Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 257/2023

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός  257/2023

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Βασίλειο Παπανικόλα Πρόεδρο Εφετών, Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη και Σωκράτη Γαβαλά, Εφέτη-Εισηγητή, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την ……………., προκειμένου να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του  Καλούντος- Εφεσίβλητου: ………….ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του Ιωάννη Ζαχαρόπουλο (Δ.Σ.Π………), (βλ. το υπ’ αριθμόν Α ………./22-11-2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π. – άρθρο 61 Ν. 4194/2013).

Του Καθ’ ου η Κλήση- Εκκαλούντος: ………… που παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου από την πληρεξούσια Δικηγόρο του Παρασκευή Θεοχαράτου, (Δ.Σ.Π……..), (βλ. το υπ’ αριθμόν Α ………/21-11-2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π. – άρθρο 61 Ν. 4194/2013), η οποία κατέθεσε δήλωση, προκειμένου να εκδικαστεί η υπόθεση χωρίς η ίδια να παραστεί, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

Ο εφεσίβλητος  ………. άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς σε βάρος του ………. την από 17-1-2007 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………/24.1.2007, με την οποία ζητεί την επιδίκαση σε αυτόν του χρηματικού ποσού των διακοσίων χιλιάδων (200.000,00) Ευρώ (Ε), επικαλούμενος αδικοπρακτική ευθύνη του εναγόμενου-εκκαλούντος, απορρέουσα από τις αναλυτικά αναφερόμενες σε αυτήν συκοφαντικές δυσφημίσεις, διαλαμβανόμενες στις από 31-12-2002, 20-1-2003, 23-8-2004, 25-5-2006 εξώδικες δηλώσεις του εναγόμενου-εκκαλούντος, σε εξώδικη δήλωση του τελευταίου, που κοινοποιήθηκε στον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο, την 4-10-2006, στην κατάθεση του εναγόμενου-εκκαλούντος σε δημόσια συνεδρίαση του πρώτου (Α) Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, την 25-9-2006, που έλαβε χώρα μετά από μήνυση του τελευταίου σε βάρος του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, καθώς επίσης και στην από 1-7-2006 αγωγή του εναγόμενου-εκκαλούντος ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου σε βάρος του ενάγοντος-εφεσίβλητου.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 5144/2009 (οριστική) απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία ανέστειλε την έκδοση οριστικής αποφάσεως μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της ανταγωγής, την οποία άσκησε ο ενάγων- εφεσίβλητος, με τις από 10-11-2006 προτάσεις, που έχει καταθέσει στα πλαίσια της δίκης, η οποία ανοίχθηκε με την από 14-1-2006 και με αριθμό κατάθεσης ……/2006 αγωγή του εναγόμενου- εκκαλούν τος, αναφορικά με τις φερόμενες ως άδικες και παράνομες πράξεις, που τέλεσε ο εναγόμενος-εκκαλών σε βάρος του ενάγοντος-εφεσίβλητου, με τις από 31-12-2002 και από 20-1-2003 εξώδικες επιστολές του τελευταίου, ενώ κατά τα λοιπά έγινε εν μέρει δεκτή η ένδικη αγωγή, ως ουσιαστικά βάσιμη, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα.

Κατά της απόφασης αυτής ο εναγόμενος   …….. άσκησε την  από 22.03.2010 έφεσή του, που κατατέθηκε με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……/2010.

Επί της εφέσεως αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 306/2015 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία απορρίφθηκε αυτή, καθώς η εκκαλούμενη απόφαση δεν ήταν δεκτική εφέσεως.

Ακολούθως, ο ενάγων-εφεσίβλητος άσκησε την από 07-03-2017 αίτηση-κλήση του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με γενικό αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) …/2017 και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ) …./2017, επανέφερε προς συζήτηση την από 17-1-2007 και με αριθμό κατάθεσης …./2007 αγωγή του, καθώς εκδόθηκε η με αριθμό 5267/2010 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά επί της από 14-1-2006 και με αριθμό κατάθεσης …../2006 αγωγής του, στα πλαίσια της οποίας ασκήθηκε η από 10-11-2006 ανταγωγή.

Στη συνέχεια, ο ενάγων άσκησε τη με αριθμό κατάθεσης …../20-9-2013 έφεσή του κατά της παραπάνω απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία συζητήθηκε ερήμην του.

Ακολούθως, η κατά τα παραπάνω ασκηθείσα έφεση απορρίφθηκε  με την υπ’ αριθμόν 98/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, ως ουσία αβάσιμη, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα σε αυτήν.

Μετά ταύτα, ο …….. άσκησε την από 07-03-2017 αίτηση-κλήση του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με γενικό αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) …./2017 και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) …./2017.

Επί της αιτήσεως εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 1393/2018 (οριστική) απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η ένδικη αγωγή, ως προς τις από 31-12-2002 και 20-1-2003 εξώδικες δηλώσεις.

Κατά της αποφάσεως αυτής ο εναγόμενος-εκκαλών  άσκησε την από 31/07/2018 έφεσή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος αυτήν Δικαστηρίου με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) …/22-11-2018 και ειδικό αριθμό κατάθεσης ενδίκου μέσου (Ε.Α.Κ.Δ) …../22-11-2018, και ακολούθως αντίγραφο της υπό κρίσης έφεσης κατατέθηκε με επιμέλεια του εφεσίβλητου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) ../02-07-2020 και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ) …./02-07-2020.

Επί της εφέσεως αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 542/2021 (μη οριστική) απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση αυτής λόγω μη επίδοσης στον εκκαλούντα αντιγράφου της υπό κρίση εφέσεως με την ανάλογη πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα σε αυτήν.

Στη συνέχεια, ο …….. άσκησε την από 07-01-2022 κλήση του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) …/13-01-2022 και ειδικό αριθμό κατάθεσης ενδίκου μέσου (Ε.Α.Κ.Δ) …./13-01-2022,

Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου και συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων.

