Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 310/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αριθμός: 310/2023

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Σοφία Καλούδη και Νικόλαο Κουτρούμπα, Εισηγητή, Εφέτες και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

Ι. Εκκαλούντων: 1) …………..ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..», νομίμως εκπροσωπούμενης, με ΑΦΜ ………, 2) ………………, 3) …………………., οι οποίοι άπαντες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, Ανδρέα Μπακρώζη

Εφεσίβλητης: ……….. ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……….», νομίμως εκπροσωπούμενης, με ΑΦΜ …………, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΙΙ. Αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………» και τον διακριτικό τίτλο “………….”, πρώην με την επωνυμία «…………» (…………….) και διακριτικό τίτλο «…………” (………….), η οποία εδρεύει ………………, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με τον νόμο 4354/2015, δυνάμει της με αριθμ. 220/1/13.03.2017 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων [υπ’ αριθ. 880/16.3.2017 ΦΕΚ (τ. Β’)], η οποία ενεργεί με την ιδιότητα της ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου, διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “…………..” (………….), που εδρεύει στην …….., οδός …………..με αριθμό μητρώου …………, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, όπως η εν λόγω αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» (ΑΦΜ ………. Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ ΑΘΗΝΩΝ), κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3156/2003 και η οποία (προσθέτως παρεμβαίνουσα) εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Σπυρίδωνα Κολιγλιάτη,

Υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στην Αθήνα (………) με ΑΦΜ …………, Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών (Γ.Ε.ΜΗ ………), νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο,

Καθ’ ων η πρόσθετη παρέμβαση: 1) ………..ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……….», νομίμως εκπροσωπούμενης, με ΑΦΜ ………., 2) ……….., 3) ……….., οι οποίοι άπαντες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, Ανδρέα Μπακρώζη

Οι εκκαλούντες είχαν ασκήσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά της ήδη εφεσίβλητης την από 14-11-2017 (με Γ.Α.Κ. …/2017 και Ε.Α.Κ. …./2017) ανακοπή κατά της υπ’ αριθ. 328/2017 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε την 1572/2019 απόφασή του με την οποία κηρύχθηκε καθ’ ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση να δικασθεί ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο εξέδωσε την 2606/2020 οριστική απόφασή του (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών), με την οποία δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε την ανακοπή.

Την αμέσως παραπάνω απόφαση προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες με την από 19.4.2021 έφεσή τους που κατέθεσαν στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά στις 20.4.2021, με Γ.Α.Κ. …./2021 και με Ε.Α.Κ. …../2021. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως για προσδιορισμό δικασίμου κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της εφεσίβλητης, …….., στις 16.7.2021 με Γ.Α.Κ. …./2021  και Ε.Α.Κ. …../2021, οπότε δικάσιμος ορίστηκε για τη συζήτηση της έφεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η 19.5.2022, από την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε για την  αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.

Επίσης, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “………………..”, υπό την ιδιότητά της που αναφέρεται πιο πάνω άσκησε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου υπέρ της εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία “……………..” και κατά των εκκαλούντων στην παραπάνω έφεση, την από 18.5.2022 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, την οποία κατέθεσε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 20.5.2022, με Γ.Α.Κ. …../2022 και Ε.Α.Κ. …./2022 και δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.

Η παραπάνω έφεση και η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και συζητήθηκαν.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των εκκαλούντων- καθ’ ων η πρόσθετη παρέμβαση και της προσθέτως παρεμβαίνουσας, αφού έλαβαν τον λόγο, αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εισάγονται προς εκδίκαση: α) η από 19.4.2021 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2021 και Ε.Α.Κ. …/2021 και για προσδιορισμό δικασίμου στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2021 και Ε.Α.Κ. …./2021) έφεση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..», του ……….. και της ………… κατά της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας «……….» προς εξαφάνιση της 2606/2020 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) που δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων απέρριψε την από 14.11.2017 (με Γ.Α.Κ. …./2017 και Ε.Α.Κ. …../2017) ανακοπή των νυν εκκαλούντων κατά της ………. διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, μετ’ αναβολή ορισθείσα (η έφεση) από το πινάκιο κατά τις διατάξεις των άρθρων 226 παρ.4 και 498 παρ.2 ΚΠολΔ για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και β) η από 18.5.2022 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2022 και Ε.Α.Κ. …/2022) αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση κατ’ άρθρο 83 ΚΠολΔ της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………» (με διακριτικό τίτλο “…….”), αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με τον νόμο 4354/2015, η οποία ενεργεί ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος, διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής, με έδρα την ………, εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “…………”, ειδικής διαδόχου της «…………», κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3156/2003, υπέρ της εφεσίβλητης «………..» και κατά των εκκαλούντων στην αμέσως παραπάνω έφεση, οι οποίες (έφεση και πρόσθετη παρέμβαση) πρέπει να συνεκδικασθούν, λόγω της συνάφειάς τους, αφού αφορούν στην ίδια προσβαλλομένη απόφαση, υπάγονται στην ίδια ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και με τη συνεκδίκαση τους διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 80 επ., 246 και 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

Κατά την εκφώνηση της παραπάνω εφέσεως και της πρόσθετης παρέμβασης από τη σειρά τους στο οικείο πινάκιο δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, αλλά ήταν απούσα η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία «……………» τόσο ως εφεσίβλητη, όσο και ως υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση. Από την προσκομιζόμενη από τους εκκαλούντες συνημμένη στο εφετήριο από 16.7.2021 έκθεση κατάθεσης του δικογράφου της ένδικης έφεσης στη γραμματεία του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου και πράξη ορισμού συζήτησης στην αρχική δικάσιμο της 19.5.2022, αποδεικνύεται ότι του προσδιορισμού δικασίμου επιμελήθηκε η εφεσίβλητη, καθώς ο πληρεξούσιος δικηγόρος της στον πρώτο βαθμό, ……… ήταν αυτός που προέβη στη σχετική πράξη κατάθεσης και προσδιορισμού. Περαιτέρω, από το προσκομιζόμενο από τους εκκαλούντες αντίγραφο της ένδικης εφέσεως προκύπτει ότι αυτό φέρει τη σφραγίδα του ως άνω πληρεξούσιου δικηγόρου της εφεσίβλητης, καθώς και την επισημείωση της δικ. επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, ……… ότι το σχετικό δικόγραφο επιδόθηκε στις 19.10.2021 και ώρα 11.01. Ως εκ τούτου, αναφορικά με τη συζήτηση της ένδικης εφέσεως προκύπτει ότι αυτή επισπεύσθηκε στην αρχική δικάσιμο από την εφεσίβλητη τράπεζα, η δε αναβολή της εφέσεως από το πινάκιο για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο ισχύει πλασματικά ως κλήτευση όλων των διαδίκων κατ’ άρθρο 226 παρ.4 ΚΠολΔ, οπότε παραδεκτά συζητείται η έφεση. Εξάλλου, από την προσκομιζόμενη σε ακριβές αντίγραφο από την προσθέτως παρεμβαίνουσα υπ’ αριθ. ……/24.5.2022 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά ………. αποδεικνύεται ότι επικυρωμένο αντίγραφο της ως άνω από 18.5.2022 εκούσιας αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης επιδόθηκε στην υπέρ ης η παρέμβαση εφεσίβλητη τράπεζα νόμιμα κι εμπρόθεσμα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 129 παρ.1 και 498 παρ.2 ΚΠολΔ και κλήθηκε να παραστεί στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο. Περαιτέρω, σχετικά με το αν νομιμοποιείται η ασκήσασα την πρόσθετη παρέμβαση εταιρία “……….” να ασκήσει υπέρ της εφεσίβλητης την φερόμενη ως αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, υπό την παραπάνω ιδιότητά της, κάτι που αμφισβητούν οι καθ’ ων η πρόσθετη παρέμβαση-εκκαλούντες και εάν επομένως σε καταφατική περίπτωση, η εφεσίβλητη εκπροσωπείται στην παρούσα δίκη από την προσθέτως παρεμβαίνουσα ως αναγκαία ομόδικος, πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Η προσθέτως παρεμβαίνουσα διαλαμβάνει σχετικά με το έννομο συμφέρον της να ασκήσει την ως άνω πρόσθετη παρέμβαση ότι μετά την άσκηση από τους νυν εκκαλούντες της ανακοπής κατά της υπ’ αριθ. ……./2017 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε με αίτηση της καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας και με την οποία υποχρεώθηκαν εκείνοι εις ολόκληρον ο καθένας να καταβάλουν στην τράπεζα οφειλή τους προς αυτή από την υπ’ αριθ. ……./11-2-2011 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό και την από 30.3.2012 πρόσθετη πράξη της, η πρώτη ανακόπτουσα ως πρωτοφειλέτρια και ο δεύτερος και η τρίτη ανακόπτοντες ως εγγυητές, η με έδρα την ….. εταιρεία ειδικού σκοπού “………….” (……….) κατέστη ειδική διάδοχος των ένδικων απαιτήσεων κατόπιν μεταβίβασης τους από την «………..» σε αυτή, μαζί με άλλες απαιτήσεις, στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις της ανωτέρω ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3156/2003, δυνάμει της από 17.12.2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, περίληψη της οποίας καταχωρίσθηκε αυθημερόν στα βιβλία του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο ….. και με αύξοντα αριθμό …. και όπως η δημοσίευση αυτή επαναλήφθηκε με την υπ’ αριθ. πρωτ. …./20-1-2022 δημοσίευση συμβάσεων του άρθρου 10 παρ.8 του ν. 3156/2003, καταχωρισθείσα στο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο …. με α.α. …… Ότι η διαχείριση των απαιτήσεων που μεταβιβάσθηκαν στην ως άνω εταιρεία ειδικού σκοπού ανατέθηκε αρχικά, την 17.12.2021, στην «………» δυνάμει της από 17.12.2021 «Σύμβασης Διαχείρισης Ενδιάμεσης Περιόδου» επιχειρηματικών απαιτήσεων, περίληψη της οποίας καταχωρίσθηκε νόμιμα την ίδια ημέρα στα βιβλία του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, πλην όμως ότι δυνάμει της από 4.2.2022 σύμβασης που συνήφθη μεταξύ άλλων, ανάμεσα στην εταιρεία ειδικού σκοπού “………..” (…….) και τον Διαχεριστή Ενδιάμεσης Περιόδου «…………..», δημοσιευθείσας την 4.2.2022 και καταχωρισθείσας στα δημόσια βιβλία του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών αυθημερόν, λύθηκε η ανωτέρω σύμβαση διαχείρισης ενδιάμεσης περιόδου. Ότι περαιτέρω, την 4.2.2022 διαχειριστής των απαιτήσεων που τιτλοποιήθηκαν κατέστη η προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρεία, αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με τον ν. 4354/2015, με την υπ’ αριθ. 220/1/13.3.2017 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων, δυνάμει της από 17.12.2021 σύμβασης μακροχρόνιας διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων κατ’ άρθρο 10 παρ. 14 και 16 του ν. 3156/2003, περίληψη της οποίας καταχωρίσθηκε νόμιμα αυθημερόν στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο …. με α.α. …. (άρθρο 10 παρ.16 του ν. 3156/2003) σε συνδυασμό με το από 17.12.2021 πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου Ιρλανδίας ………. Ότι συνεπεία των ανωτέρω, η ως άνω εταιρεία “…………”, ως μη δικαιούχος διάδικος και διαχειρίστρια των προαναφερόμενων απαιτήσεων, μεταξύ των οποίων και των ένδικων, έχει έννομο συμφέρον να παρέμβει αυτοτελώς υπέρ της αρχικής διαδίκου τράπεζας, προς απόρριψη της εφέσεως, με δεδομένο ότι η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί, το δεδικασμένο αυτής, η εκτελεστότητα και η τυχόν διαπλαστική ενέργεια αυτής καταλαμβάνουν και τον ειδικό διάδοχο μετά την εκκρεμοδικία, δηλαδή την εταιρεία “………” (…………..) κατά τα άρθρα 81, 225, 325 και 919 ΚΠολΔ. Οι καθ’ ων η πρόσθετη παρέμβαση-εκκαλούντες προβάλλουν τον ισχυρισμό περί έλλειψης νομιμοποίησης της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων και πράξεων εκτέλεσης. Ότι ειδικότερα η ως άνω προσθέτως παρεμβαίνουσα ομολογεί ότι ενεργεί ως διαχειρίστρια απαιτήσεων της προαναφερόμενης αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού, η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της εφεσίβλητης και απέκτησε τις ένδικες απαιτήσεις, με βάση τις διατάξεις του ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση απαιτήσεων. Ότι ωστόσο ο ν. 3156/2003 δεν απονέμει στην εταιρία διαχείρισης την ιδιότητα του κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενου διαδίκου (μη δικαιούχου), όπως ρητά πράττει για τις εταιρίες διαχειρίσεως του ν. 4354/2015 στο άρθρο 2 παρ.4 αυτού. Ότι ειδικότερα με την τελευταία αυτή διάταξη ιδρύεται μια κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση, βάσει της οποίας οι εταιρίες διαχειρίσεως απαιτήσεων εκ δανείων και πιστώσεων (Ε.Δ.Α.Π.Δ.) νομιμοποιούνται να ενεργούν διαδικαστικές πράξεις αντί της δικαιούχου της απαίτησης, δηλαδή των Ε.Α.Α.Δ.Π., που μετά την κατ’ άρθρο 3 του ν. 4354/2015 κτήση των δανειακών απαιτήσεων με εκχώρηση από την αντίστοιχη (εκχωρήτρια) τράπεζα καθίστανται ειδικοί διάδοχοι της τράπεζας (εν προκειμένω η με έδρα την …………. εταιρεία “…………… Ότι αντίθετα από την παράγραφο 14 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 καθίσταται σαφές ότι οι προβλεπόμενες εκεί εταιρείες (όπως τέτοια είναι η νυν προσθέτως παρεμβαίνουσα “……………”) ενεργούν πράξεις διαχειρίσεως ως αντιπρόσωποι και για λογαριασμό της εταιρείας ειδικού σκοπού (αποκτήσεως), με σκοπό την είσπραξη, χωρίς να απονέμεται σε αυτές όμως η ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διάδικου, έστω και έμμεσα χωρίς πανηγυρική διατύπωση, ώστε ως μη δικαιούχος διάδικος, κατά παραχώρηση του νομοθέτη, να μπορούν να ασκούν αγωγές και άλλα ένδικα βοηθήματα ενώπιον των δικαστηρίων για τα δικαιώματα της εταιρείας αποκτήσεως, αιτούμενες έννομη προστασία στο όνομά τους. Ότι οι διατάξεις του ν. 4354/2015 για την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση (ως μη δικαιούχων διαδίκων) των εταιρειών διαχείρισης δανείων δεν μπορούν να εφαρμοστούν αναλογικώς και επί των εταιρειών διαχείρισης του ν. 3156/2003, διότι η εταιρεία διαχείρισης του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 αναλαμβάνει με σύμβαση εντολής τη διαχείριση των αποκτώμενων απαιτήσεων χωρίς, όπως προειπώθηκε, να έχει ορισθεί εκ του νόμου μη δικαιούχος, κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενος, διάδικος και επομένως δεν νομιμοποιείται να ενεργεί διαδικαστικές πράξεις για λογαριασμό της εντολέως της εταιρείας, ούτε η μεταξύ τους σύμβαση και η παροχή πληρεξουσιότητας μπορεί να καθιδρύσει κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση. Ότι πρόκειται για διαφορετικές νομοθετικές ρυθμίσεις που εξακολουθούν να ισχύουν παράλληλα για τις μεταβιβάσεις απαιτήσεων που γίνονται με τους δικούς τους όρους και διαδικασία και με τον ν. 4354/2015 δεν καταργήθηκε η καθιερωθείσα με το ν. 3156/2003 δυνατότητα αποκτήσεως και διαχειρίσεως επιχειρηματικών δανείων κλπ με τιτλοποίηση αλλά η σχετική ρύθμιση συνεχίζει ισχύουσα παράλληλα με το δικό της όμως νομοθετικό πλαίσιο (βλ. ΑΠ 822/2022). Ότι για τον λόγο αυτό πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη ελλείψει νομιμοποιήσεως η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση που άσκησε η νυν προσθέτως παρεμβαίνουσα, που η λειτουργία της διεπόταν από τις διατάξεις του ν. 3156/2003.

Ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του ν. 3156/2003 “Ομολογιακά δάνεια, Τιτλοποίηση απαιτήσεων από ακίνητα κλπ”, για τους σκοπούς του νόμου αυτού, τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: α) από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή β) από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Ως “ιδιωτική τοποθέτηση” θεωρείται η διάθεση των ομολογιών σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα. “Μεταβιβάζων”, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, μπορεί να είναι έμπορος με εγκατάσταση στην Ελλάδα και “αποκτών” μόνο νομικό πρόσωπο – ανώνυμη εταιρία – με σκοπό την απόκτηση και την τιτλοποίηση των απαιτήσεων (Εταιρία Ειδικού Σκοπού, σύμφωνα με την ορολογία που έχει επικρατήσει διεθνώς). Η εταιρία καταβάλλει το τίμημα και “τιτλοποιεί” τις απαιτήσεις εκδίδοντας αξιόγραφα, “ομολογίες”, ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 100.000 € η κάθε μία (βλ. παρ. 5 του άρθρου αυτού). Στην πιο απλή μορφή της, η τιτλοποίηση συνίσταται στην εκχώρηση (μεταβίβαση λόγω πωλήσεως) απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρίας προς μια άλλη εταιρία, η οποία έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Το τίμημα καταβάλλεται από το προϊόν της διάθεσης σε επενδυτές ομολογιών, στο πλαίσιο ομολογιακού δανείου, το οποίο η λήπτρια εταιρία εκδίδει για το σκοπό αυτό και το διαθέτει σε τρίτους (επενδυτές) και στη συνέχεια με το αντίτιμο των ομολόγων εξοφλεί το τίμημα της αγοράς. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. του ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού (παρ. 6). Η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (παρ. 8). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης και η μεταβίβαση αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την εταιρεία ειδικού σκοπού στον οφειλέτη (παρ. 9). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παρ. 1. Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161337/30-10-2003 – ΦΕΚ Β` 1688/2003 υπουργική απόφαση και ήδη με την 20783/09-11-2020 – ΦΕΚ Β` 4944/09-11-2020 – απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε, έως την ίδρυση τους με π.δ/γμα, ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Συνοπτικώς, τα στοιχεία που περιέχονται στο άνω έντυπο με την προκαθορισμένη μορφή είναι: α) τα στοιχεία των συμβαλλομένων, β) οι όροι της σύμβασης (λ.χ. νόμισμα και ποσό του τιμήματος της αγοράς), γ) ο τύπος των επιχειρηματικών απαιτήσεων, δ) το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, ε) τα στοιχεία των οφειλετών και οι παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές απαιτήσεις. Περαιτέρω, ο ως άνω νόμος προβλέπει ότι επί μιας τέτοιας μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων από Τράπεζα σε μία εταιρεία ειδικού σκοπού είναι δυνατό να ανατεθεί, με σύμβαση που συνάπτεται εγγράφως και σημειώνεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 (παρ. 16), η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα που παρέχει νομίμως υπηρεσίες, σύμφωνα με το σκοπό του, στον Ευρωπαϊκό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή και σε τρίτο, εφόσον ο τελευταίος είτε είναι εγγυητής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων είτε ήταν επιφορτισμένος με τη διαχείριση ή την είσπραξη των απαιτήσεων πριν τη μεταβίβασή τους στον αποκτώντα. Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού (απόκτησης) δεν εδρεύει στην Ελλάδα και οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις είναι απαιτήσεις κατά καταναλωτών πληρωτέες στην Ελλάδα, τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η διαχείριση πρέπει να έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα. Σε περίπτωση υποκατάστασης του διαχειριστή, ο υποκατάστατος ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον διαχειριστή” (παρ. 14). Εξάλλου, με τον ν. 4354/2015 “Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κλπ”, εισήχθησαν στην ελληνική έννομη τάξη δύο διακριτά εταιρικά σχήματα οι “εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις” (ΕΑΑΔΠ) και οι “εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις” (ΕΔΑΔΠ), οι οποίες δραστηριοποιούνται υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ προβλέπονται δύο νέα συμβατικά μορφώματα, η σύμβαση πώλησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και η σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Αμφότερα τα συμβατικά μορφώματα υπόκεινται σε σοβαρούς περιορισμούς, ως προς τον τύπο, τα πρόσωπα που δικαιούνται να συμβληθούν και το περιεχόμενό τους, που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 3 του άνω Ν. 4354/2015. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 β του Ν. 4354/2015, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4643/2019, η μεταβίβαση απαιτήσεων από πιστώσεις και δάνεια, που έχουν χορηγήσει ή χορηγούν πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, όπως και απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, πλην της περίπτωσης δ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του Ν. 4261/2014, μπορεί να λάβει χώρα μόνο λόγω πώλησης, δυνάμει σχετικής έγγραφης συμφωνίας, σύμφωνα και με τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 3, προς τους κατωτέρω, ως προς μεν τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα αποκλειστικά, ως προς δε τις εταιρείες προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας δυνητικά, ήτοι: αα) Ανώνυμες εταιρίες που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, εδρεύουν στην Ελλάδα και καταχωρίζονται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ), ββ) Εταιρίες που έχουν έδρα στον Ευρωπαϊκό Χώρο, που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και γγ) Εταιρίες που έχουν έδρα σε τρίτες χώρες, που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη διατάξεων της ενωσιακής νομοθεσίας, οι οποίες έχουν διακριτική ευχέρεια να εγκαθίστανται στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος, υπό την προϋπόθεση ότι η έδρα τους δεν βρίσκεται σε κράτος που έχει προνομιακό φορολογικό καθεστώς ή σε μη συνεργάσιμο κράτος. Συνεπώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 4354/2015, στη σύμβαση μεταβίβασης (πώλησης) απαιτήσεων από πιστώσεις και δάνεια που έχουν χορηγήσει πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να είναι, ως πωλητές μόνον πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα και ως αγοραστές μόνον ΕΑΑΔΠ (Εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 α του ως άνω Ν. 4354/2015, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του Ν. 4643/2019, η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που χορηγούνται ή έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, καθώς και των απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, εκτός των αναφερόμενων στην περίπτωση δ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του Ν. 4261/2014, ανατίθεται στους κατωτέρω, ως προς μεν τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα αποκλειστικά, ως προς δε τις εταιρείες προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας δυνητικά: ήτοι, αα) σε ανώνυμες εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, υπό την επιφύλαξη της παρ. 20, που εδρεύουν στην Ελλάδα και ββ) σε εταιρίες που εδρεύουν σε κράτος – μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, με την προϋπόθεση ότι έχουν εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος, με σκοπό τη διαχείριση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων της Οδηγίας 2013/36 (EEL 176/338/27-6-2013), καθώς και της Οδηγίας 2004/39 (EEL 145/2004) και της περίπτωσης δ` της παρούσας παραγράφου. Δηλαδή, στη σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις δύνανται να συμβάλλονται αφενός πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα ή ΕΑΑΔΠ (Εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) και αφετέρου ΕΔΑΔΠ (Εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις). Εξάλλου, οι ΕΔΑΔΠ (Εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) είναι ανώνυμες εταιρίες ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, που αποτελούν χρηματοδοτικά ιδρύματα, λαμβάνουν ειδική άδεια λειτουργίας από την ΤτΕ, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και εποπτεύονται, για τη συμμόρφωσή τους προς τις διατάξεις του παρόντος νόμου από την Τράπεζα της Ελλάδος (άρθρο 1 παρ. 1 περ. α`, όπως το δεύτερο εδάφιο της περ. α` αντικαταστάθηκε με το άρθρο 69 παρ. 1 του Ν. 4549/2018). Αντικείμενο της δραστηριότητάς τους ορίζεται η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που χορηγούνται ή έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα (καθώς και απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας) (άρθρο 1 παρ. α`), οι οποίες (απαιτήσεις) μπορεί να είναι είτε καθυστερούμενες είτε ενήμερες. Περαιτέρω, το άρθρο 2 παρ. 1- 3 του ν. 4354/2015, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 70 του Ν. 4389/2016, προβλέπει ότι στις Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, πλην του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (περίπτωση δ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του Ν. 4261/2014). Η παραπάνω ρύθμιση εισάγει διττό περιορισμό ως προς το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της, καθόσον, αφενός μεν εξουσιοδοτών (αναθέτων την διαχείριση) μπορεί να είναι μόνον πιστωτικό ίδρυμα ή ΕΑΑΔΠ (Εταιρεία απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις), αφετέρου δε διαχειριστής μπορεί να είναι μόνον ΕΔΑΔΠ (Εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) που έχει λάβει ειδική άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος (1 παρ. 1 α` Ν. 4354/2015). Επίσης, η πώληση και μεταβίβαση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα ρυθμίζεται στο άρθρο 3 του Ν. 4354/2015, και μπορεί να γίνει μόνον προς αδειοδοτημένη ΕΑΑΔΠ (Εταιρεία απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) (ή ανάλογη αλλοδαπή εταιρεία που έχει εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 παρ. 1 β` περιπτ. ββ και γγ Ν.4354/2015) και διέπονται (όπως και στις περιπτώσεις της μεταβίβασης απαιτήσεων με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση απαιτήσεων), η μεν πώληση από τις διατάξεις του άρθρου 513 επομ. ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επομ. ΑΚ (άρθρο 3 παρ. 1). Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 του Ν. 4354/2015, η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων προς τις Ε.Δ.Α.Δ.Π (Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις) υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο Ν. 4354/2015) και περιλαμβάνει, κατ` ελάχιστο περιεχόμενο, τα ακόλουθα: (α) τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης, (β) τις πράξεις της διαχείρισης, οι οποίες μπορεί να συνίστανται ιδίως στη νομική και λογιστική παρακολούθηση, την είσπραξη, τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες των προς διαχείριση απαιτήσεων και τη σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού κατά την έννοια των άρθρων 871 – 872 ΑΚ ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπισθεί με την υπ` αριθμ. 116/25.8.2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος κατ` εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013 και (γ) την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλίεται στον υπόχρεο καταβολής της απαίτησης. Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. γ του ν. 4354/2015, η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων είναι ισχυρή, μόνο εφόσον έχει υπογραφεί συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ εταιρίας απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων, που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά τον παρόντα νόμο από την Τράπεζα της Ελλάδος, τα δε δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες, λόγω πώλησης, απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α` 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης. Αμφότεροι οι ως άνω νόμοι 3156/2003 και 4354/2015 έχουν παραπλήσιο αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής, καθώς και οι δύο καθορίζουν τις προϋποθέσεις για την μεταβίβαση – πώληση των απαιτήσεων (ειδικά δε στην περίπτωση του Ν. 4354/2015 των τραπεζικών) από τους φορείς τους προς τρίτους, με τη διαφοροποίηση ότι στην περίπτωση του Ν. 3156/2003, μετά την πώληση ακολουθεί το στάδιο τη έκδοσης ομολογιών (της τιτλοποίησης) και ρυθμίζουν τη διαχείριση και είσπραξη των απαιτήσεων αυτών από εταιρείες διαχείρισης, ωστόσο ο Ν. 4354/2015 περιέχει πληρέστερο ρυθμιστικό πλαίσιο για το καθεστώς λειτουργίας των εταιρειών διαχείρισης, τόσο στο πεδίο του ουσιαστικού, όσο και στο πεδίο του δικονομικού δικαίου. Όπως προεκτέθηκε, στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων με σκοπό την τιτλοποίηση σύμφωνα με το ν. 3156/2003, στο άρθρο 10 παρ. 14 αυτού ορίζεται ότι η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των τιτλοποιημένων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται συμβατικά σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, στον ίδιο τον μεταβιβάζοντα ή σε τρίτο – εγγυητή με τις προϋποθέσεις που ειδικότερα ορίζονται σ` αυτή. Με τη διάταξη αυτή δεν παρέχεται ρητά στην εταιρεία διαχείρισης, η οποία, συμβαλλόμενη με την εταιρεία απόκτησης, αποκτά κατά το ουσιαστικό δίκαιο την εξουσία είσπραξης αλλότριας απαίτησης (ήτοι απαίτησης της εταιρείας απόκτησης), και η δικονομική εξουσία να εγείρει αγωγή και κάθε άλλο ένδικο βοήθημα για την είσπραξή της, με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, αιτούμενη έννομη προστασία στο όνομά της, όπως ρητά προβλέπεται τούτο για τις εταιρείες διαχείρισης στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 4354/2015, δυνάμει της οποίας ο νομοθέτης εξόπλισε τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων, στις οποίες ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων, με βάση το νόμο αυτό, και με τη δικονομική εξουσία να ενεργούν, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, στο όνομά τους, το σύνολο των αναγκαίων δικαστικών, αλλά και εξώδικων ενεργειών, προς είσπραξη των υπό την διαχείρισή τους απαιτήσεων. Η προβλεπόμενη από το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 εξαιρετική νομιμοποίηση της εταιρείας διαχείρισης ως μη δικαιούχου διαδίκου, διευκολύνει τις εταιρείες απόκτησης, οι οποίες συνήθως έχουν έδρα στην αλλοδαπή, καθώς απαλλάσσονται από το βάρος της διαχείρισης των απαιτήσεων αυτών και της επιμέλειας της δικαστικής επιδίωξής τους, αφού αυτή ασκείται αποκλειστικά από τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων (άρθρο 1 στοιχ. γ` Ν. 4354/2015), χωρίς να βλάπτει τα ουσιαστικά δικαιώματα των δανειοληπτών – καταναλωτών, οι οποίοι ασκούν τα δικαιώματά τους ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων κατά εταιρειών, οι οποίες έχουν λάβει ειδική άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος, που έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και οι οποίες εδρεύουν στην Ελλάδα και λειτουργούν εντός ενός συγκεκριμένου αυστηρού νομικού καθεστώτος εποπτευόμενες από την Τράπεζα της Ελλάδος. Ενόψει αυτών είναι ερευνητέο, αν οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων του Ν. 4354/2015 απολαμβάνουν την προβλεπόμενη από το νόμο αυτό εξαιρετική νομιμοποίηση ως μη δικαιούχοι διάδικοι και στην περίπτωση που τους έχει ανατεθεί η διαχείριση απαιτήσεων με το καθεστώς του Ν. 3156/2003, μολονότι τέτοια νομιμοποίηση δεν θεσπίζεται ρητά με το Ν. 3156/2003. Στην ελληνική έννομη τάξη η κατ` εξαίρεση νομιμοποίηση προϋποθέτει ειδική νομοθετική ρύθμιση, η οποία απονέμει στο πρόσωπο την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, όπως λχ συμβαίνει με το σύνδικο της πτώχευσης, τον εκτελεστή διαθήκης, τον εκκαθαριστή κληρονομίας, τον αναγκαστικό διαχειριστή, τον Εισαγγελέα στη δίκη ακύρωσης του γάμου κλπ. Ωστόσο, η πρόβλεψη μιας περίπτωσης εξαιρετικής νομιμοποίησης από το νομοθέτη δεν απαιτεί πανηγυρική διατύπωση ότι πρόκειται για μη δικαιούχο ή μη υπόχρεο διάδικο, εφόσον από την τελολογική ερμηνεία της εφαρμοστέας διάταξης, σύμφωνα με την οποία μεταξύ των περισσοτέρων δυνατών νοημάτων, που καλύπτονται από το γράμμα του ερμηνευόμενου κανόνα δικαίου πρέπει να αναζητείται εκείνο που επιτυγχάνει την πληρέστερη πραγμάτωση του ρυθμιστικού σκοπού του, δηλαδή την πληρέστερη διασφάλιση της αξιολογικής στάθμισης των εκατέρωθεν συμφερόντων, προκύπτει ότι ο σκοπός του νομοθέτη είναι να εξοπλίσει το πρόσωπο, που νομιμοποιείται προς είσπραξη μιας απαίτησης τρίτου κατά το ουσιαστικό δίκαιο και με τη δικονομική εξουσία να ενεργεί κάθε αναγκαία για την είσπραξή της διαδικαστική πράξη και ενέργεια με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου. Προς τούτο συγκλίνει και η αντικειμενική θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο ερμηνευτής ενός κανόνα δικαίου αναζητεί το αντικειμενικό νόημα του νόμου, δηλαδή την ενυπάρχουσα στον κανόνα δικαίου λογική, έτσι ώστε αυτός, ενόψει του όλου συστήματος δικαίου, των υφισταμένων συνθηκών και των αντιμαχομένων συμφερόντων και αναγκών να μπορεί να επιτελέσει τον σκοπό για τον οποίο θεσπίστηκε. Ο νομοθέτης, στο άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 ρύθμισε ρητά το ειδικό δικονομικό καθεστώς των εταιρειών διαχείρισης, απονέμοντας σ` αυτές την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου. Ωστόσο, αυτές οι εταιρείες διαχείρισης υπάγονται σε μια ευρύτερη κατηγορία εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, όπως είναι και εκείνες του Ν. 3156/2003. Ως εκ τούτου η διαφορετική αντιμετώπιση των εταιρειών διαχείρισης του Ν. 3156/2003 από εκείνες του Ν. 4354/2015 θα έχει ως συνέπεια λογική ανακολουθία στο εσωτερικό σύστημα του νόμου. Αυτό, άλλωστε, συνάγεται και από τη συστηματική ερμηνεία των ως άνω κανόνων δικαίου, οι οποίοι παρουσιάζουν νοηματική και λειτουργική συνοχή μεταξύ τους, αφού και οι δύο ρυθμίζουν τη διαχείριση και είσπραξη απαιτήσεων τρίτων. Γι` αυτό οι ανωτέρω δύο νόμοι θα πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να βρίσκονται σε αρμονία μεταξύ τους, ανεξαρτήτως αν η απόκτηση των απαιτήσεων από τις εταιρείες ειδικού σκοπού έγινε με τη διαδικασία της τιτλοποίησης και εκχώρησης βάσει του Ν. 3156/2003 ή με τη διαδικασία της πώλησης βάσει του Ν. 4354/2015. Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 δ` του Ν. 4354/2015 ορίζεται ότι οι διατάξεις του δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 3156/2003, ενώ και στην αιτιολογική έκθεση αυτού σημειώνεται ότι “παρέχονται στα πιστωτικά ιδρύματα τα θεσμικά εργαλεία αξιοποίησης του χαρτοφυλακίου τους, καθώς θα έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν είτε την εφαρμογή του νόμου περί τιτλοποίησης απαιτήσεων (Ν. 3156/2003) είτε το θεσμικό πλαίσιο που προκρίνεται με το Ν. 4354/2015). Η προβλεπόμενη με την πιο πάνω διάταξη παράλληλη εφαρμογή των δύο νομοθετημάτων αναφέρεται στη διαδικασία μεταβίβασης των απαιτήσεων και σκοπεύει να διευκολύνει τις συναλλαγές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 3156/2003, απαλλάσσοντας τους συμβαλλόμενους από τις επιπλέον προβλεπόμενες ειδικότερες προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη μεταβίβαση των απαιτήσεων με βάση το Ν. 4354/2015. Η ως άνω ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία επιβάλλεται ενιαία εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, τόσο στις περιπτώσεις που η διαχείριση των απαιτήσεων έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 του Ν. 3156/2003, όσο και όταν έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, εξυπηρετεί το νομοθετικό σκοπό της διευκόλυνσης της διαχείρισης των απαιτήσεων και επιλύει κατά τρόπο ενιαίο το ζήτημα της δικονομικής υπόστασης των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων, επιτυγχάνοντας έτσι την αρμονική ένταξη του ερμηνευόμενου Ν. 3156/2003 στο σύστημα, χωρίς η προσέγγιση αυτή να επηρεάζεται από τις διαφορετικές συνθήκες κάτω από τις οποίες θεσπίστηκαν τα ως άνω δύο νομοθετήματα. Η διαφορετική αντιμετώπιση του ζητήματος, σύμφωνα με την οποία οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις του Ν. 4354/2015 διαθέτουν την κατ` εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 αυτού, μόνο όταν η μεταβίβαση και ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων στις εν λόγω εταιρείες γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015 και όχι όταν έχει πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων του Ν. 3156/2003, θα ήταν αντίθετη προς την αρχή της ενότητας και ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδαφ. α` του Συντάγματος και επιβάλλει τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των εκάστοτε νομοθετικών ρυθμίσεων, η οποία πρέπει να τηρείται, ιδίως όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές συνέπειες για τους ενδιαφερόμενους, όπως οι προαναφερόμενες διατάξεις. Η υποστηριζόμενη άποψη ότι οι εταιρείες διαχείρισης νομιμοποιούνται ως μη δικαιούχοι διάδικοι μόνο όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισης σ` αυτές γίνεται με βάση τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, λόγω του ότι προβλέπεται διαφορετική φορολογική μεταχείριση των εταιρειών διαχείρισης στους δύο νόμους, καθώς ο Ν. 3156/2003 θέτει τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις υπό καθεστώς φορολογικής ατέλειας, ενώ οι μεταβιβάσεις που γίνονται με βάση το Ν. 4354/2015 υπόκεινται σε φορολογία, δεν μπορεί να στηρίξει πειστικά αυτή τη διαφορετική άποψη (βλ. ΟλΑΠ 1/2023 στην ΤΝΠ Νόμος, επίσης στην Δ.Ε.Ε. 2023, σελ. 222). Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση η “…………” νομίμως άσκησε υπέρ της εφεσίβλητης «………….» την ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος, διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού “………..” (…………), η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της «………………..», κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3156/2003 και όπως από τα έγγραφα, τα οποία προσκομίζει η προσθέτως παρεμβαίνουσα αποδεικνύεται η ως άνω περιγραφόμενη μεταβίβαση των ένδικων απαιτήσεων στην πιο πάνω αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού και η ανάθεση της διαχείρισής τους στην προσθέτως παρεμβαίνουσα, υπό την προαναφερόμενη ιδιότητά της και απορριπτέα τυγχάνουν τα αντίθετα προβαλλόμενα από τους καθ’ ων η πρόσθετη παρέμβαση.

Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του Εφετείου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις, που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους, η οποία στην περίπτωση, που ασκείται για πρώτη φορά στο εφετείο, πρέπει, να γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 1 σε συνδυασμό με 591 παρ.1 ΚΠολΔ, σε όλους τους μέχρι της ασκήσεώς της διαδίκους, τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που, είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως (ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 611/2013). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 91/2005). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 1731/2011). Την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου αποκτούν κατά τα ανωτέρω, οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων ανεξάρτητα αν το πλαίσιο μεταβίβασης και διαχείρισης των απαιτήσεων στηρίζεται στον ν. 3156/2003, ανεξάρτητα δηλαδή αν η μεταβίβαση της απαίτησης από τον αρχικό δικαιούχο προς τον ειδικό διάδοχο (εταιρίες ειδικού σκοπού- ΕΑΑΔΠ) και ακολούθως η ανάθεση από αυτόν της διαχείρισης έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3156/2003 ή με βάση το ν. 4354/2015 (ΟλΑΠ 1/2023, ό.π., ΑΠ 1102/2022 στην areiospagos.gr, ομοίως οι ΑΠ 1343/2022, 864/2022, 883/2021, 467/2021, 402/2021, 1260/2019, αντίθετη η 822/2022). Στην προκειμένη λοιπόν περίπτωση που η προσθέτως παρεμβαίνουσα φέρεται ως νομίμως αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος, Εταιρεία Διαχείρισης Πιστώσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, στην οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των απαιτήσεων της εταιρείας ειδικού σκοπού τιτλοποίησης “…………” (…………..) δυνάμει της από 17.12.2021 σύμβασης μακροχρόνιας διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ.14 και 16 του ν. 3156/2003, περίληψη της οποίας καταχωρίσθηκε νόμιμα την 4.2.2022 με αρ. πρωτ. …./4.2.2022 στα βιβλία του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο …. και με α.α. …. σε συνδυασμό με το από 17.12.2021 πληρεξούσιο συμβολαιογράφου … ………… και στις οποίες απαιτήσεις περιλαμβάνονται και αυτές από την ένδικη σύμβαση νομίμως ασκεί αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της αρχικής διαδίκου τράπεζας προς απόρριψη της κατ’ αυτής εφέσεως των εκκαλούντων, των οποίων απορρίφθηκε πρωτοδίκως η ανακοπή κατά της κατ’ αυτών διαταγής πληρωμής, με δεδομένο ότι το δεδικασμένο, η εκτελεστότητα και η τυχόν διαπλαστική ενέργεια της απόφασης που θα εκδοθεί καταλαμβάνουν και την παραπάνω ειδική διάδοχο αλλοδαπή εταιρία μετά την εκκρεμοδικία (άρθρα 81, 225, 325 και 919 ΚΠολΔ). Εξάλλου, εκτός από την επίδοση προς την υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση, η προσθέτως παρεμβαίνουσα έχει επιδώσει νομίμως κι εμπροθέσμως την ένδικη πρόσθετη παρέμβαση με κλήση για συζήτηση στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο προς τους καθ’ ων αυτή, όπως τούτο προκύπτει από τις προσκομιζόμενες υπ’ αριθ. ../24.5.2022, …/24.5.2022 και …./24.5.2022 εκθέσεις επιδόσεως του δικ. επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά ……………… Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρων 76 παρ. 1,3 και 110 παρ. 2 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας στη δίκη επί εφέσεως, αν κάποιος από τους αναγκαίους ομοδίκους δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, πλην, όμως, έχει κλητευθεί νομίμως είτε από τον αντίδικό του, είτε από αναγκαίο ομόδικο, τότε η συζήτηση χωρεί νομίμως και ως προς τον απολειπόμενο αυτόν αναγκαίο ομόδικο (ΑΠ 756/2017, ΑΠ 681/2016 αμφότερες στην ΤΝΠ Νόμος), αφού, αν και δεν παραστάθηκε, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από τον αναγκαίο ομόδικο του (ΑΠ 368/2019, ΜονΕφΛαρ 305/2022 στην ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, εν προκειμένω που η εφεσίβλητη που επίσπευσε τη συζήτηση της εφέσεως, δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης και δεν έλαβε μέρος κατά τη συζήτηση, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από την αναγκαία ομόδικό της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στην ως άνω νομική σκέψη, και ως εκ τούτου η συζήτηση θα χωρήσει σαν να ήταν και η εφεσίβλητη – υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση παρούσα. Περαιτέρω, η έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου για να δικασθεί με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, ως πρωτοδίκως κατ’ άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ, έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα παρά τα όσα αντίθετα υποστηρίζει η προσθέτως παρεμβαίνουσα. Συγκεκριμένα, η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στους ανακόπτοντες στις 12.10.2020, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες από την προσθέτως παρεμβαίνουσα υπ’ αριθ. …./12.10.2020, …../12.10.2020 και …./12.10.2020 εκθέσεις επιδόσεως της δικ. επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………., η δε υπό κρίση έφεση κατατέθηκε από τους εκκαλούντες στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά στις 20.4.2021. Η προθεσμία της άσκησης της έφεσης είναι 30 ημέρες από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ. Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 83 παρ.1 στοιχ.α’ του ν. 4790/2021 με τίτλο διατάξεις για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων και της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης και αφορά στις δικονομικές προθεσμίες που ανεστάλησαν κατά την περίοδο της πανδημίας του κορωνοϊού  «1. α) Το χρονικό διάστημα από τις 7.11.2020 έως και την ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της χώρας, δυνάμει της κοινής υπουργικής απόφασης του άρθρου 11 της από 11.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α΄ 55), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4682/2020 (Α΄ 76), δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων, καθώς και στις προθεσμίες παραγραφής των συναφών αξιώσεων. Μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος του πρώτου εδαφίου, οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Οι προθεσμίες που ανεστάλησαν κατά τα προηγούμενα εδάφια, δεν συμπληρώνονται, εάν δεν παρέλθουν επιπλέον δέκα (10) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους.» Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 4792/2021 (ΦΕΚ Α’ 54/09.04.2021) «Ερμηνευτική διάταξη για την επανέναρξη των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών» «Κατά την αληθή έννοια του άρθρου 83 του ν. 4790/2021 (Α` 48), ως ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων της χώρας για τον υπολογισμό των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών, λογίζεται η ημερομηνία άρσης της αναστολής των προθεσμιών, η οποία επήλθε με τη λήξη ισχύος της υπό στοιχεία Δ1α/Γ.Π.οικ.18877/26.3.2021 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Προστασίας του Πολίτη, Εθνικής Άμυνας, Παιδείας και Θρησκευμάτων, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Υγείας, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών, Μετανάστευσης και Ασύλου, Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Υποδομών και Μεταφορών, Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό «Έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 στο σύνολο της Επικράτειας για το διάστημα από τη Δευτέρα 29 Μαρτίου 2021 και ώρα 6:00 έως και τη Δευτέρα, 5 Απριλίου 2021 και ώρα 6:00» (Β΄ 1194), ήτοι η 6η-4-2021.» (βλ. ΜονΕφΠειρ 109/2023 στην efeteio-peir.gr). Δεδομένου ότι από την επομένη της επίδοσης της εκκαλούμενης που έλαβε χώρα στις 12.10.2020 μέχρι και τις 6.11.2020, είχαν παρέλθει 25 ημέρες, απέμεναν στους εκκαλούντες άλλες 5 ημέρες για να ασκήσουν την έφεσή τους κι εφόσον αθροισθούν επιπλέον 10 ημέρες που προβλέπει κατά τα ανωτέρω ο νόμος, από τις 6.4.2021 έως τις 20.4.2021 που ασκήθηκε η ένδικη έφεση δεν είχε συμπληρωθεί η προθεσμία των 30 ημερών του άρθρου 518 παρ.1 ΚΠολΔ, προσαυξημένη κατά 10 ημέρες κατά το άρθρο 83 παρ.1 στοιχ.α’ τελ.εδ. του ν. 4790/2021, μετά το πέρας της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω του Covid-19. Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και νόμιμο των λόγων της κατ’ άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι για το παραδεκτό του υπό κρίση ένδικου μέσου έχει κατατεθεί το προβλεπόμενο κατ’ άρθρο 495 παρ.3Α στοιχ.γ’ του ΚΠολΔ με κωδικό ……………… e-παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών ποσού 150 ευρώ, εξοφλημένο (βλ. συνημμένα στο εφετήριο αντίγραφο του εν λόγω παραβόλου και την από 20.4.2021 βεβαίωση της Τράπεζας Πειραιώς για την εξόφληση του e-παράβολου).

Οι νυν εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την ως άνω από 14.11.2017 ανακοπή τους κατά της νυν εφεσίβλητης τράπεζας και ζητούσαν να ακυρωθεί η με αριθμό ……./2017 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία διατάχθηκαν να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας στην καθ’ ης η ανακοπή το ποσό των 301.507,70 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων για απαίτηση της τελευταίας, που απορρέει από την υπ’ αριθ. …../11-2-2011 ιδιωτική σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και την υπ’ αριθ. ……./30-3-2012 πρόσθετη πράξη αυτής κατόπιν καταγγελίας της σύμβασης και οριστικού κλείσματος του λογαριασμού από την τράπεζα και ειδικότερα η μεν πρώτη των ανακοπτόντων ως πρωτοφειλέτρια, οι δε δεύτερος και τρίτη ως εγγυητές. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την ανακοπή και επικύρωσε την παραπάνω διαταγή πληρωμής, καταδικάζοντας τους ανακόπτοντες στα δικαστικά έξοδα της καθ’ης. Με τους λόγους της υπό κρίση έφεσής τους οι εκκαλούντες παραπονούνται για την απόρριψη της ανακοπής τους, ζητούν δε να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, να γίνει δεκτή η από 14.11.2017 ανακοπή τους, να ακυρωθεί η ως άνω υπ’ αριθ. ……./2017 διαταγή πληρωμής και να καταδικασθεί η εφεσίβλητη στα δικαστικά τους έξοδα.

Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 παρ. 1 και 2, 585 παρ. 2 και 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι οι λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, μπορούν δε να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής, με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ενστάσεις ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γέννησης της απαίτησης του καθ` ου η ανακοπή (Ολ. ΑΠ 10/1997, Δ 1998, σελ. 179, ΑΠ 15/2007, ΕΕμπΔ 2008, σελ. 609). Σε αντίθετη περίπτωση, οι λόγοι αυτοί απορρίπτονται ως αόριστοι (βλ. ΑΠ 1881/2014, ΑΠ 1180/2009 στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 2073/2007, ΕλλΔνη 2008, σελ. 424, ΕφΑθ 1731/2010 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσσαλ 317/2009, Δ.Ε.Ε. 2009, σελ. 819). Για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής, που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα ένστασης, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατ` ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού (ΑΠ 196/2020, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 2210/2013), δεδομένου ότι, κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άρθρου 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος, ή αν με αυτόν βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνον κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (ΑΠ 1346/2022, ΑΠ 168/2021, ΑΠ 196/2020, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1349/2013 στην ΤΝΠ Νόμος). Έτσι, σε περίπτωση που προβάλλεται με λόγο ανακοπής, καταχρηστικότητα των γενικών όρων συναλλαγών σε σύμβαση, πρέπει να εκτίθεται το ακριβές περιεχόμενο των όρων, ώστε να ερευνηθεί αν υπάρχει τυπική διατάραξη ως απόκλιση από τη συνηθισμένη ρύθμιση και στη συνέχεια η έκταση της απόκλισης αυτής, καθώς και το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της σύμβασης και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της, όπως επίσης και το εάν οι όροι επιβλήθηκαν χωρίς να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις διαφάνειας και χωρίς επαρκή ενημέρωση του ανακόπτοντος (ΑΠ 350/2016, ΑΠ 15/2007 στην ΤΝΠ Νόμος). Ενόψει των ανωτέρω, απορρίπτεται λόγος ανακοπής μεμονωμένου καταναλωτή κατά εκδοθείσας σε βάρος του διαταγής πληρωμής, όταν ο λόγος αυτός στηρίζεται στην καταχρηστικότητα συγκεκριμένων γενικών όρων, χωρίς όμως, ο ανακόπτων να διευκρινίζει αν η έκδοση της επίμαχης διαταγής πληρωμής έγινε σε εκτέλεση οποιουδήποτε από αυτούς τους καταχρηστικούς όρους ή να ισχυρίζεται ότι συνεπεία των όρων αυτών επιβαρύνθηκε ο ίδιος ουσιωδώς σε συγκεκριμένη περίπτωση και δη με εξειδίκευση, ποσοτικοποίηση και προσβολή κατ’ ορισμένο τρόπο της επιβάρυνσής του αυτής. Και τούτο καθόσον το κύρος της διαταγής πληρωμής δεν πλήττεται από τον λόγο και μόνο ακυρότητας τυχόν επιμέρους όρων της σύμβασης, αλλά μόνο εφόσον η ύπαρξη των όρων αυτών συνετέλεσε κατά τρόπο ουσιώδη στην έκδοση της διαταγής πληρωμής, περιάγοντας τον μεν ανακόπτοντα σε δυσμενή θέση, τον δε καθ’ ου η ανακοπή η ανακοπή σε προνομιακή, στην οποία δεν θα είχε περιέλθει, αν δεν υπήρχαν οι όροι αυτοί στη σύμβαση (ΑΠ 15/2007 στην ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 181 ΑΚ, δικαιοπραξία της οποίας ένα μέρος είναι άκυρο, παραμένει ισχυρή κατά το υπόλοιπο και μόνον κατ`εξαίρεση μπορεί να συνάγεται ή να αποδεικνύεται ότι κατά τη βούληση των μερών η ακυρότητα καταλαμβάνει όλη τη δικαιοπραξία, δηλαδή καθιερώνεται ερμηνευτικός κανόνας υπέρ της μερικής ακυρότητας. Η μερική ακυρότητα δεν αναφέρεται στο ουσιώδες περιεχόμενο της δικαιοπραξίας, οπότε θα προκαλούσε ολική ακυρότητα, αλλά σε επί μέρους όρο, ρήτρα, παροχή της δικαιοπραξίας ή και σε μέρος αυτών. Η μερική ακυρότητα δεν σχετίζεται με την αιτία της ακυρότητας, αλλά αφορά την ενέργειά της με συνέπεια να μπορεί να επέλθει ολική ακυρότητα σε περιπτώσεις που ο λόγος της ακυρότητας αφορά ουσιώδες μέρος της δικαιοπραξίας. Αντικείμενο της μερικής ακυρότητας μπορεί να αποτελέσει μόνο η δικαιοπραξία που μπορεί να κατατμηθεί σε περισσότερα μέρη, χωρίς να μεταβάλλεται το είδος της, έτσι ώστε το έγκυρο μέρος να ισχύει ως αυτοτελής δικαιοπραξία μετά την αφαίρεση του άκυρου μέρους. Η ακυρότητα του μέρους συμπαρασύρει όλη τη δικαιοπραξία, εάν συνάγεται ότι τα μέρη δεν θα την επιχειρούσαν χωρίς το άκυρο μέρος. Για το σκοπό αυτό αναζητείται ερμηνευτικά όχι η πραγματική αλλά η υποθετική ή εικαζόμενη θέληση που θα είχαν οι δικαιοπρακτούντες κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, αν γνώριζαν την ακυρότητα του μέρους με βάση και τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή το δικαστήριο συμπληρώνει με νομικό πλάσμα τη θέληση των μερών. Η εξακρίβωση της θέλησης των μερών θα γίνει με βάση τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών και με κριτήρια αντικειμενικά, όπως η φύση της δικαιοπραξίας και ο επιδιωκόμενος σκοπός και υποκειμενικά, όπως τα ελατήρια, οι συνήθειες και τα συμφέροντα των δικαιοπρακτούντων. Η εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης προϋποθέτει ότι τα μέρη αγνοούσαν την ακυρότητα του μέρους, διαφορετικά δεν θα είχαν περιλάβει το άκυρο μέρος, διότι αν το περιέλαβαν εν γνώσει της ακυρότητας δεν εφαρμόζεται η διάταξη. Όποιος συνεπώς επικαλείται ολική ακυρότητα της δικαιοπραξίας πρέπει να ισχυρισθεί και να αποδείξει ότι τα μέρη δεν θα κατάρτιζαν την όλη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος. Προς τούτο πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει τα περιστατικά από τα οποία θα συναγάγει το δικαστήριο ότι οι δικαιοπρακτούντες -συμβαλλόμενοι είχαν αποδώσει τέτοια σημασία στο άκυρο μέρος (σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν με μνεία μεταξύ άλλων και της επιδιωκόμενης οικονομικής αξίας), ώστε αν κατά το χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας γνώριζαν την ακυρότητά του, δεν θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία (AΠ 168/2021). Από το συνδυασμό των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων (άρθρο 2 παρ.6 και 8 ν.2251/1994, 181, 200 ΑΚ) συνάγεται ότι η ακυρότητα ενός Γενικού Όρου Συναλλαγών (ΓΟΣ) δεν επιδρά επί του κύρους όλης της σύμβασης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός, σύμφωνα με το νόμο, όρος, εκτός αν συνάγεται ότι η σύμβαση δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος (άρθρο 181 ΑΚ), δηλαδή συνάγεται ότι τα μέρη δεν θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά απέβλεπαν σ` αυτή ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο. Ως προς το ζήτημα της πλήρωσης του κενού, που δημιουργείται από την ακυρότητα ενός ΓΟΣ, γίνεται δεκτό ότι το σχετικό κενό καλύπτεται καταρχήν με την εφαρμογή του αντίστοιχου κανόνα ενδοτικού δικαίου, εφόσον προβλέπεται σχετική ρύθμιση, διαφορετικά από τη συμπληρωματική ερμηνεία της σύμβασης κατά το άρθρο 200 του ΑΚ (ΑΠ 1060/2019, ΑΠ 105/2019). Εξάλλου, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 583, 585 παρ. 2, 632 και 633 ΚΠολΔ, λόγο ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής αποτελεί και η επίκληση ουσιαστικής ενστάσεως (διακωλυτικής ή αποσβεστικής εν όλω ή εν μέρει), εξαιτίας της οποίας, όταν εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, είτε είχε καταλυθεί η οφειλή την οποίαν αυτή αφορά είτε ήταν άκυρη η δικαιοπραξία από την οποία πήγαζε. Για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής, που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά κατά τα προεκτεθέντα φέρει χαρακτήρα ένστασης, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατ` ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 1071/2017, ΑΠ 2210/2013), δεδομένου ότι, κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άνω άρθρου (633 παρ. 1 του ΚΠολΔ), αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνον κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 333/2019, ΑΠ 1349/2013). Δηλαδή, αν η ευδοκίμηση του σχετικού λόγου της ανακοπής (ενστάσεως) επάγεται μερική μόνο κατάλυση της οφειλής, ανάλογο θα είναι και το αποτέλεσμα ως προς την ανακοπείσα διαταγή πληρωμής, δηλαδή μερική θα είναι και η ακύρωση της τελευταίας, αφού κανένας λόγος, νομικός ή άλλος, δεν επιβάλλει την καθολική ακύρωσή της (ΑΠ 1395/2021 που παραπέμπει στις ΑΠ 1138/2020, ΑΠ 387/2020, ΑΠ 196/2020, ΑΠ 1060/2019 στην ΤΝΠ Νόμος). Σε περίπτωση έκδοσης διαταγής πληρωμής για απαίτηση από κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού για να είναι ορισμένος ο τυχόν λόγος ανακοπής, που αναφέρεται στην απαίτηση, πρέπει να περιέχει ισχυρισμούς, που αναφέρονται στα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού και δεν αρκεί μόνη η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας αυτού (ΑΠ 491/1994, ΕφΛαρ 317/2010, ΕφΘεσσαλ 317/2009, ΕφΘεσσαλ 794/2007 στην ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, αόριστος τυγχάνει ο λόγος ανακοπής περί καταχρηστικότητας συγκεκριμένων όρων σε δανειακή σύμβαση, εάν δεν αναφέρεται στο δικόγραφο κατά πόσο επηρεάζονται επιμέρους χρεώσεις, που αναγράφονται στον τηρηθέντα σχετικώς λογαριασμό και ποιο θα ήταν το οφειλόμενο ποσό, εάν δεν υπήρχαν οι όροι αυτοί (πρβλ. ΑΠ 1313/2007, ΕλλΔνη 2008, σελ. 1651, ΕφΠειρ 479/2019).

