ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ (3ο Τμήμα)
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ (Εργατικών) ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 298/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο, Πρόεδρος Εφετών, και τη γραμματέα, Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας, ……… ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………» (ΑΦΜ …….), η οποία προήλθε από τη συγχώνευση της εταιρείας με την επωνυμία «………» και της εταιρείας με την επωνυμία «………», νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Αθανάσιου Μπούρλου.
Του εφεσίβλητου, ………….., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Λάμπρου Ποδηματά.
Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 14-3-2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………/16-3-2022) αγωγή του, η οποία ζήτησε να γίνει δεκτή.
Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, ερήμην της εναγομένης η υπ’αριθμ. 2697/2022 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε αυτή εν μέρει δεκτή.
Η εναγομένη με την από 5-10-2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………../5-10-2022) έφεσή της, η οποία προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο, προσέβαλε την ανωτέρω πρωτόδικη απόφαση.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις, που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 528 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 § 2 του ν. 3994/2011 και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, ως εκ του χρόνου ασκήσεως της υπό κρίση έφεσης, προκύπτει ότι, αν ασκηθεί έφεση κατ’ ερήμην αποφάσεως, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο της αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, χωρίς έρευνα των λόγων αυτής (εφέσεως) (ΑΠ 2150/2014, ΕφΠειρ 332/2015, ΕφΠειρ 33/2015, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως [ΑΠ 985/2015, ΑΠ 1075/2013, ΕφΛαμ 22/2022, ΕφΑθ (Μον) 2145/2022 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Επομένως, για την εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως, δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος εφέσεως, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της, καθόσον έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσης ανακοπής ερημοδικίας [ΑΠ 579/2018 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 2150/2014, ΕφΑθ (Μον) 2145/2022, ΕφΛαμ 22/2022, ό.π]. Όμως, η εξαφάνιση της απόφασης οριοθετείται από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης, όπως αυτό προσδιορίζεται από τα παράπονα που διατυπώνονται με την έφεση ή τους πρόσθετους λόγους έφεσης του εκκαλούντος, ή την αυτοτελή έφεση ή αντέφεση του εφεσίβλητου και των ισχυρισμών που ο τελευταίος προβάλλει, ως υπεράσπιση, κατά των λόγων της έφεσης, σύμφωνα με το άρθρο 527 αρ. 1 του ΚΠολΔ, καθώς και εκείνων των ζητημάτων, η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σχετικά με τα παράπονα της έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής (ΑΠ 579/2018 ό.π). Έτσι, αν ο εκκαλών αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανισθεί ως προς όλες τις διατάξεις της (ΑΠ 985/2015, ό.π, ΕφΠειρ 414/2015, ΕφΛαρ 43/2013 δημ ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Αντιθέτως, αν με το εφετήριο ο εκκαλών, ως εναγόμενος προβάλλει μόνον ενστάσεις καταλυτικές της αγωγής, όπως εξοφλήσεως, παραγραφής ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την απόρριψη των ενστάσεων αυτών, η απόφαση δεν εξαφανίζεται κατά το μέρος που κρίθηκε βάσιμη η απαίτηση, αλλά μόνον κατά το διατακτικό της (ΕφΠειρ 489/2016 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΛαρ 232/2015 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2016.45). Για να επέλθει, όμως, το αποτέλεσμα της εξαφανίσεως της αποφάσεως, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν ερευνά αν ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, αλλά μόνον αν είναι νόμιμος, έτσι ώστε, στην αντίθετη περίπτωση, να απορρίπτεται η έφεση και να μην εξαφανίζεται η απόφαση (ΕφΠειρ 489/2016, ΕφΠειρ 414/2015, ό.π).
