Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 328/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης   328/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………….. για να δικάσει τις κάτωθι υποθέσεις μεταξύ:

Α. Της εκκαλούσας εναγομένης: ……….εταιρείας με την επωνυμία “…………”, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παρασκευά Ζουρντό με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Του εφεσίβλητου ενάγοντος: ………………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Κουντούρη με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Β. Του εκκαλούντος ενάγοντος: ………….ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Κουντούρη με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Της εφεσίβλητης εναγομένης: ……….. εταιρείας με την επωνυμία “…………”, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παρασκευά Ζουρντό με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 19.12.2018 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ…………/19.12.2018) αγωγή του, την οποία άσκησε ενώπιον  του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επί της προαναφερθείσας αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, η υπ’αριθμ. 283/2021 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη.

Η εν μέρει ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό εναγόμενη μονοπρόσωπη ναυτιλιακή ανώνυμη εταιρεία με την από 24.3.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………/24.3.2021 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ……../26.5.2021 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου έφεσή της, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλει  την ανωτέρω απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου

Ο εν μέρει ηττηθείς στον πρώτο βαθμό ενάγων με την από 9.7.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………./15.7.2021 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ. δικογρ…………./16.7.2021 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου έφεσή του, η οποία επίσης προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλει την αυτή ως άνω πρωτόδικη απόφαση.

Κατά τη συζήτηση των ανωτέρω δικογράφων στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, τα οποία συνεκφωνήθηκαν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι προαναφερθέντες πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν εμφανίσθηκαν, αλλά παραστάθηκαν με δηλώσεις τους του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσαν τις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου  τα κάτωθι αναφερόμενα δικόγραφα: α) Η από 24.3.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ……../24.3.2021 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. …………./26.5.2021 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό εναγομένης της ασκηθείσας από 19.12.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../19.12.2018) αγωγής του εφεσιβλήτου και β) η από 9.7.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. δικογρ………./15.7.2021 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ…………/16.7.2021 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) αντίθετη έφεση του επίσης εν μέρει ηττηθέντος ενάγοντος της ανωτέρω αγωγής και εφεσιβλήτου της πρώτης έφεσης αντίστοιχα, αμφότερες στρεφόμενες κατά της εκδοθείσας επί της αγωγής υπ’αριθμ. 283/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε αυτή εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, οι οποίες πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν προς διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης και μείωση των εξόδων (άρθρο 246, 524 παρ.1 εδαφ.α΄και 591 παρ.1 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ).

Η κρινόμενη από  από 24.3.2021 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ……../24.3.2021 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ………../26.5.2021 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό εναγομένης μονοπρόσωπης ναυτιλιακής ανώνυμης εταιρείας κατά της υπ’αριθμ. 283/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της πρωτοβάθμιας δίκης, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αριθμ.3, 621 του ΚΠολΔ και 82 του ΚΙΝΔ), επί της ασκηθείσας σε βάρος της ανωτέρω εκκαλούσας από 19.12.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………../19.12.2018) αγωγής του εφεσιβλήτου, Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, διώκοντος την επιδίκαση διαφόρων χρηματικών απαιτήσεών του, συνολικού ποσού 46.161,79 ευρώ, πλέον τόκων, απορρεουσών κυρίως μεν από πλείονες συμβάσεις ναυτολόγησής του σε πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης, με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, σε εκτέλεση των οποίων παρείχε εξαρτημένη ναυτική εργασία σ’αυτό κατά τα αναφερόμενα στο δικόγραφο χρονικά διαστήματα, άλλως επικουρικώς στηριζομένων στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις και με την οποία (πρωτόδικη απόφαση) έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη κατά την κύρια (συμβατική) βάση της και αφενός μεν υποχρεώθηκε η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 6.647,19  ευρώ, αφετέρου δε αναγνωρίσθηκε η υποχρέωσή της να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 10.548,57 ευρώ, νομιμοτόκως σε αμφότερες τις περιπτώσεις από την 29η.10.2018, επομένη της τελευταίας αποναυτολόγησής του, ενώ, επιπροσθέτως, καταδικάσθηκε και σε μέρος της δικαστικής του δαπάνης, ποσού 600 ευρώ, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517 εδαφ.α΄, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 24.3.2021 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………../24.3.2021), δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας  δεν προκύπτει, ούτε άλλωστε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία των δύο (2) ετών από τη δημοσίευσή της στις 3.2.2021 και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ για το παραδεκτό της, μολονότι ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της παρ.4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή (ειδική) διαδικασία των περιουσιακών/εργατικών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρα 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ.α΄ του ΚΠολΔ).

Η έτερη εκ των συνεκδικαζομένων εφέσεων από 9.7.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………/15.7.2021 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ………../16.7.2021 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) αντίθετη έφεση του επίσης εν μέρει ηττηθέντος ενάγοντος της ανωτέρω αγωγής, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517 εδαφ.α΄, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 15.7.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………../15.7.2021), δεδομένου ότι, όπως ήδη αναφέρθηκε, από τα έγγραφα της δικογραφίας  δεν προκύπτει, ούτε άλλωστε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε όμως είχε παρέλθει κατά την άσκησή της η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία των δύο (2) ετών από τη δημοσίευσή της στις 3.2.2021 κατά τα προεκτεθέντα και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ για το παραδεκτό της, μολονότι ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της παρ.4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή (ειδική) διαδικασία των περιουσιακών/εργατικών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρα 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ.α΄ του ΚΠολΔ).

Ο ενάγων με την ανωτέρω αγωγή του ισχυρίσθηκε ότι ναυτολογήθηκε διαδοχικά πέντε (5) φορές με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου και απασχολήθηκε κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα εντός της χρονικής περιόδου από 1.1.2017 έως και 29.10.2018 στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίο “B1”, ολικής χωρητικότητας 16.391 κόρων, της πλοιοκτησίας της εναγόμενης, αντί των προβλεπόμενων από τις οικείες Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας για τα μέλη των πληρωμάτων των Επιβατηγών Ακτοπλοϊκων Πλοίων των ετών 2017 και 2018 μηνιαίου μισθού και επιδομάτων, οι οποίες συμφωνήθηκαν εφαρμοστέες κατά την κατάρτιση των συμβάσεών του, παρείχε δε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο, που εκτελούσε καθημερινά τα παρατιθέμενα στο δικόγραφο με τη μορφή πινάκων ακτοπλοϊκά δρομολόγια μεταξύ του Πειραιώς και  διαφόρων λιμένων του Αιγαίου Πελάγους, στα οποία περιλαμβάνονται και τα επίσης αναφερόμενα στο δικόγραφο δρομολόγια εξπρές, εργαζόμενος υπερωριακά, όπως ειδικότερα εκθέτει στην αγωγή του σε σχέση με τα καθήκοντα που ανά περιόδους και κατά περίπτωση ασκούσε. Με βάση τα περιστατικά αυτά και υποστηρίζοντας περαιτέρω ότι απασχολήθηκε χωρίς να λάβει το σύνολο των αμοιβών, που αντιστοιχούσαν στις πραγματικές ώρες υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες των χρονικών διαστημάτων των ναυτολογήσεών του με τις διακρίσεις ανά επιμέρους περιόδους, που επίσης αναφέρονται αναλυτικά στην αγωγή και χωρίς να συνυπολογισθούν αυτές στο σύνολό τους για τον προσδιορισμό και την καταβολή της αναλογίας των επιδομάτων δώρων εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα) των ετών 2017 και 2018, τα οποία δικαιούται, ούτε το σύνολο των βασικών αποδοχών του για την παροχή της εργασίας του κατά τις ναυτολογήσεις του εντός του έτους 2018, καθώς και πλήρη την πρόσθετη αμοιβή του για τα δρομολόγια εξπρές, που εκτέλεσε το πλοίο κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, ζητούσε, με την επίκληση κυρίως μεν των εργασιακών του συμβάσεων και επικουρικώς των περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεων του ΑΚ, κατόπιν παραδεκτής τροπής του αγωγικού αιτήματος όσον αφορά το κονδύλιο της διαφοράς της αμοιβής για την παροχή υπερωριακής εργασίας, από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου του δικηγόρου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά και επίσης περιλήφθηκε στις νομίμως κατατεθείσες στην πρωτόδικη δίκη προτάσεις του, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εργοδότριάς του εναγομένης να του καταβάλει για την αιτία αυτή το ποσό των 32.151,51 ευρώ, καθώς και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το υπόλοιπο ποσό των 14.010,28 ευρώ, για διαφορές αποδοχών, που αφορούν στο έτος 2018, για διαφορές επιδομάτων εορτών των ετών 2017 και 2018, ως και για διαφορές της πρόσθετης αμοιβής των δρομολογίων εξπρές, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα της τελευταίας αποναυτολόγησής του, άλλως από την επίδοση της αγωγής, καθώς και να καταδικασθεί στη δικαστική του δαπάνη. Με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή αυτή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, κατά τη συμβατική όμως μόνον βάση της (απορριφθείσης ως μη νόμιμης της επικουρικής βάσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού) και αφού απορρίφθηκαν ως μη νόμιμες οι προβληθείσες, αφενός μεν ένσταση της εναγομένης περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγής, αφετέρου δε ένσταση εξόφλησης της ιδίας αναφορικά με τις απαιτήσεις του ενάγοντος για διαφορές επιδομάτων εορτών και διαφορές αμοιβής για την εκτέλεση από το πλοίο δρομολογίων εξπρές, κατά το σκέλος αυτής, που αφορούσε στο συνυπολογισμό του μέσου όρου της αμοιβής της υπερωριακής του απασχόλησης και των αποδοχών αδείας του για τον προσδιορισμό των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του και ακολούθως, με τις παραδοχές, μεταξύ άλλων, ότι η ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος στο πλοίο της εναγομένης ανερχόταν κατά βάση σε ένδεκα (11) ώρες όταν εργαζόταν ως θαλαμηπόλων ενδιαιτημάτων και κυλικείων και σε δέκα (10) ώρες όταν εργαζόταν αποκλειστικά ως θαλαμηπόλος κυλικείων, πλην όμως διαρκούσε μία (1) ώρα επιπλέον μόνον α) όταν το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια εξπρές ή μη προγραμματισμένα/έκτακτα δρομολόγια και β) όταν εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Μυτιλήνη, με προσέγγιση στο ενδιάμεσο του λιμένα της Χίου τις μεταμεσονύκτιες ώρες, ότι ο ενάγων συμμετείχε στις βάρδιες πυρασφάλειας του πλοίου επιπλέον του ωραρίου εργασίας του [συγκεκριμένα κάθε μήνα σε έξι (6) ημερήσιες βάρδιες, διαρκείας δύο (2) ωρών έκαστη και σε μία (1) νυκτερινή, διαρκείας τρεισήμισι (3,5) ωρών], όπερ συνιστούσε υπερωρία, καθώς και ότι, όταν το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια, αλλά παρέμενε στο λιμένα του Πειραιά, από το πρωί του Σαββάτου έως το απόγευμα της Κυριακής, δεν απασχολήθηκε υπερωριακά και κατόπιν απόρριψης ως ουσιαστικά αβάσιμης της κριθείσας ως νόμιμης ένστασης της εναγομένης περί συμψηφισμού στις αξιώσεις του ενάγοντος για επιδίκαση αμοιβής από την υπερωριακή του απασχόληση του συνολικού χρηματικού ποσού των 4.252,40 ευρώ, που συνομολογήθηκε ότι εισπράχθηκε απ’αυτόν ως “έκτακτες αμοιβές” κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του, έγινε κατά ένα μέρος δεκτή η αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη και αφενός μεν αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει το ποσό των 10.548,57 ευρώ ως υπόλοιπο αμοιβής του για την υπερωριακή του απασχόληση, αφετέρου δε υποχρεώθηκε η εναγόμενη, με διάταξη που κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή για μέρος του καταψηφιστικά επιδικασθέντος ποσού, στην καταβολή σ’αυτόν του συνολικού ποσού των 6.647,19 ευρώ, ως διαφορές εορταστικών επιδομάτων, πρόσθετης αμοιβής του με βάση το άρθρο 33 των κριθεισών ως εν προκειμένω εφαρμοστέων ΣΣΝΕ για τα μέλη των πληρωμάτων των Επιβατηγών Ακτοπλοϊκων Πλοίων των ετών 2017 και 2018 λόγω της εκτέλεσης από το πλοίο δρομολογίων εξπρές, καθώς και ως διαφορές αποδοχών του για την παροχή της εργασίας του εντός του έτους 2018, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της τελευταίας αποναυτολόγησής του. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι (εναγόμενη και ενάγων) και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την ουσιαστική παραδοχή των εφέσεών τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υπόθεσης από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω απόρριψη ή παραδοχή της αγωγής αντιστοίχως, με την επισήμανση ότι η απορριπτική κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επί της σωρευομένης στο δικόγραφο της αγωγής κατά δικονομική επικουρικότητα βάσης του αδικαιολογήτου πλουτισμού δεν πλήττεται από τον έχοντα έννομο συμφέρον ενάγοντα με την έφεσή του.

