Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 326/2023

 ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 3ο

Αριθμός  326/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: νομίμως εκπροσωπούμενης αλλοδαπής, εδρεύουσας στη …., εταιρίας με την επωνυμία «……….», που είναι εγκατεστημένη στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του ΑΝ 89/1967 και διατηρεί γραφεία στη …….., επί της συμβολής της …………, την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Φραγκίσκος Κοτσώνης και

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……….., ο οποίος στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Σαξώνη.

Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 30.7.2021 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ………./30.7.2021) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε, ερήμην της ήδη εκκαλούσας και τότε εναγόμενης, η με αριθμό 2946/2022 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εκκαλούσα με την από 28.11.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………/28.11.2022 έφεσή της, δικάσιμος για την εκδίκαση της οποίας ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού νομοτύπως έλαβαν διαδοχικά το λόγο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Με την ένδικη από 28.11.2022 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……./28.11.2022 και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……./29.11.2022) έφεση της πρωτοδίκως εν μέρει ηττηθείσας εναγομένης πλήττεται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων η με αριθμό 2946/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ερήμην της κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών και δέχθηκε εν μέρει την από 30.7.2021 αγωγή (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …………/30.7.2021) του ήδη εφεσίβλητου, με την οποία κρίθηκαν περιουσιακές αξιώσεις του προερχόμενες από περισσότερες επιμέρους συμβάσεις, για τις οποίες υποστήριξε ότι καταρτίστηκαν ατύπως μεταξύ αυτού και της εναγομένης ναυτιλιακής εταιρίας, έναντι της οποίας ανέλαβε την υποχρέωση παροχής εξαρτημένης της εργασίας του κατά την επισκευή πλοίων ευρισκομένων εκτός Ελλάδας και ότι εκτελέστηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 13.2.2017 έως 23.4.2019. Συγκεκριμένα με την αγωγή του ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι απασχολήθηκε με την ειδικότητα του τεχνίτη ελασματουργού κατά την επισκευή α) του πλοίου A  δύο [2] φορές στην Πορτογαλία κατά τα χρονικά διαστήματα από 13.2.2017 έως 3.3.2017 και από 16.2.2019 έως 1.3.2019, β) του πλοίου C  δύο [2] φορές στην Ολλανδία κατά τα χρονικά διαστήματα από 13.5.2017 – 7.6.2017 και από 5.11.2018 έως 5.12.2018, οπότε (κατά το τελευταίο αυτό χρονικό διάστημα) απασχολήθηκε και στην επισκευή του πλοίου M, γ) του πλοίου A1 δύο [2] φορές στην Ολλανδία κατά τα χρονικά διαστήματα από 26.9.2017 έως 13.10.2017 και από 16.2.2019 έως 1.3.2019, δ) του πλοίου MP τρεις [3] φορές στην Ολλανδία κατά τα χρονικά διαστήματα από 14.11.2017 έως 15.12.2017, οπότε απασχολήθηκε και στην επισκευή του πλοίου M, από 10.2.2018 έως 27.2.2018 και από 10.3.2018 έως 27.3.2018 και ε) του πλοίου VG μία [1] φορά στη Σιγκαπούρη κατά το χρονικό διάστημα από 2.4.2019 έως 23.4.2019 και ότι καθ’ όλα τα ως άνω χρονικά διαστήματα εργαζόταν επί δώδεκα [12] ώρες κάθε ημέρα, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, αντί αμοιβής συμφωνημένης μεν στο ποσό των εκατόν εξήντα ευρώ (160 €) ανά ωκτάωρο ημερήσιας εργασίας, πλέον είκοσι ευρώ (20 €) ανά ώρα υπεργασιακής και υπερωριακής απασχόλησής του, υπολειπόμενης όμως των νομίμων αποδοχών του, χωρίς μάλιστα να λάβει τα ανάλογα επιδόματα εορτών και άδειας ούτε την προβλεπόμενη αποζημίωση άδειας, με αποτέλεσμα να δικαιούται 1] για την πέραν του οκταώρου εργασία του (υπερεργασία μέχρι τις σαράντα πέντε [45] ώρες εβδομαδιαίως) κατά τις καθημερινές ημέρες το χρηματικό ποσό των χιλίων τριακοσίων σαράντα έξι ευρώ και σαράντα λεπτών (1.346,40 €), 2] για την πέραν του σαρανταπενταώρου εβδομαδιαίως κατ’ εξαίρεση υπερωριακή εργασία του το χρηματικό ποσό των εννέα χιλιάδων οκτακοσίων ογδόντα τριών ευρώ και είκοσι λεπτών (9.883,20 €), 3] για την οκτάωρη εργασία του κατά τα Σάββατα το χρηματικό ποσό των χιλίων τριακοσίων ενενήντα δύο ευρώ (1.392 €), 4] για την πέραν του οκταώρου εργασία του κατά τις ημέρες Σαββάτου το χρηματικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εκατόν ενενήντα δύο ευρώ και πενήντα έξι λεπτών (4.192,56 €), 5] για την οκτάωρη εργασία του κατά τις Κυριακές το χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων τετρακοσίων ογδόντα ευρώ (3.480 €), 6] για την πέραν του οκταώρου εργασία του κατά τις Κυριακές το χρηματικό ποσό των έξι χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα εννέα ευρώ και εξήντα λεπτών (6.449,6 €), 7] για διαφορές επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων το χρηματικό ποσό των έξι χιλιάδων εξακοσίων εξήντα τεσσάρων ευρώ και πενήντα εννέα λεπτών (6.664,59 €), 8] για αποζημίωση άδειας το χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων εννιακοσίων επτά ευρώ και δέκα λεπτών (3.907,1 €) και 9] για διαφορές επιδομάτων αδείας το χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων εννιακοσίων επτά ευρώ και δέκα λεπτών (3.907,10 €). Την αγωγή του αυτή ο ενάγων έστρεψε κατά της εναγόμενης ναυτιλιακής εταιρίας, για την οποία επικαλέστηκε ότι ευθύνεται, κυρίως μεν, σύμφωνα με τις διατάξεις των Ν. 3863/2010, Ν. 3846/2010, Ν. 1082/1980, ΑΝ 539/1945, Ν. 4547/1966, Ν. 1346/1983, Ν. 3302/2004, της ΥΑ 19040/1981 και της ΚΥΑ 8900/1946, ως εργοδότριά του, δεδομένου ότι τον προσέλαβε επανειλημμένα και τον απασχολούσε ως μέλος επισκευαστικού συνεργείου που συγκροτούσε κάθε φορά για τη διενέργεια συγκεκριμένων επισκευών και εργασιών συντήρησης σε πλοία εκτός Ελλάδας, τις οποίες η αντίδικός του αναλάμβανε εργολαβικά και, επικουρικώς, κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις του ΑΚ, δεδομένου ότι κατέστη πλουσιότερη χωρίς νόμιμη αιτία επί ζημία του. Με βάση τους ισχυρισμούς αυτούς ο ενάγων, που περιόρισε το αρχικώς συνολικά καταψηφιστικό αίτημά του σε εν μέρει αναγνωριστικό, ζήτησε να του επιδικαστούν καταψηφιστικώς δεκαεννέα χιλιάδες εξακόσια ευρώ και δεκαέξι λεπτά (19.600,16 €) και αναγνωριστικώς είκοσι δύο χιλιάδες τριακόσια είκοσι ευρώ και τριάντα εννέα λεπτά (22.320,39 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της ημέρας κατά την οποία κάθε αγωγικό κονδύλι κατέστη απαιτητό άλλως από την επόμενη ημέρα εκάστης απολύσεώς του άλλως από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι η ενώπιόν του εισαχθείσα υπόθεση είχε τα χαρακτηριστικά ναυτικής διαφοράς κατά την έννοια του άρθρου 51 § 3Α του Ν. 2172/1993, που θεμελιώνει δικαιοδοσία του ειδικού ναυτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς επί ναυτικών διαφορών εκτεινόμενη σε ολόκληρο το νομό Αττικής και για το λόγο αυτό δέχθηκε ότι είχε τοπική αρμοδιότητα για την εκδίκασή της, στην οποία και προχώρησε εφαρμόζοντας την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών των άρθρων 614 αρ. 3, 621 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ, για να καταλήξει, μετά από αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων του ενάγοντος, στη μερική παραδοχή της αγωγής του ως και ουσιαστικά βάσιμης και να του επιδικάσει καταψηφιστικώς μεν δεκαεπτά χιλιάδες πενήντα ευρώ και δεκαεννέα λεπτά (17.050,19 €) και αναγνωριστικώς οκτώ χιλιάδες εξακόσια ογδόντα έξι ευρώ και είκοσι λεπτά (8.686,20 €), με το νόμιμο τόκο κατά τις αναφερόμενες στο σκεπτικό της εκκαλούμενης απόφασής του διακρίσεις. Κατά της αποφάσεως αυτής, που εκδόθηκε χωρίς τη συμμετοχή της στην πρωτοβάθμια δίκη, παραπονείται ήδη με την ένδικη έφεσή της η εναγόμενη και ζητεί την, μετ’ εξαφάνισή της κατ’ άρθρο 528 ΚΠολΔ, αναδίκαση της υπόθεσης και την απόρριψη της αγωγής στο σύνολό της, προεχόντως ως αβάσιμης για το λόγο ότι κατά τη σύναψη των ενδίκων συμβάσεων ενήργησε με την ιδιότητα της διαχειρίστριας των αναφερόμενων στο εφετήριο πλοιοκτητριών εταιριών, για τις επισκευές των πλοίων των οποίων απασχολήθηκε ο ενάγων και, επομένως, ως άμεση αντιπρόσωπός τους και, πάντως, όχι στο δικό της όνομα ή για δικό της λογαριασμό.

