ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αριθμός απόφασης 294/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΕΥΓΟΥΣΑΣ – ΚΑΘ’ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ: ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «…………..», η οποία εδρεύει στον ……….. και εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο, Μαρία Δαμίγου και
ΤΗΣ ΚΑΘ’ΗΣ Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ – ΚΑΛΟΥΣΑΣ: υπό εκκαθάρισης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………….», η οποία εδρεύει στο ………….., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Ευτυχία Μαραγκού.
Η καθ’ης η προσφυγή – καλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 23.5.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………../24.5.2017 αίτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ.263/2018 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την έκανε δεκτή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η προσφεύγουσα – καθ’ης η κλήση, με την από 22.2.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ……/27.2.2018 προσφυγή-έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 536/2019 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της, προκειμένου να προσκομιστούν τα αναφερόμενα έγγραφα.
Ήδη φέρεται για συζήτηση με την από 22.12.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου …………/28.12.2020 κλήση της καθ’ης η προσφυγή, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί στην δικάσιμο 23.9.2021, κατά την οποία αναβλήθηκε για την δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την από 22.12.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου …………/28.12.2020 κλήση της καθ’ης η προσφυγή, νόμιμα φέρεται προς συζήτηση, κατόπιν της υπ’αριθμ. 536/2019 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 254 ΚΠολΔ, προκειμένου να προσκομιστούν τα αποδεικτικά επιδόσεως τόσο της προσβαλλομένης απόφασης, που κήρυξε εκτελεστή την αναφερόμενη αλλοδαπή απόφαση, όσο και της τελευταίας, η κρινόμενη από 22.2.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………./27.2.2018 προσφυγή-έφεση της καθ’ης η κλήση, εδρεύουσας στον Πειραιά ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «……….», που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ.263/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας των άρθρων 739επ.ΚΠολΔ και έκανε δεκτή την από 23.5.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά …………/24.5.2017 αίτηση της καθ’ης η προσφυγή – καλούσας υπό εκκαθάρισης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..», η οποία εδρεύει στο ………….Πορτογαλίας, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τους εκκαθαριστές της, κηρύσσοντας εκτελεστή στην Ελλάδα την υπ’ αριθμό 935/12.8TVPRT 7289309 απόφαση του Δικαστηρίου του Viana do Castelo (1ο Αστικό) της Πορτογαλίας, με την οποία η εναγόμενη εταιρεία με την επωνυμία «…………….» και το διακριτικό τίτλο «……..», που εδρεύει στον Πειραιά Αττικής, νυν προσφεύγουσα, καταδικάσθηκε να καταβάλει στην ανωτέρω αιτούσα πορτογαλική εταιρεία, ήδη καθ’ης η προσφυγή – καλούσα, το συνολικό ποσό των εκατόν ογδόντα χιλιάδων (180.000) ευρώ, με τους τόκους υπηρημερίας από την έκδοση του διεθνούς πιστοποιητικού (Keel Laying) της εταιρείας ταξινόμησης ……….. μέχρι την καταβολή της οφειλής στο ακέραιο, σύμφωνα με τους ισχύοντες τόκους κατά τα κριτήρια που ορίζει η Απόφαση 597/05 από 19 Ιουλίου 2005.
