Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 235/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός   235/2023

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Σωκράτη Γαβαλά, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του, την  ……….., προκειμένου να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του Καλούντος- Εφεσίβλητου: ………. ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια του πληρεξουσίου Δικηγόρου του  Δημητρίου Ντοκατζή (A.M.Δ.Σ.Θ. …), (βλ. το υπ’ αριθμόν  …./13-03-2023 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π. – άρθρο 61 Ν. 4194/ 2013), ο οποίος κατέθεσε δήλωση, προκειμένου να εκδικαστεί η υπόθεση χωρίς ο ίδιος να παραστεί, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

Του Καθ’ ου η Κλήση- Εκκαλούντος: ………., που παραστάθηκε στο αροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου του Δημητρίου Καμπίρη  (Δ.Σ.Α. …), (βλ. το υπ’ αριθμόν …../15-03-2023 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π. – άρθρο 61 Ν. 4194/2013), ο οποίος ομοίως κατέθεσε δήλωση, προκειμένου να εκδικαστεί η υπόθεση χωρίς ο ίδιος να παραστεί, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

Ο εφεσίβλητος άσκησε σε βάρος του εκκαλούντος ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 28.06.2017 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού την 18.07.2018 με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) …/2017 και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) …../2017.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 1371/2018 (οριστική) απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία (Διαδικασία άρθρων 1-465 Κ.Πολ.Δ.), αντιμωλία των διαδίκων, με την οποία αυτή έγινε εν μέρει δεκτή, ως κατ’ ουσία βάσιμη, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα σε αυτήν.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (= Εφετείου Πειραιώς), με την από 22/05/2020 έφεσή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος αυτήν Δικαστηρίου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατά θεσης ενδίκου μέσου (Γ.Α.Κ.) …/22-05-2018 και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ) …./22-05-2018, και ακολούθως στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) …./22-05-2018 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατά θεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) …../22-05-2018, δικάσιμος δε ορίστηκε η 21-03-2019.

Επί της εφέσεως αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 191/2020 (μη οριστική) απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία αναβλήθηκε η εκδίκαση της ένδικης υπόθεσης μέχρι την έκδοση απόφασης της πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου επί του παραπεμφθέντος σε αυτήν με την υπ’ αριθμόν 8/2019 απόφαση της Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου νομικού ζητήματος, ενώ συγχρόνως διατάχθηκε η επανάληψη της εκδίκασης της ένδικης υπόθεσης, κατ’ άρθρο 254 Κ.Πολ.Δ., προκειμένου να προσκομιστούν τα αναφερόμενα σε αυτήν έγγραφα, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα σε αυτήν.

Ακολούθως, ο εφεσίβλητος άσκησε την από 05-07-2022 κλήση του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) …./2018 και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ) …../2018, δικάσιμος δε ορίστηκε  αυτή, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και εκδικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

(Ι) Νόμιμα, φέρεται με την από 05-07-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) …../2018 και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ) …./2018 κλήση προς εκδίκαση η από 22/05/2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Γ. Α.Κ) …/Ε.Α.Κ.Δ.) …/22-05-2018 έφεση του ……… κατά της υπ’ αριθμόν 1371/2018 (οριστικής) απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προς περαιτέρω εκδίκαση, μετά την την εκτέλεση των όσων διατάχθηκαν με την υπ’ αριθμόν 191/2020 (μη οριστική) απόφαση του Δικαστηρίου τούτου.

(ΙΙ) Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμόν 1371/2018 (οριστικής) απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας κατά την τακτική διαδικασία (Διαδικασία άρθρων 1-465 Κ.Πολ.Δ.), αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως φερόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.), έχει ασκηθεί, σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ήτοι, πριν από την επίδοση αυτής στον εναγόμενο-εκκαλούντα, καθώς η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στον τελευταίο, για γνώση του και για τις νόμιμες συνέπειες, την 05-06-2018, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν …/05-06-2018 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο  Πειραιώς ………., την οποία προσκομίζει με επίκληση ο εκκαλών, ως επισπεύδων τη συγκεκριμένη διαδικαστική ενέργεια διάδικοι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 106 και 107 Κ.Πολ.Δ., που εφαρμόζονται και στην προκείμενη έκκλητη δίκη, γεγονός, άλλωστε, που ουσιαστικά συνομολογεί και ο εκκαλών), ενώ το δικόγραφο της υπό κρίση εφέσεως κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστη ρίου, την 29η Μαΐου 2018] (άρθρα 495 παρ. 1- 2, 498, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).  Συνεπώς, εφόσον για το παραδεκτό της συζήτησής της καταβλήθηκε, κατ` άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ` ΚΠολΔ. παράβολο του Ελληνικού Δημοσίου, αξίας εκατό (100,00) ευρώ (βλ. το με αριθμό κωδικού ηλεκτρονικού παραβόλου ………../2018 με το σχετικό παραστατικό πληρωμής), πρέπει αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.