ΙΙ. Με σκοπό τη βελτίωση της απονομής της δικαιοσύνης στο πεδίο των ιδιωτικών εννόμων σχέσεων που ρυθμίζονται από το ναυτικό δίκαιο και εμφανίζουν ιδιαίτερα νομικά και τεχνικά ζητήματα, τα οποία συνήθως ανακύπτουν στο πλαίσιο περισσότερων εννόμων τάξεων, ο Ν. 2172/1993 με το άρθρο 51 §§ 1 και 6 αυτού συνέστησε στο Πρωτοδικείο και το Εφετείο Πειραιώς ειδικά τμήματα (Τμήματα Ναυτικών Διαφορών) και τους ανέθεσε την εκδίκαση κατ’ αποκλειστικότητα των ενδίκων βοηθημάτων και των ενδίκων μέσων που αφορούν σε ναυτικές διαφορές, προκειμένου να εξασφαλίσει τη συγκρότηση των ως άνω Δικαστηρίων από δικαστές ειδικής εμπειρίας, που έχουν αντίληψη των ιδιαιτεροτήτων αυτών (Α. Αντάπασης, Ζητήματα αρμοδιότητας του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιώς, γνμδ σε ΕΕμπΔ 2015/233 επομ. [237 – 238]). Οι συσταθέντες δικαστικοί σχηματισμοί δεν αποτελούν οργανικά αυτοτελή [ειδικά] δικαστήρια αλλά ειδικά τμήματα στους κόλπους των ήδη υφισταμένων Δικαστηρίων (Κ. Μακρίδου, Δικονομία Εργατικών Διαφορών, 2009, σελ. 58, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, Ι, 2003, § 4, αρ. 1, σελ. 41, υποσ. 1) και έχουν ξεχωριστή υλική ή λειτουργική αρμοδιότητα σε σχέση με τα υπόλοιπα τμήματα τους (ΤριμΕφΠειρ. 425/2018, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο), με αποτέλεσμα να καθίστανται (λειτουργικώς) αναρμόδια τα υπόλοιπα τμήματα των ιδίων Δικαστηρίων (Αθ. Πανταζόπουλος, Η λειτουργική αρμοδιότητα – ειδικότερα η λειτουργική αρμοδιότητα του τμήματος ναυτικών διαφορών, του τμήματος πνευματικών διαφορών και του τμήματος κοινοτικών σημάτων, του κτηματολογικού δικαστή, καθώς και του τμήματος οικογενειακών υποθέσεων, σε ΕΠολΔ 2011/572 επομ. [573]), που άλλως θα είχαν υλική αρμοδιότητα κατά τις γενικές διατάξεις. Ενόψει του ότι για την οριοθέτηση της λειτουργικής αρμοδιότητας των εν λόγω ειδικών Ναυτικών Τμημάτων ο νομοθέτης απέβλεψε στη φύση των υπαγόμενων σ’ αυτήν διαφορών, δηλαδή χρησιμοποίησε κριτήριο αντικειμενικό, όπως στη συνέχεια θα εκτεθεί, γίνεται δεκτό ότι κατ’ ουσίαν καθιέρωσε ειδική υλική αρμοδιότητά τους (ΑΠ 338/2003, ΧρΙΔ 2003/537 = Δνη 2004/407, ΑΠ 832/2002, ΤριμΕφΠειρ. 251/2015, πρώτη δημοσίευση αμφοτέρων σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, Κ. Καλαβρός, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ – Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2017, άρθρο 559, αρ. 345, σελ. 288, Κ. Μπέης, παρατηρήσεις κάτω από την ΑΠ 51/2004, σε Δ 2004/965 επομ.) και μάλιστα αποκλειστική (Γ. Ρήγος, σημείωση κάτω από την ΕφΠειρ. 38/1995, σε Δνη 1995/1313 επομ. [1319]), μη δυνάμενη να μεταβληθεί με συμφωνία των διαδίκων (Αθ. Πανταζόπουλος, ο.π., σελ. 574), αφού η υπαγωγή των ναυτικών υποθέσεων στα ομώνυμα τμήματα είναι υποχρεωτική (ΤριμΕφΠειρ. 413/2015, ΜονΕφΠειρ. 442/2014, ΜονΕφΠειρ. 228/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, η ανάγκη επίτευξης ενότητας στη νομολογία επί των ναυτικών διαφορών στην ευρύτερη δυνατή κλίμακα υπαγόρευσε και τη νομοθετική επέκταση της χωρικής – γεωγραφικής αρμοδιότητας των ειδικών Ναυτικών Τμημάτων των Δικαστηρίων του Πειραιώς ως προς τις διαφορές αυτές (Α. Αντάπασης, Η ίδρυση ειδικού τμήματος ναυτικών διαφορών στο Πρωτοδικείο και Εφετείο Πειραιά, σε Ενθύμημα Άλκη Αργυριάδη, Τόμος Ι, 1996, σελ. 45 επομ. [57], Α. Αλαπάντας, Ζητήματα αρμοδιότητας των δικαστηρίων του Πειραιά σε ναυτικές υποθέσεις [αστικές και ποινικές] και συντηρητικής κατάσχεσης πλοίου, Δνη 2015/363 = ΠειρΝ 2015/101 επομ., Δ. Καμβύσης, σημείωση σε ΕΝαυτΔ 1994/47) και για το λόγο αυτό αρχικώς στην § 2 του ως άνω άρθρου 51 του Ν. 2172/1993 ορίστηκε ότι για την εκδίκαση των ναυτικών διαφορών η δικαιοδοσία του Πρωτοδικείου Πειραιά εκτείνεται σε ολόκληρο το νομό Αττικής, ενώ μεταγενέστερα με το άρθρο ένατο § 17 του Ν. 4335/2015 ορίστηκε ότι «Για τις λοιπές εκτός Αττικής ναυτικές διαφορές, το Πρωτοδικείο Πειραιά έχει συντρέχουσα αρμοδιότητα». Κατ’ ουσίαν, με τις ρυθμίσεις αυτές, εκτός της υλικής, καθιερώθηκε και τοπική αρμοδιότητα των εν λόγω ειδικών Ναυτικών Τμημάτων (ΤριμΕφΠειρ. 112/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 2768/2004, ΠειρΝ 2006/354, Α. Αντάπασης, ο.α.π., σελ. 64, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 389), στο οποίο δωσιδικούν έκτοτε οι ναυτικές διαφορές, αποκλειστικώς μεν όσον αφορά το νομό Αττικής (ΕφΑθ. 9139/2000, αδημ., επικυρωθείσα με την ΑΠ 832/2002, ο.π.) και συντρεχόντως όσον αφορά τις λοιπές περιφέρειες της Επικράτειας. Ήδη στον ισχύοντα Κανονισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς προβλέπεται η λειτουργία πολιτικού τμήματος (του Πρώτου), που εκδικάζει, ως ειδικό Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Ν. 2172/1993, υπό τριμελή μεν σύνθεση τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, υπό μονομελή δε σύνθεση τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που κρίνουν ναυτικές διαφορές και υποθέσεις, οι οποίες γράφονται σε ειδικά πινάκια ναυτικών διαφορών, ξεχωριστά για Τριμελές και Μονομελές Εφετείο, ενώ τα λοιπά (τρία [3]) Τμήματά του εκδικάζουν τις λοιπές πολιτικές υποθέσεις (άρθρο 1 § 1 του ισχύοντος κατά τον κρίσιμο χρόνο άσκησης της ένδικης έφεσης Κανονισμού, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β΄ 3460/2019). Για δε την περίπτωση εισαγωγής μιας υπόθεσης, που υπάγεται στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Εφετείου Πειραιώς, σε άλλο τμήμα του ιδίου Δικαστηρίου, ο Ν. 2172/1993 όρισε (άρθρο 51 §§ 5 στοιχ. α΄ και 6 στοιχ. β΄) ότι αυτή παραπέμπεται στο αρμόδιο τμήμα, εφαρμοζομένης κατά τα λοιπά αναλόγως της διάταξης του άρθρου 46 ΚΠολΔ (ΑΠ 1296/2012, www.areiospagos.gr, ΤριμΕφΠειρ. 34/2021, 614/2020, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 69/2020, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, ΤριμΕφΠειρ. 300/2014, ΜονΕφΠειρ. 445/2016, 555/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1/2011, ΠειρΝ 2011/74). Η παραδοχή του ναυτικού χαρακτήρα μιας διαφοράς και η υπαγωγή της υπόθεσης στην αρμοδιότητα του ως άνω Ναυτικού Τμήματος λαμβάνει χώρα μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο και ανεξαρτήτως της συμπεριφοράς των διαδίκων, όπως συμβαίνει με κάθε διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης κατ’ άρθρο 73 ΚΠολΔ, με βάση πάντοτε το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης και το αποδεικτικό υλικό που τίθεται υπόψη του επιλαμβανόμενου δικαστηρίου (ΜονΕφΠειρ. 150/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ν. Νίκας, ο.