Μενού Κλείσιμο

Aριθμός απόφασης 293/2023

Aριθμός     293/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   K.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

Α. ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: …………..ατομικώς και με την ιδιότητά της ως ασκούσα την γονική μέριμνα και επιμέλεια του ανήλικου -εκτός γάμου τεχθέντος και εκουσίως αναγνωρισθέντος- τέκνου της …. .., η οποία εκπροσωπήθηκε  από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Νικόλαο Λιαπάκη   (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ:   ………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Ελένη Μαγειροπούλου.

Β. ΑΝΤΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Ελένη Μαγειροπούλου.

ΑΝΤΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:  …………… η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Νικόλαο Λιαπάκη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Ενώπιον του Μονομελούς  Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησαν  η μεν υπό στοιχ Α εκκαλούσα-Β αντεφεσίβλητη την από 22.2.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2019) αγωγή, ο δε υπό στοιχ Α εφεσίβλητος-Β αντεκκαλών την από  3.12.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2018) αγωγή. Επί των αγωγών αυτών εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1035/2020 απόφαση του προαναφερόμενου Δικαστηρίου, που  δέχθηκε αυτές εν μέρει.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) η ενάγουσα-εναγομένη και ήδη υπό στοιχ Α εκκαλούσα-Β αντεφεσίβλητη  με την από 1.7.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……./2020- ………./2020) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 4η.2.2021, μετά δε από αναβολή, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης και β)  ο εναγόμενος-ενάγων και ήδη υπό στοιχ Α εφεσίβλητος-Β αντεκκαλών με την από  2.2.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2021) αντέφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της υπό στοιχ Α εκκαλούσας-Β αντεφεσίβλητης, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος του υπό στοιχ Α εφεσιβλήτου-Β αντεκκαλούντος, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου φέρονται προς κρίση: α) η από 01-07-2020 (υπ΄αριθ.καταθ. …/ 2020) έφεση της ……. ατομικά και με την ιδιότητά της ως ασκούσα τη γονική μέριμνα και επιμέλεια του ανηλίκου εκτός γάμου και εκουσίως αναγνωρισθέντος από τον ……….. τέκνου της, κατά του ………. και β) η από  02-02-2021 (υπ΄αριθ. καταθ. …./ 2021) αντέφεση του ………. κατά της ………………..

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 523 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., ο εφεσίβλητος μπορεί, και αφού περάσει η προθεσμία της έφεσης, να ασκήσει αντέφεση ως προς τα κεφάλαια της απόφασης ,που προσβάλλονται με την έφεση και ως προς εκείνα ,που συνέχονται αναγκαστικά με αυτά, και αν ακόμη αποδέχθηκε την απόφαση ή παραιτήθηκε από την έφεση. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 523 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, η αντέφεση ασκείται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και, αφού συνταχθεί έκθεση κάτω από αυτό, κοινοποιείται στον εκκαλούντα τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με το άρθρο 522 ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι η άσκηση της αντεφέσεως, για να είναι παραδεκτή, πρέπει να αφορά τα κεφάλαια της απόφασης που προσβάλλονται με την έφεση ή τα αναγκαίως με αυτά συνεχόμενα, δηλαδή το περιεχόμενό της πρέπει να βρίσκεται μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, αφού με την άσκησή της δεν μεταβιβάζεται στο σύνολό της η υπόθεση στο Εφετείο, αλλά μόνο τα κατά τα διαγραφόμενα με την έφεση όρια (ΑΠ 212/2006, ΕφΛαμ 212/2009, ΕφΑΘ 4561/2003, Νόμος, ΕφΛαρ 102/2004 Δικογρ 2004,319, ΕφΘεσ 13/1993 Δνη 1994.645, ΕφΑΘ 9349/1986 Δνη 1989.327, ΝΟΜΟΣ ). Ως κεφάλαια , κατά την έννοια του άρθρου 523 § 2 ΚΠολΔ, θεωρούνται εκείνα που ανάγονται σε αυτοτελείς αιτήσεις για παροχή προστασίας, ενώ συνέχονται με εκείνα που έχουν εκκληθεί, όσα α) αφορούν παρεπόμενα ή παρακολουθήματα της κυρίας απαίτησης, β) αποτελούν προκριματικό ζήτημα της παραδοχής της έννομης προστασίας, γ) όταν οι διατάξεις της εκκαλούμενης έχουν τέτοια συνάφεια προς τα εκκληθέντα κεφάλαια, ώστε η επ’ αυτών διαφορετική κρίση του δικαστηρίου να επηρεάζει την κρίση και στα κεφάλαια ,που έχουν εκκληθεί με την έφεση και δ) πηγάζουν από την ίδια ιστορική και νομική αιτία (ΑΠ 212/2006, ΑΠ 1396/2002, ΑΠ 317/2002, ΕφΑθ 2557/2011 ΕφΑθ 1070/ 2011, ΝΟΜΟΣ,  Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση, έκδ. Ε` 2003 παρ. 617). Όταν το εκκληθέν με την έφεση του εναγομένου κεφάλαιο της πρωτοβάθμιας απόφασης αφορά αξίωση της αγωγής η οποία έγινε μερικά δεκτή και απορρίφθηκε κατά το υπόλοιπο, μεταβιβάζεται ολόκληρο το κεφάλαιο αδιαιρέτως στο Εφετείο, τούτο όμως, μπορεί να το εξετάσει μόνο κατά το μέρος που πλήττεται με έφεση ή αντέφεση (ΑΠ 496/2010  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Όταν δε με την έφεσή του ο εναγόμενος παραπονείται ότι εσφαλμένως έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή, ενώ έπρεπε να απορριφθεί ολοσχερώς, τότε χωρεί αντέφεση του ενάγοντος, με την οποία παραπονείται για το απορριφθέν μέρος αυτής (ΑΠ 151/1976, ΝοΒ 1976.693, ΕφΔυτΜακ 62/2011 Αρμ 2012, 1082, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, 1993, παρ. 617, σελ. 199,). Οσάκις, ωστόσο, ο εναγόμενος έχει νικήσει ολοσχερώς στην πρωτόδικη δίκη, η αντέφεση δεν δύναται να έχει αίτημα και απορρίπτεται ως απαράδεκτη, κατ` ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 516 § 2 και 532 ΚΠολΔ, εκτός εάν παρά την ορθότητα του διατακτικού της βλάπτεται από το αιτιολογικό της κατά τα ανωτέρω.

Στην προκειμένη περίπτωση, οι υπό κρίση έφεση και αντέφεση κατά της υπ΄αριθμ.1035/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατ΄αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρα 592 παρ.3α και β, 593- 602, 610-613 ΚΠολΔ),  έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα  (άρθρ.495 παρ. 1 και 2, 496, 499, 511, 513 παρ. 1β, 2, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.2,520 παρ. 1, 523 και 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους κατά την ίδια ως άνω διαδικασία  (άρθρ. 524 παρ. 1 και 2, 532 και 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), αφού συνεκδικασθούν λόγω της μεταξύ τους πρόδηλης συνάφειας, επειδή έτσι διευκολύνεται κι  επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31, 246, 524 ΚΠολΔ).

Πρέπει δε να σημειωθεί ότι δεν απαιτείται κατάθεση παραβόλου του άρθρου 495 §3 ΚΠολΔ, καθώς η σχετική υποχρέωση δεν ισχύει στις διαφορές του άρθρου 592 αριθμ. 3 ΚΠολΔ (βλ. και παράγραφο 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από τους ν.4335/2015 και 4446/2016 και ισχύει). Ωστόσο κατατέθηκε από την εκκαλούσα το παράβολο των 100,00 ευρώ (βλ. την έκθεση κατάθεσης της έφεσης και τη διαλαμβανόμενη σε αυτή βεβαίωση της Γραμματέως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου περί του ότι κατατέθηκε το υπ΄αριθ. ………/2020 ηλεκτρονικό παράβολο του Δημοσίου ποσού 100,00 ευρώ). Επίσης το σχετικό ως άνω παράβολο κατέθεσε και για την αντέφεση ο αντεκαλών – εφεσίβλητος με κωδικό ……………./2021 ποσού 100,00 ευρώ.

