28 ευρώ, και φόρο 5.864,29 ευρώ, 12) το έτος 2011 μικτά ασφάλιστρα 147.032,70 ευρώ, προμήθεια 22.556,95 ευρώ και έξοδα δικ. προμ. 51,88 ευρώ, 13) το έτος 2012 μικτά ασφάλιστρα 12.620,02 ευρώ, προμήθεια 1.949,73 ευρώ, έξοδα δικ. προμ. 1.950,77 ευρώ, έξοδα δικ. προμ. ταχ/μης 9.901,40 ευρώ και φόρο 23,38 ευρώ, 14) το έτος 2013 μικτά ασφάλιστρα 1.438,88 ευρώ + δικ. προμ. 1.900,14 ευρώ + δικ. προμ. ταχ/μης 9.433,29 ευρώ, προμήθεια 222,62 ευρώ και 15) το έτος 2014 μικτά ασφάλιστρα 510,46 ευρώ, προμήθεια 79,36 ευρώ και έξοδα δικ. προμ. ταχ/μης 119,10 ευρώ. Συνεπώς, από τα συνολικά εισπραχθέντα ασφάλιστρα ύψους 1.463.470,57 ευρώ, μετ’ αφαίρεση συνολικών προμηθειών της ύψους 209.783,72 ευρώ και συνολικών εξόδων 102,51 και 587,21 ευρώ, προστιθέμενου του φόρου προμηθειών ύψους 37.050,40 ευρώ που κατέβαλε η εφεσίβλητη και έχοντας καταβάλει συνολικό ποσό 1.197.742,23 ευρώ, η εκκαλούσα οφείλει στην εφεσίβλητη διαφορά ύψους 92.304,94 ευρώ, το οποίο δεν κατέβαλε, ούτε και μετά την καταγγελία της μεταξύ τους σύμβασης, αλλά, κατέχοντάς το με την ιδιότητα του θεματοφύλακα, ως παρακαταθήκη, κατ’ άρθρα 8§2 Ν 298/1986 και 822 ΑΚ, με την υποχρέωση να το καταβάλει στην εφεσίβλητη, παρανόμως το ιδιοποιήθηκε, ενσωματώνοντάς το στην περιουσία της. Σημειωτέον ότι η εκκαλούσα ουδέποτε προέβαλε αντιρρήσεις στους αποσταλέντες από την εφεσίβλητη μηνιαίως αναλυτικούς πίνακες κίνησης συμβολαίων και μηνιαίους συγκεντρωτικούς λογαριασμούς, αποδεχόμενη ανεπιφύλακτα τα υπόλοιπα των λογαριασμών αυτών (βλ. ιδίως υπ’ αριθ. ……../2018 ένορκη βεβαίωση). Τα ανωτέρω αποδεικνύονται από το σύνολο των προσκομιζομένων αποδεικτικών μέσων και ιδίως από τις εκτυπώσεις του ηλεκτρονικού αρχείου της εφεσίβλητης, βεβαιωμένες και υπογεγραμμένες από τον αρμόδιο υπάλληλο αυτής και συγκεκριμένα της συγκεντρωτικής εκκαθάρισης λογαριασμού της από 01-11-00 ως 21-12-2014, των ετησίων καταστάσεων ασφαλίστρων, όπου εμφαίνονται τα συνολικά ποσά παραγωγής ανά μήνα, φόροι, έξοδα και προμήθειες, πινακίων παραγωγής και ακυρώσεων, όπου εμφανίζονται αναλυτικά ο κλάδος, τα στοιχεία του κάθε ασφαλιστηρίου, η διάρκεια αυτού, το όνομα του πελάτη και το ακριβές ποσό ασφαλίστρου, και των ποσοστών προμηθειών της, τη γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβήτησε η εκκαλούσα και λαμβάνονται υπόψη, ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα κατ’ άρθρο 340§1 εδ. β΄ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα λοιπά έγγραφα και την υπ’ αριθ. 12.058 ένορκη βεβαίωση του ………………… και δεν αναιρούνται από τα αποδεικτικά μέσα που προσκόμισε με επίκληση η εκκαλούσα. Εξάλλου η εκκαλούσα, παρότι συνομολόγησε η συνεργασία της με την εφεσίβλητη, δεν αμφισβήτησε ειδικά κάποια συγκεκριμένη επιμέρους οφειλή της, επειδή δεν έχει συναφθεί σύμβαση με τη δική της διαμεσολάβηση, ή την αξία εκάστης, ή την είσπραξη συγκεκριμένου ασφαλίστρου, ή το ποσό προμήθειας που δικαιούνταν να παρακρατήσει κλπ, συναγόμενης εξ αυτού δικαστικής ομολογίας ως προς τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά (βλ. και ΕΑ 962/2022). Επομένως η ζημία της εφεσίβλητης από την ανωτέρω αδικοπρακτική συμπεριφορά της εκκαλούσας ανήλθε στο ανωτέρω ποσό των 92.304,94 ευρώ, το οποίο υποχρεούται να της καταβάλει, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη την αγωγή ως προς το αίτημα αποζημίωσης, λόγω υπεξαίρεσης εκ μέρους της εκκαλούσας του ανωτέρω ποσού, ανεξάρτητα από το αν αυτή ασκούσε την ανωτέρω δραστηριότητα ως ασφαλιστικός σύμβουλος, νόμιμα αδειοδοτημένος, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ο περί αντιθέτου λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Σημειωτέον ότι για το αδίκημα της υπεξαίρεσης καταδικάστηκε η εκκαλούσα σε ποινή φυλάκισης 9 μηνών, με την υπ’ αριθ. 649, 681, 684/2022 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου πλημμελημάτων Πειραιώς, συνεπώς ο τέταρτος λόγος έφεσης, με τον οποίο αυτή παραπονείται για απόρριψη του αιτήματος που υπέβαλε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, περί αναβολής της δίκης κατ’ άρθρο 250 ΚΠολΔ, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, αφού δεν οδηγεί στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης. Περαιτέρω απορριπτέα