Νομικά θέματα που αντιμετωπίστηκαν.
Αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού πηγάζουσα από άκυρη σύμβαση εκτέλεσης δημοσίων έργων. Δικαιοδοσία. Αρμοδιότητα.
Αριθμός απόφασης 86/2019
ΤΟ ΠΕΝΤΑΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη, Ευαγγελία Πανταζή, Θεόκλητο Καρακατσάνη, Ελένη Σκριβάνου – Εισηγήτρια, Εφέτες και τη Γραμματέα Κ.Δ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως ίσχυε πριν από την αναθεώρηση του έτους 2001, αλλά ισχύει και μετά από αυτήν, η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα υφιστάμενα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, από τις διαφορές δε αυτές, όσες δεν είχαν υπαχθεί στα δικαστήρια αυτά, επιβαλλόταν να υπαχθούν υποχρεωτικά στη δικαιοδοσία τους εντός της οριζόμενης προθεσμίας πέντε ετών, που μπορούσε να παρατείνεται με νόμο. Σε εκτέλεση της συνταγματικής αυτής διατάξεως εκδόθηκε ο Ν. 1406/1983, με το άρθρο 1 παρ. 2 του οποίου, υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, μεταξύ άλλων, και οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας των διοικητικών συμβάσεων (εδ. ι’), δηλαδή εκείνες οι διαφορές που προέρχονται από διοικητική σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε παρεπόμενη της συμβάσεως αυτής αξίωση. Εξάλλου, η σύμβαση είναι διοικητική, αν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και με τη σύναψη της συμβάσεως επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο, το δε Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει τη σύμβαση, είτε βάσει ρητρών, που προβλέπονται κανονιστικώς και έχουν περιληφθεί στη σύμβαση και που αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο, βρίσκεται, προς ικανοποίηση του εν λόγω σκοπού, σε υπερέχουσα θέση απέναντι στο αντισυμβαλλόμενο μέρος, δηλαδή σε θέση μη προσιδιάζουσα στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό (ΑΕΔ 28/2011). Συμβάσεις, που δεν συγκεντρώνουν σωρευτικά τα γνωρίσματα αυτά, είναι ιδιωτικές και οι διαφορές αυτές υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, διοικητικές διαφορές ουσίας είναι και οι διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, όταν η υποκείμενη σχέση, που προκάλεσε τον πλουτισμό αυτό, είναι σχέση δημοσίου δικαίου. Αντιθέτως, διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, όταν δεν υφίσταται σχέση δημοσίου δικαίου, συνδέουσα το Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με κάποιο πρόσωπο, από την οποία (σχέση) ή με αφορμή τη λειτουργία της οποίας δημιουργείται ο πλουτισμός του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ΑΕΔ 3/2012). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 έως 3 του ν. 3669/2008 “Κύρωση της νομοθεσίας κατασκευής δημοσίων έργων”, “1. Οι διατάξεις του παρόντος Κώδικα εφαρμόζονται σε όλα τα έργα που προγραμματίζονται και εκτελούνται από τους φορείς, που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α’) (στο στοιχείο γ της οποίας ρητά αναφέρονται οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού και οι πάσης φύσεως επιχειρήσεις τους). Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και του εκάστοτε αρμόδιου Υπουργού, είναι δυνατόν έργα, που προγραμματίζονται και εκτελούνται από νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου των ανωτέρω φορέων, να εξαιρούνται διατάξεων του παρόντος Κώδικα. 2. Τα δημόσια έργα είναι έργα υποδομής της χώρας που καλύπτουν βασικές ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, συμβάλλουν στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων, στην αύξηση του εθνικού προϊόντος, στην ασφάλεια της χώρας και γενικά αποσκοπούν στη βελτίωση της ποιότητας ζωής του λαού. Τα δημόσια έργα εντάσσονται στο γενικό πλαίσιο της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης της χώρας και υλοποιούν επιλογές του δημοκρατικού προγραμματισμού. 3. Από τεχνική άποψη δημόσια έργα είναι όλα τα έργα που εκτελούν οι φορείς της παρ. 1 και συνδέονται με οποιονδήποτε τρόπο με το έδαφος, το υπέδαφος ή τον υποθαλάσσιο χώρο, όπως και τα πλωτά τμήματα των τεχνικών έργων. Ως έργο νοείται κάθε νέα κατασκευή ή επέκταση ή ανακαίνιση ή επισκευή ή συντήρηση και η οικονομικά ή τεχνικά αυτοτελής λειτουργία, καθώς και κάθε σχετική ερευνητική εργασία, που απαιτεί τεχνική γνώση και επέμβαση”. Επίσης, κατά το άρθρο 77 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, όπως ίσχυε κατά το κρίσιμο διάστημα, “1. Κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, που προκύπτει από τη σύμβαση κατασκευής δημόσιου έργου, επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο αρμόδιο δικαστήριο κατά τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ή του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, με την επιφύλαξη των επόμενων παραγράφων. … 2. Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των διαφορών αυτών είναι το διοικητικό ή πολιτικό εφετείο της περιφέρειας, στην οποία εκτελείται το έργο. Παρέκταση αρμοδιότητας δεν επιτρέπεται. Αν το έργο εκτελείται στην περιφέρεια δύο ή περισσότερων εφετείων, αρμόδιο καθίσταται εκείνο που ορίζει ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου, ύστερα από αίτηση εκείνου που ενδιαφέρεται να ασκήσει την προσφυγή”. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων και εκείνης του άρθρου 64 παρ. 4 ΕισΝΚΠολΔ προκύπτει ότι, στην περίπτωση κατά την οποία η υπόθεση υπάγεται, για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω, στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, τότε αρμόδιο για την εκδίκαση αυτής καθίσταται το Εφετείο, και μάλιστα υπό πενταμελή σύνθεση, όταν η διαφορά, είτε από τη σύμβαση είτε από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, σε περίπτωση άκυρης συμβάσεως, αφορά στην εκτέλεση δημόσιου έργου, που αποβλέπει στην εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού (ΑΠ 1284/2015, ΑΠ 1056/2014, Eφ.Λαρ. 332/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ως άνω εξαιρετική καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Εφετείου συνδέεται και με διαφοροποίηση της διαδικασίας, με ιδιαιτέρως σημαντικού περιεχομένου δικονομικές ρυθμίσεις. Συγκεκριμένα, οι διάδικοι υποχρεούνται να προσκομίσουν κατά την πρώτη συζήτηση όλα τα αποδεικτικά μέσα. Το Δικαστήριo λαμβάνει υπόψη και αποδεικτικά μέσα, που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 13 παρ. 4 εδ. α’ και β’ του Ν. 1418/1984 και 77 παρ. 4 εδ. α’ και β’του Ν. 3669/2008). Η συζήτηση και η διεξαγωγή των αποδείξεων ολοκληρώνεται σε μία δικάσιμο, ανεξαρτήτως από τη δικαιοδοσία, στην οποία υπάγεται η υπόθεση. Αν ο χρόνος δεν επαρκεί, επιτρέπεται διακοπή για άλλη ημέρα και ώρα ενώπιον των ίδιων Δικαστών, με προφορική ανακοίνωση, που καταχωρείται στα πρακτικά και επέχει θέση κλήτευσης όλων των διαδίκων, των μαρτύρων και εκείνων που δεν παρίστανται. Ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον Ειρηνοδίκη ή Συμβολαιογράφου ή Προξένου λαμβάνονται υπόψη μόνο αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου τρεις τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση και, αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή, οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτήν και αρκεί πιθανολόγηση. Οι αποφάσεις του διοικητικού ή πολιτικού Εφετείου είναι αμέσως εκτελεστές (ΑΠ 1499/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι η προσφυγή ή αγωγή, που αναφέρεται σε διαφορά από δημόσια έργα, εκδικάζεται από το Εφετείο κατά την προαναφερόμενη ταχεία διαδικασία, η οποία ομοιάζει με αυτή των ασφαλιστικών μέτρων, αφού για την έκδοση της απόφασης αρκεί πιθανολόγηση, και, επομένως, η κατάθεση των προτάσεων των διαδίκων μπορεί να γίνει κατά τη συζήτηση της υπόθεσης (ΑΠ 1028/2007,ΤΝΠ Νόμος). Η εξαιρετική αρμοδιότητα του Εφετείου και αντίστοιχα η προβλεπόμενη ειδική διαδικασία καλύπτει και τις αξιώσεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, που γεννιούνται από την εκτέλεση δημόσιου έργου, όταν η σχετική σύμβαση είναι άκυρη, όπως συμβαίνει όταν η σύμβαση, κατά παράβαση του αρθρ. 41 του ν.δ/τος 496/1974 «περί Κώδικος Λογιστικού των Ν.Π.Δ.Δ.», καταρτίστηκε προφορικά, αφού και στην περίπτωση αυτή η αγωγή έχει ως ιστορική βάση για τον προσδιορισμό της αξίωσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό την εκτέλεση του δημόσιου έργου και συντρέχει συνεπώς ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος (ΑΠ 1056/2014, Εφ.Λαρ. 332/2015,ο.π).
Ακόμη, με τις διατάξεις του άρθρου 80 του ν. 2362/ 1995 “περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού”, που εφαρμόζονται αναλόγως και στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.), εφόσον οι ως προς αυτούς προστατευτικές διατάξεις δεν είναι ευνοϊκότερες (άρθρα 3 του ν.δ. 31/1968, 304 του π.δ. 410/1995 και 276 του ν.3463/2006, ΑΠ 284/2011), ορίζεται ότι για το κύρος σύμβασης του Δημοσίου με αντικείμενο αξίας μεγαλύτερης των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ ή που γεννά διαρκή υποχρέωση αυτού, απαιτείται η κατάρτισή της να γίνει με ιδιωτικό τουλάχιστον έγγραφο και ότι, επί σύμβασης, η αποδοχή της πρότασης δύναται να γίνει και με χωριστό έγγραφο, η υπό του αντισυμβαλλομένου, όμως, του Δημοσίου εκπλήρωση της παροχής του αίρει την, εκ της έλλειψης του γραπτού τύπου της αποδοχής, ακυρότητα της σύμβασης. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι ο τύπος του ιδιωτικού εγγράφου, που απαιτείται για τις καταρτιζόμενες για λογαριασμό του Δημοσίου ή αναλόγως Δήμου ή Κοινότητας ως άνω συμβάσεις, είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός, γι` αυτό και η έλλειψή του καθιστά, κατά τα αρθρ. 158 και 159 παρ.1 ΑΚ, άκυρη τη σύμβαση, η οποία συνακόλουθα θεωρείται, κατά το αρθρ. 180 ΑΚ, ως μη γενομένη, αίρεται δε η ακυρότητα, σε περίπτωση εκτέλεσης της σύμβασης, μόνο όταν για τη σύμβαση προηγήθηκε χωριστή έγγραφη πρόταση, χωρίς να επακολουθήσει και έγγραφη αποδοχή, όχι όμως και όταν δεν τηρήθηκε καθόλου ο έγγραφος τύπος για την πρόταση και την αποδοχή (AΠ 1442/2014, ΑΠ 1378/2011, ΑΠ 1135/2010, ΑΠ 1161/2009, Εφ.