Από την επανανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος της εναγομένης ………………, ο οποίος επίσης απασχολήθηκε ως θαλαμηπόλος στο ίδιο πλοίο κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων του ενάγοντος σ’αυτό, που δόθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αγωγής και περιέχεται απομαγνητοφωνηθείσα στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, της υπ’αριθμ…………./8.5.2019 ένορκης ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς βεβαίωσης του ……….., που συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα στο ίδιο πλοίο με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου για χρονικές περιόδους εντός των διαστημάτων των ναυτολογήσεων του ενάγοντος κατά τα έτη 2017 και 2018,  την οποία προσκόμισε πρωτοδίκως ο ενάγων και λήφθηκε κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγομένης κατά τα άρθρα 421 και 422 του ΚΠολΔ (βλ. σχετ. την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. ……….΄/2.5.2019 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς …………), αμφότερες οι οποίες εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μαρτυρούντος, χωρίς το γεγονός ότι ο εξετασθείς μάρτυρας του ενάγοντος τυγχάνει αντίδικος της εναγομένης επειδή έχει ασκήσει εναντίον της άλλη, δική του, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων του (ΕφΑθ 3879/2012 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ 698/2003 ΑχΝομ 2004.266), καθώς και του συνόλου των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ.β΄, 352 § 1 και 591 § 1 του ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων είναι Έλληνας ναυτικός, απογεγραμμένος από τις 2.12.1988  (με αριθμό ναυτικού φυλλαδίου ….. της ….΄ναυτικής περιφέρειας), κάτοχος της υπ’αριθμ. ….. άδειας θαλαμηπόλου Α’ Τάξης, που εκδόθηκε στις 6.11.2002. Με διαδοχικές συμβάσεις, πέντε (5) συνολικά, παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκαν όλες στον Πειραιά, μεταξύ αυτού και της εναγομένης, μονοπρόσωπης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) ακτοπλοϊκού πλοίου με την ονομασία “B1”, νηολογημένου στο λιμένα του Πειραιώς, με αύξοντα αριθμό εγγραφής ….., ολικής χωρητικότητας δεκαέξι χιλιάδων τριακοσίων ενενήντα ενός (16.391) κόρων, με αριθμό ΙΜΟ ……., ναυτολογήθηκε και απασχολήθηκε στο ανωτέρω πλοίο με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, σύμφωνα με τα κατωτέρω αναλυτικώς αναφερόμενα. Συγκεκριμένα, η πρώτη των ενδίκων σύμβαση καταρτίσθηκε την 1η.1.2017 και δυνάμει αυτής ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο μέχρι την 18η.2.2017, οπότε και απολύθηκε στον λιμένα του Πειραιώς, καθόσον του χορηγήθηκε άδεια μηνιαίας διάρκειας, ήτοι μέχρι τις 18.3.2017. Επαναπροσλήφθηκε από την εναγόμενη στον ίδιο λιμένα στις 2.4.2017 και απασχολήθηκε στο ίδιο πλοίο και με την ίδια ειδικότητα έως την 30η.9.2017, οπότε και απολύθηκε στον ίδιο λιμένα, λόγω της λήψης αδείας μέχρι και τις 31.10.2017. Επακολούθησε μία (1) ακόμη ναυτολόγησή του στο ίδιο πλοίο στον ίδιο λιμένα και με την αυτή ειδικότητα, που διήρκεσε από τις 29.10.2017 έως και τις 3.12.2017, οπότε η σύμβασή του λύθηκε στο λιμένα του Πειραιώς λόγω αδείας, διαρκείας ενός μηνός, ήτοι μέχρι και τις 3.1.2018. Επαναυτολογήθηκε στο ίδιο πλοίο με την ίδια ειδικότητα στις 4.1.2018 και παρείχε τις υπηρεσίες του μέχρι και τις 18.2.2018, όταν και απολύθηκε στον Πειραιά στις 17.2.2018 επίσης “αμοιβαία συναινέσει”. Στη συνέχεια προσλήφθηκε εκ νέου στον ίδιο λιμένα και στο ίδιο πλοίο, προκειμένου να εργασθεί με την ίδια ειδικότητα στις 5.4.2018 και απασχολήθηκε σ’αυτό έως και τις 29.10.2018, όταν και η σύμβαση εργασίας του λύθηκε στο λιμένα του Πειραιώς επίσης με κοινή συναίνεση αυτού και του Πλοιάρχου του πλοίου. Η διάρκεια των ναυτολογήσεων του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο και οι λόγοι της κάθε φορά λύσης της εργασιακής του σύμβασης, που άλλωστε σαφώς προκύπτουν από τις αντίστοιχες εγγραφές στο ναυτικό του φυλλάδιο, δεν αμφισβητήθηκαν από την εναγόμενη, συνιστούν δε παραδοχές και της εκκαλουμένης απόφασης, που δεν πλήττονται από τους διαδίκους με τις ένδικες εφέσεις τους. Για δύο (2) από τις ένδικες συμβάσεις ναυτικής εργασίας και, συγκεκριμένα για τις από 1.1.2017 και από 5.4.2018 τηρήθηκε έγγραφος τύπος και από τις συγκεκριμένες γραπτές συμφωνίες, αντίγραφα των οποίων προσκομίζονται, προκύπτει ότι ο μηνιαίος μισθός του συνομολογήθηκε κλειστός, ανερχόμενος στο συνολικό (μικτό) χρηματικό ποσό, με τη μεν πρώτη των 2.674,80 ευρώ, με τη δε δεύτερη των 2.721,87 ευρώ. Επί των συμβάσεων ναυτολόγησης του ενάγοντος, που ανάγονται στο έτος 2017, τυγχάνει εφαρμογής, όσον αφορά τις αποδοχές και τους εν γένει όρους παροχής της εργασίας του, η ΣΣΝΕ των μελών των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2017, η οποία υπογράφηκε στις 17.8.2017 και κυρώθηκε στις 27.10.2017 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/77056/2017 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β΄ 4005/17.11.2017), ενώ επί των συμβάσεων ναυτολόγησης του ιδίου στο ανωτέρω πλοίο, που ανάγονται στο έτος 2018, τυγχάνει εφαρμογής, η Σ.Σ.Ν.Ε. των μελών των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του επομένου έτους 2018, η οποία υπογράφηκε στις 4.9.2018 και κυρώθηκε στις 31.10.2018 με την υπ’αριθμ. 2242.5-1.5/80350/2018 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β΄ 5084) στις 14.11.2018, δυνάμει σχετικής συμφωνίας των διαδίκων περί εφαρμογής της ΣΣΝΕ του αντίστοιχου έτους, ακόμη και αναδρομικώς, κατά τη σύναψη των εργασιακών του συμβάσεων,  που έλαβε χώρα εντός του έτους αυτού, όπως εμμέσως πλην σαφώς έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς η σχετική κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου να πλήττεται από τους διαδίκους με τις  ένδικες εφέσεις τους. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 των ως άνω εφαρμοζομένων ΣΣΝΕ, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού (μισθού ενέργειας). Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ. 328/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 626/2014 ΕλλΔνη 2015.508, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,  ΕφΠειρ. 735/2006 ΕΝαυτΔ 34/351, ΕφΠειρ. 567/2005 ΕΝαυτΔ 33/345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες (άρθρα 11 και 13 § 5), δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου (άρθρο 18). Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 εδαφ. β και γ των ιδίων ΣΣΝΕ υπολογίζεται ως πηλίκο της διαιρέσεως του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους ÷ 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2), ενώ, κατά το άρθρο 18 § 2, για τον υπολογισμό των ωρών εργασίας κατά τις ημέρες αργίας ανά μήνα πολλαπλασιάζεται ο μέσος μηνιαίος όρος αργιών (16 αργίες ετησίως δια 12 μήνες = 1,33) με τον αριθμό των ωρών της ημερήσιας απασχόλησης για κάθε αργία (1,33 Χ 8 ώρες = 10,67 ώρες μηνιαίως). Ενόψει όσων προεκτέθηκαν, κατά τη ΣΣΝΕ του έτους 2017 (άρθρα 1, 3, 6, 8 § 13, 10 § 4 και 15 §§ 1, 2), η οποία εφαρμόζεται επί των ναυτολογήσεων του ενάγοντος, που ανάγονται στο έτος 2017, ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του θαλαμηπόλου ορίστηκε σε χίλια εκατόν πενήντα επτά ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτά (1.157,99 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας, δηλαδή σε διακόσια πενήντα τέσσερα ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτά (254,76 €), το αντίτιμο της σε είδος παρεχομένης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και είκοσι ένα λεπτά (19,21 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια εβδομήντα έξι ευρώ και τριάντα λεπτά (19,21 € Χ 30 ημέρες = 576,30 €) το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα πέντε ευρώ και είκοσι δύο λεπτά του ευρώ (35,22 €), οι αποδοχές της αδείας μετά τροφοδοσίας σε τετρακόσια πενήντα δύο ευρώ και πέντε λεπτών του ευρώ {[(1.157,99 € + 254,76 € + 576,30 €: 22 Χ 5 ημέρες = 452,05€}, το δε ωρομίσθιο του θαλαμηπόλου καθορίσθηκε στο χρηματικό ποσό των έξι ευρώ και εξήντα εννέα λεπτών (6,69 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε οκτώ ευρώ και τριάντα επτά λεπτά (8,37 €) και σε δέκα ευρώ και τέσσερα λεπτά (10,04 €) αντίστοιχα. Οι συνολικές, επομένως, ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του ενάγοντος κατά τις ναυτολογήσεις του στο πλοίο της εναγομένης, που εκτείνονταν εντός του έτους 2017 ανέρχονταν σε δύο χιλιάδες τετρακόσια εβδομήντα έξι ευρώ και τριάντα δύο λεπτά του ευρώ (2.476,32 ευρώ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη ΣΣΝΕ του έτους 2018, η οποία τυγχάνει εφαρμοστέα επί των ναυτολογήσεων του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο της εναγομένης, που ανάγονται στο έτος 2018, ο ανωτέρω έπρεπε να λαμβάνει μηνιαίως: Ως μισθό ενεργείας του θαλαμηπόλου το ποσό των 1.181,15 ευρώ, ως επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας το ποσό των 259,86 ευρώ, ως επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας το ποσό των 35,92 ευρώ,  ως αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας  το ποσό των 19,59 ευρώ την ημέρα και μηνιαίως το ποσό των 587,7 ευρώ (19,59 ευρώ Χ 30), ως αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας το ποσό των 461,07 ευρώ [(μισθός ενεργείας 1.181,15 ευρώ + επίδομα Κυριακών  259,86 ευρώ + 587,7 ευρώ το μηνιαίο αντίτιμο τροφοδοσίας : 22 Χ 5 ημέρες = 461,07 ευρώ].  