Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 273/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός   273/2023

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Σωκράτη Γαβαλά, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα K.Σ..

Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του, την …………., προκειμένου να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του Εκκαλούντος: …………..που παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια της πληρεξούσιου Δικηγόρου του Μαρίας Φλωροπούλου-Μακρή (AM …… ΔΣΠ), (βλ. το υπ’ αριθμόν ………../11-01-2023 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π.- άρθρο 61 Ν. 4194/ 2013), με βάση το υπ’ αριθμόν ……./23.10.2020 ειδικό πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………. και η οποία κατέθεσε δήλωση, προκειμένου να εκδικαστεί η υπόθεση, χωρίς η ίδια να παραστεί, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

Της Εφεσίβλητης: …………., που παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου της Θεόδωρου Χαραλάμπους (Δ.Σ.Π. ………..), (βλ. το υπ’ αριθμόν ……./10-01-2023 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π.), με βάση το υπ’ αριθμόν  ……../ 09. 01.2023 ειδικό πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …………, ο οποίος κατέθεσε δήλωση, προκειμένου να εκδικαστεί η υπόθεση χωρίς να παραστεί ο ίδιος, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

Η εφεσίβλητη άσκησε σε βάρος του εκκαλούντος ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 17-06-2020 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) …/17-06-2020 και ειδικό αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.): …../17-06-2020.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 3050/2021 (οριστική) απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία (Διαδικασία άρθρων 1-465 Κ.Πολ.Δ.), αντιμωλία των διαδίκων, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή της εφεσίβλητης, ως κατ’ ουσία βάσιμη, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτήν.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο εναγόμενος ……… ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (= Εφετείου Πειραιώς), με την από 23/10/2022 έφεσή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος αυτήν Δικαστηρίου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου (Γ.Α.Κ.) …/31-01-2022 και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ) …./31-01-2022, και ακολούθως στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) …/31-01-2022 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) …../31-01-2022, δικάσιμος δε ορίστηκε αυτή, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και εκδικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 

(Ι) Η κρινόμενη από 23/01/2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) …./(Ε.Α.Κ.Δ.) …../2022 έφεση του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος κατά της υπ’ αριθμόν 3050/2021 (οριστικής) απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία (Διαδικασία Άρθρων 1-465 Κ.Πολ.Δ.), αρμοδίως φερόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.), ασκήθηκε, σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι ασκήθηκε μέσα σε προθεσμία ενός (1) μηνός από το χρόνο έκδοσης της, την 24η Δεκεμβρίου του έτους 2021 και ως εκ τούτου δεν παρήλθε η καταχρηστική προθεσμία των δύο (2) ετών από το χρόνο έκδοσης αυτής, κατ’ άρθρο 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α΄87/ 23.7. 2015) σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η εκκαλούμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι επιδόθηκε σε οποιονδήποτε διάδικο για γνώση του και για τις νόμιμες συνέπειες, αφού δεν προσκομίζεται είτε έκθεση επίδοσης της εκκαλούμενης απόφασης είτε αντίγραφο αυτής με σχετική επισημείωση Δικαστικού Επιμελητή για επίδοση αυτής, ενώ συγχρόνως δεν προτείνεται ισχυρισμός για εκπρόθεσμη άσκηση της, με αποτέλεσμα να μην έχει αρχίσει να διαδράμει η προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 1 εδ. Β Κ.Πολ.Δ., το δε δικόγραφο της υπό κρίση έφεσης κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την 23η  Ιανουαρίου 2022], (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 Κ.Πολ. Δ). Συνεπώς, εφόσον για το παραδεκτό της συζήτησης αυτής καταβλήθηκε, κατ` άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ. παράβολο του Ελληνικού Δημοσίου, αξίας εκατό (100,00) ευρώ (βλ. το με αριθμό κωδικού ……………./2022 ηλεκτρονικό (e-) παράβολο), πρέπει αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της.