Περαιτέρω, σχετικά με το ύψος στο οποίο μπορεί να συμφωνηθούν τα τραπεζικά επιτόκια σε σύμβαση πίστωσης που καταρτίζεται μεταξύ τράπεζας και πιστούχου και ως προς τη σχέση που έχουν τα τραπεζικά με τα εξωτραπεζικά επιτόκια σημειώνονται τα εξής: Με το άρθρο 1 του ν. 1266/1982 καταργήθηκε η Νομισματική Επιτροπή, η οποία με βάση την εξουσιοδότηση που είχε παρασχεθεί από το άρθρο 2 § 3 του ν.δ. 588/1948 “περί ελέγχου πίστεως”, καθόριζε με απόφασή της (ΝΕ) τα “τραπεζικά επιτόκια” και παράλληλα ορίστηκε ότι οι αρμοδιότητές της μεταβιβάσθηκαν αυτοδίκαια στην Τράπεζα της Ελλάδος και ασκούνται με πράξεις του Διοικητή της. Έκτοτε, με πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΠΔ/ΤΕ) καθορίζονταν τα “τραπεζικά επιτόκια”, τα επιτόκια δηλαδή, που συνομολογούνται ή προέρχονται από τραπεζικές συμβάσεις ή συναλλαγές. Ο Διοικητής ειδικότερα, καθόριζε το ελάχιστο και το ανώτατο όριο των τραπεζικών επιτοκίων και οι τράπεζες ήταν υποχρεωμένες να προσδιορίζουν τα επιτόκια των διαφόρων μορφών χορηγήσεων ή καταθέσεων μέχρι του ύψους αυτού. Τα οριζόμενα με βάση τις παραπάνω διατάξεις τραπεζικά επιτόκια μπορεί να ήταν και πολλές φορές συνέβαινε αυτό, ανώτερα των δικαιοπρακτικών (εξωτραπεζικών) επιτοκίων, δηλαδή των επιτοκίων των λοιπών, πλην των τραπεζικών συναλλαγών, αφού ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να λειτουργεί, σύμφωνα με την παραπάνω νομοθετική εξουσιοδότηση και “κατά παρέκκλιση από πάσης γενικής ή ειδικής διατάξεως περί του ύψους του τόκου…”. Μέχρι τον Ιανουάριο 1987 τα τραπεζικά επιτόκια τόσο ως προς το ανώτατο, όσο και ως προς το κατώτερο όριο, υπάγονταν σε αυστηρό διοικητικό προσδιορισμό από το Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και οι τράπεζες δεν είχαν το δικαίωμα να ορίζουν μικρότερα ή μεγαλύτερα επιτόκια, αλλά, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 6 του ν.δ. 548/1948, τα οριζόμενα αυτά επιτόκια ήταν υποχρεωτικά και για τις τράπεζες και για τους δανειζόμενους. Με την ΠΔ/ΤΕ 1087/1987, με στόχο την, λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών, συμπίεση των επιτοκίων προς τα κάτω, αλλά και προς εναρμονισμό με τα ισχύοντα αντίστοιχα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρχισε η μερική απελευθέρωση του τρόπου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων, στις βραχυπρόθεσμες αρχικά χορηγήσεις και καθορίσθηκε, για πρώτη φορά, με την άνω πράξη μόνο το ελάχιστο όριο των επιτοκίων αυτών. Η πράξη αυτή τροποποιήθηκε με διάφορες άλλες, που καθόρισαν το ελάχιστο τραπεζικό επιτόκιο σε διάφορες μορφές χορηγήσεων. Ειδικότερα, με την ΠΔ/ΤΕ 2286/1994, σχετικά με την καταναλωτική πίστη, τη χορήγηση δανείων σε φυσικά πρόσωπα για την κάλυψη προσωπικών αναγκών, καθώς και για τις αγορές μέσω πιστωτικών καρτών κ.τ.λ., πλην των άλλων, ως προς το ύψος των επιτοκίων ορίζονται τα εξής: “… Με την προϋπόθεση της τήρησης του ενώπιον συνολικού κατ’ άτομο ορίου των δρχ. οκτώ εκατομμυρίων και των ειδικότερων ορίων των παρ. β` και γ`, το επιτόκιο, η διάρκεια και οι λοιποί όροι της χρηματοδότησης καθορίζονται από τη δανείστρια τράπεζα, με την επιφύλαξη των διατάξεων περί ελαχίστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που εκάστοτε ισχύουν”. Η εν λόγω πράξη του Διοικητή κάνει λόγο για επιφύλαξη “επιτοκίων χορηγήσεων”, πράγμα που παραπέμπει σαφώς στις τραπεζικές χορηγήσεις και όχι τις εξωτραπεζικές δικαιοπραξίες, αφού στις τελευταίες δεν τίθεται θέμα “χορηγήσεων”, αλλά συμβάσεων, καθόσον η λέξη “χορηγήσεις” υποδηλώνει σαφώς τις κατ’ εξοχήν τραπεζικές συναλλαγές. Στόχος της απελευθέρωσης αυτής ήταν η, λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών, συμπίεση των επιτοκίων προς τα κάτω. Ο ανταγωνισμός λειτούργησε προς αυτή την κατεύθυνση και, λόγω και των οικονομικών συνθηκών, άρχισε από το έτος 1994 η μείωσή τους. Εξαίρεση αποτελούν τα επιτόκια που ισχύουν στις χορηγήσεις της καταναλωτικής πίστης (κάρτες, καταναλωτικά δάνεια, κτλ), τα οποία λόγω της ιδιαιτερότητας που παρουσιάζουν αυτά τα δάνεια (χορήγηση χωρίς πρόσθετες εξασφαλίσεις, μεγάλες επισφάλειες, απασχόληση μεγάλου αριθμού υπαλλήλων κλπ), διαμορφώθηκαν από όλες τις τράπεζες σε ύψος μεγαλύτερο από τα εξωτραπεζικά (δικαιοπρακτικά) επιτόκια. Κατά συνέπεια, με σειρά πράξεων του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος επήλθε ουσιαστικά απελευθέρωση των τραπεζικών επιτοκίων, οπότε η επέμβαση του νομοθέτη ως προς τον καθορισμό ανώτατου ορίου περιορίζεται στη ρύθμιση των δικαιοπρακτικών (εξωτραπεζικών) μόνο επιτοκίων, σύμφωνα με τα άρθρα 293 – 295 του ΑΚ. Ο προσδιορισμός των επιτοκίων αυτών γινόταν αρχικά, κατά τη νομοθετική εξουσιοδότηση που είχε παρασχεθεί με το άρθρο 109 § 1 του Εισ.Ν.Α.Κ., με βασιλικό διάταγμα, εκδιδόμενο ύστερα από πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας και στη συνέχεια, σύμφωνα με το άρθρο 15 § 5 του ν. 876/1979, με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ). Σε εφαρμογή των διατάξεων αυτών, με το β.δ. 21/1946, το ανώτατο από δικαιοπραξία επιτόκιο ορίστηκε σε 10% ετησίως και το νόμιμο και από υπερημερία επιτόκιο ορίστηκε σε 12% ετησίως. Τα ποσοστά αυτά ίσχυσαν μέχρι το έτος 1979 και έκτοτε αναπροσαρμόζονται κάθε φορά, ανάλογα με τις οικονομικές συνθήκες, από τις εκδιδόμενες ΠΥΣ, σε πολλές από τις οποίες ορίζεται ότι η εφαρμογή τους εκτείνεται μόνο στα εξωτραπεζικά επιτόκια. Από τα παραπάνω, προκύπτει ότι τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) και τα τραπεζικά επιτόκια αποτελούσαν ανέκαθεν δύο διακριτά μεταξύ τους και μάλιστα μη συγκρίσιμα μεγέθη, που δεν επικαλύπτονται από άποψη πεδίου εφαρμογής, υποκείμενα σε απολύτως μη επικαλυπτόμενες ρυθμίσεις, αφού κάθε μία κατηγορία ρυθμίζεται από διαφορετικά όργανα με διαφορετική νομοθετική εξουσιοδότηση, τα δε τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελεύθερα, σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της ανοικτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό, τις διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας, αλλά και τη στάθμιση των εκτιμώμενων κατά περίπτωση κινδύνων, των εκάστοτε συνθηκών των χρηματοπιστωτικών αγορών, καθώς και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών, που απορρέουν από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους και χωρίς οι τράπεζες, κατά τον καθορισμό τους, να δεσμεύονται από το ύψος των δικαιοπρακτικών (εξωτραπεζικών) επιτοκίων. Ενόψει αυτών, συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, που καταρτίσθηκαν μετά την απελευθέρωσή τους και με τις οποίες συνομολογείται επιτόκιο, που τυχόν κατά περίπτωση, υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) επιτόκια ανώτατο όριο, δεν είναι, από μόνο το λόγο αυτό, αθέμιτες. Συνακόλουθα, η συμφωνία μεταξύ πιστούχου και πιστωτικού ιδρύματος περί χορήγησης δανείου από το τελευταίο, με την οποία, κατά περίπτωση και με βάση τις προαναφερόμενες συνθήκες και ιδίως, των χρηματοπιστωτικών αγορών και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών, που απορρέουν από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους, σαφώς καθορίζεται κυμαινόμενο επιτόκιο και περιγράφεται ο τρόπος υπολογισμού του με κριτήρια αντικειμενικά, δεν καθίσταται άκυρη, από το γεγονός και μόνο ότι κατά την κατάρτισή της το συμβατικά προβλεπόμενο ύψος του τραπεζικού επιτοκίου υπερέβαινε τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά), κατά ορισμένες μονάδες και κατά την καταγγελία ακόμη περισσότερες, και τούτο, διότι η συμφωνία περί καθορισμού κυμαινόμενου τραπεζικού επιτοκίου στηρίζεται στις επικρατούσες, κατά το χρόνο συνομολόγησής της, προαναφερόμενες συνθήκες, οι οποίες μάλιστα, σε περίπτωση μεταβολής τους θα μπορούσαν ενδεχομένως να δικαιολογήσουν όχι μόνο τη μείωση υπέρ του πιστούχου, αλλά και την υπέρ του πιστωτικού ιδρύματος αύξησή του. Ενόψει των εκτεθέντων, με βάση την αρχή του απαραβιάστου των συμβάσεων (pacta sunt servanda), παραμένει για τα συμβαλλόμενα μέρη η άνω συμφωνία έγκυρη και δεσμευτική, κατά το υπερβάλλον ποσοστό του συμφωνηθέντος κυμαινόμενου τραπεζικού επιτοκίου, ελεγχόμενη, ενδεχομένως, εάν συντρέχουν οι νόμιμες προς τούτο προϋποθέσεις και γίνει σχετική επίκληση αυτών, στο πλαίσιο των γενικών ρητρών του ΑΚ (άρθ. 281, 388), καθώς και του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 “προστασία καταναλωτή” και όχι διότι αυτό, δηλαδή το συμβατικά καθορισθέν κυμαινόμενο τραπεζικό επιτόκιο, υπερβαίνει απλώς και μόνο τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) επιτόκια (Α.Π. 994/2018, Α.Π. 756/2015 και Α.Π. 370/2012 όλες στην Τ.Ν.Π. Νόμος, έτσι η ΕφΠειρ 111/2021 στην ΤΝΠ Νόμος, επίσης ΜονΕφΛαμ 32/2022 στην ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, όταν με σχετικό λόγο ανακοπής προσβάλλεται διαταγή πληρωμής επειδή συμπεριλήφθηκαν σε αυτή παράνομοι τόκοι από σύμβαση ως καταχρηστικοί, για το ορισμένο του οικείου λόγου ανακοπής (καταχρηστικότητα του όρου περί ελεύθερου καθορισμού του κυμαινόμενου επιτοκίου), πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της ανακοπής το ύψος του πράγματι συμφωνηθέντος ή εφαρμοσθέντος τραπεζικού (κυμαινόμενου) επιτοκίου στη σύμβαση, καθώς και τα ποσά των τόκων που προέκυψαν κατ’ εφαρμογή του εν λόγω συνομολογηθέντος και μονομερώς αναπροσαρμοσθέντος (άκυρου) επιτοκίου, ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί η καταχρηστικότητα του όρου και να αντιταχθεί λυσιτελής άμυνα από την πλευρά του καθ` ου, αφού η διαταγή πληρωμής τυγχάνει ακυρωτέα μόνο κατά το αντίστοιχο μέρος (βλ. ΜονΕφΠατρ 421/2021 στην ΤΝΠ Νόμος).

Με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι η εκκαλούμενη απόφαση έσφαλε και δεν εκτίμησε ορθά τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο της ανακοπής τους σχετικά με την ακυρότητα ως καταχρηστικών και αδιαφανών των όρων 2 και 4 της υπ’ αριθ. ……/11.2.2011 σύμβασης παροχής πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, οι οποίοι καθόριζαν το ανώτατο ύψος του συμβατικού επιτοκίου και έδιναν στην καθ’ης τράπεζα το δικαίωμα να αναπροσαρμόζει μονομερώς το επιτόκιο της μεταξύ τους σύμβασης, απέρριψε δε αυτούς ως αόριστους, διότι δεν ερμήνευσε ορθά τις διατάξεις των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994, καθώς και τους όρους 2 και 4 της σύμβασης και δεν εφάρμοσε ορθά τις άνω διατάξεις του νόμου περί προστασίας του καταναλωτή σε σχέση με τους όρους της μεταξύ τους σύμβασης. Ότι συγκεκριμένα σύμφωνα με τον όρο 2 της σύμβασης συμφωνήθηκε ότι: «Ο Πιστούχος υποχρεούται να καταβάλλει στην Τράπεζα τόκο, ο υπολογισμός του οποίου γίνεται τοκαριθμικά επί του εκάστοτε πραγματικού ημερήσιου χρεωστικού υπολοίπου του ορίου της πίστωσης σε Ευρώ, με επιτόκιο κυμαινόμενο καθ’ όλη τη χρονική διάρκεια της λειτουργίας αυτού, το οποίο (επιτόκιο): συνομολογείται ότι θα είναι κυμαινόμενο καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας αυτού και θα ισούται με το εκάστοτε ισχύον Βασικό Κυμαινόμενο Επιτόκιο Χρηματοδότησης Κεφαλαίου Κίνησης που η Τράπεζα ανακοινώνει στον Τύπο και το οποίο σήμερα ανέρχεται σε ΔΕΚΑ ΚΟΜΜΑ ΕΙΚΟΣΙ ΠΕΝΤΕ…(10,25%), μειωμένο κατά ΔΥΟ ΚΟΜΜΑ ΠΕΝΗΝΤΑ…(2,50%), αρνητικό περιθώριο (spread) δηλαδή συνολικώς ανέρχεται σήμερα σε ΕΠΤΑ ΚΟΜΜΑ ΕΒΔΟΜΗΝΤΑ ΠΕΝΤΕ…(7,75%), πλέον των κατά νόμο εισφορών (π.χ. του Ν. 128/75) όπως κάθε φορά ισχύουν». Ότι σύμφωνα με τον όρο 4 της σύμβασης συμφωνήθηκε ότι: «4.α. Το ανωτέρω Βασικό Κυμαινόμενο Επιτόκιο Χρηματοδότησης Κεφαλαίου Κίνησης είναι άμεσα συνδεδεμένο με το επιτόκιο Euribor διάρκειας ενός (1) μήνα, όπως τούτο ισχύει σε ημερήσια βάση. Η Τράπεζα δύναται να αναπροσαρμόζει το επιτόκιο αυτό, τόσο μετά από σχετική ανακοίνωση της στον Τύπο, όσο και μετά από σχετική γραπτή ειδοποίηση προς τον Οφειλέτη. β) Σε κάθε δε μεταγενέστερη της πρώτης αναπροσαρμογή με το ίδιο ως άνω επιτόκιο EURIBOR που ίσχυε την ημέρα της κάθε φορά τελευταίας αναπροσαρμογής του Βασικού Κυμαινομένου Επιτοκίου Χρηματοδότησης Κεφαλαίου Κίνησης, όπως η ημερομηνία της κάθε φορά τελευταίας αναπροσαρμογής προκύπτει από τη δημοσίευση του σχετικού δελτίου τύπου. Σε κάθε περίπτωση η κατά τα ανωτέρω αναπροσαρμογή του Βασικού Κυμαινομένου Επιτοκίου Χρηματοδότησης Κεφαλαίου Κίνησης δύναται να πραγματοποιείται προς την ίδια κατεύθυνση το αργότερο μέσα σε χρονικό διάστημα τριών (3) μηνών και για ποσοστό από μηδέν τοις εκατό (0%) μέχρι τετρακόσια τοις εκατό (400%) του ποσοστού μεταβολής του ως άνω επιτοκίου EURIBOR διάρκειας ενός μήνα δεδομένου ότι για την αναπροσαρμογή αυτή λαμβάνονται υπόψη και α) γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό μεταξύ των οποίων και η αύξηση του κόστους του χρήματος, β) η διακύμανση του πληθωρισμού, όπως αυτός ανακοινώνεται από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, ο οποίος επηρεάζει το λειτουργικό κόστος της Τράπεζας, γ) ο γενικός πιστωτικός κίνδυνος, όπως και ο λειτουργικός κίνδυνος, στην έννοια των οποίων περιλαμβάνεται και το ύψος της απαιτούμενης κεφαλαιακής επάρκειας σε σχέση με το κόστος των επισφαλειών και των απαιτήσεων, κατ’ εφαρμογή του σχετικού Συμφώνου της Βασιλείας, δ) το είδος και η ποιότητα των παρεχόμενων εξασφαλίσεων. 4.β. Η Τράπεζα σταθμίζοντας τις εκάστοτε διαμορφούμενες συνθήκες όπως αυτές εξειδικεύονται αμέσως στη συνέχεια, δύναται να αναπροσαρμόζει το Περιθώριο μετά από προηγούμενη γραπτή γνωστοποίηση προς τον οφειλέτη οπότε και εφαρμόζονται τα οριζόμενα στον όρο 4γ της παρούσας. Για την αναπροσαρμογή αυτή λαμβάνονται κυρίως υπ’ όψιν α) ο ειδικός πιστωτικός κίνδυνος, β) η εξέλιξη των οικονομικών στοιχείων του οφειλέτη, γ) η επίτευξη και διατήρηση της επιδιωκόμενης ανταποδοτικότητας στα πλαίσια της ευρύτερης με τον οφειλέτη συνεργασίας, δ) το είδος και η ποιότητα των παρεχόμενων εξασφαλίσεων». Ότι στην ένδικη περίπτωση το επιτόκιο που ίσχυσε αρχικά δυνάμει των Γ.Ο.Σ. της σύμβασης παροχής πίστωσης ήταν κατά την ημερομηνία εκταμίευσης του δανείου ετήσιο κυμαινόμενο επιτόκιο 7,75% πλέον της εισφοράς του ν. 128/75, ενώ το επιτόκιο υπερημερίας ορίσθηκε συμβατικά σε 2,5 ποσοστιαίες μονάδες πάνω του βασικού. Ότι σύμφωνα με τον όρο 4 της επίδικης σύμβασης, φαίνεται ότι το άνω κυμαινόμενο επιτόκιο συνδέθηκε με το επιτόκιο Euribor διάρκειας ενός μήνα, στη δε ανακοπή τους οι ανακόποντες-ήδη εκκαλούντες περιέλαβαν τον μέσο όρο Euribor μηνός για το διάστημα από 11.2.2011 (ημέρα σύναψης της σύμβασης) μέχρι και την 6.1.2017. Ότι η καθ’ης η ανακοπή-εφεσίβλητη τροποποίησε μονομερώς τα επιτόκια και τους επέβαλε επιτόκια ανώτερα των νόμιμων (εξωτραπεζικών) επιτοκίων. Στο σημείο αυτό οι ανακόπτοντες τονίζουν ότι σύμφωνα με το ΠΔ/ΤΕ υπ’ αριθ. 2286/28-1-1994 που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 1 του ν. 1266/1982 σχετικώς με τα καταναλωτικά δάνεια και τα χρεωστικά υπόλοιπα λογαριασμών πιστωτικών δελτίων τα επιτόκια καθορίζονται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα με την επιφύλαξη όμως των διατάξεων περί ελάχιστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που τυχόν ισχύουν. Ότι τα τραπεζικά επιτόκια είναι σήμερα κατά κανόνα ελευθέρως διαπραγματεύσιμα και το ισχύον γι’ αυτά καθεστώς δεν συνοδεύεται από τη θέσπιση ανώτατων ορίων, η δε επέμβαση του νομοθέτη περιορίζεται στη ρύθμιση των εξωτραπεζικών μόνο επιτοκίων. Ότι τα εξωτραπεζικά επιτόκια παρά τον περιορισμό τους στις εξωτραπεζικές συναλλαγές, δεν παύουν να έχουν γενικότερη κοινωνικοοικονομική σημασία και να αφορούν και τις τραπεζικές συμβατικές σχέσεις, ο δε κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος στην ελεύθερη διαμόρφωση των τραπεζικών επιτοκίων είναι η συμπίεσή τους κάτω από τα όρια των εξωτραπεζικών. Ότι έτσι η συμφωνία για επιτόκια που υπερβαίνουν τα ανώτατα αυτά όρια δεν παύει να απαγορεύεται από το νόμο κατ’ άρθρο 281 ΑΚ. Ότι ενόψει των ανωτέρω συλλογισμών, γενικός όρος που επιτρέπει στην τράπεζα να καθορίζει το εκάστοτε συμβατικό επιτόκιο με το οποίο θα χρεώνεται ο λογαριασμός του πελάτη στις περιπτώσεις τμηματικών εξοφλήσεων (καταβολών σε δόσεις) είναι καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος λόγω αντίθεσής του στο άρθρο 2 παρ.7 του ν. 2251/1994, όταν δεν καθορίζονται κριτήρια ειδικά εκ των προτέρων και εύλογα για τον καταναλωτή-πελάτη. Ότι συνεπώς εξαιτίας της μη νόμιμης υπέρβασης του επιτοκίου για την περίοδο λειτουργίας της σύμβασης από 11.2.2011 έως 15.10.2014, η καθ’ης- εφεσίβλητη τους χρέωσε με υπέρογκα ποσά τόκων, τροποποιώντας κατά το δοκούν, το επιτόκιο της σύμβασης, το οποίο ανήλθε για την χρονική περίοδο αυτή σε ποσοστό ανώτερο από τα εξωτραπεζικά επιτόκια, ενώ και το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας ήταν υψηλότερο του νόμιμου επιτοκίου υπερημερίας, το οποίο ορίζεται σε 2 μονάδες πάνω του εκάστοτε ισχύοντος συμβατικού επιτοκίου (και όχι 2,5% πάνω από το συμβατικό). Ότι τα ποσά αυτά μάλιστα, η καθ’ης-εφεσίβλητη τα ενσωμάτωσε στο κεφάλαιο της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και τα κεφαλαιοποίησε και τα ανατόκισε με αποτέλεσμα να καθίσταται ουσιαστικά αδύνατος ο προσδιορισμός των επιμέρους κονδυλίων, τα οποία έχουν καταστεί μέρος του κεφαλαίου της υπ’ αριθ. …../2017 διαταγής πληρωμής. Ότι με βάση τα ανωτέρω, η εκκαλούμενη απόφαση έσφαλε διότι ο πρώτος λόγος της ανακοπής δεν έβαλε γενικώς κατά της ορθότητας του λογαριασμού, όπως εσφαλμένα διέλαβε στο σκεπτικό της, αλλά αφορούσε τα κατ’ ιδίαν κονδύλια των τόκων, με τα οποία χρέωσε τους ανακόπτοντες η καθ’ης τράπεζα και τα οποία στη συνέχεια κεφαλαιοποίησε και ότι γι’ αυτόν το λόγο πρέπει η προσβαλλόμενη απόφαση να εξαφανισθεί. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τους σχετικούς λόγους ανακοπής προεχόντως ως αόριστους, δεδομένου ότι οι ανακόπτοντες δεν προσβάλλουν συγκεκριμένα κατ’ ιδίαν κονδύλια του τηρούμενου λογαριασμού, βάσει του οποίου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, τα οποία μη νόμιμα επιδικάστηκαν σε αυτούς κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω όρων, ώστε να είναι δυνατή η ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής κατά το αντίστοιχο μέρος και να μπορεί η καθ’ης να αμυνθεί. Ότι επιπλέον σε κάθε περίπτωση καταλογισμού παράνομων κονδυλίων σε βάρος του οφειλέτη η απαίτηση δεν καθίσταται ανεκκαθάριστη, ώστε να δημιουργείται διαδικαστικό κώλυμα για την έκδοση διαταγής πληρωμής, κατά την έννοια του άρθρου 624 ΚΠολΔ, οι δε τυχόν παράνομοι όροι της σύμβασης, που συνεπάγονται μη σύννομες απαιτήσεις του δανειστή γεννούν άλλο λόγο ανακοπής, αναγόμενο στην απαίτηση, που κατατείνει στη μερική ακύρωση της διαταγής πληρωμής κατά το ποσό που παρά το νόμο καταλογίστηκε σε βάρος του ανακόπτοντος, διότι η ακυρότητα κάποιου όρου της σύμβασης συνεπάγεται ακυρότητα του αντίστοιχου μέρους αυτής και όχι ολόκληρης (εκτός αν συνάγεται ότι δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος κατ’ άρθρο 181 ΑΚ). Με την παραπάνω αιτιολογία, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά απέρριψε τους σχετικούς λόγους ανακοπής λόγω της αοριστίας τους ως απαράδεκτους. Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω, οι ως άνω λόγοι της ανακοπής είναι αόριστοι, αφενός μεν διότι δεν αναφέρεται, σε ποιο ύψος η καθ’ης τράπεζα κάνοντας χρήση του σχετικού όρου για το κυμαινόμενο επιτόκιο, μετέβαλε κατά τη διάρκεια της σύμβασης το αρχικώς καθορισθέν επιτόκιο, δηλαδή δεν αναφέρονται συγκεκριμένα περιστατικά αύξησης του βασικού επιτοκίου μονομερώς από την πιστώτρια Τράπεζα, χωρίς να αρκεί η παράθεση πινάκων με το ισχύσαν Euribor κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, αφού δεν υποστηρίζουν οι ανακόπτοντες ότι συμφωνήθηκε αυτόματη αναπροσαρμογή του επιτοκίου στο έκαστοτε ισχύον ύψος του Euribor, αφετέρου δε διότι η έκθεση των περιστατικών, προς θεμελίωση του ανωτέρω λόγου, δεν γίνεται με σαφήνεια και πληρότητα, αφού οι ανακόπτοντες επικαλούνται ακυρότητα του συγκεκριμένου όρου της σύμβασης, αρκούμενοι σε γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης της καθ’ης τράπεζας, χωρίς ωστόσο να προβάλλουν ότι η ακυρότητα αυτή είναι τόσο ουσιώδης, ώστε να επιφέρει ταυτόχρονα ακυρότητα της όλης σύμβασης (άρθρο 181 ΑΚ) και χωρίς να προσδιορίζουν συγκεκριμένο κονδύλιο ή κονδύλια, με τα οποία επιβαρύνθηκε για την πιο πάνω αιτία η οφειλή τους με παράνομους τόκους, ώστε να συνδέεται η ακυρότητα του ανωτέρω όρου, κατά ορισμένο και σαφή τρόπο, με τη διαμόρφωση του ύψους της απαίτησης, προκειμένου έτσι, σε περίπτωση που κριθεί βάσιμος ο ανωτέρω λόγος της ανακοπής, να μειωθεί το συνολικό ποσό της απαίτησης που επιδικάστηκε με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής μόνον κατά το ποσό κατάλυσης της οφειλής και να μπορέσει το δικαστήριο της ανακοπής να ακυρώσει τη διαταγή πληρωμής, κατά το επί πλέον αυτό ποσό που οι ανακόπτοντες διατάχθηκαν να πληρώσουν στην καθ’ης τράπεζα, αφού, κατά τα παραπάνω εκτεθέντα, στην περίπτωση αυτή η διαταγή πληρωμής δεν είναι άκυρη στο σύνολό της (βλ. ΑΠ 196/2020 που παραπέμπει στις ΑΠ 999/2019, ΑΠ 370/2012 στην ΤΝΠ Νόμος).

