Αριθμός Απόφασης 322/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(TAKTIKH ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)
Β΄ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ιωάννα Ξυλιά, Εφέτη και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Δημητράκη (ΑΜ: ……. ΔΣΑ), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: της υπό εκκαθάριση ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «……………» και το διακριτικό τίτλο «………..», που εδρεύει στον ……… (……….) και εκπροσωπείται νόμιμα από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή της …….., με ΑΦΜ ………, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Περσεφόνη Μπούνα (ΑΜ: ……… ΔΣΑ), η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 03-02-2014 υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. ……./06-02-2014 αγωγή της κατά της εκκαλούσας, με την οποία ζητούσε όσα αναφέρονται σ’ αυτήν. Επ’ αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2263/2020 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου εκείνου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, με την από 04-11-2020 έφεσή της, το πρωτότυπο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 05-11-2020 με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …./2020, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 05-11-2020, με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../2020 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 13-01-2022 και μετά από αναβολή για την αναφερόμενη στην αρχή της απόφασης αυτής, και γράφηκε στο οικείο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Το άρθρο 528 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44§2 του Ν 3994/2011, ορίζει ότι «Αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από την διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της εφέσεως κατά της αποφάσεως, που εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος, προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια, που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται, δηλαδή, η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αλλά δικάστηκε σαν να ήταν παρών, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, να ακουσθεί και να προβάλει στο Εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προβάλει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που, ενδεχομένως, επέφερε η απουσία του. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανισθεί ως προς όλες τις διατάξεις της. Μετά την εξαφάνιση της αποφάσεως χωρεί νέα συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, κατά την οποίαν ο εκκαλών μπορεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους είχε δικαίωμα να προτείνει και πρωτοδίκως, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 ΚΠολΔ. Αντιθέτως, αν με το εφετήριο περιέχει λόγους ως προς το παραδεκτό ή τη νομική βασιμότητα της αγωγής, το δικαστήριο τους ερευνά δίχως εξαφάνιση της ερήμην απόφασης, ενώ αν προβάλλει ως εναγόμενος μόνον ενστάσεις καταλυτικές της αγωγής, όπως εξοφλήσεως, παραγραφής ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την απόρριψη των ενστάσεων αυτών, η απόφαση δεν εξαφανίζεται κατά το μέρος που κρίθηκε βάσιμη η απαίτηση, αλλά μόνον κατά το διατακτικό της (ΕφΠειρ 489/2016, Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2003, σελ. 99 επ., §228δ, Σ. Πανταζόπουλο σε Κεραμέα – Κονδυλη – Νίκα, ΚΠολΔ, έκδ. 2020, άρθρο 528, σελ. 174 – 175, αρ. 2-4).
Η από 04-11-2020 έφεση, το πρωτότυπο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 05-11-2020 με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …/2020, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 05-11-2020, με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …./2020, κατά της με αριθμό 2263/18-06-2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε ερήμην της εναγομένης, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 03-02-2014 υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. …./06-02-2014 αγωγής της εφεσίβλητης κατά της εκκαλούσας, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 ΚΠολΔ). Έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495§§1 και 2, 498, 499, 511, 513§1 εδ. β, 516§1, 517, 518§2 και 520§1 ΚΠολΔ, αφού οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης και δεν παρήλθε διετία από τη δημοσίευση αυτής (18-06-2020). Εξάλλου έχει κατατεθεί για το παραδεκτό της στο δημόσιο ταμείο το με κωδικό …… e-παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ κατ’ άρθρο 495§3 Α περ. β΄ ΚΠολΔ. Πρέπει επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην ανωτέρω μείζονα σκέψη και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία, χωρίς να εξαφανισθεί στο σύνολό της, αφού δεν πλήττεται ως προς την ουσιαστική κρίση της επί της αγωγικής αξίωσης, ούτε προβάλλεται άρνηση κατ’ αυτής (………/06-02-2014 αγωγής), κατά τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω υπό στοιχείο Ι. μείζονα σκέψη.