π., § 20, αρ. 1, 2, σελ. 280). Για την διευκόλυνση της υπαγωγής αυτής ο νομοθέτης, αφενός, θέσπισε μια γενική ρήτρα, ορίζοντας στην § 3 στοιχ. Α του ως άνω άρθρου 51 ότι «ναυτικές είναι οι ιδιωτικές διαφορές που πηγάζουν από πράξεις του θαλάσσιου εμπορίου, τη χρησιμοποίηση, λειτουργία ή ναυσιπλοΐα πλοίου ή την παροχή εργασίας σ’ αυτό» και, αφετέρου, προέβη σε ενδεικτική (ΕφΑθ. 4969/2001, ΕπισκΕΔ 2001/1126, με σημείωμα Κ. Παμπούκη) απαρίθμησή τους, κατά το πρότυπο του άρθρου 1 της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών της 10ης.5.1952 για την ενοποίηση ορισμένων κανόνων σχετικών με τη συντηρητική κατάσχεση πλοίων, που κυρώθηκε με το ΝΔ 4570/1966 (Α. Αντάπασης, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, Πανεπιστημιακές Παραδόσεις, 2017, σελ. 199), ορίζοντας, στην § 3 στοιχ. Β του αυτού άρθρου του Ν. 2172/1993, ότι ναυτικές διαφορές είναι, μεταξύ άλλων και, εκείνες που έχουν αιτία «β. την επισκευή, μετασκευή, εξοπλισμό, καταμέτρηση, χάραξη γραμμών φόρτωσης, επιθεώρηση σκάφους, μηχανής και εξαρτισμού και το δεξαμενισμό πλοίου». Τα κριτήρια που χρησιμοποιεί ο νομοθέτης είναι αντικειμενικά, καθώς ανάγονται στη φύση, το είδος και το αντικείμενο εκάστης διαφοράς (Ν. Νίκας, ο.π., § 16, αρ. 6, σελ. 170), χωρίς να ενδιαφέρει ο συμβατικός ή εξωσυμβατικός χαρακτήρας των εννόμων σχέσεων από τις οποίες οι διαφορές πηγάζουν (ΜονΕφΑθ. 67/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι οι διαφορές που παράγονται από τις συμβάσεις που έχουν ως αντικείμενο την επισκευή, μετασκευή κλπ πλοίου ή το δεξαμενισμό του (σε πλωτή ή χερσαία δεξαμενή) και αποτελούν κατά τη νομική τους φύση συμβάσεις έργου κατά την έννοια των άρθρων 681 επομ. ΑΚ έχουν χαρακτήρα ναυτικής διαφοράς κατά την περ. β΄ του περιπτωσιολογικού καταλόγου του άρθρου 51 § 3 στοιχ. Β του Ν. 2172/1993, ενώ όσες ανακύπτουν κατά την παροχή εργασίας σ’ αυτό και αποτελούν κατά τη νομική τους φύση συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας κατά την έννοια των άρθρων 648 επομ. ΑΚ, 39 επομ. και 53 επομ. ΚΙΝΔ υπάγονται στις ναυτικές διαφορές κατά τη γενική ρήτρα του στοιχ. Α της § 1 του ιδίου άρθρου. Για το χαρακτηρισμό μιας εργατικής διαφοράς ως ναυτεργατικής και, συνεπώς, για την υπαγωγή της στην αρμοδιότητα των ως άνω ειδικών ναυτικών τμημάτων, κρίσιμη αποβαίνει η αντιδιαστολή της σύμβασης ή σχέσης ναυτικής εργασίας με τη σύμβαση της χερσαίας εργασίας (Α. Αλαπάντας, ο.π.). Κατά τη νομολογία, ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης ναυτικής εργασίας είναι ότι ο εργαζόμενος ναυτικός αναλαμβάνει την υποχρέωση να συμμετέχει ως μέλος συγκροτημένου οργανικά πληρώματος στους πλόες του πλοίου, ανεξαρτήτως του είδους της παρεχόμενης εργασίας είτε δηλαδή πρόκειται για καθαρά ναυτική είτε για άλλη εργασία, που θα μπορούσε να εκτελεστεί και στην ξηρά. Η πραγματική εκτέλεση πλόων και η αντιμετώπιση θαλάσσιων κινδύνων δεν είναι απαραίτητη, αρκεί να διατηρείται η ναυτική αποστολή του πλοίου (ΜονΕφΠειρ. 281/2015, ΜονΕφΠειρ. 147/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού χωρίς αυτήν δεν νοείται πλήρωμα ούτε ναυτικός (ΕφΠειρ. 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Α. Κιάντου – Παμπούκη, παρατηρήσεις κάτω από την ΕφΠειρ. 460/1999, σε ΕπισκΕΔ 2000/168 επομ.). Έτσι, η σύμβαση δεν αποβάλλει το χαρακτήρα της ως ναυτική ούτε μεταλλάσσεται σε σύμβαση χερσαίας εργασίας, αν το πλοίο για οποιονδήποτε λόγο παραμένει αργό στο λιμάνι ή συντηρείται ή επισκευάζεται, έχει όμως συγκροτημένο πλήρωμα και τελεί σε διαρκή ετοιμότητα προς πλου μόλις περατωθεί η συντήρηση ή η επισκευή του και αποφασίσει τούτο ο πλοιοκτήτης ή ο εφοπλιστής (ΑΠ 1252/2002, Δνη 2002/1662 = ΔΕΕ 2003/559 = ΕΝαυτΔ 2003/368 = ΝοΒ 2003/1019 = ΕΕΔ 2004/431 = Ε7 2006/1857, ΑΠ 179/2000, ΕΝαυτΔ 2001/44 = Δνη 2000/733 = ΔΕΝ 2001/226 = ΕΕΔ 2001/420 = ΕΝαυτΔ 2001/44 = ΝοΒ 2001/258 = Ε7 2006/1860 = ΕΕΝ 2001/570, ΑΠ 11/1999, ΕΝαυτΔ 1999/276 = ΕΑΕΔ 1999/949 = ΕΕΔ 2000/255, ΑΠ 1089/1998, Δνη 1999/329, ΑΠ 792/1998, Δνη 1999/620 = ΔΕΕ 1998/1252 = ΔΕΝ 1999/851 = ΕΕμπΔ 1999/108 = ΕΝαυτΔ 1998/376 = ΝοΒ 1999/1566, ΕφΠειρ. 289/2011, ΕΝαυτΔ 2012/26, ΕφΠειρ. 371/2010, ΕΝαυτΔ 2011/110, ΕφΠειρ. 973/2005, ΕΝαυτΔ 2005/432, ΕφΠειρ. 856/2005, ΠειρΝομ 2006/81, ΕφΠειρ 537/2004, ΔΕΕ 2005/608, ΜονΕφΠειρ. 231/2013, ΕΝαυτΔ 2013/220, Αλ. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος Α, 2003, σελ. 185). Στην περίπτωση αυτή ο προσλαμβανόμενος για να παράσχει υπηρεσίες στο πλοίο, ως μέλος συγκροτημένου πληρώματος, έστω και αν δεν παρέχει αμιγώς ναυτική εργασία, θεωρείται ναυτικός και η σύμβασή του έχει ως αντικείμενο την παροχή ναυτικής και όχι χερσαίας εργασίας. Όταν, όμως, αντιθέτως, η πρόσληψη του μισθωτού γίνεται ειδικώς και αποκλειστικώς για όσο χρόνο το πλοίο είναι προσδεμένο στο λιμάνι για επισκευή ή συντήρηση ή είναι παροπλισμένο και αυτός, μη όντας ενταγμένος στο συγκροτημένο πλήρωμά του, δεν έχει υποχρέωση συμμετοχής στους πλόες του, τότε πρόκειται για παροχή χερσαίας εργασίας (ΑΠ 365/2005, ΕΝαυτΔ 2005/81 = ΔΕΕ 2005/1087, ΑΠ 1643/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), επί της οποίας έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του κοινού εργατικού δικαίου και όχι οι ειδικότερες διατάξεις του ναυτεργατικού δικαίου, συγκεκριμένα δε ούτε οι διατάξεις των άρθρων 39 – 83 του ΚΙΝΔ, που ρυθμίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μελών του πληρώματος με την ευρεία έννοια του όρου ούτε οι συλλογικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ), που ρυθμίζουν τους όρους και τις αμοιβές της παροχής ναυτικής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 202/2021, 23/2021, 86/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 545/2012, ΕΝαυτΔ 2012/388 = Δνη 2013/1651). Με βάση τα ανωτέρω δεν θεωρείται ναυτική αλλά χερσαία η εργασία που παρέχει το πρόσωπο που αναλαμβάνει με σύμβαση με τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή τη φύλαξη ή τη συντήρηση παροπλισμένου πλοίου (ΑΠ 1285/2006, ΔΕΕ 2007/978, ΑΠ 271/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 55/2004, ΧρΙΔ 2004/440 = Ε7 2006/1682, ΑΠ 904/1987, ΕΝαυτΔ 1987/445 = ΝοΒ 36/1218, ΕφΠειρ. 929/2001, ΠειρΝομ 2002/36 = ΕΝαυτΔ 2002/15, όπου και παρατηρήσεις Αθ. Μαρκάκη, ΕφΑθ 3630/1988, ΑρχΝ 1988/726, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 53, αρ. 4.2.1., σελ. 300, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 120 και 122, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 2, σελ. 6, Γ. Μικρούδης, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, σε ΕΕΔ 2007/449 επομ. [457], βλ. και Β. Σαξώνη, Η διάκριση της ναυτικής από τη χερσαία εργασία κατά την απασχόληση σε πλοίο, σε ΝαυτΔνη 1/5 επομ. [11]), όπως και η εργασία που παρέχει επί ακινητοποιημένου λόγω επισκευών πλοίου ο βοηθός μηχανικού που απασχολείται στις σχετικές εργασίες χωρίς να έχει προηγουμένως ναυτολογηθεί, ώστε να αποτελεί μέλος του πληρώματός του (ΑΠ 1602/2012, ΕΝαυτΔ 2013/17, contra ΕφΠειρ. 145/2006, ΠειρΝ 2006/359).