(ΙΙ) Με την ένδικη αγωγή της, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη εκθέτει ότι με τον εκκαλούντα και ήδη εναγόμενο υπήρξαν σύζυγοι, καθώς συνήψαν θρησκευτικό γάμο το Μάιο του 1982 στον Πειραιά, κατά τη διάρκεια του οποίου απέκτησαν δύο (2) τέκνα, τη …., που γεννήθηκε το έτος 1984 και τον ……, που γεννήθηκε το έτος 1987). Ότι, κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1982 μέχρι το έτος 2000, διέμεναν στην πατρική οικία της στη Νίκαια Αττικής, επί της οδού …………., έκτοτε δε σε διαμέρισμα επί της οδού ……. στον Πειραιά, περιοχή Κοκκινιά, ενώ η ίδια εργαζόταν στην πολυεθνική εταιρία καλλυντικών, κοσμετικής κλπ. ……….. και ο εκκαλών και ήδη εναγόμενος ασχολήθηκε με ατομική επιχείρηση εμπορίας προϊόντων και ειδών διατροφής. Ότι, το έτος 2009, από τίμημα πώλησης ακινήτου του πατέρα της ποσού ενενήντα πέντε χιλιάδων (95.000,00) Ευρώ, επιπλέον χρήματα τα οποία της παρέδωσε και εισοδήματα από υπερωρίες της, διατηρούσε σε λογαριασμό της στην Τράπεζα Πειραιώς αποταμιεύσεις ύψους 120.000,00 Ευρώ (Ε), τις οποίες στην συνέχεια μετέφερε στην Εθνική Τράπεζα. Ότι, λόγω της δημοσιονομικής κρίσης και της ανησυχίας για ενδεχόμενη δέσμευση των καταθέσεων, ο εκκαλών και ήδη εναγόμενος την παρότρυνε να αποσύρει τις αποταμιεύσεις της, όπως και έκανε, το χρηματικό δε ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120. 000,00) ευρώ είχε φυλάξει στο πατάρι της οικίας τους εν γνώσει του εκκαλούντος-εναγομένου. Ότι, περί το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2011, επισκέφθηκε την αδελφή της και άλλους συγγενείς της στην Αυστραλία, από όπου επέστρεψε δύο (2) μήνες μετά, ήτοι, το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2012, οπότε και άρχισε να αναζητεί διαμερίσματα προς πώληση, προκειμένου να προβεί με τα χρήματα, τα οποία διέθετε σε αγορά ακινήτου, και να το μεταβιβάσει στη συνέχεια στα τέκνα της. Ότι, όταν περί τα τέλη του έτους 2012, εντόπισε διαμέρισμα προς πώληση πλησίον της οικίας τους και αναζήτησε τα χρήματα στο πατάρι της οικίας τους, διαπίστωσε ότι αυτά δεν βρίσκονταν εκεί, ο δε εκκαλών –εναγόμενος προφασίστηκε ότι τα χρήματα ήταν και δικά του και τα έδωσε, προκειμένου να διασώσει την επιχείρησή του, ενέργεια, στην οποία προέβη χωρίς τη συναίνεσή της και ενόσω η ίδια απουσίαζε στο εξωτερικό Ότι, μετά από έντονους διαπληκτισμούς και έριδες απομακρύνθηκαν ψυχικά, η ίδια δε (ενάγουσα) από το έτος 2013 αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα υγείας (νευρική ανορεξία, αυτοάνοσο νόσημα, πάθηση νεφρών κλπ.), σε συνεχείς δε οχλήσεις της για επιστροφή των ιδιοποιηθέντων χρημάτων ο εκκαλών και ήδη εναγόμενος αρνούνταν να πράξει τα νόμιμα. Ότι, το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2019, μετά από σχετικές συστάσεις των ιατρών της, αποφάσισε να αποχωρήσει από την οικία τους και έκτοτε διαμένει σε μισθωμένη οικία στη Νίκαια. Επικαλούμενη αδικοπρακτική ευθύνη του εναγόμενου, απορρέουσα από την υφαίρεση του χρηματικού ποσού των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120. 000,00) ευρώ, η τελευταία ζητεί να αναγνωριστεί ότι ο εκκαλών και ήδη εναγόμενος υποχρεούται να της καταβάλει το συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της ένδικης αγωγής και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση αυτού, επικουρικά δε και σε περίπτωση απόρριψης της κύριας βάσης από αδικοπραξία, σύμφωνα με τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, καθώς το εν λόγω ποσό αποτελεί ωφέλεια σε βάρος της περιουσίας της και με ζημία δική της.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 3050/2021 (οριστική) απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία (Διαδικασία άρθρων 1-465  Κ.Πολ.Δ.), με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η ένδικη αγωγή, ως κατ’ ουσία βάσιμη, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα σε αυτήν και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του εκκαλούντος-εναγόμενου να καταβάλλει στην ενάγουσα- εφεσίβλητη το χρηματικό ποσό των σαράντα οκτώ χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα εννέα ευρώ και πενήντα ένα λεπτών (48.959,51 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, ενώ καταδίκασε τον εναγόμενο στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, την οποία όρισε στο χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων δέκα ευρώ (2.010,00 €).

Κατά της παραπάνω απόφασης, ο εναγόμενος άσκησε την υπό κρίση έφεσή του, με την οποία επικαλείται πλημμέλειες της εκκαλούμενης απόφασης, συνιστάμενες αυτές σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του Νόμου αλλά και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, που προσκομίστηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου.

Οι λόγοι αυτοί, που τυγχάνουν επαρκώς ορισμένοι, δεκτικοί δικαστικής αξιολόγησης και ως εκ τούτου παραδεκτοί, πρέπει να εξεταστούν ως προς τη βασιμότητά τους, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.