Με τον δεύτερο λόγο της έφεσής τους οι εκκαλούντες παραπονούνται επειδή απορρίφθηκε ο δεύτερος λόγος της ανακοπής τους. Υποστηρίζουν ότι με αυτόν, ως ανακόπτοντες έβαλαν ευθέως κατά των προαναφερθέντων όρων 2 και 4 της επίδικης σύμβασης, επειδή η καθ’ης τράπεζα, ενώ καταρχάς φάνηκε να συνδέει τη μεταβολή του επιτοκίου με τη μεταβολή του δείκτη Euribor, δεν προσδιόρισε κανένα κριτήριο που να δικαιολογεί την εκ μέρους της μεταβολή ή μη του συμβατικού επιτοκίου μονομερώς, αρκούμενη στη ρητή διατύπωση «Η τράπεζα δύναται να αναπροσαρμόζει το επιτόκιο αυτό, τόσο μετά από σχετική ανακοίνωσή της στον Τύπο…». Ότι η διατύπωση αυτή, όμως, ως προς το σκέλος που η μεταβολή του επιτοκίου οδηγεί στη μη μείωση ή στην αύξηση του συμβατικού επιτοκίου υπάγεται στις περιπτώσεις των per se καταχρηστικών όρων της διάταξης της παραγράφου 7 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 και συγκεκριμένα στις περιπτώσεις ε’ και ια’ (δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης της σύμβασης χωρίς ειδικό και σπουδαίο λόγο και αοριστία τιμήματος αντίστοιχα), ενώ παραβιάζει και την αρχή της διαφάνειας, έχοντας ως αποτέλεσμα ουσιώδη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων σε βάρος του καταναλωτή, αφού κανένα κριτήριο δεν προσδιορίζεται στη σύμβαση που να δικαιολογεί τη μονομερή εκ μέρους της καθ’ης τράπεζας μεταβολή του συμβατικού επιτοκίου, με αποτέλεσμα το σκέλος αυτό του όρου να είναι καταχρηστικό. Ότι επιπλέον ο συγκεκριμένος συμβατικός όρος εμφανίζει αοριστία και είναι αντίθετος όχι μόνο στις διατάξεις του άρθρου 2 παρ.6 και 7 του ν. 2251/1994 αλλά και στην ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 που επιβάλλει να αναφέρεται με σαφήνεια το επιτόκιο αναφοράς και ο βαθμός συμμετοχής του στον καθορισμό του τελικού επιτοκίου, ώστε ο καταναλωτής να δύναται από την παρακολούθηση αυτού να παρακολουθεί και την αυξομείωση του επιτοκίου της σύμβασης κατά τρόπο ορισμένο και διαφανή. Ότι η εκκαλούμενη έσφαλε διότι η καθ’ης τράπεζα βασιζόμενη στους ως άνω άκυρους και καταχρηστικούς όρους τροποποίησε μονομερώς το επιτόκιο, αυξάνοντάς το και χωρίς να μπορούν οι ανακόπτοντες να παρακολουθήσουν την αύξηση του επιτοκίου της σύμβασης, τα δε ποσά των τόκων, με τα οποία χρέωσε τους ανακόπτοντες, τα κεφαλαιοποίησε και τα ανατόκισε. Ότι συνέπεια αυτής της παράνομης και αντισυμβατικής συμπεριφοράς της τράπεζας είναι οι απαιτήσεις αυτής, οι οποίες αφορούν κονδύλια δυνάμει αυτών των άκυρων και καταχρηστικών όρων και των βάσει αυτών επιβαλλόμενων επιτοκίων να είναι ανεκκαθάριστες. Ο λόγος αυτός έφεσης τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του, καθώς ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον σχετικό λόγο ανακοπής, ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, κατά τα προαναφερθέντα ήδη αναπτυχθέντα αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης, με τον οποίο προσβλήθηκε η εκκαλουμένη για την απόρριψη και των δύο πρώτων λόγων ανακοπής. Δηλαδή ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι οι ανακόπτοντες δεν προσδιορίζουν με ποιο ποσό αναπροσαρμοσθέντος παράνομου τόκου επιβαρύνθηκαν αυτοί από την καθ’ης τράπεζα- όπως τούτος ο προσδιορισμός είναι δυνατός με απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς από τους ίδιους τους ανακόπτοντες που υποστηρίζουν ότι υπάρχει απόκλιση από τους νόμιμους συμβατικούς τόκους και αφού κατά την ανακοπή υπήρχε αρχικό συμφωνημένο κυμαινόμενο επιτόκιο 7,75% πλέον της εισφοράς του ν. 128/1975, ήτοι 0,6%- το οποίο (επιτόκιο) φέρεται να αναπροσαρμόσθηκε στη συνέχεια μονομερώς από την τράπεζα χωρίς να προσδιορίζεται από τους ανακόπτοντες η αναπροσαρμογή αυτή (βλ. σχετικά ΑΠ 354/2020 στην areiospagos.gr, όπου εκεί είχε γίνει σχετικός υπολογισμός από τους ανακόπτοντες του φερόμενου ως παράνομου τόκου λόγω επικαλούμενης μη νόμιμης αναπροσαρμογής του κυμαινόμενου επιτοκίου), ούτως ώστε να μπορεί να κριθεί αν πρέπει να ακυρωθεί κατά το μέρος αυτό η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, οι δε τυχόν παράνομοι ως καταχρηστικοί όροι της ένδικης σύμβασης πίστωσης ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού και ο καταλογισμός παράνομων κονδυλίων, όπως παράνομων τόκων δεν καθιστά το σύνολο της απαίτησης από την κίνηση της πίστωσης με βάση τον αλληλόχρεο λογαριασμό ανεκκαθάριστο, ώστε να δημιουργείται διαδικαστικό κώλυμα για την έκδοση διαταγής πληρωμής κατά την έννοια του άρθρου 624 ΚΠολΔ, αλλά όσοι τυχόν παράνομοι όροι της σύμβασης, συνεπάγονται μη σύννομες απαιτήσεις του δανειστή γεννούν ειδικό λόγο ανακοπής, που περιορίζεται στην παρανόμως υπολογισθείσα απαίτηση και μπορεί να οδηγήσει στη μερική ακύρωση της διαταγής πληρωμής κατά το ποσό που παρά τον νόμο καταλογίστηκε σε βάρος του ανακόπτοντος. Τούτο, καθώς η ακυρότητα κάποιου όρου της σύμβασης συνεπάγεται ακυρότητα του αντίστοιχου μέρους αυτής και όχι ολόκληρης, εκτός αν συνάγεται ότι δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος (άρθρο 181 ΑΚ), κάτι το οποίο δεν υποστηρίζουν οι ανακόπτοντες- ήδη εκκαλούντες (βλ. και ΜονΕφΠειρ 250/2022 στην efeteio-peir.gr).

Με τον τρίτο λόγοι της έφεσής τους οι εκκαλούντες-ανακόπτοντες παραπονούνται ότι η εκκαλούμενη έσφαλε απορρίπτοντας τον τρίτο λόγο της ανακοπής τους ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας. Ότι με τον λόγο αυτόν, εκείνοι έβαλαν κατά του προαναφερθέντος όρου 2 της επίδικης σύμβασης παροχής πίστωσης, όπως επίσης και κατά του όρου 3 της από 30.3.2012 πρόσθετης πράξης της εν λόγω σύμβασης, με τον οποίο η καθ’ης τράπεζα μετακύλησε στους ανακόπτοντες παρανόμως την εισφορά του ν. 128/1975 και στη συνέχεια προχώρησε σε κεφαλαιοποίηση και ανατοκισμό. Ότι στην παρ.3 του άρθρου 1 του ν. 128/1975 ορίζεται ότι «επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της Τράπεζας της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ’ αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων των πιστώσεων προς τράπεζας, ως και προς το Δημόσιον, πλην των εντόκων γραμματίων. Η εισφορά αυτή οφείλεται πέραν των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των τραπεζών συμβάσεως, ως αυτή τροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών». Ότι στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου, εξάλλου, στην οποία αναφέρονται τα προηγούμενα, προβλέπεται άνοιγμα κοινού λογαριασμού στην Τράπεζα της Ελλάδος για επιστροφή διαφόρων τόκων σε εξαγωγικές επιχειρήσεις. Ότι στην ίδια παράγραφο αναφέρεται ακόμη, ότι ο λογαριασμός αυτός δημιουργήθηκε με σύμβαση μεταξύ των τραπεζών στις 19 Μαρτίου 1962 και αργότερα στις 30.1.1969 και εγκρίθηκε με τις αποφάσεις 1265/1962 και 1520/1969, αντίστοιχα, της νομισματικής επιτροπής, οι οποίες εγκρίθηκαν από το υπουργικό συμβούλιο. Ότι σύμφωνα με την παρ.2 του άρθρου 22 του ν. 2515/1997, που ρυθμίζει την ίδια εισφορά στις περιπτώσεις των δανείων που χορηγούνται από πιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού, ορίζεται ότι η «εισφορά αυτή (ν. 128/75) επιβάλλεται και επί των δανείων σε δραχμές και συνάλλαγμα και των ισοδυνάμου αποτελέσματος συμβάσεων από πιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού προς φυσικά ή νομικά πρόσωπα που είναι υπόχρεα προς υποβολή φορολογικής δήλωσης. Στην περίπτωση αυτή υπόχρεος προς απόδοση της εισφοράς είναι ο δανειοδοτούμενος». Ότι από το σύνολο των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι η εισφορά αυτή του ν. 128/75 βαρύνει τα κάθε είδους πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα και σε καμία περίπτωση τους δανειολήπτες- πελάτες αυτών. Ότι έναντι του δικαιούχου της εισφοράς (Τράπεζα της Ελλάδος) υπόχρεος για την καταβολή είναι το πιστωτικό ίδρυμα και όχι ο δανειοδοτούμενος και ότι είναι μεν δυνατή η δια συμβάσεως ανάληψη εκ μέρους τρίτου προσώπου σχετικής υποχρεώσεως (άρθρα 361, 471επ. του ΑΚ), όμως δεν μπορεί να γίνει λόγος για αναδοχή χρέους στην περίπτωση αυτή, αφού απαιτείται σύμβαση μεταξύ του δανειστή (Τράπεζα της Ελλάδος) και του τρίτου, αλλά μόνο για απλή υπόσχεση ελευθερώσεως (άρθρο 478 ΑΚ). Ότι η σύμβαση αυτή όμως είναι αιτιώδης σε αντίθεση με τη σωρευτική ή τη στερητική αναδοχή χρέους και έτσι στην περίπτωση της εισφοράς του ν. 128/75, η συμφωνία ελευθερώσεως είναι άκυρη, αν δεν προβλέπεται από τη σύμβαση αιτία επιδόσεως ως προς τη συγκεκριμένη παροχή. Ότι εν προκειμένω, ούτε σύμβαση αναδοχής συνήφθη, ούτε στην επίδικη δανειστική σύμβαση έχει προβλεφθεί αιτία επιδόσεως της συγκεκριμένης παροχής. Ότι κατ’ άλλη άποψη που έχει διατυπωθεί στη θεωρία και τη νομολογία, η εισφορά του ν. 128/75 αποτελεί μεν δημοσιονομικό βάρος που επιβαρύνει τις τράπεζες έναντι των πιστώσεων που παρέχουν στο κοινωνικό σύνολο, το βάρος, ωστόσο, αυτό δεν είναι δυνατό να μετατεθεί στους άλλους κοινωνικούς εταίρους, επειδή μόνο τυπικός νόμος και όχι σύμβαση είναι δυνατό να επιβάλει φόρο ή άλλο οικονομικό βάρος στους πολίτες σύμφωνα με το άρθρο 75 του Συντάγματος και ως εκ τούτου η κατά κυριολεξία μετάθεση του φόρου θα σήμαινε καταστρατήγηση του νόμου, που προέβλεψε για συγκεκριμένο λόγο την εισφορά. Ότι συνεπώς, ουδεμία εισφορά είναι δυνατόν να επιβάλλεται ή να μετακυλίεται στον πιστολήπτη σαν διακεκριμένη επιβάρυνση. Ότι ο πιστολήπτης είναι υποχρεωμένος να καταβάλει μόνο τους συμφωνημένους τόκους με βάση συγκεκριμένο επιτόκιο, ενώ η εισφορά του ν,. 128/75 δεν τον αφορά. Ότι συνεπώς η καθ’ ης παρανόμως μετακύλησε την ως άνω εισφορά στους ανακόπτοντες, ως προς το ποσό δε της απαίτησης για το οποίο εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, δεν προκύπτει το σύνολο της οφειλής, λόγω ακυρότητας των συμπεριλαμβανόμενων στον λογαριασμό ποσών από τον παράνομο υπολογισμό, κεφαλαιοποίηση και ανατοκισμό των ποσών της εισφοράς του ν. 128/75 και ότι το επιδικασθέν κεφάλαιο είναι άκυρο κατά το μέρος που επιδίκασε στην καθ’ης απαίτηση που δεν γεννήθηκε. Ότι στο σημείο αυτό έσφαλε η εκκαλούμενη και ότι γι’ αυτό πρέπει να εξαφανισθεί. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του ότι οι ανακόπτοντες με τον τρίτο λόγο ανακοπής τους και κατ’ εκτίμηση αυτού, ισχυρίζονται ότι με τον όρο 2 της σύμβασης προβλέπεται παράνομη μετακύλιση σε αυτούς της εισφοράς του ν. 128/75, καθώς και ανατοκισμός αυτής, τα ποσά της οποίας αναφέρονται στον σχετικό λογαριασμό αθροιζόμενα με τους τόκους, χωρίς να γίνεται εξειδίκευση αυτών και χωρίς να αναφέρονται αυτά ως ξεχωριστή, μη ανατοκιζόμενη, επιβάρυνση, με αποτέλεσμα η καθ’ ης να χρεώνει αυτούς (ανακόπτοντες) με παράνομα ποσά, τα οποία ενσωμάτωσε στο ανεξόφλητο κεφάλαιο, καθιστάμενης, ως εκ τούτου, της απαίτησής της αβέβαιης και ανεκκαθάριστης, μη συντρέχουσας, επιπλέον, ως προς αυτήν και της προϋπόθεσης της εγγράφου αποδείξεως. Ότι ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι προεχόντως απορριπτέος ως απαράδεκτος, λόγω αοριστίας, καθόσον δεν προσβάλλονται με αυτόν συγκεκριμένα επιμέρους κονδύλια του λογαριασμού, παρά μόνον προτείνεται μια γενική και ασαφής αμφισβήτηση της ορθότητας του τηρηθέντος δοσοληπτικού λογαριασμού. Ότι σε κάθε περίπτωση, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος. Συγκεκριμένα το παραπάνω Δικαστήριο δέχθηκε ότι από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 1 παρ.3 του ν. 128/75 δεν προκύπτει η θέσπιση απαγορευτικού, με την έννοια του άρθρου 174 ΑΚ, κανόνα δικαίου, ως προς τη μετακύλιση της σχετικής εισφοράς σε τρίτον, αφού ο νόμος ορίζει την επιβολή της εισφοράς και το υπόχρεο να την καταβάλει πρόσωπο, χωρίς όμως να ορίζει ούτε την υποχρεωτική μετακύλισή της, ούτε όμως και την απαγόρευση μετακύλισής της. Ο χαρακτήρας, άλλωστε, της εισφοράς αυτής, ως είδος δημοσιονομικής επιβαρύνσεως αρχικά για συγκεκριμένο σκοπό (επιδότηση δανείων προς εξαγωγικές επιχειρήσεις) και μετά την τροποποίηση που επέφερε ο ν. 2065/1992, ως, από οικονομική άποψη, γενικό έσοδο του Δημοσίου, δικαιολογεί την αναζήτηση της σημασίας της λέξεως «βαρύνουσα» στη φορολογική νομοθεσία, όπως αυτή προκύπτει από τη χρήση της εν λόγω λέξεως σε νόμους που θεσπίζουν φόρους ή εισφορές. Ότι ούτε αντικειμενικά, από τον ρυθμιστικό σκοπό του νόμου, προκύπτει βάση αποδοκιμασίας της μετακύλισης της εν λόγω εισφοράς, αφού σκοπός του νόμου παραμένει η έμμεση ενίσχυση, μέσω της εισφοράς αυτής, της επιδοτήσεως των επιτοκίων συγκεκριμένων δανείων επ’ ωφελεία της εθνικής οικονομίας, χωρίς να προκύπτει ότι το πρόσωπο που πρέπει να επιβαρυνθεί τελικά είναι τα πιστωτικά ιδρύματα. Εξάλλου, από μακρού χρόνου τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελευθέρως, οπότε υπό το καθεστώς αυτό η θέσπιση απαγορεύσεως μετακύλισης της ως άνω εισφοράς στους πιστούχους δεν είναι εφικτή και από τη φύση του πράγματος. Και τούτο γιατί, στο μέτρο που οι τράπεζες μπορούν ελεύθερα να καθορίζουν τα επιτόκια των χορηγήσεων, θα μπορούν και να υπολογίσουν το ποσοστό της εισφοράς του ν. 128/75 στο ύψος του επιτοκίου που προσφέρουν, χωρίς ειδική αναφορά της εισφοράς αυτής στη σύμβαση. Ότι τότε όμως η απαγόρευση, αν γινόταν δεκτό ότι έχει απαγορευτικό χαρακτήρα η διάταξη του άρθρου 1 παρ.3 του ν. 128/75, θα εξαρτιόταν από το εάν θα αναφερόταν ή όχι στη σύμβαση ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου και, συνεπώς, η εν λόγω εισφορά. Αλλά και εάν η μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς έχει, εν όψει και της διατάξεως του άρθρου 293 ΑΚ, ως συνέπεια την κατά το ποσοστό της εισφοράς αύξηση του συμβατικά καθοριζόμενου επιτοκίου πέραν του προβλεπόμενου ανώτατου ορίου, και τότε η απαγόρευση αυτή δεν θα προέκυπτε από τον ν. 128/1975, αλλά από τη διάταξη που θα όριζε ανώτατο όριο τραπεζικού επιτοκίου. Ότι συμπερασματικά, εν όψει των προαναφερθέντων, προκύπτει ότι από τον ν. 128/1975 δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με το νόμο αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου στο πλαίσιο της εννόμου σχέσεως που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια τοιαύτη μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και πιστούχων- δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας  νοουμένης της θεσπίσεως ανωτέρου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Ότι επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου συμβάσεως πιστώσεως, με έμμεσο αποτέλεσμα τη συμβατική μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον πιστούχο, είναι νόμιμη γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ.3 του ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ’ άρθρο 174 του ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων. Με βάση τα ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι σε κάθε περίπτωση-πέραν της αοριστίας δηλαδή και αν ακόμη μπορούσε να κριθεί ορισμένος ο σχετικός λόγος με παράθεση συγκεκριμένων ποσών που φέρονται ότι υπολογίστηκαν παράνομα- ο παραπάνω λόγος ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον κατά τις παραπάνω νομικές σκέψεις, η ρυθμιστική ισχύς του νόμου 128/1975 εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου στα πλαίσια της εννόμου σχέσεως που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά επομένως αποκλειστικώς στην κάθετη σχέση μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών, ήτοι η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους αυτούς επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων, υπό το καθεστώς του οποίου η Τράπεζα της Ελλάδος επέβαλε την υποχρέωση για ξεχωριστή αναφορά της σχετικής επιβαρύνσεως με σχετικές αποφάσεις της και ως εκ τούτου, η ανωτέρω νομίμως επιβληθείσα, δυνάμει συμβατικού όρου, κατά τα εκτιθέμενα στην ανακοπή, εισφορά αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου και, επομένως, νόμιμα ανατοκίζεται. Δεχόμενη τα ανωτέρω η εκκαλούμενη απόφαση και απορρίπτοντας τον σχετικό λόγο ανακοπής ως αόριστο, άλλως ως μη νόμιμο, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, τα όσα δε αντίθετα υποστηρίζουν οι εκκαλούντες με τον τρίτο λόγο έφεσης τυγχάνουν απορριπτέα ως μη νόμιμα (βλ. σχετικά με το επιτρεπτό της μετακύλισης της εισφοράς του ν. 128/1975 στον πιστούχο ή στον δανειολήπτη ΑΠ 669/2020, ΑΠ 999/2019 στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1419/2019 στην Taxheaven, ΑΠ 332/2019 στην areiospagos.gr, ΕφΑθ 1566/2022, ΕφΑθ 416/2022, ΕφΠατρ 9/2022, ΕφΠατρ 65/2022 στην ΤΝΠ Νόμος).