(ΙΙΙ) Με το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που κυρώθηκε με το ν. 53/1974, ορίζεται ότι “1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου Δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως……… 2. Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι, τεκμαίρεται αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του”, το οποίο σε ενωσιακό επίπεδο ισχύει βάσει του άρθρου 6 παρ. 2 Σ.Ε.Ε., σύμφωνα με το οποίο “Η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών”. Ταυτόσημη διατύπωση με την παρ. 2 του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. έχει και η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997, κατά το οποίο “κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο”, αλλά και του άρθρου 48 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., που ορίζει ότι “Κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του σύμφωνα με το νόμο”. Το τεκμήριο αθωότητας ορίζεται πλέον στο άρθρο 71 ΚΠΔ, σύμφωνα με το οποίο “οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με το νόμο” και είναι συνέπεια της ενσωματώσεως της Οδηγίας 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβου λίου της 9.3.2016 “για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παραστάσεως του κατηγορουμένου στην δίκη στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας” με το νόμο 4596/2019. Με τις ως άνω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις κατοχυρώνεται και προστατεύεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, το οποίο αποτελεί κατ’ αρχήν τη δικονομική έκφανση του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, συνδεόμενο άμεσα με την αρχή της ενοχής (άρθρα 7.1 Συντ. και 14 ΠΚ). Συνιστά ταυτόχρονα έκφραση της συνταγματικής αρχής του κράτους δικαίου, με την έννοια ότι καθιερώνει υποχρέωση της Πολιτείας και αντίστοιχο δικαίωμα του κάθε εμπλεκομένου στην ποινική διαδικασία προσώπου να αξιώνει την ποιότητα της μεταχειρίσεως, που θα επιφυλασσόταν σε έναν αθώο, μέχρις ότου να κηρυχθεί η ενοχή του. Το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο δεν αποτελεί μόνον ένα θεμελιώδες δικαίωμα του κατηγορουμένου να τεκμαίρεται αθώος μέχρι τη νόμιμη απόδειξη της ενοχής του, αλλά είναι ταυτόχρονα μία ανεξάρτητη υποχρέωση της πολιτείας, αφού διαθέτει αυτόνομη εγγυητική λειτουργία, με την έννοια ότι, σε περίπτωση προσβολής του, αναιρείται ο δίκαιος χαρακτήρας της δίκης, ακόμη και αν έχουν γίνει σεβαστές όλες οι υπόλοιπες, προβλεπόμενες από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., αρχές και εγγυήσεις, δηλαδή η δημοσιότητα της δίκης, η εκδίκαση της υποθέσεως σε εύλογο χρόνο, η ανεξαρτησία και αμεροληψία του Δικαστηρίου, δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες, που ο διάδικος έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου στα πλαίσια μιας ποινικής δίκης αλλά έχει εφαρμογή και ενώπιον οποιουδήποτε άλλου Δικαστηρίου, το οποίο επιλαμβάνεται μεταγενέστερα είτε επί των αστικών αξιώσεων του παθόντος είτε επί θεμάτων διοικητικής ή πειθαρχικής φύσεως, όταν αυτό για τις ανάγκες της δίκης ερμηνεύει την ποινική αθωωτική απόφαση, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα τα οποία εισάγονται ενώπιόν του, κατά τρόπο, που δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την προηγούμενη απαλλαγή του διαδίκου. Το τεκμήριο αθωότητας, δηλαδή, πέραν της παραδοσιακής διαδι καστικής – δικονομικής εγγυήσεως που παρέχει, κατοχυρώνει παράλληλα το σεβασμό της τιμής και της αξιοπρέπειας του κατηγορουμένου, επεκτείνοντας το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως και εκτός του στενού πλαισίου της ποινικής δίκης, θεωρώντας ότι η μη διακρίβωση της ποινικής ευθύνης ή πολύ περισσότερο η αθώωση του κατηγορουμένου αποτελεί αυτοτελές στοιχείο της προσωπικότητάς του, που τον συνοδεύει εσαεί και πρέπει να γίνεται σεβαστό από τις κρατικές αρχές πέρα από τα στενά όρια της ποινικής δίκης, δηλαδή και σε κάθε άλλο Δικαστήριο, είτε ποινικό, είτε πολιτικό. Τέτοια δε αθωωτική ποινική απόφαση είναι κάθε απόφαση, που εκδίδεται σε ποινική υπόθεση και δεν επιβάλλει στον κατηγορούμενο ποινή, όπως εκείνη, που διαπιστώνει πανηγυ ρικά τη μη τέλεση του εγκλήματος, π.χ. λόγω ελλείψεως στοιχείων της αντικειμενικής ή υποκειμενικής υποστάσεως ή απόφαση, που απαλλάσσει τον κατηγορούμενο “λόγω αμφιβολιών” ή απόφαση, που αναστέλλει την ποινική διαδικασία ή που παύει την ποινική δίωξη με οποιοδήποτε τρόπο και εξαιτίας θανάτου ή ανακαλεί τη σε βάρος του έγκληση ή ακόμα και αντίστοιχου περιεχομένου βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου, δηλαδή κάθε περίπτωση “μη διαπιστωμένης ενοχής”. Απαραίτητη προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αθωότητας σε μεταγενέστερες μη ποινικές διαδικασίες αποτελεί η ύπαρξη συνάφειας – ουσιαστικού συνδέσμου μεταξύ της ποινικής δίκης και της μεταγενέστερης μη ποινικής δίκης, όπως τούτο συμβαίνει, όταν ασκείται αγωγή αποζημιώσεως, λόγω αδικοπραξίας, την οποία οφείλει να καταβάλει ο υπαίτιος στον παθόντα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. του ΑΚ. Με τις προαναφερθείσες διατάξεις δεν καθιερώνεται δεδικασμένο στην αστική δίκη από απόφαση ποινικού Δικαστηρίου, ενώ, ούτε και το Σύνταγμα προβλέπει σχετικό δεδικασμένο, αντιθέτως, μάλιστα, προβαίνει σε διάκριση των δικαιοδοσιών. Ειδικότερα, οι διατάξεις των άρθρων 93-96 Συντ. αφενός κατοχυρώνουν τη διάκριση των Δικαστηρίων και αφετέρου κατανέμουν μεταξύ τους τη δικαιοδοσία σε διοικητική, πολιτική ή αστική και ποινική, κατ’ αντιστοιχία των προβλεπομένων Δικαστηρίων και των υπαγόμενων σε αυτά διαφορών ή και υποθέσεων. Η συνταγματική αυτή πρόβλεψη των ως άνω διακριτών δικαιοδοσιών επιτρέπει, εκτός άλλων, και τη δημιουργία αστικών και ποινικών διαφορών από την ίδια συμπεριφορά ή δραστηριότητα, που υπάγονται ακολούθως στις αντίστοιχες δικαιοδοσίες. Βασική συνέπεια, που αναδεικνύει το ουσιαστικό περιεχόμενο της διακρίσεως των τριών διακριτών δικαιοδοσιών, οι οποίες ενδέχεται να διασταυρώνονται, διατηρώντας όμως την ισοτιμία και την ανεξαρτησία τους, είναι το διακριτό δεδικασμένο των αποφάσεων κάθε δικαιοδοτικής λειτουργίας, το οποίο ορίζεται διαφορετικά από τον αντίστοιχο δικονομικό νομοθέτη (άρθρα: 321 επ. ΚΠολΔ, 57 ΚΠΔ, 197 ΚΔΔ). Οι ρυθμίσεις αυτές επιβάλλουν το δεδικασμένο να είναι κατ’ αρχήν δεσμευτικό μόνον εντός της οικείας δικαιοδοσίας, με αποτέλεσμα οι αποφάσεις των ποινικών Δικαστηρίων να μην αποτελούν δεδικασμένο για την πολιτική δίκη. Αποδεικτική δέσμευση από δικαστικές αποφάσεις άλλων δικαιοδοτικών κλάδων μπορεί να γίνει ανεκτή, μόνον όταν υπάρχει σχετική νομοθετική πρόβλεψη, είτε σε διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, είτε σε διατάξεις της οικείας δικονομίας. Η συνταγματική άλλωστε πρόβλεψη τριών διακριτών δικαιοδοσιών, αποκλείει την ύπαρξη μιας και ενιαίας έννομης τάξεως, στο πλαίσιο της οποίας η κρίση του ποινικού Δικαστηρίου και συγκεκριμένα η αμετάκλητη αθωωτική απόφαση αυτού, αυτόματα και άνευ άλλου τινός, πρέπει να γίνεται αποδεκτή από το αστικό Δικαστήριο, το οποίο πρέπει να καταλήξει σε αποτέλεσμα συμβατό με την αθωωτική ποινική απόφαση, και κατ’ επέκταση να απορρίψει την αγωγή αποζημιώσεως