ΙΙ. Εξάλλου το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τους λόγους της και τέτοιους αποτελούν πραγματικά ή νομικά σφάλματα του Δικαστή ή παραδρομές του ίδιου του διαδίκου που δικαιολογούν την εξαφάνιση της απόφασης, δεδομένου ότι το Εφετείο έχει συσταθεί για την απονομή πληρέστερης και τελειότερης δικαιοσύνης. Λόγο εφέσεως δεν μπορεί να αποτελέσει αιτίαση, η οποία θα δικαιολογούσε την άσκηση αιτιολογημένης ανακοπής ερημοδικίας, όπως η μη κλήτευση ή η μη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση (ΚΠολΔ 501) διότι ο λόγος αυτός προβλέπεται ειδικά για το ένδικο μέσο της ανακοπής (ΚΠολΔ 495§1, 513§1, 539§1, 553§1 – ΑΠ 221/2012, ΕΑ 8480/85 Δ 16.748, σχολ. Σταματόπουλου και εκεί παραπομπές, Σ. Σαμουήλ, η έφεση, 2003, σελ. 98, §228β), αφού τότε η έφεση θα λειτουργούσε ως αιτιολογημένη ανακοπή ερημοδικίας, ενώ, όπως προαναφέρθηκε, δεν έχει τέτοια λειτουργία, θα προκαλούσε δε εξαφάνιση της απόφασης μόνο για το λόγο αυτό (ακυρότητα π.χ. της επίδοσης), ακόμη και στη περίπτωση, που το διατακτικό της ήταν σωστό, λειτουργία, που δεν προσιδιάζει εν γένει στην έφεση, όπως τη διαγράφει ο νόμος (ΚΠολΔ 534, 535). Ανεξαρτήτως όμως των ανωτέρω, από το γεγονός της άσκησης κατευθείαν έφεσης κατά παράλειψη της ανακοπής ερημοδικίας ο διάδικος θεωρείται ότι παραιτείται από το δικαίωμα άσκησης της (βλ. ΕΑ 1456/2003 Δνη 45.1512, ΕΑ 8480/2005 Δ 16.748), επομένως και από την επίκληση του λόγου ακυρότητας της ερημοδικίας (βλ. Ματθίας, ανακοπή ερημοδικίας και έφεση κατά ερήμην αποφάσεων Δνη 35.15, του ίδιου σχόλιο υπό ΕΑ 9534/1988 Δνη 28.1305, ΕΑ 2295/2009 δημ. σε ΝΟΜΟΣ).
Με τον πρώτο λόγο έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται για παρά τον νόμο μη κήρυξη απαραδέκτου της αγωγής από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ισχυριζόμενη ειδικότερα ότι ουδέποτε της επιδόθηκε η αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη, αφού αυτή επιδόθηκε σε άσχετη διεύθυνση, συνεπώς αυτή είναι ανυπόστατη, από την παρατυπία δε αυτή επήλθε δικονομική της βλάβη, αφού δεν της δόθηκε η ευκαιρία να απαντήσει στην αγωγή, η οποία έγινε δεκτή σε βάρος της. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι αφενός η μη επίδοση της αγωγής που εισάγεται προς συζήτηση κατά την τακτική διαδικασία, πριν την ισχύ της διάταξης του άρθρου 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν 4335/2015, δεν επιφέρει κατ’ άρθρο 215§1 σε συνδ. με 221§1α ΚΠολΔ ως κύρωση το ανυπόστατο αυτής, εφόσον δεν επήλθε δικονομική βλάβη του εναγομένου (ΑΠ 1521/2013 ΕΠολΔ 2014. 715, ΑΠ 1081/2014 ΕΠολΔ 2014.720), αφετέρου η επίκληση της δικονομικής βλάβης που προκλήθηκε από την ερημοδικία της και την συνεπεία αυτής παραδοχή της αγωγής αποτελεί κατά τα προεκτεθέντα στην αμέσως ανωτέρω νομική σκέψη λόγο ανακοπής ερημοδικίας, που θα οδηγήσει την υπόθεση προς κρίση εκ νέου ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και όχι λόγο έφεσης, κατά τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω υπό στοιχείο ΙΙ. μείζονα σκέψη.