Αθ.157/2014, Εφ.Δωδ.148/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 12 παρ.1, 13 παρ.1, 2 περ.δ`, 15 παρ.1, 28 παρ.ιγ και 31 του Ν. 1642/1986 «Φόρος Προστιθέμενης Αξίας», οι οποίες ως ειδικές, υπερισχύουν αυτών του ενδοτικού δικαίου, όπως είναι και η διάταξη του άρθρου 425 του ΑΚ, σαφώς προκύπτει, ότι στην περίπτωση σύμβασης έργου, κατά την οποία ο εργολάβος παρέχει τις υπηρεσίες του στον εργοδότη για την εκτέλεση του έργου έναντι αμοιβής, για την οποία είναι υπόχρεος στην έκδοση τιμολογίων και την απόδοση του αναλογούντος σ’ αυτά Φ.Π.Α, ο οποίος επιρρίπτεται στον εργοδότη, ως λήπτη των παρεχόμενων σε αυτόν υπηρεσιών και υπόχρεο συνεπεία τούτου στην καταβολή του, εφόσον ο εργολάβος προβεί στην έκδοση των σχετικών τιμολογίων, που τον υποχρεώνουν στην απόδοση του αναλογούντος σ’ αυτά Φ.Π.Α στην αρμόδια Δ.Ο.Υ, εντός των χρονικών ορίων, που τίθενται από τις σχετικές διατάξεις του ως άνω νόμου, χωρίς ωστόσο να έχει προεισπράξει το φόρο αυτό από τον εργοδότη, δικαιούται να τον επιδιώξει απ’ αυτόν, κατά τις ως άνω διατάξεις, και επικουρικώς, εκείνες του αδικαιολόγητου πλουτισμού, εκτός αν ο εργοδότης επικαλεσθεί και αποδείξει ειδική συμφωνία μεταξύ αυτού και του εργολάβου, με την οποία ο τελευταίος αναλαμβάνει την τοιαύτη υποχρέωσή του (βλ. Α.Π. 271/2016 και Α.Π. 1598/2011 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ο εν λόγω φόρος καθίσταται απαιτητός σε περίπτωση, που η πληρωμή της αμοιβής πραγματοποιείται κατόπιν επιταγής δημοσίας αρχής (όπως δικαστικής αποφάσεως), κατά το χρόνο εισπράξεως της αμοιβής αυτής, και επομένως κατά το χρόνο της είσπραξης, που γεννάται η φορολογική του υποχρέωση, ο υποκείμενος στο φόρο αυτόν, θα εκδώσει τιμολόγιο ή απόδειξη, ή άλλο στοιχείο που προβλέπουν οι διατάξεις του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων, στο οποίο θα αναγράφει τη φορολογική αξία και το ποσό του φόρου χωριστά, το δε τιμολόγιο ή άλλο έγγραφο, που εξομοιώνεται με τιμολόγιο, για το ποσό αυτό του φόρου, θα εκδοθεί κατά την είσπραξη του επιδικαζόμενου ποσού. Η απαίτηση δηλαδή για Φ.Π.Α, μπορεί να ζητηθεί, κατ’ άρθρο 69 παρ.1 περ.ε ΚΠολΔ, από την επέλευση του χρονικού σημείου της καταβολής του ποσού της κυρίας οφειλής (επέλευση γεγονότος). Στη περίπτωση όμως αυτή, κατά τις διατάξεις των άρθρων 345 και 346 ΑΚ, δεν οφείλονται τόκοι πριν την επέλευση του άνω χρονικού σημείου, το οποίο, στην ειδική περίπτωση καταβολής Φ.Π.Α, επί ολικής καταβολής των επιδικαζόμενων, ταυτίζεται με την εξόφληση (Εφ.Πατρ. 987/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ , Εφ.Αθ. 8884/2003 Δ/νη 2004, 1104).
Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 του Ν.1599/1986, γεγονότα ή στοιχεία, που δεν αποδεικνύονται με τα αναφερόμενα στο νόμο αυτό έγγραφα, μπορεί να αποδεικνύονται ενώπιον κάθε αρχής ή υπηρεσίας του δημόσιου τομέα με υπεύθυνη δήλωση του ενδιαφερομένου. Από την ως άνω διάταξη, σε συνδυασμό με το σκοπό του τίτλου της, συνάγεται ότι αυτή δεν έχει εφαρμογή κατά την αποδεικτική διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων, επί της οποίας έχουν εφαρμογή οι ειδικές περί απόδειξης διατάξεις του ΚΠολΔ και συνεπώς η κατά τη διάταξη αυτή υπεύθυνη δήλωση δεν αποτελεί επιτρεπτό αποδεικτικό μέσο, αναμφισβήτητα αν προέρχεται από μη διάδικο και μόνο ως μαρτυρία τρίτου δύναται να χρησιμεύσει, εφόσον, κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου, δεν έγινε με το σκοπό να χρησιμοποιηθεί και στη δίκη, κατά την οποία κρίνεται η συγκεκριμένη διαφορά (Ολ.ΑΠ.8/1987, ΑΠ 311/2012, ΑΠ 743/2011, ΑΠ 635/2008, ΑΠ 1025/2007, ΑΠ 370/2004, Εφ.Δυτ.Στ.Ελλ.19/2017, Εφ.Θεσ. 517/2015, Εφ. Πειρ.23/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων, ο οποίος είναι εργολάβος δημοσίων έργων, εκθέτει στην κρινόμενη αγωγή του, κατ΄εκτίμηση του δικογράφου της, ότι συνήψε με την ιδιότητά του αυτή, στις 15-6-2011, με τον εναγόμενο Δήμο, νομίμως εκπροσωπούμενο από το Δήμαρχο αυτού, σύμβαση έργου, βάσει τη οποίας του ανατέθηκε η εκτέλεση οικοδομικών εργασιών στη διαδρομή μεταξύ αντλιοστασίου τοποθεσίας ‘’Καλών Πηγαδιών’’ και αντλιοστασίου τοποθεσίας ‘’Αγ. Κωνσταντίνου’’ στην ΄Υδρα και υδραυλικών εργασιών στα βανοστάσια και τις δεξαμενές των αντλιοστασίων των ως άνω τοποθεσιών, όπως οι εργασίες αυτές περιγράφονται ειδικότερα στην αγωγή. Ότι η σύναψη της ως άνω σύμβασης, λόγω του επείγοντος χαρακτήρα του έργου, έγινε προφορικά. Ότι η αμοιβή του ενάγοντος- εργολάβου για τις εν λόγω εργασίες συμφωνήθηκε ότι θα προσδιοριζόταν σύμφωνα με τα επίσημα εγκεκριμένα τιμολόγια του ΥΠΕΧΩΔE για τις οικοδομικές εργασίες, που διέπουν τα δημόσια έργα, μειωμένες κατά 7%, λόγω προσφερόμενης έκπτωσης, ενώ θα προστίθετο σε αυτήν το αναλογούν ποσοστό Γενικών Εξόδων και Οφέλους Εργολάβου ύψους 18% επί των τιμών μονάδος, επιβαρυνόμενου του συνόλου αυτών με τον αναλογούντα Φ.