Στην κρινόμενη περίπτωση ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος απηύθυνε προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά την από 14-3-2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../16-3-2022) αγωγή του περί αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, από αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης. Επ’αυτής εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών η εκκαλουμένη, υπ’αριθμ. 2697/2022 οριστική απόφαση, ερήμην της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, η οποία αφού έκρινε αυτήν ως νόμιμη, ακολούθως την δέχθηκε ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν, υποχρεώνοντας την εκκαλούσα να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 250 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και επέβαλε στην εναγομένη μέρος των δικαστικών εξόδων του, που ορίστηκε στο ποσό των 350 ευρώ.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εναγομένη, ως εν μέρει ηττηθείσα πρωτοδίκως διάδικος, με την από 5-10-2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……………/5-10-2022) ένδικη έφεσή της, ζητώντας την εξαφάνισή της και την απόρριψη της αγωγής. Η έφεση αυτή αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως [άρθρο 495 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015) που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού), 499, 500, 511, 513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ , 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει ομοίως μετά την αντικατάστασή του από το παραπάνω άρθρο)], δηλαδή πριν την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης (31-8-2022), εφόσον δεν αποδεικνύεται ούτε γίνεται επίκληση της επίδοσής της, ενώ δεν προκύπτει άλλος λόγος απαραδέκτου, μη απαιτούμενης της κατάθεσης παραβόλου, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς (άρθρο 495 παρ.3 εδ. τελευταίο, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015). Συνεπώς, εφόσον ασκήθηκε από διάδικο, η οποία δικάστηκε ερήμην, πρέπει, σύμφωνα με τη σκέψη που προεκτέθηκε, κατά παραδοχή της τυπικώς δεκτής εφέσεώς της, με την οποία αυτή παραπονείται για παράβαση-εσφαλμένη εφαρμογή-νόμου, δηλαδή με ορισμένο και νόμιμο λόγο εφέσεως, επιδιώκοντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της εναντίον της αγωγής, να εξαφανιστεί αυτή μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση, να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να ερευνηθεί η αγωγή με την ίδια διαδικασία, ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα, αντιμωλία των διαδίκων, δικαιούμενης της εκκαλούσας να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως.
Ο ενάγων εξέθετε στην αγωγή του, όπως επιτρεπτώς διόρθωσε το περιεχόμενό της με τις προτάσεις του και με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, στο ακροατήριο, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ότι εργάζεται ως οδηγός στην εναγομένη, δυνάμει σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, η οποία κίνησε πειθαρχική δίωξη εναντίον του και κλήθηκε σε απολογία για τα ειδικότερα μνημονευόμενα πειθαρχικά παραπτώματα και ότι ακολούθως, το πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο του επέβαλε ποινή προσωρινής παύσης 31 ημερών η οποία μετετράπη σε ποινή αργίας 5 ημερών από το δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Ότι η απόφαση αυτή στερείται αιτιολογίας και είναι καταχρηστική, ο ίδιος δεν έχει υποπέσει στο πειθαρχικό παράπτωμα που του αποδόθηκε και για το οποίο τιμωρήθηκε και ότι από τη δίωξη σε βάρος του και την ποινή που του επιβλήθηκε προσεβλήθη η προσωπικότητά του. Ακολούθως, ζητούσε να αναγνωριστεί η ακυρότητα της απόφασης του δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου της εναγομένης, ως παράνομη και καταχρηστική, και να υποχρεωθεί αυτή να του καταβάλει το ποσό των 250 ευρώ, ως αποζημίωση για τη θετική ζημία που υπέστη, συνιστάμενη στα ημερομίσθια που απώλεσε κατά το χρονικό διάστημα της επιβληθείσας αργίας, και των 1.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη.