Από τις διατάξεις των άρθρων 1511, 1512, 1513 και 1514 του ΑΚ συνάγεται ότι η γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου, που γεννήθηκε από νόμιμο γάμο των γονέων του, ασκείται από τους τελευταίους από κοινού, περιλαμβάνει δε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1510 και 1518 του ιδίου κώδικα, την επιμέλεια του προσώπου του, τη διοίκηση της περιουσίας του και την εκπροσώπηση του, (ΑΠ 1612/2017, ΝΟΜΟΣ). Το λειτουργικό δε δικαίωμα της γονικής μέριμνας είναι υποχρεωτικό για τους γονείς και προσωποπαγές, υπό την έννοια ότι δεν είναι δυνατή ούτε η παραίτηση από αυτό ούτε η υποκατάσταση του φορέα του, με μεταβίβαση του σε άλλον (Κουνουγέρη – Μανωλεδάκη, Οικογ. Δίκαιο, 1990, σελ. 16). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1515 ΑΚ, “η γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου, που γεννήθηκε και παραμένει χωρίς γάμο των γονέων του, ανήκει στη μητέρα του. Σε περίπτωση αναγνώρισής του αποκτά γονική μέριμνα και ο πατέρας, που όμως την ασκεί, αν έπαυσε η γονική μέριμνα της μητέρας, ή αν αυτή αδυνατεί να την ασκήσει για νομικούς ή πραγματικούς λόγους. Με αίτηση του πατέρα το δικαστήριο μπορεί, και σε κάθε άλλη περίπτωση και ιδίως, αν συμφωνεί η μητέρα, να αναθέσει και σ` αυτόν την άσκηση της γονικής μέριμνας ή μέρους της, εφόσον αυτό επιβάλλεται από το συμφέρον του τέκνου…”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η γονική μέριμνα ανηλίκου τέκνου, που γεννήθηκε και παραμένει εκτός γάμου των γονέων του, έχει δε αναγνωρισθεί εκουσίως από τον φυσικό του πατέρα, κατά τους όρους των άρθρων 1475-1476 του ΑΚ, ασκείται αποκλειστικά από τη μητέρα, ενώ στον εξ αναγνωρίσεως πατέρα επιφυλάσσεται ένας ρόλος αναπληρωματικός, αλλά και η δυνατότητα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να παραμερίσει δικαστικά το προνόμιο αυτό της μητέρας. Ειδικότερα, ο εξ αναγνωρίσεως πατέρας μπορεί να ασκεί τη γονική μέριμνα: α) αυτοδικαίως, αν έπαυσε η γονική μέριμνα της μητέρας λόγω θανάτου ή κηρύξεως της σε αφάνεια ή ένεκεν εκπτώσεως της, κατ` άρθρο 1510 παρ. 3 του ΑΚ, ή αν αυτή αδυνατεί να την ασκήσει για νομικούς (ανικανότητα ή περιορισμένη ικανότητα της για δικαιοπραξία) ή πραγματικούς λόγους (αποδημία της ή βαριά ασθένεια της), οπότε την αναπληρώνει ο ίδιος στην άσκηση της, β) σε κάθε άλλη περίπτωση με δικαστική απόφαση, η οποία εκδίδεται μετά από αίτηση του ιδίου του πατέρα, εφόσον αυτό επιβάλλεται από το συμφέρον του τέκνου. Η δικαστική δε αυτή απόφαση μπορεί να αναθέτει την άσκηση της γονικής μέριμνας είτε αποκλειστικά στον εξ αναγνωρίσεως πατέρα, είτε από κοινού σ` αυτόν και τη μητέρα, είτε να κατανείμει μεταξύ αυτών τις λειτουργίες της (Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ, άρθρο 1515, αριθ. 6-7).Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων, προκύπτει, ότι η ονοματοδοσία (δηλαδή ο προσδιορισμός του ονόματος) του τέκνου είναι δικαίωμα και των δύο γονέων, για το οποίο αποφασίζουν από κοινού. Ειδικότερα η ονοματοδοσία γίνεται με δήλωση του κυρίου ονόματος του τέκνου στο ληξίαρχο και είναι ανεξάρτητη από το μυστήριο της βάπτισης (βλ. ολ ΑΠ 240/1475 ΝοΒ 23,655). Με την ειδική νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 15 του Ν 1438/1984, που αντικατέστησε το άρθρο 25 του Ν 344/1976 το οποίο αφορά τις ληξιαρχικές πράξεις, το δικαίωμα ονοματοδοσίας έχει αναχθεί πλέον σε αυτοτελές λειτουργικό δικαίωμα των γονέων και σαφώς διακρίνεται από την επιμέλεια, γι’ αυτό και αποτελεί περιεχόμενο της γονικής μέριμνας. Πρόκειται για δικαίωμα το οποίο δεν είναι διαρκές, αφού ασκείται εφάπαξ και αποσβέννυται με τη δήλωση που το πραγματώνει. Κατά συνέπεια φορείς του δικαιώματος ονοματοδοσίας, που όπως και άλλα κρίσιμα για τη ζωή του τέκνου ζητήματα, όπως η επιλογή θρησκεύματος, σοβαρή χειρουργική επέμβαση ή θεραπευτική αγωγή, ή η σύσταση αναδοχής, ανήκουν στον πυρήνα της γονικής μέριμνας, είναι και οι δύο γονείς (ακόμη και αν είναι ανήλικοι) που έχουν τη γονική μέριμνα, και δη ανεξάρτητα από το αν την ασκούν, διότι διαφορετικά ο αποκλεισμός του ενός γονέα από τόσο βασικό θέμα θα ισοδυναμούσε κατ’αποτέλεσμα με αφαίρεση της ίδιας της γονικής μέριμνας ως δικαιώματος (Απ. Γεωργιάδη ΣΕΑΚ τ.ΙΙ εκδ. 2013, σελ. 872). Σε περίπτωση, όμως, κατά την οποία οι γονείς διαφωνούν, πρέπει, να προκληθεί απόφαση του αρμοδίου δικαστηρίου σχετικά με το όνομα που πρέπει να δοθεί στο τέκνο τους (βλ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλο: Αστικός Κώδικας τομ. VΙΙΙ 1993 στα άρθρα 1505,1546 αριθ. 146 σελ. 40 επομ., Παπαδημητρίου Συμπλήρωμα Οικογενειακού Δικαίου 1998, σελ. 275, ΑΠ 730/2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1700/2007 ΕλΔνη 2002,1619). Η προσφυγή στο Δικαστήριο μπορεί να γίνει τόσο πριν από την επιχείρηση της πράξης, εξαιτίας της οποίας προέκυψε η διαφωνία, όσο και μετά από αυτή. Στην περίπτωση αυτή το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τα αιτήματα ή τη γνώμη των γονέων και ούτε από το γεγονός ότι το ανήλικο είναι ήδη βαπτισμένο, γιατί η ονομασία δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του μυστηρίου του βαπτίσματος, ώστε να απαγορεύεται η μεταβολή του. Το Δικαστήριο αναζητεί την πλέον ανταποκρινόμενη στο συμφέρον του τέκνου λύση και μπορεί, συγχρόνως δε, έχει και καθήκον, εφόσον αυτό επιβάλλεται από το συμφέρον του τέκνου, να μην αποδεχθεί κάποιο από τα αντιθέτως προτεινόμενα από τους διαδίκους γονείς ονόματα αλλά να επιλέξει διαφορετικό, μη προτεινόμενο, όνομα, ή και συνδυασμό ονομάτων από τα αντιθέτως προτεινόμενα (ΑΠ 947/1996, ΕλλΔ/νη 38, 1052, ΑΠ 825/1995, ΝοΒ 45, 973, ΕφΘεσ 2269/2000, Αρμ 2007/210). Περαιτέρω, η διπλή ονομασία δεν αποτελεί πάντοτε την ενδεδειγμένη λύση καθώς μπορεί να έχει κατά τις περιστάσεις αρνητικά αποτελέσματα στην κοινωνική εξέλιξη και στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του τέκνου. Ο Νόμος δεν ορίζει, πότε το συμφέρον του τέκνου επιβάλλει να λάβει το Δικαστήριο σχετική απόφαση. Επομένως, αυτό θα κριθεί σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, η απόφαση δε του Δικαστηρίου πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του τέκνου αποτρέποντας τη διχοστασία των αισθημάτων των γονέων απέναντι του και τη διατάραξη της ψυχοσωματικής του υπόστασης. Εξάλλου, το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου, αποτελεί αόριστη νομική έννοια, που εξειδικεύεται ανάλογα με τις συνθήκες κάθε περίπτωσης. Για να κριθεί τί αποτελεί συμφέρον του ανηλίκου στη συγκεκριμένη περίπτωση θα εκτιμηθούν τα περιστατικά που διαπιστώθηκαν, βάσει αξιολογικών κριτηρίων, που αντλεί το δικαστήριο από τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας, λαμβάνοντας υπόψη, σχετικά με το πρόσωπο του ανηλίκου και τα πορίσματα της εξελικτικής ψυχολογίας και της παιδοψυχιατρικής (ΑΠ 417/05, Νόμος, ΕφΑθ 3486/2006, Δνη 2006.1451). Επιπλέον, η απόφαση του Δικαστηρίου πρέπει να προκρίνει την ενότητα της οικογένειας και να σέβεται την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, της θρησκείας, των πολιτικών ή όποιων άλλων πεποιθήσεων, της κοινωνικής προελεύσεως ή της περιουσίας (ΑΠ 730/2006).