Με την ίδια ΣΣΝΕ το ωρομίσθιο του θαλαμηπόλου καθορίσθηκε στο χρηματικό ποσό των 6,83 ευρώ και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε 8,54 ευρώ και σε 10,25 ευρώ αντίστοιχα. Οι συνολικές, επομένως, ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του ενάγοντος κατά τις ναυτολογήσεις του εντός του έτους 2018 στο ίδιο πλοίο ανέρχονταν στο ποσό των 2.525,70 ευρώ. Eκ των ανωτέρω συνάγεται ότι ο συμφωνημένος «κλειστός» μηνιαίος μισθός του για αμφότερα τα έτη 2017 και 2018 υπερέβαινε τις συνολικές ελάχιστες νόμιμες μηνιαίες αποδοχές του, όπως αυτές αναφέρθηκαν ανωτέρω και προσδιορίζονται με βάση τις εφαρμοστέες κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του εντός των ιδίων ετών ΣΣΝΕ. Εξάλλου, όπως αποδεικνύεται από τις μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του, η εναγόμενη του κατέβαλε για κάθε μήνα πλήρους απασχόλησής του σε αμφότερα τα επίδικα έτη (2017 και 2018) στο πλοίο της κατ’ αποκοπήν αμοιβή για υπερωριακή εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες, η οποία κάλυπτε την απασχόλησή του επί οκτάωρο καθενός από τα 4,33 Σάββατα εκάστου μηνός, κατ’ άρθρο 13 §§ 1 και 5 των ως άνω ΣΣΝΕ και επί 10,67 ώρες για κάθε αργία του μήνα, κατ’ άρθρο 18 των ιδίων ΣΣΝΕ, ανεξαρτήτως μάλιστα αν πράγματι παρασχέθηκε εργασία σε αργία το συγκεκριμένο μήνα. Το συνολικό ποσό που καταβαλλόταν κάθε μήνα στον ενάγοντα για τις αιτίες αυτές ήταν σταθερό και ανερχόταν σε 458,44 ευρώ, ενώ τους μήνες, κατά τους οποίους απασχολήθηκε μικρότερο χρονικό διάστημα, εισέπραξε την αντίστοιχη αναλογία του ανωτέρω ποσού. Προσθέτως, από τα αυτά ως άνω έγγραφα της μισθοδοσίας του προκύπτει ότι η εναγόμενη του κατέβαλε, επιπλέον των προαναφερθέντων, παγίως και ανελλιπώς κάθε μήνα των χρονικών περιόδων των ναυτολογήσεών του, χρηματικά ποσά κυμαινόμενου ύψους, προκειμένου να καλύπτεται η υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και κατά τις Κυριακές. Περαιτέρω, κατά την ένδικη χρονική περίοδο στην υπηρεσία ενδιαιτημάτων του πλοίου απασχολείτο προσωπικό, που αριθμούσε, όπως άλλωστε δεν αμφισβητείται, αποδεικνύεται άλλωστε και εγγράφως, καθώς και από τις καταθέσεις απάντων των μαρτύρων των διαδίκων, είκοσι (20) θαλαμηπόλους, δεκατέσσερις (14) επίκουρους θαλαμηπόλους και έναν (1) αρχιθαλαμηπόλο, των οποίων προΐστατο ο μοναδικός προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος. Κατά τη θερινή περίοδο (1.4 έως και 30.9), λόγω της αυξημένης επιβατικής κίνησης, προστίθεντο δύο (2) ακόμη θαλαμηπόλοι, ενώ κατά τη χειμερινή περίοδο (1.10 έως και 31.3) η ανωτέρω οργανική σύνθεση μειωνόταν κατά το 1/3, όπως προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 6 § 6 του ΠΔ 177/1974 «Περί οργανικής συνθέσεως των πληρωμάτων των επιβατηγών (ακτοπλοϊκών – μεσογειακών – τουριστικών) πλοίων (ΦΕΚ Α΄ 64/13.3.1974). Τα γενικά καθήκοντα των θαλαμηπόλων στα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία προβλέπονται από το ΒΔ 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (ΦΕΚ Α 158/4.10.1960), κατά τις διατάξεις των άρθρων 116 και 118 του οποίου οι θαλαμηπόλοι διακρίνονται ανάλογα με την εκτελούμενη από αυτούς ειδική υπηρεσία σε θαλαμηπόλους ενδιαιτημάτων, εστιατορίων και κυλικείων, τελούν υπό τις άμεσες διαταγές και τον έλεγχο του αρχιθαλαμηπόλου της θέσης στην οποία ανήκουν και τον βοηθούν στην εκτέλεση των καθηκόντων του, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 117, στα ειδικότερα καθήκοντά τους περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η επιμέλεια της απόλυτης καθαριότητας, της καλής συντήρησης και της ευπρέπειας των ανατιθεμένων σε αυτούς ενδιαιτημάτων των θέσεων, η καταβολή ιδιαίτερης μέριμνας προς εξυπηρέτηση των επιβατών και η εκτέλεση φυλακών αναλόγως των προσεγγίσεων του εκτελούμενου δρομολογίου. Ειδικότερα, στη διάταξη του άρθρου 118 του ιδίου ως άνω β.δ./τος, που επίσης αναφέρεται στα ειδικότερα καθήκοντα των θαλαμηπόλων ενδιαιτημάτων, εστιατορίων, και κυλικείων, προβλέπεται ότι: «1…2. Οι θαλαμηπόλοι εστιατορίων βοηθούμενοι υπό επικούρων και υπό την άμεσον εποπτείαν και διεύθυνσιν του Αρχιθαλαμηπόλου επιμελούνται του  ευπρεπισμού των αιθουσών των επιβατών (φαγητού, υποδοχής, χορού, μουσικής, αναγνωστηρίου, καπνιστηρίου κ.λ.π.) και της κοινωνικής προετοιμασίας των τραπεζών διά το πρωϊνόν ρόφημα, πρόγευμα, γεύμα, πρόδειπνον και δείπνον και εξυπηρετούσι τους εν αυταίς επιβάτας μετά προθυμίας και συμφώνως προς τους κανόνας της καλής συμπεριφοράς και της ξενοδοχειακής εθιμοτυπίας. 3. Οι θαλαμηπόλοι κυλικείων βοηθούμενοι υπό επικούρων επιμελούνται του ευπρεπισμού του κυλικείου και εξυπηρετούσι τους επιβάτας, παρέχοντες αυτοίς κατά την παραγγελίαν των αφεψήματα, ποτά και είδη κυλικείου, εις την κεκανονισμένην ποσότητα και τιμήν, βάσει τιμολογίου μονίμως ανηρτημένου εις πινακίδα. 4. Οι θαλαμηπόλοι ενδιαιτημάτων βοηθούμενοι υπό επικούρων επιμελούνται του ευπρεπισμού των κοιτωνίσκων των επιβατών και τίθενται προθύμως, και ανελλιπώς εις την διάθεσίν των διά την αρτιωτέραν εξυπηρέτησίν των κατά την διάρκειαν του ταξειδίου εξασφαλίζουσι την ησυχίαν κατά την νυκτερινήν φυλακήν των, και επιμελούνται της παραλαβής και μεταφοράς των αποσκευών των επιβατών από του καταστρώματος εις τας θέσεις και τανάπαλιν κατά την επιβίβασιν και αποβίβασίν των». Αποδείχθηκε επίσης ότι το ανωτέρω πλοίο κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεων του ενάγοντος σ’αυτό διενεργούσε πολύωρους τακτικούς ακτοπλοϊκούς πλόες σε διάφορα νησιά του Αιγαίου Πελάγους, τα οποία είχαν αφετηρία τον λιμένα του Πειραιώς και κατά βάση κύριους προορισμούς τις νήσους Μυτιλήνη και Ρόδο δια μέσου περισσότερων λιμένων, με επιστροφή, μέσω των ιδίων λιμένων, στον Πειραιά. Ειδικότερα απέπλεε από το λιμένα του Πειραιώς με προορισμό το λιμένα της Μυτιλήνης, προσεγγίζοντας στο ενδιάμεσο κατά κανόνα το λιμένα της Χίου και, ενίοτε, αναλόγως της περιόδου του έτους, και τους λιμένες των Οινουσσών και των Ψαρών, ενώ στο δρομολόγιο της γραμμής των Δωδεκανήσων προσέγγιζε τους λιμένες των νήσων Κω, Ρόδου, Καλύμνου, Πάτμου, Λέρου και Σύμης, με την επισήμανση ότι κατά περιόδους το δρομολόγιό του περιελάμβανε την προσέγγιση λιμένων και νήσων των Κυκλάδων και δη της Σύρου, της Μυκόνου και της Θήρας. Συγκεκριμένα τα δρομολόγια του πλοίου είχαν κατά κανόνα ως εξής: 1) Κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2017 έως 18.2.2017, από 3.4.2017 έως και 3.6.2017, από 6.9.2017 έως και 30.9.2017 και από 29.10.2017 έως και 31.10.2017 εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Χίος – Μυτιλήνη, αναχωρώντας κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Κυριακή από τον Πειραιά στις 20:00, για να καταπλεύσει διαδοχικά στη Χίο και στη Μυτιλήνη στις 05:00 και στις 07:55 το πρωινό της επόμενης ημέρας αντίστοιχα, δηλαδή μετά από ταξίδι δώδεκα [12] περίπου ωρών έχοντας παραμείνει στον ενδιάμεσο λιμένα επί ημίωρο. Στο δρομολόγιο της Πέμπτης το πλοίο προσέγγιζε και τους λιμένες των Ψαρών και των Οινουσσών, όπου κατέπλεε στις 02:00 και στις 04:05 της επομένης ημέρας (Παρασκευής) αντίστοιχα και απέπλεε μετά από είκοσι λεπτά της ώρας. Από τη Μυτιλήνη αναχωρούσε στις 20:00 το βράδυ εκάστης Δευτέρας, Τετάρτης και Παρασκευής και κατέπλεε στον Πειραιά στις 07:55 της Τρίτης και στις 06:55 τα πρωινά της Πέμπτης και του Σαββάτου, έχοντας ενδιαμέσως πραγματοποιήσει αποεπιβιβάσεις επιβατών στο λιμένα της Χίου στις 23:10 και, κατά το δρομολόγιο της Δευτέρας, και σ’ εκείνους στα Ψαρά και στις Οινούσσες, όπου κατέπλεε στις 23:59 της Δευτέρας και στις 02:05 της Τρίτης. Στους ενδιάμεσους λιμένες το πλοίο παρέμενε ελλιμενισμένο κατά τα ίδια χρονικά διαστήματα, όπως και κατά τους πλόες από τον Πειραιά. 