ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Γ΄ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αριθμός 262/2023
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αναστάσιο Αναστασίου, Προεδρεύοντα Εφέτη (ως τον αρχαιότερο Δικαστή του 3ου Τμήματος, κωλυομένης της Προέδρου του 4ου Τμήματος), Ευαγγελία Πανταζή και Χριστίνα Λίμουρα- Εισηγήτρια, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Κ.Σ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της καλούσας-εκκαλούσας-εφεσίβλητης: Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο « ……….», που εδρεύει στον Πειραιά, οδός ……….., νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Δημητρίου Λαγούρου, με δήλωση άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των καθ’ ων η κλήση -εφεσίβλητων- εκκαλούντων: 1) ………. 2) ……………, οι οποίοι δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησαν οι καθ’ ων η κλήση- εφεσίβλητοι- εκκαλούντες την από 11.12.2006 με αριθμό εκθ. καταθ. ……../2006 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθ. 4245/2008 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου οι διάδικοι με τις από 24.4.2009 με αριθμ. εκθ. καταθ. …./2009 και από 15.4.2009 με αριθμ. εκθ. καταθ. …../2009 εφέσεις τους, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 320/2010 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία αναβλήθηκε η έκδοση απόφασης, για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους. Περαιτέρω με την από 15.3.2022 με αριθμ. εκθ. καταθ. ………/2022 κλήση της καλούσας- εκκαλούσας- εφεσίβλητης, επαναφέρονται προς συζήτηση οι υπό κρίση εφέσεις, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης, δικάσιμο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, αφού ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της με τις έγγραφες προτάσεις του, ζήτησε να γίνουν αυτοί δεκτοί.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 15.3.2022 κλήση της εκκαλούσας- εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία « ………..» νόμιμα φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η από 24.4.2009 με αριθμ. εκθ. καταθ. …/2009 έφεση και η από 15.4.2009 με αριθμ. εκθ. καταθ. …../2009 αντίθετη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 4245/2008 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. 320/2010 μη οριστικής αποφάσεως αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής αποφάσεως εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η δίκη που εκκρεμεί στο Δικαστήριο της Πλήρους Πολιτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, συνεπεία αιτήσεως αναιρέσεως που άσκησε η εκκαλούσα- εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…..» κατά της υπ’ αριθμ. 622/2009 αποφάσεως του παρόντος Δικαστηρίου, που αφορά σε αντίστοιχες με τις ένδικες αξιώσεις και επί της οποίας ( αιτήσεως αναιρέσεως) εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 5/2011 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου.
Οι υπό κρίση εφέσεις οι οποίες στρέφονται αμφότερες κατά της υπ’ αριθμ. 4245/2008 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά πρέπει να ενωθούν και συνεκδικαστούν λόγω της φανερής συνάφειας τους και για οικονομία χρόνου και δαπάνης (άρθρα 31, 246, 524 παρ. 1 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 271 παρ. 1, 272 παρ. 1-2 και 524 παρ. 1-3 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι επί ερημοδικίας του εκκαλούντος στην κατ` έφεση δίκη, εφαρμόζονται ως προς την έφεση οι διατάξεις που ισχύουν επί ερημοδικίας του ενάγοντος κατά τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και συνεπώς το δικαστήριο ερευνά, εάν τη συζήτηση επισπεύδει ο εκκαλών ή ο εφεσίβλητος και η έφεση απορρίπτεται ερήμην του εκκαλούντος, που επιμελήθηκε για τη συζήτηση ή κλητεύθηκε νομίμως γι` αυτή. Ειδικότερα, εάν τη συζήτηση επισπεύδει ο εφεσίβλητος ερευνάται εάν ο εκκαλών κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και στη μεν αποφατική περίπτωση κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και διατάσσεται νέα κλήτευση (άρθρα 524 παρ. 1 και 3, 272 παρ. 1 και 2, 271 του ΚΠολΔ), στην καταφατική δε περίπτωση απορρίπτεται η έφεση ως ανυποστήρικτη, χωρίς να ερευνηθεί η ουσία της υπόθεσης. Προϋπόθεση του παραδεκτού της συζήτησης της έφεσης είναι η, κατά τους ορισμούς του άρθρου 271 του ΚΠολΔ, στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 524 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, έρευνα της νόμιμης κλήτευσης του διαδίκου, που απολείπεται ή της επίσπευσης της συζήτησης από τον τελευταίο για την ορισθείσα νομίμως δικάσιμο, αλλιώς είναι απαράδεκτη η συζήτηση. Η απόρριψη της έφεσης, λόγω της ερημοδικίας του εκκαλούντος, γίνεται κατ` ουσίαν και όχι για τυπικό λόγο, διότι, παρότι στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, θεωρείται κατά πλάσμα νόμου ότι είναι αβάσιμοι και για το λόγο αυτό είναι πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίνεται στο δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης αντίθετης απόφασης περί παραδοχής τους (βλ ΑΠ 355/2016, ΑΠ 467/2016, ΑΠ 322/2015, ΤριμΕφΛαρ 8/2016, ΤριμΕφΛαρ 27/2016 ΤΝΠ ΔΣΑ).