ΙΙΙ. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 Ν 1569/1985, όπως τροποποιήθηκαν από το άρθρο 11 Ν 2170/1993 (πριν την κατάργησή τους από το άρθρο 47 Ν 4583/2018), τη διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων ασκούν μεταξύ άλλων και οι ασφαλιστικοί πράκτορες και οι ασφαλιστικοί σύμβουλοι. Ασφαλιστικός πράκτορας είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μίας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Ο ασφαλιστικός πράκτορας παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ο ίδιος ή διαμέσου άλλων διαμεσολαβούντων για λογαριασμό μιας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων ασφαλιστικές συμβάσεις. Επίσης παρέχει στον ασφαλισμένο κάθε αναγκαία συνδρομή κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής σύμβασης και ιδιαίτερα μετά την επέλευση ασφαλιστικής περίπτωσης. Ο ασφαλιστικός πράκτορας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 ΠΔ 298/1986, φροντίζει για την είσπραξη των ασφαλίστρων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού. Τα ασφάλιστρα που εισπράττει θεωρούνται παρακαταθήκη και ευθύνεται ως θεματοφύλακας. Στο πρώτο δεκαήμερο κάθε διμήνου αποδίδει προς την ασφαλιστική επιχείρηση αναλυτικό λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και της εν γένει διαχείρισης του προηγούμενου διμήνου και της καταβάλλει κάθε πλεόνασμα. Εάν το παραπάνω πλεόνασμα δεν έχει καταβληθεί μέχρι το τέλος του μήνα κατά τον οποίο πρέπει να αποδοθεί ο αναλυτικός λογαριασμός, οι απαιτήσεις της ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται ληξιπρόθεσμες και υπολογίζεται ο νόμιμος τόκος υπερημερίας. Ο πράκτορας έχει υποχρέωση να αποστέλλει προς την ασφαλιστική επιχείρηση για ακύρωση, μέσα σε δύο μήνες από την ημερομηνία παραλαβής τους, τα ασφαλιστήρια έγγραφα που δεν έχουν παραληφθεί από τους ασφαλιζομένους ή αυτά των οποίων δεν έχουν εισπραχθεί τα ασφάλιστρα, συνοδευόμενα από τις σχετικές αποδείξεις ασφαλίστρων και από επιστολή του πράκτορα με την οποία βεβαιώνει τους λόγους της μη είσπραξης των ασφαλίστρων και τη μη αναγγελία ζημίας. Σε περίπτωση που ο πράκτορας δεν αποστείλει τα πιο πάνω ασφαλιστήρια έγγραφα μέσα στην προθεσμία αυτή, και εφόσον του κοινοποιηθεί με δικαστικό επιμελητή σχετική όχληση από την ασφαλιστική επιχείρηση, για την απόδοση των ασφαλίστρων εφαρμόζεται η §2 του άρθρου αυτού. Μέχρι τέλους Ιανουαρίου κάθε χρόνου, ο πράκτορας υποχρεούται να υποβάλει αναλυτική κατάσταση των μη εισπραχθέντων ασφαλίστρων για το προηγούμενο έτος και να κοινοποιήσει υποχρεωτικά αντίγραφο αυτής στην αρμόδια Επιτροπή Πρακτόρων. Ο πράκτορας τηρεί εκτός από τα λοιπά κατά νόμο βιβλία (Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων κλπ), βιβλίο καταχώρησης ασφαλιστηρίων συμβολαίων για τις ασφαλιστήριες συμβάσεις που συνάπτονται μέσω αυτού στο οποίο αναφέρεται σε ιδιαίτερη στήλη η ημερομηνία είσπραξης των αντίστοιχων ασφαλίστρων και βιβλίο ζημιών για τις συμβάσεις αυτές. Τα βιβλία αυτά έχει υποχρέωση να θέτει στη διάθεση της ασφαλιστικής επιχείρησης ή της εποπτικής αρχής του Υπουργείου Εμπορίου προς έλεγχο, παρέχοντας κάθε σχετική διευκόλυνση. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 822 ΑΚ, σύμβαση παρακαταθήκης είναι η σύμβαση εκείνη, δυνάμει της οποίας ο θεματοφύλακας παραλαμβάνει από άλλον κινητό πράγμα για φύλαξη, με την υποχρέωση να το αποδώσει αυτούσιο, όταν του ζητηθεί. Συνάπτεται ατύπως για κατ’ είδος ορισμένα κινητά πράγματα ως και αντικαταστατά πράγματα, ενώ, συνήθως, το καθήκον φυλάξεως, που αποτελεί και τη βασική συμβατική υποχρέωση του θεματοφύλακα, επεκτείνεται και στο περιεχόμενο του κινητού πράγματος. Για την εγκυρότητά της, κατά τις διατάξεις των άρθρων 822 επ. ΑΚ, δεν απαιτείται κυριότητα του παρακαταθέτη επί του διδόμενου για παρακαταθήκη πράγματος. Επίσης, από τις ανωτέρω διατάξεις του ίδιου π.