2) Κατά το χρονικό διάστημα από 12.6.2017 έως 5.9.2017 το πλοίο παρέμεινε κατά βάση δρομολογημένο στην ίδια ακτοπλοϊκή γραμμή, όμως πύκνωσαν οι πλόες του από και προς τη Μυτιλήνη, ενώ παρεμβλήθηκαν δρομολόγια και προς Σύρο, Μύκονο. Ειδικότερα, πραγματοποιούσε πέντε [5] αναχωρήσεις από Πειραιά (στις 21:00 εκάστης Τρίτης, Παρασκευής, Σαββάτου και Κυριακής και στις 20:00 της Πέμπτης) και ισάριθμες από Μυτιλήνη (στις 20:00 της Δευτέρας και της Τετάρτης και στις 08:45 το πρωί της Παρασκευής, του Σαββάτου και της Κυριακής), για να καταπλεύσει στη Χίο στις 05:00 της Τετάρτης και της Δευτέρας, στις 03:30 του Σαββάτου και της Κυριακής και στις 03:50 το πρωί της Παρασκευής και στη Μυτιλήνη στις 07:55 της Δευτέρας και της Τετάρτης, στις 06:30 του Σαββάτου και της Κυριακής και στις 06:40 της Παρασκευής, κατά το δρομολόγιο από Πειραιά και στη Χίο στις 23:10 της Δευτέρας και της Τετάρτης και στις 11:20 της Παρασκευής, του Σαββάτου και της Κυριακής και στον Πειραιά στις 05:30 της Τρίτης, στις 06:25 της Πέμπτης, στις 18:00 της Παρασκευής και του Σαββάτου και στις 19:10 της Κυριακής, κατά το δρομολόγιο της επιστροφής, προσεγγίζοντας επιπλέον τους λιμένες των Ψαρών και των Οινουσσών κατά μεν το δρομολόγιο από Πειραιά κάθε Παρασκευή (άφιξη στις 01:10 και στις 03:00 αντίστοιχα και απόπλους μετά από εικοσάλεπτο) και κατά το δρομολόγιο της επιστροφής κάθε Κυριακή (άφιξη στις 12:05 και στις 13:55 αντίστοιχα με ισόχρονη παραμονή σε καθένα) αλλά και τη Δευτέρα 12.6.2017, ενώ κάθε Τρίτη το πλοίο μετά την άφιξή του στον Πειραιά στις 05:30 εκτελούσε κυκλικά δρομολόγια προς Σύρο – Μύκονο – Σύρο – Πειραιά και, συγκεκριμένα, απέπλεε από την αφετηρία του στις 07:30 για να καταπλεύσει διαδοχικά στις 11:00 στη Σύρο, όπου παρέμεινε επί εικοσάλεπτο, στις 12:10 στη Μύκονο, όπου παρέμενε επί εικοσιπέντε λεπτά, στις 14:35 πάλι στη Σύρο, από όπου αναχωρούσε στις 15:00 για να αφιχθεί στον Πειραιά στις 18:30, προκειμένου στη συνέχεια να πραγματοποιήσει το απογευματινό δρομολόγιο της Τρίτης προς Χίο και Μυτιλήνη. 3) Κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.11.2017 έως 24.11.2017, από 4.1.2018 έως και 7.1.2018, από 15.2.2018 έως και 18.2.2018 και από 5.4.2018 έως και 17.5.2018 το πλοίο αναχωρούσε κάθε Δευτέρα περί ώρα 20.00 από το λιμένα της Μυτιλήνης και κατέπλεε στο λιμένα της Χίου στις 22.40, απ’όπου αναχωρούσε περί ώρα 23.10 για να καταπλεύσει στο λιμένα του Πειραιώς περί ώρα 07.55 της Τρίτης. Από το λιμένα αυτόν αναχωρούσε περί ώρα 20.00 της ίδιας ημέρας και κατόπιν προσέγγισης στο λιμένα της Χίου περί ώρα 05.00 της Τετάρτης κατέπλεε στο λιμένα της Μυτιλήνης περί ώρα 07.55, απ’όπου αναχωρούσε περί ώρα 20.00 της ίδιας ημέρας, προσεγγίζοντας στο λιμένα της Χίου στις 22.40, με απόπλου περί ώρα 23.10 και κατάπλου στο λιμένα του Πειραιώς περί ώρα 06.55 της Πέμπτης. Από το λιμένα του Πειραιώς αναχωρούσε περί ώρα 20.00 της ίδιας ημέρας και με ενδιάμεση στάση στο λιμένα της Χίου, όπου προσέγγιζε περί ώρα 5.00 της Παρασκευής και απέπλεε περί ώρα 5.30, κατέπλεε στο λιμένα της Μυτιλήνης περί ώρα 07.55, απ’όπου αναχωρούσε περί ώρα 20.00 της ίδιας ημέρας, με προσέγγιση στο λιμένα της Χίου στις 22.40, από τον οποίο απέπλεε περί ώρα 23.10, για να καταπλεύσει στο λιμένα του Πειραιώς περί ώρα 06.55 του Σαββάτου. Κάθε Κυριακή αναχωρούσε περί ώρα 20.00 από το λιμένα του Πειραιώς και κατέπλεε στο λιμένα της Μυτιλήνης περί ώρα 07.55 της Δευτέρας, με ενδιάμεση στάση στο λιμένα της Χίου, 4) Κατά το χρονικό διάστημα από 25.11.2017 έως και 3.12.2017 τα δρομολόγιά του είχαν ως εξής: Το Σάββατο 25.11.2017 αναχώρησε από το λιμένα του Πειραιώς περί ώρα 19.00 και κατέπλευσε στη Ρόδο περί ώρα 17.00 της Κυριακής με ενδιάμεση προσέγγιση στο λιμένα της Χίου, για να επιστρέψει στο λιμένα του Πειραιώς, όπου κατέπλευσε περί ώρα 8.05 της Δευτέρας, κατόπιν ενδιάμεσων προσεγγίσεων στο δρομολόγιο της επιστροφής στους λιμένες της Κω, της Καλύμνου, της Λέρου, της Πάτμου και της Σύρου, ενώ κατά την εβδομάδα από Δευτέρα 27.11.2017 έως και Κυριακή 3.12.2017 το δρομολόγιό του περιελάμβανε αναχώρηση από το λιμένα του Πειραιώς στις 19.00 της Δευτέρας και άφιξη στη Ρόδο περί ώρα 10.10 της Τρίτης με προσεγγίσεις στο ενδιάμεσο των λιμένων της Σύρου, της Πάτμου, της Λέρου και της Κω, αναχώρηση από Ρόδο περί ώρα 17.00 της Τρίτης και κατάπλου στον Πειραιά περί ώρα 8.05 της Τετάρτης, με προσεγγίσεις στο ενδιάμεσο των λιμένων της Κω, της Λέρου και της Πάτμου, αναχώρηση από το λιμένα του Πειραιώς περί ώρα 19.00 της Τετάρτης και άφιξη στη Ρόδο περί ώρα 10.20 της Πέμπτης με προσεγγίσεις στο ενδιάμεσο των λιμένων της Σύρου, της Πάτμου, της Λέρου, της Καλύμνου και της Κω, αναχώρηση από Ρόδο περί ώρα 17.00 της Πέμπτης και κατάπλου στον Πειραιά περί ώρα 8.05 της Παρασκευής, με προσεγγίσεις στο ενδιάμεσο των λιμένων της Κω, της Καλύμνου, της Λέρου και της Πάτμου και τέλος αναχώρηση από το λιμένα του Πειραιώς στις 19.00 της Παρασκευής και άφιξη στη Ρόδο περί ώρα 10.20 του Σαββάτου, κατόπιν ενδιάμεσων προσεγγίσεων στους λιμένες της Σύρου, της Πάτμου της Λέρου, της Καλύμνου και της Κω, απόπλου από Ρόδο περί ώρα 17.00 του Σαββάτου και άφιξη στο λιμένα του Πειραιώς περί ώρα 06.45 της Κυριακής.5) Κατά το χρονικό διάστημα από Δευτέρα 8.1.2018 έως και Κυριακή 14.1.2018 το πλοίο αναχώρησε από το λιμένα της Μυτιλήνης περί ώρα 20.00 της Δευτέρας και κατέπλευσε στο λιμένα του Πειραιώς περί ώρα 6.30 της Τρίτης, με ενδιάμεσες προσεγγίσεις στους λιμένες της Χίου, των Οινουσσών και των Ψαρών, απέπλευσε από τον Πειραιά περί ώρα 9.00 της Τρίτης και κατέπλευσε, κατόπιν στάσης στη Χίο, στο λιμένα της Ρόδου στις 21.00 της ίδιας ημέρας, αναχώρησε από το λιμένα της Ρόδου περί ώρα 23.00 της Τρίτης για να καταπλεύσει στο λιμένα του Πειραιώς περί ώρα 12.20 της Τετάρτης, κατόπιν προσέγγισης στο ενδιάμεσο των λιμένων της Κω, της Λέρου και της Πάτμου, αναχώρησε από το λιμένα του Πειραιώς περί ώρα 19.00 της Τετάρτης και κατέπλευσε στο λιμένα της Ρόδου περί ώρα 10.20 της Πέμπτης, με ενδιάμεσες στάσεις στους λιμένες της Σύρου, της Πάτμου, της Λέρου, της Καλύμνου και της Κω, απέπλευσε από το λιμένα της Ρόδου περί ώρα 17.00 της Πέμπτης και κατέπλευσε στο λιμένα του Πειραιώς περί ώρα 8.05 της Παρασκευής, με προσεγγίσεις στο ενδιάμεσο των λιμένων της Κω, της Καλύμνου, της Λέρου και της Πάτμου, αναχώρησε από τον Πειραιά περί ώρα 19.00 της Παρασκευής και κατέπλευσε στο λιμένα της Ρόδου περί ώρα 10.20 του Σαββάτου, με ενδιάμεσες στάσεις στους λιμένες της Σύρου, της Πάτμου, της Λέρου, της Καλύμνου και της Κω, για να αναχωρήσει από τη Ρόδο περί ώρα 17.00 του Σαββάτου και να καταπλεύσει στον Πειραιά, με ενδιάμεση στάση στην Κω, περί ώρα 5.30 της Κυριακής. 6) Κατά τα χρονικά διαστήματα από 18.5.2018 έως 10.6.2018 και από 1.10.2018 έως και 29.10.2018 το πλοίο εκτελούσε δύο δρομολόγια, που εναλλάσσονταν ανά εβδομάδα. Συγκεκριμένα κατά την πρώτη εβδομάδα τη Δευτέρα αναχωρούσε από το λιμένα του Πειραιώς περί ώρα 19.00 και κατέπλεε στους λιμένες της Σύρου περί ώρα 22.50, της Πάτμου περί ώρα 03.15 της Τρίτης, της Λέρου περί ώρα 04.35, της Κω περί ώρα 06.35 και της Ρόδου περί ώρα 10.10, απ’όπου αναχωρούσε περί ώρα 17.00 της ίδιας ημέρας και με ενδιάμεσες στάσεις στους λιμένες της Κω (αναχώρηση 20.35), της Λέρου (αναχώρηση 22.35), της Πάτμου (αναχώρηση 23.55) και της Σύρου (αναχώρηση 04.20), κατέπλεε στο λιμένα του Πειραιώς περί ώρα 08.05 της Τετάρτης. Από τον ανωτέρω λιμένα αναχωρούσε περί ώρα 19.00 της ίδιας ημέρας και κατόπιν προσέγγισης στο ενδιάμεσο του δρομολογίου του στους λιμένες της Σύρου, όπου κατέπλεε περί ώρα 22.50, της Πάτμου περί ώρα 03.15, της Λέρου περί ώρα 04.35 της Καλύμνου περί ώρα 5.45 και της Κω περί ώρα 7.00, κατέπλεε στη Ρόδο περί ώρα 10.20 της Πέμπτης, απ’ όπου αναχωρούσε περί ώρα 17.00 της ίδιας ημέρας για να καταπλεύσει, με ενδιάμεσες στάσεις στην Κω (αναχώρηση ώρα 21.40), την Κάλυμνο (αναχώρηση ώρα 21.40) και τη Σύρο (αναχώρηση ώρα 04.20), στο λιμένα του Πειραιά περί ώρα 08.05 της Παρασκευής, από τον οποίο αναχωρούσε περί ώρα 19.00 της ίδιας ημέρας. Το δρομολόγιό του στη συνέχεια περιελάμβανε ενδιάμεσες προσεγγίσεις στους λιμένες της Σύρου περί ώρα 22.50, της Πάτμου περί ώρα 03.15, της Λέρου περί ώρα 04.35, της Καλύμνου περί ώρα 05.45 και της Κω περί ώρα 07.00 και άφιξη στο λιμένα της Ρόδου περί ώρα 10.20 του Σαββάτου, από τον οποίο και αναχωρούσε εκ νέου περί ώρα 17.00 της ίδιας ημέρας, και κατόπιν στάσης στο λιμένα της Κω (αναχώρηση ώρα 20.35) κατέπλεε στο λιμένα του Πειραιώς περί ώρα 06.30 της Κυριακής. Την επόμενη εβδομάδα το δρομολόγιό