Από την εκτίμηση της κατάθεσης της μάρτυρος αποδείξεως, ………………, που εξετάστηκε ενόρκως ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά :
Ο ενάγων, είναι οδηγός αστικού λεωφορείου στην εναγομένη εταιρία, η οποία προήλθε από τη συγχώνευση δι’απορροφήσεως της εταιρείας με την επωνυμία «……….» («……..»), ως απορροφώσα εταιρεία, με την εταιρεία με την επωνυμία «…………» («…………»), ως απορροφώμενη εταιρεία, δυνάμει σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Υπάγεται, επομένως, στον Γενικό Κανονισμό Προσωπικού της ………, όπως αυτός καταστρώνεται στο άρθρο 9 του ν.2669/1998, που αποτελείται από σαράντα πέντε (45) επιμέρους άρθρα, όπου μεταξύ άλλων, ορίζονται τα πειθαρχικά παραπτώματα, οι πειθαρχικές ποινές, η πειθαρχική δικαιοδοσία και διαδικασία. Στο άρθρο 30 περ. Ζ του εν λόγω Κανονισμού, καθορίζονται ορισμένα από τα παραπτώματα, για τα οποία επιβάλλεται η ποινή της οριστικής απόλυσης, και συγκεκριμένα η υποτροπή σε παράπτωμα για το οποίο έχει επιβληθεί η ποινή της περίπτωσης ΣΤ, εφόσον δεν πέρασε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 24 μηνών από την επιβολή της ποινής, ανεξάρτητα από την έκτισή της (αρ.1), η αδικαιολόγητη απουσία πέντε ημερών (αρ.2), η άμεση ή έμμεση με τρίτο πρόσωπο σε δημοπρασία ή προμήθεια του ……….. ή των θυγατρικών εταιρειών που αυτός ιδρύει (αρ.3), η δόλια εγκατάλειψη οχήματος ή θέσης εργασίας, από την οποία επήλθε ή μπορούσε να επέλθει ζημία στον φορέα ή διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής της συγκοινωνίας (αρ.4), η πρόκληση ατυχήματος από υπαιτιότητα από το οποίο επήλθε βαριάς σωματική βλάβη ή υλικές ζημίες πάνω από 2.000.000 δραχμές (αρ.5) κλπ. Η απαρίθμηση όλων των λοιπών παραπτωμάτων γίνεται ενδεικτικά στις περ. Α έως και ΣΤ του άνω άρθρου, όπου ορίζονται και οι προβλεπόμενες ποινές. Μεταξύ αυτών, στην περ. Γ προβλέπονται τα παραπτώματα για τα οποία επιβάλλεται η ποινή της αργίας από 3-5 ημέρες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η υβριστική συμπεριφορά σε προϊστάμενο ή επιβάτη (αρ.11), ενώ στην περ. Δ προβλέπεται ποινή αργίας έως 10 ημερών ή πρόστιμο 3 ημερομισθίων, μεταξύ άλλων και για την πλημμελή εκτέλεση καθηκόντων (αρ. 5). Επιπλέον, στο άρθρο 35 ορίζεται ότι η πειθαρχική απόφαση θα πρέπει να είναι αιτιολογημένη (αρ.2). Αποδείχθηκε, επίσης, ότι στις 17-2-2017, ο ενάγων οδηγούσε το υπ’αριθμ. κυκλοφορίας ……….. λεωφορείο, που εξυπηρετούσε τη γραμμή …. εκτελώντας τη διαδρομή ……….., με ωράριο εργασίας 10.20-18.20. Στις 20 και 21-2-2017 διατυπώθηκαν από την …….. και την ………., παράπονα για τη συμπεριφορά του εκείνη την ημέρα, με μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς τον «……….. (………), ο οποίος είναι επιφορτισμένος με τη διεξαγωγή του συγκοινωνιακού έργου με όλα τα μέσα μαζικής μεταφοράς στην περιοχή Αθηνών-Πειραιώς και Περιχώρων, και έχει αναθέσει στην ……… και ήδη την εναγομένη την εκτέλεση συγκοινωνιακού έργου. Ειδικότερα, η πρώτη ανέφερε ότι ο οδηγός του λεωφορείου, είχε άσχημη συμπεριφορά και μιλούσε άσχημα στους επιβάτες, δεν άνοιγε τις εμπρόσθιες πόρτες και σταματούσε για πολύ ώρα στις στάσεις και η δεύτερη, η οποία και τον