II. Από 1.3.2002 τέθηκε σε εφαρμογή ο Κανονισμός 44/2001 του Συμβουλίου της 22.12.2000 για την διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (άρθρο 76 Καν.), που εφαρμόζεται, εν προκειμένω, κατ’άρθρο 66 παρ.2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (αναδιατύπωση), που τον αντικατέστησε, καθόσον, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 80 του νέου Κανονισμού, ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 44/2001 συνεχίζει να διέπει τις αποφάσεις που εκδίδονται σε αγωγές που ασκήθηκαν, τα δημόσια έγγραφα που εκδόθηκαν ή καταγράφηκαν και τους δικαστικούς συμβιβασμούς που εγκρίθηκαν ή συνήφθησαν πριν από την 10η Ιανουαρίου 2015, κατά την οποία και μετά εφαρμόζεται ο νέος Κανονισμός και που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού. Ο εν λόγω Κανονισμός 44/2001 αντικατέστησε την από 27.9.1968 Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών για την διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων, όπως αυτή ίσχυε τροποποιηθείσα από την Σύμβαση του Σαν Σεμπάστιαν της 26 Μαΐου 1989, που κυρώθηκαν από την Ελλάδα με τον Ν.1814/1988 και τον Ν.2004/1992, αντίστοιχα. Η θέσπιση του ανωτέρω Κανονισμού κατέστη αναγκαία μετά την Συνθήκη του Άμστερνταμ, που τέθηκε σε ισχύ από 1η Μαΐου 1999 και κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον Ν. 2691/1999, οπότε τα ζητήματα συνεργασίας των κρατών – μελών στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις πέρασαν από τον τρίτο πυλώνα της διακυβερνητικής συνεργασίας των κρατών – μελών, όπως αυτός είχε διαμορφωθεί στα πλαίσια της Συνθήκης του Μάαστριχτ (1992), υπό τον ευρύτερο τίτλο “Συνεργασία στην Δικαιοσύνη και τις Εσωτερικές υποθέσεις”, όπου το πρόσφορο μέσο προς ρύθμιση αυτών ήταν η σύναψη Διεθνούς Συνθήκης (άρθρο 220 Συνθ. ΕΟΚ), στον πρώτο πυλώνα, που ενσωματώνεται πλέον στην Συνθήκη, στο τρίτο μέρος αυτής, υπό τον τίτλο IV (άρθρ. 61-69), με στόχο την εγκαθίδρυση ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, όπου πλέον το πρόσφορο μέσο προς ρύθμιση αυτών είναι η θέσπιση κανόνων στα πλαίσια του δευτερογενούς κοινοτικού δικαίου. Στόχος της κατάρτισης του πιο πάνω Κανονισμού ήταν αφενός μεν η εισαγωγή συγχρόνων κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, αφετέρου δε η περαιτέρω απλούστευση των απαραιτήτων διατυπώσεων για την ταχεία αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων στις υποθέσεις αυτές, μέσω απλής και ομοιόμορφης διαδικασίας και, συνακόλουθα, η αντιμετώπιση και η λύση των προβλημάτων, που είχαν προκύψει κατά την εφαρμογή της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών. Ο Κανονισμός αυτός σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 Συντ/τος έχει αυξημένη τυπική ισχύ (ΑΠ 93/2017, ΑΠ 1027/2011). Εξάλλου, αναφορικά με την αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών αποφάσεων στις υποθέσεις, που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του ως άνω Κανονισμού, κατά το άρθρο 1 αυτού, ορίζονται με τις παρακάτω διατάξεις του κεφαλαίου III αυτού, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα, κατ’ ακριβή αντιγραφή: “Ως απόφαση, κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού, νοείται κάθε απόφαση εκδιδομένη από δικαστήριο κράτους – μέλους, οποιαδήποτε και εάν είναι η ονομασία της, όπως απόφαση, διαταγή, διαταγή εκτελέσεως, καθώς και ο καθορισμός της δικαστικής δαπάνης από τον γραμματέα” (άρθρ. 32), “Απόφαση που εκδίδεται σε κράτος – μέλος αναγνωρίζεται στα κράτη – μέλη χωρίς ιδιαίτερη διαδικασία” (άρθρ. 