του περιελάμβανε αναχώρηση την Τρίτη από το λιμένα του Πειραιώς στις 18.00, ενδιάμεσες στάσεις στους λιμένες της Θήρας (άφιξη στις 00.35 και αναχώρηση στις 00.50) και της Κω (άφιξη στις 5.45 και αναχώρηση στις 6.15) και κατάπλου στο λιμένα της Ρόδου στις 9.00 της Τετάρτης, από τον οποίο αναχωρούσε στις 16.00 της ίδιας ημέρας για να καταπλεύσει στον Πειραιά στις 7.45 της Πέμπτης, με προσεγγίσεις στο ενδιάμεσο του δρομολογίου της επιστροφής στους λιμένες της Κω και της Θήρας. Από το λιμένα του Πειραιώς απέπλεε περί ώρα 18.00 της Πέμπτης και με ενδιάμεσες στάσεις στους λιμένες της Θήρας (άφιξη στις 00.35 και αναχώρηση στις 00.50) και της Κω (άφιξη στις 5.45 και αναχώρηση στις 6.15) κατέπλεε στο λιμένα της Ρόδου στις 9.00 της Παρασκευής, από τον οποίο και αναχωρούσε στις 16.00 της ίδιας ημέρας, με κατάπλου στον Πειραιά περί ώρα 7.45 του Σαββάτου, κατόπιν προσέγγισης στο ενδιάμεσο του δρομολογίου της επιστροφής των λιμένων της Κω και της Θήρας. Από το λιμένα του Πειραιώς αναχωρούσε περί ώρα 19.00 του Σαββάτου και, αφού προσέγγιζε στο λιμένα της Κω (άφιξη περί ώρα 5.00 της Κυριακής και αναχώρηση περί ώρα 5.30 της ίδιας ημέρας) κατέπλεε στο λιμένα της Ρόδου περί ώρα 8.30 της Κυριακής. Από τον ανωτέρω λιμένα αναχωρούσε περί ώρα 17.00 της ίδιας ημέρας, στον οποίο και επέστρεφε, κατόπιν προσεγγίσεων στο ενδιάμεσο στους λιμένες της Κω, της Καλύμνου, της Λέρου, της Πάτμου, της Θήρας, της Κω και της Σύμης, περί ώρα 10.00 της Δευτέρας, για να αναχωρήσει περί ώρα 16.00 της ίδιας ημέρας και με ενδιάμεσες στάσεις στους λιμένες της Σύμης, της Κω και της Θήρας να καταπλεύσει στο λιμένα του Πειραιώς περί ώρα 7.45 της Τρίτης. 7) Κατά το χρονικό διάστημα από 11.6.2018 έως 30.6.2018 τη μία εβδομάδα τη Δευτέρα αναχωρούσε από το λιμένα του Πειραιώς περί ώρα 19.00 και κατέπλεε στους λιμένες της Σύρου περί ώρα 22.50, της Πάτμου περί ώρα 03.15 της Τρίτης, της Λέρου περί ώρα 04.35, της Κω περί ώρα 06.35 και της Ρόδου περί ώρα 10.10, απ’όπου αναχωρούσε περί ώρα 17.00 της ίδιας ημέρας και με ενδιάμεσες στάσεις στους λιμένες της Κω (αναχώρηση 20.35), της Λέρου (αναχώρηση 22.35), της Πάτμου (αναχώρηση 23.55) και της Σύρου (αναχώρηση 04.20), κατέπλεε στο λιμένα του Πειραιώς περί ώρα 08.05 της Τετάρτης. Από τον ανωτέρω λιμένα αναχωρούσε περί ώρα 19.00 της ίδιας ημέρας και κατόπιν προσέγγισης στο ενδιάμεσο του δρομολογίου του στους λιμένες της Σύρου, όπου κατέπλεε περί ώρα 22.20, της Πάτμου περί ώρα 02.05, της Λέρου περί ώρα 3.15 και της Κω περί ώρα 500, κατέπλεε στη Ρόδο περί ώρα 8.30 της Πέμπτης, απ’ όπου αναχωρούσε περί ώρα 10.30 της ίδιας ημέρας για να καταπλεύσει, με ενδιάμεση στάση στην Κω (αναχώρηση ώρα 13.30), στο λιμένα του Πειραιά περί ώρα 21.30 της Παρασκευής, από τον οποίο αναχωρούσε περί ώρα 23.55 της ίδιας ημέρας. Το δρομολόγιό του στη συνέχεια περιελάμβανε ενδιάμεσες προσεγγίσεις στο Βαθύ της Σάμου περί ώρα 7.15 και στην Κω περί ώρα 10.45 και άφιξη στο λιμένα της Ρόδου περί ώρα 14.00, από τον οποίο και αναχωρούσε εκ νέου περί ώρα 17.00 της ίδιας ημέρας, και κατόπιν στάσης στο λιμένα της Κω (αναχώρηση ώρα 20.15) και στο Βαθύ της Σάμου (αναχώρηση ώρα 23.25) κατέπλεε στο λιμένα του Πειραιώς περί ώρα 7.00 του Σαββάτου, με αναχώρηση περί ώρα 18.00 της Κυριακής. Την επόμενη εβδομάδα αναχωρούσε από το λιμένα του Πειραιώς την Τρίτη περί ώρα 7.30 και επέστρεφε στον ίδιο λιμένα στις 18.30, αφού προηγουμένως κατέπλεε στους λιμένες της Σύρου και της Μυκόνου και στο δρομολόγιο της επιστροφής στο λιμένα της Σύρου, προ δηλ. της άφιξης στον Πειραιά, από τον οποίο αναχωρούσε και πάλι περί ώρα 21.30 της ίδιας ημέρας για να καταπλεύσει στο λιμένα της Ρόδου περί ώρα 11.10 της επόμενης ημέρας, με προσεγγίσεις στο ενδιάμεσο του δρομολογίου του στους λιμένες της Θήρας και της Κω. Από το λιμένα της Ρόδου απέπλεε περί ώρα 16.00 της Τετάρτης και αφού προσέγγιζε στο ενδιάμεσο στους λιμένες της Κω και της Θήρας κατέπλεε στο λιμένα του Πειραιώς περί ώρα 5.30 της Πέμπτης. Περί ώρα 9.00 της ίδιας ημέρας αναχωρούσε και πάλι με προορισμό τη Ρόδο, όπου κατέπλεε περί ώρα 20.15 της ίδιας ημέρας, με ενδιάμεση στάση στην Κω, ενώ κατά το δρομολόγιο της επιστροφής απέπλεε από το λιμένα της Ρόδου περί ώρα 23.59 της Πέμπτης και κατέπλεε στο λιμένα του Πειραιώς περί ώρα 12.55 της Παρασκευής, αφού προσέγγιζε στο ενδιάμεσο διαδοχικά τους λιμένες της Κω, της Λέρου, της Πάτμου και της Σύρου. Από το λιμένα του Πειραιώς αναχωρούσε και πάλι περί ώρα 19.00 της Παρασκευής και κατέπλεε στο λιμένα της Ρόδου περί ώρα 8.10 του Σαββάτου με ενδιάμεσες προσεγγίσεις στους λιμένες της Σύρου, της Καλύμνου και της Κω, ενώ κατά το δρομολόγιο της επιστροφής αναχωρούσε από το λιμένα της Ρόδου περί ώρα 9.30 της ίδιας ημέρας και κατέπλεε στο λιμένα του Πειραιώς περί ώρα 21.10 του Σαββάτου, αφού προσέγγιζε στο ενδιάμεσο του δρομολογίου του τους λιμένες της Κω και των Κατάπολων της Αμοργού. Από το λιμένα του Πειραιώς αναχωρούσε περί ώρα 23.55 του Σαββάτου  και κατέπλεε στο λιμένα της Ρόδου περί ώρα 13.25 της Κυριακής, κατόπιν στάσεων στο ενδιάμεσο του δρομολογίου του στα Κατάπολα της Αμοργού, στην Πάτμο, στη Λέρο και στη Κω. Από το λιμένα της Ρόδου αναχωρούσε περί ώρα 17.00 της Κυριακής και επέστρεφε στον ίδιο λιμένα περί ώρα 10.00 της Δευτέρας, αφού στο ενδιάμεσο κατέπλεε στους λιμένες κατά σειράν της Κω, της Καλύμνου, της Λέρου, της Πάτμου, της Θήρας, της Κω και της Σύμης, για να αποπλεύσει από τη Ρόδο περί ώρα 16.00 της ίδιας ημέρας και να καταπλεύσει στον Πειραιά περί ώρα 6.00 της Τρίτης, κατόπιν ενδιάμεσων προσεγγίσεων διαδοχικά στους λιμένες της Σύμης, της Κω και της Θήρας. 8) Κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.7.2018 έως 30.9.2018 τα δρομολόγια του ανωτέρω πλοίου επίσης εναλλάσσονταν ανά εβδομάδα. Ειδικότερα κατά την πρώτη εβδομάδα αναχωρούσε κάθε Δευτέρα από το λιμένα του Πειραιώς περί ώρα 19.00 και κατόπιν στάσεων στους λιμένες της Σύρου, με άφιξη περί ώρα 22.50, της Πάτμου περί ώρα 03.15, της Λέρου περί ώρα 04.35 και της Κω περί ώρα 06.35, κατέπλεε στο λιμένα της Ρόδου περί ώρα 10.10 της Τρίτης. απ’όπου αναχωρούσε περί ώρα 17.00 και με στάσεις στους λιμένες της Κω (αναχώρηση ώρα 20.35), της Λέρου (αναχώρηση ώρα 22.35), της Πάτμου (αναχώρηση ώρα 23.55) και της Σύρου (αναχώρηση ώρα 04.20) κατέπλεε στο λιμένα του Πειραιά περί ώρα 08.05 της Τετάρτης. Από τον Πειραιά αναχωρούσε περί ώρα 19.00 της ίδιας ημέρας και κατόπιν προσεγγίσεων στο ενδιάμεσο στους λιμένες της Σύρου (αναχώρηση περί ώρα 22.40), της Πάτμου (αναχώρηση περί ώρα 02.25), της Λέρου (αναχώρηση περί ώρα 03.35) και της Κω (αναχώρηση περί ώρα 05.30), κατέπλεε στη Ρόδο περί ώρα 8.30 της Πέμπτης απ’ όπου αναχωρούσε περί ώρα 10.30 της ίδιας ημέρας και κατέπλεε στον Πειραιά περί ώρα 21.30. Από το λιμένα του Πειραιώς αναχωρούσε περί ώρα 23.55 της ίδιας ημέρας με λιμένα προορισμού τη Ρόδο, όπου κατέπλεε περί ώρα 14.00 της Παρασκευής, κατόπιν προσεγγίσεων στο ενδιάμεσο του δρομολογίου του στο Βαθύ της Σάμου και στην Κω, και απ’όπου αναχωρούσε περί ώρα 17.00 της ίδιας ημέρας για το λιμένα του Πειραιά, στον οποίο κατέπλεε περί ώρα 7.00 του Σαββάτου, με ενδιάμεσες στάσεις στη Κω και στο Βαθύ της Σάμου. Την Κυριακή το πλοίο απέπλεε από το λιμένα του Πειραιώς στις 21.30, όπου και κατέπλεε μετά την εκτέλεση του δρομολογίου του περί ώρα 8.05 της Δευτέρας, κατόπιν προσέγγισης στο ενδιάμεσο του λιμένα της Σύρου (άφιξη ώρα 4.00 και αναχώρηση ώρα 4.20 της Δευτέρας). Την επόμενη εβδομάδα του ιδίου χρονικού διαστήματος αναχωρούσε από το λιμένα του Πειραιώς την Τρίτη περί ώρα 7.30 και επέστρεφε στον ίδιο λιμένα στις 18.30, αφού προηγουμένως κατέπλεε στους λιμένες της Σύρου και της Μυκόνου και στο δρομολόγιο της επιστροφής στο λιμένα της Σύρου, προ δηλ. της άφιξης στον Πειραιά, από τον οποίο αναχωρούσε και πάλι περί ώρα 21.30 της ίδιας ημέρας για να καταπλεύσει στο λιμένα της Ρόδου περί ώρα 11.10 της επόμενης ημέρας, με προσεγγίσεις στο ενδιάμεσο του δρομολογίου του στους λιμένες της Θήρας και της Κω. Από το λιμένα της Ρόδου απέπλεε περί ώρα 16.00 της Τετάρτης και αφού προσέγγιζε στο ενδιάμεσο στους λιμένες της Κω και της Θήρας κατέπλεε στο λιμένα του Πειραιώς περί ώρα 5.30 της Πέμπτης. Περί ώρα 9.00 της ίδιας ημέρας αναχωρούσε και πάλι από τον Πειραιά με προορισμό τη Ρόδο, όπου κατέπλεε περί ώρα 20.15 της ίδιας ημέρας, με ενδιάμεση στάση στην Κω, ενώ κατά το δρομολόγιο της επιστροφής απέπλεε από το λιμένα της Ρόδου περί ώρα 23.59 της Πέμπτης και κατέπλεε στο λιμένα του Πειραιώς περί ώρα 12.55 της Παρασκευής, αφού προσέγγιζε στο ενδιάμεσο διαδοχικά τους λιμένες