Στην προκείμενη περίπτωση, φέρονται προς συζήτηση οι υπό κρίση συνεκδικαζόμενες εφέσεις κατά της με αριθμό 4245/2008 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ). Με την από 15.3.2022 με αριθμ. εκθ. καταθ. …../2022 κλήση της εκκαλούσας- εφεσίβλητης εταιρείας με την επωνυμία « ………..» ορίστηκε νόμιμα ως δικάσιμος για την εκδίκαση των προαναφερόμενων εφέσεων ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, ήτοι τη συζήτηση της κρινόμενης έφεσης επέσπευσε η εκκαλούσα- εφεσίβλητη, επέδωσε δε ακριβές αντίγραφό της, κάτω από την οποία υπήρχαν αναγεγραμμένες η πράξη κατάθεσης έφεσης και ορισμού δικασίμου της γραμματέως του Εφετείου Πειραιά και κλήση προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο των καθ’ών η κλήση, ως παραλήπτη του δικογράφου, εφεσίβλητων στην πρώτη έφεση και εκκαλούντων στη δεύτερη έφεση, να παραστεί ενώπιον του δικαστηρίου τούτου κατά την ανωτέρω δικάσιμο και να συμμετάσχει στη συζήτηση των ένδικων εφέσεων (βλ. υπ’ αριθμ. …./31.3.2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά …………. ). Κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο προς συζήτηση των υπό κρίση εφέσεων, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι εκκαλούντες- εφεσίβλητοι δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατέθεσαν έγγραφη δήλωση, κατ` άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ότι επιθυμούν να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς την εμφάνισή τους στο ακροατήριο, με έγγραφες προτάσεις. Επομένως, αναφορικά με την υπό κρίση έφεση της εκκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία « …………….» εφόσον οι εφεσίβλητοι δεν εμφανίστηκαν κατά τη συζήτηση της υπό κρίση εφέσεως, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, πρέπει να δικαστούν ερήμην. Επομένως, πρέπει, παρά την απουσία των εφεσίβλητων, να προχωρήσει η διαδικασία σαν να ήταν και αυτοί παρόντες (άρθρα 524 παρ. 4 εδ. α, 591 παρ. 1 ΚΠολΔ). Περαιτέρω αναφορικά με την υπό κρίση από 15.4.2009 έφεση των εκκαλούντων, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, πρέπει η ένδικη έφεσή τους να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη, χωρίς να ακολουθήσει περαιτέρω έρευνα των λόγων της. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν, κατόπιν σχετικού αιτήματος της, σε βάρος των ηττηθέντων εκκαλούντων (άρθρ. 176,183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από τους ερήμην δικασθέντες εκκαλούντες, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο (άρθρ. 501, 502 παρ.1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), κατά τα επίσης οριζόμενα στο διατακτικό. Περαιτέρω η υπό κρίση από 24.4.2009 έφεση της εκκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία …………..», η οποία έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, όπως έχει κριθεί με την 320/2010 μη οριστική απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο κατά την ίδια ανωτέρω ειδική διαδικασία, για το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλομένων λόγων της ( άρθρα 522, 533 σε συνδ. με 591 παρ. 1 ΚΠολΔ). Με την υπό κρίση αγωγή τους, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι, ισχυρίζονται ότι εργάζονται ως λιμενεργάτες στην εναγομένη και ήδη εκκαλούσα εταιρεία με την επωνυμία « ………………», από το έτος 1989 ο πρώτος και από το έτος 1977 ο δεύτερος ενάγων με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου παρέχοντας την εργασία τους κατά τους αναφερόμενους στην υπό κρίση αγωγή όρους και σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς. Ζητούν περαιτέρω, να υποχρεωθεί η εναγομένη να τους καταβάλει για τα επίδικα έτη 2001 έως 2005 τις αντίστοιχες μισθολογικές διαφορές των αποδοχών αδείας και του επιδόματος αδείας, με το νόμιμο τόκο, οι οποίες δυνάμει των διατάξεων του ανωτέρω Κανονισμού και της εργατικής νομοθεσίας, υπολογίζονται επί του πραγματικού βασικού ημερομισθίου που προκύπτει από την απόδοσή τους και από την επικρατέστερη απασχόληση τους κατά το τελευταίο τρίμηνο πριν από τη λήψη της αδείας. Επικουρικά δε ζητούν να γίνει δεκτή η αγωγή τους με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα- εναγομένη με την κρινόμενη έφεσή της, επικαλούμενη εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή.
