Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 85/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης 85/2019

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές, Αντώνιο Πλακίδα, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη- Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. Από τη διάταξη του άρθρου 528 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 § 2 του ν. 3994/2011 και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, ως εκ του χρόνου ασκήσεως της υπό κρίση έφεσης, προκύπτει ότι, αν ασκηθεί έφεση κατ’ ερήμην αποφάσεως, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο της αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, χωρίς έρευνα των λόγων αυτής (εφέσεως) (ΑΠ 2150/2014, ΕφΠειρ 332/2015, ΕφΠειρ 33/2015, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως (ΑΠ 985/2015, ΑΠ 1075/2013, ΕφΠειρ 46/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Επομένως, για την εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως, δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος εφέσεως, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της, καθόσον έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσης ανακοπής ερημοδικίας (ΑΠ 579/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 2150/2014, ό.π, ΕφΠατρ 127/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Όμως, η εξαφάνιση της απόφασης οριοθετείται από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης, όπως αυτό προσδιορίζεται από τα παράπονα που διατυπώνονται με την έφεση ή τους πρόσθετους λόγους έφεσης του εκκαλούντος, ή την αυτοτελή έφεση ή αντέφεση του εφεσίβλητου και τους ισχυρισμούς που ο τελευταίος προβάλλει, ως υπεράσπιση, κατά των λόγων της έφεσης, σύμφωνα με το άρθρο 527 αρ. 1 του ΚΠολΔ, καθώς και εκείνα τα ζητήματα, η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σχετικά με τα παράπονα της έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής (ΑΠ 579/2018 ό.π). Έτσι, αν ο εκκαλών αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανισθεί ως προς όλες τις διατάξεις της (ΑΠ 985/2015, ό.π, ΕφΠειρ 414/2015, ΕφΛαρ 43/2013 αδημ ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Αντιθέτως, αν με το εφετήριο ο εκκαλών, ως εναγόμενος προβάλλει μόνον ενστάσεις καταλυτικές της αγωγής, όπως εξοφλήσεως, παραγραφής ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την απόρριψη των ενστάσεων αυτών, η απόφαση δεν εξαφανίζεται κατά το μέρος που κρίθηκε βάσιμη η απαίτηση, αλλά μόνον κατά το διατακτικό της (ΕφΠειρ 489/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΛαρ 232/2015 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2016.45). Για να επέλθει, όμως, το αποτέλεσμα της εξαφανίσεως της αποφάσεως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν ερευνά αν ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, αλλά μόνον αν είναι νόμιμος, έτσι ώστε, στην αντίθετη περίπτωση, να απορρίπτεται η έφεση και να μην εξαφανίζεται η απόφαση (ΕφΠειρ 489/2016,  ΕφΠειρ 414/2015, ό.π).

ΙΙ. Εν προκειμένω,  αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ όπως ισχύει προ της αντικατάστασής του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011 – Φ Ε.Κ. Α` 165/25.07.2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου), η από 22-12-2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………..) έφεση των εναγομένων, που ηττήθηκαν ολικώς, κατά της υπ’αριθμ. 4934/2014 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην αυτών  και έγινε εν μέρει δεκτή η από 9-6-2011 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ………..) στρεφόμενη κατά των ιδίων αγωγή της ενάγουσας περί διάρρηξης καταδολιευτικής δικαιοπραξίας. Έχει δε ασκηθεί νομότυπα (άρθρο 495 § 1 εδ.α΄ του ΚΠολΔ, όπως ισχύει προ της αντικαταστάσεώς του με το άρθρο 35 παρ.2 του ν.4446/22-12-2016, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517 και 520 § 1 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 § 1 του ΚΠολΔ), δηλαδή εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης προς τους εκκαλούντες, που έλαβε χώρα στις 29-11-2016 (υπ’αριθμ. ……… εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………..), και κατά την άσκησή της καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο για το παραδεκτό της (υπ’αριθμ. ………… σειρά Α΄παράβολα υπέρ του Δημοσίου και υπ’αριθμ. ………… σειρά Α παράβολα υπέρ του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ), ενώ από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει άλλος λόγος απαραδέκτου. Συνεπώς, εφόσον ασκήθηκε από διαδίκους, οι οποίοι δικάστηκαν ερήμην, πρέπει, σύμφωνα με τη σκέψη που προεκτέθηκε, κατά παραδοχή της τυπικώς δεκτής εφέσεώς τους, με την οποία οι εναγόμενοι-εκκαλούντες παραπονούνται, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, αρνούμενοι την ιστορική βάση της αγωγής, προκειμένου να ανατραπεί το υπάρχον σε βάρος τους τεκμήριο ομολογίας, δηλαδή με ορισμένους και νόμιμους λόγους εφέσεως, επιδιώκοντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της εναντίον τους αγωγής, να εξαφανιστεί αυτή μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση, δηλαδή ως προς όλες τις διατάξεις της, να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να ερευνηθεί η αγωγή με την τακτική διαδικασία, ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα, αντιμωλία των διαδίκων, δικαιούμενων των εκκαλούντων να προβάλουν όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσαν να προτείνουν πρωτοδίκως.