Ο πληρεξούσιος Δικηγόρος του καλούντος-εφεσίβλητου ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε να γίνουν δεκτά, όσα διαλαμβάνονται στις έγγραφες προτάσεις, τις οποίες κατέθεσε, κατά την εκδίκαση της υπό κρίση εφέσεως.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

(Ι) Νόμιμα εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 31-07-2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ((Γ.Α.Κ.) …./ (Ε. Α.Κ.Δ.) …./02-07-2020 έφεση του καθ’ ου η κλήση – εκκαλούντος ………. κατά της με αριθμό 5144/2009 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία (Διαδικασία Άρθρων 1-465 Κ.Πολ.Δ.), με την από 07/01/2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) …./(Ε.Α.Κ.Δ.) …/13-01-2022 κλήση, κατόπιν της υπ’ αριθμόν 542/2021 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, που κατέστη οριστική μετά την έκδοση της υπ’ αριθμόν 1393/2018 απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου

(ΙΙ) Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμόν 5144/2009 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε δεκτή η ένδικη αγωγή, κατά ένα μέρος αυτής, ως ουσιαστικά βάσιμη, αρμοδίως φερόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.), έχει ασκηθεί, σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι δεν παρήλθε η καταχρηστική προθεσμία των δύο (2) ετών από το χρόνο έκδοσης της υπ’ αριθμόν 1393/2018 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την 06-12-2017, κατ’ άρθρο 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α΄87/23.7.2015) σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η υπ’ αριθμόν 1393/2018 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεν προκύπτει ότι επιδόθηκε σε οποιονδήποτε διάδικο για γνώση του και για τις νόμιμες συνέπειες, αφού δεν προσκομίζεται είτε έκθεση επίδοσης της εκκαλούμενης απόφασης είτε αντίγραφο αυτής με επισημείωση Δικαστικού Επιμελητή για επίδοση αυτής, ενώ συγχρόνως δεν προτείνεται ισχυρισμός για εκπρόθεσμη άσκηση της υπό κρίση έφεσης, με αποτέλεσμα να μην έχει αρχίσει να διαδράμει η προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 1 εδ. Β Κ.Πολ.Δ., το δε δικόγραφο της υπό κρίση έφεσης κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την 2α Νοεμβρίου 2018], (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 Κ. Πολ.Δ.). Συνεπώς, εφόσον για το παραδεκτό της συζήτησής της καταβλήθηκε, κατ` άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ` ΚΠολΔ. παράβολο του Ελληνικού Δημοσίου, αξίας εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ (βλ. το με αριθμό κωδικού ηλεκτρονικού παραβόλου ………….. /2018 με το σχετικό παραστατικό πληρωμής), πρέπει αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.

(ΙΙΙ) Με την ένδικη αγωγή του, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, επικαλούμενος αδικοπρακτική ευθύνη του εναγόμενου-εφεσίβλητου, απορρέουσα από τις αναλυτικά περιγραφόμενες σε αυτήν συκοφαντικές δυσφημήσεις, τις οποίες τέλεσε σε  βάρος του, κατά το χρονικό διάστημα από 07-01-2003 έως 04-10-2006, μετά τον παραδεκτό, κατ’ άρθρο 223 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 294 και 295 § 1 Κ.Πολ.Δ. περιορισμό του αιτήματος του από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, ζητεί να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου- εκκαλούντος να του καταβάλει, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη, το χρηματικό ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, όπως επίσης  να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να άρει την προσβολή της προσωπικότητας του και τέλος να παύσει κάθε προσβολή αυτής στο μέλλον

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 5144/2009 (οριστική) απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή κατά ένα μέρος η ένδικη αγωγή, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα σε αυτήν.

Κατά της απόφασης αυτής ο εναγόμενος άσκησε την υπό κρίση έφεσή του, με την οποία επικαλείται πλημμέλειες της εκκαλούμενης απόφασης, συνιστάμενες σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή Νόμου και σε μη προσήκουσα-κακή εκτίμηση των αποδείξεων, που προσκομίστηκαν ενώπιον του, και σε πλημμελή αιτιολογία.

Οι παραπάνω λόγοι της υπό κρίση εφέσεως τυγχάνουν επαρκώς ορισμένοι και πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω ως προς τη βασιμότητά τους, κατά ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.