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1389, 1390, 1485,1486, 1487, 1489 παρ. 2, 1492 και 1493 του ΑΚ προκύπτει  ότι και οι δύο γονείς έχουν κοινή υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους, ανεξάρτητα από την περιουσιακή του κατάσταση, εφόσον τα εισοδήματα από την περιουσία του ή την εργασία του δεν επαρκούν για τη διατροφή του. Καθένας δε από τους γονείς του ενέχεται ανάλογα με τις οικονομικές του δυνάμεις, ώστε το ανήλικο τέκνο απέναντι σε κάθε έναν από τους γονείς του που βρίσκονται σε διάσταση ή των οποίων έχει λυθεί ο γάμος με διαζύγιο (ΑΠ 319/1999, Δνη 40.1717), έχει αυτοτελή προσωπική αξίωση διατροφής του, ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα και κατάσταση του γονέα. Εκείνος που έχει την επιμέλεια του τέκνου, μπορεί να συνυπολογίσει κάθε τι που συνδέεται με την εξαιτίας αυτής πραγματική διάθεση χρημάτων για τις ανάγκες του τέκνου καθώς και άλλες παροχές σε είδος, οι οποίες απορρέουν από τη συνοίκηση, η οποία κατά κανόνα συνοδεύει την επιμέλεια (ΕφΑθ 4902/1995, Δνη 37.1118, Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη Οικογενειακό Δίκαιο τομ. 11 έκδ. 1998 σ. 129, Ματθίας, Διατροφικές αξιώσεις μετά το ν. 1329/1983 ΕλΔνη 29.1304). Η διατροφική του αξίωση προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του και περιλαμβάνει όλα τα αναγκαία για τη συντήρηση του και ακόμα τα έξοδα ανατροφής και εκπαιδεύσεως του (ΕφΑθ 15936/1988, Δνη 33.178). Με το ν. 1329/1983 έγινε αντικατάσταση του παλαιού, στο άρθρο 1484 ΑΚ προσδιοριστικού των αναγκών του δικαιούχου όρου “της κοινωνικής του θέσεως”, από τον όρο “των συνθηκών της ζωής του” (βλ. Σχ. Συντ. 47 Αναθ. 59 ΑΠ 2127/1984, ΝοΒ 1985.1169, ΑΠ 1838/1984, ΝοΒ 1985.1139). Ο νέος προσδιοριστικός όρος ανταποκρίνεται στο επίπεδο διαβίωσης που προσήκει στο δικαιούχο, ανάλογα με την ηλικία, την υγεία, ικανότητες και κλίσεις, εκπαίδευση κλπ, οι συνθήκες δε αυτές θα προσδιορίσουν το ύψος της διατροφής που οφείλεται (ΕφΑθ 6077/1994, Δνη 36.391, ΕφΑθ 2260/1993 Δνη 35.450, Νόμος). Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, η κατά τα άνω υποχρέωση των γονέων προς διατροφή του τέκνου τους, βαρύνει αυτούς, κατά το άρθρο 1489 εδ.2 ΑΚ, ανάλογα με τις δυνάμεις τους. Για την αποτίμηση αυτών των δυνάμεων λαμβάνονται υπ’ όψη τα εισοδήματα και η περιουσία εκάστου γονέα, καθώς και οι δυνατότητες για προσωπική εργασία αυτών. Υπό την έννοια αυτή, ως δυνάμεις, λογίζονται οι εν γένει οικονομικές δυνατότητες, τις οποίες, κατά τις αρχές της καλής πίστης (άρθρο 288 ΑΚ), διαθέτει ή είναι σε θέση να αναπτύξει ή να ποριστεί ο κάθε γονέας, με την κατάλληλη αξιοποίηση όχι μόνο του κεφαλαίου της περιουσίας του, αλλά και της εκάστοτε δυνατότητάς του για εργασία, που είναι πρόσφορη για την εκπλήρωση της σχετικής υποχρέωσης διατροφής (ΑΠ 1507/2001, Δικ 44/1592, όπως και οι ΕφΠειρ 909/2005, ΕΑ 951/2004, ΕφΠειρ 155/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 8716/2003 Δικ 2004/146, ΕφΛαρ 473/2003 ΝΟΜΟΣ και Κ. Γραμμένο, Δικ. Διατροφές, Β` έκδοση, σελ. 52 επ.). Περαιτέρω, ο εναγόμενος γονέας, προς καταβολή ολόκληρου του ποσού της διατροφής, μπορεί να επικαλεστεί κατ’ ένσταση, κατ’ άρθρο 262 ΚΠολΔ, ότι και ο άλλος γονέας έχει την οικονομική δυνατότητα, σε σχέση με τη δική του και σε συνδυασμό με τις λοιπές υποχρεώσεις του, να καλύψει μέρος της ανάλογης διατροφής του ανηλίκου, οπότε με την απόδειξη της ένστασης αυτής,  περιορίζεται η υποχρέωση του εναγόμενου γονέα κατά το ποσό που αντιστοιχεί στην οικονομική δυνατότητα και στη βάση αυτής υποχρέωση συνεισφοράς του άλλου γονέα (ΑΠ 416/2007, ΑΠ 884/2003, ΑΠ 782/2003, Νόμος, ΑΠ 396/2001, ΑΠ 804/1994 Δ/νη 37,98, ΑΠ 1322/1994 Δ/νη 35.368, ΑΠ 1060/1993 Δ/νη 35 (1994) 1291, ΑΠ 1155/1987 ΝοΒ 36.1607, ΕΘ 1993/2003 Αρμ 2004,357, ΕφΠειρ 370/2002, Νόμος, ΕΑ 2260/1993 Δ/νη 35,40, ΕΘ 4784/1993 Δ/νη 35.450).  Η προβολή του ανωτέρω ισχυρισμού από τον υπόχρεο προς διατροφή εναγόμενο, λειτουργεί ως ένσταση και πρέπει να υποβληθεί στο ακροατήριο, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατά την έναρξη της συζητήσεως της υποθέσεως, με σχετική σαφή και ορισμένη δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Σε περίπτωση δε μη υποβολής της σχετικής αυτής ενστάσεως, δεν δύναται το δικαστήριο να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως την οικονομική δυνατότητα του άλλου γονέα και να κανονίσει,  ανάλογα με τις δυνάμεις του κάθε γονέα το επιδικαστέο σε βάρος του εναγομένου ποσό της διατροφής (βλ. σχετ. ΑΠ 416/2007, ΝΟΜΟΣ,  ΑΠ 344/2001, Δ/νη 2002.113, ΑΠ 804/1994, Δ/νη 37.97, ΑΠ 1322/1992, Δ/νη 35.368). Στην περίπτωση, όμως, που με την αγωγή δεν ζητείται το σύνολο του ποσού, στο οποίο αποτιμώνται οι διατροφικές ανάγκες του δικαιούχου, αλλά μόνον το μέρος, το οποίο κατά την άποψη του ενάγοντος πρέπει να βαρύνει τον εναγόμενο γονέα, σε αναλογία προς τις οικονομικές δυνάμεις αυτού και του άλλου γονέα (του μη εναγομένου), ο αμυντικός ισχυρισμός ότι η αναλογία αυτή είναι διαφορετική από εκείνη που αναφέρεται στην αγωγή, λειτουργεί ως άρνηση. Στην περίπτωση αυτή ο συσχετισμός των οικονομικών δυνάμεων των δύο γονέων πρέπει να γίνει από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα προς τα πραγματικά περιστατικά που αποδεικνύουν εκατέρωθεν (ΕφΑθ 856/ 2010, ΕφΘεσ 2944/2004, Νόμος). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1487 ΑΚ ο γονέας δεν μπορεί να προτείνει κατά του ανηλίκου τέκνου την ένσταση διακινδυνεύσεως της δικής του διατροφής, εκτός αν ισχυρίζεται ταυτόχρονα ότι ο ανήλικος μπορεί να στραφεί εναντίον άλλου υποχρέου σε διατροφή του ή ότι μπορεί να διατραφεί από την περιουσία του. Αν όμως πρόκειται για τον άλλο γονέα δεν προβάλλεται η ένσταση αυτή, αλλά η παραπάνω από το άρθρο 1489 παρ.2 του ΑΚ. Από τα άρθρα 340 και 1498 ΑΚ συνάγεται, ότι διατροφή για το παρελθόν δεν οφείλεται παρά μόνο από την υπερημερία. Στην περίπτωση αυτή η υπερημερία επέρχεται με μόνη την όχληση του υποχρέου, χωρίς δηλαδή να απαιτείται η συνδρομή και του στοιχείου της υπαιτιότητας του τελευταίου. Η όχληση απαιτείται, διότι δεν πρέπει ο υπόχρεος να αιφνιδιάζεται και να εξαναγκάζεται να πληρώσει εκ των υστέρων αθροιστικά τη διατροφή, την οποία, εφόσον δεν ζητήθηκε έγκαιρα, δεν μπορούσε να προβλέψει. Αφότου πάντως ο υπόχρεος καταστεί υπερήμερος κατά την παραπάνω έννοια, ενέχεται εφεξής στην παροχή της διατροφής και αν ακόμη ο δικαιούχος κατά το διάστημα της υπερημερίας κατόρθωσε να διατραφεί με δικά του μέσα ή με δωρεές τρίτων (βλ. σχετ. Μιχαηλίδη – Νουάρο Οικογ. Δ 1968 παρ. 87 και 179 και Ατσαλάκη στην Ερμ. ΑΚ άρθρο 1489 αριθμ. 4 επ.). Η διάταξη του άρθρου 1498 ΑΚ είναι ενδοτικού δικαίου, γι’ αυτό και συμφωνίες μεταξύ ανιόντων και κατιόντων περί καταβολής διατροφής για παρελθόντα χρόνο χωρίς υπερημερία είναι έγκυρη. Η διάταξη αυτή αφενός μεν καθιερώνει τον κανόνα ότι διατροφή δεν οφείλεται για παρελθόντα χρόνο, αφετέρου δε , εισάγει εξαίρεση κατά την οποία διατροφή για το παρελθόν οφείλεται μόνο από την υπερημερία. Η υπερημερία του οφειλέτη επέρχεται με δικαστική ή εξώδικη όχληση του οφειλέτη εκ μέρους του δικαιούχου (άρθρο 340 ΑΚ). Αρκεί δε η όχληση, χωρίς να ερευνάται περαιτέρω η τυχόν υπαιτιότητα περί αυτού ή μη του υποχρέου, επί συμβατικής δε διατροφής δεν απαιτείται όχληση, διότι στη ρύθμιση αυτή ενυπάρχει και η όχληση (ΕφΑθ 91/2017, ΕφΑθ 5932/2008, Νόμος, ΕφΘεσ 994/2004 Αρμ 2004.871 – βλ. και Βασ. Βαθρακοκοίλη, Νέο Οικογενειακό Δίκαιο, Β’ έκδ., άρθρο 1485 αρ. 5). Η όχληση μπορεί να γίνει και με την επίδοση στον υπόχρεο αίτησης επιδίκασης προσωρινής διατροφής (βλ. σχετ. ΑΠ 539/1974, ΝοΒ 23. 46, ΕφΑθ 7841/1995, Δ/νη 37.1120 και 2340/1986, Δ/νη 27.1142), εφόσον δε πρόκειται για οφειλή διαδοχικών παροχών, μπορεί να αφορά είτε αορίστως το σύνολο των μελλοντικών παροχών είτε τις παροχές ορισμένου χρονικού διαστήματος (βλ. σχετ. ΑΠ 342/2001, ΝοΒ 2002. 341, ΕφΑθ. 2340/1986 όπ. παραπ. και Ατσαλάκη όπ. παραπ. αριθμ. 5).Η μνημονευόμενη στην ανωτέρω διάταξη υπερημερία έχει την έννοια της ενεργοποίησης της αξίωσης της διατροφής και επέρχεται μόνο από την όχληση και με αυτήν. Η όχληση αυτή είναι στοιχείο της, περί για παρελθόντα χρόνο, διατροφής και γίνεται είτε με έγερση αγωγής, είτε με εξώδικη πρόσκληση για καταβολή διατροφής, είτε με προφορική δήλωση, πρέπει να είναι συγκεκριμένη ως προς το ύψος της αιτούμενης διατροφής και τις ανάγκες, τις οποίες καλύπτει, προκειμένου ο υπόχρεος να έχει τη δυνατότητα να ελέγξει τη νομιμότητα του αιτήματος και τις δυνατότητές του να ικανοποιήσει τις ανάγκες του δικαιούχου (ΕφΑθ 5806/2008, ΝοΒ 2009. 544, ΕφΑθ 5932/2008, Δ/νη 2009. 206, ΕφΠατ 589/2007, ΑχΝομ 2008. 228). Από τις ίδιες ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 1485 επ. ΑΚ και των άρθρων 223, 224, 269 παρ.2, 334, 525, 526 και 527 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις επιδίκασης διατροφής και ο καθορισμός της έκτασης και του ύψους αυτής κρίνονται από το χρόνο έγερσης της αγωγής ή επί αιτήματος για την επιδίκαση από την υπερημερία, από το χρόνο επέλευσής της, το σχετικό πάντως δικαίωμα πρέπει να έχει γεννηθεί κατά την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου.