ΙΙΙ. Από το συνδυασμό όσων προαναφέρθηκαν προς τους αναφερόμενους στο αγωγικό δικόγραφο πραγματικούς ισχυρισμούς, όπως το Δικαστήριο τούτο εκτιμά το περιεχόμενό τους, συνάγεται ότι στην πρωτοβάθμια δίκη κατήχθησαν απαιτήσεις του ενάγοντος από την παροχή εξαρτημένης εργασίας επί πλοίου και όχι από σύμβαση έργου με αντικείμενο την επισκευή ή τη συντήρησή του, και ότι η εργασία αυτή δεν είχε το χαρακτήρα ναυτεργασίας αλλά χερσαίας απασχόλησης, δεδομένου ότι, υπό τα εκτιθέμενα παρασχέθηκαν, αντί ημερομισθίου, υπηρεσίες τεχνίτη ελασματουργού σε περισσότερα πλοία, στα οποία ο ενάγων δεν ναυτολογήθηκε ούτε κατέστη μέλος του πληρώματός τους ούτε μετείχε στους πλόες τους αλλά αντιθέτως ότι αυτός προσλήφθηκε ειδικώς και αποκλειστικώς για την παροχή των υπηρεσιών αυτών σε λιμένες της Πορτογαλίας, της Ολλανδίας και της Σιγκαπούρης, όπου τα πλοία παρέμεναν ακινητοποιημένα προς επισκευή ή συντήρησή τους μετέχοντας απλώς στα συνεργεία που συγκροτούσε κάθε φορά η αντίδικός του προς το σκοπό αυτό. Συνεπώς, η ένδικη και εκ της εργασίας αυτής αναφυόμενη διαφορά δεν αποτελεί ναυτική διαφορά κατά την έννοια του άρθρου 51 του Ν. 2172/1993, με αποτέλεσμα η υπό κρίση έφεση να έχει εισαχθεί νομοτύπως ενώπιον του παρόντος (3ου) Τμήματος του Εφετείου Πειραιώς, το οποίο, όπως διαπιστώνεται μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο, έχει λειτουργική αρμοδιότητα για την εκδίκασή της, καθώς, κατά τον Κανονισμό της Εσωτερικής του Υπηρεσίας, δεν δικάζει ναυτεργατικές διαφορές αλλά υποθέσεις με αιτία την παροχή χερσαίας εξαρτημένης εργασίας. Άλλωστε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, παρά τις σχετικές αντίθετες παραδοχές του, δεν παρέπεμψε την υπόθεση στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιώς αλλά την κρίση του περί του ναυτικού χαρακτήρα της ένδικης διαφοράς εξέφερε μόνον προκειμένου, όπως εκτιμάται, να θεμελιώσει την τοπική του αρμοδιότητα, χωρίς να αναγκαστεί να παραπέμψει κατ’ ευθεία εφαρμογή του άρθρου 46 ΚΠολΔ την αγωγή στο αρμόδιο, ενόψει της γενικής δωσιδικίας της εναγομένης, Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.

IV. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 528 εδαφ. α ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 § 2 Ν. 3994/2011, ισχύει δε και μετά το Ν. 4335/2015, η έφεση του ερημοδικασθέντος πρωτοδίκως διαδίκου, ως λειτουργικό υποκατάστατο της (καταργημένης) αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, επιφέρει την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν και τους τυχόν πρόσθετους λόγους της και την αναδίκαση της υπόθεσης από το εφετείο, το οποίο μετατρέπεται ουσιαστικά σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 546/2014, ΑΠ 907/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 829/2008, ΝοΒ 2008/1457, ΑΠ 1015/2005, Δνη 2005/1100, ΤριμΕφΠειρ. 197/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ. Κεραμέας, Ένδικα Μέσα, 2007, σελ. 66 επομ.), προκειμένου ο εκκαλών να δυνηθεί να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως και να επανορθώσει με την έφεση τις συνέπειες, που ενδεχομένως επέφερε η απουσία του (ΑΠ 446/2007, ΤριμΕφΠειρ. 59/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για την εξαφάνιση της εκκαλουμένης ερήμην απόφασης καταρχήν αρκεί η τυπική παραδοχή της εφέσεως ως νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσας και δεν προηγείται έρευνα της βασιμότητας των λόγων της (ΑΠ 1906/2008, ΝοΒ 2009/927, ΑΠ 884/2007, ΧρΙΔ 2008/52, ΤριμΕφΠειρ. 27/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΑθ. 933/2011, ΕΔΠ 2011/143) ούτε απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος από αυτούς (ΑΠ 2150/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 280/2012, ΝοΒ 2013/132, ΤριμΕφΠειρ. 195/2016, ΜονΕφΑθ. 302/2018, ΜονΕφΠειρ. 95/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αρκεί να είναι λυσιτελείς (Γ. Αποστολάκης, Η αποδεικτική διαδικασία μετά την άσκηση έφεσης κατ’ ερήμην αποφάσεως, σε ΑρχΝ 2009/35 επομ.), ορισμένοι (ΕφΑθ. 6525/2005, Δνη 2006/1482) και νόμιμοι (ΕΑ 3706/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού, στην αντίθετη περίπτωση η έφεση απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εξαφανίζεται (ΕφΑθ. 1600/2004, Δνη 2004/1078, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, 2009, § 228δ, σελ. 104, Β. Βαθρακοκοίλης, Η έφεση, 2015, αρ. 2099, σελ. 524). Έτσι, η νομότυπη και εμπρόθεσμη άσκηση έφεσης κατά οριστικής απόφασης, που εκδόθηκε ερήμην του εναγομένου κατά κάποια από τις ειδικές διαδικασίες, αν με αυτή ο εκκαλών πλήττει την απόφαση στο σύνολό της για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς τα πραγματικά περιστατικά της εναντίον του αγωγής, που εκδικάστηκε σα να ήταν και αυτός παρών και έγινε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, επιφέρει την εξαφάνισή της εκκαλουμένης ως προς όλες τις διατάξεις της που βλάπτουν τον εκκαλούντα (ΑΠ 985/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), συμπεριλαμβανομένης και εκείνης περί δικαστικών εξόδων (ΜονΕφΠειρ. 225/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), προκειμένου να θεωρηθούν παραδεκτοί οι ισχυρισμοί του και να ερευνηθούν από το εφετείο.

Εν προκειμένω, η ένδικη έφεση, με την οποία αμφισβητείται η ορθότητα του αποδεικτικού πορίσματος που συνήγαγε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, για να δεχθεί κατά ένα μέρος της την αγωγή κατ’ ουσίαν, έχει ασκηθεί νομότυπα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, συνοδευόμενη από το νόμιμο παράβολο (βλ. το με αριθμό …………….. ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και την από 24.11.2022 έγγραφη απόδειξη της Τράπεζας EUROBANK) και εμπρόθεσμα, όπως προκύπτει από την από 2.11.2022 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………. στο κοινοποιηθέν στην εκκαλούσα αντίγραφο της εκκαλουμένης, σε συνδυασμό προς την ως άνω υπ’ αριθμ. ……./28.11.2022 έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου. Επομένως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1, 2, 511, 513 § 1 στοιχ. β, 516 § 1, 517, 518 § 1 και 528 ΚΠολΔ, πρέπει η έφεση αυτή να γίνει  τυπικά δεκτή και να αποδοθεί στην εκκαλούσα το κατατεθέν παράβολο (άρθρο 495 § 4 ΚΠολΔ). Ακολούθως, αφού εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει να κρατηθεί και δικαστεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και να ερευνηθεί η ένδικη αγωγή, που είναι ορισμένη και κατά την κύρια βάση της νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερθείσες διατάξεις, των οποίων έγινε επίκληση στο δικόγραφό της και σ’ εκείνες των άρθρων 340, 341, 345, 346, 648 επομ. ΑΚ, 70, 176, 191 § 2 και 218 ΚΠολΔ, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, κατά την προσήκουσα διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, χωρίς, σημειωτέον, να ενδιαφέρει για την τύχη της η κατά τόπον αναρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δεδομένου ότι στην έκκλητη δίκη αυτή δεν ερευνάται αυτεπαγγέλτως αλλά μόνον αν προταθεί σχετικός λόγος από τον εναγόμενο, του οποίου απορρίφθηκε πρωτοδίκως αντίστοιχη (δικονομική) ένσταση (ΑΠ 1458/1990, ΕΕΝ 1991/617, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 113, αρ. 18, σελ. 200, ο ίδιος, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2018, § 113, αρ. 18, σελ. 700, Β. Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση (κατ’ άρθρο), τόμος Γ, 1995, άρθρο 522, αρ. 19, σελ. 286, Κ. Παναγόπουλος, σε Κ. Οικονόμου, Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 522, αρ. 25, σελ. 191, ενώ για την αντίθετη άποψη βλ. ΜονΕφΑθ. 71/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 2768/2004, ΠειρΝ 2006/354), όπως δεν συμβαίνει εν προκειμένω και χωρίς να απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου μετά τον παραδεκτό πρωτοδίκως περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής.