είναι και τα παράπονα της εκκαλούσας, που διατυπώνει με τον πρώτο λόγο έφεσής της α) ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τους προταθέντες από την ίδια ισχυρισμούς, ως ερειδόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού κατά τα προεκτεθέντα η εκκαλούσα περιορίστηκε στην άρνηση των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής και δεν προέβαλε ενστάσεις, β) ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη δεν έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που προσκόμισε, αρκούμενο σε μια γενική μνεία αυτών, σε αντίθεση με τα αποδεικτικά μέσα της αντιδίκου του, στα οποία γίνεται εκτενέστερη αναφορά, ως αβάσιμο, αφού από το σκεπτικό της εκκαλουμένης αποδεικνύεται ότι έλαβε υπόψη το σύνολο των προσκομισθέντων από την εκκαλούσα αποδεικτικών μέσων, μη απαιτουμένης εκτενέστερης αναφοράς σε αυτά, λαμβανομένου υπόψη και του ότι το δικαστήριο της ουσίας συνεκτιμώντας ελεύθερα τα αποδεικτικά μέσα κατά το άρθρο 340 ΚΠολΔ δύναται να αποδίδει μεγαλύτερη ή μικρότερη βαρύτητα σε κάποια από αυτά (ΑΠ 510/2022 ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο δεν αποδείχθηκε ότι η εφεσίβλητη υπέστη συγκεκριμένη υλική ζημία συνεπεία της ανωτέρω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εκκαλούσας, προσβλητική του κύρους και της φήμης της, ούτε και της δραστηριότητάς της, αφού από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε η οφειλόμενη σ’ αυτήν (αδικοπραξία) διατάραξη της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ της εφεσίβλητης και των λοιπών αντιπροσώπων – συνεργατών της (συμβούλων και πρακτόρων) ανά την Επικράτεια, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή της, ούτε ότι συνεπεία αυτής η εφεσίβλητη είναι συνεχώς εκτεθειμένη σε ελέγχους των εποπτικών αρχών, όπως αόριστα κατέθεσε στην ένορκη βεβαίωσή του ο ……………….., στοιχείο που δεν επιβεβαιώνεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία (εκθέσεις ελέγχων, καταγγελίες τρίτων για τη συνεργασία τους με την εκκαλούσα κλπ). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω το αίτημα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης της εφεσίβλητης είναι απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη δέχθηκε την αγωγή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη, ως προς το περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης αίτημα, εσφαλμένα εκτίμησε το αποδεικτικό υλικό. Πρέπει επομένως, ο σχετικός λόγος έφεσης, που διατυπώνεται στους υπό στοιχείο Α. και Ε. λόγους του δικογράφου της, να γίνει δεκτός ως και κατ’ ουσίαν βάσιμος και αφού γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς τη διάταξη της με την οποία επιδικάζει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης στην εφεσίβλητη, να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτού και αφού δικαστεί η αγωγή ως προς το αίτημα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, να απορριφθεί αυτή, ως προς αυτό, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η εκκαλούσα πρέπει να υποχρεωθεί στη καταβολή μέρους, αντίστοιχου της ήττας της, εκ της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, κατά μερική παραδοχή του σχετικού αιτήματος αυτής με τις προτάσεις της (άρθρα 106, 178§1, 183 και 191§2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα του κατατεθέντος με την έφεσή της παραβόλου (άρθρο 495§3 ΚΠολΔ), επειδή η έφεση έγινε δεκτή.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 122/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία), μόνον ως προς τη διάταξή της που αφορά στην αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.
Κρατεί και δικάζει κατ’ ουσίαν την υπόθεση.
Απορρίπτει την υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ……./ΕΑΚ………./25-06-2018 αγωγή, ως προς το αίτημα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.
Υποχρεώνει την εκκαλούσα να καταβάλει μέρος της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων εννιακοσίων (3.900) ευρώ.
Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του κατατεθέντος με την έφεσή της παραβόλου ποσού εκατό (100) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 07-06-2023, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