Από τις διατάξεις των άρθρων 939 έως 942 του ΑΚ προκύπτει ότι, για τη γέννηση της αξίωσης προς διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας απαιτείται η συνδρομή των κατωτέρω προϋποθέσεων: α) απαίτηση του δανειστή κατά του οφειλέτη, γεννημένη κατά τον χρόνο που ο τελευταίος επιχειρεί την απαλλοτρίωση, β) απαλλοτρίωση από τον οφειλέτη περιουσιακού στοιχείου, γ) πρόθεση βλάβης των δανειστών, δ) γνώση του τρίτου υπέρ του οποίου η απαλλοτρίωση, και ε) αφερεγγυότητα του οφειλέτη, η οποία συντρέχει όταν η υπολειπόμενη εμφανής περιουσία του δεν επαρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή. Τα ανωτέρω στοιχεία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 του ΚΠολΔ, πρέπει να αναφέρονται στην αγωγή, για να είναι ορισμένο το δικόγραφο αυτής. Ακόμη, μεταξύ των στοιχείων, που πρέπει να περιέχει η αγωγή διάρρηξης για να είναι ορισμένη, περιλαμβάνονται, το ποσό της απαίτησης του ενάγοντος δανειστή και η αξία του περιουσιακού στοιχείου που απαλλοτριώθηκε, κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, διότι η διάρρηξη δεν είναι αναγκαίως ολική, αλλά επέρχεται μόνον κατά το μέρος που ζημιώνεται ο δανειστής, αν δε το απαλλοτριωθέν έχει μεγαλύτερη αξία από την απαίτηση του δανειστή, η διάρρηξη είναι μερική και εκφράζεται σε ποσοστό αντίστοιχο με την αξία της απαίτησης του δανειστή προς την αξία του απαλλοτριωθέντος (ΟλΑΠ 15/2012, ΧΡΙΔ 2013.106, ΑΠ 36/2013, ΕφΑθ 4582/2017, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Πλέον αυτών, η αγωγή διαρρήξεως, μπορεί να στρέφεται είτε μόνο κατά του οφειλέτη είτε μόνο κατά του τρίτου είτε και κατά των δύο, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση δημιουργείται μεταξύ τους η σχέση της αναγκαστικής ομοδικίας (ΑΠ 1824/2012, ΕφΔυτΜακ 28/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΘεσ 1476/2014 Αρμ 2015.985). Αντικείμενο δε της σχετικής αγωγής είναι μόνο η απαγγελία της διάρρηξης της προσβαλλόμενης απαλλοτρίωσης υπέρ του ενάγοντος δανειστή και δεν απαιτείται πλέον να σωρεύσει αυτός και αίτημα αναμεταβίβασης του πράγματος που απαλλοτριώθηκε, από τον τρίτο στον οφειλέτη διότι με βάση την ανωτέρω ρύθμιση, ο δανειστής μπορεί να κατάσχει το πράγμα απ’ ευθείας στην περιουσία του οφειλέτη (ΑΠ 822/2017, ΑΠ 421/2013,  αδημ ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΛαρ 10/2017 ΕΕΜΠΔ 2017.838). Εξάλλου, το στοιχείο της γνώσης της πρόθεσης βλάβης εκ μέρους του οφειλέτη