περιέγραψε, προσδιορίζοντας κατά προσέγγιση και την ηλικία του, ότι διέκοψε την εκτέλεση του δρομολογίου, εξαιτίας του ότι τον εξύβριζαν επιβάτες του λεωφορείου, ότι οι επιβάτες του ζήτησαν να ξεκινήσει και κάποια κυρία τον αποκάλεσε «ηλίθιο», και ότι ο ίδιος ήταν απαράδεκτος. Συνεπεία αυτών κινήθηκε πειθαρχική διαδικασία σε βάρος του και κλήθηκε να απολογηθεί για ανάρμοστη συμπεριφορά και επικίνδυνη οδήγηση. Σημειώνεται ότι, η αποδιδόμενη στον ενάγοντα υβριστική –ή ανάρμοστη-συμπεριφορά σε βάρος επιβάτη περιγράφεται, όπως ήδη εκτέθηκε, στην περίπτωση Γ-11, με προβλεπόμενη ποινή εκείνη της αργίας 3-5 ημερών, ενώ η διακοπή δρομολογίου θα μπορούσε να υπαχθεί μόνο στην πλημμελή εκτέλεση καθηκόντων ή στη σοβαρή αμέλεια στην εκτέλεση της υπηρεσίας από την οποία προκλήθηκε διατάραξη στο δίκτυο κίνησης, με ποινή αργίας 6-10 ημερών ή ποινή προστίμου 3 ημερομισθίων, σε αμφότερες τις περιπτώσεις. Ο ίδιος, με την έγγραφη απολογία του παρείχε τις αναγκαίες εξηγήσεις, προτείνοντας προς εξέταση δύο αυτόπτες μάρτυρες, τον ……… και ………, με αναγραφή των αριθμών του κινητού τους τηλεφώνου. Ακολούθως, με την υπ’αριθμ. 49039/25-9-2017 απόφασή του, το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο της εναγομένης του επέβαλε προσωρινή παύση 31 ημερών, βάσει του άρθρου 30 περ. Ζ-1 του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού, όπως αυτός ίσχυε κατ’εκείνο τον χρόνο, για τη διακοπή της εκτέλεσης δρομολογίου και την ανάρμοστη συμπεριφορά σε επιβάτιδα. Με βάση, όμως, όσα προεκτέθηκαν, καμία από τις επικαλούμενες παραβάσεις δεν εμπίπτει στην περίπτωση Ζ-1 του άρθρου 30 του Κανονισμού, αλλά ούτε και στις λοιπές περιπτώσεις αυτού (Ζ-1 έως Ζ8). Στη συνέχεια, κατόπιν εμπρόθεσμης άσκησης έφεσης εκ μέρους του, επιλήφθηκε το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, κατά τη συνεδρίασή του στις 13-2-2018, οπότε και κλήθηκε ο ενάγων για να παραστεί, το οποίο με την υπ’αριθμ. 32/2018 απόφασή του μετέτρεψε την ποινή του σε ποινή αργίας πέντε (5) ημερών, βάσει του ίδιου άρθρου 30 περίπτωση Ζ-1 του άνω Κανονισμού. Επομένως, πέραν της εσφαλμένης αναγραφής του άρθρου, που προβλέπει τα παραπτώματα που αποδόθηκαν κατ’αρχήν στον ενάγοντα, από το κείμενο της απόφασης δεν προκύπτει με σαφήνεια, με βάση κατ’αρχήν το είδος και τη διάρκεια της ποινής του, αν τελικώς ελέγχθηκε μόνον για ανάρμοστη-εξυβριστική συμπεριφορά σε επιβάτη ή και για αδικαιολόγητη διακοπή εκτέλεσης του δρομολογίου, διότι τα ελάχιστα όρια των προβλεπόμενων για τις πράξεις του ποινών υπερβαίνουν αθροιζόμενες την επιβληθείσα ποινή. Επιπλέον, πέραν της μνείας ότι ο ενάγων εμφανίστηκε ενώπιον των μελών του πειθαρχικού συμβουλίου, από το κείμενό της δεν προκύπτει αν οι προταθέντες από τον ίδιο μάρτυρες, ….. και ………… και ………, εξετάστηκαν επίσης ενώπιόν του, όπως ο ενάγων ισχυρίζεται, ή εάν εξετάστηκε μόνον η ………. και αναγνώστηκαν οι καταθέσεις των ……. και …………….., όπως ισχυρίζεται η εκκαλούσα και εάν αυτές λήφθησαν υπόψη. Ακόμη, η απόφαση δεν περιέχει καμία αιτιολογία ως προς το ποιά πραγματικά περιστατικά έγιναν τελικά δεκτά, σε τι συνίστατο η επικαλούμενη ανάρμοστη συμπεριφορά σε επιβάτιδα και