33 παρ. 1), “Αποκλείεται η επί της ουσίας αναθεώρηση της αλλοδαπής αποφάσεως” (άρθρ. 36), “Αποφάσεις που εκδόθηκαν και είναι εκτελεστές σε κράτος μέλος εκτελούνται σε άλλο κράτος – μέλος, αφού κηρυχθούν εκεί εκτελεστές, με αίτηση κάθε ενδιαφερομένου” (άρθρ. 38 παρ. 1), “1. Η αίτηση υποβάλλεται στο αρμόδιο δικαστήριο ή αρμοδία αρχή, των οποίων ο κατάλογος σημειώνεται στο παράρτημα II. 2. Η κατά τόπον αρμοδιότητα καθορίζεται από την κατοικία του προσώπου κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση ή από τον τόπο εκτέλεσης” (άρθρ. 39 παρ. 1 και 2), “1. Η αίτηση υποβάλλεται κατά το δίκαιο του κράτους – μέλους εκτέλεσης, 2. Ο αιτών οφείλει να προβεί σε εκλογή κατοικίας στην περιφέρεια του Δικαστηρίου ή της αρμοδίας αρχής στην οποία απευθύνεται. Αν πάντως το δίκαιο του κράτους – μέλους εκτελέσεως δεν προβλέπει την εκλογή κατοικίας, ο αιτών διορίζει αντίκλητο, 3. Στην αίτηση επισυνάπτονται τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 53” (άρθρ. 40 παρ. 1-3), “Η απόφαση κηρύσσεται εκτελεστή, ευθύς ως ολοκληρωθούν οι διατυπώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 53, χωρίς έλεγχο των λόγων μη εκτέλεσης, που αναφέρονται στα άρθρα 34 και 35. Ο διάδικος κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση δεν δύναται στο στάδιο αυτό της διαδικασίας, να καταθέσει προτάσεις” (άρθρ. 41), “1. Η απόφαση επί της αιτήσεως για την κήρυξη της εκτελεστότητας γνωστοποιείται αμελλητί στον αιτούντα κατά την διαδικασία που προβλέπει το δίκαιο του κράτους – μέλους εκτέλεσης. 2. Η κήρυξη της εκτελεστότητας επιδίδεται ή κοινοποιείται στον διάδικο κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση, μαζί με την απόφαση, εφ` όσον αυτή δεν έχει ήδη επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον εν λόγω διάδικο” (άρθρ. 42 παρ. παρ. 1, 2), “1. Κατά της αποφάσεως που εκδίδεται επί της αιτήσεως για την κήρυξη της εκτελεστότητας μπορεί να ασκηθεί ένδικο μέσο και από τους δύο διαδίκους.Το ένδικο μέσο ασκείται ενώπιον του Δικαστηρίου, που αναφέρεται στο παράρτημα III. 3. Το ένδικο μέσο εκδικάζεται σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν την διαδικασία της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας. 4…. 5. Το ένδικο μέσο κατά της κήρυξης εκτελεστότητας ασκείται εντός μηνός από την επίδοση ή κοινοποίησή της. Αν ο διάδικος κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους – μέλους άλλου από εκείνο στο οποίο κηρύχθηκε η εκτελεστότητα, η προθεσμία για την άσκηση του ενδίκου μέσου είναι δύο μήνες από την ημέρα που έγινε η επίδοση ή η κοινοποίησή της προσωπικά ή στην κατοικία του. Η προθεσμία αυτή δεν παρεκτείνεται λόγω απόστασης” (άρθρ. 43 παρ. 1, 2, 3 και 5), “Κατά της απόφασης επί του ενδίκου μέσου μπορεί να ασκηθεί μόνο το ένδικο μέσο, που αναφέρεται στο παράρτημα IV (άρθρ. 44), “1. Το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου ασκήθηκε το ένδικο μέσο, δυνάμει των άρθρων 43 ή 44 δύναται να απορρίψει ή ανακαλέσει την κήρυξη της εκτελεστότητας, μόνον εφ` όσον συντρέχει λόγος από τους οριζόμενους στα άρθρα 34 και 35. Αποφασίζει αμελλητί. 2. Αποκλείεται η επί της ουσίας αναθεώρηση της αλλοδαπής αποφάσεως” (άρθρ. 45 παρ. παρ. 1, 2). Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι με τα άρθρα 34 και 35 του Κανονισμού προβλέπονται, κατά τρόπο περιοριστικό, οι λόγοι για τους οποίους δεν αναγνωρίζεται η απόφαση, ενώ με το άρθρο 53 ορίζονται τα έγγραφα που πρέπει να προσκομίσει ο διάδικος, που επικαλείται την αναγνώριση ή ζητεί την κήρυξη της εκτελεστότητας. Τέλος, υλικά αρμόδιο στην Ελλάδα για την κήρυξη της εκτελεστότητας Δικαστήριο, είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο, κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρ. 740 επ. ΚΠολΔ σε συνδ. προς άρθρο 905 παρ. 1 του ιδίου Κώδικος), σύμφωνα με σχετική ρύθμιση του παραρτήματος ΙΙ του Κανονισμού, όπου ορίζεται ότι για την εκδίκαση του “ενδίκου μέσου” του άρθρου 43 του Κανονισμού είναι το Εφετείο, σύμφωνα με σχετική ρύθμιση του παραρτήματος ΙΙΙ του Κανονισμού, ενώ το “ένδικο μέσο” που μπορεί να ασκηθεί, κατά το άρθρο 44 του Κανονισμού, είναι η αναίρεση, σύμφωνα με σχετική ρύθμιση του παραρτήματος ΙΙΙ του Κανονισμού. Επομένως, από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων του Κανονισμού 44/2001, που κατά βάση διατηρεί την δομή και το ρυθμιστικό πλαίσιο της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών, προκύπτει ότι στα πλαίσια της θεσπιζόμενης, κατά τα ανωτέρω, ταχείας και απλής διαδικασίας για την κήρυξη εκτελεστής αλλοδαπής απόφασης κράτους – μέλους, το Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο για την Ελλάδα) του κράτους – μέλους εκτέλεσης, περιορίζεται στο να διαπιστώσει ότι πρόκειται περί εκτελεστής δικαστικής απόφασης προερχομένης από άλλο κράτος – μέλος, της οποίας το αντικείμενο υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του ως άνω Κανονισμού, χωρίς να έχει δικαίωμα πλέον να ερευνήσει, εάν συντρέχει κάποιος από τους λόγους που δικαιολογούν την άρνηση της εκτελεστότητας, κατά τα άρθρα 34 και 35 του Κανονισμού (σε αντίθεση προς το υπό την Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών ισχύσαν δίκαιο) και χωρίς ο καθ’ου η εκτέλεση να δικαιούται να παραστεί στην ως άνω δίκη και να υποβάλλει παρατηρήσεις (ομοίως, κατά το άρθρο 34 της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών). Συνακόλουθα, η ανωτέρω απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου, που δέχεται την αίτηση κήρυξης εκτελεστής της αλλοδαπής δικαστικής απόφασης, δεν συνιστά ουσιαστικά δικαστική απόφαση, αλλά απλή δικαστική διαταγή, που υπόκειται στο κατά το άρθρο 43 παρ. 1 του Κανονισμού ένδικο μέσο, το οποίο προσομοιάζει, στα πλαίσια του εσωτερικού δικαίου, προς την ανακοπή του άρθρου 583 ΚΠολΔ (ΑΠ 630/2019, ΑΠ 1024/2001). Το εν λόγω “ένδικο μέσο”, παρά την ως άνω ατυχή ονομασία του (υπό την Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών χρησιμοποιείτο ο ορθότερος όρος “προσφυγή”), δεν συνιστά “έφεση” κατά της απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου, αλλά το Εφετείο, επιλαμβανόμενο αυτού, ενεργεί ως πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ` εξαίρεση του κανόνα του άρθρου 12 παρ. 2 ΚΠολΔ. Για τον λόγο αυτό, τούτο ασκείται με κατάθεση του δικογράφου στην γραμματεία του Δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται (Εφετείο) και με επίδοση αυτού στον καθ’ου απευθύνεται (585 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ) εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 43 παρ. 5 του Κανονισμού αποκλειστικής προθεσμίας του ενός ή των δύο μηνών (ΑΠ 630/2019, ΑΠ 1028/2009). Εξάλλου, η εκτελεστότητα της αλλοδαπής απόφασης μπορεί να αποκρουστεί, αν η επέκταση της ενέργειας της στην ημεδαπή θα είχε ως συνέπεια τη δημιουργία καταστάσεων κατάδηλα απροσάρμοστων προς την κρατούσα ημεδαπή δικαιϊκή τάξη και μόνο κατόπιν πρότασης του ασκούντος την προσφυγή ελέγχεται, αν αντίκειται η απόφαση στη δημόσια τάξη με την στενότερη έννοια του Κανονισμού (απόφαση Krombach ΔΕΚ της 28-3-2000).
Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 905 παρ. 3 και 323 παρ. 5 του ΚΠολΔικ προκύπτει, ότι για να κηρυχθεί στην Ελλάδα εκτελεστή απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου (στην εκτελεστότητα περιλαμβάνεται και η επιδικαζόμενη δικαστική δαπάνη) απαιτείται, εκτός των άλλων, να μην είναι αντίθετη προς τη “δημόσια τάξη”. Στις διατάξεις αυτές η δημόσια τάξη νοείται με την έννοια του άρθρου 33 του ΑΚ. Επομένως, η κήρυξη απόφασης αλλοδαπού δικαστηρίου εκτελεστής στην Ελλάδα δεν συγχωρείται όταν, εξαιτίας του περιεχομένου της και ενόψει των συγκεκριμένων περιστάσεων, που προκύπτουν από την αλλοδαπή απόφαση, η εκτέλεση της α) θα προσέκρουε σε θεμελιώδεις πολιτειακές ηθικές, κοινωνικές, δικαιϊκές ή οικονομικές αντιλήψεις που κρατούν στη χώρα και β) θα διατάρασσε τον έννομο ρυθμό που κρατεί στη χώρα (ΟλΑΠ 17/1999, ΑΠ 630/2019, ΑΠ 2273/2009, ΑΠ 1066/2007).
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 134 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, αν το πρόσωπο, στο οποίο γίνεται η επίδοση, διαμένει ή έχει την έδρα του στο εξωτερικό, η επίδοση γίνεται στον Εισαγγελέα του Δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί, ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη, ή σ`αυτό που εξέδωσε την επιδιδόμενη απόφαση, ο Εισαγγελέας δε, όταν παραλάβει το έγγραφο, οφείλει να το αποστείλει, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, στον Υπουργό των Εξωτερικών, ο οποίος έχει την υποχρέωση να το διαβιβάσει σε εκείνον, προς τον οποίο γίνεται η επίδοση. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 136 παρ. 1 ΚΠολΔ, η επίδοση, που γίνεται κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 134, θεωρείται ότι συντελέστηκε μόλις παραδοθεί το έγγραφο στον αρμόδιο Εισαγγελέα, ανεξάρτητα από το χρόνο της αποστολής και της παραλαβής του από το πρόσωπο, για το οποίο προορίζεται. Οι ως άνω διατάξεις, με τις οποίες καθιερώνεται νόμιμη πλασματική κλήτευση του διαδίκου, με πραγματική επίδοση του εγγράφου στον Εισαγγελέα, όταν εκείνος, προς τον οποίο γίνεται η επίδοση, έχει γνωστή διεύθυνση στο εξωτερικό, εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την κύρωση της από 15 Νοεμβρίου 1965 Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης, με το Ν. 1334/1983.