Από την διαπνέουσα ολόκληρο το εργατικό δίκαιο γενικότερη αρχή της προστασίας των μισθωτών, με την εφαρμογή της οποίας αποτρέπεται η σύγκρουση των όρων εργασίας που διαμορφώνονται από περισσότερες πηγές διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, συνάγεται ότι η αποτελούσα ειδική μορφή αυτής αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, προβλεπομένη ήδη από το άρθρο 680 ΑΚ και την διάταξη του άρθρου 7§2 ν.1876/1990, κατά την οποία οι ευνοϊκότεροι για τους εργαζομένους όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων, εφαρμόζεται όχι μόνο στην σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στην σχέση περισσοτέρων πηγών (νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας, κανονισμού, ατομικής σύμβασης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (ΟλΑΠ 26/2007). Για την εφαρμογή, όμως, της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά την συσχέτιση ΣΣΕ ή άλλης πηγής, ως ρυθμιστικού παράγοντος της εργασιακής σχέσης και ατομικής σύμβασης εργασίας και γενικότερα κατά την συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού (εκτός αντίθετης ειδικής ρύθμισης) δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, διότι δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών (τούτο ειδικά ως προς την συσχέτιση περισσοτέρων ΣΣΕ αποτυπώνεται ρητά στο αρθ. 10§1 ν. 1876/1990). Κατά την συσχέτιση περισσοτέρων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας δεν εφαρμόζεται η ως άνω αρχή της εύνοιας, ούτε η διάταξη του αρθ. 7§3 ν. 1876/1990 (που ρυθμίζει την σχέση νόμου και ΣΣΕ), αλλά οι νεότεροι και ειδικοί κανόνες αποκλείουν την εφαρμογή των παλαιοτέρων και γενικών και αυτοί εφαρμόζονται, όταν ρυθμίζουν το ίδιο γενικά θέμα κατά τρόπο αντίθετο και σε κάθε περίπτωση διαφορετικό και ασυμβίβαστο προς την ρύθμιση των παλαιοτέρων κανόνων, είτε ευνοϊκότερο είτε δυσμενέστερο σε σχέση με αυτούς (αρθ. 2 ΑΚ). Περαιτέρω από τις διατάξεις του ν.δ. 3789/1957 (το οποίο δεν κατάργησαν οι ν. 1876/1990 και 1767/1988, περιόρισαν, όμως, σημαντικά το πεδίο εφαρμογής προκύπτει, ότι οι Κανονισμοί Εργασίας που καταρτίσθηκαν υπό την ισχύ του ως άνω ν.δ, με το οποίο το θέμα των Κανονισμών Εργασίας ρυθμίζεται με τρόπο ενιαίο για όλες τις επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή τους ή από το σε ποιόν ανήκουν (Δημόσιο, νομικά πρόσωπα ιδιωτικού ή δημόσιου δικαίου, το δίκαιο δηλ. που εισάγεται με αυτό είναι γενικό και αποκλειστικό για τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις που υπάγονται στις διατάξεις του) έχουν κανονιστική νομική φύση, δηλ. ισχύ ουσιαστικού (όχι, όμως, και τυπικού) νόμου και η θέσπισή τους αποτελεί άσκηση “νομοθετικής” εξουσίας από την πλευρά του εργοδότη που απορρέει από την εξουσιοδότηση του ως άνω ν.δ. 3789/1957. Σκοποί του ως άνω ν.δ, σύμφωνα και με την εισηγητική έκθεσή του, είναι η εξασφάλιση δίκαιων όρων, ομοιομορφίας, ενιαίας κατεύθυνσης, δίκαιης πειθαρχικής εξουσίας και ίσης μεταχείρισης για τους μισθωτούς, οι σκοποί δε αυτοί μπορούν να επιτευχθούν μόνο με γενικές κανονιστικές διατάξεις, η ισχύς των οποίων δεν (μπορεί να) εξαρτάται από επιμέρους συμβατικούς ορισμούς. Οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της κοινής (γενικής) εργατικής νομοθεσίας υπερισχύουν, εφόσον περιέχουν ρυθμίσεις, στο σύνολό τους λαμβανόμενες, ευνοϊκότερες για τους εργαζομένους ως διατάξεις ανώτερης βαθμίδας, των διατάξεων των εχόντων ισχύ ουσιαστικού νόμου διατάξεων Κανονισμών Εργασίας που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και κατά την διαδικασία του ν.δ. 3789/1957, ανεξάρτητα από την τυχόν πρόβλεψη παλαιοτέρων αυτού νόμων της δυνατότητας της κατ’ εξουσιοδότηση αυτών κατάρτισης τέτοιων κανονισμών, αφού, όπως προαναφέρθηκε, με το ως άνω ν.δ. ρυθμίσθηκε με τρόπο ενιαίο και αποκλειστικό το θέμα των Κανονισμών Εργασίας για όλες τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις ανεξάρτητα από τη νομική μορφή τους ή από το εάν ανήκουν στο Δημόσιο, σε ΝΠΔΔ ή ΝΠΙΔ. Αντίθετα, υπερισχύουν οι διατάξεις των Κανονισμών Εργασίας, εάν, με την αυτή προϋπόθεση, είναι ευνοϊκότερες των αντιστοίχων της κοινής εργατικής νομοθεσίας. Ειδικότερα σε σχέση με τις αποδοχές και το επίδομα αδείας των εργαζομένων : (1) Γενικά και ως προς όλους καταρχήν τους εργαζομένους, τον κεντρικό κορμό και τον πυρήνα του ρυθμιστικού καθεστώτος του θεσμού των αδειών αποτελεί ο α.