Π.Α. Ότι, με βάση τα παραπάνω, και όπως αναλυτικά αναφέρονται στην αγωγή, οι εν λόγω εργασίες ανά είδος, ποσότητα, τιμή μονάδος, υπολογιζομένης της ως άνω έκπτωσης αλλά και των περαιτέρω προαναφερθεισών προσαυξήσεων, το συνολικό ποσό της αμοιβής του γι αυτές ανέρχεται σε 25.315,45 ευρώ συν Φ.Π.Α (24%) ποσού 6.075,71 ευρώ και συνολικά 31.391,16 ευρώ. Ότι, αν και εκτέλεσε προσηκόντως τις συμφωνηθείσες εργασίες και παρέδωσε το έργο στις 31-12-2011, σύμφωνα με τις οδηγίες και τις εντολές του εναγόμενου, διά των αρμοδίων οργάνων του, εντούτοις ο τελευταίος δεν του έχει καταβάλει το ως άνω ποσό, παρά τις οχλήσεις του. Ότι, ενόψει της ακυρότητας της επίμαχης σύμβασης έργου λόγω της μη τήρησης του απαιτούμενου από το νόμο για τις τέτοιου είδους συμβάσεις, έγγραφου τύπου, ο εναγόμενος Δήμος, οφείλει να του καταβάλει το ως άνω ποσό, με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθώς αυτός κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερος κατά το ποσό αυτό, το οποίο θα κατέβαλε σε άλλον εργολάβο, με τις ίδιες επαγγελματικές ικανότητες, που θα εκτελούσε το προαναφερθέν έργο με έγκυρη σύμβαση, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ζητεί δε ακολούθως, όπως παραδεκτά μετέτρεψε συνολικά το αγωγικό αίτημα, από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του ενώπιον του ακροατηρίου του δικαστηρίου τούτου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά αυτού, αλλά και με τις προτάσεις του, να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να του καταβάλει το εν λόγω ποσό (31.391,16 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της παραλαβής του έργου (1-1-2012), άλλως της επίδοσης της ένδικης αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, εισάγεται προς επίλυση, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, ιδιωτικού δικαίου διαφορά, διότι, δεδομένου ότι δεν υπάρχει, εν προκειμένω, έγκυρη μεταξύ των διαδίκων διοικητική σύμβαση, στο βαθμό που δεν τηρήθηκε, προς τούτο, η διαδικασία που προβλέπει ο νόμος, παρά η ένδικη σύμβαση συνήφθη άτυπα και προφορικά, το δικαστήριο δεν μπορεί να αναζητήσει στην ίδια τη συμφωνία ρήτρες αποκλίνουσες από το κοινό δίκαιο, ούτε ο ενάγων επικαλείται τέτοιες ρήτρες, ούτε είναι δυνατόν να διαγνωστεί το κανονιστικό καθεστώς που τις διέπει, ώστε να διερευνηθεί αν η ένδικη σύμβαση διέπεται από εξαιρετικό υπέρ του εναγόμενου νομοθετικό ή συμβατικό καθεστώς, με αποτέλεσμα να θεμελιώνεται η δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων στην υπό κρίση περίπτωση. Υφίσταται ακόμη αρμοδιότητα (καθ΄ύλη και κατά τόπο) του παρόντος δικαστηρίου, σύμφωνα επίσης με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, καθώς, στην περίπτωση κατά την οποία η υπόθεση υπάγεται, όπως η ένδικη, για τους λόγους που εκτέθηκαν παραπάνω, στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, τότε αρμόδιο για την εκδίκαση αυτής καθίσταται το Εφετείο, (της περιφέρειας που εκτελείται το έργο) και μάλιστα υπό πενταμελή σύνθεση, όταν η διαφορά, είτε από τη σύμβαση είτε από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, σε περίπτωση άκυρης σύμβασης, αφορά στην εκτέλεση δημόσιου έργου που αποβλέπει στην εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού, όπως είναι το περιγραφόμενο στην κρινόμενη αγωγή έργο (ΑΠ 1284/2015,ο.π), αντίθετα με τα όσα υποστηρίζει ο εναγόμενος ότι δηλ. καθ΄ύλη αρμόδιο προς εκδίκαση της εν λόγω διαφοράς είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο. Σε κάθε περίπτωση, το παρόν δικαστήριο, ως ανώτερο δικαστήριο, δεν υποχρεούται, ακόμη κι αν θεωρηθεί ότι υφίσταται αρμοδιότητα του πρωτοδικείου, να παραπέμψει την υπόθεση (άρθρο 47 ΚΠολΔ). Συνεπώς, οι ισχυρισμοί του εναγόμενου Δήμου περί έλλειψης δικαιοδοσίας αλλά και καθ΄ύλη αρμοδιότητας του παρόντος δικαστηρίου, προυποθέσεις, άλλωστε, που εξετάζονται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Περαιτέρω, η αγωγή είναι ορισμένη, διότι περιέχονται σε αυτήν, όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία και περιγράφονται λεπτομερώς οι εκτελεσθείσες εργασίες, κατ΄είδος, ποσότητα και τιμή μονάδας, ενώ δεν είναι απαραίτητη, για το ορισμένο αυτής, η αναφορά ότι έχει προηγηθεί μελέτη ή ότι υποβλήθηκε η προσφορά, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εναγόμενος, ενώ, ενόψει της άτυπης και συνεπώς άκυρης σύναψης της σύμβασης, κατά τα προεκτεθέντα ,δεν είναι δυνατόν, όπως αναφέρεται και στην αγωγή, να συνταχθεί επίσημο πρωτόκολο παράδοσης και παραλαβής.