(III)  Σύμφωνα με το άρθρο 914 ΑΚ οι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης είναι: (α) η παράνομη και υπαίτια ανθρώπινη συμπεριφορά, (β) η επέλευση ζημίας και (γ) ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι συμπεριφορά, που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος (Α.Π. 1284/2017 Δημοσιευμένη στην Ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου, ΑΠ 889/2008, 995/2008, 422/2008). Κατά την κρατούσα γνώμη, το παράνομο κρίνεται από το αποτέλεσμα με την έννοια ότι για την κατάφαση της παρανομίας ερευνάται αν προκλήθηκε παράνομη ζημία, αν δηλαδή προσβλήθηκε δικαίωμα ή έννομο συμφέρον του ζημιωθέντος. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικά επιβεβλημένης από τη θεμελιώδη δικαιϊκή αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρεώσεως λήψεως ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων. Για τη θεμελίωση της αδικο πρακτικής ευθύνης προς αποζημίωση, δεν αρκεί μόνον ο χαρακτηρισμός της συμπεριφοράς του ζημιώσαντος ως παράνομης. Περαιτέρω, αυτοτελής προϋπόθεση είναι η υπαιτιότητα του ζημιώσαντος, δηλαδή, απαιτείται να μπορεί η συμπεριφορά του αυτή να αποδοθεί σε μια ιδιαίτερη ψυχική στάση, που θεωρείται επιλήψιμη και αποδοκιμάζεται από την έννομη τάξη. Με τον όρο πταίσμα ή υπαιτιότητα, ως αναγκαία προϋπόθεση για τη θεμελίωση της ευθύνης κατά το σύστημα του Αστικού Κώδικα (άρθρο 300 αυτού), εννοείται ο ψυχικός δεσμός του προσώπου προς μια ενέργεια του ή προς το αποτέλεσμα της, ο οποίος (=δεσμός) δικαιολογεί τη σε βάρος του μομφή από την έννομη τάξη με τη γένεση στο πρόσωπο του ευθύνης προς αποζημίωση. Ο ψυχικός αυτός δεσμός του προσώπου προς μια ενέργεια του συνίσταται, είτε στο ότι επιδίωξε την ενέργεια αυτή (δόλος), είτε στο ότι δεν έλαβε τα επιβαλλόμενα μέτρα, έτσι ώστε να την αποφύγει. Η προϋπόθεση της υπαιτιότητας πληρούται, αν στο πρόσωπο του ζημιώσαντος υπάρχει οποιαδήποτε μορφή δόλου ή αμέλειας (βαριά ή ελαφρά). Η υπαιτιότητα προϋποθέτει ικανότητα προς καταλογισμό (ή ικανότητα προς αδικοπραξία ή ικανότητα προς πταίσμα). Η ικανότητα προς καταλογισμό είναι απαραίτητη για την κατάφαση της υπαιτιότητας και περαιτέρω της αδικοπρακτικής ευθύνης. Απαιτείται δηλαδή η παράνομη συμπεριφορά να μπορεί να καταλογιστεί προσωπικά στο δράστη. Ζημία είναι κάθε. δυσμενής μεταβολή στα έννομα αγαθά του προσώπου, είτε αυτά είναι περιουσιακά είτε μη περιουσιακά, ως συνέπεια της παράνομης πράξης. Η ζημία, που προκαλείται στα περιουσιακής φύσεως αγαθά του προσώπου, δηλαδή στα αποτιμητά σε χρήμα αγαθά, αποτελεί την περιουσιακή ζημία. Προϋπόθεση για τη γένεση της ευθύνης κατ’ άρθρο 914 ΑΚ είναι και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Ως αιτιώδης συνάφεια, εννοείται η σχέση και αποτελέσματος μεταξύ του νομίμου λόγου ευθύνης παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του δράστη) και του αποτελέσματος (ζημίας). Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα τη κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα (Ολ ΑΠ 18/2004, ΑΠ 177/ 2008, 427/2008, 579/2008). Η αναγκαιότητα της ύπαρξης αυτής της προϋπόθεσης για τη θεμελίωση της ευθύνης προς αποζημίωση δεν ορίζεται μεν ρητά στο νόμο, προκύπτει όμως από τη γενική θεώρηση των διατάξεων, που καθιερώνουν αυτή την ευθύνη. Περαιτέρω, κατ’ άρθρο 375 παρ. 1 ΠΚ όπως ισχύει τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος (με φυλάκιση μέχρι δύο ετών) εκείνος, που ιδιοποιείται παράνομα ξένο (ολικά ή μερικά) κινητό πράγμα, το οποίο περιήλθε στην κατοχή του και εάν το αντικείμενο της πράξεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού απαιτείται αντικειμενικά: (α) κινητό πράγμα, (β) ξένο πράγμα, (γ) περιέλευση του