(III)  Σύμφωνα με το άρθρο 914 του Αστικού Κώδικα οι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης είναι: (α) η παράνομη και υπαίτια ανθρώπινη συμπεριφορά, (β) η επέλευση ζημίας και γ) ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι συμπεριφορά, που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος (Α.Π. 1284/2017 Δημοσιευμένη στην Ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου, ΑΠ 889/2008, 995/2008, 422/2008). Κατά την κρατούσα γνώμη, το παράνομο κρίνεται από το αποτέλεσμα με την έννοια ότι για την κατάφαση της παρανομίας ερευνάται αν προκλήθηκε παράνομη ζημία, αν δηλαδή προσβλήθηκε δικαίωμα ή έννομο συμφέρον του ζημιωθέντος. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικά επιβεβλημένης από τη θεμελιώδη δικαιϊκή αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρεώσεως λήψεως ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων. Για τη θεμελίωση της αδικοπρακτικής ευθύνης προς αποζημίωση, δεν αρκεί μόνον ο χαρακτηρισμός της συμπεριφοράς του ζημιώσαντος ως παράνομης. Περαιτέρω, αυτοτελής προϋπόθεση είναι η υπαιτιότητα του τελευταίου, δηλαδή απαιτείται να μπορεί η συμπεριφορά του αυτή να αποδοθεί σε μια ιδιαίτερη ψυχική στάση, που θεωρείται επιλήψιμη και αποδοκιμάζεται από την έννομη τάξη. Με τον όρο πταίσμα ή υπαιτιότητα, ως αναγκαία προϋπόθεση για τη θεμελίωση της ευθύνης κατά το σύστημα του Αστικού Κώδικα (άρθρο 300 αυτού), εννοείται ο ψυχικός δεσμός του προσώπου προς μια ενέργεια του ή προς το αποτέλεσμα της, ο οποίος (δεσμός) δικαιολογεί τη σε βάρος του μομφή από την έννομη τάξη με τη γένεση στο πρόσωπο του ευθύνης προς αποζημίωση. Ο ψυχικός αυτός δεσμός του προσώπου προς μια ενέργεια του συνίσταται, είτε στο ότι επιδίωξε την ενέργεια αυτήν (δόλος), είτε στο ότι δεν έλαβε τα επιβαλλόμενα μέτρα έτσι ώστε να την αποφύγει. Η προϋπόθεση της υπαιτιότητας πληρούται, αν στο πρόσωπο του ζημιώσαντος υπάρχει οποιαδήποτε μορφή δόλου ή αμέλειας (βαριά ή ελαφρά). Η υπαιτιότητα προϋποθέτει ικανότητα προς καταλογισμό (ή ικανότητα προς αδικοπραξία ή ικανότητα προς πταίσμα). Η ικανότητα προς καταλογισμό είναι απαραίτητη για την κατάφαση της υπαιτιότητας και περαιτέρω της αδικοπρακτικής ευθύνης. Απαιτείται δηλαδή η παράνομη συμπεριφορά να μπορεί να καταλογιστεί προσωπικά στο δράστη. Ζημία είναι κάθε. δυσμενής μεταβολή στα έννομα αγαθά του προσώπου, είτε αυτά είναι περιουσιακά είτε μη περιουσιακά, ως συνέπεια της παράνομης πράξης. Η ζημία, που προξενείται στα περιουσιακής φύσεως αγαθά του προσώπου, δηλαδή στα αποτιμητά σε χρήμα αγαθά, αποτελεί την περιουσιακή ζημία, ενώ αυτή, που προκαλείται στα ηθικά αγαθά του ατόμου, δηλαδή σε εκείνα, τα οποία συνδέονται στενά με την προσωπικότητα του (προσβολή της τιμής, της ελευθερίας, της σωματικής και ψυχικής υγείας κ.λ.π του ατόμου), αποτελεί την ηθική βλάβη. Η ηθική βλάβη αποκαθίσταται με τη μορφή της χρηματικής ικανοποίησης στις περιπτώσεις των ΑΚ 57-59 (προσβολή του δικαιώματος στην προσωπικότητα) και 932 (αδικοπραξία). Προϋπόθεση για τη γένεση της ευθύνης κατ’ άρθρο 914 ΑΚ είναι και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Ως αιτιώδης συνάφεια, εννοείται η σχέση και αποτελέσματος μεταξύ του νομίμου λόγου ευθύνης παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του δράστη) και του αποτελέσματος (ζημίας). Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα τη κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα (Ολ ΑΠ 18/2004, ΑΠ 177/2008, 427/2008, 579/2008). Η αναγκαιότητα της ύπαρξης αυτής της προϋπόθεσης για τη θεμελίωση της ευθύνης προς αποζημίωση δεν ορίζεται μεν ρητά στο νόμο, προκύπτει όμως από τη γενική θεώρηση των διατάξεων που καθιερώνουν αυτή την ευθύνη. Προϋπόθεση για την εφαρμογή της ΑΚ 932 αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε η τέλεση αδικοπραξίας, δηλαδή η τέλεση, είτε παράνομης και υπαίτιας πράξης κατά την ΑΚ 914, είτε και απλώς παράνομης πράξης, εφόσον δημιουργείται υποχρέωση αποζημίωσης (π.χ. περιπτώσεις αντικειμενικής ευθύνης), χωρίς να είναι αναγκαστικά και ποινικά κολάσιμη. Τέλος, από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει ότι σκοπός της διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση το σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου” εκείνα τα στοιχεία, που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στο βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν τον Δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά) κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και μέσω αυτού από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ’ αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία, που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του Δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των Δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του Δικαστηρίου, προς αποκα τάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στη δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το Δικαστήριο, επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών, πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι, η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής  ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, με την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού, που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 ΚΠολΔ από τους αρ. 1 ή 19, αντίστοιχα και, αν πρόκειται για αποφάσεις των Ειρηνοδικείων: άρθρο 560 ΚΠολΔ, από τους αριθμούς 1 ή 6, αντίστοιχα), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος), με την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το Δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 80/2018, Α.Π. 79/2020 Δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του Αρείου Πάγου).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, από την κατάθεση της μάρτυρος, που εξετάστηκε ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου,  με επιμέλεια του ενάγοντος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 106 και 107 Κ.