Η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 904 επ., 346 ΑΚ, 70, 176 ΚΠολΔ, και όσων αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, πλην του αιτήματός της περί καταβολής τόκων από την επομένη της παραλαβής του έργου, το οποίο είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, διότι εν προκειμένω, η βάση της αγωγής είναι ο αδικαιολόγητος πλουτισμός κι όχι η συμβατική σχέση των διαδίκων, ώστε να οφείλονται τόκοι από την παράδοση του συμβατικού έργου. Επίσης, μετά τη μετατροπή του αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, καθίσταται άνευ αντικειμένου το αίτημά της περί κήρυξης της απόφασης που θα εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστής, καθώς η προσωρινή εκτελεστότητα συνάδει με τον καταψηφιστικό χαρακτήρα αυτής. Πρέπει, συνεπώς, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να εξεταστεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της,
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα του ενάγοντος ……….. (ο εναγόμενος δεν εξέτασε μάρτυρα), ενώπιον του ακροατηρίου αυτού του δικαστηρίου, που εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά, καθώς και όλων των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες φωτογραφίες, που δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους, εκτός της από 5-11-2018 υπεύθυνης δήλωσης (αρ.8 Ν.1599/1986) του ……….., που προσκομίζει ο εναγόμενος Δήμος Ύδρας, πρώην Προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου του τελευταίου, η οποία, δεν θα ληφθεί υπόψη, καθώς, σύμφωνα με τα αναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, δεν αποτελεί επιτρεπτό αποδεικτικό μέσο, εφόσον έγινε με το σκοπό να χρησιμοποιηθεί στην παρούσα δίκη και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ούτε ως δικαστικό τεκμήριο, διότι δεν έχει υπόσταση αποδεικτικού μέσου, τόσο στην τακτική όσο και σε όλες τις ειδικές διαδικασίες, αλλά και στις διαφορές που δικάζονται με ειδικές διατάξεις (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη Ερμ. ΚΠολΔ υπό το άρθρο 339, παρ.8,40), πιθανολογούνται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά .
Ο ενάγων, ο οποίος είναι εργολάβος δημοσίων έργων, συνήψε με την ιδιότητά του αυτή, στις 15-6-2011, με τον εναγόμενο Δήμο, νομίμως εκπροσωπούμενο από το Δήμαρχο αυτού, σύμβαση έργου, βάσει τη οποίας του ανατέθηκε η εκτέλεση οικοδομικών εργασιών στη διαδρομή μεταξύ αντλιοστασίου τοποθεσίας ‘’Καλών Πηγαδιών’’ και αντλιοστασίου τοποθεσίας ΄΄Αγ. Κωνσταντίνου΄΄ στην ΄Υδρα και υδραυλικών εργασιών στα βανοστάσια και τις δεξαμενές των αντλιοστασίων των ως άνω τοποθεσιών, όπως οι εργασίες αυτές περιγράφονται στην αγωγή και θα αναφερθούν αναλυτικά παρακάτω. Η σύναψη της ως άνω σύμβασης έγινε προφορικά, λόγω του επείγοντος χαρακτήρα του έργου, δεδομένου ότι είχε ήδη ξεκινήσει η θερινή περίοδος και η διέλευση τουριστών στο συγκεκριμένο σημείο θα ήταν συχνή. Ακόμη, αποδείχθηκε ότι η αμοιβή του ενάγοντος – εργολάβου για τις εν λόγω εργασίες συμφωνήθηκε ότι θα προσδιοριζόταν σύμφωνα με τα επίσημα εγκεκριμένα τιμολόγια του ΥΠΕΧΩΔE για τις οικοδομικές εργασίες, που διέπουν τα δημόσια έργα, μειωμένες κατά 7%, λόγω προσφερόμενης έκπτωσης, ενώ θα προστίθετο σε αυτήν το αναλογούν ποσοστό Γενικών Εξόδων και Οφέλους Εργολάβου ύψους 18% επί των τιμών