Με τον τέταρτο λόγο της έφεσής τους οι εκκαλούντες προσάπτουν στην εκκαλούμενη απόφαση ότι έσφαλε διότι έκρινε ότι ο τέταρτος λόγος της ανακοπής τους είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος. Ότι συγκεκριμένα στον όρο 4γ της από 11.2.2011 επίδικης συμβάσεως προβλέπεται ότι: «Η τράπεζα διατηρεί το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης ή συμπλήρωσης των όρων της παρούσας, η οποία συντελείται μόνο μετά από προηγούμενη σχετική γραπτή γνωστοποίηση προς τον οφειλέτη τόσο της μεταβολής όσο και της ημερομηνίας έναρξης της ισχύος αυτής ο οποίος (οφειλέτης) εάν δεν την αποδεχθεί οφείλει μέσα σε χρονικό διάστημα τριάντα (30) ημερών από την γνωστοποίηση αυτή, να καταγγείλει την παρούσα σύμβαση και να εξοφλήσει άμεσα το κατά την ημερομηνία αυτή οφειλόμενο κεφάλαιο, τους τόκους (συμβατικούς, υπερημερίας και από ανατοκισμό) και τα τυχόν έξοδα. Με την πάροδο άπρακτης της παραπάνω προθεσμίας ή με την ανάληψη ποσού ή με την ανεπιφύλακτη μερική ή ολική εξόφληση οφειλής που θα γίνουν στα πλαίσια της χρήσης του ορίου της πίστωσης μετά τη γνωστοποίηση, ο οφειλέτης θεωρείται ότι αποδέχθηκε την μεταβολή από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος αυτής». Ότι στον όρο 12 της ίδιας σύμβασης ορίζεται ότι: «Στο τέλος κάθε ημερολογιακού τριμήνου ή κάθε βραχύτερου κατά τα ως άνω χρονικού διαστήματος η Τράπεζα θα αποστέλλει στον πιστούχο αντίγραφο του ή των λογαριασμών της πίστωσης που θα αποδεικνύουν την κίνησή του/ς καθώς και το υπόλοιπο του/ς κατά το τρίμηνο αυτό ή το βραχύτερο κατά τα ως άνω χρονικό διάστημα. Ο πιστούχος, αφού ελέγξει τα κονδύλια του/των λογαριασμού/ών της πίστωσης, οφείλει να αναγνωρίσει το υπόλοιπο αυτού/ών, επιστρέφοντας υπογεγραμμένο προς την Τράπεζα το αντίγραφο της αποστολής. Ο πιστούχος οφείλει μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από το τέλος του ημερολογιακού τριμήνου ή του βραχύτερου κατά τα ως άνω χρονικού διαστήματος να γνωστοποιήσει με έγγραφό του προς την Τράπεζα, ότι δεν έλαβε αντίγραφο του/των λογαριασμού/ών της πίστωσης ή ότι διαφωνεί με το περιεχόμενο του εγγράφου που παρέλαβε. Εάν ο πιστούχος δεν προβεί στην ως άνω γνωστοποίηση, θεωρείται ότι έλαβε γνώση του αντιγράφου του/των λογαριασμού/ών της πίστωσης και ότι έχει αναγνωρίσει την ακρίβεια του ή των λογαριασμών της πίστωσης και το υπόλοιπο αυτού/ών, παραιτούμενος από κάθε δικαίωμά του να αμφισβητήσει το κατάλοιπο αυτό. Ο Πιστούχος κάνοντας χρήση της πίστωσης, θεωρείται ότι έχει αναγνωρίσει την ακρίβεια του ή των λογαριασμών της. Ρητά επίσης συμφωνείται ότι την αυτή ισχύ και αποδεικτική δύναμη έχει αφενός μεν το απόσπασμα του ή των αντίστοιχων λογαριασμών καθυστερήσεων από τα βιβλία της Τράπεζας, αφετέρου δε και οι καταστάσεις ή αντίστοιχη μηχανογραφική απεικόνιση της Τράπεζας, στις οποίες εμφαίνεται η απαίτηση της Τράπεζας από τον εξωλογιστικό προσδιορισμό των τόκων σύμφωνα με την ισχύουσα εκάστοτε νομοθεσία». Ότι στον όρο 32 της ίδιας σύμβασης αναφέρεται: «32. Συμφωνείται ότι παράλειψη του πιστούχου να γνωστοποιήσει στην Τράπεζα εγγράφως, με απόδειξη μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την ταχυδρόμηση προς αυτόν αντιγράφου του λογαριασμού ή οποιουδήποτε άλλου εγγράφου, τυχόν αντιρρήσεις ή διαφωνία του, θεωρείται ως αναγνώριση από τον πιστούχο της ακρίβειας του λογαριασμού ή του εγγράφου που του ταχυδρομήθηκε». Ότι με τους παραπάνω όρους η καθ’ης τράπεζα επέβαλε στους ανακόπτοντες πλασματική αναγνώριση του χρέους. Ότι δεν απαγορεύεται κατ’ αρχήν χρήση στους Γ.Ο.Σ. τέτοιων πλασματικών δηλώσεων βουλήσεως, πλην όμως η διατύπωσή τους πρέπει να είναι τέτοια, ώστε να μην επέρχεται ουσιώδης διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών, πράγμα που μπορεί να συμβεί είτε γιατί η παρεχόμενη στον αντισυμβαλλόμενο προθεσμία για να εκφράσει δήλωση βουλήσεως ορισμένου περιεχομένου είναι εξαιρετικά σύντομη, είτε γιατί δεν διαφωτίζεται επαρκώς ο αντισυμβαλλόμενος ότι η παράλειψη της δηλώσεως βουλήσεως θα έχει μετά την παρέλευση της προθεσμίας πλασματικό περιεχόμενο, είτε γιατί θεωρείται πλασματικά περιελθούσα στον αντισυμβαλλόμενο δήλωση βουλήσεως του χρήστη, έστω και αν τούτο πράγματι δεν συνέβη, αν ο αντισυμβαλλόμενος δεν διαμαρτυρηθεί για τη μη λήψη της μέσα σε ορισμένη προθεσμία. Ότι τέτοιοι Γ.Ο.Σ. επιβαρύνουν σημαντικά τη θέση του αντισυμβαλλόμενου και είναι ως καταχρηστικοί, άκυροι κατά το άρθρο 2 παρ.6 και 7 περ. ΚΖ και ΚΗ του ν. 2251/1994. Ότι καταρχήν είναι ανίσχυρη ρήτρα περιεχόμενη σε Γ.Ο.Σ. τράπεζας προς πελάτη της σύμφωνα με την οποία θεωρείται ως δοθείσα η μη δοθείσα δήλωση βουλήσεως του αντισυμβαλλόμενου αυτής κατά την επιχείρηση ή παράλειψη ορισμένης πράξεως, εκτός αν παραχωρείται στον πελάτη της τράπεζας εύλογη κατά τις περιστάσεις προθεσμία για διατύπωση ρητής δηλώσεως και παράλληλα ενόσω ο χρήστης υποχρεούται αν ενημερώσει ιδιαιτέρως τον αντισυμβαλλόμενο κατά την έναρξη της προθεσμίας για την προβλεπόμενη σημασία της συμπεριφοράς του. Ότι επίσης είναι καταχρηστική ρύθμιση Γ.Ο.Σ. κατά την οποία θεωρείται περιελθούσα στον αντισυμβαλλόμενο δήλωση του χρήστη ιδιαιτέρας σημασίας αν αυτός δεν διαμαρτυρηθεί στον χρήστη για τη μη λήψη της μέσα σε ορισμένη προθεσμία (πλάσμα περιελεύσεως) και τούτο γιατί σύμφωνα με το άρθρο 167 ΑΚ κατ’ αρχήν η δήλωση βουλήσεως έχει ενέργεια αφότου περιέλθει στο πρόσωπο στο οποίο απαιτείται να απευθυνθεί, με το βάρος αποδείξεως για την περιέλευση να το έχει ο δηλών. Ότι το περιεχόμενο σε Γ.Ο.Σ. πλάσμα περιελεύσεως έχει ως σκοπό να διευκολύνει την απόδειξη για τον δίδοντα δήλωση βουλήσεως χρήστη, πλην όμως ότι παράλληλα πρέπει να επιτρέπει στον αντισυμβαλλόμενο του χρήστη την ανταπόδειξη της ματαιωθείσας περιελεύσεως. Ότι πλάσματα περιελεύσεως, τα οποία αποκλείουν τέτοια ανταπόδειξη θεωρούνται ανίσχυρα κατά το άρθρο 2 παρ.6 του ν. 2251/1994, ιδίως δε τούτο ισχύει για το τεκμήριο περιελεύσεως το οποίο στους Γ.Ο.Σ. διαμορφώνεται ως αμάχητο. Ότι εν προκειμένω, ακόμα και αν ήθελε θεωρηθεί εύλογη η προθεσμία των 30 ημερών που χορηγείται στον πελάτη της τράπεζας από τη λήψη του μηνιαίου λογαριασμού ή άλλης ειδοποίησης για την άρνηση πληρωμής οφειλής, εντούτοις, χωρίς άλλη προϋπόθεση, δεν είναι έγκυρο το εκ της άπρακτης παρελεύσεως της προθεσμίας δημιουργούμενο πλάσμα και ο αποκλεισμός στον πελάτη της δυνατότητας ανταποδείξεως, χωρίς μάλιστα να επισημαίνεται το δυσμενές αυτό αποτέλεσμα κατά την επιστολή της ειδοποίησης στον πελάτη. Ότι περαιτέρω, το σκέλος του ίδιου άνω Γ.Ο.Σ. με το πλάσμα της περιελεύσεως στον πελάτη του μηνιαίου λογαριασμού δημιουργεί ουσιώδη και σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών λόγω των δυσμενών συνεπειών που επιβάλλει στον πελάτη και αποτελεί έμμεση και κεκαλυμμένη αντιστροφή του βάρους αποδείξεως ως προς τη λήψη του λογαριασμού. Ότι επιπρόσθετα δεν μπορεί να κριθεί πως ορθά εκδόθηκε η ανακοπτόμενη ……/2017 διαταγή πληρωμής στη συγκεκριμένη περίπτωση με το σκεπτικό ότι οι απαιτήσεις αποδεικνύονται πλήρως, ως αναγνωρισμένες, κατά την έννοια των άρθρων 361 και 874 ΑΚ, σύμφωνα με τους όρους 4γ, 12, 32 αντίστοιχα της συμβάσεως κατά το οποίο αν ο οφειλέτης δεν ειδοποιήσει την τράπεζα μέσα σε προθεσμία 30 ημερών ότι διαφωνεί ως προς το ύψος του χρεωστικού υπολοίπου, θα θεωρείται ότι έχει επέλθει αναγνώριση του χρεωστικού υπολοίπου και όλων των κονδυλίων των χρεώσεων, καθώς ο παραπάνω όρος είναι άκυρος για τους παραπάνω λόγους κατ’ άρθρο 2 παρ.6 του ν. 2251/1994 και 281 ΑΚ λόγω ουσιώδους διατάραξης της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών χωρίς καμία δικαιολογία, αφού στην ουσία αντιστρέφει το βάρος απόδειξης καθώς περιορίζει υπέρμετρα τα αποδεικτικά μέσα σε βάρος αυτού (δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας με δίκαιη δίκη), ενώ κατ’ άρθρο 874 ΑΚ δεν μπορεί να νοηθεί εκ των προτέρων αναγνώριση μελλοντικών καταλοίπων και μάλιστα σιωπηρή. Ότι εξάλλου, έχει κριθεί (ΑΠ 1219/2001) ότι κάθε πρόβλεψη σχετικά με την οποία ο πιστούχος δεν θα δικαιούται να αμφισβητήσει το κατάλοιπο, όπως αυτό προκύπτει από τα βιβλία της τράπεζας, είναι άκυρος σε κάθε περίπτωση, είτε δηλαδή κατ’ άρθρο 372 ΑΚ, είτε κατά τα άρθρα 2 παρ.6 και 7 παρ.2 περ. κζ’ του ν. 2251/1994. Ότι συνεπώς όλα τα κονδύλια χρεωστικών τόκων που έχουν καταχωρισθεί στον λογαριασμό που προσκόμισε η καθ’ης τράπεζα για την έκδοση της ανακοπτόμενης υπ’ αριθ. …./2017 διαταγής πληρωμής διαμορφώθηκαν μη νόμιμα λόγω της ύπαρξης των παραπάνω αναφερόμενων παράνομων και καταχρηστικών όρων με αριθμούς 4γ, 12 και 32 της επίδικης σύμβασης που προσέδωσαν πλασματικά στη σιωπή των ανακοπτόντων περιεχόμενο που ποτέ αυτή δεν είχε, δηλαδή της δήθεν αναγνώρισης του χρεωστικού καταλοίπου των περιοδικών αποσπασμάτων των λογαριασμών που τηρούσε η καθ’ης.  Ότι γι’ αυτόν τον λόγο η απαίτηση της τράπεζας δεν είναι εκκαθαρισμένη και η εκκαλούμενη απόφαση έσφαλε ως προς το σημείο αυτό, απορρίπτοντας τους σχετικούς ισχυρισμούς των ανακοπτόντων.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον σχετικό λόγο ανακοπής προεχόντως ως αόριστο, καθόσον δεν αναφέρεται στο δικόγραφο της ανακοπής κατά πόσο από την καταχρηστικότητα των ανωτέρω όρων επηρεάζονται επιμέρους χρεώσεις, που αναγράφονται στον τηρηθέντα σχετικώς λογαριασμό και ποιο θα ήταν το οφειλόμενο ποσό, εάν δεν υπήρχαν οι όροι αυτοί, ώστε να είναι δυνατή η ακύρωση της ανακοπτόμενης κατά το αντίστοιχο μέρος και να μπορεί η καθ’ης να αμυνθεί, δεδομένου ότι για να είναι ορισμένος ο τυχόν λόγος ανακοπής, που αναφέρεται στην απαίτηση, πρέπει να περιέχει ισχυρισμούς, που αναφέρονται στα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού, σύμφωνα με όσα έχουν προαναφερθεί. Ότι σε κάθε περίπτωση ο παραπάνω λόγος ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος και ως μη νόμιμος, καθώς η δικονομική συμφωνία με την οποία ο πιστούχος μετά την παρέλευση της εύλογης προθεσμίας που του έχει τάξει η τράπεζα, χωρίς να αντιλέξει κατά αυτού, θεωρείται ότι έχει αναγνωρίσει το κατάλοιπο του λογαριασμού είναι έγκυρη, λαμβάνεται δε ως συμφωνία η οποία προσδίδει στη σιωπή του πελάτη το νόημα αποδοχής της πρότασης, που προέρχεται από την τράπεζα προς κατάρτιση σύμβασης αναγνώρισης του καταλοίπου, η οποία δεν διαταράσσει την ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών εις βάρος του πιστούχου, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν αποκλείει το δικαίωμα ανταπόδειξης, αλλά απλώς περιορίζει τη δυνατότητα του πιστούχου να αμφισβητήσει το κατάλοιπο μέσα στην ως άνω εύλογη προθεσμία, με ισχυρισμούς ορισμένους, που ανάγονται στα κατ’ ιδίαν κονδύλια και όχι με γενική αμφισβήτηση της ορθότητας τήρησης των λογαριασμών ή του καταλοίπου (βλ. ΑΠ 470/2006, ΑΠ 1472/2004, ΕφΠατρ 61/2004 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσσαλ 117/2002, Δ.Ε.Ε. 2002, σελ. 507). Ότι η προθεσμία των 20 ή 30 ημερών κρίνεται εύλογη (ΕφΠατρ 61/2004, ό.π.), ενώ περαιτέρω ενημέρωση περί του όρου αυτού με την κοινοποίηση του λογαριασμού κρίνεται περιττή, αφού η συμφωνία αυτή έχει αποτελέσει όρο της σύμβασης, και άρα είναι γνωστή στον αντισυμβαλλόμενο της τράπεζας. Ότι σε κάθε περίπτωση είναι μη νόμιμος και για τον λόγο ότι οι προαναφερόμενοι όροι, περί αφηρημένης αναγνώρισης της οφειλής μέσα σε ορισμένη προθεσμία από την ανακοίνωση στον οφειλέτη του χρέους, είναι έγκυροι, αφού ο από την ενοχή οφειλέτης διαθέτει την καταλυτική της αντίστοιχης απαίτησης ένσταση ότι η βασική σχέση είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική με συνέπεια την απαλλαγή του από την εκ της αφηρημένης αναγνώρισης υποχρέωσή του, δεδομένου ότι σε αντίθετη περίπτωση ο δανειστής θα καθίστατο πλουσιότερος από την περιουσία εκείνου χωρίς νόμιμη αιτία (ΕφΘεσσαλ 2788/2009, ΤΝΠ Νόμος). Σημείωσε επιπρόσθετα η εκκαλουμένη ότι το γεγονός ότι στην απαίτηση ενδέχεται να περιέχονται παράνομες χρεώσεις λόγω άκυρων όρων της δανειακής σύμβασης δεν αναιρεί το εκκαθαρισμένο αυτής και τη δυνατότητα έκδοσης διαταγής πληρωμής για την απαίτηση αυτή.