ν 539/1945 “περί χορηγήσεως κατ’ έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ’ αποδοχών”, όπως έχει κατά καιρούς τροποποιηθεί. Οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνει διασφαλίζουν τις ελάχιστες υπέρ όλων των εργαζομένων εγγυήσεις, λόγω δε του εντόνως προστατευτικού χαρακτήρα τους και του στενού δεσμού τους με την ικανοποίηση και προστασία του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο και κατά συνέπεια απόκλιση από τις σχετικές διατάξεις αυτού επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή ευμενέστερων για τον εργαζόμενο διατάξεων άλλων πηγών, με την προαναφερθείσα έννοια της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών. Με το άρθρο 3§1 του ως άνω α.ν. 539/1945 ορίζεται ότι κατά την διάρκεια της άδειας ανάπαυσής του ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα εδικαιούτο, εάν απασχολείτο στην “υπόχρεη” (με τον όρο αυτόν αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 §2 ν. 1346/1983 ο αρχικός όρος “υποκείμενη”) επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο της αδείας του ή τις τυχόν για την περίπτωση αυτήν καθορισμένες με συλλογική σύμβαση, ενώ κατά την §3 του ίδιου άρθρου (όπως αυτή ισχύει μετά την απάλειψη φράσης με το άρθρο 1 §2 ν. 4547/1966) στην έννοια των αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές (αντίτιμο τροφής, επιδόματα κλπ.). Επίσης, κατά το άρθρο 3§16 ν. 4504/1966 “οι επί σχέσει εργασίας του ιδιωτικού δικαίου απασχολούμενοι, παρ’ οιωδήποτε εργοδότη, μισθωτοί δικαιούνται κατ’ έτος “επιδόματος αδείας” ίσου προς το σύνολον των αποδοχών των υπό του α.ν. 539/1945 ή άλλων διατάξεων καθοριζομένων ημερών αδείας αναπαύσεως μετ’ αποδοχών, ων δικαιούται έκαστος μισθωτός, υπό τον περιορισμόν ότι το επίδομα τούτο δεν δύναται να υπερβαίνει τας αποδοχάς ενός 15νθημέρου, διά τους επί μηνιαίω μισθώ αμειβόμενους, των 13 δε εργασίμων ημερών δια τους επί ημερομίσθια) ή κατά μονάδα εργασίας ή επί ποσοστοίς ή κατ’ άλλον τρόπον αμειβόμενους μισθωτούς. Το ως άνω επίδομα καταβάλλεται ομού μετά των αποδοχών της αδείας αναπαύσεως του μισθωτού…”. Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με τις διατάξεις των αρθ. 648, 653, 666, 679 ΑΚ, της κυρωθείσας με το ν.3248/1955 με αριθ. 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης “περί προστασίας του ημερομισθίου”, 2 της κυρωθείσας με το ν. 133/1975 από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, 1§1 ν. 435/1976, 1§2 ν. 1082/1980 και 2 των κατά καιρούς εκδοθεισών Υπουργικών Αποφάσεων “περί χορηγήσεως δώρων για τις εορτές του Πάσχα και των Χριστουγέννων”, προκύπτει ότι ως “συνήθεις αποδοχές”, με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το ισούμενο προς αυτές, υπό τον ως άνω χρονικό περιορισμό, επίδομα αδείας, ταυτίζονται δε προς τις “τακτικές αποδοχές” που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, και είναι ίσες με τις αποδοχές που θα εδικαιούτο ο μισθωτός, αν είχε απασχοληθεί κατά τον αντίστοιχο χρόνο της αδείας του, νοούνται ο συμβατικός ή ο νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά την διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας. Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, καθώς και οι προσαυξήσεις για την παροχή εργασίας κατά τη νύκτα, τις Κυριακές και τις αργίες και γενικά κάθε προσαύξηση του βασικού μισθού ή ημερομισθίου. Ενόψει των ανωτέρω και δη της εννοίας των “τακτικών” ή “συνήθων” αποδοχών (που περιλαμβάνουν, όπως προαναφέρθηκε, τον συμβατικό ή νόμιμο μισθό ή ημερομίσθιο, καθώς και όλες γενικά τις ως άνω προσαυξήσεις, επιδόματα κλπ.), με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα αδείας, για τον προσδιορισμό αυτών λαμβάνονται υπόψη, πέραν του βασικού μισθού ή ημερομισθίου, οι πρόσθετες ως άνω παροχές του χρονικού διαστήματος από την λήψη της