μονάδος, επιβαρυνόμενου του συνόλου αυτών με τον αναλογούντα ΦΠΑ. Ειδικότερα, οι συμφωνηθείσες εργασίες, ήταν οι εξής. 1) Αποκατάσταση λιθόστρωτου στη διαδρομή μεταξύ αντλιοστασίου τοποθεσίας Καλών Πηγαδιών και αντλιοστασίου τοποθεσίας Αγ. Κων/νου και συγκεκριμένα στη διασταύρωση που οδηγεί στην περιοχή Καμινίου για την κάλυψη και τη δημιουργία φρεατίων σε υπάρχουσες βάνες ύδρευσης, για την οποία απαιτούνταν α) επιχώσεις ορυγμάτων με προϊόντα εκσκαφών με ιδιαίτερες απαιτήσεις συμπύκνωσης χωρίς μεταφορά, ποσότητας 51,72 κ.μ με τιμή μονάδας 2,20 ευρώ και συνολικά 113,78 ευρώ, β) μεταφορά των προϊόντων εκσκαφών, ποσότητας 517,20 τόνων ανά δέκα μέτρα απόστασης με τιμή μονάδας 5,30 ευρώ και συνολικά 2.741,16 ευρώ, γ) κατασκευή σκυροδέματος C12/16 για υπόβαση λιθόστρωτου, ποσότητας 8,98 κ.μ, με τιμή μονάδας 75,50 ευρώ και συνολικά 678,14 ευρώ, δ) πρόσθετη αποζημίωση λόγω θαλάσσιας μεταφοράς σκυροδέματος C12/16, ποσότητας 8,98 κ.μ , με τιμή μονάδας 103 ευρώ και συνολικά 924,94 ευρώ, ε) αποκατάσταση λιθόστρωτου ποσότητας 90,63 τ.μ με τιμή μονάδας 110 ευρώ και συνολικά 9.969,30 ευρώ. 2) Αποξήλωση παλαιών σωληνώσεων στα βανοστάσια μικρής και μεγάλης δεξαμενής αντλιοστασίου τοποθεσίας Αγ. Κων/νου, για την οποία απαιτούνταν α) αποξήλωση βανοστασίου μικρής δεξαμενής στη θέση Αγ. Κων/νος, ποσότητας κατ΄αποκοπή 1 τεμάχιο ποσού 679,14 ευρώ και β) αποξήλωση βανοστασίου μεγάλης δεξαμενής στη θέση Αγ. Κων/νος, ποσότητας κατ΄αποκοπή 1 τεμάχιο ποσού 943,25 ευρώ. 3) Κατασκευή νέων σωληνώσεων διαμέτρου 6 ιντσών, εσωτερικά των βανοστασίων του αντλιοστασίου τοποθεσίας Αγ. Κων/νου και αντλιοστασίου τοποθεσίας Καλών Πηγαδιών και διαμέτρου 8 ιντσών εξωτερικά των βανοστασίων του αντλιοστασίου τοποθεσίας Αγ. Κων/νου, για την οποία απαιτούνταν α) σιδηροσωλήνας γαλβανισμένος διαμέτρου 6 ιντσών, ποσότητας 29,30 μ. με τιμή μονάδας 159,20 ευρώ και συνολικά 4.664,59 ευρώ και β) σιδηροσωλήνας γαλβανισμένος διαμέτρου 8 ιντσών, ποσότητας 12,50 μ. με τιμή μονάδας 188,34 ευρώ και συνολικά 2.354,27 ευρώ. Συνολικά δηλ. για τις ως άνω εργασίες 23.068,57 ευρώ (113,78 + 2.741,16 + 678,14 + 924,94 + 9.969,30 + 679,14 + 943,25 + 4.664,59 + 2.354,27 ευρώ), μείον έκπτωση 7% (1.614,80 ευρώ) = 21.453,77 ευρώ, συν Γενικά Έξοδα και Όφελος Εργολάβου 18% (3.861,68 ευρώ), ήτοι συνολικά 25.315,45 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 24% (6.075,71 ευρώ)= 31.391,16 ευρώ. Οι εργασίες αυτές παραδόθηκαν προσηκόντως, στις 31-12-2011, στο Δήμο από τον ενάγοντα. Παραταύτα, όμως, ο εναγόμενος δεν έχει καταβάλει στον ενάγοντα την προαναφερθείσα συμφωνηθείσα αμοιβή του για την εκτέλεση των εργασιών αυτών, παρά τις οχλήσεις του. Δεδομένου δε ότι, σύμφωνα με τα παραπάνω και τα όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, η ένδικη σύμβαση έργου είναι άκυρη λόγω της μη τήρησης του απαιτούμενου από το νόμο για τις τέτοιου είδους συμβάσεις, έγγραφου τύπου, ο εναγόμενος Δήμος, οφείλει να καταβάλει το ως άνω ποσό στον ενάγοντα, με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθώς αυτός (εναγόμενος) κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερος κατά το ποσό αυτό, το οποίο θα κατέβαλε σε άλλον εργολάβο, με τις ίδιες επαγγελματικές ικανότητες, εμπειρία και προσόντα που θα εκτελούσε το προαναφερθέν έργο με έγκυρη σύμβαση.