με ποιό συλλογισμό το πειθαρχικό συμβούλιο κατέληξε στην κρίση του, έστω και συνοπτικά, παρά επαναλαμβάνεται το περιεχόμενο του κατηγορητηρίου, με δεδομένο μάλιστα ότι : 1/ από την κατάθεση της ………, όμοιας κατά περιεχόμενο με τη δοθείσα ενώπιον του ακροατηρίου του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και την απολογία του ενάγοντος, έγγραφη αλλά και ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Συμβουλίου, ανατρέπονται πλήρως τα όσα οι καταγγέλλουσες επιβάτιδες ανέφεραν σε βάρος του, 2/ δεν γίνεται καμία αναφορά στο περιεχόμενο των τυχόν καταθέσεων των προταθέντων μαρτύρων (…. και ….. ……) είτε αυτοί εξετάστηκαν ενώπιον του Συμβουλίου είτε διαβάστηκαν οι καταθέσεις τους, με αποτέλεσμα να γεννάται το εύλογο ερώτημα, πώς το Πειθαρχικό Συμβούλιο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο ενάγων διέπραξε πράγματι πειθαρχικό ή πειθαρχικά παραπτώματα. Επομένως, παρ’ότι αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικού ελέγχου, η επί της ουσίας κρίση του Συμβουλίου, ουδόλως αιτιολογείται. Συνεπώς, η εκκαλουμένη καταλήγοντας στην ίδια κρίση αν και με διαφορετική αιτιολογία που αντικαθίσταται από την αιτιολογία της παρούσας, ορθώς εφάρμοσε τον νόμο καθώς πράγματι η ανωτέρω πειθαρχική απόφαση του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου δεν είναι σύννομη. Έτσι, ο ενάγων δικαιούται αποζημίωση, προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη, από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των μελών του άνω Συμβουλίου, τα οποία γνώριζαν, ως ευχερώς αντιληπτό, ότι η απόφασή τους είναι αναιτιολόγητη. Αυτή συνίσταται στο σύνολο των ημερομισθίων που απώλεσε ο ενάγων από την επιβληθείσα με αυτήν πειθαρχική ποινή, δηλαδή στο ποσό των 250 ευρώ.
Κατ’ακολουθία των ανωτέρω πρέπει η αγωγή, κατά το μέρος που επαναφέρεται προς συζήτηση, να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ουσίαν και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα για τη μνημονευόμενη στο σκεπτικό αιτία, το ποσό των 250 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, να κατανεμηθούν μεταξύ αυτών ανάλογα προς την έκταση της νίκης και ήττας τους, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό, λαμβάνοντας υπόψη ότι η εναγομένη δεν υπεβλήθη σε έξοδα στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, λόγω της ερημοδικίας της (106, 176, 183 και 191 § 2 του ΚΠολΔ, 63 § § 1iα, 68 § 1, 69 παρ.1 εδ.α΄, 166 και παράρτημα Ι Β του ν.4194/2013).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την από 5-10-2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………../5-10-2022) έφεση της εναγομένης, κατά της υπ’αριθμ. 2697/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν τυπικά και κατ’ουσίαν.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει την από 14-3-2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………../16-3-2022) αγωγή.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτήν.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των εξακοσίων πενήντα (650) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 29-5-2023.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