της Κω, της Λέρου, της Πάτμου και της Σύρου. Από το λιμένα του Πειραιώς αναχωρούσε και πάλι περί ώρα 19.00 της Παρασκευής και κατέπλεε στο λιμένα της Ρόδου περί ώρα 8.10 του Σαββάτου με ενδιάμεσες προσεγγίσεις στους λιμένες της Σύρου, της Καλύμνου και της Κω, ενώ κατά το δρομολόγιο της επιστροφής αναχωρούσε από το λιμένα της Ρόδου περί ώρα 9.30 της ίδιας ημέρας και κατέπλεε στο λιμένα του Πειραιώς περί ώρα 21.10 του Σαββάτου, αφού προσέγγιζε στο ενδιάμεσο του δρομολογίου του τους λιμένες της Κω και των Κατάπολων της Αμοργού. Από το λιμένα του Πειραιώς αναχωρούσε περί ώρα 23.55 του Σαββάτου  και κατέπλεε στο λιμένα της Ρόδου περί ώρα 13.25 της Κυριακής, κατόπιν στάσεων στο ενδιάμεσο του δρομολογίου του στα Κατάπολα της Αμοργού, στην Πάτμο, στη Λέρο και στη Κω. Από το λιμένα της Ρόδου αναχωρούσε περί ώρα 17.00 της Κυριακής και επέστρεφε στον ίδιο λιμένα περί ώρα 12.00 της Δευτέρας, αφού στο ενδιάμεσο κατέπλεε στους λιμένες κατά σειράν της Κω, της Καλύμνου, της Λέρου, της Πάτμου, της Θήρας, της Κω και της Σύμης, για να αποπλεύσει από τη Ρόδο περί ώρα 16.00 της ίδιας ημέρας και να καταπλεύσει στον Πειραιά περί ώρα 6.00 της Τρίτης, κατόπιν ενδιάμεσων προσεγγίσεων διαδοχικά στους λιμένες της Σύμης, της Κω και της Θήρας. Αποδείχθηκε επίσης ότι το εν λόγω πλοίο, στο οποίο ήταν ναυτολογημένος ο ενάγων, της πλοιοκτησίας της εναγομένης, είναι επιβατηγό – οχηματαγωγό πλοίο, μήκους 176,10 μέτρων και πλάτους 25,7 μέτρων, έχει μεταφορική ικανότητα 1.890 επιβατών, ενώ διαθέτει 192  καμπίνες, καθώς και εστιατόριο αυτοεξυπηρέτησης (self service), εστιατόριο με κατάλογο (a la carte), εστιατόριο της εταιρείας «……» και τέσσερα μπαρ, εκ των οποίων το ένα στην πλώρη με την ονομασία «……….». Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του στο εν λόγω πλοίο απασχολήθηκε κατά κανόνα ως θαλαμηπόλος ενδιαιτημάτων και κυλικείων («διαμεριστής θαλαμηπόλος»), πλην των χρονικών διαστημάτων από 2.4.2017 έως 30.9.2017 και από 29.10.2017 έως 31.10.2017, κατά τα οποία εργάσθηκε αποκλειστικά ως θαλαμηπόλος κυλικείων («σαλονιέρης θαλαμηπόλος») και συγκεριμένα στο σαλόνι του ανωτέρω μπαρ της πλώρης του πλοίου. Ειδικότερα, όταν εργαζόταν ως θαλαμηπόλος ενδιαιτημάτων και κυλικείων ήταν επιφορτισμένος με τον καθαρισμό των κοιτωνίσκων (καμπινών) των επιβατών, που του είχαν ανατεθεί, καθώς και με την υποδοχή των επιβατών κατά την επιβίβασή τους στο πλοίο και την εν γένει εξυπηρέτησή τους, ενώ επιπροσθέτως απασχολείτο και κατά την αποβίβαση των επιβατών στους λιμένες προορισμού τους, αλλά και στο προαναφερθέν μπαρ, που λειτουργούσε στο πλοίο κατά τη διάρκεια των δρομολογίων του, σε αντικατάσταση του θαλαμηπόλου, ο οποίος εργαζόταν σ’αυτό αποκλειστικά. Πλέον συγκεκριμένα, απασχολείτο στην υποδοχή των επιβατών, συνδράμοντάς τους με τις αποσκευές τους, συνοδεύοντάς τους στις καμπίνες τους, υποδεικνύοντάς τους τις θέσεις τους στα σαλόνια του πλοίου και εν γένει φροντίζοντας για την έγκαιρη και αποτελεσματική εξυπηρέτησή τους έως ότου τακτοποιηθούν στους χώρους του πλοίου, εργασία, που εκκινούσε τουλάχιστον τρεις (3) ώρες προ του απόπλου του πλοίου από το λιμένα του Πειραιά και δύο (2) ώρες προ του απόπλου του από τους λιμένες της Ρόδου ή της Μυτιλήνης ανάλογα το δρομολόγιο, που κάθε φορά εκτελείτο, ενώ εργαζόταν και κατά την αποβίβαση των επιβατών, διερχόμενος από τις καμπίνες τους, ώστε να ενημερωθούν περί του επικείμενου κατάπλου, αφυπνίζοντάς όσους εξ αυτών είχαν προηγουμένως υποβάλει σχετικό αίτημα, προκειμένου να ετοιμασθούν έγκαιρα για να αποβιβασθούν στο λιμένα προορισμού τους και επιτηρώντας την ομαλή έξοδό τους από το πλοίο, προσφέροντας τη βοήθειά του, όπου απαιτείτο και μεριμνώντας για την ικανοποίηση των όποιων γνωστοποιηθεισών στο πλήρωμα ειδικών επιθυμιών τους. Περαιτέρω, στα καθήκοντά του περιλαμβάνονταν και εργασίες, οι οποίες εκτελούνταν με τη συνδρομή ενός (1) Επίκουρου Θαλαμηπόλου, ενδελεχούς και σχολαστικού καθαρισμού και ευπρεπισμού των κοιτωνίσκων των επιβατών, που του ανατίθεντο κάθε φορά από τον Προϊστάμενο Αρχιθαλαμηπόλο (ενός ή δύο διαδρόμων), ο αριθμός των οποίων κατά περιόδους προσέγγιζε τις είκοσι οκτώ (28), δίκλινες ή τετράκλινες (συγκεκριμένα αναλογούσαν κατά μέσο όρο σε κάθε θαλαμηπόλο 90 κλίνες κατά τη χειμερινή περίοδο του έτους και 60 κλίνες κατά τη θερινή περίοδο) και αφορούσαν, σύμφωνα με τις αναλυτικές και λεπτομερείς οδηγίες του ανωτέρω Προϊσταμένου του, σε αλλαγή των κλινοσκεπασμάτων τους, των πετσετών και των μπουρνουζιών στις τουαλέτες, που προηγουμένως μεταφέρονταν από τους θαλαμηπόλους στις καμπίνες από την αποθήκη του πλοίου, όπου επίσης κατέληγαν με τη δική τους επιμέλεια και τα χρησιμοποιηθέντα από τους επιβάτες, σε ξεσκόνισμα, σε σκούπισμα του δαπέδου τους, σε πλύσιμο των τζαμιών και της πόρτας τους, σε καθαρισμό και σε απολύμανση της τουαλέτας τους, ενίοτε σε αφαλάτωση των φίλτρων και των ντους και σε καθαρισμό των στρωμάτων των κρεβατιών, των σκαμπό και των καρεκλών τους και εν γένει όλων των επίπλων τους, καθώς και εργασίες καθαρισμού των διαδρόμων έξωθεν των καμπινών. Οι ανωτέρω εργασίες, οι οποίες διαρκούσαν κατά μέσο όρο τρεις (3) ώρες ημερησίως, διενεργούνταν συνήθως στους λιμένες αφετηρίας και προορισμού του πλοίου, δηλαδή στον Πειραιά και, αναλόγως του δρομολογίου του, τη Μυτιλήνη ή τη Ρόδο, αλλά συχνά και στους ενδιάμεσους λιμένες προσέγγισης όσον αφορά ειδικότερα τις εκκενωθείσες καμπίνες των επιβατών, που αποβιβάζονταν στους λιμένες αυτούς, οι οποίες και έπρεπε να ετοιμασθούν εγκαίρως, προκειμένου να μπορούν να χρησιμοποιηθούν από άλλους επιβάτες. Επιπροσθέτως απασχολείτο καθημερινά και στο σαλόνι του μπαρ της πλώρης του πλοίου με την ονομασία «……..» εξυπηρετώντας τους επιβάτες, σε αντικατάσταση του θαλαμηπόλου, που εργαζόταν σ’αυτό αποκλειστικά, από ώρα 22.30 έως και ώρα 1.00 με το πέρας της λειτουργίας του. Επισημαίνεται ότι από ώρα 11.30 έως ώρα 16.00 αναπαυόταν, όντας ελεύθερος υπηρεσίας, με δυνατότητα εξόδου στο λιμένα αφετηρίας ή προορισμού αναλόγως του δρομολογίου. Κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του, που εργάσθηκε αποκλειστικά ως θαλαμηπόλος κυλικείων («σαλονιέρης θαλαμηπόλος») στο προαναφερθέν μπαρ της πλώρης του πλοίου, απασχολείτο εκεί καθημερινά σε δύο βάρδιες, πρωϊνή και απογευματινή, από ώρα 5.30 (30 λεπτά προ της έναρξης της επιβίβασης, οπότε και άρχιζε το μπαρ να λειτουργεί) έως ώρα 10.30 και από ώρα 17.30 έως ώρα 22.30, οπότε αντικαθίστατο στα καθήκοντά του από έτερο θαλαμηπόλο κατά τα προεκτεθέντα. Η καθημερινή διάρκεια της εργασίας του στο εν λόγω πλοίο, ως προς την οποία ερίζουν οι διάδικοι, δεν ήταν εκ των προτέρων επακριβώς καθορισμένη, ενόψει της εκ των πραγμάτων συνάρτησης αυτής με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων με τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου. Επισημαίνεται ότι οι αντικρουόμενοι ισχυρισμοί εκάστου διαδίκου επί του θέματος αυτού επιβεβαιώνονται πλήρως από τα εμμάρτυρα αποδεικτικά μέσα που καθένας τους προσκομίζει, με αποτέλεσμα, αλληλοαναιρούμενοι, να μην παρέχουν βάση εξαγωγής ασφαλούς συμπεράσματος. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι η αξιοπιστία των μαρτύρων σταθμίζεται και δεν είναι δεδομένη, αφού εξ αυτών ο υπέρ του ενάγοντος μαρτυρών διεκδικεί την ικανοποίηση παρομοίων αξιώσεων από την εναγόμενη διά της άσκησης σε βάρος της αγωγής, έχοντας ήδη αποχωρήσει από την υπηρεσία της, ενώ ο υπέρ της καταθέτων εξακολουθεί να απασχολείται στο πλοίο και να μισθοδοτείται απ’αυτήν. Με βάση τις ως άνω παραδοχές συνάγεται και κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου το συμπέρασμα ότι ο ενάγων, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του, και εντός των πλαισίων της καλύτερης λειτουργίας των υπηρεσιών του πλοίου, απαιτήθηκε να εργασθεί και πράγματι εργαζόταν καθημερινά, για την εξυπηρέτηση των αναγκών αυτού, που σχετίζονταν με την ειδικότητά του, πέραν του νομίμου ωραρίου του, που προβλέπεται από τις ισχύσασες και εν προκειμένω εφαρμοστέες κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολόγησεών του στο συγκεκριμένο πλοίο ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε., ήτοι αυτού των 8 ωρών ημερησίως. Ειδικότερα, ο ενάγων εκτελούσε τις ως άνω εργασίες, καθημερινώς (συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, αργιών και Κυριακών) πέραν της ως άνω οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, αφού αυτή δεν επαρκούσε, λόγω της προαναφερθείσας φύσης των δρομολογίων, που διενεργούσε το εν λόγω πλοίο. Έτσι, ο ενάγων πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία πέραν του κανονικού οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησής του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα, που αφορούν τις ως άνω εργασίες, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκεί απασχόληση μόνον οκτώ ωρών. Λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών και περιστάσεων, που επικρατούσαν κατά την απασχόλησή του επί του πλοίου αυτού, το οποίο εκτελούσε τα συγκεκριμένα πολύωρα ακτοπλοϊκά δρομολόγια που αναφέρθηκαν ανά συγκεκριμένες περιόδους εντός των διαστημάτων των ναυτολογήσεών του, του αριθμού των λιμένων, που προσέγγιζε το πλοίο σε κάθε δρομολόγιο, του χρόνου παραμονής σε κάθε ενδιάμεσο λιμένα, της συνολικής διάρκειας εκάστου δρομολογίου από την αναχώρηση του πλοίου από το λιμένα της αφετηρίας του μέχρι τον κατάπλου του στο λιμένα προορισμού του, όπως αναλυτικά εκτέθηκε, της αυξομείωσης της επιβατικής κίνησης αναλόγως των περιόδων του έτους, κατά τις οποίες ο ενάγων ήταν ναυτολογημένος (σχετικά μειωμένη τη χειμερινή, περισσότερο αυξημένη κατά τη θερινή), των προαναφερθέντων χαρακτηριστικών του πλοίου, της σταθερής και ανελλιπούς καταβολής σ’αυτόν κάθε μήνα από την εναγόμενη χρηματικών ποσών κυμαινόμενου ύψους ως αμοιβή για την εκτέλεση υπερωριών και κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές και όχι μόνον για την παροχή εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπερ εκ των πραγμάτων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αντίδικός του αναγνώριζε στην πράξη την ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης των μελών του πληρώματος της υπηρεσίας ενδιαιτημάτων του πλοίου της για την εύρυθμη λειτουργία του, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του και των καθηκόντων της ειδικότητάς του, όπως αυτά επίσης εκτενώς περιγράφηκαν ανωτέρω, του αριθμού των μελών της ανωτέρω υπηρεσίας, που είχαν ναυτολογηθεί και απασχολούντο στο πλοίο κατά τις ίδιες χρονικές περιόδους, των εγγραφών στις προσκομιζόμενες από την εναγόμενη μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών πληρώματος, σύμφωνα με τις οποίες ο ενάγων, όπως άλλωστε και όλοι οι ναυτολογημένοι θαλαμηπόλοι του πλοίου, απασχολείτο υπερωριακά κατά τους χειμερινούς μήνες του έτους επί 12 ώρες το μήνα και κατά τους θερινούς μήνες επί 17 ώρες το μήνα αντίστοιχα και των εν γένει ιδιαιτεροτήτων της ναυτικής εργασίας, της διάταξης του άρθρου 12 των εν προκειμένω εφαρμοστέων ΣΣΝΕ, που προβλέπει ότι η οκτάωρη εργασία των μελών του προσωπικού γενικών καθηκόντων του πλοίου, στο οποίο περιλαμβάνονται και οι θαλαμηπόλοι, κατανέμεται από της 06.00 ώρας μέχρι 22.00 ώρας με μία διακοπή, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, το παρόν Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας εργασίας του στο πλοίο της εναγομένης ανερχόταν σε δώδεκα (12) ώρες όταν απασχολείτο ως «διαμεριστής θαλαμηπόλος» και σε δέκα (10) ώρες, όταν εργαζόταν ως «σαλονιέρης θαλαμηπόλος» αντίστοιχα. Επιπροσθέτως, κατά τις ημέρες των χρονικών διαστημάτων των ναυτολογήσεων του ενάγοντος εντός των ετών 2017 και 2018, που το πλοίο εκτέλεσε έκτακτα δρομολόγια κατά τη διάρκεια της ημέρας (προς νήσους των Κυκλάδων) επιπλέον του εκάστοτε προγραμματισμένου δρομολογίου του, αλλά και δρομολόγια εξπρές, με πρόωρη αναχώρηση από το λιμένα του Πειραιώς ή της Μυτιλήνης, καθώς και κατά τη διάρκεια του δρομολογίου της γραμμής των Δωδεκανήσων, αποδείχθηκε ότι ο ανωτέρω απαιτήθηκε να απασχοληθεί ημερησίως για την κάλυψη των εκ πραγμάτων αυξημένων αναγκών, που σχετίζονταν με τα καθήκοντα της ειδικότητάς του, επί μία (1) ώρα επιπλέον των δώδεκα (12) ή των δέκα (10) ωρών, που έγινε δεκτό ότι εργαζόταν κατά κανόνα στο πλοίο κάθε ημέρα ως διαμεριστής ή ως σαλονιέρης θαλαμηπόλος αντίστοιχα, σε όποια θέση όριζε κάθε φορά ο Προϊστάμενος Αρχιθαλαμηπόλος, διότι είναι προφανές ότι τις ημέρες αυτές, που η ημερήσια διάρκεια των πλόων του πλοίου ήταν μεγαλύτερη, ανέκυπτε χρεία για την εργασία των θαλαμηπόλων στην υποδοχή και κατά την αποβίβαση των επιβατών, στα μπαρ και στα εστιατόρια του πλοίου, καθώς και στην καθαριότητα των καμπινών των επιβατών περισσότερες ώρες. Περαιτέρω, κατά τις κάτωθι αναφερόμενες χρονικές περιόδους των ναυτολογήσεών του εντός των ετών 2017 και 2018 και συγκεκριμένα από 1.1.2017 έως και 18.2.2017, από 1.11.2017 έως και 24.11.2017, καθώς και από 4.1.2018 έως και 7.1.2018, από 15.1.2018 έως και 18.2.2018 και από 5.4.2018 έως και 17.5.2018, όταν το πλοίο εκτελούσε το τακτικό κυκλικό ακτοπλοϊκό δρομολόγιο Πειραιάς – Μυτιλήνη μετ’επιστροφής στο λιμένα αφετηρίας, με ενδιάμεση προσέγγιση στο λιμένα της Χίου και προγραμματισμένο κατάπλου σ’αυτόν περί ώρα 5.00 κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, το ημερήσιο ωράριο εργασίας του εκτεινόταν μία (1) ώρα επιπλέον των δώδεκα (12) ωρών, που έγινε δεκτό ότι συνήθως εργαζόταν αυτός κάθε ημέρα κατά μέσο όρο τις υπόλοιπες χρονικές περιόδους ως διαμεριστής θαλαμηπόλος, καθόσον αποδείχθηκε ότι είχε επιπροσθέτως επιφορτισθεί με την αφύπνιση και την εν γένει εξυπηρέτηση των επιβατών, που αποβιβάζονταν στο λιμένα της Χίου, ο οποίος παρουσιάζει αυξημένη επιβατική κίνηση, καθώς και με την επιτήρηση της ομαλής και ασφαλούς αποβίβασής τους, αναλαμβάνοντας υπηρεσία μισή ώρα προ του κατάπλου και εν συνεχεία με τον καθαρισμό τινών εκ των καμπινών, που είχαν στο μεσοδιάστημα εκκενωθεί από τους αποβιβασθέντες επιβάτες, εργασία που διαρκούσε κατά μέσο όρο μισή ώρα μετά τον απόπλου του πλοίου από τον ανωτέρω λιμένα. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων, όπως άλλωστε και όλοι οι θαλαμηπόλοι του πλοίου, συμμετείχε υποχρεωτικά, επιπλέον των 12 ή των 10 ωρών της συνήθους ημερήσιας εργασίας του, αναλόγως εάν εργαζόταν ως διαμεριστής ή ως σαλονιέρης θαλαμηπόλος αντίστοιχα κατά τα προεκτεθέντα, στις βάρδιες πυρασφάλειας του πλοίου και συγκεκριμένα σε 6 ημερήσιες βάρδιες το μήνα επί 2 ώρες κάθε φορά και σε μία νυκτερινή βάρδια το μήνα όταν το πλοίο παρέμενε ελλιμενισμένο, που διαρκούσε 3,5 ώρες, κατά τη διάρκεια των οποίων υποχρεούτο να βρίσκεται στο χώρο της υποδοχής (“ρεσεψιόν”) του πλοίου και όχι στην καμπίνα του ή οπουδήποτε αλλού εντός του πλοίου, χωρίς τη δυνατότητα να απομακρυνθεί για την εκτέλεση των λοιπών καθηκόντων της ειδικότητάς του ή για να αναπαυθεί, ει μη μόνον προς έλεγχο, επίβλεψη και εποπτεία των χώρων του πλοίου για τυχόν εστίες φωτιάς. Τέλος, όταν, κατά τις χρονικές περιόδους των ναυτολογήσεων του ενάγοντος, το πλοίο παρέμενε ελλιμενισμένο στο λιμένα του Πειραιώς και ειδικότερα από τον κατάπλου του το πρωί του Σαββάτου έως τον απόπλου του το βράδυ της Κυριακής για την εκτέλεση του επόμενου δρομολογίου του, οπότε και εκτελούνταν από τους θαλαμηπόλους, κατανεμημένους σε ομάδες, εκτεταμένες εργασίες καθαρισμού χώρων του πλοίου, δεν αποδείχθηκε ότι η ημερήσια εργασία του τις Κυριακές υπερέβη τις οκτώ (8) ώρες, ήτοι ότι παρέστη ανάγκη να απασχοληθεί υπερωριακά για την εκτέλεση των συγκεκριμένων καθηκόντων, πλην όμως η οκτάωρη εργασία του κατά τα Σάββατα και τις αργίες, που το πλοίο δεν πραγματοποίησε δρομολόγια, θεωρείται υπερωριακή και αμοίβεται ως τέτοια. Επομένως, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, ο ενάγων εργάσθηκε ως διαμεριστής θαλαμηπόλος στο πλοίο της εναγομένης υπερωριακά κατά κανόνα επί τέσσερις (4) ώρες την ημέρα και ως σαλονιέρης θαλαμηπόλος επί δύο (2) ώρες την ημέρα κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές των χρονικών διαστημάτων των ναυτολογήσεών του, ενώ η δωδεκάωρη και η δεκάωρη αντίστοιχα εργασία του κατά τα Σάββατα και τις αργίες των ιδίων χρονικών διαστημάτων θεωρείται εξ ολοκλήρου υπερωριακή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις εν προκειμένω εφαρμοστέες ΣΣΝΕ, με την επισήμανση ότι συνιστά υπερωρία τόσο η μία (1) επιπλέον (πέραν των 12 ή των 10 ωρών) ώρα την ημέρα, κατά την οποία χρειάσθηκε να απασχοληθεί με τα καθήκοντα της ειδικότητάς του ως διαμεριστής ή ως σαλονιέρης θαλαμηπόλος όταν το πλοίο εκτελούσε έκτακτα δρομολόγια κατά τη διάρκεια της ημέρας, δρομολόγια εξπρές και το δρομολόγιο της γραμμής των Δωδεκανήσων, αλλά και η μία (1) ώρα εργασίας του ως διαμεριστής θαλαμηπόλος πέραν των δώδεκα (12) ωρών διαρκούντος του δρομολογίου Πειραιάς – Μυτιλήνη, με προγραμματισμένο κατάπλου στον ενδιάμεσο λιμένα της Χίου περί ώρα 5.00, όσο και οι ώρες, κατά τις οποίες συμμετείχε, επιπλέον της ημερήσιας δωδεκάωρης ή δεκάωρης εργασίας του, στις βάρδιες πυρασφάλειας του πλοίου, με αποτέλεσμα να δικαιούται της προβλεπομένης στις ίδιες ΣΣΝΕ αμοιβής για κάθε ώρα τέτοιας εργασίας. Εξάλλου, το γεγονός ότι, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων του ενάγοντος το πλοίο ταξίδευε με πλήρη σύνθεση πληρώματος όσον αφορά τα μέλη της υπηρεσίας ενδιαιτημάτων δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία του, δεδομένου μάλιστα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΚΔΝΔ, ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΜονΕφΠειρ. 