Πολ.Δ., εκτιμώμενη ανάλογα με τις γνώσεις και το βαθμό αξιοπιστίας της, τη χωρίς όρκο εξέταση του εναγόμενου-εκκαλούντος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 415-420 Κ.Πολ.Δ. και οι οποίες αμφότερες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, και των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται από οποιονδήποτε διάδικο, όπως αυτά κατονομάζονται και διαριθμούνται στις προτάσεις τους, νόμιμα, (Ολ. Α.Π 23/2008, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 179/2013, ΑΠ 168/2014) είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον επιτρέπεται η εμμάρτυρη απόδειξη στην παρούσα δίκη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 395 Κ.Πολ.Δ, και κατέστησαν κοινό από δεικτικό μέσο, κατά τους ορισμούς του άρθρου 346 Κ.Πολ.Δ, τις ομολογίες των διαδίκων, όπως αυτές συνάγονται από τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 Κ.Πολ.Δ, κατά το μέτρο, που δεν αμφισβητήθηκε η αλήθεια αυτών,  αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με το από 10-4-1991 ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο καταχωρήθηκε στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Πειραιώς, οι διάδικοι, που τυγχάνουν συγγενείς εξ αίματος πρώτου βαθμού, προέβησαν σε σύσταση ομόρρυθμης τεχνικής – οικοδομικής εταιρείας, με την επωνυμία «……………..», στην οποία συμμετείχαν ο καθένας τους με ποσοστό 50%. Στα πλαίσια της δραστηριότητας τους αυτής, την 30-4-1991, ενεργώντας από κοινού, ως διαχειριστές της συγκεκριμένης εταιρείας, ανέλαβαν, με το υπ’ αριθμόν …/30-4- 1991 εργολαβικό προσύμφωνο και την υπ’ αριθμόν …./30-4-1991 πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ασήμως …………….., την ανέγερση με το σύστημα της αντιπαροχής τεσσάρων (4) αυτοτελών και ανεξάρτητων οριζόντιων ιδιοκτησιών (μεζονέτων) σε ένα άρτιο και οικοδομήσιμο οικόπεδο, εκτάσεως 935,50 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «………» (…………) του Δήμου Γλυφάδας και κατά το χρόνο κατάρτισης της συγκεκριμένης σύμβασης, ανήκε κατά δικαίωμα πλήρους κυριότητας και κατ’ ίσα μέρη σε καθέναν από τους διαδίκους, τη μητέρα τους ………., τον πατέρα τους ……… και τη σύζυγο του ενάγοντος-εφεσίβλητου ……….. Με τα ίδια συμβόλαια, το εργολαβικό αντάλλαγμα της εργολήπτριας Εταιρείας δικαιοπρακτικά ορίστηκε σε ποσοστό 639/1000 εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου, που αναλογεί στις υπό στοιχεία Δ-2, Δ-3 και Δ-4 οριζόντιες ιδιοκτησίες, τις οποίες οι οικοπεδούχοι ανέλαβαν την υποχρέωση να μεταβιβάσουν στην εργολήπτρια Εταιρεία ή σε οποιονδήποτε τρίτο, που αυτή τους υποδείξει. Ακολούθως, σε εκτέλεση αυτής της συμβάσεως, η εργολήπτρια Εταιρεία προέβη στην έκδοση της υπ’ αριθμόν ………../27-6-1991 οικοδομικής αδείας και ακολούθως στην έναρξη των εργασιών ανέγερσης των τεσσάρων (4) οριζόντιων ιδιοκτησιών, τις οποίες περαίωσε περί τους φθινοπωρινούς μήνες του έτους 1995. Παρά ταύτα, οι οικοπεδούχοι δεν μερίμνησαν να μεταβιβάσουν σε αυτήν τις υπ’ αριθμόν Δ-2, Δ-3 και Δ- 4 οριζόντιες ιδιοκτησίες, οι οποίες αντιστοιχούσαν στο εργολαβικό αντάλλαγμα της, με αποτέλεσμα αυτές να εμφανίζονται ότι ανήκουν κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας σε αυτούς. Τη νομή των παραπάνω τριών (3) ιδιοκτησιών, ωστόσο, ανέλαβε, με την περαίωσή τους, η εργολήπτρια Εταιρεία, η οποία, μέσω του ενάγοντος – εφεσίβλητου διαχειριστή της, προέβη σε εκμίσθωση της χρήσης αυτών σε τρίτα πρόσωπα. Η παραπάνω εταιρεία εξακολούθησε τη δραστηριότητα της μέχρι την 11-12-2000, οπότε ο ……………, λόγω των διενέξεων, που είχαν ανακύψει με τον ενάγοντα – εφεσίβλητο συνεταίρο του ………., προέβη σε δήλωση καταγγελίας της, με αποτέλεσμα αυτή να λυθεί και ακολούθως να τεθεί σε καθεστώς εκκαθάρισης, ενώ παράλληλα διορίστηκε εκκαθαριστής αυτής αρχικά ο ενάγων-εφεσίβλητος ……….. και στη συνέχεια ο …….., με την υπ’ αριθμόν 1905/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Παρά ταύτα, η αντιδικία των διαδίκων εξακολούθησε και μετά τη λύση της παραπάνω εταιρείας. Υπό τις περιστάσεις αυτές, την 23-08-2004, ο εναγόμενος- εκκαλών ……… προέβη σε  εξώδικη όχληση, συνταχθείσα αυθημερόν, με την οποία τον κατηγορούσε ότι: (α) είχε υπεξαιρέσει εισπραχθέντα μισθώματα ύψους 174.844,56 ευρώ, με την ιδιότητα του διαχειριστή και από την 11-12-2000 του εκκαθαριστή της εργολήπτριας Εταιρείας από τους μισθωτές των τριών (3) διαμερισμάτων 149.909 ευρώ, αναφορικά με τις υπό στοιχεία Δ-3 και Δ-4 οριζόντιες ιδιοκτησίες, και 26.935,56 ευρώ και αναφορικά με την υπό στοιχεία Δ-2 οριζόντια ιδιοκτησία και (β) είχε υπεξάγει τα λογιστικά βιβλία της εταιρείας, με αποτέλεσμα να μην τα προσκομίσει, όταν του ζητήθηκε να προσκομίσει αυτά στη Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) Νίκαιας, στην οποία η συγκεκριμένη Εταιρεία ανήκει, και να μην υποβάλει εμπρόθεσμα και τις φορολογικές δηλώσεις εισοδήματος της, ενώ ακολούθως τον εκβίαζε ότι θα υπέβαλε τις δηλώσεις, μόνον εάν αυτός παραιτείτο από τις αγωγές, τις οποίες έχει ασκήσει σε βάρος του. Με αυτό το περιεχόμενο, η εξώδικη αυτή δήλωση διελάμβανε ισχυρισμούς για γεγονότα, τα οποία ήταν ικανά και πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και υπόληψη του ενάγοντος-εφεσίβλητου, δεδομένου ότι ο εναγόμενος-εκκαλών τον κατηγορούσε ότι είχε διαπράξει σε βάρος του αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες η κείμενη έννομη τάξη επιφυλάσσει ιδιαίτερη ποινική απαξία, με τις αυστηρές κυρώσεις, που προβλέπονται, όπως υπεξαίρεση με την επιβαρυντική περίσταση της τελέσεως του εν λόγω αδικήματος από διαχειριστή ξένης περιουσίας, της υπεξαγωγής εγγράφων και της εκβιάσεως. Όμως, από: (α) τα πρακτικά και την υπ’ αριθμόν 4525/2008 απόφαση του  πρώτου (Α)  Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, (β) το από 31-5-1996 ιδιωτικό συμφωνητικό υπομίσθωσης των υπό στοιχεία Δ-3-Δ-4 οριζόντιων ιδιοκτησιών, που καταρτίσθηκε μεταξύ της «…….» και της «………..», το από 01-01-1997 ιδιωτικό συμφωνητικό υπομισθώσεως των ίδιων ιδιοκτησιών μεταξύ της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………» και της ομόρρυθμης εταιρείας, με την επωνυμία «…………………», το από 17-08-2001 ιδιωτικό συμφωνητικό επαγγελματικής μισθώσεως της υπό στοιχεία Δ-4 οριζόντιας ιδιοκτησίας, που καταρτίσθηκε μεταξύ της ομόρρυθμης εταιρείας, με την επωνυμία «……..»,  εκπροσωπούμενης από τον ενάγοντα-εφεσίβλητο, και του ……., το από 12-10-2001 ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως της υπό στοιχεία Δ-3 οριζόντιας ιδιοκτησίας, που καταρτίσθηκε μεταξύ του ενάγοντος- εφεσίβλητου, ενεργώντας ατομικά και για τον εαυτό του, και του …….. και το από 22-3-2002 ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως της υπό στοιχεία Δ-3 οριζόντιας ιδιοκτησίας, που καταρτίσθηκε μεταξύ του ενάγοντος- εφεσίβλητου, ενεργώντας πάλι ατομικά, και της εταιρείας, με την επωνυμία «…………………..», (γ) το από 23-12-2003 πρωτόκολλο παράδοσης από την ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία «……………» στην εταιρεία των διαδίκων, εκπροσωπούμενη από τον ενάγοντα-εφεσίβλητο, τα γραμμάτια συστάσεως παρακαταθήκης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων για τα μισθώματα του έτους 2003 της υπό στοιχεία Δ-2 οριζόντιας ιδιοκτησίας, που η πρώτη είχε μισθώσει από τη δεύτερη και (δ) τις από 2-2-2004, 2-3-2004, 2-4-2004 και 3-5-2004 εξοφλητικές αποδείξεις, τις οποίες εξέδωσε ο ενάγων-εφεσίβλητος, με την ιδιότητα του εκκαθαριστή της ομόρρυθμης εταιρείας, με την επωνυμία «……….» για τα μισθώματα, που της κατέβαλε από το χρονικό διάστημα από το μήνα Φεβρουάριο έως και το μήνα Μάιο του 2003, η ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία «……………..» για την υπό στοιχεία Δ-2 οριζόντια ιδιοκτησία, που εξακολουθούσε να μισθώνει, προκύπτει ότι παρά τη ρητή συμφωνία των διαδίκων και των υπόλοιπων οικοπεδούχων ότι τη νομή των υπό στοιχ. Δ-2, Δ-3 και Δ-4 οριζόντιων ιδιοκτησιών θα την ασκούσε αποκλειστικά η εργολήπτρια Εταιρεία «………» και κατ’ επέκταση οι διάδικοι από κοινού, ο ενάγων-εφεσίβλητος, από το έτος 1995, οπότε ολοκληρώθηκε η κατασκευή τους μέχρι και το χρόνο επιδόσεως της παραπάνω εξώδικης δήλωσης, προέβη μόνος του, ενεργώντας ατομικά και για τον εαυτό του, στην εκμίσθωση των υπό στοιχεία Δ-3 και Δ-4 οριζόντιων ιδιοκτησιών, ιδιοποιούμενος τα μισθώματα, που εισέπραττε, καθώς δεν απέδιδε στην εταιρεία ή τουλάχιστον το ήμισυ (1/2) αυτών στον εναγόμενο-εκκαλούντα συνεταίρο του, ενώ και κατά το χρονικό διάστημα από 17-08-2001 μέχρι την επίδοση της εξώδικης δήλωσης εκμίσθωνε, στο όνομα και για λογαριασμό της εταιρείας, την υπό στοιχεία Δ-4 οριζόντια ιδιοκτησία στο ………., χωρίς να αποδίδει στην εταιρεία τα μισθώματα, που εισέπραττε, για λογαριασμό της, όπως προκύπτει σχετικά  από την από 25-06-2008 ανωμοτί κατάθεση του …………, εκκαθαριστή τότε εταιρείας και την απολογία του ενάγοντος-εφεσίβλητου στο ακροατήριο του πρώτου (Α) Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, κατά τη δικάσιμο της 25ης-6-2008, οπότε και εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 4525/2008 (οριστική) απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, στην οποία ο ενάγων- εκκαλών ομολογεί το γεγονός της είσπραξης των μισθωμάτων από τον ίδιο, αρνούμενος ωστόσο ιδιοποίηση αυτών, με την έννοια της ενσωμάτωσής αυτών στην ατομική του περιουσία. Εξάλλου, ως προς την υπό στοιχεία Δ-2 οριζόντια ιδιοκτησία, η εταιρεία ξεκίνησε να εισπράττει τα μισθώματα από το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2003, οπότε λάμβανε χώρα παρακατάθεση αυτών στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων από τη μισθώτρια ανώνυμη εταιρεία «……..», καθώς μέχρι τότε και αυτά, όπως τα μισθώματα των υπό στοιχεία Δ-3 και Δ-4 οριζόντιων ιδιοκτησιών, εισέπραττε ο ενάγων-εφεσίβλητος. Συνεπώς, ο διαλαμβανόμενος στην κατά τα παραπάνω εξώδικη δήλωση ισχυρισμός του εναγόμενου- εκκαλούντος για παράνομη ήτοι, χωρίς τη συνδρομή οποιουδήποτε νόμιμου λόγου ή αιτίας ιδιοποίηση των μισθωμάτων των υπό στοιχεία Δ-2, Δ-3 και Δ-4 οριζόντιων ιδιοκτησιών από τον ενάγοντα-εφεσίβλητο σε βάρος της εταιρείας κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1995 έως και την επίδοση της εξώδικης δήλωσης αναφορικά με τις υπό στοιχεία Δ-3 και Δ-4 και έως το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2003 και την υπό στοιχεία Δ-2 οριζόντια ιδιοκτησία χωρίς όμως να καθίσταται εφικτός ο προσδιορισμός του ύψους αυτών, ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και ως εκ τούτου δεν τυγχάνει ψευδής, με αποτέλεσμα να μη στοιχειοθετείται το αδίκημα της δυσφήμησης είτε συκοφαντικής είτε απλής, δεδομένου ότι δεν προέκυψε οποιαδήποτε ιδιαίτερη συμφωνία, είτε με την εταιρεία, είτε με τον εναγόμενο-εκκαλούντα, και επομένως συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 366 § 1 του Ποινικού Κώδικα. Ομοίως, ο ισχυρισμός για απόκρυψη από την πλευρά του ενάγοντος-εφεσίβλητου των λογιστικών βιβλίων της εταιρείας ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, τούτο δε προκύπτει από την από 09-10-2001 αίτηση του εναγόμενου-εκκαλούντος προς τη Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) Νικαίας, την υπ’ αριθμόν 151/12 12 2002 απόφαση επιβολής προστίμου του Προϊσταμένου της ίδιας ως άνω Δ.Ο.Υ. και την υπ’ αριθμόν 5891/19-3-2004 απάντηση του Προϊσταμένου της ανωτέρω Δ.Ο.Υ. επί της από 16-3-2004 αιτήσεως του εναγόμενου-εκκαλούντος. Δηλαδή, προκύπτει ότι ο ενάγων είχε στη φυσική εξουσίασή του, ήτοι την αποκλειστική κατοχή του τα λογιστικά βιβλία της ομόρρυθμης εταιρείας «…………….» και ότι αρνήθηκε να εμφανίσει αυτά, όταν προσκλήθηκε προς τούτο από τη Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) Νικαίας, ενώ δεν είχε υποβάλει και εμπρόθεσμα τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος της ανωτέρω εταιρείας, προκαλώντας κατ’ αυτό τον τρόπο σε αυτήν περιουσιακή ζημία, καθώς επιβλήθηκαν σε βάρος της πρόστιμα από τη Δ.