προηγουμένης αδείας (2) Με την 45058/7/1971 ΚΥΑ των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εμπορικής Ναυτιλίας και Εργασίας (ΦΕΚ Β’ 579) εγκρίθηκε ο Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς, με τον οποίο ρυθμίζονται οι όροι εργασίας και αμοιβής του εργατικού προσωπικού, που συνδέεται (μόνιμο και έκτακτο) με τον ΟΛΠ (και ήδη την εκκαλούσα εταιρεία ………….) πάντοτε με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου (άρθ. 10), καθώς και οι συνθήκες και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών στην περιοχή του Λιμένος Πειραιώς (αρθ. 1§1). Ο Κανονισμός αυτός, καταρτισθείς και εγκριθείς υπό την ισχύ και κατά την διαδικασία των αρθ. 1 και 2 ν.δ. 3789/1957, όπως και στο προοίμιό του αναφέρεται, έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, με την προαναφερθείσα έννοια, με αυτόν δε ορίζονται ειδικότερα τα εξής και δη σε σχέση με τον τρόπο υπολογισμού των αποδοχών και του επιδόματος αδείας του ως άνω προσωπικού σε συνάρτηση και με το είδος και τις κατηγορίες των εργασιών αυτών, ενώ το εκάστοτε ύψος του βασικού ημερομισθίου των διαφόρων κατηγοριών (ειδών) φορτοεκφορτωτικών εργασιών ορίζεται με τις οικείες ΣΣΕ : (i) Σύμφωνα με το άρθ. 35§1 οι αποδοχές αδείας (και κατ’ επέκταση και το μαζί μ’ αυτές καταβαλλόμενο επίδομα) ισούνται προς το γινόμενο των ημερών αδείας που δικαιούται κάθε μισθωτός επί το βασικό ημερομίσθιο της απασχόλησής του, όπως δε διευκρινίζεται στην συνέχεια ως “βασικό ημερομίσθιο” για τον υπολογισμό των αποδοχών αδείας των (μονίμων) εργατών (με τον αυτό τρόπο υπολογίζονται οι αποδοχές αυτές και για τους εκτάκτους) λογίζεται αυτό της επικρατέστερης απασχόλησής τους κατά το τελευταίο πριν από την χορήγηση της αδείας τρίμηνο (και προκειμένου για εργάτες που απασχολούνται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες δημητριακών και γαιανθράκων το βασικό ημερομίσθιο που καθορίζεται για τις εργασίες αυτές). Ως “επικρατέστερη απασχόληση” νοείται κατά την διάταξη αυτή η επικρατέστερη κατά χρόνο, δηλ. εκείνη η οποία είχε συνολικά την μεγαλύτερη διάρκεια και στην οποία ο εργαζόμενος πραγματοποίησε τα περισσότερα ημερομίσθια κατά το τελευταίο πριν από την λήψη της αδείας τρίμηνο. Βάση, επομένως, υπολογισμού των αποδοχών αδείας είναι το βασικό ημερομίσθιο και όχι η τελική αμοιβή που προκύπτει από τυχόν προσαυξήσεις λόγω αποδόσεως (για τους εργαζομένους “επί αποδόσει”) ή λόγω τριπλασιασμού του βασικού ημερομισθίου (για τους απασχολουμένους στις γερανογέφυρες) ή λόγω άλλων προβλεπομένων προσαυξήσεων, οι προκύπτουσες δε και καταβαλλόμενες με τον υπολογισμό αυτόν αποδοχές αδείας προσαυξάνονται για όλους τους εργάτες κατά ποσοστό 25%. (ii) Το ύψος του βασικού ημερομισθίου των (μονίμων κλπ.) εργατών του ΟΛΠ, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, λαμβάνεται ως βάση για τον υπολογισμό των αποδοχών κλπ. αδείας, ορίζεται ειδικά στο αρθ. 23 §1 του Κανονισμού (αναπροσαρμοζόμενο εκάστοτε με τις οικείες ΕΣΣΕ) ανάλογα και σε αντιστοιχία με το είδος της απασχόλησης τους κατά τις διακρίσεις του αρθ. 12§1 του Κανονισμού (στο οποίο ρητά παραπέμπει το αρθ. 23§1), είναι δε αυτές (α) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις γενικά χύδην φορτίων δημητριακών, γαιανθράκων κλπ. (β) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις επί πλοίων γενικά και επί παντός είδους πλωτών ναυπηγημάτων και (γ) η απασχόληση σε κομιστικές εργασίες (μεταφοράς των εμπορευμάτων από τον τόπο της οριστικής εναπόθεσής τους στα μεταφορικά μέσα των παραληπτών και αντίστροφα), σε εργασίες μεταφοράς των αποσκευών των επιβατών, σε εργασίες κάλυψης και αποκάλυψης των υπαιθρίων εμπορευμάτων και σε λοιπές βοηθητικές εργασίες σχετιζόμενες με την φορτοεκφόρτωση. Στις κατηγορίες αυτές απασχόλησης, ειδικότερα, δεν προβλέπεται και δεν περιλαμβάνεται στο ως άνω άρθρο, ως είδος απασχόλησης η “επί αποδόσει”, αφού αυτή κατά το αρθ. 20 του Κανονισμού, που έχει ακριβώς τον τίτλο “τρόπος διεξαγωγής της εργασίας”, προβλέπεται ως τρόπος εργασίας και όχι ως κατηγορία (διάκριση) απασχόλησης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το