V. Στο πεδίο του χερσαίου εργατικού δικαίου (άρθρα 648, 651, 652 και 653 ΑΚ) ως εργοδότης νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ως αντισυμβαλλόμενο μέρος στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και βάσει αυτής, αφενός, δικαιούται να αξιώσει από τον εργαζόμενο την παροχή της εργασίας που έχει συμφωνηθεί, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ασκώντας το διευθυντικό δικαίωμα κατά την εκπλήρωση της σύμβασης και εποπτεύοντας την τήρηση των όρων υπό τους οποίους τελεί η προσφορά των υπηρεσιών του εργαζόμενου και, αφετέρου, υποχρεούται στην καταβολή του συμφωνημένου ή του συνηθισμένου μισθού (ΑΠ 2041/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1302/2019, ΧρΙΔ 2020/125, ΑΠ 1002/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 800/2014, ΧρΙΔ 2015/266, ΑΠ 984/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 704/2010, ΕΕμπΔ 2011/385 = Αρμ. 2011/1175, Λ. Ντάσιος, Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο, τόμος Α/Ι, 1999, § 168, σελ. 277 επομ., Στ. Βλαστός, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, τόμος Ι, 1999, αρ. 301, σελ. 305, Δ. Λαμπρόπουλος, Ο εργοδότης στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, 2022, σελ. 1 επομ.), ενώ το πρόσωπο αυτό δεν ταυτίζεται απαραίτητα με εκείνον που προέβη στην πρόσληψη, αφού την ιδιότητα του εργοδότη έχει το πρόσωπο, στην υπηρεσία του οποίου παρέχει την εργασία του ο μισθωτός, δηλαδή ο κύριος της επιχείρησης προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων της οποίας συνάπτεται η σύμβαση (ΑΠ 12/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και ο οποίος φέρει τις δαπάνες και τους κινδύνους της επιχείρησης (ΑΠ 352/2016, ΑΠ 1261/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 873/2009, ΕΕμπΔ 2009/822). Εξάλλου, από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προς εκείνη του άρθρου 211 ΑΚ συνάγεται ότι η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας δεν παραλλάσσει ως προς την ταυτότητα και τις έννομες συνέπειές της εκ του ότι ο εργοδότης ενήργησε κατά τη σύναψή της όχι αυτοπροσώπως αλλά μέσω τρίτου προσώπου, το οποίο προέβη στη δήλωση της δικαιοπρακτικής του βούλησης ως άμεσος αντιπρόσωπός του, δεδομένου ότι εφόσον ο δηλώσας είχε την προς αντιπροσώπευση εξουσία και περιορίστηκε μέσα στα όρια αυτής, η σύμβαση ενεργεί αμέσως υπέρ και κατά του αντιπροσωπευθέντος, στο πρόσωπο του οποίου παράγονται ευθέως τα εξ αυτής δικαιώματα και οι υποχρεώσεις (ΑΠ 701/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), υπό την πρόσθετη βέβαια προϋπόθεση ότι καθίσταται φανερό ότι δικαιοπρακτών δεν είναι ο αντιπρόσωπος αλλά ο αντιπροσωπευόμενος ή ότι τούτο συνάγεται από τις περιστάσεις, διαφορετικά, αν δηλαδή δεν μπορεί να διαγνωστεί ότι ο δηλών ενεργεί στο όνομα άλλου, θα θεωρηθεί ότι ενεργεί στο δικό του όνομα (ΑΠ 993/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 929/2004, Δνη 2005/1661 = ΧρΙΔ 2004/978, ΜονΕφΑθ. 378/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 3366/2001, Δνη 2002/213). Στο ειδικότερο πεδίο των ναυτικών εμπορικών συναλλαγών, περίπτωση άμεσης αντιπροσωπείας συνιστά η σύμβαση που συνάπτει με τρίτον ο διαχειριστής του πλοίου (συνηθέστατα κεφαλαιουχική εταιρία), ο οποίος έχει αναλάβει με συμφωνία με τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή την επ’ αμοιβή διοίκηση της επιχείρησης του πλοίου, δηλαδή την παροχή υπηρεσιών σχετικών με τη διαχείριση της εκμετάλλευσής του από άποψη τεχνική (δηλαδή ως προς τη μέριμνα για τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και την επάνδρωση του πλοίου) ή/και εμπορική (δηλαδή ως προς την επιμέλεια της εκναύλωσης, της είσπραξης των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων, της συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων και της εν γένει διεκπεραίωσης όλων των υποθέσεων που σχετίζονται με το πλοίο). Ο διαχειριστής δεν μετέχει στον επιχειρηματικό κίνδυνο της πλοιοκτησίας ή του εφοπλισμού ούτε αποβλέπει σε άμεσο οικονομικό όφελος από την εκμετάλλευση του πλοίου (Π. Αβραμέας, Όρια της ελευθερίας των μερών στις συμβάσεις διαχείρισης πλοίων, σε Εκμετάλλευση του πλοίου και συμβατική ελευθερία – Πρακτικά και Εισηγήσεις 2ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1995, έκδοση ΔΣΠ, 1995, σελ. 299 επομ. [302]), αφού η έννομη σχέση που τον συνδέει με τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή αποτελεί μίσθωση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά και οι περί εντολής διατάξεις των άρθρων 713 επομ. ΑΚ (ΤριμΕφΠειρ. 497/2013, ΔΕΕ 2013/824 = ΕΝαυτΔ 2013/110 = ΕΕμπΔ 2013/950, ΜονΕφΠειρ. 195/2015, ΔΕΕ 2015/718, ενώ για τη νομική φύση της σύμβασης διαχείρισης γενικότερα βλ. Λ. Αθανασίου, Η σύμβαση διαχείρισης εταιρίας, σε Δνη 2004/973 επομ. [979], Στ. Γεωργιάδη, Η σύμβαση διοίκησης και διαχείρισης επιχείρησης [management agreement], σε ΧρΙΔ 2003/603 επομ. [606]). Για το λόγο αυτό ο διαχειριστής του πλοίου που συναλλάσσεται με τρίτους για υποθέσεις του πλοίου ενεργεί καταρχήν στο όνομα και για λογαριασμό του εκμεταλλευόμενου αυτό πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή, του οποίου είναι άμεσος αντιπρόσωπος, με συνέπεια τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας που επιχειρεί στα πλαίσια της συμβατικής προς αυτόν υποχρεώσεώς του και εντός των ορίων της εξουσίας που του παραχωρήθηκε με τη σύμβαση διαχείρισης να επέρχονται ευθέως και αμέσως στο πρόσωπο του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή (ΜονΕφΠειρ. 360/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 63/2013, ΕΝαυτΔ 2013/114 = Δνη 2014/181, Α. Αντάπασης/Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, 2020, αρ. 747 – 758, σελ. 387 – 392, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος Ι, 2003, § 28 IV 1 Β, σελ. 137 – 138, § 82 ΙΙ, σελ. 365 – 367, Αχ. Μπεχλιβάνης, παρατηρήσεις υπό της ΕφΠειρ. 468/2011, ο.π. [1292], Α. Αντάπασης, Εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτο και προστασία των ναυτικών δανειστών, σε Η προστασία των ναυτικών δανειστών – Πρακτικά και Εισηγήσεις 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1992, έκδοση ΔΣΠ, 1994, σελ. 437 επομ. [448]). Ενεχόμενος, επομένως, για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που γεννώνται από τη συναλλακτική δραστηριότητα του διαχειριστή του πλοίου δεν είναι ο ίδιος αλλά ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο (ΤριμΕφΠειρ. 262/2012, ΕΝαυτΔ 2012/269 = ΕΕμπΔ 2013/411, ΜονΕφΠειρ. 110/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Και μόνον όταν είτε δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή ούτε συνάγεται από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία για λογαριασμό τους είτε η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του υπέχει ατομική ευθύνη προς εκπλήρωση ο διαχειριστής, σύμφωνα με την αρχή του εμφανούς (ΑΠ 1988/2014, ΕΕμπΔ 2016/139, ΑΠ 689/2013, ΕΝαυτΔ 2013/183 = ΧρΙΔ 2013/688 = Ε7 2014/424 = ΕΕμπΔ 2013/946 = ΔΕΕ 2014/65, ΤριμΕφΠειρ. 762/2013, ΕΝαυτΔ 2013/190 = ΕΕμπΔ 2014/173, ΜονΕφΠειρ. 660/2015, ΜονΕφΠειρ. 362/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε άλλη περίπτωση, οι δανειστές από τη δράση του διαχειριστή μπορούν να στραφούν κατά του εκμεταλλευόμενου το πλοίο, πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή και να αξιώσουν από αυτόν την εκτέλεση της σχετικής συμβάσεως ή την καταβολή αποζημιώσεως για τη μη εκπλήρωσή της, δε δικαιούνται, όμως, να ζητήσουν ικανοποίηση της απαιτήσεώς τους από το διαχειριστή (Α. Αντάπασης, ο.π., σελ. 449), του οποίου, άλλωστε, παράλληλη και αλληλέγγυα ευθύνη ιδρύεται νομοθετικά μόνον κατ’ εξαίρεση, όταν η εξομοίωσή του προς τον εκμεταλλευόμενο το πλοίο επιβάλλεται από λόγους προστασίας του οικείου εννόμου αγαθού (όπως συμβαίνει με το άρθρο 12 § 1 εδαφ. β του Ν. 743/1977 «Περί προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων» [ΦΕΚ Α 319/17.10.1977], όπως ισχύει) ή πρόνοιας είτε υπέρ συγκεκριμένου ιδιώτη αντισυμβαλλομένου (όπως συμβαίνει με το άρθρο 1 § 1 του Ν. 762/1978 «Περί αστικής ευθύνης του ως αντιπροσώπου του εργοδότου συνάπτοντος εν Ελλάδι σύμβασιν εργασίας μετά ναυτικού» [ΦΕΚ Α 45/30.3.1978], που δεν εφαρμόζεται όμως στη χερσαία εργασία (ΑΠ 271/2006, ο.π.), είτε της δημόσιας περιουσίας (όπως συμβαίνει με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 27/1975 «Περί φορολογίας πλοίων» [ΦΕΚ Α 77/22.4.1975 και άλλες παρεμφερείς εξαιρετικές διατάξεις, περί των οποίων βλ. Α. Αντάπαση, ο.π., σελ. 452). Εξ όλων όσα προαναφέρθηκαν παρέπεται ότι η έννοια του όρου της διαχειρίσεως πλοίου είναι νομική και υποδηλώνει ενέργεια του διαχειριστή υπό την ιδιότητα του αμέσου αντιπροσώπου του εκμεταλλευόμενου το πλοίο. Επομένως, αν αγωγή τρίτου με αίτημα την εκπλήρωση συμβατικού χρέους από σύμβαση εξαρτημένης εργασίας στραφεί εναντίον του συμβληθέντος με τον ενάγοντα εργαζόμενο, χωρίς μνεία της ιδιότητας του εναγομένου ως διαχειριστή του πλοίου αλλά ως εργοδότη, ο τελευταίος δύναται, αμυνόμενος κατά του αγωγικού ισχυρισμού ότι ανέλαβε ατομικά τη συμβατική υποχρέωση προς καταβολή μισθού, να προβάλει ως ένσταση καταλυτική της αγωγής τον ισχυρισμό ότι δεν κατέστη ο ίδιος υποκείμενο της επίδικης έννομης σχέσης, επειδή η παραγωγική της επίδικης απαιτήσεως δικαιοπραξία συνήφθη μεν από αυτόν, ενεργούντα όμως στο όνομα και για λογαριασμό του εκμεταλλευόμενου το πλοίο και, αν τον αποδείξει, να επιτύχει την απόρριψη της αγωγής ως αβάσιμης (ΑΠ 57/2002, ΧρΙΔ 2002/114).