Α. Με την από 03-12-2018 (υπ΄αριθ.καταθ……/2018) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος – αντεκκαλών ζήτησε : α) να αναγνωριστεί ότι έχει και ασκεί από κοινού με την εναγομένη και ήδη εκκαλούσα – αντεφεσίβλητη τη γονική μέριμνα του ανηλίκου άρρενος τέκνου τους που γεννήθηκε εκτός γάμου στις 9-5-2017 και αναγνωρίστηκε εκουσίως απ΄αυτόν δυνάμει της υπ΄αριθ. …/ 23-5-2017 συμβολαιογραφικής πράξης αναγνώρισης της συμβολαιογράφου Πειραιά, ………, με την οποία συμφωνήθηκε ότι αμφότεροι οι διάδικοι θα έχουν από κοινού την επιμέλεια του τέκνου τους, επικουρικά δε να του ανατεθεί η άσκηση της γονικής μέριμνας του τέκνου τους από κοινού με την εναγομένη και β) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της ονοματοδοσίας του ως άνω ανηλίκου τέκνου τους με το όνομα « ….», ως πράξης γονικής μέριμνας που έγινε μονομερώς από την εναγομένη, χωρίς συναπόφαση αυτής με τον ίδιο (ενάγοντα) και να οριστεί ως κύριο όνομα αυτού, το « …………», άλλως, το όνομα « ………….».

Β. Με την από 22-9-2019 (γεν.αριθμ.καταθ. …../2019) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (όπως αυτή νομοτύπως διορθώθηκε – συμπληρώθηκε με τις νομίμως κατατεθείσες ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου έγγραφες προτάσεις),  η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα – αντεφεσίβλητη, ενεργούσα τόσο ατομικά, όσο και ως ασκούσα την επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου τέκνου της, ………., που έχει αποκτήσει από την εκτός γάμου συναισθηματική σχέση της με τον εναγόμενο, ο οποίος αναγνώρισε αυτό εκουσίως ως δικό του δυνάμει της υπ΄αριθ. ………./23-5-2017 συμβολαιογραφικής πράξης αναγνώρισης τέκνου της συμβολαιογράφου Πειραιά, ………, με την οποία (πράξη) συμφωνήθηκε ότι αμφότεροι θα έχουν από κοινού την επιμέλεια του ως άνω ανηλίκου τους, ζήτησε κατ΄ορθή εκτίμηση του αιτητικού της (αγωγής), όπως αυτό παραδεκτά περιορίστηκε κατ΄άρθρο 223 παρ.1 ΚΠολΔ, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της που καταχωρίστηκε νομότυπα στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αλλά και με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της  α) να ανατεθεί σ΄αυτήν οριστικά η άσκηση της επιμέλειας του προσώπου του ανηλίκου ως άνω τέκνου της και β) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της προκαταβάλλει, με την ανωτέρω ιδιότητά της και για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου τους το οποίο αδυνατεί να διαθρέψει τον εαυτό του από περιουσία ή εισοδήματα, ως μηνιαία συμμετοχή του στη διατροφή του σε χρήμα, το ποσό των 500,00 ευρώ, την πρώτη ημέρα κάθε ημέρα, για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επίδοση της αγωγής, νομιμοτόκως από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης μέχρι την εξόφληση και γ) να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή.

Επί των αγωγών αυτών που συνεκδικάσθηκαν αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η εκκαλουμένη υπ αριθμ. 1035/2020 απόφαση του πρωτοβάθμιου ως άνω δικαστηρίου, η οποία : Ως προς την πρώτη (υπό στοιχ. Α΄ αγωγή) αφού την έκρινε νόμιμη, πλην του αγωγικού αιτήματος να αναγνωριστεί ότι ο ενάγων ασκεί από κοινού με την εναγομένη τη γονική μέριμνα του ανηλίκου άρρενος τέκνου τους, το οποίο (αίτημα) απέρριψε ως νόμω αβάσιμο, κατόπιν έκανε δεκτή εν μέρει ως κατ΄ουσίαν βάσιμη την αγωγή και : α) αναγνωρίζει ότι ο ενάγων έχει από κοινού με την εναγομένη τη γονική μέριμνα του ανηλίκου άρρενος τέκνου τους που γεννήθηκε εκτός γάμου στις 9-5-2017 και φέρει το επώνυμο «………….», β) αναθέτει στον ενάγοντα την άσκηση της γονικής μέριμνας του εν λόγω ανηλίκου τέκνου του, από κοινού με την εναγομένη, πλην της επιμέλειας του προσώπου του (τέκνου), γ) αναγνωρίζει την ακυρότητα της ονοματοδοσίας του ως άνω ανηλίκου τέκνου του με το όνομα « ………» και δ) αίρει τη διαφωνία των διαδίκων ως προς την ονοματοδοσία του ανωτέρω άρρενος τέκνου τους και ορίζει ως όνομα αυτού το « ………..».