του παθόντος – ενάγοντος, καθ’ όσον διαφορετικά δημιουργείται ρήγμα της ενιαίας αυτής έννομης τάξεως. Ειδικότερα, στην ποινική δίκη ισχύει το ανακριτικό σύστημα συλλογής των αποδείξεων σε αντίθεση με το σύστημα διαθέσεως και συζητήσεως της πολιτικής δίκης και του βάρους επικλήσεως και προσκομίσεως των αποδεικτικών μέσων από τους διαδίκους της πολιτικής δίκης. Η προσκόμιση, αυτή και μόνη της αθωωτικής αποφάσεως του εναγομένου, ενώπιον του πολιτικού Δικαστηρίου, θα αρκούσε, για να τεθεί εκποδών το υποβληθέν αποδεικτικό υλικό, η δε νομοθετική ρύθμιση για το βάρος των διαδίκων προσκόμισης και επίκλησης των αποδεικτικών μέσων, κατ’ άρθρο 237 του ΚΠολΔ, θα καθίστατο κενό γράμμα. Είναι εξ άλλου χαρακτηριστικό ότι το τεκμήριο αθωότητας ενεργοποιείται, μόνον όταν προσκομιστεί με επίκλησή της η αθωωτική ποινική απόφαση στο πολιτικό Δικαστήριο. Ενώ, στην ποινική δίκη το άρθρο 178 παρ. 2 του ΚΠΔ ορίζει ότι οι Δικαστές και Εισαγγελείς εξετάζουν αυτεπαγγέλτως όλα τα αποδεικτικά μέσα, που θεμελιώνουν την ενοχή ή κατατείνουν στην αθωότητα του κατηγορουμένου και ότι αυτός δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται υπέρ αυτού. Στην ποινική δίκη ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα όχι μόνο να σιωπήσει, αλλά και δικαίωμα μη αυτό ενοχοποιήσεως (άρθρο 104 παρ. 1 ΚΠΔ), τα οποία (δικαιώματα) δεν μπορούν να αξιοποιηθούν σε βάρος των υπόπτων και των κατηγορουμένων (άρθρο 104 παρ. 3 ΚΠΔ), ενώ στα πολιτικά Δικαστήρια ο εναγόμενος έχει βάρος να απαντήσει επί της αγωγής, είτε αρνούμενος απλά ή αιτιολογημένα είτε υποβάλλοντας ενστάσεις, εάν δε δεν ανταποκριθεί στο βάρος αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να θεωρήσει ως ομολογημένη την ιστορική βάση της αγωγής (άρθρο 261 ΚΠολΔ). Εξάλλου, είναι ενδεχόμενο ακόμη και μετά την αθώωση του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη, αυτός, ως εναγόμενος, να ομολογήσει την ιστορική βάση της αγωγής κατά το άρθρο 352 Κ.Πολ.Δ, σε αντίθεση με την προαναφερθείσα μη αυτοενοχο ποίησή του, οπότε το Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να θεωρήσει ως αποδεδειγμένη την ιστορική βάση της αγωγής, επί ποινή μάλιστα αναιρετικού ελέγχου, κατ’ άρθρο 559 αριθ. 12 του ΚΠολΔ, και να την δεχθεί κατ’ ουσίαν. Τότε, μάλιστα, δεν θα μπορεί καν να ισχύει το επικαλούμενο τεκμήριο αθωότητας, αλλά ούτε και το ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την αθωωτική απόφαση του ποινικού Δικαστηρίου. Επίσης απαιτείται διαφορετικός βαθμός δικανικής πεποιθήσεως για την κήρυξη ενός κατηγορουμέ νου ενόχου από το ποινικό Δικαστήριο σε σχέση με την παραδοχή πολιτικού Δικαστηρίου ότι συντελέστηκε ένα αστικό αδίκημα, που είναι συγχρόνως και έγκλημα. Έτσι στην ποινική δίκη, επί αμφιβολιών ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου, αυτός κηρύσσεται αθώος, κατ’ εφαρμογήν της αρχής in dubio pro reo, ενώ στην πολιτική δίκη δεν ισχύει η αρχή αυτή, για την κατάφαση δε αν διαπράχθηκε το ταυτιζόμενο με το ποινικό αστικό αδίκημα ο πολιτικός δικαστής πρέπει να σχηματίσει πλήρη και βεβαία δικανική πεποίθηση. Πρέπει επί πλέον να τονισθεί ότι επί αθωωτικής αποφάσεως δεν είναι υποχρεωμένος ο Δικαστής να διακρίνει ρητώς στο κείμενο αυτής μεταξύ αθωώσεως, οφειλομένης σε πλήρη βεβαιότητα και αθωώσεως, οφειλομένης σε αμφιβολίες. Ως εκ τούτου, η αμετάκλητη αθώωση του κατηγορουμένου από τα ποινικά δικαστήρια είναι προϊόν άλλων (λιγότερο αυστηρών) αποδεικτικών προϋποθέσεων, ενώ η αντίστοιχη κρίση του πολιτικού Δικαστηρίου είναι προϊόν πλήρους δικανικής πεποιθήσεως. Επί αθωωτικής αποφάσεως, το τεκμήριο αθωότητας δεν συνεπάγεται αποδεικτική δέσμευση του πολιτικού Δικαστηρίου, που οδηγεί υποχρεωτικά σε αποδεικτικό πόρισμα σύμφωνο με την αθωωτική ποινική απόφαση και κατ’ ανάγκη σε αποκλεισμό της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του αθωωθέντος και, συνακόλουθα, σε ουσιαστική απόρριψη της αποζημιωτικής αγωγής, με την αιτιολογία ότι διαφορετικά δημιουργούνται αμφιβολίες για την αθώωση και παραβιάζεται η αρχή του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Μία τέτοια θεώρηση δεν είναι σύμφωνη με τα δογματικά όρια του τεκμηρίου αθωότητας, όπως αυτά προσδιορίσθηκαν ανωτέρω, αλλά προσκρούει και στο Σύνταγμα, αφού έτσι δημιουργείται ένα είδος “αποδεικτικής δεσμεύσεως”, ένα νέο είδος “δεδικασμένου”, μη προβλεπόμενο από τον ισχύοντα Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ή από άλλη ουσιαστική διάταξη, άρα ασύμβατο με τη συνταγματική διάκριση των δικαστικών δικαιοδοσιών, από τις οποίες πηγάζει η δικονομική αρχή για τη μη δέσμευση των πολιτικών Δικαστηρίων από τις αποφάσεις των ποινικών. Ωστόσο, ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν αποκλείει τις αστικές διεκδικήσεις. Η απαλλαγή δηλαδή από την ποινική ευθύνη δεν συνεπάγεται αυτόματα την απαλλαγή από την αστική ευθύνη, ακόμη και στην περίπτωση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, ανεξάρτητα μάλιστα από το εάν έληξε ή όχι η ποινική διαδικασία με αθώωση ή παύση της ποινικής διώξεως, δοθέντος ότι μόνο το γεγονός ότι τα αποδεικτικά στοιχεία της ποινικής διαδικασίας θα χρησιμοποιηθούν στην αστική δίκη, καθώς και ότι βάση της αστικής αξιώσεως για αποζημίωση είναι τα συστατικά στοιχεία του ποινικού αδικήματος, δεν είναι αρκετά, προκειμένου να χαρακτηρισθεί η συναφής (πολιτική) δίκη ως (δεύτερη) ποινική διαδικασία, που απαγορεύεται. Το τεκμήριο αθωότητας όμως σημαίνει ότι το πολιτικό Δικαστήριο, όταν αποφασίζει σχετικά με το αν τελέστηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν μπορεί να αδιαφορήσει για την αθώωση του κατηγορουμένου, ούτε επιτρέπεται να χρησι μοποιήσει την αθωωτική απόφαση, για να αντλήσει από αυτήν επιχειρήματα για την ενοχή του (κατηγορουμένου). Οι παραδοχές και η εν γένει συλλογιστική της πολιτικής αποφάσεως, τόσο στο αιτιολογικό – σκεπτικό, όσο και στο διατακτικό της, αφού και τα δύο αυτά στοιχεία έχουν το ίδιο δεσμευτικό αποτέλεσμα, δεν πρέπει να θέτουν, άμεσα ή έμμεσα, υπό αμφισβήτηση την ορθότητα της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, ιδίως με την επίκληση ότι: (α) η αθωότητα του κατηγορουμένου είναι προϊόν αμφιβολιών και όχι βεβαιότητας του Δικαστηρίου για την αθωότητά του, (β) η απόφαση λήφθηκε κατά πλειοψηφία και όχι ομόφωνα, (γ) στηρίχθηκε στη μη απόδειξη του υποκειμενικού στοιχείου του αδικήματος (δόλου), (δ) διαφώνησε ο Εισαγγελέας της έδρας, (ε) κατά της αθωωτικής αποφάσεως ασκήθηκε αναίρεση από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία, όμως, απορρίφθηκε για δικονομικούς – τυπικούς λόγους, κ.