πράγματος στην κατοχή του δράστη και (δ) ιδιοποίηση του πράγματος από το δράστη καθ’ ον χρόνο βρίσκεται στην κατοχή του χωρίς νόμιμη δικαιολογητική αιτία. Νομικό αντικείμενο του εγκλήματος (προστατευόμενο έννομο αγαθό) είναι η ιδιοκτησία και όχι η περιουσία (μη απαιτουμένη επελεύσεως ζημίας) ούτε η κατοχή, όπως στην κλοπή, διότι εδώ ο δράστης είναι πάντοτε κάτοχος του πράγματος. Υποκειμενικά απαιτείται δόλια προαίρεση του υπαιτίου, που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια που εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησης του να το ενσωματώσει στην περιουσία του χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό τρόπο το κατεχόμενο από αυτόν ξένο πράγμα.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, από την υπ’ αριθμόν ………/23-10-2020 ένορκη βεβαίωση του …………, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά κατόπιν νόμιμης κλήτευσης του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος, σύμφωνα με τους ορισμούς των άρθρων 421 και 422 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν …../20-10-2020 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………., την οποία προσκομίζει με επίκληση η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, ως επισπεύδουσα τη συγκεκριμένη διαδικαστική πράξη διάδικος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 106 και 107 Κ.Πολ.Δ., από τις υπ’ αριθμ. …./23-10-2020 και …../23-10-2020 ένορκες βεβαιώσεις των ………..και ……….. αντίστοιχα ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, οι οποίες λήφθηκαν κατόπιν νομότυπης κλήτευσης της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, σύμφωνα με τους ορισμούς των άρθρων 421 και 422 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν ……../20-10-2020 έκθεση επίδοσης  του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …………, την οποία προσκομίζει με επίκληση ο εναγόμενος και ήδη εφεσίβλητος προς ανταπόδειξη της ένδικης αγωγής, ως επισπεύδων τη συγκεκριμένη διαδικαστική πράξη διάδικος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 106 και 107 Κ.Πολ.Δ., από τις ομολογίες των διαδίκων, όπως αυτές συνάγονται από τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 Κ.Πολ.Δ, κατά το μέτρο, που δεν αμφισβητήθηκε η αλήθεια αυτών, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη (άρθρα 336 παρ. 4 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ) {Ν. Παισίδου: Τα δικαστικά τεκμήρια, 1991, σελ. 230 κα σημ. 86, πρβλ. Στ. Κουσούλη στην Ερμηνεία Κ. Πολ.Δ. Κεραμέως/ Κονδύλη/ Νίκα, Ι (2000) άρθρο 231, αριθ. 5), προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ………… και η ……….. συνήψαν γάμο, σύμφωνα με τους θείους και Ιερούς Κανόνες της Ανατολικής του Χριστού Ορθόδοξης Εκκλησίας, την 30-05-1982, στον Πειραιά, κατά τη διάρκεια του οποίου γεννήθηκαν δύο τέκνα: (α) η …….., το έτος 1984 και (β) ο …….., το έτος 1987. Κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1982 έως το έτος 2000, οι διάδικοι διέμεναν στην πατρική οικία της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης στη Νίκαια Αττικής επί της οδού ………, έκτοτε δε διέμεναν σε διαμέρισμα του δευτέρου (2ου) πάνω από το ισόγειο ορόφου  διώροφης υπό τα στοιχεία (Β-1) οικοδομής επί της οδού ………. στην περιφέρεια του Πειραιώς και δη στην περιοχή της Παλαιάς Κοκκινιάς, επιφάνειας 102 τ.μ., ανεγερθείσα σε οικόπεδο, που ανήκε στην κυριότητα της μητέρας του εκκαλούντος και ήδη εναγόμενου ………, η οποία, με το υπ’ αριθμόν ……/19-07-1989 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………….., μεταβίβασε το δικαίωμα ψιλής κυριότητας κατά το ήμισυ εξ αδιαιρέτου (1/2) στον υιό και στην εγγονή της, εναγόμενο-εκκαλούντα και θυγατέρα των διαδίκων αντίστοιχα, ενώ παρακράτησε εφ’ όρου ζωής την επικαρπία του εν λόγω διαμερίσματος. Από το έτος 1978, η ενάγουσα-εφεσίβλητη εργαζόταν, ως ιδιωτική υπάλληλος στην πολυεθνική εταιρία καλλυντικών, κοσμετικής κλπ. ………., από όπου και συνταξιοδοτήθηκε το έτος 2011, ο δε εναγόμενος μετά την αποφοίτησή του από την τεχνική σχολή του Ο.