ως άνω αρθ. 20 του Κανονισμού (α) η εργασία στον λιμένα διεξάγεται “επί αποδόσει” στις περιπτώσεις εκφόρτωσης ή φόρτωσης και ειδικότερα στις περιπτώσεις της, από το κύτος ή τις φορτηγίδες μέχρι τον τόπο οριστικής απόθεσης, μεταφοράς (αα) γαιανθράκων, ορυκτών, μεταλλευμάτων, πορσελάνης και χωμάτων (χύμα) χωρίς την χρήση αρπάγης (ββ) σιτηρών και λοιπών δημητριακών “εις χύμα” (γγ) ξυλείας (δδ) φορτίων δε σάκκους γενικά (εε) σιδήρων, σιδηροφύλλων κλπ (στστ) ειδών γενικού εμπορίου και (ζζ) φορτίων πλοίων ψυγείων, κατ’ εξαίρεση, όμως, εφόσον οι συνθήκες διεξαγωγής των εργασιών για τα παραπάνω φορτία παρεμποδίζουν την εργασία με το ως άνω τρόπο, αυτός μπορεί με απόφαση των αρμοδίων οργάνων να μεταβληθεί (επειδή ακριβώς η “επί αποδόσει” εργασία δεν αποτελεί είδος απασχόλησης, αλλά τρόπο εκτέλεσης της εργασίας) σε εργασία “επί ημερομισθίω” (β) η εργασία “επί ημερομισθίω” εκτελείται για (αα) την από την αποθήκη ή ύπαιθρο μεταφορά όλων των ανωτέρω ειδών (πλην της ξυλείας) μέχρι το μεταφορικό μέσο του παραλήπτη και αντίστροφα (ββ) φορτοεκφορτώσεις αποσκευών των επιβατών (γγ) φορτοεκφορτώσεις νωπών ιχθύων, φρούτων και λαχανικών (δδ) φορτοεκφορτώσεις φορτίων κάθε είδους “εις χύμα” και (εε) εργασίες εκφόρτωσης βαγονιών και αυτοκινήτων που μεταφέρουν εμπορεύματα εξωτερικού, ενώ, κατά την περαιτέρω ρύθμιση του αυτού άρθρου, οι εργασίες πλήρωσης και εκκένωσης εμπορευματοκιβωτίων, ρυμουλκούμενων οχημάτων και αυτοκινήτων μεταφερομένων με οχηματαγωγά πλοία εξωτερικού, καθώς και οι εργασίες φορτοεκφόρτωσης στρατιωτικών εφοδίων επί αυτοκινήτων κλπ. μπορούν να εκτελούνται “επί αποδόσει” με βάση τους 6 τόννους κατ’ εργάτη κλπ. Η αμοιβή για την “επί αποδόσει” εργασία έχει προβλεφθεί (αρθ. 27) και καταβάλλεται και στις τρεις περιπτώσεις απασχόλησης του αρθ. 12§1 επιπρόσθετα του βασικού ημερομισθίου του αρθ. 23§1 (iii) Τέλος, κατ’ αρθ. 30§1 το “ασφαλιστικό ημερομίσθιο” που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες για όσες εργάσιμες ημέρες δεν διατίθενται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες του λιμένος λόγω έλλειψης εργασίας είναι ίσο προς αυτό που καταβάλλεται στους μονίμους εργάτες που απασχολούνται σε κομιστικές εργασίες του αρθ. 23§1 εδ. β’, μετά των συντρεχόντων επιδομάτων εμπειρίας, ειδικών συνθηκών και γάμου, δεν αποτελεί δηλ. το “ασφαλιστικό” ημερομίσθιο το κατώτερο ημερομίσθιο, αλλ’ αυτό καθορίζεται ίσο προς το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο για τις κομιστικές εργασίες. Με τα άρθρα τέταρτο παράγραφος 3 και πέμπτο εδ. ε’ του ν. 2668/1999, με τον οποίο το μέχρι τότε ΝΠΔΔ με την επωνυμία Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς (που ιδρύθηκε με το ν. 4748/1930 και αναμορφώθηκε με τον α.ν. 1559/1950 κλπ.) μετετράπη σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Ανώνυμη Εταιρεία” (ΟΛΠ ΑΕ), ο ως άνω Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς διατηρήθηκε, καταρχάς, σε ισχύ και μετά την μετατροπή αυτήν, ενώ με την 5115.01/02/2004 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών-Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β’ 390/20-6-2004) εγκρίθηκε και δημοσιεύθηκε ο καταρτισθείς στα πλαίσια και κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων τετάρτου, δωδεκάτου και δεκάτου τρίτου του ως άνω ν. 2688/1999 Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της ΟΛΠ ΑΕ, για την ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων των εργαζομένων σ’ αυτήν, σύμφωνα δε με αυτόν το προσωπικό της εταιρείας (τακτικό, έκτακτο και δόκιμο), στο οποίο υπάγεται ως ιδιαίτερη υπηρεσιακή κατηγορία το λιμενεργατικό προσωπικό και δη οι λιμενεργάτες (αρθ. 5§§1α, 2, 4α), δικαιούται ετήσιας άδειας με αποδοχές, καθώς και επιδόματος αδείας, σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία (γίνεται δηλ. παραπομπή και στον α.ν. 539/1945) σε συνδυασμό με τις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας ΕΓΣΣΕ, τις ειδικότερες συλλογικές συμβάσεις εργασίας που εφαρμόζονται στην εταιρεία αυτή και τις διατάξεις του ως άνω Κανονισμού ( Ολ. ΑΠ 5/2011, ΑΠ 415/2017, ΑΠ 416, 417/ 2017 Νόμος).