III. Από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι η κρινόμενη προσφυγή ασκήθηκε μετά την πάροδο της προβλεπόμενης αποκλειστικής προθεσμίας των 30 ημερών από την επίδοση της προσβαλλομένης απόφασης κήρυξης της εκτελεστότητας, στην προσφεύγουσα ελληνική εταιρεία, που εδρεύει στον Πειραιά, ήτοι στο κράτος μέλος, που κηρύχθηκε η εκτελεστότητα (43 παρ. 5 εδ.α Καν.44/2001), επιμελεία της γραμματείας του Πρωτοδικείου Πειραιά, συντασσομένου του από 5.2.2018 αποδεικτικού επιδόσεως του επιμελητή Δικαστηρίων Πρωτοδικείου Πειραιά, …………., αφού, όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ……..΄/19.3.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, …….., σε συνδυασμό με το από 10.4.2018 πιστοποιητικό επίδοσης δικογράφων εξωτερικού και την από 17.4.2018 βεβαίωση επίδοσης του επιδιδόμενου δικογράφου, του Περιφερειακού Δικαστηρίου του Viano do Castelo της Πορτογαλίας, ακριβές αντίγραφο της ένδικης από 22.2.2018 προσφυγής, με την πράξη καταθέσεως και ορισμού δικασίμου και με κλήση προς συζήτηση για την ορισθείσα αρχικά δικάσιμο, έχει επιδοθεί προς τον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς για την καθ’ης η προσφυγή – καλούσα εταιρεία, που έχει την έδρα της στο ……… της Πορτογαλίας, ο οποίος την διαβίβασε συνοδευόμενη από την τυποποιημένη σχετική από 22.3.2018 έντυπη αίτηση, στο Περιφερειακό Δικαστήριο του Viano do Castelo της Πορτογαλίας, ως αρμόδια για την παραλαβή και επίδοση αλλοδαπή αρχή, που την επέδωσε στην καθ’ης η προσφυγή εταιρεία, δια της εγχειρίσεως των προς επίδοση δικαστικών εγγράφων στον εκκαθαριστή της στην εγγεγραμμένη διεύθυνση τούτης στο ……… της Πορτογαλίας, που θεωρείται νόμιμος τρόπος επίδοσης κατά το δίκαιο του κράτους παραλαβής, όπως προκύπτει από την από 17.4.2018 οικεία βεβαίωση επίδοσης του Περιφερειακού Δικαστηρίου του Viano do Castelo και τα συνημμένα ως άνω έγγραφα, που αυτό απέστειλε στην διαβιβάσασα Εισαγγελική αρχή, σύμφωνα με τα άρθρα 4, 7 και 10 του Κανονισμού ΕΚ 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, για τις επιδόσεις στα κράτη μέλη δικαστικών και εξώδικων πράξεων στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Ενόψει τούτων, κατ’αρθρο 134 παρ.1 και 3 ΚΠολΔ, η άσκηση της προσφυγής συντελέστηκε στις 19.3.2018, με την παράδοση του κρινόμενου επιδοτέου δικογράφου στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά για λογαριασμό της καθ’ης η προσφυγή – καλούσας πορτογαλικής εταιρείας, ανεξάρτητα από το χρόνο της αποστολής και της παραλαβής του απ’αυτήν, με συνέπεια, την έκπτωση του δικαιώματος της προσφεύγουσας για την άσκηση της ένδικης προσφυγής. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί η υπό κρίση προσφυγή, ως απαράδεκτη, λόγω της εκπρόθεσμης άσκησης της και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της καθ’ης η προσφυγή στην προσφεύγουσα, κατόπιν σχετικού αιτήματος της, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’αντιμωλίαν των διαδίκων την ένδικη προσφυγή.
Απορρίπτει αυτήν.
Επιβάλλει στην προσφεύγουσα τα δικαστικά έξοδα της καθ’ης η προσφυγή, τα οποία ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, στις 29 Μαΐου 2023.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