Λ.Π., ως χειριστής ανυψωτικών μηχανημάτων, εργάστηκε αρχικά μεν ως επαγγελματίας οδηγός φορτηγών οχημάτων. Ακολούθως, από το έτος 1990 και έκτοτε συνέστησε ατομική επιχείρηση χονδρικής εμπορίας ειδών διατροφής, η έδρα της οποίας βρισκόταν αρχικά σε ισόγεια αποθήκη 17,00 τ.μ., στο ακίνητο επί της οδού …………, και την οποία παραχώρησε σε αυτόν χωρίς αντάλλαγμα η μητέρα του, προκειμένου να χρησιμοποιήσει αυτήν, ως κατάστημα. Αργότερα περί το έτος 2000, μετά την αγορά όμορου ακινήτου επί της οδού …… από τον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα και τον αδελφό του ………… και στη συνέχεια την ανέγερση σε αυτό πολυώροφης οικοδομής, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν ……./15-01-1996 πράξη σύστασης οριζοντίων ιδιοκτησιών της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……………), ο εκκαλών -εναγόμενος μετέφερε την ως άνω επιχείρησή του στο μεγαλύτερο κατάστημα του ισογείου της νεόδμητης αυτής οικοδομής, διατηρώντας όμως ως αποθήκη τον αρχικό ισόγειο χώρο των 17,00 τ.μ., που εξακολουθούσε να του παραχωρεί δωρεάν η μητέρα του ……………. Το έτος 2009, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη προέβη στην πώληση του υπό στοιχεία Α-Ι διαμερίσματος του πρώτου (Α) πάνω από το ισόγειο ορόφου εμβαδού 84,00 τ.μ. πολυώροφης οικοδομής επί της οδού ………. στη Νίκαια Αττικής, το οποίο είχε περιέλθει σε αυτήν με δωρεά από τους γονείς της ……….., όπως προκύπτει από το υπ’ αριθμόν ………../11-6-2009 συμβόλαιο αγοραπωλησίας οριζόντιας ιδιοκτησίας- διαμερίσματος της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….), αντικειμενικής αξίας πενήντα χιλιάδων τετρακοσίων (50.400,00) ευρώ (Ε). Ωστόσο, το πραγματικό τίμημα της συγκεκριμένης σύμβασης πώλησης ανήλθε στο ποσό των ενενήντα πέντε χιλιάδων (95.000,00) Ευρώ (Ε), όπως προκύπτει από το από 30-04-2009 παραστατικό-αντίγραφο κατάθεσης επιταγών για τον πελάτη, που έχει εκδοθεί από το κατάστημα …. Λεωφ. Θηβών Ρέντη της Τράπεζας Πειραιώς και αφορά κατάθεση μίας (1) επιταγής ποσού ενενήντα πέντε χιλιάδων (95.0000,00) ευρώ στον υπ’ αριθμό λογαριασμού …………. με αναγραφόμενο ως δικαιούχο: …. ….., με ΑΦΜ …….., δηλαδή στον τραπεζικό λογαριασμό της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, όπως συνάγεται από το αναφερόμενο Α.Φ.Μ. (πλήρης ταύτιση Α.Φ.Μ.), για το πραγματικό δε αυτό τίμημα, το οποίο προσδιόρισε στο χρηματικό  ποσό των εκατό χιλιάδων (1οο.οοο,οο) ευρώ περίπου. Από το χρηματικό ποσό των ενενήντα πέντε χιλιάδων (95.000,00) Ευρώ, που παρέμενε κατατεθειμένο στον υπ’ αριθμό ……… λογαριασμό της Τράπεζας Πειραιώς, ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών, την 22-06-2010 προέβη σε ανάληψη χρηματικού ποσού πενήντα χιλιάδων (50.000,00) Ευρώ, κατόπιν της εξουσιοδότησης με στοιχεία ……… της δικαιούχου ενάγουσας- εφεσίβλητης προς αυτόν, και ειδικότερα ανέλαβε χίλια (1.οοο) χαρτονομίσματα αξίας πενήντα (50,00) Ευρώ, όπως προκύπτει από το από 22-6-2010 τραπεζικό παραστατικό-αντίγραφο εντάλματος πληρωμής για τον πελάτη με τον τίτλο «Ανάληψη Μετρητών – EUR», που έχει εκδοθεί από το κατάστημα ……. Λεωφόρου Θηβών Αγίου Ιωάννη Ρέντη της Τράπεζας Πειραιώς, στο οποίο γίνεται ρητή μνεία του ονοματεπώνυμου και Α.Φ.