Ο παραπάνω λόγος ανακοπής κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, είναι απορριπτέος, κατά τις ορθές ως άνω αιτιολογίες της εκκαλούμενης απόφασης ως μη νόμιμος. Τούτο, διότι η συμφωνία περί πλασματικής αναγνώρισης είναι έγκυρη και δεν συγκαταλέγεται στις αυτοδίκαια καταχρηστικές ρήτρες του άρθρου 2 παρ. 7 του ν. 2251/1994, καθόσον δεν αποτελεί συμφωνία περί ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής στην απόλυτη κρίση του ενός από τους συμβαλλόμενους, η οποία θα ήταν άκυρη κατά το άρθρο 372 του ΑΚ, ούτε διαταράσσει την ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών σε βάρος του πιστούχου, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν αποκλείει το δικαίωμα ανταπόδειξης, αλλά απλώς περιορίζει την παρεχόμενη στον πιστούχο δυνατότητα να αμφισβητήσει το κατάλοιπο μέσα στην ως άνω εύλογη προθεσμία, με ισχυρισμούς ορισμένους, που ανάγονται στα κατ’ ιδίαν κονδύλια και όχι με γενική αμφισβήτηση της ορθότητας τήρησης των λογαριασμών ή του καταλοίπου (βλ. ΑΠ 248/2014 στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 910/2010 ΕπισκΕμπΔ 2010.1053, ΑΠ 715/2009 στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 470/2006 ΧρΙΔ 2006.638, ΑΠ 1458/2006 ΕλλΔνη 2009.1745, ΑΠ 1472/2004, ΑΠ 925/2002, ΜΕφΛαρ 139/2020, ΕφΘεσ 1109/2015, ΕφΠειρ 638/2015 στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, στις οποίες παραπέμπει η ΕφΑθ 1566/2022 στην ΤΝΠ Νόμος, ομοίως βλ. ΕφΑθ 2875/2022 στην ΤΝΠ Νόμος). Επομένως και δεδομένου ότι οι εκκαλούντες παραπονούνται με τον σχετικό λόγο έφεσης συγκεκριμένα γιατί η εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε ως μη νόμιμο τον τέταρτο λόγο ανακοπής, ο τέταρτος λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί στην ουσία του.

Με τον πέμπτο λόγο της έφεσής τους οι εκκαλούντες προσάπτουν στην εκκαλούμενη απόφαση ότι αυτή έσφαλε διότι απέρριψε τον πέμπτο λόγο της ανακοπής τους, με τον οποίο έβαλαν κατά του όρου 14 της επίδικης σύμβασης σύμφωνα με τον οποίο: «Οι τόκοι υπολογίζονται πάνω στο ανεξόφλητο κάθε φορά υπόλοιπο κάθε ανάληψης, με βάση έτος 360 ημερών και τον χρόνο που πράγματι πέρασε και σύμφωνα με όσα ισχύουν στη διατραπεζική αγορά για το νόμισμα στο οποίο έγινε η χρηματοδότηση…». Ότι ο ανωτέρω Γ.Ο.Σ. παραβιάζει ευθέως την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 2 παρ.6 του ν. 2251/1994, γιατί ο εν λόγω Γ.Ο.Σ. προβλέπει ότι οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών, γεγονός που προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτοντας τη μέση αντίληψη κατά τον σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτής να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως, όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Ότι με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε έτος 360 ημερών, ο καταναλωτής δεν πληροφορείται το (πραγματικό) ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΑΚ. Ότι η καθ’ης τράπεζα διασπά με τον εν λόγω όρο εντελώς τεχνητά και κατ’ απόκλιση των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, το χρονικό διάστημα (το έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργώντας έτσι μια πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή- δανειολήπτη, ο οποίος πλέον- όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση το έτος 360 ημερών- για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με περισσότερους τόκους, καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό του τόκου προς 360 ημέρες, χωρίς αυτή η επιπλέον επιβάρυνση να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για τον καταναλωτή λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της καθ’ ης τράπεζας. Ότι το έτος των 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα κατ’ επιταγή της κοινοτικής οδηγίας 98/7/Ε.Κ. που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΥΑ 21-178/13.2.2001 (ΦΕΚ Β’ 255/8…2001) στην καταναλωτική πίστη, με την στενή έννοια, ρύθμιση που δείχνει τη σημασία που απονέμει και ο κοινοτικός νομοθέτης για τον κατ’ αυτόν τον τρόπο ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου. Ότι για το διάστημα που εκκινεί από την υπογραφή της επίδικης σύμβασης, την 11.2.2011 μέχρι και σήμερα ο υπολογισμός των τόκων γίνεται με βάση έτος 360 ημερών αντί για 365, γεγονός που καθιστά και πολύ δυσχερέστερο τον επακριβή προσδιορισμό των επιμέρους κονδυλίων με τα οποία χρέωσε τους ανακόπτοντες η καθ’ ης τράπεζα, ο δε σχετικός όρος της σύμβασης είναι παράνομος ως καταχρηστικός και είχε ως αποτέλεσμα κατ’ ακολουθία τη διόγκωση της απαίτησης σε ύψος σημαντικό, αλλά και την αδυναμία τόσο των ανακοπτόντων, όσο και του εκδόσαντος την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής δικαστή να περιορίσει την απαίτηση στο νόμιμο ύψος της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον λόγο αυτό ανακοπής ως αόριστο, διότι δεν παρατίθενται στο δικόγραφο της ανακοπής τα συγκεκριμένα κονδύλια που αφορούν υπολογισμό των τόκων του τηρηθέντος για την επίδικη σύμβαση λογαριασμού, ούτε προσδιορίζεται κατά ποιο ποσό συγκεκριμένως, επιβαρύνθηκε η επιτασσόμενη απαίτηση εξαιτίας του υπολογισμού αυτού, έτσι ώστε να μην είναι εφικτή η ακύρωση, σε περίπτωση που ο λόγος ήθελε κριθεί ουσιαστικά βάσιμος, της διαταγής πληρωμής κατά το αντίστοιχο μέρος, δεδομένου ότι η ευδοκίμηση, εν όλω ή εν μέρει, του σχετικού λόγου της ανακοπής επιφέρει μόνο τη μερική ακύρωση αυτής και συγκεκριμένα μόνο κατά το μέρος που η ακυρότητα του Γ.Ο.Σ. μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής των ανακοπτόντων (ΑΠ 999/2019 στην ΤΝΠ Νόμος). Έτσι που έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεν έσφαλε, αλλά ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, δυναμένων των ανακοπτόντων να υπολογίσουν και να περιλάβουν στην ανακοπή τους με απλές μαθηματικές πράξεις τη διαφορά των τόκων που θεωρούν ότι τους επιβλήθηκαν παράνομα, κάτι που όμως δεν έπραξαν, οπότε ο ανωτέρω λόγος ανακοπής τυγχάνει αόριστος και γι’ αυτό πρέπει να απορριφθεί στην ουσία του ο πέμπτος λόγος έφεσης (βλ. για το θέμα αυτό και την σχετικά πρόσφατη ΑΠ 1346/2022 στην ΤΝΠ Νόμος).

Με τον έκτο λόγο της έφεσής τους οι εκκαλούντες υποστηρίζουν ότι έσφαλε η εκκαλούμενη απόφαση διότι δεν εκτίμησε ορθά τον έκτο λόγο της ανακοπής τους απορρίπτοντάς τον ως μη νόμιμο. Ότι ειδικότερα με τον όρο 41 της επίδικης συμβάσεως προβλέπεται ότι: «Ο/οι συμβαλλόμενος/οι ως τρίτος/οι «εγγυητής/ες», αφού έλαβε/αν γνώση των όρων της παρούσας σύμβασης πίστωσης, δηλώνει/ουν ότι εγγυάται/ώνται προς την Τράπεζα υπέρ του πιστούχου, την τήρηση των όρων της σύμβασης αυτής και την πλήρη, εμπρόθεσμη και ολοσχερή εξόφληση του καταλοίπου κατά το κλείσιμο του/των λογαριασμού/ών, που εξυπηρετεί/ούν την πίστωση, κατά κεφάλαιο, τόκους πάσης φύσεως, προμήθειες, έξοδα και λοιπές επιβαρύνσεις, ανεξάρτητα από τα δικαιόγραφα σε διαταγή που τυχόν έχουν παραδοθεί ή θα παραδοθούν στο μέλλον από τον πιστούχο στην Τράπεζα ή τυχόν άλλες ασφάλειες, ευθύνεται/ονται δε «εις ολόκληρο»: ως αυτοφειλέτης/ες, και παραιτείται/ούνται από τώρα ρητά και ανεπιφύλακτα των ενστάσεων και των δικαιωμάτων που απορρέουν από τα άρθρα 853, 854, 855, 858, 862, 863, 864, 866, 867, 868 και 869 του Αστικού Κώδικα, καθώς και από κάθε άλλη ένσταση ή δικαίωμα κατά της Τράπεζας. Επίσης δηλώνει/ουν ότι παραιτείται/ούνται από το δικαίωμα να προτείνει/ουν τυχόν προσωποπαγείς ή μη ενστάσεις του πρωτοφειλέτη κατά της Τράπεζας, καθώς και από ένσταση της διζήσεως, ότι υποχρεούται/νται να καταβάλει/ουν αμέσως και ανεπιφυλάκτως το κατάλοιπο των λογαριασμού/ών της πίστωσης, κατά το κλείσιμο του/τους, μαζί με τους τόκους, συμβατικούς, υπερημερίας και τόκους επ’ αυτών (εξ ανατοκισμού), τις προμήθειες και τα έξοδα γενικά, ότι κάθε αναγνώριση της οφειλής από τον πιστούχο υποχρεώνει και αυτόν/ούς ως εγγυητή/ές, ότι ευθύνεται/ονται ανεξάρτητα από το νομότυπο των υποχρεώσεων του πιστούχου, ότι δεν ελευθερώνεται/ονται εάν, από οποιοδήποτε λόγο που βαρύνει ή όχι την Τράπεζα έγινε αδύνατη ολικά ή μερικά η εξόφληση από τον πιστούχο των οφειλομένων στην Τράπεζα ποσών από την παρούσα σύμβαση, εκτός εάν οφείλεται σε δόλο των υπαλλήλων της Τράπεζας, ούτε επίσης εάν η Τράπεζα παραιτήθηκε από εξασφαλίσεις υπέρ των απαιτήσεών της από την παρούσα πίστωση, παρέχει/ουν δε από τώρα ανεπιφύλακτα τη συναίνεσή του/ς προς την Τράπεζα να παραιτείται αυτή οποτεδήποτε από τις εξασφαλίσεις που έχει λάβει ή θα λάβει στο μέλλον, ότι παράλειψη ή καθυστέρηση της Τράπεζας να ασκήσει νόμιμα ή συμβατικά δικαιώματα της δεν θα ερμηνεύονται ως παραίτηση της από τα δικαιώματα αυτά. Ο εγγυητής/καθένας των εγγυητών ρητώς δηλώνει και αποδέχεται ότι η από αυτόν παρεχόμενη κατά τα ως άνω εγγύηση διατηρείται για όλες τις ίσες και αλληλοδιαδοχικές κατόπιν ανανεώσεων της αρχικής χρονικής διάρκειας του ορίου της πίστωσης χρονικές περιόδους λειτουργίας αυτού της πίστωσης μέχρι την πλήρη, εμπρόθεσμη και ολοσχερή εξόφληση του κατάλοιπου κατά το κλείσιμο του/των λογαριασμού/ών που εξυπηρετεί/ούν την πίστωση κατά κεφάλαιο, τόκους πάσης φύσεως, προμήθειες, έξοδα και λοιπές επιβαρύνσεις», ενώ και στον όρο 4 της από 30.3.2012 Πρόσθετης Πράξης της ως άνω σύμβασης προβλέπεται ότι «Την εκπλήρωση κάθε υποχρέωσης του οφειλέτη από το χορηγηθέν δάνειο εγγυήθηκε περαιτέρω ως αυτοφειλέτης παραιτούμενος συγχρόνως από την ένσταση της διζήσεως όπως και από κάθε άλλο δικαίωμα του ως εγγυητής ο εκ τρίτου συμβαλλόμενος ΕΓΓΥΗΤΗΣ, συμβληθείς ως εκ τρίτου επίσης συμβαλλόμενος στην ως άνω σύμβαση». Ότι οι άνω αναφερόμενοι όροι των συμβάσεων εγγύησης είναι άκυροι ως παράνομοι και καταχρηστικοί κατ’ άρθρο 2 παρ.6 του ν. 2251/1994 σε συνδυασμό με την παρ.7 στοιχ.ιγ’ του ίδιου άρθρου, καθώς αποκλείουν ή περιορίζουν υπέρμετρα την ευθύνη του προμηθευτή. Περαιτέρω, ότι τόσο η διάταξη του άρθρου 332 παρ.1 του ΑΚ, όσο και η ένσταση διζήσεως καθώς και τα άρθρα 853, 854, 858, 862, 863, 866, 867 και 868 ΑΚ παρέχουν στον εγγυητή τη δυνατότητα να ελευθερωθεί από την εγγύηση, στην περίπτωση που ματαιώνεται η ικανοποίηση του δανειστή από τον οφειλέτη, με υπαίτια πράξη του δανειστή, καθώς και στην περίπτωση που, για οποιοδήποτε λόγο, επέρχεται απόσβεση της οφειλής χωρίς πταίσμα του εγγυητή. Ότι οι εν λόγω διατάξεις έχουν σκοπό να επιφέρουν μια δίκαιη εξισορρόπηση των εκατέρωθεν συμφερόντων των συμβαλλόμενων μερών και να προστατεύσουν τον εγγυητή από αυθαίρετες ενέργειες της τράπεζας. Ότι με τους συγκεκριμένους όρους περιορίζεται ουσιωδώς η ευθύνη της τράπεζας, εφόσον δικαιολογείται στην τελευταία να ζημιώσει τον εγγυητή, χωρίς να επιφυλάσσεται αντίστοιχο δικαίωμα προστασίας γι’ αυτόν από τις αυθαίρετες ενέργειες εκείνης, ενώ διαταράσσεται και η ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών εις βάρος του εγγυητή. Ότι επομένως οι επίμαχοι όροι 41 της από 11.2.2011 σύμβασης και 4 της από 30.3.2012 πρόσθετης πράξης αυτής είναι, σύμφωνα με τα παραπάνω διαλαμβανόμενα, άκυροι ως παράνομοι και καταχρηστικοί, καθώς αντιβαίνουν στις διατάξεις των παραγράφων 6 και 7 περ. ιγ’ του άρθρου 2 του ν. 2251/1994, 281 και 332 ΑΚ, το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τις ανωτέρω διατάξεις και απέρριψε την ένσταση διζήσεως, την οποία όφειλε να κάνει δεκτή ως προς τον δεύτερο και τρίτη των εκκαλούντων και ότι γι’ αυτό η εκκαλούμενη πρέπει να εξαφανιστεί. Σχετικά με τον λόγο αυτό ανακοπής το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο διέλαβε ότι οι διατάξεις περί εγγυήσεως είναι ενδοτικού χαρακτήρα (ΑΠ 620/2015 στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 884/2013, ΕΕμπΔ 2014, σελ. 155) και, επομένως, είναι έγκυρη η παραίτηση του εγγυητή από τα εκ των διατάξεων των άρθρων 852, 853, 855, 866, 867 και 868 του ΑΚ δικαιώματά του, ιδία εν όψει του γεγονότος ότι οι διατάξεις αυτές δεν είναι απαγορευτικές, αλλά τέθηκαν προς το συμφέρον του εγγυητή (ΕφΔυτΜακ 25/2019 στην ΤΝΠ Νόμος, Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΑΚ υπ’ άρθρα 866 αρ.2 και 867 αρ.2). Ότι στην προκειμένη περίπτωση, με τον έκτο λόγο της ανακοπής τους οι δεύτερος και τρίτη ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι ο όρος 4.1. της επίδικης υπ’ αριθ. …./11-2-2011 ιδιωτικής σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, καθώς και ο όρος 4 της από 30.3.2012 Πρόσθετης Πράξης της ως άνω σύμβασης περί παραιτήσεώς τους ως εγγυητών από τα ευεργετήματα των άρθρων 853, 854, 855, 858, 862 έως 864, 866 έως 868 και 869 του ΑΚ, είναι άκυροι ως καταχρηστικοί, καθόσον προσκρούουν στις διατάξεις του άρθρου 2 παρ.6 και 7 περ.ιγ’ του ν. 2251/1994, καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 281 και 332 παρ.1 ΑΚ και ενόψει του ότι η απαίτηση της καθ’ ης στηρίχθηκε σε καταχρηστικούς όρους, ότι πρέπει να γίνει δεκτή η ένσταση διζήσεως και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγής πληρωμής ως προς αυτούς. Ότι ο παραπάνω λόγος ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι δεν συνιστά αιτίαση κατά της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, ερειδόμενη, είτε στην απαίτηση, είτε στις τυπικές προϋποθέσεις έκδοσης του τίτλου, καθόσον, ακόμη και εάν κρινόταν άκυρη η παραίτηση των ανακοπτόντων -εγγυητών από τα ως άνω δικαιώματα (η οποία όμως εν προκειμένω είναι απολύτως έγκυρη, δεδομένου ότι οι διατάξεις για την ευθύνη του εγγυητή είναι ενδοτικού χαρακτήρα κατά τα ανωτέρω), αυτό δεν θα επηρέαζε καθόλου το κύρος της εκδοθείσας διαταγής πληρωμής, τη στιγμή που οι ανακόπτοντες- εγγυητές δεν επικαλούνται ελευθέρωσή τους από τη σύμβαση εγγύησης, σε εφαρμογή κάποιας από τις παραπάνω διατάξεις του ΑΚ, όπως λ.χ. ότι η αδυναμία ικανοποίησης της καθ’ ης τράπεζας από την πρωτοφειλέτρια εταιρία (πρώτη ανακόπτουσα) οφείλεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια της καθ’ ης ή ότι εκ της παραιτήσεώς τους εκ των άνω δικαιωμάτων τους αλλοιώθηκε καθ’ οιονδήποτε τρόπο η ύπαρξη και η έκταση της ευθύνης τους (πρβλ. ΑΠ 419/2013, ΧρΙΔ 2013, σελ. 505, ΕφΠειρ 91/2002, ΕπισκΕμπΔ 2002, σελ. 778). Ότι περαιτέρω, η παραίτηση των ανακοπτόντων από τις άνω ενστάσεις τους δεν συνιστά άνευ ετέρου υπέρμετρη εκμετάλλευση από την καθ’ ης της οικονομικής τους θέσεως και συνεπώς δεν καθιστά άκυρη, ως αντίθετη στα χρηστά ήθη, την ένδικη εγγυητική σύμβαση, τη στιγμή που οι ανακόπτοντες δεν επικαλούνται συγκεκριμένα περιστατικά, δυνάμενα να προσδώσουν τέτοια αντίθετη στα χρηστά ήθη μορφή στην -όπως διαμορφώθηκε μετά την παραίτησή τους από τα ως άνω δικαιώματα- δέσμευσή τους από την ένδικη εγγυητική σύμβαση (ΑΠ 1297/1990, ΕλλΔνη 1991, σελ. 1215 και στην ΤΝΠ Νόμος). Κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε τον σχετικό λόγο ανακοπής απορριπτέο ως μη νόμιμο, πλην όμως πρέπει να γίνει η εξής διάκριση: Όσον αφορά την παραίτηση των δεύτερου και τρίτης των ανακοπτόντων από την ένσταση διζήσεως και την απόρριψη της σχετικής ένστασης, ο ανωτέρω λόγος της ανακοπής είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι η ύπαρξη όρου σε σύμβαση πιστώσεως δι` ανοικτού λογαριασμού μεταξύ τράπεζας και εγγυητή, κατά τον οποίο ο συμβαλλόμενος εγγυητής δηλώνει ότι παραιτείται από την ένσταση της διζήσεως, ευθυνόμενος αλληλεγγύως και για ολόκληρο το ποσόν ως αυτοφειλέτης, απηχεί το περιεχόμενο της διατάξεως του άρθρου 857 ΑΚ αριθμ. 1 στην οποία ορίζεται ότι «Ο εγγυητής δεν έχει την ένσταση της δίζησης: 1. Αν παραιτήθηκε απ` αυτήν, και ιδίως αν εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης» και δεν εισάγει απόκλιση από την διάταξη του άρθρου αυτού, ούτε τη συμπληρώνει με επιπλέον ρυθμίσεις, ώστε δεν αποτελεί ο όρος αυτός αντικείμενο δικαστικού ελέγχου, σύμφωνα και προς τη ρητή επιταγή της Κοινοτικής Οδηγίας 93/13 (βλ. 13η σκέψη του Προοιμίου και το άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας), κατά την οποία αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της οι συμβατικές ρήτρες, που απηχούν τις ενδοτικού δικαίου διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας χωρίς να τροποποιούν το περιεχόμενο τους ή το πεδίο εφαρμογής τους (ΑΠ 1188/2021, ΑΠ 1087/2019 στην ΤΝΠ Νόμος) και κατά συνέπεια, δεν νοείται διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων, ούτε καταχρηστικότητα του σχετικού όρου για την παραίτηση από την παραπάνω ένσταση (βλ. ΑΠ 1346/2022 στην ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΛαρ 305/2022 στην ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΑθ 786/2022 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 2057/2010 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 5253/2003 ΑρχΝ 2004.201), οπότε οι αιτιολογίες της παρούσας αντικαθιστούν τις αιτιολογίες της εκκαλούμενης κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ αναφορικά με τις αιτιάσεις περί καταχρηστικότητας του όρου παραίτησης των εγγυητών από την ένσταση διζήσεως. Κατά τα λοιπά με ορθό νομικό σκεπτικό, απορρίφθηκαν από την εκκαλούμενη ως μη νόμιμοι οι υπόλοιποι ισχυρισμοί των δεύτερου και τρίτης ανακοπτόντων εγγυητών περί ακυρότητας της παραιτήσεώς τους με τους ως άνω όρους των επίδικων συμβάσεων από τις ενστάσεις και τα δικαιώματά τους που απορρέουν από τις διατάξεις των άρθρων 853, 854, 858, 862, 863, 866, 867, 868 του ΑΚ, τα όσα δε αντίθετα υποστηρίζουν εκείνοι ως εκκαλούντες απορριπτέα τυγχάνουν ως μη νόμιμα (βλ. ΕφΛαμ 5/2022 στην ΤΝΠ Νόμος).