Ο.Υ. Αντίθετα, ψευδές τυγχάνει το γεγονός ότι ο ενάγων τέλεσε ή επιχείρησε να τελέσει σε βάρος του εναγόμενου-εκκαλούντος το έγκλημα της εκβίασης, καθώς δεν προέκυψε από οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο η διάπραξη του συγκεκριμένου αδικήματος της εκβίασης, τετελεσμένης ή σε απόπειρα, όπως περιγράφεται στο άρθρο 385 ΠΚ, ούτε το δίλημμα, που ισχυρίζεται ότι του έθεσε υπό μορφή τελεσιγράφου ο ενάγων (προηγούμενη παραίτηση από τις αγωγές, που έχει ασκήσει εναντίον του, ως προϋπόθεση, για να υποβάλει τις δηλώσεις της εταιρείας). Ο συγκεκριμένος ισχυρισμός τυγχάνει ψευδής, σε γνώση δε της αναλήθειας αυτού τελούσε ο εκκαλών-εναγόμενος, κατά την επίδοση της εξώδικης δήλωσής του, δεδομένης μάλιστα της έντονης αντιδικίας του με τον ενάγοντα- εφεσίβλητο, οπότε προκύπτει και ο σκοπός του να διαλάβει έναν τέτοιο ισχυρισμό, προκειμένου να πλήξει την τιμή και υπόληψη του τελευταίου, καθώς επίσης και την επαγγελματική πίστη του, αφού περιήλθε σε γνώση των προσώπων εκείνων, που έλαβαν γνώση του περιεχομένου του, ήτοι στη Δικαστική Επιμελήτρια, που επέδωσε αυτήν στον ενάγοντα-εφεσίβλητο, στις συζύγους και τους συγγενείς τους αλλά και στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, τους Υπαλλήλους της Γραμματείας κλπ., δεδομένου ότι χρησιμοποιήθηκε, ως αποδεικτικό μέσο στις ποινικές δίκες, οι οποίες επακολούθησαν. Ως προς τα γεγονότα, που περιέχονται στην εξώδικη δήλωση και δεν αποτελούν δυσφήμηση (ιδιοποίηση μισθωμάτων και αφαίρεση λογιστικών βιβλίων), λαμβανομένου υπόψη του συνόλου του κειμένου της από 23-8-2004 εξώδικης επιστολής και κυρίως τις ιδιαίτερα απαξιωτικές αξιολογικές κρίσεις και χαρακτηρισμούς του εναγόμενου-εκκαλούντος σε βάρος τον ενάγοντος, οι οποίοι δεν κρίνονται αναγκαίοι για την ενίσχυση της θέσης του (ομογάλακτες απάτες – πλαστογραφίες – υπεξαιρέσεις – κίβδηλα πλαστά μισθωτή ρια – εξαπατήσεις της Δ.Ο.Υ.- μηχανοραφικές αγωγές αλητείας, απάτης και ψευδορκιών σου…αποδεικνύοντας την ήσσονος σημασίας αξιοπιστία σου ως … ανθρώπου … Δόλια αδιαφορία …, αφού η προκλητική λουκούλεια διαβίωση σου, με τις εν ρεσιτάλ εις βάρος μου απάτες σου, βούτηξες τις εταιρείες, διαλύοντας τα πάντα, με οργανωμένη αλητεία…, με στόχο να κολάσεις τις κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια απάτες σου και να γίνω υποχείριο του εκβιασμού σου), προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως και καταφρονήσεως του ενάγοντος-εφεσίβλητου, ως απόρροια της σφοδρής αντιδικίας τους, από το έτος 2000 και έκτοτε με την έναρξη και εξακολούθηση σωρείας ποινικών και αστικών δικών μεταξύ τους. Με την προπεριγραφόμενη δυσφημιστική (ως προς την εκβίαση), αλλά και εξυβριστική (ως προς την ιδιοποίηση των μισθωμάτων και την υπεξαγωγή των βιβλίων) συμπεριφορά του, ο εναγόμενος, όπως είχε την προς τούτο πρόθεση, προσέβαλε την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος, όχι μόνον ως ανθρώπου αλλά και ως επαγγελματία.  Επιπλέον, την 06-07-2006, ο εναγόμενος-εκκαλών κοινοποίησε αυτή τη φορά στο …………….., εκκαθαριστή της εταιρείας «…………..», την από 01-06-2006 εξώδικη επιστολή του, στην οποία διελάμβανε τις ακόλουθες φράσεις: (α) «τα βιβλία και λοιπά στοιχεία της εταιρείας ο ….., με σκοπό να δημιουργήσει σύγχυση και να αποκρύψει τις υποχρεώσεις του και τα δικαιώματα μου στην εταιρεία τα υπεξαίρεσε. Συγχρόνως, με υπουλότητα, καθ’ υπέρβαση των προσωπικών δεδομένων, και προς απόδειξη της υπεξαιρέσεως, τα διέθεσε στον σύνεργό του κ. …………. και την 14η-12-2001 τα χρησιμοποίησαν σε έωλες καταγγελίες εις βάρος μου», β) «όχι μόνο μέχρι σήμερα με σύνεργό την σύζυγο σου εξακολουθούν να καπηλεύουν τα μισθώματα του Δ3 μισθίου – Όχι μόνο για την λήψη των μισθωμάτων έως 30-9-2005 του Δ4 μισθίου με εξαπάτησε σε σύνταξη ύπουλης συμφωνίας απάτης» και (γ) «βούτηξες 21.890,56 ευρώ». Οι ισχυρισμοί αυτοί αφορούν κατά πρώτο λόγο γεγονότα, ήτοι, πραγματικά περιστατικά, με την έννοια συμβάντος του εξωτερικού κόσμου στο χωρόχρονο (αφαίρεση των λογιστικών βιβλίων της εταιρείας, και παράδοση τους στο ………….., προκειμένου να  χρησιμοποιήσει αυτά προς υποστήριξη της εις βάρος του καταγγελίας, υπεξαίρεση των μισθωμάτων και εξαπάτηση του εναγόμενου), που κρίνονται ικανά και πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος, καθώς ειδικά για τον ισχυρισμό σχετικά με τη συνέργεια, την οποία παρείχε στο ………, καθιστούν έναντι των τρίτων σε γνώση των οποίων περιήλθε η δήλωση αυτή, τον ενάγοντα, ως ένα πρόσωπο, το οποίο μετέρχεται μεθόδους ανέντιμες, αφού δεν διστάζει να ενεργεί με τρόπο αθέμιτο, ακόμη και σε βάρος των συμφερόντων της εταιρείας του, προκειμένου να βλάψει το συνέταιρο του και αδελφό του. Από τα πρακτικά και την υπ’ αριθμόν 1997/2004 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς και την από 11-12-2002 έκθεση ελέγχου, που πραγματοποίησε στην εταιρεία των διαδίκων κλιμάκιο εφοριακών υπαλλήλων της ΔΟΥ Νικαίας, προκύπτει ότι, την 14-12-2001, ο …………. υπέβαλε έγγραφη καταγγελία στη Δ.Ο.Υ. Νικαίας, με την οποία κατηγορούσε τον εναγόμενο-εκκαλούντα ότι κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1998 έως το έτος 2001, είχε προβεί σε έκδοση στο όνομα της εταιρείας, πλήθους εικονικών φορολογικών στοιχείων (τιμολογίων). Προς απόδειξη αυτών των ισχυρισμών του, αυτός προσκόμισε τα υπ’ αριθμ. …./8-1-1999, …../21-6-1999 τιμολόγια πωλήσεως και το υπ’ αριθμόν …../21-1-1999 πιστωτικό τιμολόγιο επιστροφής, τα οποία δεν προκύπτει ότι τα είχε προμηθευθεί από τον ενάγοντα-εφεσίβλητο, όπως και ότι ο τελευταίος του είχε παραδώσει τα λογιστικά βιβλία της εταιρείας, προκειμένου να έχει πρόσβαση σε αυτά τα στοιχεία (βλ. σχετ. και την ποινική δικογραφία, που σχηματίσθηκε από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιώς για αυτήν την πράξη, ύστερα από έγκληση του εναγόμενου-εφεσίβλητου, και επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 1997/2008 απαλλακτική απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, χωρίς