δ. συνάγεται ότι μεταξύ των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που ρυθμίζονται με τη σύμβαση μεταξύ ασφαλιστικής επιχείρησης και ασφαλιστικού πράκτορα μπορεί να είναι η είσπραξη από τον ασφαλιστικό πράκτορα των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, καθώς και ο καθορισμός του τρόπου και χρόνου απόδοσης των ασφαλίστρων στην ασφαλιστική επιχείρηση, οπότε ο ασφαλιστικός πράκτορας ως προς την είσπραξη των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης και την απόδοσή τους σε αυτή, κατά τον συμφωνηθέντα χρόνο, επέχει, έναντι της επιχείρησης η οποία του δίδει την εντολή, θέση εντολοδόχου. Υπαίτιος δε υπεξαίρεσης καθίσταται (και) ο εντολοδόχος, ο οποίος κατά το άρθρο 713 ΑΚ έχει την υποχρέωση να διεξαγάγει χωρίς αμοιβή την υπόθεση, νομικής ή υλικής φύσης, η οποία του ανετέθη από τον εντολέα και αρνείται να αποδώσει στον τελευταίο το κινητό πράγμα που αυτός του εμπιστεύθηκε (άρθρο 719 ΑΚ) ως και ο διαχειριστής ξένης περιουσίας, ο οποίος ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά και νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα, δηλαδή για λογαριασμό του, την οποία εξουσία μπορεί να έλκει είτε από τον νόμο είτε από τη σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται να προέρχεται και από τη δημιουργία απλώς μιας πραγματικής κατάστασης. Με την έννοια αυτή, εάν η πράξη τελέσθηκε από διαχειριστή ξένης περιουσίας στο ίδιο πεδίο δράσης, στην εντολή εμπεριέχεται και η διαχείριση. Ο εντολοδόχος μπορεί να είναι και διαχειριστής, εάν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής. Βέβαια, κατά το άρθρο 3 § 1 του π.δ. 298/1986, που ρυθμίζει ως άνω τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ασφαλιστικών πρακτόρων και παραγωγών ασφαλίσεων, τα ασφάλιστρα που εισπράττει ο πράκτορας θεωρούνται παρακαταθήκη και ευθύνεται ως προς αυτά ως θεματοφύλακας, πλην όμως, η πρόσθετη αυτή ευθύνη του ασφαλιστικού πράκτορα κατά τον χρόνο που έχει στην κατοχή του τα ασφάλιστρα που εισέπραξε για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, δεν αναιρεί την ιδιότητα αυτού ως εντολοδόχου της ασφαλιστικής εταιρίας ως προς την είσπραξη για λογαριασμό αυτής και την απόδοση από αυτόν των ασφαλίστρων, αφού τοιαύτη υποχρέωση ως θεματοφύλακα μπορεί να συμφωνηθεί επιπρόσθετα και επί κοινής εντολής ως μέρος της κύριας υποχρέωσης του εντολοδόχου. Η σχέση δηλαδή, που συνδέει τον ασφαλιστικό πράκτορα με την ασφαλιστική επιχείρηση, φέρει χαρακτήρα μικτής σύμβασης, η δε σύμβαση παρακαταθήκης έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα, οπότε και η υποχρέωση για φύλαξη και απόδοση των ασφαλίστρων είναι αναγκαία συνέπεια της κυρίας (πρακτορειακής) σύμβασης. Κατά συνέπεια, για την ποινική αξιολόγηση της συμπεριφοράς του ασφαλιστικού πράκτορα κρίσιμη είναι όχι η ιδιότητα του θεματοφύλακα, αλλά η ιδιότητα του εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας, την οποία έχει αποκτήσει βάσει της κύριας πρακτορειακής σύμβασης και στην οποία έχουν εφαρμογή, αφού ο ασφαλιστικός πράκτορας αποτελεί μορφή εμπορικού αντιπροσώπου, οι διατάξεις των άρθρων 90 επ. του ΕμπΝ και 713 επ. ΑΚ (AΠ 1424/2017, ΑΠ 282/2010, AΠ 1711/2010, AΠ 1382/2010). Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων, τα οποία αποκτά από την εκτέλεση της εντολής, είτε αυτά αποκτώνται με μετρητά, είτε με επιταγές ή συναλλαγματικές, είτε με κατάθεση σε προσωπικό του τραπεζικό λογαριασμό. Γι’ αυτό σε περίπτωση μη απόδοσης στον εντολέα και παράνομης ιδιοποίησης όσων απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής, διαπράττει το αδίκημα της υπεξαίρεσης του άρθρου 375 ΠΚ. Χρόνος δε τέλεσης της άδικης πράξης της υπεξαίρεσης, θεωρείται κατά το άρθρο 17 του ΠΚ, εκείνος κατά τον οποίο ο δράστης εκδήλωσε την πρόθεσή του να ενσωματώσει τα χρήματα στην περιουσία του (ΑΠ 464/2017 και ΑΠ 60/2017 ιστοσελίδα ΑΠ). Εξάλλου, η υπαίτια (από δόλο ή αμέλεια) και ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται μία σύμβαση και γεννάται ενδοσυμβατική ευθύνη του οφειλέτη, μπορεί, πέρα από την αξίωση που πηγάζει από τη σύμβαση, να θεμελιώσει ευθύνη και από αδικοπραξία, αν, και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν καθαυτή παράνομη, ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον που επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ, να μη ζημιώνει κάποιος υπαιτίως άλλον, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και κάθε προσβολή του προσώπου ή των προστατευόμενων έννομων αγαθών (υλικών ή ηθικών) του άλλου (ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 920/2018, ΑΠ 1636/2018, Ιστοσελίδα ΑΠ). Στην περίπτωση αυτή, ο δικαιούχος της αποζημιώσεως αποκτά συρροή αξιώσεων, την καθεμία από τις οποίες μπορεί να επιλέξει ή να τις ασκήσει και παραλλήλως, μία όμως φορά θα αποζημιωθεί, σε τρόπο ώστε, αν ικανοποιηθεί πλήρως βάσει της μιας ευθύνης, να μην μπορεί να ζητήσει ικανοποίηση βάσει της άλλης, εκτός αν αυτή έχει αντικείμενο αποζημιώσεως μεγαλύτερο από εκείνη, οπότε σώζεται ως προς το επιπλέον (ΑΠ 345/2018, ΑΠ 1636/2018 ό.π., ΕφΠειρ 166/2020). Για την πληρότητα της αγωγής ασφαλιστικής εταιρίας κατά του ασφαλιστικού συμβούλου ή πράκτορα, για την καταβολή εισπραχθέντων και μη αποδοθέντων από τον τελευταίο ασφαλίστρων, απαιτείται και αρκεί, κατ’ άρθρο 216§1 ΚΠολΔ, να εκτίθενται λεπτομερώς η σύμβαση, το ποσοστό της προμήθειάς του, οι συμβάσεις που καταρτίστηκαν με τη μεσολάβησή του, τα εισπραχθέντα για κάθε μία ασφάλιστρα, καθώς και οι προμήθειες που αντιστοιχούν και τις οποίες δικαιούται ο ασφαλιστικός σύμβουλος ή πράκτορας, όπως και τα ποσά που τυχόν πληρώθηκαν από αυτόν (ΕΑ 3785/2009 ΔΕΕ 2010.201, 189/2009, ΜονΕφΠειρ 592/2022, 412/2022, 449/2021, ΜονΕφΘεσ 1150/2021, πρβλ. και ΑΠ 339/2015).
Η ενάγουσα με την υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. ……./2014 αγωγή της ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, εξέθετε ότι η ίδια είναι ασφαλιστική εταιρεία (σήμερα υπό εκκαθάριση) και ότι την 09-06-08, με σύμβαση αορίστου χρόνου, ανέθεσε στην εναγομένη, που ασκεί το επάγγελμα του ασφαλιστικού πράκτορα, τη διενέργεια ασφαλιστικών εργασιών και την είσπραξη ασφαλίστρων. Ότι αυτά, τα οποία κατείχε ως θεματοφύλακας, είχε την υποχρέωση να της τα αποδώσει αφού αφαιρούσε την αναφερόμενη στην αγωγή προμήθειά της, που ορίστηκε σε ποσοστό των καθαρών ασφαλίστρων, κατά τα εκτιθέμενα σ’ αυτήν, τηρουμένου μεταξύ τους δοσοληπτικού λογαριασμού. Ότι την 08-03-09 κατήγγειλε τη μεταξύ τους σύμβαση, λόγω υπερημερίας της στην καταβολή των εισπραχθέντων και λοιπών οφειλών της και ειδικότερα: 1) ασφαλίστρων μηνός Δεκεμβρίου 2008 ύψους 7.150,62 ευρώ, 2) ασφαλίστρων μηνός Ιανουαρίου 2009 ύψους 8.499,10 ευρώ, 3) εξόδων επιστροφής επιταγών χάριν πληρωμής ασφαλίστρων ύψους 29,08 ευρώ, 4) ποσών α) 6.011,08 ευρώ, που αποτελεί μέρος ποσού της αναφερόμενης σ’ αυτήν επιταγής, που της παρέδωσε και δεν πληρώθηκε, β) 1.100 ευρώ που αποτελεί μέρος ποσού της αναφερόμενης σ’ αυτήν επιταγής, που της παρέδωσε και δεν πληρώθηκε και γ) 12.658,10 ευρώ που αποτελεί μέρος ποσού της αναφερόμενης σ’ αυτήν επιταγής, που της παρέδωσε και δεν πληρώθηκε, όλες για οφειλόμενα ασφάλιστρα κατόπιν παρακράτησης της προμήθειάς της και συνολικά ποσό 34.783,20 ευρώ, μετά από πίστωση ποσού 664,78 ευρώ στον τηρηθέντα για την εξυπηρέτηση της συνεργασίας τους δοσοληπτικό λογαριασμό και την κάλεσε να καταβάλει τα οφειλόμενα. Ζήτησε δε, μετά την τροπή του αιτήματός της αγωγής της σε αναγνωριστικό με τις προτάσεις της, να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη της οφείλει το ανωτέρω ποσό, λόγω της μεταξύ τους σύμβασης πρακτόρευσης, εντολής και παρακαταθήκης, αλλά και κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, επειδή, παρότι κατά τα μεταξύ τους ανωτέρω συμφωνηθέντα είχε υποχρέωση να της αποδώσει το ανωτέρω ποσό, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντάς το στην περιουσία της και επικουρικά, δε, για την περίπτωση που κριθεί άκυρη η μεταξύ τους σύμβαση ή επειδή δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αδικοπραξίας, επειδή η εναγομένη κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας της χωρίς νόμιμη αιτία, νομιμοτόκως από τη λήξη προθεσμίας πληρωμής