VI. Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα αποδείξεως ……………, βοηθού ελασματουργού και συνεργάτη του ενάγοντος, που απασχολήθηκε μαζί του κατά τις εργασίες επί όλων των πλοίων που αναφέρονται στην αγωγή, ο οποίος εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και το περιεχόμενό της περιλαμβάνεται απομαγνητοφωνημένο στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, καθώς και του συνόλου των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και νομότυπα προσκομίζουν για να ληφθούν υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων είναι ελεύθερος επαγγελματίας, ειδικευμένος τεχνίτης ελασματουργός και απασχολείται από το έτος 2000 τουλάχιστον σε επισκευές πλοίων, ενώ η εναγόμενη είναι αλλοδαπή, εδρεύουσα στη ….., εταιρία, που δραστηριοποιείται στον τομέα της διαχείρισης πλοίων και, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 27/1975, έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 3122.1/4187/24563/18.4.2008 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομίας – Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε νόμιμα (ΦΕΚ Β 746/29.4.2008), με την οποία της επιτράπηκε, μεταξύ άλλων, πρώτον, η επιμέλεια θεμάτων που αφορούν αποκλειστικά και μόνο τα πλοία που ανήκουν σ’ αυτήν ή τα υπό τη διαχείριση ή εκμετάλλευσή της πλοία ή τις επιχειρήσεις που αντιπροσωπεύει και έχουν σχέση, μεταξύ άλλων και, «με την συντήρηση, τις επισκευές, τις μετασκευές, τον εφοδιασμό, την κλάση των παραπάνω πλοίων είτε οι σχετικές συμβάσεις και εργασίες συνάπτονται και εκτελούνται στην Ελλάδα είτε στο Εξωτερικό», «την εξεύρεση πληρωμάτων», «τη σύναψη συμβάσεων για την προμήθεια καυσίμων και λιπαντικών … και … ανταλλακτικών», ως και «την σύναψη συμβάσεων ναύλωσης» πλοίων και, δεύτερον, «η διαπραγμάτευση και σύναψη με προμήθεια συμβάσεων … μετασκευών ή επισκευών .. πλοίων…» (άρθρο 1 § 2 περ. α΄, αρ. 1, 5, 7, περ. δ΄ και περ. στ΄ της ως άνω ΚΥΑ). Επομένως, στην επιτρεπόμενη (και μη αμφισβητούμενη) επιχειρηματική δραστηριότητα της εναγόμενης στην Ελλάδα περιλαμβάνεται η επιμέλεια της συντήρησης ή της επισκευής πλοίων στην ημεδαπή ή στο εξωτερικό, όχι όμως και η διενέργεια της ίδιας της συντήρησης ή της επισκευής τους με δικά της μέσα, δηλαδή προσωπικό και μηχανήματα, καθώς και η εμπορική και τεχνική διαχείριση πλοίων που είτε ανήκουν στην ίδια κατά κυριότητα ή κατά την εκμετάλλευσή τους υπό μορφή εφοπλισμού είτε στις από αυτήν εκπροσωπούμενες τρίτες επιχειρήσεις. Από δε το από 1.12.2015 πρακτικό συνεδριάσεως του διοικητικού συμβουλίου της εκκαλούσας, που έχει κατατεθεί στο Τμήμα Ναυτιλιακών Εταιριών της Διεύθυνσης Ποντοπόρου Ναυτιλίας του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, όπως βεβαιώνεται στο υπ’ αριθμ. πρωτ. …………/21.9.2020 έγγραφό του, νόμιμος εκπρόσωπός της είναι ο ……….. Στο πλαίσιο της εγκεκριμένης κατά την εγκατάσταση γραφείου της στην Ελλάδα δραστηριότητάς της η εναγόμενη ανέλαβε: α] κατά το έτος 2008 τη διαχείριση του υπό σημαία Μπαχαμών πλοίου MP, που ανήκε στην πλοιοκτησία της εδρεύουσας στη ……….. εταιρίας με την επωνυμία «……..», την οποία και διατήρησε μέχρι τις 20.7.2020, ασκώντας την από το έτος 2019 και μέχρι τη λήξη της από κοινού με την εταιρία «………..», β] από τις 19.12.2014 τη διαχείριση του υπό σημαία Μαδέρας πλοίου A, που ανήκε στην κυριότητα της εδρεύουσας στις νήσους …. εταιρίας με την επωνυμία «…….», η οποία εκναύλωσε αυτό γυμνό στην εδρεύουσα στη …… εταιρία με την επωνυμία «……..» και την οποία (διαχείριση) η εναγόμενη διατήρησε μέχρι τις 20.7.2020, γ] από τις 11.1.2015 τη διαχείριση του υπό σημαία Μπαχαμών πλοίου κρουαζιέρας A1, που ανήκε στην πλοιοκτησία της εδρεύουσας στη ……… εταιρίας με την επωνυμία «……….», την οποία η εναγόμενη διατήρησε μέχρι της 20.7.2020, δ] από 19.1.2015 τη διαχείριση του υπό σημαία Μπαχαμών πλοίου κρουαζιέρας M, το οποίο ανήκε στην πλοιοκτησία της εδρεύουσας στις νήσους ….. εταιρίας με την επωνυμία «……….», η οποία εκναύλωσε αυτό γυμνό στην εδρεύουσα στις ……. εταιρία με την επωνυμία «………..» και την οποία (διαχείριση) η εναγόμενη διατήρησε μέχρι τις 20.7.2020, ε] από τις 12.4.2017 τη διαχείριση του υπό σημαία Μπαχαμών πλοίου κρουαζιέρας C, το οποίο ανήκε στην πλοιοκτησία της εδρεύουσας στην αλλοδαπή εταιρίας με την επωνυμία «……….», η οποία εκναύλωσε αυτό γυμνό στην εδρεύουσα στις Μπαχάμες εταιρία με την επωνυμία «……….» και την οποία (διαχείριση) η εναγόμενη διατήρησε μέχρι τις 20.7.2020 και στ] από τις 3.4.2019 τη διαχείριση του υπό σημαία Μπαχαμών πλοίου κρουαζιέρας VG, το οποίο ανήκε στην πλοιοκτησία της εδρεύουσας στην αλλοδαπή εταιρίας με την επωνυμία «……..», η οποία εκναύλωσε αυτό γυμνό στην εδρεύουσα στις ….. εταιρία με την επωνυμία «…………….» και την οποία (διαχείριση) η εναγόμενη διατήρησε μέχρι τις 20.7.2020. Όλα τα παραπάνω δεν αμφισβητούνται από τον ενάγοντα, αποδεικνύονται άλλωστε από τις υπ’ αριθμούς πρωτοκόλλου ……../13.1.2020, …../21.9.2020, ……../13.1.2020, ……../21.9.2020, ……../13.1.2020, ………/21.9.2020, ………./13.1.2020, …………./4.11.2020, ……../13.1.2020, ………/21.9.2020, ………/13.1.2020 και …………../4.11.2020 δώδεκα [12] έγγραφες βεβαιώσεις του Τμήματος Ναυτιλιακών Εταιριών της Διεύθυνσης Ποντοπόρου Ναυτιλίας του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει η εναγόμενη. Δεν αμφισβητεί επίσης ο ενάγων ούτε ότι το σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου καθεμιάς από τις παραπάνω πλοιοκτήτριες εταιρίες ανήκε στην εδρεύουσα στις Νήσους της ….. εταιρίας με την επωνυμία «…..», η οποία είχε αναθέσει τη διαχείρισή τους στις ομοίως αλλοδαπές εταιρίες «……….», «……………» και «………..» ούτε ότι οι ως άνω ναυλώτριες γυμνών των πλοίων VG, M, C και A ασκούσαν τον εφοπλισμό τους (περί του ότι ο ναυλωτής γυμνού πλοίου [bare boat charterer και charterer by demise] είναι πάντοτε εφοπλιστής, επειδή όσο διαρκεί η σύμβαση έχει την κατοχή και τον πλήρη έλεγχο της εκμετάλλευσης του πλοίου βλ. ΑΠ 477/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 27/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ι. Ρόκα/Γ. Θεοχαρίδη, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 131 – 132, σελ. 68 επομ.), ευθυνόμενες, επομένως, αυτές, όπως γίνεται δεκτό στο ελληνικό δίκαιο, για την εξόφληση κάθε απαίτησης που πήγαζε από την εκμετάλλευση των πλοίων τους (ΑΠ 689/2013, ΕΝαυτΔ 2013/183 = ΧρΙΔ 2013/688 = Ε7 2014/424 = ΕΕμπΔ 2013/946, ΕφΠειρ. 