Ακολούθως, με τον έβδομο λόγο της εφέσεώς τους οι εκκαλούντες υποστηρίζουν ότι η εκκαλούμενη απόφαση έσφαλε διότι δεν έκανε δεκτό τον ισχυρισμό που προέβαλαν με τον έβδομο λόγο της ανακοπής τους ότι οι όροι 8, 10, 12, 19, 20 της επίδικης σύμβασης είναι καταχρηστικοί, επειδή υπάγονται στις περιπτώσεις των per se καταχρηστικών όρων της παραγράφου 7 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 και ιδίως στην περίπτωση ε’, όπως επίσης γιατί παραβιάζουν και την αρχή της διαφάνειας, αλλά και την αρχή της μείζονος προστασίας του καταναλωτή σύμφωνα με το άρθρο 8 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ. Ότι δεν ορίζεται στην επίδικη σύμβαση κανένα απολύτως κριτήριο, το οποίο να επιτρέπει στην καθ’ ης κατά την κρίση της και μόνο, να διαχωρίζει ή να συνενώνει οποτεδήποτε τους τηρούμενους λογαριασμούς για οποιονδήποτε λόγο και μάλιστα χωρίς να προειδοποιεί τον πιστούχο, χωρίς να προσδιορίζεται επ’ ακριβώς και κατά ποιον τρόπο ορισμένο, αλλά ούτε να εξειδικεύεται ποιος ή ποιο λόγοι επιτρέπουν στην καθ’ ης τη μονομερή τροποποίηση της σύμβασης και μάλιστα χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο. Ότι γι’ αυτόν τον λόγο, η απόφαση εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις άνω αναφερόμενες διατάξεις και πρέπει γι’ αυτό να εξαφανισθεί και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Σχετικά με τον έβδομο λόγο της ανακοπής, η εκκαλούμενη απόφαση διέλαβε τα εξής: «Με τον έβδομο λόγο ανακοπής, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι οι όροι 8, 10, 12, 19, 20 της επίδικης σύμβασης ιδιωτικής πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, οι οποίοι ορίζουν ότι α) η Τράπεζα δικαιούται μονομερώς είτε κατά την απόλυτη κρίση της είτε εξαιτίας αποφάσεων των Νομισματικών Αρχών να προβαίνει σε αναστολή ή και περιορισμό της χρήσης του ορίου της πίστωσης σε οποιοδήποτε χρόνο, ακόμη και πριν γίνει η χρήση της, χωρίς προγενέστερη ειδοποίηση προς τον πιστούχο…στις περιπτώσεις αυτές ο πιστούχος αυτοδίκαια, χωρίς προγενέστερη ειδοποίηση περιέρχεται σε υπερημερία, το κατάλοιπο είναι αμέσως απαιτητό και εκτοκίζεται με τόκο υπερημερίας υπολογιζόμενο κατά το άρθρο 5…, β) η Τράπεζα στα πλαίσια της ανωτέρω πίστωσης…δικαιούται να τηρεί έναν ή και περισσότερους λογαριασμούς, να συνενώνει όλους ή ορισμένους από αυτούς σε έναν ή να διαχωρίζει σε περισσότερους τον ή τους λογαριασμούς αυτούς ή και να μεταφέρει ποσά από λογαριασμό σε λογαριασμό, σύμφωνα με τη λογιστική πρακτική που ακολουθεί, γ) η Τράπεζα έχει το δικαίωμα να κλείνει περιοδικά ανά τρίμηνο τον ή τους λογαριασμούς της πίστωσης, διατηρεί δε το δικαίωμα να τροποποιεί μονομερώς και ελευθέρως, κατά τις εκάστοτε ανάγκες του λογιστικού συστήματος τις ως άνω ημερομηνίες περιοδικού κλεισίματος ή των λογαριασμών της πίστωσης…δ) σε περίπτωση κατά την οποία η Τράπεζα αποφασίσει για οποιοδήποτε κατά την κρίση της λόγο να αξιώσει την εξόφληση ενός ή περισσοτέρων τέτοιων λογαριασμών, οι λογαριασμοί αυτοί θα κλείνονται οριστικά…η δε Τράπεζα θα δικαιούται να συνενώσει τους τυχόν περισσότερους αυτούς λογαριασμούς σε ένα αθροίζοντας ή συμψηφίζοντας τα υπόλοιπα αυτών και ε) η Τράπεζα δικαιούται επίσης να συνενώνει οποτεδήποτε τον ή τους λογαριασμούς της πίστωσης με τον ή τους λογαριασμούς οποιασδήποτε άλλης πίστωσης που τυχόν έχει χορηγήσει ή θα χορηγήσει στο μέλλον στον πιστούχο με άλλες συμβάσεις πίστωσης σε ανοικτό λογαριασμό και να κινεί τις πιστώσεις αυτές με έναν ή περισσότερους ενιαίους λογαριασμούς…σε περίπτωση που η Τράπεζα αξιώσει την εξόφληση των πιστώσεων αυτών δικαιούται να κλείνει οριστικά τον ή τους ενιαίους λογαριασμούς αυτών και να επιδιώκει την είσπραξη των κοινών καταλοίπων τους, όπως θα προκύπτει από την κίνηση του ενιαίου λογαριασμού…αντίστοιχα, υπάγονται στις περιπτώσεις των per se καταχρηστικών όρων του άρθρου 2 παρ.7 του Ν. 2251/1994, ενώ επιπλέον παραβιάζουν την αρχή της διαφάνειας και οδηγούν σε ουσιώδη διατάραξη των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή. Ότι, ειδικότερα, στην επίδικη σύμβαση δεν ορίζεται κανένα απολύτως κριτήριο, το οποίο να επιτρέπει στην καθ’ ης κατά την κρίση της και μόνο να διαχωρίζει ή να συνενώνει οποτεδήποτε τους τηρούμενους λογαριασμούς για οποιονδήποτε λόγο και μάλιστα χωρίς να προειδοποιεί τον πιστούχο. Ότι ειδικότερα ο όρος 8 που επιτρέπει στην καθ’ ης να κλείνει την πίστωση και μάλιστα χωρίς προηγούμενη υπέρβαση του ορίου αποτελεί περίπτωση επικίνδυνης γενίκευσης, καθώς δεν προσδιορίζει ποιες είναι οι ειδικότερες συνθήκες και περιστατικά, που κατά την κρίση της εναγομένης (ενν. καθ’ης) συνιστούν κίνδυνο για την απαίτησή της και ως εκ τούτου της αναγνωρίζουν το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση χωρίς ειδικό και σπουδαίο λόγο. Ότι οι ανωτέρω όροι έρχονται σε αντίθεση με την αρχή της μείζονος προστασίας του καταναλωτή, που καθιερώνει το άρθρο 8 της υπ’ αριθ. 93/13 Κοινοτικής Οδηγίας και η διάταξη του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 και για το λόγο αυτό πρέπει η ανακοπτόμενη να ακυρωθεί. Ο υπό κρίση λόγος ανακοπής ωστόσο τυγχάνει απορριπτέος ως αόριστος, καθόσον, στο δικόγραφο της ανακοπής δεν αναφέρεται κατά πόσο από την καταχρηστικότητα των ανωτέρω όρων επηρεάζονται επιμέρους χρεώσεις, που αναγράφονται στον τηρηθέντα σχετικώς λογαριασμό και ποιο θα ήταν το οφειλόμενο ποσό, εάν δεν υπήρχαν οι όροι αυτοί, ώστε να είναι δυνατή η ακύρωση της ανακοπτόμενης κατά το αντίστοιχο μέρος και να μπορεί η καθ’ης να αμυνθεί, δεδομένου ότι για να είναι ορισμένος ο τυχόν λόγος ανακοπής, που αναφέρεται στην απαίτηση, πρέπει να περιέχει ισχυρισμούς, που αναφέρονται στα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού…». Με το παραπάνω σκεπτικό, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με ορθή αιτιολογία και ορθή εκτίμηση του δικογράφου της ανακοπής απέρριψε τον παραπάνω λόγο αυτής, ως απαράδεκτο, λόγω αοριστίας και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο έβδομος λόγος της υπό κρίση εφέσεως.

Με τον όγδοο λόγο της εφέσεώς τους, οι εκκαλούντες προσάπτουν στην εκκαλούμενη απόφαση ότι έσφαλε, διότι δεν έκανε δεκτό τον όγδοο λόγο της ανακοπής τους, σύμφωνα με τον οποίο το εκδόσαν τη διαταγή πληρωμής δικαστήριο έπρεπε να προβεί σε αυτεπάγγελτο έλεγχο της καταχρηστικότητας των Γ.Ο.Σ. σύμφωνα με την Κοινοτική Οδηγία 93/13. Ότι η νομολογία του Δ.Ε.Ε. ως προς το θέμα αυτό είναι παγιωμένη και δέχεται ότι η συνδρομή καταχρηστικών γενικών όρων συναλλαγών (Γ.Ο.Σ.) σε καταναλωτικές συμβάσεις ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από τα εθνικά δικαστήρια και ότι η παραβίαση της υποχρέωσης αυτής από εθνικό δικαστήριο που δικάζει σε τελευταίο βαθμό στοιχειοθετεί ευθύνη του οικείου κράτους μέλους για παραβίαση του δικαίου της Ένωσης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση διέλαβε ότι: «Ο υπό κρίση λόγος ανακοπής, ωστόσο τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, γιατί δεν αποτελεί κατά νόμο προϋπόθεση για την έκδοση διαταγής πληρωμής για το κατάλοιπο δανείου ο αυτεπάγγελτος έλεγχος από το δικαστή της ύπαρξης καταχρηστικών όρων στη δανειακή σύμβαση. Σε περίπτωση δε ύπαρξης τέτοιων όρων δύνανται αυτοί να αποτελέσουν λόγους ανακοπής εναντίον της.» Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με ορθή αιτιολογία απέρριψε τον παραπάνω λόγο ανακοπής. Πράγματι, ο παραπάνω λόγος ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, αφού – πέραν του ότι προϋποθέτει την παραδοχή των προηγηθέντων και ήδη απορριφθέντων ισχυρισμών των ανακοπτόντων περί ακυρότητας των πιο πάνω συμβατικών όρων -, η τυχόν ακυρότητα των γενικών όρων συναλλαγών, που περιλαμβάνονται στις συμβάσεις προσχώρησης, όπως η ένδικη σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό και η παρεπόμενη σύμβαση εγγυήσεως υπέρ του οφειλέτη, δε λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ούτε κατά το στάδιο έκδοσης διαταγής πληρωμής. Ειδικότερα, η ύπαρξη καταχρηστικών όρων στη σύμβαση, από την οποία απορρέει η επιδικασθείσα με τη διαταγή πληρωμής απαίτηση, δε συνιστά θετική ή αρνητική προϋπόθεση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, την οποία οφείλει να ελέγξει ο εκδών την τελευταία δικαστής και δεν αναιρεί το εκκαθαρισμένο και βέβαιο της απαίτησης ούτε τη δυνατότητα έκδοσης διαταγής πληρωμής. Η ύπαρξη τέτοιων καταχρηστικών Γ.Ο.Σ., εφόσον αυτοί ενεργοποιήθηκαν και επηρέασαν την εξέλιξη της σύμβασης, δύναται να θεμελιώσει κατ’ άρθρο 632 ΚΠολΔ σχετικό αυτοτελή λόγο ανακοπής, με τον οποίο πλήττεται η διαταγή πληρωμής για ουσιαστική ακυρότητα, οπότε το επιλαμβανόμενο της ανακοπής δικαστήριο, αφού αναγνωρίσει παρεμπιπτόντως την ανυπαρξία της οφειλής, ακυρώνει τη διαταγή πληρωμής για τον λόγο αυτό (έτσι η ΕφΑθ 2281/2022 στην ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΑθ 121/2022 στην ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΑθ 3041/2022 στην ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 632/2019 στην efeteio-peir.gr). Και τότε όμως το ορισμένο των σχετικών λόγων ανακοπής αποτελεί δικονομικό βάρος του ανακόπτοντος και όχι του δικαστηρίου το οποίο δεν νομιμοποιείται να αναλάβει τον μαθηματικό υπολογισμό του εκάστοτε από τον ανακόπτοντα πληττόμενου κονδυλίου, υποχρεούται μόνο να διατάξει αποδείξεις σε όσους λόγους ανακοπής διατυπώνονται ορισμένα (βλ. ΕφΑθ 223/2022 στην ΤΝΠ Νόμος).

Μη απομένοντος άλλου λόγου εφέσεως προς εξέταση, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της. Δικαστικά έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης στην από 19.4.2021 έφεση δεν επιδικάζονται, καθώς αυτή δεν παρέστη κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, οπότε δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα, ούτε υποβλήθηκε στα σχετικά έξοδα. Αντίθετα, τα δικαστικά έξοδα της προσθέτως παρεμβαίνουσας για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει, κατά το σχετικό αίτημά της, να επιβληθούν σε βάρος των καθ’ ων η πρόσθετη παρέμβαση, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 180 παρ. 1, 182 παρ. 3, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Επίσης, ανεξαρτήτως του εάν λόγω της αναγκαστικής ομοδικίας η εφεσίβλητη αντιπροσωπεύθηκε κατ’ άρθρο 76 παρ.1 τελ. εδ. ΚΠολΔ από την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, πρέπει να ορισθεί για εκείνη παράβολο ερημοδικίας σε περίπτωση που ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 501, 502 παρ.1 και 505 παρ.2 στοιχ.γ’ ΚΠολΔ  (βλ. Μ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2012, υπό το άρθρο 502, παρ. 6, σελ. 859, ΑΠ 367/2014 αδημ, ΕφΠατρ 9/2022 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ 128/2021 αδημ.) χωρίς να ερευνάται από το παρόν δικαστήριο η ύπαρξη ή μη εννόμου προς τούτο, συμφέροντος της (ΟλΑΠ 15/2001 Δίκη 2002, σελ. 510), σύμφωνα με το διατακτικό. Περαιτέρω, αφού απορρίφθηκε η έφεση των εκκαλούντων πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του προαναφερόμενου παραβόλου των 150 ευρώ, που κατατέθηκε κατά την άσκηση του κριθέντος ένδικου μέσου (άρθρο 495 παρ. 4 προτελ. εδ. του ΚΠολΔ). Τέλος, όσον αφορά στην υπό κρίση πρόσθετη παρέμβαση δεν θα περιληφθεί διάταξη στο διατακτικό, καθόσον αυτή δεν περιέχει ίδιο αίτημα, το οποίο να πρέπει να δεχθεί ή να απορρίψει (ούτε καν σιωπηρά) το Δικαστήριο τούτο, αλλά απλώς διευρύνει τα όρια της εκκρεμούς διαδικασίας, αποτέλεσμα το οποίο επέρχεται αμέσως μετά την άσκησή της (βλ. ΑΠ 715/1998 ΕλλΔνη 40.630, ΕφΑθ 409/2022 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 58/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 111/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5722/2011 ΕλλΔνη 53. 822, ΕφΑθ 6524/1996 ΕλλΔνη 38. 929, στις οποίες παραπέμπει η ΕφΠειρ 157/2023 στην efeteio-peir.gr).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την από 19.4.2021 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2021 και Ε.Α.Κ. …./2021 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2021 και Ε.Α.Κ. …../2021) έφεση και την από 18.5.2022 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2022 και Ε.Α.Κ. …../2022) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εφεσίβλητης στην παραπάνω έφεση, την μεν έφεση ερήμην της εφεσίβλητης αντιπροσωπευόμενης από την αναγκαία ομόδικο αυτής προσθέτως παρεμβαίνουσα, την δε πρόσθετη παρέμβαση ερήμην της υπέρ ης αυτή και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας σε περίπτωση που η εφεσίβλητη ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει στην ουσία της την έφεση κατά της 2606/2020 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών).

Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων – καθ’ ων η πρόσθετη παρέμβαση τα δικαστικά έξοδα της προσθέτως παρεμβαίνουσας, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του με κωδικό …………… e-παράβολου του Υπουργείου Οικονομικών ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ που καταβλήθηκε από τους εκκαλούντες κατά την άσκηση της έφεσής τους.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 1.4.2023

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 30.5.2023

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