του, την 10-03-2009, άλλως από την επίδοση της αγωγής, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση και δια προσωπικής της κράτησης. Στο δικόγραφο της αγωγής της γίνεται αναλυτική μνεία των αριθμών, ημερομηνίας έκδοσης και διάρκειας των ασφαλιστηρίων, των ονομάτων των ασφαλισμένων και του κλάδου ασφάλισης, τα καθαρά και τα ολικά ασφάλιστρα και η αναλογούσα σ’ αυτά προμήθεια, σε ποσοστό και σε απόλυτο αριθμό, με την ενσωμάτωση στο κείμενό της μεριδολογίου παραγωγής μηνός Ιανουαρίου 2009. Περαιτέρω ενσωματώνονται σ’ αυτήν και μεριδολόγια, εκκαθαριστικοί λογαριασμοί και έγγραφα ανακεφαλαίωσης παραγωγής μηνών Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου, Μαΐου και Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, πλην όμως σε κανένα από τα ανωτέρω έγγραφα δεν εξειδικεύεται η αιτία οφειλής ποσού ασφαλίστρων Δεκεμβρίου 2008, ούτε των ασφαλίστρων που ενσωματώθηκαν στις αναφερόμενες στην αγωγή επιταγές και η αιτία οφειλής επιστροφής επιταγής, αφού δεν εκτίθενται με πληρότητα στο δικόγραφο της αγωγής, ούτε αναγράφονται στα ενσωματωμένα σ’ αυτήν έγγραφα τα ανωτέρω στοιχεία (ασφαλιστήρια, ασφαλισμένοι, ύψος ασφαλίστρων, προμήθειας κλπ). Συνεπώς, επειδή η ενάγουσα δεν επικαλείται σύμβαση αλληλοχρέου μεταξύ των διαδίκων λογαριασμού, ή αδικοπραξία λόγω έκδοσης ακάλυπτων επιταγών εκ μέρους της εναγομένης, ούτε άλλον σαφή και συγκεκριμένο λόγο ευθύνης της από αυτές, μη αρκούντος του ισχυρισμού ότι απλώς τις παρέδωσε, με αποτέλεσμα να μην εξειδικεύεται στην αγωγή η ακριβής αιτία οφειλής των ανωτέρω ποσών, ούτε ο τρόπος με τον οποίο περιήλθαν στην κατοχή της τα ανωτέρω ποσά, η αγωγή, κατά τα εκτιθέμενα στην αμέσως ανωτέρω μείζονα σκέψη, είναι απορριπτέα ως αόριστη, ως προς τα ανωτέρω υπό στοιχεία 1, 3 και 4 κονδύλια, τα οποία δεν εκθέτει η ενάγουσα ότι σχετίζονται με τις συναφθείσες (πολύ μικρότερες σε αξία) συμβάσεις που αναφέρονται στις καταστάσεις (μεριδολόγια) μηνών Φεβρουαρίου έως Σεπτεμβρίου, τόσο ως προς την κύρια, όσο και ως προς την επικουρική βάση της, αφού δεν μπορεί να κριθεί εν προκειμένω το κύρος της σύμβασης, ή η συνδρομή των προϋποθέσεων της αδικοπραξίας, η έλλειψη των οποίων αποτελεί προϋπόθεση, κατά το αίτημα της αγωγής, για τη διερεύνηση της επικουρικής βάσης του αδικαιολογήτου πλουτισμού (βλ. και ΕφΝαυπλ 207/2008 ΕΠολΔ 2008.710 και εκεί παραπομπή σε Αρβανιτάκη, Η επικουρικότητα στην πολιτική δίκη, 1989, σ. 236, 237), κατά παραδοχή και της σχετικής ένστασης αοριστίας της εναγομένης, που προέβαλε με τον δεύτερο λόγο έφεσης. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη έκρινε ορισμένη και εν τέλει και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη την αγωγή ως προς τα προαναφερόμενα κονδύλια και αναγνώρισε την υποχρέωση της εκκαλούσας να τα καταβάλει στην εφεσίβλητη, εσφαλμένα δεν κήρυξε απαράδεκτο και πρέπει αφού εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και κρατηθεί η υπόθεση ως προς τα ανωτέρω κονδύλιά της, να απορριφθεί η αγωγή ως προς αυτά ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Αντίθετα, ως προς το δεύτερο εξ αυτών κονδύλιο, ποσού 8.499,10 ευρώ, για ασφάλιστρα μηνός Ιανουαρίου 2009 είναι ορισμένη, της εναγομένης έχουσας το βάρος να επικαλεσθεί και να αποδείξει ενδεχόμενη μεταγενέστερη της κατάρτισης, ακύρωση της σύμβασης, απορριπτομένης της ένστασης αοριστίας που προέβαλε η εκκαλούσα με τον δεύτερο λόγο έφεσης κατά τα λοιπά και νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις που αναφέρονται στην αμέσως ανωτέρω μείζονα σκέψη, καθώς και σε εκείνες των άρθρων 297, 298 εδ. α΄, 330, 340, 345, 346, 361 ΑΚ, 176, 189§1, 191§2 ΚΠολΔ, ήτοι σε αμφότερες τις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, κατά τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, αφού πρόκειται περί συρροής αξιώσεων, παρά τα όσα αντίθετα ισχυρίζεται η εναγομένη με τον έκτο λόγο έφεσής της, ότι μόνον επικουρικά μπορούν οι αντίστοιχες βάσεις να σωρευθούν, ο οποίος είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος.