να επιχειρείται οποιαδήποτε αναφορά σε πρόσβαση του κατηγορούμε νου ………….. στα βιβλία της εταιρείας. Συνεπώς, ο ισχυρισμός του εναγόμενου- εκκαλούντος ότι ο ενάγων-εφεσίβλητος παρέδωσε στο ……….. τα βιβλία και τα στοιχεία της εταιρείας τους, προκειμένου να στηρίξει ο τελευταίος την από 14-12-2001 καταγγελία του σε βάρος του εναγόμενου-εκκαλούντος αποδείχθηκε ψευδής και ο εναγόμενος, περιλαμβάνοντας έναν τέτοιο ισχυρισμό στην εξώδικη δήλωση του, τέλεσε σε βάρος του ενάγοντος-εφεσίβλητου το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως, καθώς, μολονότι τελούσε σε γνώση της αναλήθειας αυτού, αποφάσισε να τον επικαλεσθεί, με σκοπό να βλάψει την τιμή, την υπόληψη και την επαγγελματική πίστη του ενάγοντος, σε όσους έλαβαν γνώση του περιεχομένου του, ήτοι στον Εκκαθαριστή της Εταιρείας ………… και στο Δικαστικό Επιμελητή ……………, που το επέδωσε στον τελευταίο, την 06-07-2006. Περαιτέρω, την 4-10-2006, ο εναγόμενος-εκκαλών επέδωσε στον ενάγοντα την από 5-9-2006 εξώδικη επιστολή του, στην οποία διαλαμβάνονται οι ακόλουθες φράσεις: « … ΡΕΣΙΤΑΛ ΑΧΑΡΙΣΤΙΑΣ. Σε συνέχεια της αηδιαστικής πρωτοκλασάτης αχαριστίας και απόπειρα εξαπατήσεως των Δικαστηρίων», «αυτός εν πλήρει αγνωμοσύνη, με απατηλούς και έωλους ισχυρισμούς, όχι μόνο χρησιμοποιεί την εταιρεία για να καταχραστεί και τα εκτός εταιρεία δάνεια. Αλλά με στόχο να επιβουλευθεί και την δική μου προσωπική περιουσία και να καταστρέψει εμένα τον ευεργέτη του». Και οι φράσεις αυτές-ισχυρισμοί, έχουν ως αντικείμενο γεγονότα, με την έννοια του συμβάντος του εξωτερικού κόσμου με αναφορά σε συγκεκριμένο χωρόχρονο (ότι ο ενάγων έχει τελέσει σε βάρος του το έγκλημα της απόπειρας απάτης στο Δικαστήριο και ότι έχει καταχραστεί και δάνεια εκτός εταιρείας), τα οποία τυγχάνουν ψευδή, καθώς από οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε η τέλεση από τον ενάγοντα του εγκλήματος της απόπειρας απάτης στο Δικαστήριο (για απόπειρα απάτης στο Δικαστήριο, με σκοπό την πρόκληση βλάβης στον εναγόμενο έχει κατηγορηθεί μόνον ο ………), είτε η ιδιοποίηση των δανείων, που είχε λάβει η ομόρρυθμη εταιρεία. Μολονότι ο εναγόμενος τελούσε σε γνώση της αναλήθειας των ισχυρισμών αυτών, τους συμπεριέλαβε στην εξώδικη δήλωσή του, προκειμένου να βλάψει την τιμή, την υπόληψη και την επαγγελματική πίστη του ενάγοντος-εφεσίβλητου, σε όσους έλαβαν γνώση του περιεχομένου του, ήτοι, στον Εκκαθαριστή της εταιρείας …………. και στη Δικαστική Επιμελήτρια ……….., η οποία επέδωσε αυτό στον τελευταίο, την 04-10-2006. Με βάση τα παραπάνω και με τον ισχυρισμό των ανωτέρω ψευδών γεγονότων, που διέλαβε στο από 5-9-2006 εξώδικο του, ο εναγόμενος τέλεσε σε βάρος του ενάγοντος το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Αντίθετα, από τα πρακτικά και την υπ’ αριθμόν 4958/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, δεν προέκυψε ότι ο εναγόμενος-εκκαλών, κατά την ανωμοτί κατάθεση ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου, αναφέρθηκε ειδικά στον ενάγοντα-εφεσίβλητο, κατηγορώντας τον ότι είχε υπεξαιρέσει τα μηχανήματα του ραδιοφωνικού σταθμού της «……………..». Τέλος, ο ενάγων-εφεσίβλητος αναφέρει στην αγωγή του ότι η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………… », νομίμως εκπροσωπούμενη από τον εναγόμενο, έχει ασκήσει εναντίον του και των μη διαδίκων στην παρούσα δίκη ………….., …………, του Σωματείου «Ακροατές ραδιοφώνου ……….. για την μουσική και τον πολιτισμό» και της εταιρείας « …………..» αγωγή, η οποία διαλαμβάνει τους ακόλουθους αγωγικούς ισχυρισμούς: «Οι εναγόμενοι, λόγω της υψηλής κερδοφόρου σκοπιμότητας, όχι μόνον δεν συνετίσθηκαν … Ατέρμονες μεταμεσονύκτιες τηλεφωνικές αφυπνίσεις και υποκλοπές … Σπορά ζιζανίων στην οικογένεια του ότι η σύζυγος του τον απατά- Απειλές ότι επτά γυναίκες θα κατήγγειλαν εναντίον του σεξουαλική παρενόχληση και βιασμό -Απειλές στα μόλις 7-8 χρονών κοριτσάκια του ότι θα τον σκοτώσουν και θα κάψουν το σπίτι τους-Απειλές ότι δεν θα ξαναδεί τα παιδιά του-Κτυπήματα με σκερπάνι του αυτοκινήτου της γυναίκας του- Τηλέφωνα στους φιλάσθενους γέροντες γονείς του ότι θα σκοτώσουν την οικογένεια του και θα ανατινάξουν την πολυκατοικία του …». Οι συγκεκριμένοι αγωγικοί ισχυρισμοί αφορούν σε γεγονότα, τα οποία τυγχάνουν ικανά και πρόσφορα να θίξουν την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος-εφεσίβλητου, τα οποία δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, καθώς από οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο πέραν της χωρίς όρκο κατάθεση του ιδίου στις υπ’ αριθμ. 19-21 σελίδες των πρακτικών δεν προέκυψε ότι ο ενάγων-εφεσίβλητος, είτε μόνος του, είτε από κοινού με τους συνεπαγομένους του, τέλεσε κάποια από τις προπεριγραφόμενες αδικοπραξίες σε βάρος του εναγόμενου ή της συζύγου του. Ο εναγόμενος- εκκαλών τελούσε σε γνώση της αναλήθειας των ισχυρισμών. Παρά ταύτα, διέλαβε αυτούς και  στην από 4- 9-2006 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …../2006 αίτηση του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Διαδικασία Εκούσιας Δικαιοδοσίας- Άρθρα 739 και επ. Κ.Πολ.Δ.), με σκοπό να βλάψει την τιμή, την υπόληψη και την επαγγελματική πίστη του ενάγοντος, σε όσους έλαβαν γνώση του περιεχομένου της αιτήσεως της εκούσιας δικαιοδοσίας, ήτοι στους Γραμματείς του Πρωτοδικείου Πειραιώς και στη Δικαστική Επιμελήτρια ….., που την επέδωσε στο νυν ενάγοντα, στις 4-10-2006. Με βάση τα ανωτέρω, και με τον ισχυρισμό των ανωτέρω ψευδών γεγονότων, που περιέλαβε στην αγωγή της εταιρείας και την αίτηση του ιδίου, ο εναγόμενος-εκκαλών τέλεσε σε βάρος του ενάγοντος-εφεσίβλητου το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Κατ’ ακολουθία των παραπάνω ο εναγόμενος-εκκαλών τέλεσε σε βάρος του ενάγοντος-εφεσίβλητου τα αδικήματα: (α) της συκοφαντικής δυσφημήσεως, την 23-8-2004 με ψευδές γεγονός την εκβίαση του, την 6-7-2006 με ψευδές γεγονός την παράδοση των λογιστικών βιβλίων και φορολογικών στοιχείων της εταιρείας «……….» στο …….., την 4-9-2006 ,με τα