Ως προς τη δεύτερη (υπό στοιχ.Β΄αγωγή) αφού την  έκρινε νόμιμη, πλην του παρεπόμενου αγωγικού αιτήματος περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής όσον αφορά στο αγωγικό αίτημα περί ρύθμισης της άσκησης της επιμέλειας του τέκνου των διαδίκων, κατόπιν έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή ως κατ΄ουσίαν βάσιμη και : α) αναθέτει οριστικά και αποκλειστικά στην ενάγουσα την άσκηση της επιμέλειας του προσώπου του ως άνω ανηλίκου τέκνου της, β) διατάσσει την απόδοση του ανωτέρω ανηλίκου τέκνου στην ενάγουσα μητέρα του, γ) απειλεί σε βάρος του εναγομένου χρηματική ποινή υπέρ της ενάγουσας, ποσού τριακοσίων (300,00) ευρώ και προσωπική κράτηση ενός (1) μηνός για κάθε παραβίαση της ανωτέρω διάταξης, δ) υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλλει μηνιαίως στην ενάγουσα, ως ασκούσα αποκλειστικά την επιμέλεια του ως άνω ανηλίκου τέκνου τους και για λογαριασμό του, την πρώτη ημέρα εκάστου μηνός, το ποσό των διακοσίων ογδόντα (280,00) ευρώ, για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση της πληρωμής κάθε μηνιαίας παροχής και μέχρι την εξόφληση, ε) κήρυξε την απόφαση ως προς την αμέσως προηγηθείσα καταψηφιστική της διάταξη προσωρινά εκτελεστή και τέλος συμψήφισε την, πέραν των προκαταβληθέντων εξόδων, δικαστική δαπάνη στο σύνολό της μεταξύ των διαδίκων.

Κατά της απόφασης αυτής, παραπονούνται η ενάγουσα της από 22-9-2019  (δεύτερης αγωγής) – εναγόμενη της από 03-12-2018 (πρώτης αγωγής) για τους λόγους που περιέχονται στην έφεσή της, αναγόμενους σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ο ενάγων της από 03-12-2018 (πρώτης αγωγής)  – εναγόμενος της από 22-9-2019 (δεύτερης αγωγής) για τους  λόγους που περιέχονται στην αντέφεση αναγόμενους σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε στη συνέχεια, να γίνουν δεκτές οι αγωγές τους στο σύνολό τους και αντιστοίχως να απορριφθεί η αγωγή του αντιδίκου τους.

Με το ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα η πρώτη αγωγή είναι νόμιμη  στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 174, 180, 1510, 1511, 1513 και 1515 παρ. 1 και 2 ΑΚ και 70 ΚΠολΔ, πλην του αγωγικού αιτήματος να αναγνωριστεί ότι ο ενάγων ασκεί από κοινού με την εναγομένη τη γονική μέριμνα του ανηλίκου άρρενος τέκνου τους, το οποίο (αίτημα) απορριπτέο τυγχάνει ως νόμω αβάσιμο, καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 1515 παρ.1 του ΑΚ, που δεν αντίκειται, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο ενάγων, στο άρθρο 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8 ΕΣΔΑ και στο άρθρο 2 της Διεθνούς Σύμβασης για τα δικαιώματα του Παιδιού (Ν.2101/1992) (βλ. και Β. Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, έκδ.2004, Τομ.Ε΄, υπό το άρθρο 1515, αρ.1 σελ.930, αρ.7, σελ.934), η γονική μέριμνα του ανήλικου τέκνου που γεννήθηκε και παραμένει χωρίς γάμο των γονέων του, ανήκει στη μητέρα του και σε περίπτωση αναγνώρισής του, αποκτά γονική μέριμνα και ο πατέρας, που όμως την ασκεί αν υπάρχει συμφωνία των γονέων κατά το άρθρο 1513 ΑΚ (που, όμως στην προκειμένη περίπτωση δεν αποτελεί τέτοια η προαναφερόμενη συμφωνία των διαδίκων ότι αμφότεροι θα έχουν από κοινού την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου τους) ή, αν έπαυσε η γονική μέριμνα της μητέρας ή, αν αυτή αδυνατεί να την ασκήσει για νομικούς ή πραγματικούς λόγους, κατά τα εκτιθέμενα και στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε τα ίδια, σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο.

Στη συνέχεια, η δεύτερη αγωγή με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341 εδ.α΄, 345εδ.α΄, 346, 1485, 1486, 1488, 1489, 1493, 1496, 1497, 1498, 1510, 1511, 1512, 1515 παρ.1, 1518 ΑΚ, πλην του παρεπόμενου αγωγικού αιτήματος περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής όσον αφορά στο αγωγικό αίτημα περι ρύθμισης της άσκησης της επιμέλειας του τέκνου των διαδίκων, καθόσον η εκδοθησομένη απόφαση ως προς το εν λόγω κεφάλαιό της είναι διαπλαστική και ως εκ τούτου δεν νοείται εκτέλεσή της (βλ.και Γεωργιάδη– Σταθόπουλου ΑΚ, εισαγωγικές παρατηρήσεις στα άρθρα 1505 – 1541, αριθ.248). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως δεν έσφαλε αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο.

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάσθηκαν  ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση, πρακτικά του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου, από τις υπ΄αριθμ. ………/26-2-2019 και …………/11-6-2019 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων του ενάγοντος – εναγομένου, …………….., αντίστοιχα, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά οι οποίες ελήφθησαν προς υποστήριξη της υπό στοιχ. Α΄ αγωγής του, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης της ενάγουσας – εναγομένης, από τις υπ΄αριθμ. ….., …. και …../11-6-2019 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων του ενάγοντος – εναγομένου, ………….. αντίστοιχα, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που λήφθησαν προς αντίκρουση της υπό στοιχ. Β΄αγωγής μετά από νομότυπη κλήτευση της ενάγουσας – εναγομένης, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά  μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (αρθ. 395, 591 παρ. 1  ΚΠολΔ), έστω και αν δεν πληρούν όλους τους όρους του νόμου (αρθ. 681Β΄, 671 παρ. 1 εδ. α΄ του ΚΠολΔ, βλ. ΟλΑΠ 15/2003 Δ 35-513),μεταξύ των οποίων (δικαστικών τεκμηρίων) λαμβάνονται υπόψη ως τέτοια και οι ένορκες βεβαιώσεις που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι που λήφθησαν στα πλαίσια δίκης ασφαλιστικών μέτρων μεταξύ των ίδιων διαδίκων, χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη μνεία αυτών (βλ. ΑΠ 1506/ 2003, ΑΠ 343/ 2000, ΝΟΜΟΣ), από την επισκόπηση των φωτογραφιών που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε, από τις άμεσες ή έμμεσες ομολογίες των διαδίκων, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ  βλ. ΑΠ 48/2009, Νόμος), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Οι διάδικοι είχαν συνάψει ερωτική σχέση μεταξύ τους, από την οποία η ενάγουσα – εναγομένη γέννησε ένα άρρεν τέκνο στις 9-5-2017, το οποίο ο ενάγων – εναγόμενος αναγνώρισε εκουσίως ως δικό του, δυνάμει της υπ΄αριθμ…../ 23-5-2017 συμβολαιογραφικής πράξης αναγνώρισης τέκνου της συμβολαιογράφου Πειραιά, ………., με την οποία (πράξη) συμφωνήθηκε επίσης ότι αμφότεροι οι διάδικοι θα έχουν από κοινού την επιμέλεια του ως άνω ανηλίκου τέκνου τους. Οι διάδικοι, λίγο πριν τη γέννηση του παιδιού τους αποφάσισαν να συμβιώσουν σε μισθωμένη οικία στον Κορυδαλλό Αττικής, πλην όμως η συμβίωσή τους δεν εξελίχθηκε ομαλά και διασπάστηκε οριστικά τον Ιούνιο του έτους 2017. Έκτοτε το ανήλικο τέκνο των διαδίκων διαμένει με την μητέρα του στην οικία των γονέων της σε ιδιόκτητο διαμέρισμα εμβαδού 140 τ.μ. που βρίσκεται στον Κορυδαλλό Αττικής.