IV. Με τον τρίτο λόγο έφεσης η εκκαλούσα προβάλλει ένσταση παραγραφής της αξίωσης της εφεσίβλητης, ως προς τα αγωγικά κονδύλια του έτους 2008, διότι από το χρόνο αυτό ως τον χρόνο άσκησης της αγωγής (06-02-2014) έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας. Παρέλκει ωστόσο η εξέτασή του, ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά του, αφού κατά τα προεκτεθέντα το αγωγικό κονδύλιο για ασφάλιστρα Δεκεμβρίου 2008 απορρίφθηκε ως αόριστο.
V. Με το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίστηκε ότι ακυρώθηκαν τα με αριθμούς ………………. συμβόλαια, από τους αναφερόμενους σ’ αυτήν ασφαλισμένους, με αποτέλεσμα να μην οφείλονται ποσά ύψους 514, 68, 509 και 187 ευρώ αντίστοιχα. Η ένσταση αυτή όμως είναι απορριπτέα ως ερειδόμενη σε εσφαλμένη προϋπόθεση, διότι από το περιεχόμενο της αγωγής και συγκεκριμένα το μεριδολόγιο μηνός Ιανουαρίου 2009 προκύπτει ότι με αυτήν δεν ζητείται η καταβολή των ανωτέρω ποσών, τα οποία δεν έχουν συμπεριληφθεί στο συνολικώς αιτούμενο ποσό των 499,10 ευρώ, για ασφάλιστρα μηνός Ιανουαρίου 2009. Περαιτέρω, με το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίστηκε ότι οι ένδικες αξιώσεις έχουν εξοφληθεί, διότι η ίδια είχε παραδώσει στην εφεσίβλητη τις αναφερόμενες στο δικόγραφό της επιταγές, εκδόσεώς της, πληρωτέες στις 29-12-08 η πρώτη για ποσό 13.211,08 ευρώ, στις 10-01-09 δεύτερη για ποσό 5.233 ευρώ και η τρίτη για ποσό 12.658,10 ευρώ. Ότι αυτές δεν εμφανίστηκαν προς πληρωμή, κατόπιν μεταξύ τους συμφωνίας, στα πλαίσια εκκαθάρισης των μεταξύ τους εκκρεμοτήτων, τον Ιανουάριο 2009, αλλά πληρώθηκαν μέρος της πρώτης, ύψους 7.200 ευρώ την 15-01-2009, μέρος της δεύτερης ύψους 4.133 ευρώ την 28-01-2009 και απέμεινε ανεξόφλητο υπόλοιπο ύψους 7.111,08 ευρώ από αυτές, προστιθέμενου δε του ποσού των 4.391,52 ευρώ που οφειλόταν επιπλέον «σύμφωνα με πληροφορίες» της αντιδίκου της, παραδόθηκε για το συνολικό ποσό οφειλής της ύψους 11.502,6 η υπ’ αριθ. …………… επιταγή της ΕΤΕ, με ημερομηνία είσπραξης 28-02-09, που εξοφλήθηκε την 05-03-09. Η προβαλλόμενη όμως από την εκκαλούσα ένσταση εξόφλησης (άρθρα 416, 422 ΑΚ) του συνολικού αιτηθέντος με την αγωγή ποσού των 34.783,20 ευρώ, αποτελούμενου από περισσότερα κονδύλια που κρίθηκαν εν μέρει απορριπτέα ως αόριστα κατά τα προεκτεθέντα με την επίκληση καταβολών συνολικών ποσών, χωρίς να γίνεται ειδικότερα ανάλυση του ποσού, που καταβλήθηκε για την κάθε μία αιτία και χωρίς επίκληση περιστατικών συμφωνίας των διαδίκων περί ρύθμισης των χρεών τους σε ένα συγκεκριμένο συνολικό ποσό, είναι αόριστη και συνακόλουθα απορριπτέα, ως απαράδεκτη, αφού από τη διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ, που ορίζει ότι η ενοχή αποσβέννυται με καταβολή, προκύπτει ότι στοιχεία της ενστάσεως εξοφλήσεως είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής (ΑΠ 1591/2017, ΑΠ 1069/2014, ΑΠ 381/2014, ΑΠ 1208/2013, ΑΠ 191/2011).