37/2011, ΕπισκΕΔ 2011/475 = ΕΝαυτΔ 2011/114, Α. Αντάπασης/Λ. Αθανασίου, ο.π., αρ. 799 επομ., σελ. 411 επομ.). Στον όμιλο όλων των ως άνω εταιρών συνομολογεί η εναγόμενη ότι και η ίδια εντάσσεται «ως θυγατρική εταιρία», χωρίς να διευκρινίζει αν μητρική της είναι η κάτοχος των μετοχών των πλοιοκτητριών ………….. ή κάποιο άλλο μέλος του ομίλου. Ομοίως δεν αμφισβητείται ότι ο ενάγων απασχολήθηκε δυνάμει συμβάσεων που καταρτίστηκαν ατύπως, δηλαδή προφορικά, 1] κατά το χρονικό διάστημα από 13.2.2017 έως 3.3.2017 στις εργασίες επισκευής του πλοίου A, που τελούσε υπό δεξαμενισμό στην Πορτογαλία, 2] κατά το χρονικό διάστημα από 13.5.2017 έως 7.6.2017 στις εργασίες επισκευής του πλοίου C, που τελούσε υπό δεξαμενισμό στην Ολλανδία, 3] κατά το χρονικό διάστημα από 26.9.2017 έως 13.10.2017 στις εργασίες επισκευής του πλοίου A1, που τελούσε υπό δεξαμενισμό στην Ολλανδία, 4] κατά το χρονικό διάστημα από 14.11.2017 έως 15.12.2017 στις εργασίες επισκευής των πλοίων MP και M, που τελούσαν υπό δεξαμενισμό στην Ολλανδία, 5] κατά το χρονικό διάστημα από 10.2.2018 έως 27.2.2018 στις εργασίες επισκευής του πλοίου MP, που τελούσε υπό δεξαμενισμό στην Ολλανδία, 6] κατά το χρονικό διάστημα από 10.3.2018 έως 27.3.2018 στις εργασίες επισκευής του ιδίου πλοίου, που τελούσε υπό δεξαμενισμό στην ίδια χώρα, 7] κατά το χρονικό διάστημα από 30.9.2018 έως 13.10.2018 στις εργασίες επισκευής του πλοίου A1, που τελούσε υπό δεξαμενισμό στην Ολλανδία, 8] κατά το χρονικό διάστημα από 5.11.2018 έως 5.12.2018 στις εργασίες επισκευής των πλοίων C και M, που τελούσαν υπό δεξαμενισμό στην Ολλανδία, 9] κατά το χρονικό διάστημα από 16.2.2019 έως 1.3.2019 στις εργασίες επισκευής του πλοίου A, που τελούσε υπό δεξαμενισμό στην Πορτογαλία και 10] κατά το χρονικό διάστημα από 2.4.2019 έως 23.4.2019 στις εργασίες επισκευής του πλοίου VG, που τελούσε υπό δεξαμενισμό στη Σιγκαπούρη. Εκείνο που αμφισβητείται είναι το πρόσωπο του αντισυμβαλλομένου του ενάγοντος, η νομική φύση των συμβάσεων που καταρτίστηκαν και η ταυτότητα της επιχείρησης προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων της οποίας παρασχέθηκε η εργασία. Ο μεν ενάγων υποστηρίζει ότι επρόκειτο για συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας που συνήψε με την εναγόμενη, η οποία αποκόμισε τα οφέλη από την παροχή της, επειδή είχε αναλάβει εργολαβικά την επισκευή των ως άνω πλοίων, καθώς η δραστηριότητα αυτή ενέπιπτε στο σκοπό της, προς εκπλήρωση του οποίου απασχολούσε τεχνικό προσωπικό, ενώ η τελευταία ισχυρίζεται, αντιθέτως, ότι επρόκειτο για συμβάσεις έργου, δυνάμει των οποίων ο ενάγων και τα άλλα μέλη των συνεργείων που κάθε φορά μετέβαιναν στο εξωτερικό, αναλάμβαναν έναντι εκάστης πλοιοκτήτριας ή εφοπλίστριας των παραπάνω πλοίων, προς την οποία συμβάλλονταν ομαδικά, την εκτέλεση συγκεκριμένων εργασιών, τις οποίες ολοκλήρωναν υπό την επίβλεψη του εκάστοτε πλοιάρχου και για τις οποίες έλαβαν την συμφωνημένη κάθε φορά αμοιβή τους από αυτόν στο πλοίο του. Η εκδοχή του ενάγοντος δεν επιβεβαιώνεται. Καταρχάς, η εναγόμενη, κατά την εγκριτική της εγκατάστασής της στην Ελλάδα διοικητική πράξη, δεν είναι τεχνική ούτε εργολαβική εταιρία αλλά εταιρία διαχείρισης πλοίων και για το λόγο αυτό δεν μπορεί να διαθέτει τεχνικό προσωπικό. Άλλωστε, αν απασχολούσε τεχνικό προσωπικό σε μόνιμη βάση δε θα ανέκυπτε η ανάγκη επανειλημμένων προσλήψεων του ενάγοντος ούτε συγκροτήσεως επισκευαστικού συνεργείου κάθε φορά που έπρεπε να επισκευαστεί κάποιο πλοίο. Σε κάθε δε περίπτωση, από τους προσκομιζόμενους πίνακες προσωπικού των ετών 2016–2019, που υποβλήθηκαν νόμιμα στο αρμόδιο Τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης Νέας Ιωνίας Αττικής, προκύπτει ότι στο προσωπικό που απασχολούσε η εναγόμενη κατά τα έτη αυτά δεν περιλαμβάνονταν τεχνίτες ή εργάτες παρά μόνον υπάλληλοι γραφείου. Δεν απασχολούσε επίσης η εναγόμενη, με βάση τους ίδιους πίνακες, μηχανικούς πλοίων, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να ασκήσει το διευθυντικό της δικαίωμα στον τόπο εργασίας, όπως θα έπρεπε να συμβαίνει αν είχε την ιδιότητα του εργοδότη τεχνιτών – μελών επισκευαστικών συνεργείων. Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί αληθής ο ισχυρισμός της ότι ο ενάγων και τα άλλα μέλη του εκάστοτε συνεργείου τελούσαν υπό την επίβλεψη και την τεχνική καθοδήγηση του πλοιάρχου ή του πρώτου μηχανικού καθενός από τα επισκευαζόμενα πλοία. Άλλωστε, η παροχή της εργασίας του ενάγοντος και των λοιπών μελών εκάστου επισκευαστικού συνεργείου εξυπηρετούσε τα συμφέροντα του φορέα εκμετάλλευσης καθενός πλοίου, δηλαδή της πλοιοκτήτριας εταιρίας του ή της εταιρίας που ασκούσε τον εφοπλισμό του και όχι τα συμφέροντα της εναγόμενης, που (συνομολογείται ότι) δεν είχε ιδιοκτησιακή ή εφοπλιστική σχέση με κανένα από τα παραπάνω πλοία. Η εναγόμενη θα είχε δικό της συμφέρον από τη σύναψη σύμβασης με τον ενάγοντα μόνον αν είχε αναλάβει με δική της σύμβαση καταρτισμένη με την αντίστοιχη πλοιοκτήτρια ή εφοπλίστρια και έναντι ανταλλάγματος την εκτέλεση καθεμιάς από τις ένδικες επισκευές, οπότε θα αποκόμιζε όφελος από την εργασία του ενάγοντος, αφού αυτή θα παρεχόταν για την εκπλήρωση δικής της συμβατικής υποχρέωσης. Δεν αποδείχθηκε, όμως, οποιαδήποτε τέτοια σύμβαση, η κατάρτιση της οποίας άλλωστε θα ήταν εκτός του εταιρικού σκοπού της εναγομένης κατά τα προαναφερθέντα. Επιπλέον, μολονότι το αίτημά του συνίσταται στην καταβολή διαφορών αποδοχών, ο ενάγων δεν αποδεικνύει ότι όσα χρήματα ήδη έλαβε και τα οποία καθ’ υποφορά με την αγωγή του αφαιρεί από τη συνολική απαίτησή του, του καταβλήθηκαν από την εναγόμενη, όπως θα έπρεπε να είχε συμβεί αν αυτή ήταν η εργοδότριά του. Αντιθέτως, προσκομίζει τρεις [3] αποδείξεις πληρωμής, από τις οποίες προκύπτει ότι έλαβε 1] στις 15.12.2017 για την απασχόλησή του στο πλοίο MP κατά το χρονικό διάστημα από 14.11.2017 έως 15.12.2017 το χρηματικό ποσό των επτά χιλιάδων τριακοσίων σαράντα ευρώ (7.340 €), 2] στις 27.3.2018 για την απασχόλησή του στο ίδιο πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 10.3.2018 έως 27.3.2018 το χρηματικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων διακοσίων είκοσι ευρώ (4.220 €) και 3] στις 13.10.2018 για την απασχόληση του στο πλοίο A1 κατά το χρονικό