δεν απαιτείται σε απαλλοτρίωση από χαριστική αιτία (δωρεά) κατά το άρθρο 942 του ΑΚ (ΑΠ 778/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ  846/2011, ΕφΠειρ 324/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») ενώ η ανεπάρκεια της υπόλοιπης περιουσίας πρέπει να υπάρχει κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής (ΑΠ 708/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1937/2006, Νοβ 27.858). Η δε επάρκεια ή η ανεπάρκεια της περιουσίας του οφειλέτη και επομένως η ύπαρξη αφερεγγυότητάς του κατά τον κρίσιμο χρόνο, κρίνεται με βάση τα εμφανή περιουσιακά του στοιχεία όχι δε την αφανή περιουσία του, η οποία είναι ανύπαρκτη για τους δανειστές του (ΑΠ 91/2007, ΧΡΙΔ 2008.26), διότι αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε σε ματαίωση του με τη δι­άρρηξη επιδιωκόμενου από το νόμο σκο­πού της προστασίας των δανειστών από την καταδολίευση αυτών από τον οφει­λέτη (ΑΠ 928/2014 ΧΡΙΔ 2014.734, ΑΠ 1815/2012 ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2013.128, ΕφΘεσ 1330/2017, ΕλλΔνη 2018.801, ΕφΠατρ 54/2011 ΑΧΑΝΟΜ 2012.200). Έτσι, εμφανή περιουσιακά στοιχεία είναι κατ` αρχήν όσα είναι γενικώς γνωστά και μπορούν να επιχειρήσουν σ’ αυτά εκτέλεση οι δανειστές για την ικανοποίησή τους, όπως προπάντων είναι τα ακίνητα, ως προς τα οποία ισχύει σύστημα δημοσιότητας, ενώ δεν υπολογίζονται τα αφανή περιουσιακά στοιχεία, δηλαδή όσα δεν είναι γενικώς γνωστά στους δανειστές και επομένως εξομοιώνονται με ανύπαρκτα, κατά τα προεκτεθέντα  (ΑΠ 928/2014 ό.π).  Eξάλλου, πρόθεση βλάβης του δανειστή, θεωρείται ότι υπάρχει όταν ο οφειλέτης γνωρίζει, ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου, θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία που του απομένει να μην επαρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή, ο οποίος έτσι θα υποστεί βλάβη από την απαλλοτρίωση (ΑΠ 805/2013 ΕΕμπΔ 2014.54, ΑΠ 1778/2006 Νοβ 2007.338 ΕφΛαρ 206/2017 ΔΕΕ 2018.228), ενώ το γεγονός ότι η απαλλοτρίωση (διάθεση) γίνεται προς εκπλήρωση σχετικής ηθικής υποχρεώσεως του γονέα προς το τέκνο-γενικά αλλά για την ταυτότητα του νομικού λόγου σε κάθε περίπτωση τέτοιας υποχρέωσης-δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε τη βλάβη των δανειστών, ούτε την προτίμηση εκπληρώσεως από τον οφειλέτη των ηθικών υποχρεώσεών του έναντι των νομικών (ΑΠ 28/2017, ΑΠ 1217/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 805/2013 ό.π).