ά. Το πολιτικό Δικαστήριο, το μεν δεν έχει λόγο να αμφισβητήσει την απόφαση του ποινικού Δικαστηρίου, αναγρά φοντας στο αιτιολογικό της αποφάσεώς του ότι αυτό έσφαλε ως προς την κρίση του ή ότι δεν εκτιμήθηκαν ορθά τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, το δε δεν εξετάζει την κρίση του ποινικού Δικαστηρίου, ούτε τα αποδεικτικά μέσα, που έλαβε υπόψη το ποινικό Δικαστήριο, για να καταλήξει στην κρίση του, πολύ δε περισσότερο διότι ο εναγόμενος, κατά τα προεκτεθέντα, δεν δικάζεται δις για την ίδια πράξη. Το πολιτικό δηλαδή Δικαστήριο πρέπει να παραμείνει μέσα στα όρια της πολιτικής δίκης, αποφεύγοντας χαρακτηρισμούς και κρίσεις, που σχετίζονται με το ποινικό αδίκημα, εφόσον δεν άπτονται του αντικειμένου της συναφούς πολιτικής δίκης, ώστε να μην δίνεται η εντύπωση ότι ασχολείται όχι μόνο με τις αστικές αξιώσεις, αλλά διερευνά και την τέλεση του ποινικού αδικήματος, διαλαμβάνοντας δηλώσεις καταλογισμού ποινικής ευθύνης στον αμετακλήτως αθωωθέντα, με αναφορά ότι αυτός έχει διαπράξει τα αδικήματα, κατά τον τρόπο, που αναφέρονται στο κατηγορητήριο και για τα οποία έχει αθωωθεί ή έχει παύσει γι’ αυτόν η ποινική δίωξη, προσέτι δε λέξεις και εκφράσεις, ιδίως σε περιπτώσεις, που ορισμένοι όροι δεν έχουν αποκλειστικά ποινικό χαρακτήρα, πρέπει να χρησιμο ποιούνται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην τίθεται σε αμφισβήτηση η ορθότητα της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, ενώ η τυχόν διενέργεια προσθέτων αποδείξεων, δηλαδή, η εκτίμηση από το πολιτικό Δικαστήριο και νέων αποδείξεων, που δεν είχαν τεθεί υπόψη του ποινικού Δικαστηρίου, καθιστά το διαφορετικό αποτέλεσμα, στο οποίο αυτό (πολιτικό Δικαστήριο) καταλήγει, περισσότερο δικαιολογημένο. Τελικώς, η παραβίαση του ως άνω τεκμηρίου θα πρέπει να κρίνεται πάντα εν όψει των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως και του τρόπου διατυπώσεως των αιτιολογιών, που θέτουν ενδεχομένως σε αμφιβολία το διατακτικό της αθωωτικής αποφάσεως του ποινικού Δικαστηρίου και υφίσταται, εντεύθεν, θέμα παραβιάσεως του τεκμηρίου αθωότητας (Ολ ΑΠ 4/2020, Α.Π. 1332/ 2021 Α.Π. 1459/2022 Δημοσιευμένες στην Ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 914ΑΚ οι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης είναι: (α) η παράνομη και υπαίτια ανθρώπινη συμπεριφορά, (β) η επέλευση ζημίας και (γ) ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι συμπεριφορά, που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος (Α.Π. 1284/2017 Δημοσιευμένη στην Ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου, ΑΠ 889/2008, 995/2008, 422/2008). Κατά την κρατούσα γνώμη, το παράνομο κρίνεται από το αποτέλεσμα με την έννοια ότι για την κατάφαση της παρανομίας ερευνάται αν προκλήθηκε παράνομη ζημία, αν δηλαδή προσβλήθηκε δικαίωμα ή έννομο συμφέρον του ζημιωθέντος. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικά επιβεβλημένης από τη θεμελιώδη δικαιϊκή αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρεώσεως λήψεως ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων. Για τη θεμελίωση της αδικοπρακτικής ευθύνης προς αποζημίωση, δεν αρκεί μόνον ο χαρακτηρισμός της συμπεριφοράς του ζημιώσαντος ως παράνομης. Περαιτέρω, αυτοτελής προϋπόθεση είναι η υπαιτιότητα του ζημιώσαντος, δηλαδή απαιτείται να μπορεί η συμπεριφορά του αυτή να αποδοθεί σε μια ιδιαίτερη ψυχική στάση που θεωρείται επιλήψιμη και αποδοκιμάζεται από το δίκαιο. Με τον όρο πταίσμα ή υπαιτιότητα, ως αναγκαία προϋπόθεση για τη θεμελίωση της ευθύνης κατά το σύστημα του Αστικού Κώδικα (αρθρ.300 αυτού), εννοείται ο ψυχικός δεσμός του προσώπου προς μια ενέργεια του ή προς το αποτέλεσμα της, ο οποίος (δεσμός) δικαιολογεί τη σε βάρος του μομφή από την έννομη τάξη με τη γένεση στο πρόσωπο του ευθύνης προς αποζημίωση. Ο ψυχικός αυτός δεσμός του προσώπου προς μια ενέργεια του συνίσταται, είτε στο ότι επιδίωξε την ενέργεια αυτήν (δόλος), είτε στο ότι δεν έλαβε τα επιβαλλόμενα μέτρα έτσι ώστε να την αποφύγει. Η προϋπόθεση της υπαιτιότητας πληρούται, αν στο πρόσωπο του ζημιώσαντος υπάρχει οποιαδήποτε μορφή δόλου ή αμέλειας (βαριά ή ελαφρά). Η υπαιτιότητα προϋποθέτει ικανότητα προς καταλογισμό (ή ικανότητα προς αδικοπραξία ή ικανότητα προς πταίσμα). Η ικανότητα προς καταλογισμό είναι απαραίτητη για την κατάφαση της υπαιτιότητας και περαιτέρω της αδικοπρακτικής ευθύνης. Απαιτείται δηλαδή η παράνομη συμπεριφορά να μπορεί να καταλογιστεί προσωπικά στο δράστη. Ζημία είναι κάθε. δυσμενής μεταβολή στα έννομα αγαθά του προσώπου, είτε αυτά είναι περιουσιακά είτε μη περιουσιακά, ως συνέπεια της παράνομης πράξης. Η ζημία, που προξενείται στα περιουσιακής φύσεως αγαθά του προσώπου, δηλαδή στα αποτιμητά σε χρήμα αγαθά, αποτελεί την περιουσιακή ζημία, ενώ αυτή, που προξενείται στα ηθικά αγαθά του ατόμου ,δηλαδή σε εκείνα, τα οποία συνδέονται στενά με την προσωπικότητα του (προσβολή της τιμής, της ελευθερίας, της σωματικής και ψυχικής υγείας κ.λ.π του ατόμου), αποτελεί την ηθική βλάβη. Η ηθική βλάβη αποκαθίσταται με τη μορφή της χρηματικής ικανοποίησης στις περιπτώσεις των ΑΚ 57-59 (προσβολή του δικαιώματος στην προσωπικότητα) και 932 (αδικοπραξία). Προϋπόθεση για τη γένεση της ευθύνης κατ’ άρθρο 914 ΑΚ είναι και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Ως αιτιώδης συνάφεια εννοείται η σχέση και αποτελέσματος μεταξύ του νομίμου λόγου ευθύνης παράνομης και υπαίτιας συμπε ριφοράς του δράστη) και του αποτελέσματος (ζημίας). Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα τη κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα (Ολ ΑΠ 18/2004, ΑΠ 177/2008, 427/2008, 579/2008). Η αναγκαιότητα της ύπαρξης αυτής της προϋπόθεσης για τη θεμελίωση της ευθύνης προς αποζημίωση δεν ορίζεται μεν ρητά στο νόμο, προκύπτει όμως από τη γενική θεώρηση των διατάξεων, που καθιερώνουν αυτή την ευθύνη. Προϋπόθεση για την εφαρμογή της ΑΚ 932 αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε η τέλεση αδικοπραξίας, δηλαδή η τέλεση, είτε παράνομης και υπαίτιας πράξης κατά την ΑΚ 914, είτε και απλώς παράνομης πράξης, εφόσον δημιουργείται υποχρέωση αποζημίωσης (π.