Μ. του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, ως πελάτη για τη διενέργεια της συγκεκριμένης ανάληψης μετρητών (…….., ΑΦΜ …….. ήτοι του εκκαλούντος-εναγομένου). Στη συνέχεια, το έτος 2011, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, κατά το χρονικό διάστημα από 18-10-2011 προέβη σε τέσσερις (4) ως προς τον αριθμό αναλήψεις συνολικού ύψους σαράντα πέντε (45.000,00) Ευρώ (5.000,00 + 1ο.οοο,οο + 1ο.οοο,οο + 20.000,00 ευρώ) από τον με αριθμό 197/492 3898 καταθετικό λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας, όπως προκύπτει από την από 21-10-2020 κατάσταση αναλυτικής κίνησης καταθετικού λογαριασμού ………. του καταστήματος ….. Καμινίων της Εθνικής Τράπεζας, με δικαιούχους την ενάγουσα-εφεσίβλητη (ΑΔΤ …….) και τον εναγόμενο-εκκαλούντα (ΑΔΤ ……… ημερομηνία τελευταίας εγχρήματης κίνησης: 09-12-2015 και περιγραφή προϊόντος: απλό ταμιευτήριο φυσικών προσώπων (βλ. σχετ. οπισθόφυλλο της ως άνω κίνησης), επιπλέον δε η ενάγουσα-εφεσίβλητη, κατά το χρονικό διάστημα από 7-11-2011 έως και 10-12-2011, προέβη σε οκτώ (8) αναλήψεις μικρότερων ποσών, συνολικού ύψους 2.740,00 ευρώ (280,00 + 28ο,00 + 2δο,οο + 2δο,οο + 2δο,οο + 480,00 + 28ο,οο + 580,00), όπως προκύπτει από την κατάσταση αναλυτικής κίνησης. Τα παραπάνω αναληφθέντα χρηματικά ποσά συνολικού ύψους 97.740,00 ευρώ (50.000,00 + 45.000,00 + 2.740,00 ευρώ), λόγω της δημοσιονομικής κρίσης, που είχε ανακύψει και της ανησυχίας για δέσμευση και απώλεια μέρους των τραπεζικών καταθέσεων («κούρεμα»), η ενάγουσα-εφεσίβλητη από κοινού με τον εναγόμενο-εκκαλούντα σύζυγό της αποφάσισαν να φυλάξουν σε ασφαλή χώρο μέσα στην οικία τους, με τα μετρητά δε αυτά, που ανήκαν κατά κυριότητα στην ενάγουσα, η τελευταία είχε σκοπό να προβεί σε αγορά διαμερίσματος, προκειμένου να μεταβιβάσει αυτό στα τέκνα της. Περί το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2012 και μετά την επιστροφή της από την Αυστραλία, η ενάγουσα και εφεσίβλητη διαπίστωσε ότι δεν βρίσκονταν τα χρηματικά ποσά πλέον εκεί. Ο εναγόμενος-εκκαλών παραδέχθηκε ότι ο ίδιος χρησιμοποίησε τα χρήματα αυτά, προκειμένου να καλύψει υποχρεώσεις του και να διασώσει την επιχείρησή του, προφασιζόμενος ότι ήταν και δικά του, κατά το χρόνο δε αυτό, ήτοι τον Φεβρουάριο του έτους 2012, μετά την επιστροφή τους από την Αυστραλία, ο μάρτυς ………… συμβούλεψε την αδελφή του (ενάγουσα) να τα ζητήσει πίσω, ότι δεν είναι δυνατόν να τα έχει χρησιμοποιήσει όλα και ότι είναι πολλά τα χρήματα, για να τα έχει εξαφανίσει. Με την παρότρυνση και τις συμβουλές του αδελφού της, η ενάγουσα-εφεσίβλητη πίεσε τον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα να της αποδώσει τουλάχιστον μέρος του ιδιοποιηθέντος ποσού, όπως και έγινε την 07-03-2012, με τη μεταφορά με χρέωση του ατομικού λογαριασμού του υπ’ αριθμόν ………… στην Τράπεζα Eurobank, με επωνυμία πελάτη: …………, ποσού σαράντα οκτώ χιλιάδων επτακοσίων ογδόντα και σαράντα εννέα λεπτά (48.780,49) ευρώ, και αντίστοιχη πίστωση του τραπεζικού λογαριασμού της ενάγουσας υπ’ αριθμ. ……… στην Τράπεζα Eurobank, με επωνυμία πελάτη: …………, ποσού εξήντα χιλιάδων (60.000,00) δολαρίων Αυστραλίας, όπως προκύπτει από το με λογιστική ημερομηνία 10-11-2020 αντίγραφο μεταφοράς από/σε λογαριασμό πελάτη του καταστήματος …. της Τράπεζας Eurobank. Πριν από τη διενέργεια της παραπάνω συναλλαγής είχε προηγηθεί η από 05-03-2012 αίτηση ανοίγματος καταθετικού λογαριασμού της ενάγουσας-εφεσίβλητης προς το Κατάστημα ……. Νίκαιας της Τράπεζας Eurobank, με Στοιχεία Καταθετικού Λογαριασμού: Αριθμός Λογαριασμού ……. ……. Νόμισμα: AUD Δολάριο Αυστραλίας, Προϊόν: …. Ταμιευτ. Σε Ξ/Ν-Κατ.-Βιβλιάριο, Ημερ. Ανοίγματος: 05-03-2012, και συνδικαιούχους (πλην της αιτούσας ενάγουσας-εφεσίβλητης) τους ……… και ………, ήτοι, τους εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα και το τέκνο των διαδίκων, αντίστοιχα. Ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών, κατά το χρονικό διάστημα από 19-12-2011 έως και 20-04-2012, προέβη στις παρακάτω καταθέσεις μετρητών στο λογαριασμό του με αριθμό ………… στην Τράπεζα Eurobank, και συγκεκριμένα: (1) την 19-12-2011  χρηματικού ποσού έξι χιλιάδων (6.οοο,00) ευρώ, (2) την 21-12-2011, χρηματικού ποσού πέντε χιλιάδων (5.000,00) ευρώ, (3) την 02-01-2012, χρηματικού ποσού επτά χιλιάδων πεντακοσίων (7.500,00) ευρώ, (4) την 05-01-2012, χρηματικού ποσού οκτώ χιλιάδων (8.οοο, 00) ευρώ, (5) την 20-1-2012, χρηματικού ποσού οκτώ χιλιάδων πεντακοσίων (8.500,00) ευρώ, (6) την 10-02-2012, χρηματικού ποσού  δώδεκα χιλιάδων εννιακοσίων (12.900,00) ευρώ, (7) την 20-02-2012, χρηματικού ποσού δεκαέξι χιλιάδων πεντακοσίων (16.500,00) ευρώ, (8) την 12-03-2012 χρηματικού ποσού δέκα χιλιάδων πεντακοσίων (10.500,00) ευρώ, (9) την 10-04-2012, χρηματικού ποσού δώδεκα χιλιάδων (12.000,00) ευρώ, (10) την 20-04-2012, χρηματικού ποσού 11.000,00 ευρώ, όπως προκύπτει από τα με αντίστοιχες ημερομηνίες δελτία κατάθεσης με επωνυμία καταθέτη: ………, που έχουν εκδοθεί από το κατάστημα ……. Νίκαιας της Τράπεζας Eurobank, ήτοι ο εναγόμενος προέβη σε καταθέσεις μετρητών συνολικού ύψους ενενήντα χιλιάδων εννιακοσίων (97.900,00) ευρώ. Οι καταθέσεις αυτές έλαβαν χώρα από τον εναγόμενο-εκκαλούντα σε χρόνο εγγύτατο προς τα επίδικα γεγονότα, ήτοι, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα, που η ενάγουσα-εφεσίβλητη απουσίαζε στην Αυστραλία και το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, από τον ως άνω δε πιστωθέντα, με ενέργειες του εναγομένου-εκκαλούντος και με κατάθεση μετρητών, ατομικό λογαριασμό του εναγομένου με αριθμό  . …….. στην Τράπεζα Eurobank, ο τελευταίος προέβη στη μεταφορά με χρέωση αυτού χρηματικού ποσού σαράντα οκτώ χιλιάδων επτακοσίων Ευρώ και σαράντα εννέα λεπτών (48.700,49) ευρώ και με αντίστοιχη πίστωση του τραπεζικού λογαριασμού της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης υπ’ αριθμόν ……….. στην Τράπεζα Eurobank, με επωνυμία πελάτη: ………., χρηματικού ποσού εξήντα χιλιάδων (60.000,00) δολαρίων Αυστραλίας, όπως προκύπτει από το με λογιστική ημερομηνία 10-11-2020 αντίγραφο μεταφοράς από/σε λογαριασμό πελάτη του καταστήματος ……… της Τράπεζας Eurobank.  Άλλωστε, τα παραπάνω ενισχύονται και από τις προσκομισθείσες με επίκληση δηλώσεις φόρου εισοδήματος αμφοτέρων των διαδίκων (Εκκαθαριστικά Σημειώματα: Έτους 2003: Υπόχρεου: 17.708,95 Ευρώ(Ε) – Συζύγου- ενάγουσας: 21.972,02 Ευρώ (Ε)- Έτους 2004: Υπόχρεου: 22.665,53 Ευρώ(Ε) – Συζύγου- ενάγουσας: 23.902,39 Ευρώ (Ε)- Έτους 2005: Υπόχρεου: 41.278,97 Ευρώ(Ε) – Συζύγου- ενάγουσας: 24.420,87 Ευρώ (Ε)- Έτους 2006: Υπόχρεου: 32.264,35 Ευρώ(Ε) – Συζύγου- ενάγουσας: 24.760,98 Ευρώ (Ε)- Έτους 2007: Υπόχρεου: 35.454,33 Ευρώ(Ε) – Συζύγου- ενάγουσας: 24.599,07 Ευρώ (Ε)- Έτους 2008: Υπόχρεου: 45.147,00 Ευρώ(Ε) – Συζύγου- ενάγουσας: 28.080,71 Ευρώ (Ε)- Έτους 2009: Υπόχρεου: 42.792,06 Ευρώ (Ε) – Συζύγου- ενάγουσας: 30.556,79 Ευρώ (Ε)-Έτους 2009: Υπόχρεου: 34.150,36 Ευρώ(Ε) – Συζύγου- ενάγουσας: 27.615,71 Ευρώ (Ε)- Έτους 2010: Υπόχρεου: 34.806,20 Ευρώ (Ε)- Συζύγου- ενάγουσας: 28.721,91 Ευρώ (Ε)- Έτους 2011: Υπόχρεου: 31.091,21 Ευρώ (Ε)- Συζύγου- ενάγουσας: 21.329,71 Ευρώ (Ε)- Έτους 2012: Υπόχρεου: 23.011,34 Ευρώ (Ε)- Συζύγου- ενάγουσας: 11.024,52 Ευρώ (Ε)- Έτους 2013: Υπόχρεου: 19.622,23 Ευρώ (Ε)- Συζύγου- ενάγουσας: 22.492,24 Ευρώ (Ε)- Έτους 2014: Υπόχρεου: 16.004,79 Ευρώ (Ε)- Συζύγου- ενάγουσας: 16.006,58 Ευρώ (Ε). Η ιδιοποίηση του χρηματικού ποσού των ενενήντα επτά χιλιάδων σαράντα 97.740,00 ευρώ (Ε), υπολειπόμενο κατά το χρηματικό ποσό των εκατό (100,00) Ευρώ (Ε), με τις καταθέσεις  μετρητών, στις οποίες