VI. Με τον πέμπτο λόγο έφεσης η εκκαλούσα προβάλλει ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της εφεσίβλητης, διότι, παρότι συμφώνησαν με την τελευταία, την 05-03-09, την καταβολή από αυτήν των αναφερομένων αμέσως ανωτέρω ποσών, με αποτέλεσμα να της προκληθεί η εύλογη πεποίθηση εξόφλησης των οφειλομένων της, αυτή προέβη στην άσκηση της κρινόμενης αγωγής, την 06-02-2014, μετά την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος και χωρίς προηγούμενη όχλησή της. Ωστόσο, τα περιστατικά αυτά και αληθή υποτιθέμενα, δεν επαρκούν για την θεμελίωση της ένστασης του άρθρου 281 ΑΚ, αφού αφενός η συμφωνία καταβολής των ανωτέρω ποσών από την πλευρά της εκκαλούσας δεν οδηγεί άνευ άλλου τινός στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται υπόλοιπο οφειλής από τις μεταξύ τους συναλλαγές, δεν αποτελεί επομένως ειδική περίσταση, προερχόμενη από τη συμπεριφορά της εφεσίβλητης, που υποδεικνύει ότι αυτή δεν θα αναζητήσει την είσπραξη υπολοίπου οφειλής στο μέλλον (η εκκαλούσα δεν επικαλείται συμφωνία ρύθμισης των μεταξύ τους οικονομικών εκκρεμοτήτων), αφετέρου το χρονικό διάστημα της πενταετίας, το οποίο παρήλθε ως την άσκηση των ενδίκων αξιώσεων από την εφεσίβλητη, που τελεί σε καθεστώς εκκαθάρισης από το έτος 2009, δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλο, ενώ επιπλέον η εκκαλούσα δεν επικαλείται οποιαδήποτε βλάβη της από την όποια επιβράδυνση, ώστε να δημιουργείται, με την άσκηση του δικαιώματος εκ μέρους της εφεσίβλητης, εντύπωση αδικίας.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, μη προβαλλομένου άλλου λόγου έφεσης προς έρευνα, ούτε και γενικής άρνησης της αγωγής, πρέπει δεκτού γενομένου εν μέρει ως βάσιμου και κατ’ ουσίαν του δεύτερου λόγου έφεσης, να γίνει αυτή δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το μέρος της με το οποίο αναγνωρίστηκε η οφειλή της εναγομένης για τα προαναφερόμενα κονδύλια: 1) ασφαλίστρων μηνός Δεκεμβρίου 2008 ύψους 7.150,62 ευρώ, 3) εξόδων επιστροφής επιταγών χάριν πληρωμής ασφαλίστρων ύψους 29,08 ευρώ, 4) ποσών α) 6.011,08 ευρώ, β) 1.100 ευρώ και γ) 12.658,10 ευρώ, από επιταγές που δεν πληρώθηκαν και αντιστοιχούν σε οφειλόμενα ασφάλιστρα και αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό και εκδικαστεί η υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. ……../06-02-2014 αγωγή, να απορριφθεί αυτή, ως προς τα κονδύλια αυτά, ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Η εκκαλούσα πρέπει να υποχρεωθεί στη καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, κατά το μέρος της ήττας της (άρθρα 106, 178§1, 183 και 191§2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα του κατατεθέντος με την έφεσή της παραβόλου (άρθρο 495§3 ΚΠολΔ), επειδή η έφεση έγινε δεκτή.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 2263/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία), κατά το μέρος της με το οποίο αναγνωρίστηκε η οφειλή της εκκαλούσας προς την εφεσίβλητη για κονδύλια: 1) ασφαλίστρων μηνός Δεκεμβρίου 2008 ύψους 7.150,62 ευρώ, 3) εξόδων επιστροφής επιταγών χάριν πληρωμής ασφαλίστρων ύψους 29,08 ευρώ, 4) ποσών α) 6.011,08 ευρώ, β) 1.100 ευρώ και γ) 12.658,10 ευρώ, από επιταγές που δεν πληρώθηκαν και αντιστοιχούν σε οφειλόμενα ασφάλιστρα.
Κρατεί και δικάζει κατ’ ουσίαν την υπόθεση.
Απορρίπτει την υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. ……/06-02-2014 αγωγή, ως προς το αίτημα αυτό.
Υποχρεώνει την εκκαλούσα να καταβάλει μέρος της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του κατατεθέντος με την έφεσή της παραβόλου ποσού εκατό (100) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 07-06-2023, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