Τα παραπάνω προκύπτουν τόσο από την πειστική και σαφή κατάθεση του ως άνω μάρτυρα του ενάγοντος …………, καθώς συνεργαζόταν με τον ενάγοντα και ήταν αυτός που κυρίως διενεργούσε τις εν λόγω εργασίες, διότι ο ενάγων ήταν απασχολημένος, ως υπεργολάβος, σε άλλο παρόμοιο έργο, στην περιοχή, όπως θα αναφερθεί ειδικότερα στη συνέχεια, συνέταξε δε και την προσκομιζόμενη κατάσταση ανάλυσης τιμών (επιμέτρηση) με βάση τα επίσημα τιμολόγια του ΥΠΕΧΩΔΕ, σχετικά με τις επίμαχες εργασίες. Όπως αναφέρθηκε δε παραπάνω, ο ενάγων είχε επίσης αναλάβει ως υπεργολάβος, δυνάμει του από 7-11-2011 ιδιωτικού συμφωνητικού υπεργολαβίας που συνήφθη μεταξύ αυτού και του εργολάβου………, συναφές μεγαλύτερης έκτασης έργο (ύψους 325.499,99 ευρώ) στην περιοχή και συγκεκριμένα την ‘’Κατεπείγουσα αντικατάσταση αμιαντοσωλήνων δικτύου ύδρευσης μεταξύ των δεξαμενών Καλών Πηγαδιών και Αγ. Κων/νου της Νήσου Ύδρας’’, το οποίο είχε ανατεθεί στον ως άνω εργολάβο (……..), από τη Νομαρχία Πειραιά διά του Νομάρχη αυτής, δυνάμει της από 31-12-2010 έγγραφης εργολαβικής σύμβασης. Ο εναγόμενος Δήμος ισχυρίζεται, ότι οι ένδικες εργασίες δεν αφορούν ξεχωριστό έργο, αλλά έγιναν στα πλαίσια του ως άνω έργου (που συνήφθη εγγράφως με τον ………..) και εμπίπτουν στις απρόβλεπτες εργασίες που προβλέπονταν από αυτήν ποσού 34.758,23 ευρώ, οπότε δεν υφίσταται παθητική νομιμοποίησή του. Ο ισχυρισμός του αυτός, όμως, δεν κρίνεται βάσιμος. Αντίθετα, από τα αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι επρόκειτο για δύο ξεχωριστά έργα. Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται τόσο από το αντικείμενο των δύο έργων, που από το τίτλο και μόνο αυτών φαίνεται ότι, είναι μεν συναφές αλλά διαφορετικό, όσο και από τον διαφορετικό εργοδότη, (στο επίδικο είναι ο Δήμος ΄Υδρας, ενώ στο άλλο η Νομαρχία Πειραιά). Τα δε έγγραφα με αρ. πρωτ. α) ….της Δ/νσης Τεχνικών Έργων της Περιφερειακής Ενότητας Αττικής προς τον ως άνω ανάδοχο ……….. και β) ……… του Δήμου Ύδρας προς την επιβλέπουσα το έργο μηχανικό της ως άνω Δ/νσης Τεχνικών Έργων, που επικαλείται ο εναγόμενος, είναι προφανές, τόσο από τα πρόσωπα στα οποία απευθύνονται, όσο και από τα αναφερόμενα σε αυτά, αλλά και από τις ημερομηνίες τους, ότι αφορούν το παραπάνω έτερο έργο και όχι το επίδικο. Πέραν τούτων, και τα προσκομιζόμενα από τον ενάγοντα τιμολόγια με αρ………….. της ‘’……….’’, ποσού 3.745,24 ευρώ, 299,41 ευρώ και 738 ευρώ, αντίστοιχα, που αφορούν στην αγορά υλικών, τα δύο πρώτα, και στην αμοιβή, που κατέβαλε ο ενάγων στην ως άνω εταιρία για την ενοικίαση μηχανήματος για τις συνδέσεις σωληνώσεων, το τρίτο, καθώς και η υπ΄αρ. …… απόδειξη μεταφοράς (κομίστρων), ποσού 615 ευρώ, που αφορά στη μεταφορά του μηχανήματος αυτού, αποδεικνύουν, αφενός μεν την εκτέλεση του ένδικου έργου, αφετέρου δε ότι αυτό δεν ήταν μέρος του προαναφερθέντος έργου, (με εργολάβο τον ……… και υπεργολάβο τον ενάγοντα), όπως υποστηρίζει ο εναγόμενος, αλλά διαφορετικό, αφού τα εν λόγω υλικά αγοράστηκαν και το παραπάνω μηχάνημα μισθώθηκε μετά την παράδοση του άλλου ως άνω έργου, που έλαβε χώρα στις 30-6-2011. Ο ισχυρισμός δε του εναγόμενου ότι θα έπρεπε να προσκομίζει ο ενάγων τιμολόγια για το σύνολο του αιτούμενου ποσού, δεν κρίνεται βάσιμος, διότι ο τελευταίος προσκομίζει αυτά, που αφορούν στην αγορά υλικών και στη μίσθωση μηχανημάτων, στις οποίες προέβη από άλλους επαγγελματίες, προκειμένου να εκτελέσει τις εν λόγω εργασίες. Τα τιμολόγια, που αφορούν στην αμοιβή του για τη διενέργεια των εργασιών αυτών, δεν έχουν εκδοθεί, λόγω της προφορικότητας της σύμβασης και της μη καταβολής, μέχρι σήμερα, της συμφωνηθείσας αμοιβής, θα εκδοθούν δε κατά την είσπραξή της, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη. Εξάλλου, το γεγονός ότι, όπως αναφέρει ο εναγόμενος, δεν υπάρχει καταχωρημένη η επίδικη σύμβαση στα αρχεία του Δήμου, είναι αναμενόμενο, αφού αυτή δεν καταρτίστηκε εγγράφως και σύμφωνα με τις προβλεπόμενες από το νόμο τυπικές διαδικασίες, γι αυτό άλλωστε είναι άκυρη κι ο ενάγων δικαιούται το ποσό της αμοιβής του με βάση τις διατάξεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω.
