Αριθμός 304/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 2ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «……….», το οποίο εδρεύει στην ……., τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση και εκπροσωπείται νόμιμα από τον ειδικό εκκαθαριστή, την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………..» και τον διακριτικό τίτλο «……..», η οποία εδρεύει στο ………. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Αλεξάνδρα Πριτσούλη.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ……….., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Ειρήνη Πανούση (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Το εκκαλούν άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 24.9.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2019) αγωγή, επί της οποίας εκδοθηκε η υπ΄ αριθμ. 1951/2021 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου το ενάγον και ήδη εκκαλούν με την από 18.11.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2021- ………./2021) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσιβλητης, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη με αριθμό καταθεσης στην γραμματεία του Εφετείου Πειραιά ………../2021 έφεση κατά της υπ΄αριθμόν 1951/2021 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την νέα τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα καθώς η εκκαλουμένη απόφαση δημοσιεύτηκε στις 13-9-2021, επιδόθηκε στις 20-10-2021 και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά στις 18-11-2021, όπως προκύπτει από την υπ΄αριθμόν …/20-10-2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών ……… (άρθρα 495,511,513,516 παρ 1, 517 εδαφ α, 518 παρ 2 και 147 ΚΠολΔ). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής κατά την αυτή ως άνω διαδικασία (αρθρο 533 παρ 1 ΚΠολΔ) δοθέντος ότι η εκκαλούσα Τράπεζα κατέθεσε και το προβλεπόμενο από το νόμο (αρθρο 495 ΚΠολΔ) παράβολο άσκησης εφέσεως (βλ υπ΄αριθμόν ……/2021).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 εδ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής, πρέπει, το δικόγραφο αυτής, εκτός από άλλα στοιχεία, να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν αυτή σύμφωνα με το νόμο και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο που να παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας και στο δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου κατά νόμο αυτής. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω της αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Περαιτέρω η νομική αοριστία της αγωγής, δηλαδή εκείνη που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα, αποτελεί παράβαση που ελέγχεται με την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο για τον σχηματισμό της κρίσης του για τη νομική επάρκεια της αγωγής και την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου αξίωσε περισσότερα ή διαφορετικά στοιχεία από τα απαιτούμενα κατά νόμο, κρίνοντας αυτήν ως αόριστη, ή, αντίθετα, αρκέσθηκε σε λιγότερα από τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία, κρίνοντας αυτήν ως ορισμένη. Πρόκειται, δηλαδή, για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ως προς τη διαπίστωση ή όχι νομικής αοριστίας της αγωγής. Η αοριστία, όμως, της αγωγής μπορεί να μην είναι νομική, αλλά ποσοτική, όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν αναφέρονται με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στον οποίο σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 στοιχ. α` και β` ΚΠολΔ στηρίζεται το αίτημα της αγωγής, ή ποιοτική όταν γίνεται απλά επίκληση των όρων του νόμου, χωρίς να αναφέρονται τα θεμελιούντα την εφαρμογή του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου πραγματικά περιστατικά. Στις περιπτώσεις αυτές η απόφαση ελέγχεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 559 αρ. 8 και 14 ΚΠολΔ ( ΑΠ 632/2021, 444/2019, ΑΠ 932/2019, ΑΠ 104/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με την αγωγή επί της οποίας εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφαση η ενάγουσα υπό εκκαθάριση τραπεζική εταιρεία και ήδη εκκαλούσα ιστορούσε ότι δυνάμει της υπ΄αριθμόν …../23-5-2005 συμβάσεως τοκοχρεωλυτικού στεγαστικού δανείου που συνήψε με την εναγόμενη μεταβίβασε σ΄αυτήν κατά κυριότητα το ποσό των 63.000 ευρώ με επιτόκιο που καθορίστηκε στο άρθρο 4 της σύμβασης. Περαιτέρω συμφωνήθηκε ότι η ανάληψη του ποσού του δανείου θα γινόταν εφόσον θα είχε εγγραφεί προσημείωση υποθήκης για ποσό 78.750 ευρώ. Ακολούθως, με την από 9-12-2010 πρόσθετη πράξη η εναγόμενη αναγνώρισε ότι η οφειλή της ανερχόταν στο ποσό των 44.189,51 ευρώ με λογιστικό 9-12-2010. Στις 27-7-2012 ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της ενάγουσας η οποία ακολούθως, τέθηκε σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης του άρθρου 68 του ν 3601/2007 ενώ με την υπ΄αριθμόν 4/27-7-2012 απόφαση της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος η έννομη σχέση από την ανωτέρω σύμβαση δεν μεταβιβάστηκε στην Τράπεζα Πειραιώς αλλά παρέμεινε στην ενάγουσα. Η εναγόμενη κατέστη υπερήμερη ως προς την καταβολή της συμφωνηθείσας μηνιαίας δόσης και για το λόγο αυτό στις 12-7-2019 κατέστη απαιτητό ολόκληρο το ποσό του δανείου το οποίο εμφάνισε υπόλοιπο 76.286,18 αποτελούμενο από κεφάλαιο 43.805,93 ευρώ, λογιστικοποιημένους τόκους 1356,35 ευρώ, μη λογιστικοποιημένους τόκους 30.974,37 ευρώ και έξοδα 149,53 ευρώ. Ακολούθως, με την από 18-7-2019 εξώδικη καταγγελία που επιδόθηκε στην εναγομένη στις 31-7-2019 η ενάγουσα κατήγγειλε την σύμβαση και κάλεσε την εναγόμενη να της καταβάλει το ανωτέρω ποσό πλην, όμως, η εναγομένη αδιαφόρησε. Ζήτησε δε, να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 76.286,18 ευρώ εντόκως από 12-7-2019 μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως με ανατοκισμό των τόκων ανά εξάμηνο, άλλως από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως. Επί της αγωγής αυτής εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφαση με την οποία απερρίφθη η αγωγή με την αιτιολογία ότι η οφειλή εκ του επιδίκου στεγαστικού δανείου μεταβιβάστηκε στην «……………» και δεν περιλαμβάνεται στα μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία της ενάγουσας και ως εκ τούτου δεν νομιμοποιείται η ενάγουσα ν΄ασκήσει την κρινόμενη αγωγή. Ήδη, κατά της αποφάσεως αυτής βάλλει η ενάγουσα παραπονούμενη για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την παραδοχή της αγωγής της.
Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή είναι απαράδεκτη λόγω αοριστίας καθόσον δεν περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν αυτή σύμφωνα με το νόμο και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς σε τρόπο που να παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας και στο δικαστήριο η δυνατότητα του ελέγχου του βασίμου κατά νόμο αυτής, όπως απαιτείται κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη. Ειδικότερα, δεν αναφέρεται το επιτόκιο με το οποίο συμφωνήθηκε η επιστροφή του ποσού του δανείου ώστε να κριθεί η βασιμότητα του αιτούμενου ποσού των τόκων καθώς δεν δύναται να συμπληρωθεί η έλλειψη αυτή από την προσκομισθείσα σύμβαση τοκοχρεολυτικού δανείου, ούτε αναφέρεται η χρονική διάρκεια αποπληρωμής αυτού.Επιπρόσθετα, δεν αποσαφηνίζεται η έννοια των όρων λογιστικοποιημένοι τόκοι 1356,35 ευρώ, μη λογιστικοποιημένοι τόκοι 30.974,37 ευρώ ώστε να κριθεί η βασιμότητα των κονδυλίων αυτών, ούτε αναφέρεται πως προκύπτει το ποσό των εξόδων ύψους 149,53 ευρώ. Επίσης, καθίσταται ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως η φράση που περιέχεται στην αγωγή ότι με την Πρόσθετη Πράξη η εναγόμενη αποδέχθηκε και αναγνώρισε ως οφειλόμενο το ποσό των 44.189,51 ευρώ με λογιστικό 9-12-2010 (βλ σελίδα 1 της αγωγής). Εξάλλου, δεν αναφέρεται πότε άρχισε η καθυστέρηση καταβολής δόσεων ή μέρους αυτών ώστε να υπολογιστεί ο τόκος υπερημερίας, αλλά ούτε και ο αριθμός των ημερών που η ενάγουσα βρισκόταν σε υπερημερία κατά το χρόνο μεταβίβασης των περιουσιακών στοιχείων αυτής στην «……………» (27-7-2012) ώστε να κριθεί αν η επίδικη οφειλή περιλαμβάνεται ή μη στα περιουσιακά στοιχεία που παρέμειναν στην ενάγουσα δοθέντος ότι σύμφωνα με την παράγραφο 2 περ ιδ στοιχ. i της υπ΄αριθμόν 4/27-7-2012 απόφασης της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης (ΦΕΚ 2209/27-7-2012 τεύχος δεύτερο) την οποία επικαλείται η ενάγουσα προς στοιχειοθέτηση της ενεργητικής νομιμοποίησης αυτής «Τα μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία είναι τα ακόλουθα : i) οφειλές που αφορούν την αγορά ή την επισκευή ακινήτου που χρησιμοποιείται ή πρόκειται να χρησιμοποιηθεί ως κατοικία, οι οποίες ασφαλίζονται με εμπράγματη ασφάλεια επί του εν λόγω ακινήτου, εφόσον ο πιστούχος βρίσκεται σε υπερημερία άνω των εκατόν ογδόντα (180) ημερών όσον αφορά την καταβολή οποιουδήποτε χρηματικού ποσού.» Συνεπεία των ελλείψεων αυτών δεν παρέχεται στην εναγόμενη η ευχέρεια της άμυνας και στο δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βασίμου κατά νόμο της αγωγής και επομένως, πρέπει, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, ν΄απορριφθεί η αγωγή ως απαράδεκτη δεκτής γενομένης σχετικής ένστασης της εναγομένης ως βάσιμης και κατ΄ουσίαν. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν εσφαλμένα εφάρμοσε και ερμήνευσε το νόμο. Πρέπει, συνεπώς, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και ν΄απορριφθεί η αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας της εφεσίβλητης εναγόμενης πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας ενάγουσας λόγω της ήττας αυτής (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ, 63, 68 και 69 του ν 4194/2013), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Πρέπει, επίσης, να διαταχθεί και η επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου που κατέβαλε για την νομότυπη άσκηση της έφεσης λόγω της παραδοχής αυτής (άρθρο 495 παρ 3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και ουσία την έφεση
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ΄αριθμόν 1951/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την αγωγή
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας της εφεσίβλητης εναγόμενης τα οποία ορίζει σε τέσσερις χιλιαδες (4000) ευρώ
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου που καταβλήθηκε για την νομότυπη άσκηση της εφέσεως.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 29 Μαΐου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