ΙΙΙ. Στην κρινόμενη περίπτωση, η ενάγουσα ισχυρίστηκε στην αγωγή της ότι διατηρεί απαίτηση ποσού 12.000 ευρώ, σε βάρος του πρώτου εναγομένου, για την οποία έχουν εκδοθεί ήδη δύο διαταγές πληρωμής, που έχουν αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, ως εκδότη δύο τραπεζικών επιταγών, τις οποίες, η ίδια, ως νόμιμη κομίστριά τους, τις εμφάνισε εμπρόθεσμα προς πληρωμή αλλά δεν πληρώθηκαν, ελλείψει διαθέσιμων κεφαλαίων στον λογαριασμό από τον οποίο σύρονταν. Ότι αυτός, αν και γνώριζε την οφειλή του, προέβη, με πρόθεση βλάβης της, στη μεταβίβαση προς τον ανήλικο και εκπροσωπούμενο από τους γονείς του, ήδη δεύτερο και τρίτη εναγομένη, εγγονό του, των ειδικότερα περιγραφόμενων οριζοντίων ιδιοκτησιών, που έχουν διαμορφωθεί σε ενιαία οριζόντια ιδιοκτησία και αποτελούσαν τη μοναδική περιουσία του, αντικειμενικής αξίας 104.439 ευρώ και εμπορικής 210.000 ευρώ, με αποτέλεσμα να μην δυνηθεί να ικανοποιήσει την απαίτησή της. Ακολούθως, ζήτησε, να διαρρηχθεί ως καταδολιευτική η μεταβίβαση και να επιβληθούν σε βάρος των εναγομένων τα δικαστικά της έξοδα.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή, για το παραδεκτό της οποίας δεν απαιτείτο κατ’άρθρο 220 του ΚΠολΔ, η εγγραφή της στα βιβλία διεκδικήσεως του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά, αφού ασκήθηκε με την ολοκλήρωση της επίδοσής της στους εναγόμενους στις 18-7-2011 (υπ’αριθμ. .. ……….. εκθέσεις επιδόσεως του ως άνω δικαστικού επιμελητή, ……..), πριν δηλαδή τη θέση σε ισχύ του ν.3994/2011 (ΦΕΑ Α’ 165/25-7-2011), παραδεκτώς στρέφεται και κατά του πρώτου εναγομένου, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, ως οφειλέτη της ενάγουσας, απορριπτομένου του πρώτου λόγου εφέσεως με τον οποίο οι εναγόμενοι διατείνονται ότι τυγχάνει απαράδεκτη, ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης άλλως εννόμου συμφέροντος, ως προς τον άνω εναγόμενο. Είναι δε πλήρως ορισμένη, αφού εκτίθενται επαρκώς στο δικόγραφό της όλα τα κατά νόμον στοιχεία που απαιτούνται για τη θεμελίωσή της, όπως αυτά παρατίθενται στην προηγηθείσα νομική σκέψη, και συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, περιγράφεται η απαίτηση της ενάγουσας, κατ’είδος και ποσό, καθώς και η αξία του απαλλοτριούμενου περιουσιακού στοιχείου, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τους εκκαλούντες με τον δεύτερο λόγο της έφεσής τους, ενώ δεν ήταν αναγκαία, όπως αντιθέτως αυτοί διατείνονται με τον ίδιο λόγο, η επίκληση του στοιχείου της γνώσης εκ μέρους του δευτέρου και τρίτου από αυτούς, ως νομίμων αντιπροσώπων του ανηλίκου τέκνου τους, Κωνσταντίνου, προς ον η μεταβίβαση, της πρόθεσης του πρώτου να βλάψει την ενάγουσα, εφόσον, κατά τα προεκτεθέντα, η μεταβίβαση έγινε από χαριστική αιτία. Ως εκ τούτου ο τέταρτος λόγος έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούντες επικαλούνται ανατροπή του καθιερούμενου από τη διάταξη του άρθρου 941 παρ.2 του ΑΚ τεκμηρίου κρίνεται επίσης απορριπτέος, ως στηριζόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως. Σημειώνεται, επίσης, ότι η ενάγουσα διατείνεται ότι το επίδικο ακίνητο αποτελούσε το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο του πρώτου εναγομένου, γεγονός που αρκούσε για τη θεμελίωση της αφερεγγυότητάς του, ώστε να μην είναι αναγκαία η επιπλέον επίκληση της ανεπάρκειας της λοιπής περιουσίας και μάλιστα όλων των εναγομένων, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες με τον δεύτερο λόγο της έφεσής τους, κατά το οικείο σκέλος του. Έχοντας δε ως αίτημα τη διάρρηξη της φερόμενης ως καταδολιευτικής μεταβίβασης, η αγωγή είναι και νόμιμη, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε ως προς το αντικείμενο της (παυλιανής) αγωγής, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 496, 939 επ. του ΑΚ και 176 του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί και κατ’ουσίαν.

Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι-καθώς καμία διάδικη πλευρά δεν επιμελήθηκε της εξέτασης μάρτυρα-ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3 και 4 του ΚΠολΔ), χωρίς αντιθέτως να ληφθούν υπόψη οι –τρεις συνολικά- βεβαιώσεις περιουσιακής κατάστασης που επικαλούνται και προσκομίζουν οι εκκαλούντες απαραδέκτως με την προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεών τους, αφού η προσκόμισή τους δεν κατατείνει στην αντίκρουση ισχυρισμών που περιέχονται στις προτάσεις των αντιδίκων τους (ΑΠ 546/2011 ΕΦΑΔ 2011.1197, ΑΠ 996/2001, ΕΕργΔ 2003.90, ΕφΔωδ 251/2006 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης : Η ενάγουσα διατηρεί απαίτηση σε βάρος του πρώτου εναγομένου, συνολικού ποσού 12.000 ευρώ πλέον τόκων, που απορρέει από την έκδοση δύο τραπεζικών επιταγών. Ειδικότερα, αυτός εξέδωσε εις διαταγήν του και μεταβίβασε δι’οπισθογραφήσεως στην εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………..», τις υπ’αριθμ. ……… επιταγές της «…… .», με ημερομηνίες εκδόσεως τις 30-9-2010 και τις 20-10-2010, αντίστοιχα, ποσού 6.000 ευρώ εκάστη, συρόμενες από λογαριασμό που διατηρούσε στην πληρώτρια Τράπεζα, τις οποίες αυτή με τη σειρά της μεταβίβασε με οπισθογράφηση, λόγω ενεχύρου, και παρέδωσε στην ενάγουσα. Η τελευταία, ως νόμιμη κομίστριά τους, τις  εμφάνισε εμπρόθεσμα στην πληρώτρια Τράπεζα στις 8-10-2010 και τις 20-10-2010, πλην όμως δεν πληρώθηκαν, λόγω έλλειψης υπολοίπου στον λογαριασμό από τον οποίο σύρονταν, και ακολούθως σφραγίστηκαν. Για την απαίτησή της, η οποία δεν αμφισβητήθηκε, εκδόθηκαν και οι υπ’αριθμ. …. και ……. διαταγές πληρωμής, κατά των οποίων δεν ασκήθηκε ανακοπή. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι, καθ’όν χρόνο είχε γεννηθεί η επίδικη απαίτηση, αφού είχε ήδη παρέλθει η καταληκτική ημερομηνία πληρωμής των επιταγών, ο πρώτος εναγόμενος, προβλέποντας ότι πρόκειται να επιχειρηθεί εναντίον της περιουσίας του αναγκαστική εκτέλεση, έσπευσε στις 21-12-2010 να μεταβιβάσει, λόγω δωρεάς, δυνάμει του υπ’αριθμ. …………. συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς, …………, που μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά (τ… α.α …) στον εγγονό του, . ….., ηλικίας τότε 9 μόλις ετών, που εκπροσωπήθηκε από τους γονείς του, ήδη δεύτερο και τρίτη των εναγομένων, δύο αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες (διαμερίσματα), του γ΄και δ΄ορόφου της επί της οδού … αρ….. κειμένης πολυκατοικίας, που έχει ανεγερθεί επί οικοπέδου επιφάνειας 101,90 τμ, δυνάμει οικοδομικής αδείας που εκδόθηκε το έτος 1984. Καθεμία από τις ιδιοκτησίες έχει εμβαδόν 63,60 τμ και ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 235/1000 και σε αυτές ανήκει και η αποκλειστική χρήση της υπ’αριθμ. 2 θέσης στάθμευσης αυτοκινήτου της πυλωτής, επιφάνειας 12 τμ. Έχουν διαμορφωθεί σε ενιαίο διαμέρισμα, που περιλαμβάνει λουτρό, σαλόνι, τραπεζαρία και κουζίνα στον γ΄όροφο, υπνοδωμάτια και λουτρό στον δ΄όροφο. Η αξία τους καθορίστηκε στο ποσό των 104.439,04 ευρώ, εκτιμάται, όμως, με βάση τα συναλλακτικά ήθη και τις οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν κατ’εκείνο τον χρόνο, λαμβάνοντας υπόψη και την παλαιότητα του κτίσματος, ότι ανερχόταν στο ποσό των 210.000 ευρώ, και σε καμία περίπτωση των 500.000 ευρώ, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι εκκαλούντες με τον πέμπτο λόγο της έφεσής τους, χωρίς ο ισχυρισμός τους αυτός να αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία. Η συγκεκριμένη μεταβίβαση οδήγησε στην αποστέρηση της δυνατότητας της ενάγουσας να ικανοποιήσει την ήδη γεννημένη κατά τον χρόνο της απαλλοτρίωσης ως άνω απαίτησής της, από το