Με το ανωτέρω όμως περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αγωγή, είναι απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη. Ειδικότερα αναφορικά με το αιτούμενο από τους ενάγοντες κονδύλιο των διαφορών αποδοχών αδείας, τις οποίες υπολογίζουν με βάση τις πλήρεις αποδοχές τους, ήτοι τις αποδοχές που προκύπτουν από την κυμαινόμενη και ανώτερη του βασικού ημερομισθίου αμοιβή απόδοσης, του τελευταίου όμως τριμήνου πριν από τη λήψη της αδείας και όχι του τελευταίου δωδεκαμήνου, επιδιώκουν μη νομίμως εφαρμογή και της ρύθμισης του άρθρου 3 του ΑΝ 539/1945, σύμφωνα με την οποία οι αποδοχές αδείας προσδιορίζονται με βάση τις τακτικές αποδοχές του μισθωτού, δηλαδή με το ημερομίσθιο και κάθε άλλη παροχή που καταβάλλεται τακτικά και σταθερά από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας του και της διάταξης του άρθρου 35 παρ. 1 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς, σύμφωνα όμως με την οποία ως «βασικό ημερομίσθιο» για τον υπολογισμό των αποδοχών αδείας των μονίμων εργατών λογίζεται αυτό της επικρατέστερης απασχόλησής τους κατά το τελευταίο πριν από την χορήγηση της αδείας τρίμηνο. Βάση, επομένως, υπολογισμού των αποδοχών αδείας είναι το βασικό ημερομίσθιο και όχι η τελική αμοιβή που προκύπτει από τυχόν προσαυξήσεις λόγω αποδόσεως (για τους εργαζομένους “επί αποδόσει”) ή λόγω τριπλασιασμού του βασικού ημερομισθίου (για τους απασχολουμένους στις γερανογέφυρες) ή λόγω άλλων προβλεπομένων προσαυξήσεων. Επισημαίνεται ότι για την εφαρμογή της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά τη συσχέτιση, μεταξύ τους, περισσότερων πηγών (νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας, κανονισμού, ατομικής σύμβασης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, οι αποδοχές συγκρίνονται ως μια ενότητα, αφού δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μια πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη. Περαιτέρω μη νόμιμη κρίνεται η αγωγή αναφορικά και με το αιτούμενο από τους ενάγοντες κονδύλιο των διαφορών του επιδόματος αδείας, το οποίο ενώ ζητούν να υπολογιστεί με βάση τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας ( άρθρο 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966, 3 ΑΝ 539/1945), σύμφωνα με την οποία το επίδομα αδείας προσδιορίζεται με βάση τις τακτικές αποδοχές του μισθωτού, δηλαδή με το ημερομίσθιο και κάθε άλλη παροχή που καταβάλλεται τακτικά και σταθερά από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας του, τα αναφερόμενα στην υπό κρίση αγωγή ποσά που οι ενάγοντες προσδιορίζουν ως μηνιαίες αποδοχές του τελευταίου δωδεκαμήνου πριν τη λήψη της ετήσιας άδειας και με βάση τα οποία γίνεται ο υπολογισμός του επίδικου επιδόματος, δεν εμπίπτουν στην έννοια των τακτικών-συνήθων αποδοχών, λαμβανομένου υπόψη ότι πρόκειται για μισθωτούς αμειβόμενους με κυμαινόμενο ημερομίσθιο. Ειδικότερα όπως και οι ίδιοι αναφέρουν στην αγωγή τους, «ο τρόπος αμοιβής μας ποικίλει, αμειβόμαστε είτε με απόδοση, ανάλογα με τους τόνους φορτίων που εκφορτώνουμε, είτε με το ασφαλιστικό ημερομίσθιο όταν βρισκόμαστε σε ετοιμότητα» όπως ρητά αναφέρεται και στον ανωτέρω Κανονισμό Εργασίας, ο οποίος προβλέπει για την επί αποδόσει και επι ημερομισθίω αμοιβή και έκτακτες αμοιβές για δε το ασφαλιστικό ημερομίσθιο προβλέπει και βασικό ημερομίσθιο για την περίπτωση ματαίωσης προγραμματισθείσας εργασίας, ενώ δεν διευκρινίζουν οι ενάγοντες εάν οι αναφερόμενες στην αγωγή τους αμοιβές καταβάλλονται σταθερά κάθε μήνα και επομένως εμπίπτουν στην έννοια των συνήθων-τακτικών αποδοχών. Περαιτέρω η αγωγή είναι απορριπτέα και για το λόγο ότι