χ. περιπτώσεις αντικειμενικής ευθύνης), χωρίς να είναι αναγκαστι κά και ποινικά κολάσιμη. Τέλος, από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει ότι σκοπός της διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μία με ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευ ματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση το σκοπό αυτόν αντλούνται στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου” εκείνα τα στοιχεία, που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στο βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν το Δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά) κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου, που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και μέσω αυτού από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ’ αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία, που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του Δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των Δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο χρηματικό ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του Δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στη δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το Δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμε λιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι, η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέ χεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής  ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, με την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποι ούμενων μέσων και του σκοπού, που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιά ζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 ΚΠολΔ από τους αρ. 1 ή 19, αντίστοιχα και, αν πρόκειται για αποφάσεις των Ειρηνοδικείων: άρθρο 560 ΚΠολΔ, από τους αριθμούς 1 ή 6, αντίστοιχα), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος), υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το Δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 80/ 2018, Α.Π. 79/2020 Δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του Αρείου Πάγου). Τέλος, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση, που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστι κή η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση και με εκείνη του υποχρέου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υποχρέου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγο μένη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπερι φορά του δικαιούχου και του υποχρέου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της διαμορφωθείσης καταστά σεως υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρηθείσης για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διατάξεως διαγραφομένων ορίων. Η ειρημένη αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αρκούσης της επελεύσεως δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων, πρέπει να υφίσταται για μακρό χρονικό διάστημα, πλην ελάσσονα του δια την παραγραφή του δικαιώματος υπό του νόμου προβλεπομένου, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του (Ολομ. ΑΠ 8/2001, ΟλομΑΠ 17/1995, ΟλομΑΠ 62/1990). Το δε ζήτημα αν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει ναι αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες, που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ασκήσεως του δικαιώματός του (ΑΠ 321/2002). Στην περίπτωση αυτή η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη (Α.Π. 178/2020 Δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του Δ.Σ.Α.).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, από την υπ’ αριθμόν ……../2-11- 2017 ένορκη βεβαίωση των ……….. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, η οποία λήφθηκε νομότυπα κατόπιν εμπρόθεσμης κλήτευσης του εναγόμενου-εκκαλούντος, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν ………./30-10-2017 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ………), την υπ’ αριθμόν …../11-10-2017 ένορκη βεβαίωση των ……… ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, η οποία λήφθηκε νομότυπα κατόπιν εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος-εφεσίβλητου, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν ……../4-10-2017 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς …….), από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, και των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται από οποιονδήποτε διάδικο, όπως αυτά κατονομάζονται και δια ριθμούνται στις προτάσεις τους, νόμιμα, (Ολ. Α.Π 23/2008, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 179/2013, ΑΠ 168/2014) είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον επιτρέπεται η εμμάρτυρη απόδειξη στην παρούσα δίκη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 395 Κ.Πολ.Δ, και κατέστησαν κοινό αποδεικτικό μέσο, κατά τους ορισμούς του άρθρου 346 Κ.Πολ.Δ, μεταξύ των οποίων περι λαμβάνονται: (α) οι φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται από οποιονδήποτε διάδικο και είναι επιτρεπτά αποδεικτικά μέσα, ως ιδιωτικά έγγραφα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 444 αριθ. 3, 448 παρ. 2 και 457 πα. 4 Κ.Πολ.Δ., και έχουν καταστεί κοινό αποδεικτικό μέσο, κατά τους ορισμούς του άρθρου 346 Κ.Πολ.Δ., και (β) η υπ’ αριθ. …/21-2-20.17 ένορκη βεβαίωση του ……….. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, η οποία λήφθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης και εκτιμάται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 1605/2001-ΕλλΔνη 2002/393), από τις ομολογίες των διαδίκων, όπως αυτές συνάγονται από τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 Κ.Πολ.Δ, κατά το μέτρο, που δεν αμφισβητήθηκε η αλήθεια αυτών,  καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη (άρθρα 336 παρ. 4 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ) {Ν. Παισίδου: Τα δικαστικά τεκμήρια, 1991, σελ. 230 κα σημ. 86, πρβλ. Στ. Κουσούλη στην Ερμηνεία Κ. Πολ.Δ. Κεραμέως/ Κονδύλη/Νίκα, Ι (2000) άρθρο 231, αριθ. 5), προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο …………. και …………… τυγχάνουν κύριοι όμορων ακινήτων στο Πέραμα Αττικής επί της οδού ……., ήδη από το έτος 2005, οπότε ο πρώτος (1ος) από αυτούς αγόρασε μία παλαιά μονοκατοικία επί της οδού …….. στην στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου Περάματος, όπου κατοικεί με τη σύζυγό του ……… και τις δύο (2) θυγατέρες τους ……… και ……… Αυτοί από το έτος 2012 βρίσκονται σε αντιδικία και διενέξεις λόγω διαφορών, που άπτονται της γειτνίασης των ακινήτων τους. Την 08-07-2016, ημέρα Παρασκευή, και περί ώρα 17:30 μ.