μεταβιβασθέν περιουσιακό στοιχείο, καθώς ο πρώτος εναγόμενος δεν διέθετε άλλη εμφανή ακίνητη περιουσία, όπως προέκυψε από έρευνα που η ενάγουσα διενήργησε, μέσω δικηγόρου, στην περιφέρεια του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών και του Κτηματολογικού Γραφείου Νίκαιας και Πειραιώς, με αποτέλεσμα η αφανής τυχόν περιουσία του να θεωρείται ανύπαρκτη, κατά τα προεκτεθέντα. Άλλωστε, με το δικόγραφο της έφεσής τους και τις προτάσεις τους, οι εκκαλούντες δεν υπέδειξαν άλλα περιουσιακά στοιχεία του πρώτου εναγομένου, προσδιορίζοντας και την αξία τους, από τα οποία η ενάγουσα θα ηδύνατο να ικανοποιήσει την αξίωσή της.  Κατ’ακρίβειαν, ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους έκανε λόγο για «οικόπεδα στη Μακεδονία» ενώ στην προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεών τους, γίνεται και πάλι λόγος για ακίνητα στην περιοχή του …, χωρίς όμως αυτά να προσδιορίζονται με ειδικότερη αναφορά σε εκείνα που ανήκουν τυχόν στον πρώτο εναγόμενο και χωρίς η ύπαρξη και η αξία τους να επιβεβαιώνεται από παραδεκτώς προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία. Ως προς τη μεταβίβαση αυτή, ο πρώτος εναγόμενος ενήργησε με πρόθεση να βλάψει την ενάγουσα, δηλαδή να της στερήσει τη δυνατότητα ικανοποίησης της επίδικης απαίτησής της, σκοπός που εν τέλει επετεύχθη, καθώς κατά τον χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής, είχε καταστεί, αφερέγγυος με την έννοια που προεκτέθηκε και έτσι η απαίτησή της παρέμεινε έως και τη συζήτηση της αγωγής στο σύνολό της ανεξόφλητη. Στοιχεία που ενισχύουν την παραδοχή της πρόθεσής του αυτής και αναδεικνύουν τον προσχηματικό χαρακτήρα της δωρεάς, αποτελεί η ηλικία του εγγονού του σε σχέση και με τη δική του ηλικία (έτος γεννήσεως 1946), από τις οποίες δεν προκύπτει ιδιαίτερος λόγος πραγματοποίησής της τη δεδομένη χρονική στιγμή, καθώς και το γεγονός ότι την ίδια ημέρα, προηγήθηκε μεταβίβαση προς τον έτερο εγγονό του, ………, των λοιπών οριζοντίων ιδιοκτησιών, δηλαδή εκείνων του α΄και β΄ορόφου, της ίδιας πολυκατοικίας, που καταδεικνύει και αυτή πρόθεση αποξένωσης απ’όλα τα εμφανή περιουσιακά του στοιχεία. Είναι, επίσης, χαρακτηριστικό ότι ο πρώτος εναγόμενος δεν επέλεξε να κρατήσει έστω την επικαρπία των ιδιοκτησιών που μεταβιβάστηκαν, ώστε να μπορεί να τις χρησιμοποιεί ως κατοικία, δοθέντος ότι δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη άλλου ιδιόκτητου ακινήτου, δικού του ή της συζύγου του, που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό αυτό. Ακόμη δε και αν θεωρηθεί ότι η επίδικη δωρεά υπαγορεύθηκε από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον του προς τον εγγονό του, δεν ανατρέπεται η παραπάνω παραδοχή, αφού δεν δικαιολογείται η προτίμηση εκπληρώσεως εκ μέρους του της ηθικής έστω υποχρέωσης οικονομικής ενίσχυσης του εγγονού του, έναντι της νομικής του υποχρέωσης προς την ενάγουσα, απορριπτομένου του τρίτου λόγου της εφέσεως προεχόντως ως νομικά αβάσιμου. Το Δικαστήριο, επίσης,  κρίνει ότι το αποδεικτικό υλικό είναι πλήρες, ώστε να αχθεί σε πλήρη δικανική πεποίθηση ως προς τα κρίσιμα περιστατικά, με αποτέλεσμα να μην καθίσταται αναγκαία η εξέταση οποιουδήποτε διαδίκου ενώ δεν διαπιστώθηκαν αμφίβολα σημεία και διφορούμενα περιστατικά, που αποτέλεσαν αντικείμενο απόδειξης, ως προς τα οποία να υπάρχει ανάγκη πληρέστερης διαφώτισής του, με την υποβολή ερωτήσεων και την παροχή διασαφήσεων από τους διαδίκους. Συνεπώς, πρέπει, το συναφώς υποβληθέν με τις προτάσεις τους, αίτημα των εκκαλούντων περί εξέτασής τους ως διαδίκων, κατ’άρθρο 415 παρ.1 και επικουρικά περί αυτοπρόσωπης εμφάνισής τους, κατ’άρθρο 245 του ΚΠολΔ, να απορριφθεί ως αβάσιμο.