Περαιτέρω, ο εναγόμενος, υποστηρίζει, ότι το ποσό, που ζητεί ο ενάγων για την εκτέλεση του επίδικου έργου, είναι υπερβολικό, καθώς θα έπρεπε η προσφερόμενη έκπτωση από αυτόν – εργολάβο να είναι πολύ μεγαλύτερη του 7% και συγκεκριμένα να ανέρχεται σε ποσοστό 50%, όπως συνηθίζεται σε άλλα δημόσια έργα. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός του εναγόμενου δεν κρίνεται βάσιμος, διότι τα έργα που επικαλείται ο εναγόμενος, όπου οι υποψήφιοι για την ανάληψη αυτών εργολάβοι προσέφεραν μεγαλύτερες εκπτώσεις επί της αμοιβής τους για την εκτέλεση αυτών, είναι διαφορετικού είδους κι άλλης κλίμακας (π.χ εργασίες συντήρησης στη χερσαία ζώνη λιμένος, ύδρευσης κ.α), ενώ στο έργο, που ο ίδιος ο εναγόμενος αναφέρει ως σχετικό με το ένδικο, (το οποίο είχε ανατεθεί στον εργολάβο …….., κατά τα προαναφερθέντα και αφορούσε την ίδια περιοχή, οπότε είχε ανάλογες τεχνικές δυσκολίες), η προσφερθείσα και συμφωνηθείσα έκπτωση ήταν επίσης 7%. Ακόμη, ο εναγόμενος αμφισβητεί το επιμέρους κονδύλιο της αμοιβής του ενάγοντος για την επίδικη σύμβαση, που αφορά στο κόστος μεταφοράς των υλικών με τα χέρια, ύψους 2.741 ευρώ πλέον ΦΠΑ, ισχυριζόμενος ότι στη συγκεκριμένη περιοχή υπάρχει δρόμος που κυκλοφορούν οχήματα για τη μεταφορά των υλικών. Εντούτοις κι αυτός ο ισχυρισμός του δεν πιθανολογείται βάσιμος, καθώς, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες φωτογραφίες στο συγκεκριμένο σημείο, που εκτελούνταν τα έργα, δεν φαίνεται να είναι δυνατή η πρόσβαση οχήματος και μάλιστα τέτοιου μεγέθους, που απαιτείται για τη μεταφορά οικοδομικών υλικών, πράγμα, άλλωστε, που δεν είναι ασύνηθες στο νησί της Ύδρας, όπου σε πολλά σημεία δεν μπορούν να διέλθουν οχήματα. Τέλος, δεν ασκεί ουσιαστική επιρροή ο ισχυρισμός του εναγόμενου ότι το ποσοστό του Φ.Π.Α, κατά το χρόνο της επίδικης σύμβασης, ανέρχονταν σε 23% και όχι σε 24% που ζητεί ο ενάγων, διότι, όπως επίσης προαναφέρθηκε, ο ενάγων, δικαιούται το ποσό του Φ.Π.Α κατά το χρόνο έκδοσης των σχετικών τιμολογίων, τα οποία δεν έχουν εκδοθεί ακόμη.
Κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αγωγή κι ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα, το συνολικό ποσό των 31.391,16 ευρώ (εκ των οποίων το ποσό των 6.075,71 ευρώ, που αντιστοιχεί στον αναλογούντα Φ.Π.Α, όταν εκδοθούν από τον ενάγοντα και παραδοθούν στον εναγόμενο τα αντίστοιχα τιμολόγια), κατά τα προαναφερθέντα, με το νόμιμο τόκο, [ο οποίος σύμφωνα με το άρθρο 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου (κ.δ. της 26.6/10.7.1944, Α΄ 139), που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 109 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984, Α΄ 164), ορίζεται σε 6% ετησίως], όσον αφορά στο ποσό των 25.315,45 ευρώ, από την επομένη της επίδοσης της ένδικης αγωγής, ως προς δε το λοιπό ως άνω ποσό (6.075,71 ευρώ) ,που αφορά το Φ.Π.Α, από την έκδοση από τον ενάγοντα και παράδοση στον εναγόμενο των σχετικών τιμολογίων, έως την εξόφληση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, θα επιβληθούν εις βάρος του εναγόμενου Δήμου, λόγω της ήττας του (άρθρο 176 ΚΠολΔ), αλλά μειωμένα, κατ΄άρθρο 22 παρ. 1 Ν . 3693/1957 σε συνδυασμό με το άρθρο 2 της υπ` αρ. 134423/1992 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 Ν 1738/1987, διότι οι Ο.Τ.Α, όπως ο εναγόμενος, απολαμβάνουν όλα τα δικαστικά, δικονομικά και φορολογικά προνόμια του Δημόσιου (άρθρο 304 παρ. 1 ΠΔ 410/1995 και 276 παρ. 1 και 281 παρ.2 Ν.3463/2006), όπως προσδιορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ΄αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή .
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα, το συνολικό ποσό των τριανταμίας χιλιάδων τριακοσίων ενενήντα ενός ευρώ και δεκαέξι λεπτών (31.391,16 ευρώ), εκ των οποίων το ποσό των 6.075,71 ευρώ που αντιστοιχεί στο Φ.Π.Α, με την έκδοση από τον ενάγοντα και παράδοση στον εναγόμενο των σχετικών τιμολογίων, με το νόμιμο τόκο (με επιτόκιο υπερημερίας 6%), για μεν το ποσό των 25.315,45 ευρώ, από την επομένη της επίδοσης της ένδικης αγωγής, για δε το υπόλοιπο εκ του ως άνω ποσού (6.075,71 ευρώ), που αφορά στο Φ.Π.Α, από την έκδοση από τον ενάγοντα και παράδοση στον εναγόμενο των σχετικών τιμολογίων, έως την εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος εις βάρος του εναγόμενου, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ .
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε σε μυστική διάσκεψη, στον Πειραιά στις 17 Ιανουαρίου 2019 και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά στις 8 Φεβρουαρίου 2019, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΠPOEΔPOΣ Η ΓPAMMATEAΣ