προκειμένου να ανευρεθεί η εφαρμοστέα ευνοϊκότερη για τους εργαζόμενους ρύθμιση, ενόψει του ότι πρόκειται περί μισθωτών αμειβόμενων με σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών, πρέπει πρώτα να ανευρεθούν οι ρυθμιζόμενες από τις δυο προαναφερόμενες πηγές αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας και μετά να γίνει μεταξύ τους σύγκριση ώστε να κριθεί ποια είναι η ευνοϊκότερη ρύθμιση. Πρέπει, συνεπώς, αφενός να παραθέσουν οι ενάγοντες στην αγωγή τους τα ποσά που θα προέκυπταν από τις επιταγές του άρθρου 35 του ρηθέντος Κανονισμού, ήτοι να παραθέσουν τις αξιώσεις τους με βάση το «βασικό ημερομίσθιο» κατά το τελευταίο προ της χορήγησης της αδείας τρίμηνο, κατά τα οριζόμενα από τον Κανονισμό και τις ισχύουσες κατά το ένδικο διάστημα ΕΣΣΕ, αφετέρου να παραθέσουν τα ποσά που προέκυπταν από τις επιταγές της εργατικής νομοθεσίας (υπολογιζόμενα με βάση τις τακτικές αποδοχές τους ) και αντιπαραβάλλοντας αυτά μεταξύ τους να ανευρεθεί η ευνοϊκότερη για τους εργαζομένους ρύθμιση, που θα ήταν και η εφαρμοστέα (ΑΠ 415/2017, 416/2017, 417/2017, Εφ. Πειρ. 46/2021 Νόμος). Περαιτέρω η επικουρική βάση της αγωγής ερειδομένη στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, είναι απορριπτέα προεχόντως ως αόριστη, αφού δεν γίνεται από τους ενάγοντες επίκληση της ακυρότητας των επίδικων συμβάσεων εργασίας τους, δεδομένου ότι αν η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ) υπό την αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση εργασίας, πρέπει για την πληρότητα της επικουρικής αυτής βάσης, να γίνεται επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης εργασίας (ΑΠ 43/2017, ΑΠ 438/2017 Νόμος). Συνεπώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την υπ’ αριθμ. 4245/2008 απόφασή του έκρινε την αγωγή ως νόμιμη και προχώρησε στην κατ’ ουσίαν εξέταση αυτής και έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, έσφαλε και θα πρέπει, αφού γίνει δεκτή η από 24.4.2009 κρινόμενη έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση να δικαστεί, να απορριφθεί ως μη νόμιμη η αγωγή και να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ) και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας, ενώ πρέπει να οριστεί παράβολο ερήμην συζήτησης, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από τους εφεσίβλητους- εκκαλούντες (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει τις από 24.4.2009 με αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2009 και από 15.4.2009 με αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2009 εφέσεις, ερήμην των εφεσίβλητων στην πρώτη έφεση και εκκαλούντων στη δεύτερη έφεση.
Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους των εφεσίβλητων στην πρώτη έφεση και εκκαλούντων στη δεύτερη έφεση, για έκαστο εξ’ αυτών.
Απορρίπτει την από 15.4.2009 με αριθμ. εκθ. καταθ. …../2009 έφεση.
Καταδικάζει τους εκκαλούντες στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την από 24.4.2009 με αριθμ. εκθ. καταθ. …./2009 έφεση.
Εξαφανίζει την υπ’ αριθμ. 4245/2008 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Κρατεί και δικάζει την υπόθεση.
Απορρίπτει την από 11.12.2006 με αριθμό εκθ. καταθ. …../2006 αγωγή.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Kρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 4 Μαΐου 2023 και δημοσιεύθηκε στις σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Μαΐου 2023 χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καλούσας-εκκαλούσας-εφεσίβλητης.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΕΦΕΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