ψευδή γεγονότα, που διιέλαβε στην αγωγή και την αίτηση εκούσιας δικαιοδοσίας και στις 4-10-2006, με ψευδές γεγονός την απόπειρα απάτης στο Δικαστήριο και την ιδιοποίηση των δανείων της εταιρείας και (β) της εξυβρίσεως, στις 23-8-2004 και στις 6-7-2006, με τους χαρακτηρισμούς και το ύφος, που συνόδευε τις καταγγελίες του για ιδιοποίηση των μισθωμάτων των οριζόντιων ιδιοκτησιών υπό στοιχεία Δ-2, Δ-3 και Δ-4 και την απόκρυψη των λογιστικών βιβλίων της εταιρείας και την μη υποβολή των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος της. Συνεπώς, ο εναγόμενος προσέβαλε την τιμή, την υπόληψη και την επαγγελματική πίστη του ενάγοντος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που προέβη στις ίδιες παραδοχές και απέρριψε τον τελευταίο κατά σειρά λόγο της ένδικης ανακοπής, δεν έσφαλλε, παρά τα περί αντιθέτου διατεινόμενα από τον  εκκαλούντα, καθώς ορθά ερμήνευσε το Νόμο και εκτίμησε τις προσκομισθείσες ενώπιον αποδείξεις, απορριπτόμενου των σχετικών λόγων της υπό κρίση εφέσεως. Ωστόσο, το Δικαστήριο τούτο, εκτιμώντας το ζημιογόνο αποτέλεσμα, το είδος της υπαιτιότητάς του εκκαλούντος- εναγόμενου, ήτοι, το δόλο του για την προσβολή της τιμής και της υπόληψης του ενάγοντος- εφεσίβλητου, την έκταση και το είδος της αδικοπραξίας και τη στενοχώρια, την οποία ο τελευταίος αισθάνθηκε, την ταλαιπωρία, την οποία υπέστη για αντίκρουση των σε βάρος του ισχυρισμών, καθώς και την κοινωνικοοικονομική θέση και κατάσταση των διαδίκων κρίνει ότι ο ενάγων-εφεσίβλητος υπέστη ηθική βλάβη, για την ικανοποίηση της οποίας ως εύλογο χρηματικό ποσό, μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων (άρθρο 932 Α.Κ.), κρίνεται αυτό των δέκα χιλιάδων (10.000,00) Ευρώ (Ε), το οποίο πρέπει να αναγνωριστεί ότι οφείλεται σε αυτόν, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Το χρηματικό αυτό ποσό κρίνεται εύλογο, δίκαιο και ανταποκρινόμενο πλήρως στο είδος και στη βαρύτητα της προσβολής του ενάγοντος στο έννομο αγαθό της υγείας του, της έκτασης της βλάβης του τελευταίου, στο σύνολο των ειδικότερων συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, στην περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, όπως επίσης και στη βαρύτητα του πταίσματος του εναγόμενου, τυγχάνει δε συμβατό με την προεκτεθείσα στη νομική σκέψη της παρούσας αρχής αναλογικότητας (Α.Π. 517/2017 Δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του Δ.Σ. Α.<<ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ>>). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με το να αναγνωρίσει την υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000,00) Ευρώ (Ε) έσφαλλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του Νόμου, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας αλλά και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, που προσκομίστηκαν ενώπιον του, γενομένου του σχετικού λόγου της υπό κρίση εφέσεως, κατ’ εκτίμηση τούτου ως παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, ως ουσιαστικά δεκτού. Επομένως, κατά τούτο, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη υπ’ αριθμόν 5144/2009 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ως προς την οριστική αυτής διάταξη, με την οποία έγινε δεκτή εν μέρει η ένδικη αγωγή, να κρατηθεί η υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω προσήκουσα τακτική διαδικασία των άρθρων 1-465 και 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. Κατόπιν τούτων, η ένδικη έφεση πρέπει να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο τούτο πρέπει να κρατήσει την επίδικη υπόθεση, να  διερευνήσει  αυτήν στην ουσία της, και να κάνει δεκτή την αγωγή του ενάγοντος κατά ένα μέρος αυτής, αναφορικά με το αγωγικό κονδύλιο για επιδίκαση σε αυτόν χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής του βλάβης, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Το παράβολο έφεσης, που κατέθεσε ο εκκαλών κατά την κατάθεση της ένδικης έφεσης, πρέπει να αποδοθεί σε αυτόν, αφού κρίθηκε ότι η ένδικη έφεση πρέπει να γίνει ουσιαστικά δεκτή, (άρθρο 495 § 3 Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει μετά την ισχύ του Ν. 4335/2015). Τέλος, μέρος από τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος για τη διεξαγωγή της δίκης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του εναγόμενου, ως διαδίκου ηττημένου σε τούτη τη δίκη, κατόπιν αποδοχής του σχετικού αιτήματος του ενάγοντος-εφεσίβλητου, ως και ουσιαστικά βάσιμου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 183 Κ.Πολ.Δ., κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων.

-ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την έφεση

 -ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμόν 5144/2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσα, κατά την τακτική διαδικασία (Διαδικασία Άρθρων 1-465 Κ.Πολ.Δ.).

-ΚΡΑΤΕΙ  την ένδικη υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ αυτήν.

-ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή κατά ένα μέρος αυτής.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι ο εναγόμενος πρέπει να καταβάλλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000,00) Ευρώ (Ε) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση αυτού.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση στον εκκαλούντα του παραβόλου ποσού εκατόν πενήντα ευρώ (150,00) Ευρώ (Ε), που καταβλήθηκε από την πλευρά τους κατά την άσκηση της έφεσης με το υπ’ αριθμό κωδικού …………../2018 ηλεκτρονικού παραβόλου

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγόμενου εν μέρει τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε επτακόσια (700,00) Ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε, στον Πειραιά, την 27η Απριλίου 2023, δημοσιεύθηκε δε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, την  10η.5.2023

        Ο  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                 Η   ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