Στη συνέχεια, με την υπ΄αριθ.406/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) κατόπιν σχετικής αίτησης του ενάγοντος – εναγομένου, ρυθμίστηκε προσωρινά το δικαίωμα επικοινωνίας του με το ανήλικο τέκνο του, ενώ κατόπιν αντίθετων αιτήσεων των διαδίκων, που συνεκδικάσθηκαν ενώπιον του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου, επίσης κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, εκδόθηκε η υπ΄αριθ.1219/2019 απόφαση η οποία : α) ανέθεσε προσωρινά την άσκηση της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων στην ενάγουσα – εναγομένη μητέρα του και β) υποχρέωσε τον ενάγοντα – εναγόμενο πατέρα του ανηλίκου τέκνου να προκαταβάλλει εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα στην ενάγουσα – εναγομένη μητέρα του ως προσωρινή μηνιαία διατροφή του ανηλίκου, το ποσό των 280 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε απαιτητής δόσης και μέχρι την εξόφληση, για το μετά την επίδοση της αίτησης χρονικό διάστημα και μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ασκηθείσας τακτικής αγωγής.

Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι το αληθινό συμφέρον του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων επιβάλλει να ανατεθεί η άσκηση της επιμέλειάς του οριστικά και αποκλειστικά στην ενάγουσα – εναγομένη μητέρα του με την οποία ήδη αυτό διαμένει και η οποία το φροντίζει με στοργή και αγάπη και ανταποκρίνεται πλήρως στα καθήκοντα και στις υποχρεώσεις της απέναντι του, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του ενάγοντος – εναγομένου, ενώ η απομάκρυνσή του από την οικία της μητέρας του με την οποία διαμένει συνεχώς, θα επέφερε σίγουρα διατάραξη στον μέχρι σήμερα τρόπο ζωής του με δυσμενείς συνέπειες στην ομαλή ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, αφού θα διέκοπτε τη συνέχεια και σταθερότητα των συνθηκών διαβίωσής του, λαμβανομένου υπόψη και της μικρής ηλικίας του. Συνεπώς με τα ανωτέρω κριτήρια και με αποκλειστικό γνώμονα το αληθινό συμφέρον του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, η άσκηση της επιμέλειας αυτού πρέπει να ανατεθεί αποκλειστικά στην ενάγουσα – εναγομένη μητέρα του, δεκτού γενομένου ως κατ΄ουσίαν βάσιμου του σχετικού αγωγικού αιτήματος της δεύτερης (υπο στοιχ. Β) αγωγής. Η λύση αυτή τυγχάνει προφανώς επωφελής για το ανήλικο τέκνο των διαδίκων δεδομένου ότι με τον τρόπο αυτό αφενός καλύπτεται η ιδιαίτερη, ενόψει και της μικρής του ηλικίας, ανάγκη του για τη μητρική αγάπη, στοργή και φροντίδα, και αφετέρου διασφαλίζεται το ενδιαφέρον και η ενεργός συμμετοχή του πατέρα του, ο οποίος διατηρεί την από κοινού με τη μητέρα του γονική του μέριμνα (άρθρ.1515 παρ.1 ΑΚ). Δεδομένου δε ότι,  όπως αποδείχθηκε και ο διάδικος πατέρας του ανηλίκου τέκνου ενδιαφέρεται γι΄αυτό και το περιβάλλει με αμέριστη αγάπη, κρίνεται, γενομένου ομοίως δεκτού ως κατ΄ουσίαν βάσιμου του σχετικού αγωγικού αιτήματος της πρώτης (υπό στοιχ. Α΄) αγωγής, ότι το αληθινό συμφέρον του επιβάλλει να ανατεθεί σ΄αυτόν (πατέρα) η από κοινού με την ενάγουσα – εναγομένη άσκηση των λοιπών, πλην της επιμέλειας του προσώπου του τέκνου, λειτουργιών της γονικής μέριμνας αυτού (τέκνου) σε κάθε κρίσιμο ζήτημα που το αφορά, προκειμένου να διατηρηθεί η κατά το δυνατόν ισότιμη παρουσία του πατέρα του στη ζωή του, έτσι ώστε και αυτός να ασχολείται ενεργά με την ανατροφή και διαπαιδαγώγησή του, να διατηρηθεί ο μεταξύ τους ψυχικός δεσμός και να αποτραπεί τυχόν κίνδυνος αποξένωσής τους. Εξάλλου και η ίδια η ενάγουσα – εναγομένη με τη δηλωθείσα στην προαναφερθείσα συμβολαιογραφική πράξη αναγνώρισης του τέκνου συμφωνία περί της από κοινού με τον ενάγοντα – εναγόμενο ανάληψης της επιμέλειας του ως άνω τέκνου τους, εμμέσως αναγνώρισε αφενός ότι το συμφέρον αυτού επιτάσσει η επιμέλειά του να γίνεται από αμφότερους τους γονείς, αφετέρου την καταλληλότητα του ενάγοντος – εναγομένου να επιμελείται του προσώπου του υιού τους, αλλά και να συνασκεί τη γονική του μέριμνα.

Στη συνέχεια, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι το ανήλικο ως άνω τέκνο των διαδίκων, ηλικίας κατά την άσκηση της αγωγής, περίπου 3 ετών, διαμένει με την ενάγουσα – εναγομένη  μητέρα του και τους γονείς της τελευταίας στην ιδιόκτητη οικία τους ως προαναφέρθηκε και ως εκ τούτου δεν επιβαρύνεται με δαπάνες στέγασης. Η ενάγουσα – εναγομένη μητέρα του μάλιστα, καλύπτει και τις συναφείς κοινόχρηστες και λειτουργικές δαπάνες της κατοικίας (θέρμανση, ύδρευση, ηλεκτρικό ρεύμα), που αναλογούν σ΄αυτόν (ανήλικο),στον οποίο προσφέρει επίσης και τις προσωπικές της υπηρεσίες στην ανατροφή και περιποίησή του. Οι λοιπές δε δαπάνες τροφής, ένδυσης, εκπαίδευσης, ψυχαγωγίας και παραθερισμού είναι οι συνήθεις δαπάνες παιδιού της αυτής με το ανήλικο ηλικίας. Περαιτέρω, από τα ίδια, όπως παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία, προκύπτει ότι το ως άνω ανήλικο τέκνο των διαδίκων δεν έχει περιουσία και εισοδήματα και λόγω της ηλικίας της και των αναγκών της εκπαίδευσής της δεν μπορεί να εργαστεί. Επομένως αυτό διατηρεί  καταρχήν νόμιμη αξίωση διατροφής έναντι των γονέων του κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ανάλογα με τις οικονομικές δυνάμεις του καθενός. Εξάλλου, η ενάγουσα – εναγομένη ηλικίας 28 ετών, διαμένει ως αναφέρθηκε σε ιδιόκτητη οικία των γονέων της και δεν επιβαρύνεται με μίσθωμα, παρά μόνο με την αναλογία της στις κοινόχρηστες δαπάνες και στις δαπάνες για λογαριασμούς κοινής ωφέλειας της οικίας αυτής, είναι δε σπουδάστρια του Τμήματος Τεχνολόγων Περιβάλλοντος στο Τ.Ε.Ι. Ιονίων Νήσων, πλην όμως προέκυψε ότι δεν μεταβαίνει στη σχολή της, όπου τυπικά είναι εγγεγραμμένη και δεν παρακολουθεί μαθήματα και δεν εργάζεται, αλλά προς το παρόν είναι πλήρως επιφορτισμένη με τη φροντίδα και την ανατροφή του ανηλίκου τέκνου της, την οποία έχει αναλάβει αποκλειστικά αφού δεν έχει τη συστηματική βοήθεια τρίτου προσώπου που θα μπορούσε να αναλάβει τη φροντίδα του τέκνου για να μπορεί αυτή να απουσιάζει για κάποιες ώρες από το σπίτι, έστω και για μερική απασχόληση, δεδομένου ότι ο πατέρας της εργάζεται, η δε μητέρα της φροντίζει στενό συγγενικό πρόσωπο μεγάλης ηλικίας με σοβαρά προβλήματα υγείας σε άλλη οικία, οπότε αντικειμενικά δεν υφίσταται προς το παρόν  τέτοια δυνατότητα. Η ενάγουσα – εναγομένη είναι ψιλή κυρία κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου μίας εξοχικής ισόγειας κατοικίας στην …………. Αττικής, εμβαδού 68 τμ, πλέον βοηθητικών χώρων 32 τμ, η οποία αποτελεί απρόσοδη περιουσία πλην όμως λαμβάνεται υπόψη ως στοιχείο για τον καθορισμό της αναλογίας συμβολής της στην υποχρέωσή της για διατροφή του ανηλίκου τέκνου της. Άλλα εισοδήματα ή περιουσιακά στοιχεία από οποιαδήποτε άλλη πηγή δεν αποδείχθηκε ότι έχει η ενάγουσα, ούτε όμως βαρύνεται αυτή  κατά νόμο με την υποχρέωση διατροφής άλλων προσώπων πλην του ανηλίκου ως άνω τέκνου της και επιμελείται η ίδια για την ανατροφή του αυτοπροσώπως παρέχοντας σ΄αυτό κάθε είδους εξυπηρέτηση και φροντίδες που, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, συνδέονται με τη συνοίκηση, την ανατροφή και τη φροντίδα του ανηλίκου και είναι αποτιμητές σε χρήμα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων – εναγόμενος, ηλικίας 42 ετών, διατηρεί ατομική επιχείρηση σχολής οδηγών στο Δήμο Νίκαιας επί της οδού … αρ….., στην οποία (επιχείρηση) ανήκουν ένα ΙΧΕ αυτοκίνητο με αριθμ.κυκλ. …….. μάρκας FORD FIESTA και το με αριθμ.κυκλ. ……….. μηχανάκι 120 κ.εκ., και τα μηνιαία εισοδήματά του από την ανωτέρω επαγγελματική του δραστηριότητα ανέρχονται σε ποσό όχι κατώτερο των 1.000 ευρώ κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, χωρίς τούτο να αναιρείται από τα αναφερόμενα ποσά στα προσκομιζόμενα από τον ίδιο εκκαθαριστικά σημειώματα και λοιπά φορολογικά έγγραφα, καθόσον δεν αποτελούν  ασφαλές προσδιοριστικό κριτήριο για τα εισοδήματά του χωρίς να έχει προηγηθεί έλεγχος των φορολογικών αρχών (ΕφΛαρ 106/2013 αδημ., ΕφΠατρ 562/2002 ΑχΝομ 2003. 200).Ο ενάγων – εναγόμενος διαμένει σε ιδιόκτητο διαμέρισμα εμβαδού 80 τ.μ., που βρίσκεται στο Κερατσίνι Αττικής επί της οδού ………….,μαζί με τους γονείς και την αδελφή του και δεν επιβαρύνεται έτσι με δαπάνη μισθώματος παρά μόνο με την αναλογία του στις κοινόχρηστες δαπάνες και τα λειτουργικά έξοδα (ΔΕΗ,ΕΥΔΑΠ, κλπ) της εν λόγω κατοικίας, ενώ έχει στην κυριότητά του μία μη ηλεκτροδοτούμενη αποθήκη στη Σαλαμίνα επί της οδού ………… και ένα βοσκοτόπι – μη καλλιεργήσιμη έκταση, επίσης στην Σαλαμίνα, στη θέση                   « …» που δεν του αποφέρουν κάποιο εισόδημα, πλην όμως η απρόσοδη περιουσία λαμβάνεται υπόψη ως στοιχείο για τον καθορισμό της αναλογίας συμβολής κάθε γονέα στην υποχρέωση τους για διατροφή των ανηλίκων τέκνων τους (ΑΠ 1206/ 2008 , ΜονΕφΠειρ 454/ 2016, ΝΟΜΟΣ). Άλλα εισοδήματα ή περιουσιακά στοιχεία από οποιαδήποτε άλλη πηγή δεν αποδείχθηκε ότι έχει ο ενάγων, ούτε όμως βαρύνεται αυτός   κατά νόμο με την υποχρέωση διατροφής άλλων προσώπων πλην του ανηλίκου ως άνω τέκνου του. Πέραν των ανωτέρω ο εναγόμενος δεν αντιμετωπίζει άλλες ιδιαίτερες δαπάνες, πλην των συνηθισμένων για τη διατροφή και τη συντήρησή του, ούτε χρήζει κάποιας εξειδικευμένης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.