ο ίδιος προέβη συνολικού ύψους 97-900,00 ευρώ. Συνεπώς, συντρέχει περίπτωση υφαίρεσης του χρηματικού ποσού των σαράντα οκτώ χιλιάδων επτακοσίων ογδόντα Ευρώ και σαράντα εννέα λεπτών (48.780,49) ευρώ, κατά το οποίο μειώθηκε η περιουσία της, υφιστάμενη ισόποση περιουσιακή ζημία, κατά την προεκτεθείσα στη νομική σκέψη της παρούσας έννοια. Λόγω της άρνησης του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος να αποδώσει αυτό στην ενάγουσα, η τελευταία διατηρεί αγώγιμη αξίωση, ήτοι, αξίωση δικαστικά επιδιώξιμη, καθώς δεν έχει υποπέσει σε παραγραφή ο αγώγιμος χαρακτήρας αυτής, ενόψει του ότι από το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2012, οπότε η ενάγουσα-εφεσίβλητη έλαβε γνώση της τελεσθείσας σε βάρος της αδικοπραξίας μέχρι την άσκηση την ένδικης αγωγής (χρόνος κατάθεσης αυτής: 17-06-2020, χρόνος επίδοσης αυτής: 24-06-2020), έχει επέλθει αναστολή της παραγραφής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 256  του Αστικού Κώδικα, αφού ο γάμος των διαδίκων  δεν είχε λυθεί μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής, απορριπτόμενου του σχετικού λόγου της υπό κρίση εφέσεως, ως αβάσιμου. Περαιτέρω, η άσκηση της ένδικης αγωγής δεν αποτελεί περίπτωση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, σύμφωνα με τους ορισμούς της διάταξης του άρθρου 256 του Αστικού Κώδικα, αφού, όπως προέκυψε, η ενάγουσα προέβαινε σε συνεχείς οχλήσεις προς τον εκκαλούντα – εναγόμενο για την άμεση απόδοση του ιδιοποιηθέντος από αυτόν χρηματικού ποσού, κάτι, που ουσιαστικά αποτέλεσε  σημαντικό κλονιστικό της έγγαμης συμβίωσης τους γεγονός, ενώ συγχρόνως η συμπεριφορά της δεν προκάλεσε στον εναγόμενο την πεποίθηση ότι αυτή δεν πρόκειται να ενασκήσει το δικαίωμά της, επιδεικνύοντας αδράνεια, ούτε επιπλέον προέκυψε η διαμόρφωση μίας πραγματικής κατάστασης, η ανατροπή της οποίας θα επιφέρει δυσμενείς συνέπειες στον εναγόμενο- εκκαλούντα. Συνεπώς, και ο λόγος αυτός της υπό κρίση εφέσεως τυγχάνει απορριπτέος, ως αβάσιμος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που προέβη στις ίδιες παραδοχές και έκανε δεκτή εν μέρει την ένδικη αγωγή, δεν έσφαλλε, παρά τα περί αντιθέτου διατεινόμενα από τα ον εκκαλούντα, καθώς ορθά ερμήνευσε το Νόμο και εκτίμησε τις προσκομισθείσες ενώπιον αποδείξεις, απορριπτόμενου των σχετικών λόγων της υπό κρίση εφέσεως. Κατόπιν τούτων και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς εξέταση, πρέπει η έφεση να απορριφθεί. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του τελευταίου (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ και 63 επ. Ν 4194/2013 «Κώδικα Δικηγόρων»), κατ’ αποδοχή του σχετικού αιτήματος της, ως ουσιαστικά βάσιμου, σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Τέλος, εφόσον η έφεση απορρίπτεται, πρέπει, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ., που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου εκατό (100,00) Ευρώ (Ε), το οποίο καταβλήθηκε από τον εκκαλούντα κατά την άσκηση της έφεσης, κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων.

-ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσία.

-ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα  της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400,00) ευρώ.

-ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού εκατό ευρώ (100,00) Ευρώ (Ε), που καταβλήθηκε από την πλευρά του εκκαλούντος κατά την άσκηση της έφεσης με υπ’ αριθμόν κωδικού παραβόλου … …./2022

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους, στον Πειραιά, την 10η  Μαΐου 2023.

Ο  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                  Η   ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