διάστημα από 30.9.2018 έως 13.10.2018 το χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων είκοσι ευρώ (3.020 €), καθώς και ότι τα χρήματα αυτά του καταβλήθηκαν από τον λογιστή καθενός από τα παραπάνω πλοία, ο οποίος υπογράφει την εξοφλητική απόδειξη κάτω από τη σφραγίδα του πλοίου του. Παρόμοιο περιεχόμενο έχει και η από 22.4.2019 απόδειξη πληρωμής που προσκομίζει η εναγόμενη, από την οποία προκύπτει ότι ο ενάγων έλαβε το χρηματικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων σαράντα ευρώ (4.940 €) για την απασχόλησή του στο πλοίο VG κατά το χρονικό διάστημα από 2.4.2019 έως 23.4.2019 από το λογιστή του πλοίου αυτού που υπογράφει την εξοφλητική απόδειξη που συντάχθηκε, όπως και όλες οι προηγούμενες, επί εντύπου με το λογότυπο του πλοίου και υπογράφεται κάτω από τη σφραγίδα του. Η τελευταία καταβολή αφορά την εργασία που παρείχε ο ενάγων στο πλοίο VG στη Σιγκαπούρη, όπου μετέβη μαζί με τους συναδέλφους του τεχνίτες …….. (μάρτυρα αποδείξεως) και ………… αεροπορικώς από την Αθήνα μέσω Ντόχα. Τα αεροπορικά τους εισιτήρια για τη μετάβαση και την επιστροφή τους συνομολογεί ότι η εναγόμενη ότι εξέδωσε η ίδια με δαπάνες, όμως, της εφοπλίστριας του εν λόγω πλοίου ……………, προς την οποία εκδόθηκε η σχετική απόδειξη του γραφείου ταξιδίων …………, καθ’ υπόδειξη της εναγομένης. Από τα παραπάνω στοιχεία επιβεβαιώνεται, αφενός, ότι τις δαπάνες και τις αμοιβές του συγκεκριμένου επισκευαστικού συνεργείου ανέλαβε η εφοπλίστρια του πλοίου VG, η οποία ήταν και η πραγματική εργοδότρια του ενάγοντος και, αφετέρου, ότι η εναγόμενη ενεργώντας με την ιδιότητα της τεχνικής διαχειρίστριας του πλοίου αυτού απλώς διαμεσολάβησε στη σύναψη της σύμβασης του ενάγοντος με την εργοδότρια του. Το ίδιο πείθεται το Δικαστήριο ότι συνέβη και σε όλες τις άλλες ένδικες περιπτώσεις. Το συμπέρασμα αυτό, πέραν των όσων ήδη εκτέθηκαν, στηρίζεται και στην κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως, ο οποίος αναφέρει εξεταζόμενος στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι «… απλά πηγαίναμε στην εταιρία στα γραφεία τους για να πάρουμε μόνο τα εισιτήριά μας, μόνο αυτό…», παραδεχόμενος έτσι εμμέσως ότι η εναγόμενη δεν είχε την ιδιότητα του εργοδότη του ενάγοντος και του ιδίου αλλά ότι μετείχε στις έννομες σχέσεις τους με τους αληθείς εργοδότες του με την ιδιότητα του οργανωτή της μεταφοράς των απασχολούμενων στον τόπο απασχόλησής τους, η οποία εντάσσεται στις αρμοδιότητες του διαχειριστή πλοίων, όπως και η ίδια βασίμως υποστηρίζει. Άλλωστε, ο ενάγων, αν και, λόγω της εκ μέρους της εναγόμενης αμφισβήτησης της επικαλούμενης συμβατικής ευθύνης της, όφειλε (ΑΠ 383/1986, ΕΕΔ 46/207), εντούτοις ουδέποτε στο πλαίσιο της παρούσας αντιδικίας κατονόμασε το φυσικό πρόσωπο δια του οποίου η τελευταία, που είναι νομικό πρόσωπο, δήλωσε τη βούλησή της να αποδεχθεί την παροχή της εξαρτημένης εργασίας του και να του καταβάλει το αντάλλαγμά της. Ούτε εξηγεί είτε γιατί δεν διαμαρτυρήθηκε εξωδίκως στην εναγόμενη για τα ανεξόφλητα υπόλοιπα των εργατικών αμοιβών του, που είχαν ανακύψει ήδη δύο [2] και πλέον έτη πριν την έγερση της ένδικης αγωγής είτε γιατί δε μερίμνησε να λάβει από αυτήν βεβαίωση αποδοχών για τις περιόδους της απασχόλησής του (καμία τέτοια δεν προσκομίζεται όπως δεν προσκομίζεται και δήλωση του φορολογητέου εισοδήματος το οποίο ο ενάγων αποκόμισε από την εργασία του) είτε γιατί ουδείς άλλος από τους απασχοληθέντες στις επισκευές των παραπάνω πλοίων στράφηκε εναντίον της εναγομένης, όπως η τελευταία ισχυρίζεται χωρίς να αντικρούεται. Απάντηση και μάλιστα πειστική στο ερώτημα γιατί, παρά ταύτα, ο ενάγων στρέφεται εναντίον της, παρέχει η ίδια η εναγόμενη, η οποία υποστηρίζει και αποδεικνύει (βλ. τις προσκομιζόμενες ανακοινώσεις του Προέδρου του Ναυτικού Δικαστηρίου [ADMIRALTY COURT] του Λονδίνου) ότι οι αληθείς εργοδότριες του εναγομένου ως άνω πλοιοκτήτριες και εφοπλίστριες εταιρίες απώλεσαν τα πλοία τους, τα οποία το φθινόπωρο του έτους 2020 εκποιήθηκαν δικαστικά, προκειμένου να ικανοποιηθούν απαιτήσεις πιστωτών τους. Κατόπιν αυτών η ένδικη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη κατά την κύρια (συμβατική) βάση της, αφού αποδεικνύεται ότι η εναγόμενη δεν υπέχει καμία υποχρέωση έναντι του ενάγοντος από την παροχή της εργασίας του στα εν λόγω πλοία. Και τούτο ανεξαρτήτως, πρώτον, του ότι από κανένα στοιχείο δεν επιβεβαιώνεται ότι η εργασία αυτή παρασχέθηκε στα πλαίσια συμβάσεων εργασίας και όχι έργου, τις οποίες συνήψαν τα μέλη των επισκευαστικών συνεργείων, περί των οποίων γίνεται λόγος στην αγωγή, με τις πλοιοκτήτριες ή εφοπλίστριες εταιρίες και, δεύτερον, του ότι ήταν για τον ενάγοντα ευχερώς διαγνωστό ότι παρείχε εργασία ή υπηρεσίες σε πρόσωπο άλλο από την εναγόμενη (ακόμα και αν αυτή ήθελε θεωρηθεί άμεση αντιπρόσωπος εκάστης πλοιοκτήτριας ή εφοπλίστριας), δεδομένου ότι είχε πλήρη αντίληψη του ότι εργάζεται σε πλοίο που δεν ανήκε κατά την κυριότητα ή την εκμετάλλευσή του στην αντίδικό του και ότι αμειβόταν από υπάλληλο του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή. Αλλά απορριπτέα κατ’ ουσία κρίνεται η ένδικη αγωγή και κατά την επικουρική βάση της, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις των άρθρων 904 επομ. ΑΚ, δεδομένου ότι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, ακόμα και αν προέκυψε πλουτισμός κατά τις επισκευές των παραπάνω πλοίων επειδή δεν καταβλήθηκε το σύνολο της αμοιβής στην οποία είχε δικαίωμα ο ενάγων, ο πλουτισμός αυτός δεν επαύξησε πάντως την περιουσία της εναγομένης. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος δικαιοδοτικού βαθμού, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ενάγοντος που ηττάται (άρθρα 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση

Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στην εκκαλούσα.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 2946/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 30.7.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………./30.7.2021 αγωγή.

Απορρίπτει αυτήν ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Επιβάλλει σε βάρος του ενάγοντος τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε χίλια ευρώ (1.000 €).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Ιουνίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