Με βάση τις προαναφερόμενες οικονομικές δυνατότητες των διαδίκων και τις περιστάσεις υπό τις οποίες διατελούν, λαμβανομένων υπόψη και των διδαγμάτων της κοινής πείρας, η ανάλογη μηνιαία διατροφή, η οποία προσδιορίζεται από τις ανάγκες του άνω τέκνου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του και περιλαμβάνονται όλα τα απαραίτητα για τη συντήρηση και ανατροφή του έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των αναγκών διατροφής, ένδυσης, υπόδησης, ατομικής ψυχαγωγίας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, ανέρχεται, για το επίδικο χρονικό διάστημα στο ποσό των 350,00  ευρώ μηνιαίως, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και η, συνεπεία της εκεί διαβιώσεώς του, προκύπτουσα επιβάρυνση των λειτουργικών εξόδων της κατοικίας όπου διαμένει, τα οποία φέρει η ενάγουσα μητέρα του, ενώ συνυπολογίζονται και οι αποτιμώμενες σε χρήμα, συναφείς με την περιποίηση και φροντίδα του προσώπου του, υπηρεσίες, των οποίων έχει ανάγκη για την ανατροφή του και του προσφέρονται απ΄αυτήν (ενάγουσα). Από το ποσό αυτό ο εναγόμενος πατέρας βάσει των προαναφερόμενων οικονομικών του δυνατοτήτων, είναι σε θέση να καταβάλει το ποσό των 280,00 ευρώ μηνιαίως ως συμμετοχή στην ανάλογη διατροφή αυτού, ενώ κατά το υπόλοιπο ποσό συμμετέχει η ενάγουσα κυρίως με την προσφορά της προσωπικής της εργασίας και απασχόλησης για την περιποίηση και φροντίδα του, η οποία είναι αποτιμητή σε χρήμα. Το εν λόγω ποσό μπορεί να καταβάλει ο εναγόμενος για το επίδικο χρονικό διάστημα χωρίς να διακινδυνεύει η δική του διατροφή, απορριπτομένου ως κατ΄ουσίαν αβάσιμου του σχετικού προβαλλομένου από τον εναγόμενο, ισχυρισμού, κατ΄άρθρο 1487 του ΑΚ περί διακινδύνευσης της ιδίας αυτού διατροφής και παραπομπής στην ενάγουσα μητέρα του ανηλίκου τέκνου ως προς τη διατροφή του τελευταίου, δεδομένου ότι προϋπόθεση για την ευδοκίμηση της εν λόγω ένστασης αποτελεί η αδυναμία του εναγομένου να καταβάλλει την οφειλόμενη διατροφή λόγω διακινδύνευσης της δικής του διατροφής (ΑΠ 676/ 2000, ΕφΠειρ 570/2014, ΕφΘεσ 1439/2005, ΝΟΜΟΣ). Σημειώνεται δε ότι το Δικαστήριο προβαίνει στον παραπάνω επιμερισμό του ποσού της καθορισθείσας διατροφής για τον ανήλικο μεταξύ των γονέων του, αφού με την αγωγή ζητείται να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλλει το ποσό της συμμετοχής του στη διατροφή αυτού (ανηλίκου), μετά την αφαίρεση της συμμετοχής σ΄αυτήν της μητέρας του (ΕφΠειρ 432/ 2016, ΝΟΜΟΣ).

Συνεπώς, λόγω και του προδήλου εννόμου συμφέροντος του ενάγοντος και απορριπτομένου ως κατ΄ουσίαν αβάσιμου του ισχυρισμού της εναγομένης περί καταχρηστικής άσκησης της κρινόμενης πρώτης αγωγής του, αφού δεν αποδείχθηκε ο αναφερόμενος στις προτάσεις της εναγομένης σκοπός του (ενάγοντος) για άσκηση πίεσης και μόνο με την εν λόγω αγωγή ενόψει της επίδικης διατροφικής αξίωσης που ασκεί η ίδια (εναγομένη) για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου τους, ώστε η άσκηση του ένδικου δικαιώματος εκ μέρους του ενάγοντος να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλουν τα άρθρα 281 και 116 του ΚΠολΔ, γενομένης δεκτής ως ουσιαστικά βάσιμης της ανωτέρω αγωγής εν μέρει κατά το υπό στοιχ.α΄ κύριο αίτημά της και στο σύνολό της ως προς το επικουρικό αίτημα αυτής, πρέπει να αναγνωριστεί ότι ο ενάγων έχει από κοινού με την εναγομένη τη γονική μέριμνα του ως άνω ανηλίκου τέκνου τους και να ανατεθεί στον ίδιο (ενάγοντα) η άσκηση της γονικής μέριμνας αυτού (τέκνου), από κοινού με την εναγομένη, η δε δεύτερη (υπό στοιχ.Β΄ αγωγή) πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη και να ανατεθεί οριστικά και αποκλειστικά στην ενάγουσα η άσκηση της επιμέλειας του προσώπου του ανηλίκου ως άνω τέκνου της και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλλει στην ίδια (ενάγουσα) με την ιδιότητά της ως ασκούσα αποκλειστικά την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου τους και για λογαριασμό του, μηνιαία τακτική διατροφή ποσού 280,00 ευρώ για το χρονικό διάστημα δύο ετών από την επίδοση της ένδικης αγωγής, προκαταβαλλόμενη την πρώτη ημέρα κάθε μήνα, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας παροχής μέχρι την εξόφληση. Επίσης πρέπει να διαταχθεί αυτεπαγγέλτως η απόδοση του ως άνω ανηλίκου τέκνου των διαδίκων  στη μητέρα του, στην οποία ανατίθεται η επιμέλεια, με την απειλή σε βάρος του εναγομένου χρηματικής ποινής, υπέρ της ενάγουσας, και προσωπικής κράτησης για κάθε τυχόν παραβίαση της ανωτέρω διάταξης, κατά τα άρθρα 613 και 950 παρ.1 του ΚΠολΔ.