Κατ’ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν, αφού η αξία του απαλλοτριωθέντος ακινήτου υπερβαίνει το ποσό της απαίτησης της ενάγουσας, και να απαγγελθεί υπέρ της τελευταίας η διάρρηξη της συναφθείσας μεταξύ των εναγομένων δωρεάς, στο μέτρο που ζημιώνεται αυτή και κατά το ποσό που απαιτείται για την κάλυψη της απαίτησής της, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, απορριπτομένου του πέμπτου λόγου της έφεσης, περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος και παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, καθώς, το πραγματικό στοιχείο που οι εκκαλούντες επικαλούνται για τη συγκρότηση αμφότερων των ισχυρισμών τους, ήτοι η δυσαναλογία της αξίας του ακινήτου, όπως ειδικότερα την προσδιορίζουν, σε σχέση με το ύψος της απαίτησης, και αληθές υποτιθέμενο, δεν συνεπάγεται αυτή καθεαυτή προφανή υπέρβαση των άκρων ορίων της καλής πίστης και των χρηστών ηθών, δεν προκαλεί έντονο αίσθημα αδικίας, και δεν στοιχειοθετεί παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, καθώς, όπως ήδη εκτέθηκε, η διάρρηξη της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας δεν θα είναι ολική και θα εκφραστεί σε ποσοστό αντίστοιχο με την αξία της απαίτησης της δανείστριας Τράπεζας προς την αξία του απαλλοτριωθέντος.

Τέλος, πρέπει να επιστραφεί στους εκκαλούντες το προκαταβληθέν παράβολο λόγω της νίκης τους (άρθρο 495 § 3 εδ. ε΄του ΚΠολΔ) και να επιβληθεί σε βάρος των εκκαλούντων μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, λόγω της μερικής ήττας τους και ανάλογα προς την έκταση αυτής, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 106, 176, 180, 183, 189, 191 § 2  του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με 63 § 2, παράρτημα Ι άρθρου 166 του ν.4194/2013).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 22-12-2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……….)  έφεση των εναγομένων, κατά της υπ’αριθμ. 4934/2014 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν τυπικά και κατ’ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στους εκκαλούντες του παραβόλου, που κατέθεσαν κατά την άσκησή της.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει αυτήν κατ’ουσίαν.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 9-6-2011 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ……….) αγωγή.

ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ υπέρ της ενάγουσας τη διάρρηξη της δωρεάς, του περιγραφόμενου στο σκεπτικό ακινήτου (ενιαίας αυτοτελούς οριζόντιας ιδιοκτησίας), του πρώτου εναγομένου, προς τον ανήλικο εγγονό του ….., όπως αυτός εκπροσωπήθηκε από τους γονείς του, δεύτερο και τρίτη εναγομένη, δυνάμει του υπ’αριθμ. ……….. συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιά, …………….., που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά (τ…, α.α …), μέχρι του ποσού των 12.000 ευρώ.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων μέρος των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας,  το οποίο ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων πενήντα (550) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στις  17-1-2019.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις, με την παρουσία της Γραμματέως, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 8-.2-2019….

               Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