μ.το απόγευμα, ο εναγόμενος-εκκαλών ….. … βρισκόταν έξω από την οικία του μαζί με τους δύο αδελφούς του, …….. και επιδιόρθωναν κάποια βλάβη στο αυτοκίνητό του. Λίγο μετά τις 17:30 μ.μ. ο ενάγων-εφεσίβλητος ……….. εξήλθε από την οικία του και ανέβηκε στο μηχανάκι του, προκειμένου να φύγει, όταν τον πλησίασε από πίσω ο εναγόμενος-εκκαλών και του επιτέθηκε με γροθιές, με αποτέλεσμα ο πρώτος να αιφνιδιαστεί, να μην προλάβει να αντισταθεί και να πέσει στο οδόστρωμα, ενώ ο δεύτερος (ήτοι ο εναγόμενος) συνέχισε, ενόσω ο ενάγων βρισκόταν πεσμένος κάτω, να τον χτυπάει με μπουνιές μέχρι, που μεσολάβησαν οι αδελφοί του, που τον τράβηξαν και τον έβαλαν στο σπίτι του. Ακολούθως, ο ενάγων αποσύρθηκε και αυτός στο σπίτι του, προκειμένου να συνέλθει και κάλεσε την Άμεση Δράση, όπως επίσης και τον υιό του ………, ο οποίος βρισκόταν κατά τον παραπάνω χρόνο στο κατάστημά του στο Κερατσίνι επί της ……………, στον οποίο ανέφερε επί λέξει «ο ……… μου επιτέθηκε πισώπλατα». Μετά από λίγο κατέφτασε με το αυτοκίνητό του ο υιός του ενάγοντος, ο οποίος, όταν είδε τον πατέρα του χτυπημένο, αναστατώθηκε πολύ, κατευθύνθηκε άμεσα προς την οικία του εναγομένου και χτύπησε με δύναμη την πόρτα του. Άμεσα οι αδελφοί του εναγομένου επιχείρησαν να τον τραβήξουν προς τα πίσω, προκειμένου να τον εμποδίσουν να εισέλθει στην οικία του εναγομένου-εκκαλούντος, ενώ ο ενάγων-εφεσίβλητος μπήκε μπροστά από τον υιό του, μη θέλοντας να δοθεί συνέχεια στο επεισόδιο. Όμως, στο μεταξύ άνοιξε η πόρτα και εμφανίστηκε ο εναγόμενος, ο οποίος χτύπησε με ένα αντικείμενο τον ενάγοντα-εφεσίβλητο στο πρόσωπο, με αποτέλεσμα αυτός να τραυματιστεί και να ματώσει. Στη συνέχεια, ο εναγόμενος έκλεισε την πόρτα του σπιτιού του και έκτοτε δεν ξαναβγήκε έξω, ούτε ακόμη και μετά την προς τούτο πρόσκληση των οργάνων της Διεύθυνσης Άμεσης Δράσης Αττικής, τα οποία κατέφτασαν στο σημείο του επεισοδίου περί ώρα 18:30 μ.μ., ενώ ο ενάγων ακολούθως διακομίσθηκε με ΕΚΑΒ στο Γενικό Νοσοκομείο Πειραιώς «ΤΖΑΝΕΙΟ». Αναφορικά με τις συνθήκες πρόκλησης του παραπάνω επεισοδίου κατέθεσαν σχετικά  οι εξετασθέντες με επιμέλεια του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς μάρτυρες ……….. με την υπ’ αριθμόν ………/2-11- 2017 ένορκη βεβαίωσή τους ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς. Πλέον συγκεκριμένα, ο ……….. κατέθεσε σχετικά: << …είδα στα δεξιά μου επί της οδού ……, στο ύψος του σπιτιού του ………, ένα μηχανάκι πεσμένο, έναν άνθρωπο πεσμένο δίπλα, που μου έμοιαζε με τον …………… και από πάνω κάποιον να τον χτυπάει. Μέχρι να φτάσω εκεί και να βεβαιωθώ ότι ήταν όντως ο ……….., είδα δύο άντρες και ο ένας είχε πιάσει τον ………… και τον οδηγούσε στο σπίτι του …>>. Η μάρτυς …….. κατέθεσε σχετικά: <<…καθόμουν έξω από το σπίτι μου στο πεζοδρόμιο στην οδό …….. και χωρίς να ακούσω φωνές, βρισιές και γενικά ομιλίες, άκουσα ξαφνικά ένα θόρυβο και γυρνώντας προς το σημείο, που ακούστηκε είδα τον ….. πεσμένο κάτω στο δρόμο, δίπλα στη μηχανή του και τον …………. να τον χτυπάει με μπουνιές. Εκεί ήταν και δύο αδέλφια του …….., τα οποία τον τράβηξαν και τον έβαλαν στο σπίτι του…>>. Τέλος, η μάρτυς …………. κατέθεσε σχετικά: <<Χωρίς να ακούσω καμμία φωνή ή γενικά ομιλίες, οι οποίες φτάνουν στη βεράντα μου λόγω της ήσυχης απογευματινής ώρας της Παρασκευής ή να έχει προηγηθεί κάτι άλλο είδα τον ………. να επιτίθεται από πίσω στον ………, ο οποίος ήταν ανεβασμένος στο μηχανάκι του και έτοιμος να ξεκινήσει δεν μπορούσε να αντισταθεί, με αποτέλεσμα ο ………… να συνεχίζει να τον γρονθοκοπάει. Ο ……… έπεσε κάτω και ενώ ο ……… συνεχίζει να τον κτυπάει, οι δύο άντρες τον τράβηξαν και τον οδήγησαν στο σπίτι του, ενώ ο …… μπήκε στο δικό του σπίτι…>>. Οι καταθέσεις των συγκεκριμένων μαρτύρων κρίνονται αξιόπιστες, διότι αφενός μεν δεν προσβλήθηκαν από τον εναγόμενο με οποιονδήποτε τρόπο, (π.χ. μήνυση σε βάρος τους για την αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρος και συνακόλουθα της ηθικής αυτουργίας στο αδίκημα της ψευδορκίας μάρτυρος σε βάρος του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου από τον εναγόμενο- εκκαλούντα), αφετέρου δε εισφέρθηκαν στην ανοιγείσα δίκη από πρόσωπα, που δεν εξαρτούν οποιοδήποτε συμφέρον από την έκβαση της προκείμενης δίκης σε αντίθεση με τις ένορκες βεβαιώσεις των ………… και ……….., που συνδέονται με τον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα συγγενικά και ως εκ τούτου έχουν συμφέρον από την έκβαση της προκείμενης δίκης υπέρ του τελευταίου, ενώ σημειωτέον δεν έλαβαν χώρα στα πλαίσια της ποινικής δίκης, με συνέπεια  να μην αποτελέσουν αντικείμενο έρευνας και αξιολόησης από το Ποινικό Δικαστήριο- Μονομελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, που κατέληξε σε απαλλακτική για τον εναγόμενο- εκκαλούντα κρίση. Επιπλέον, αυτές ασκούν ουσιώδη επιρροή στην προκείμενη αστική δίκη, καθότι, τα συγκεκριμένα πρόσωπα, ως αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες, επιβεβαιώνουν την πρόκληση του επεισοδίου, με τη μορφή επίθεσης από την πλευρά του εναγόμενου ……… σε βάρος του …………., ενόσω ο τελευταίος επέβαινε στη δίκυκλη μηχανή του, ως εναρκτήριου συμβάντος για το επεισόδιο, που επακολούθησε έξω από την οικία του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος, κατά το οποίο έλαβε χώρα η επίθεση με <<θλων όργανο>> από την πλευρά του εναγόμενου σε βάρος του ενάγοντος, όπως αναφέρεται στην ιατροδικαστική έκθεση, κάτι, που θα είχε αποτραπεί με την παραμονή του εναγόμενου – εκκαλούντος στην οικία του και ταυτόγχρονα την κλήση Αστυνομικών Οργάνων, προκειμένου να επιληφθούν του περιστατικού, γεγονός, που αναιρεί τον ισχυρισμό του εναγόμενου σχετικά με κατάσταση ανάγκης, ως λόγο άρσης του αδίκου χαρακτήρα της αδικοπραξίας αλλά και  άμυνας, καθώς δεν προέκυψε επίθεση του ενάγοντος σε βάρος του εναγόμενου αλλά συνέβη το αντίθετο. Τούτο ενισχύεται και από τους κανόνες της κοινής λογικής, διότι, εάν όντως προκαλείτο το επεισόδιο από τον ενάγοντα και όχι τον εναγόμενο και εάν ο ενάγων ήταν εκείνος, που προέβη σε ύβρεις κατά του εναγόμενου, δεν δικαιολογείται η μετάβαση του υιού του ενάγοντος ……….. στην οικία του εναγόμενου σε τέτοια κατάσταση, που να συγκρατείται από τους αδελφούς του εναγόμενου ………., προκειμένου να μην επιτεθεί εναντίον του τελευταίου, προξενώντας του