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα – εναγομένη στις 3-8-2018 προέβη στην ονοματοδοσία του ως ανω ανηλίκου τέκνου της, δίνοντας μονομερώς σ΄αυτό το όνομα «…………….», το οποίο και επέβαλε ακολούθως, χωρίς να έχει την προς τούτο σύμφωνη γνώμη του ενάγοντος – εναγομένου πατέρα του τέκνου. Εφόσον δε, υπάρχει ασυμφωνία των διαδίκων ως προς το όνομα που έπρεπε να δοθεί στο ως άνω ανήλικο τέκνο τους, το συμφέρον αυτού (ανηλίκου) το οποίο και μόνο αποτελεί κριτήριο επιλογής ονόματος, ανεξάρτητα από τις επιθυμίες και τις προηγηθείσες συμφωνίες των γονέων, επιβάλλει, αφού αναγνωρισθεί η ακυρότητα της προαναφερόμενης ονοματοδοσίας του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων με το όνομα «…….», ως πράξης γονικής μέριμνας που έγινε μονομερώς από την εναγομένη, χωρίς συναπόφαση των διαδίκων, κατά παράβαση του άρθρου 15 του Ν.1438/ 1984, που αντικατέστησε το άρθρο 25 του Ν. 344/1976, και ενώ ο ενάγων είχε αποκτήσει κατά τα προεκτεθέντα τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου του με την εκούσια αναγνώριση αυτού , να αρθεί αυτή η ασυμφωνία τους ως προς το δοτέο όνομα, κατά τα εκτιθέμενα και στην προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι το συμφέρον του ανηλίκου υιού των διαδίκων, αναφορικά με την ονοματοδοσία του, υπαγορεύει την επιλογή ονόματος, το οποίο θα διευκολύνει την ομαλή ενσωμάτωσή του στο οικογενειακό και κοινωνικό του περιβάλλον και θα τελεί σε αρμονία με τις παραδοσιακές αρχές και αξίες της οικογενειακής ζωής, οι οποίες κατοχυρώνονται και προστατεύονται συνταγματικά (άρθρο 21 παρ.1 του Συντάγματος), λαμβανομένης υπόψη και της ήδη διαμορφωθείσας κατάστασης στο οικογενειακό περιβάλλον της μητέρας του, με την οποία κατοικεί. Συνεπώς, το όνομα που επιλέγεται με βάση τα ανωτέρω κριτήρια είναι ο συνδυασμός ονομάτων «…………..» και τούτο διότι το εν λόγω σύνθετο όνομα, το οποίο αποτελεί συνδυασμό των ονομάτων των παππούδων του τέκνου και από τις δύο πλευρές, κρίνεται από το Δικαστήριο ως αυτό που αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού και με δεδομένο ότι δεν θα αποκτηθεί από τους διαδίκους άλλο τέκνο, το μοναδικό τους αυτό τέκνο θα συγκεντρώσει έτσι την εύνοια και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον όλης της οικογένειας, τόσο της πατρικής όσο και της μητρικής, προς άμβλυνση των μεταξύ των διαδίκων και του οικογενειακού περιβάλλοντος καθενός από αυτούς αντιπαραθέσεων και προστριβών και προς εξομάλυνση των σχέσεων των διαδίκων γονέων του, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την απαιτούμενη συνεργασία τους σε σχέση με το πρόσωπο του υιού τους, γεγονός που θα είναι ιδιαίτερα επωφελές για την ομαλή ψυχοσωματική του ανάπτυξη. Εξάλλου, το όνομα « …….» είναι το όνομα του προγόνου του από την πατρική πλευρά, γεγονός που ανταποκρίνεται στα ήθη και στα έθιμα που επικρατούν στην ελληνική κοινωνία να τιμώνται οι ανιόντες της πατρικής γραμμής μέχρι και σήμερα και θα βοηθήσει στην εμπέδωση σχέσεων αγάπης και τρυφερότητας με τους γονείς του ενάγοντος πατέρα του τέκνου, με τους οποίους η μητέρα βρίσκεται σε αντιδικία, ενώ το έτερο όνομα «…….» είναι το όνομα του παππού από τη μητρική πλευρά, που η μητέρα επιθυμεί. Σημειώνεται δε ότι το Δικαστήριο κρίνει ότι ο παραπάνω συνδυασμός ονομάτων δεν θα προκαλέσει στο τέκνο των διαδίκων οιαδήποτε ψυχική επιβάρυνση ή σύγχυση, καθόσον αυτό βρίσκεται σε νηπιακή ηλικία και θα είναι ευχερής η προσαρμογή του στο νέο όνομα, το οποίο άλλωστε δεν θα αλλάξει ριζικά, αλλά θα προστεθεί μόνο το όνομα και του άλλου παππού του (τέκνου), λαμβανομένου δε υπόψη και του γεγονότος ότι πολλά τέκνα έχουν ως κύριο όνομα συνδυασμό ονομάτων και εναπόκειται πλέον στους διαδίκους γονείς του να ασκήσουν το λειτουργικό τους ρόλο με ωριμότητα αποκλειστικά και μόνο προς το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου τους.

Επομένως, η ένδικη πρώτη (υπό στοιχ. Α΄) αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη κατά το υπό στοιχ.β’ επικουρικό της αίτημα, να αρθεί η διαφωνία των διαδίκων γονέων ως προς το δοτέο όνομα στο τέκνο τους και να οριστεί ως δοτέο όνομα του ανηλίκου υιού των διαδίκων το όνομα «………………….».

Συνακόλουθα, μετά τις ανωτέρω παραδοχές, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε τα ίδια ως προς τις υπό κρίση αγωγές, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε όλες τις ανωτέρω νομικές διατάξεις και ορθά, επίσης, εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς πρέπει  να απορριφθούν οι λόγοι έφεσης και αντέφεσης αντίστοιχα καθώς και η υπό κρίση έφεση και κρινόμενη αντέφεση ως αβάσιμες στο σύνολό τους.

Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων λόγω της εκατέρωθεν ήττας τους (αρθρ.176, 178, 183, 191 §2 ΚΠολΔ), αλλά και λόγω του ότι ως προς την αιτούμενη διατροφή, πρόκειται για διαφορά μεταξύ γονέων και τέκνων (άρθρα 179 εδαφ.α΄ και 183 ΚΠολΔ). Επίσης, μολονότι η έφεση και η αντέφεση απορρίφθηκαν ως ουσιαστικά αβάσιμες και θα έπρεπε κατ’ άρθρο 495 του ΚΠολΔ, να διαταχθεί η εισαγωγή των προκατατεθέντων, για την άσκησή τους, παραβόλων, ποσού 100,00 ευρώ αντίστοιχα στο Δημόσιο Ταμείο, επειδή στην κρινόμενη περίπτωση, δεν υφίστατο υποχρέωση για κατάθεση παράβολου, αφού επρόκειτο για διαφορά εκ του άρθρου 592 αριθ. 3 του ΚΠολΔ (βλ. το άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά τους ν. 4335/2015 και ν. 4446/2016, πρέπει δε να σημειωθεί ότι τέτοια υποχρέωση δεν υφίστατο ούτε και με την ισχύ του προγενέστερου ν.4055/2012, αφού εξαιρούνταν οι υποθέσεις του άρθρου 681Β του ΚΠολΔ),θα πρέπει να διαταχθεί η απόδοση των κατατεθέντων για την άσκησή τους παραβόλων, στην εκκαλούσα και στον αντεκκαλούντα αντίστοιχα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων : α) την από 01-07-2020 (υπ΄αριθ.καταθ. …/ 2020) έφεση και β) την από  02-02-2021 (υπ΄αριθ. καταθ. …./ 2021) δι΄αυτοτελούς δικογράφου ασκηθείσα αντέφεση, κατά της υπ΄αριθμ.1035/ 2020  οριστικής απόφασης  του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση).

Δέχεται την έφεση και την αντέφεση τυπικά και απορρίπτει αυτές κατ΄ουσίαν.

Συμψηφίζει ολικά μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά τους έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας. ΚΑΙ

Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα και στον αντεκκαλούντα των ε- παραβόλων άσκησης έφεσης και αντέφεσης που κατέθεσαν αυτοί, με κωδικούς : …./2020 ποσού εκατό  (100,00) ευρώ και  ……. 0402 0071/2021 ποσού εκατό (100,00) ευρώ, αντίστοιχα.

Κρίθηκε κι αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις   26 Μαΐου 2023.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριό του στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 26 Μαΐου 2023, με άλλη σύνθεση, λόγω αποσπάσεως και αναχωρήσεως της Δικαστού Παρασκευής Μπερσή, αποτελούμενη από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης  Ιωάννη Αποστολόπουλο, Πρόεδρο Εφετών και με την ίδια Γραμματέα χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