κάτι κακό. Η οργή του …………… υποδηλώνει επίθεση του εναγόμενου-εκκαλούντος σε βάρος του πατέρα του, χάριν του οποίου προσέτρεξε σε βοήθεια Εξάλλου, η κατά τα παραπάνω αλληλουχία των επεισοδίων και συμβάντων συνάδει με τους κανόνες της κοινής λογικής και εμπειρίας, αφού το επεισόδιο έξω από την οικία του εναγομένου αποτελεί και παρίσταται, ως λογική συνέπεια του επεισοδίου, που έλαβε χώρα στο δρόμο. Άλλωστε, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψιν αυτεπαγγέλτως (άρθρ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αν ο εκκαλών-εναγόμενος είχε πράγματι δεχθεί παρούσα και άδικη επίθεση από τον ενάγοντα-εφεσίβλητο και τον υιό του θα είχε προχωρήσει σε υποβολή νάλογης έγκλησης-μήνυσης σε βάρος αυτών για τις αξιόποινες πράξεις της εξύβρισης και της απειλής, συνεκτιμώμενης μάλιστα και της σφοδρής αντιδικίας, που έχει ανακύψει μεταξύ τους. Σημειωτέον δε ότι ο ενάγων-εφεσίβλητος ήταν εκείνος, ο οποίος κάλεσε την αστυνομία να επιληφθεί του περιστατικού, και ακολούθως κινητοποίησε τη νόμιμη διαδικασία, υποβάλλοντας σε βάρος του εναγομένου έγκληση-μήνυση στο Α.Τ. Περάματος. Σε κάθε περίπτωση, ο ισχυρισμός του εναγομένου-εκκαλούντος για κατάσταση ανάγκης τυγχάνει απορριπτέος, ως αόριστος, καθώς δεν επιχερείται οποιαδήποτε αναφορά στα πραγμα τικά περιστατικά εκείνα, που αντιστοιχούν στο πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου και συγκεκριμένα του άρθρου 25 του Ποινικού Κώδικα, σύμφωνα με την κρατούσα στο πεδίο του αστικού δικονομικού δικαίου θεωρία της λειτουργίας του κανόνα δικαίου ή του προσδιορισμού του επίδικου δικαιώματος σε αντίθεση με τη θεωρία της εξατομίκευσης (βλ. σχετ. Κ. Κεραμεύς: Αστικό Δικονομικό Δίκαιο- Γενικό Μέρος- σελ. 220 με τις εκεί παραπομπές στην Επιστήμη και Νομολογία), αφού δεν εκτίθενται κρίσιμα και ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, όπως ότι η πράξη του έγινε, προκειμένου να αποτραπεί κίνδυνος παρών και αναπότρεπτος με άλλα μέσα, καθώς και ότι η βλάβη, που προκλήθηκε στον ενάγοντα-εφεσίβλητο ήταν σημαντικά κατώτερη κατά το είδος και τη σπουδαιότητα από τη βλάβη, που επαπειλήθηκε για τον εναγόμενο-εκκαλούντα, ο δε ισχυρισμός του τελευταίου για εφαρμογή του άρθρου 308 παρ. 3 ΠΚ  τυγχάνει απορριπτέος, ως νομικά αβάσιμος, καθότι η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση της απλής και όχι της επικίνδυνης σωματικής βλάβης (ΑΠ 1004/1996-ΠοινΧΡ ΜΖ/539). Περαιτέρω, προέκυψε ότι στο ως άνω Νοσοκομείο εξετάστηκε αρχικά από το Διευθυντή της Οφθαλμολογικής Κλινικής ……….., ο οποίος βεβαίωσε ότι πάσχει από οίδημα και εκχύμωση κάτω βλεφάρου αριστερά, εν συνεχεία από το Διευθυντή του ΩΡΛ Τμήματος . ….., ο οποίος διαπίστωσε ότι ο ενάγων παρουσιάζει τραύμα βάσης ρινός χωρίς εικόνα κατάγματος, αιμάτωμα έσω επιφάνειας άνω χείλους, οίδημα και εκχυμώσεις κάτω βλεφάρου αριστερά, ακολούθως (εξετάστηκε) από τον ορθοπεδικό ιατρό  …………, ο οποίος βεβαίωσε ότι από τον κλινικό και νευρολογικό έλεγχο δεν προκύπτει οξύ ορθοπεδικό πρόβλημα του ενάγοντος και τέλος από το Διευθυντή Χειρουργό  …………., ο οποίος βεβαίωσε ότι δεν παρουσιάζει εικόνα αιμοπνευμοθώρακα ή εικόνα κατάγματος και χειρουργικά ουδέν οξύ, καθώς και ότι εξήλθε από το νοσοκομείο με δική του βούληση. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι την επομένη του συμβάντος, ήτοι την 09-07-2016, ο ενάγων υπέβαλε στο Α.Τ. Περάματος έγκληση σε βάρος του εναγομένου, καθώς και ότι την 11-07-2016 εξετάσθηκε από τον ιατροδικαστή ……….. και τον ιατρό ………., κατόπιν έγγραφης παραγγελίας του Α/Τ Περάματος, οι οποίοι διαπίστωσαν κλινικά ότι ο ενάγων φέρει θλαστικό τραύμα 1,5 εκ. περίπου στην άνω επιφάνεια της ρινικής πυραμίδος, εκχυμώσεις άνω και κάτω βλεφάρου αριστερού οφθαλμού και ερυθρότητα στο βλεννογόνο της στοματικής κοιλότητας, συστοίχως της άνω γνάθου (αριστερά της μεσότητας). Επίσης, στην υπ’ αριθμόν πρωτ. ………../11-07-2016 ιατροδικαστική έκθεση των ως άνω ιατρών, αναφέρεται ότι ο ενάγων αιτιάται ζάλη, άλγος δεξιάς μέτωπο-κροταφικής χώρας της κεφαλής και μικρού βαθμού κινητικότητα των δονιιών της αριστερής άνω γνάθου, ενώ, ως συμπέρασμα, αναγράφεται ότι οι ανωτέρω κακώσεις χαρακτηρίζονται, ως απλές σωματικές βλάβες, ως εκ θλώντος οργάνου προκληθείσες, εκ των οποίων ο εξετασθείς θέλει νοσήσει επί επτά ημέρες από το συμβάν. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εξετάστηκε την 29-07-2016 από το χειρουργό οδοντίατρο ……….., ο οποίος βεβαίωσε εγγράφως ότι πάσχει από έντονη κινητικότητα – ευσειστότητα των δοντιών περιοχής άνω γνάθου από 12 έως 24, δηλαδή των κεντρικών τομέων δοντιών και των ευρισκομένων στην αριστερά της άνω γνάθου, συνεπεία εξωτερικής αιτίας – παράγοντα, ότι προς αποκατάσταση έγινε ναρθηκοποτηση – ακινητοποίηση των δοντιών, ότι πρέπει να πραγματοποιηθούν εξαγωγές των 21, 11 και να τοποθετηθούν τρία οδοντικά εμφυτεύμαχα (προφανώς εκ παραδρομής αναγράφεται «τρία», αντί του ορθού «δύο» οδοντικά εμφυτεύμαχα, αφού στη συνέχεια ο υπολογισμός του κόστους γίνεται για δύο οδοντικά εμφυτεύματα), καθώς και ότι  πρέπει να γίνει προσθετική αποκατάσταση με οκτώ πορσελάνες, ενώ υπολογίζοντας το κόστος των ανωτέρω εργασιών αναφέρει ότι θα χρειαστούν: 8 πορσελάνες X 300,00 ευρώ =2.400 ευρώ και 2 εμφυ τεύματα X 1.500,00 ευρώ = 3.000,00 ευρώ, ήτοι συνολικό χρηματικό ποσό  2.400,00 + 3.000 = 5.400 ευρώ. Η κατά τα παραπάνω ιατρική βεβαίωση του ……….,  ενισχυόμενη και από την κατά τα παραπάνω ιατροδικαστική έκθεση συνδυαζόμενη και με την γνωμάτευση του χειρουργού- οδοντιάτρου ………, κατά την οποία: <<…εκτός της ορθής εκτίμησης του κ. ……………., είναι ότι υπάρχουν και εναλλακτικά σχήματα θεραπείας εξίσου λειτουργικά, πέραν του προτεινόμενου>> κρίνεται αιτιολογη μένη και εμπεριστα τωμένη αναφορικά με το είδος και την έκταση της προκληθείσας βλάβης στον ενάγοντα αλλά και την αποκα τάσταση αυτής, με συνέπεια να παρέλκει η διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, δεδομένου ότι εισφέρονται στην προκείμενη δίκη όλες εκείνες οι αναγκαίες ιατρικές- επιστημονικές γνώσεις για το σχηματισμο πλήρους δικανικής πεποίθησης και τη συναγωγή ασφαλούς συμπεράσματος σχετικά με τις  αναγκαίες οδοντιατρικού χαρακτήρα ενέργειες και το ύψος των επιβεβλημένων δαπανών. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά απέριψε το συγκεκρι μένο αίτημα, ως αβάσιμο. Από όλα τα προαναφερθέντα πραγματικά περιστατικά προέκυψε ότι η κατά ανωτέρω ζημία στον ενάγοντα-εφεσίβλητο προκλήθηκε από την υλική επενέργεια του εναγόμενου ……… στον ενάγοντα ……., κρίση, στην οποία κατέληξε το Δικαστήριο τούτο, λαμβάνοντας υπόψη του και την υπ’ αριθμόν 4497/2019 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, με την οποία απαλλάχθηκε ο εναγόμενος …… από την αποδοθείσα σε αυτόν αξιόποινη πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, καθώς από την παραδεκτή επισκόπηση αυτής προκύπτει ότι δεν εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Ποινικού Δικαστηρίου ουσιώδεις και αυτόπτες μάρτυρες, όπως ο ………….. σχετικά με τη βασιμότητα της σε βάρος του εκκαλούντος- εναγόμενου κατηγορίας για την επικίνδυνη σωματική βλάβη, και οι οποίοι (= μάρτυρες), όπως προεκτέθηκαν, βεβαίωσαν ενόρκως γεγονότα, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην προκείμενη αστική δίκη με την υπ’  αριθόν ……./02-11-2017 ένορκη βεβαίωση τους ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, ήτοι, πρόκειται για έναν αποδεικτικό μέσο, που δεν εισφέρθηκε και ως εκ τουτου δεν αξιολογήθηκε στα πλαίσια της ποινικής δίκης, έτσι ώστε να αποτελέσει στοιχείο του κρίσιμου δικανικού συλλογισμού του Ποινικού Δικαστηρίου. Κατ’ ακολουθία των παραπάνω, προέκυψε ότι ο εναγόμενος-εκκαλών ενέχεται αδικο πρακτικά για την πρόκληση σε βάρος του ενάγοντος-εφεσίβλητου της απλής σωματικής βλάβης. Από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου, η οποία συνιστά αδικοπραξία, ο ενάγων-εφεσίβλητος ζημιώθηκε κατά το χρηματικό ποσό των πέντε χιλιάδων τετρακοσίων (5.400,00) ευρώ, το οποίο έχει τη σταθερή και διαγνωστή πρόθεση να καταβάλει προς αποκατάσταση των οδοντικών προβλημάτων, που προκλήθηκαν σε αυτόν. Το Δικαστήριο τούτο, εκτιμώντας το ζημιογόνο αποτέλεσμα, την αποκλειστική υπαιτιότητα του στην πρόκληση του ένδικου συμβάντος, την έκταση και το είδος της σωματικής βλάβης του ενάγοντος- εφεσίβλητου και τη στενοχώρια, την οποία αυτός αισθάνθηκε, την ταλαιπωρία, την οποία πρόκειται να υποστεί για την αποκατάσταση των οδόντων του του, καθώς και την κοινωνικοοικονομική θέση και κατάσταση του κρίνει ότι ο τελευταίος υπέστη ηθική βλάβη, για την ικανοποίηση της οποίας ως εύλογο χρηματικό ποσό, μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων (άρθρο 932 Α.Κ.), κρίνεται αυτό των δύο χιλιάδων (2.000, 00) Ευρώ (Ε), το οποίο πρέπει να επιδικασθεί σε αυτόν, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Το χρηματικό αυτό ποσό κρίνεται εύλογο, δίκαιο και ανταποκρινόμενο πλήρως στο είδος και στη βαρύτητα της προσβολής του ενάγοντος στο έννομο αγαθό της υγείας του, της έκτασης της βλάβης του τελευταίου, στο σύνολο των ειδικότερων συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, στην περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, όπως επίσης και στη βαρύτητα του πταίσματος του εναγομένου, τυγχάνει δε συμβατό με την προεκτεθείσα στη νομική σκέψη της παρούσας αρχής αναλογικό τητας (ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 80/2018, Α.Π. 79/2020 Δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του Αρείου Πάγου). Κατόπιν τούτων, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος λόγω της άρνησης του αδικοπρακτήσαντος εναγόμενου να ανορθώσει την κατά τα παραπάνω προσγενόμενη ζημία του, προέβη στην άσκηση της από 28.06.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) …../ (Ε.Α.Κ.Δ.) …../2017 αγωγής του, η οποία τυγχάνει επαρκώς ορισμένη, καθώς διαλαμβάει το σύνολο των αναγκαίων εκείνων πραγματικών περιστατικών- δικαιοπαραγωγικών όρων, που αντιστοι χούν στο πραγματικό των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου και συγκεκριμένα των άρθρων 297-298, 914 και επ, 932 του Αστικού Κώδικα και ως εκ τούτου παρέχεται η δυνατότητα στο Δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της και να τάξει τις δέουσες αποδείξεις αλλά και στον εναγόμενο να αμυνθεί κατ’ αυτής, προτείνοντας τις καταλυτικές του αγωγικού δικαιώματος ενστάσεις και αυτοτελείς ισχυρισμούς, όπως και τελικά έγινε, απορριπτόμενου του σχετικού λόγου της υπό κρίση εφέσεως). Επιπλέον, η άσκηση αυτής δεν κρίνεται καταχρηστική, κατ’ άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα, αφού πρόκειται για ενάσκηση νόμιμου δικαιώματος, χωρίς να συντρέχουν όλες εκείνες οι περιστάσεις, όπως αναλύθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας απόφασης (αδράνεια δικαιούχου, πρόκληση εύλογης πεποίθησης στον υπόχρεο από ενέργειες του δικαιύχου ότι δεν πρόκειται να ανασκήσει το δικαίωμά του, διαμόρφωση πραγματικής κατάστασης, η ανατροπή της οποίας επιφέρει δυσμενείς συνέπειες στον υπόχρεο εναγόμενο), απορριπτό μενου συνακόλουθα του σχετικού λόγου της υπό κρίση εφέσεως.  Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που προέβη στις ίδιες παραδοχές και έκανε εν μέρει δεκτή την ένδικη αγωγή, ως ουσιαστικά βάσιμη, δεν έσφαλλε, παρά τα περί αντιθέτου διατεινόμενα από τον εκκαλούντα, καθώς ορθά ερμήνευσε το Νόμο και εκτίμησε τις προσκομισθείσες ενώπιον αποδείξεις, κατά τον προσήκοντα τρόπο, απορριπτόμενου των σχετικών λόγων της υπό κρίση εφέσεως. Κατόπιν τούτων και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς εξέταση, πρέπει η έφεση να απορριφθεί. Τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του τελευταίου (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ και 63 επ. Ν 4194/2013 «Κώδικα Δικηγόρων»), κατ’ αποδοχή του σχετικού αιτήματος του εφεσίβλητου, ως ουσιαστικά βάσιμου, σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Τέλος, εφόσον η έφεση απορρίπτεται, πρέπει, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ., που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου εκατό (100,00) Ευρώ (Ε), που καταβλήθηκε από τον εκκαλούντα κατά την άσκηση της έφεσης, κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων.

-ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

-ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα  του εφείβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400,00) ευρώ.

-ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού εκατό ευρώ (100,00) Ευρώ (Ε), που καταβλήθηκε από τον εκκαλούντα κατά την άσκηση της έφεσης με υπ’ αριθμόν κωδικού παραβόλου ……………/2018.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στον Πειραιά , την 02α Μαίου 2023.

      Ο  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                  Η   ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