23/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 180/2008, ΕΝαυτΔ 2008/308 = ΠειρΝομ. 2009/197, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), ενώ και το γεγονός ότι η υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στο σύνολό της στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγόμενη, διά του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 157 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 των ως άνω ΣΣΝΕ, καθώς και το ότι ο ενάγων υπέγραφε στο εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών αυτού (ΜονΕφΠειρ. 716/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 526/2012, ΕΝαυτΔ 2012/381, ΕφΠειρ. 452/2010, ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Αλλά και η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του καταστάσεων, η οποία δικαιολογείται απολύτως από την επιθυμία του να μη θέσει σε κίνδυνο την εργασιακή του θέση, σε περίοδο  υψηλού, κατά τα διδάγματα της κοινής, πείρας δείκτη ανεργίας των ναυτικών, δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτηση αυτού από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των ως άνω δελτίων μισθοδοσίας και του βιβλίου υπερωριών ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του για καταβολή αμοιβής υπερωριακής εργασίας, η παραίτηση αυτή (νοούμενη ως άφεση χρέους) είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 495/2006, ΔΕΕ 2006/948, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π., ΜονEφΠειρ. 698/2014, Δνη 2015/504, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208), απορριπτομένων συνεπώς ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ειδικότερων ισχυρισμών της εναγομένης, που επαναφέρονται στα πλαίσια του δεύτερου λόγου της έφεσής της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο δέχθηκε  με την εκκαλουμένη απόφασή του ότι ο ενάγων απασχολείτο κατά κανόνα στο πλοίο της εναγομένης ως σαλονιέρης θαλαμηπόλος επί δέκα (10) ώρες ημερησίως κατά μέσο όρο, ότι, όταν το εν λόγω πλοίο εκτελούσε έκτακτα δρομολόγια, δρομολόγια εξπρές, το δρομολόγιο της γραμμής των Δωδεκανήσων και το δρομολόγιο Πειραιάς – Μυτιλήνη με προγραμματισμένο κατάπλου στον ενδιάμεσο λιμένα της Χίου περί ώρα 5.00, το ημερήσιο ωράριο εργασίας του παρατεινόταν κατά μία (1) ώρα, καθώς και ότι αυτός συμμετείχε στις βάρδιες πυρασφάλειας του πλοίου, ημερήσιες και νυκτερινή, πέραν του ωραρίου του αυτού, ενώ κατά τα χρονικά διαστήματα που το πλοίο παρέμενε ελλιμενισμένο στον Πειραιά μεταξύ δύο δρομολογίων του, ήτοι από τον κατάπλου του το πρωί του Σαββάτου έως τον απόπλου του το βράδυ της Κυριακής, δεν παρέστη ανάγκη να απασχοληθεί υπερωριακά τις Κυριακές, πλην όμως η οκτάωρη εργασία του τα Σάββατα συνιστά υπερωρία στο σύνολό της, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε. Αντίθετα, κατά παραδοχήν ως εν μέρει βασίμου του πρώτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος, πλημμελώς εκτιμήθηκαν οι αποδείξεις όσον αφορά την παραδοχή της εκκαλουμένης ότι η ημερήσια διάρκεια της εργασίας του ανωτέρω ως διαμεριστή θαλαμηπόλου ανερχόταν σε ένδεκα (11) ώρες, των υποστηριζομένων κατά τα λοιπά από τον ίδιο με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, με τον οποίο επαναφέρει τους απορριφθέντες αγωγικούς ισχυρισμούς του περί εργασίας του στο πλοίο ακόμη περισσότερες ώρες την ημέρα, σύμφωνα με τις ειδικότερα αναφερόμενες στο δικόγραφο της αγωγής του διακρίσεις και από την εναγόμενη, που κυρίως μεν αρνείται ότι ότι ο αντίδικός της απαιτήθηκε να απασχοληθεί πέραν του προβλεπομένου ημερησίου ωραρίου εργασίας του λόγω του επαρκούς αριθμού των ναυτολογηθέντων θαλαμηπόλων κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του και της ανάθεσης στον καθένα εξ αυτών από τον Προϊστάμενο Αρχιθαλαμηπόλο συγκεκριμένων κάθε φορά καθηκόντων, άλλως επικουρικώς ισχυρίζεται ότι η απαίτησή του για τις όποιες υπερωρίες πραγματοποίησε έχει πλήρως και ολοσχερώς εξοφληθεί διά καταβολών της κατά τη διάρκεια των εργασιακών του συμβάσεων, κατά το αντίστοιχο σκέλος του δεύτερου λόγου της δικής της έφεσης, απορριπτομένων ως αβασίμων. Συνεπώς, με βάση όσα προαναφέρθηκαν ο ενάγων δικαιούται: Α) Για τις ναυτολογήσεις του εντός του έτους 2017 και συγκεκριμένα για τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2017 έως 18.2.2017, από 2.4.2017 έως 30.9.2017 και από 29.10.2017 έως 3.12.2017: 1) Ως αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές των διαστημάτων αυτών το ποσό των 4.928,38 ευρώ, διότι εδικαιούτο το συνολικό ποσό των 6.089,17 ευρώ {1.975,32 ευρώ [236 ώρες (57 καθημερινές ημέρες + 2 Κυριακές κατά τα χρονικά διαστήματα εντός του έτους 2017 που παρείχε τις υπηρεσίες του ως διαμεριστής θαλαμηπόλος Χ 4 ώρες υπερωρίας ημερησίως) Χ 8,37 ευρώ (το ωρομίσθιο του θαλαμηπόλου προσαυξημένο κατά 25% με βάση τη ΣΣΝΕ του έτους 2017)] + 259,47 ευρώ [31 ώρες (31 καθημερινές κατά τις οποίες εργάσθηκε ως διαμεριστής θαλαμηπόλος Χ 1 ώρα επιπλέον υπερωρίας ημερησίως κατά τη διάρκεια του δρομολογίου Πειραιάς – Μυτιλήνη με κατάπλου στο λιμένα της Χίου περί ώρα 5.00) Χ 8,37 ευρώ το ωρομίσθιο προσαυξημένο] + 2.326,86 ευρώ [278 ώρες (126 καθημερινές ημέρες + 13 Κυριακές κατά τα χρονικά διαστήματα εντός του έτους 2017 που παρείχε τις υπηρεσίες του ως σαλονιέρης θαλαμηπόλος Χ 2 ώρες υπερωρίας ημερησίως) Χ 8,37 ευρώ] + 359,91 ευρώ (43 καθημερινές κατά τις οποίες το πλοίο εκτέλεσε έκτακτα και εξπρές δρομολόγια Χ 1 ώρα επιπλέον υπερωρίας ημερησίως Χ 8,37 ευρώ το προσαυξημένο ωρομίσθιο) + 903,96 ευρώ [108 ώρες συνολικά ημερήσιας βάρδιας πυρασφάλειας ( 2 ώρες Χ 6 βάρδιες το μήνα Χ 9 μήνες) Χ 8,37 ευρώ το ωρομίσθιο) + 263,65 ευρώ [31,5 ώρες συνολικά νυχτερινής βάρδιας πυρασφάλειας (3,5 ώρες Χ 1 βάρδια το μήνα Χ 9 μήνες) Χ 8,37 ευρώ το ωρομίσθιο] =6.089,17} και εισέπραξε προς εξόφληση του ανωτέρω κονδυλίου από την εναγόμενη το συνολικό ποσό των 1.160,79 ευρώ και 2) ως αμοιβή για την εργασία του κατά την ημέρα του Σαββάτου και τις αργίες των ανωτέρω περιόδων, που θεωρείται στο σύνολό  της υπερωριακή,  το ποσό των 529,54 ευρώ, ενόψει του ότι εδικαιούτο το ποσό των 4.518 ευρώ {361,44 ευρώ [3 ημέρες (2 Σάββατα + 1 αργία) κατά τις χρονικές περιόδους εντός του έτους 2017, που παρείχε τις υπηρεσίες του ως διαμεριστής θαλαμηπόλος Χ 12 ώρες υπερωριακής εργασίας ημερησίως Χ 10,04 ευρώ (προσαυξημένο ωρομίσθιο κατά 50%) με βάση την ισχύουσα ΣΣΝΕ του έτους 2017] + 10,04 ευρώ (1 αργία Χ 1 επιπλέον ώρα υπερωριακής εργασίας κατά τη διάρκεια του δρομολογίου Πειραιάς – Μυτιλήνη) Χ 10,04 ευρώ) + 2.208,8 ευρώ [ 22 ημέρες (16 Σάββατα + 6 αργίες) Χ 10 ώρες υπερωριακής εργασίας ημερησίως ως σαλονιέρης θαλαμηπόλος Χ 10,04 ευρώ] + 1.767,04 ευρώ [22 ημέρες (20 Σάββατα + 2 αργίες), κατά τις οποίες εργάσθηκε ενώ το πλοίο παρέμεινε ελλιμενισμένο Χ 8 ώρες εργασίας ημερησίως Χ 10,04 ευρώ το ωρομίσθιο] + 170,68 ευρώ [17 ημέρες ( 16 Σάββατα + 1 αργία), κατά τις οποίες το πλοίο εκτέλεσε έκτακτα και εξπρές δρομολόγια Χ 1 ώρα υπερωρίας επιπλέον ημερησίως Χ 10,04 ευρώ το ωρομίσθιο)] και είχε λάβει το ποσό των 3.988,46 ευρώ. Β) Για τις ναυτολογήσεις του εντός του έτους 2018 και συγκεκριμένα για τα χρονικά διαστήματα από 4.1.2018 έως 18.2.2018 και από 5.4.2018 έως 29.10.2018: 1) Ως αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές των διαστημάτων αυτών το ποσό των 6.225,96 ευρώ, διότι εδικαιούτο το ποσό των 7.976,36 ευρώ {6.456,24 ευρώ [756 ώρες (173 καθημερινές + 16 Κυριακές Χ 4 ώρες) υπερωριακής εργασίας ως διαμεριστής θαλαμηπόλος Χ 8,54 ευρώ (ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25%) + 273,28 ευρώ (32 καθημερινές Χ 1 επιπλέον ώρα υπερωριακής εργασίας ημερησίως ως διαμεριστής θαλαμηπόλος όταν το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Μυτιλήνη Χ 8,54 ευρώ)] + 187,88 ευρώ (22 καθημερινές, κατά τις οποίες το πλοίο εκτέλεσε έκτακτα και εξπρές δρομολόγια Χ 1 επιπλέον ώρα υπερωριακής εργασίας ημερησίως Χ 8,54 ευρώ) + 819,84 ευρώ [96 ώρες συνολικά ημερήσιας βάρδιας πυρασφάλειας (2 ώρες Χ 6 βάρδιες Χ 8 μήνες) Χ 8,54 ευρώ] + 239,12 ευρώ [10,5 ώρες συνολικά νυχτερινής βάρδιας πυρασφάλειας (3,5 ώρες Χ 1 βάρδια Χ 8 μήνες) Χ 8,54 ευρώ] και εισέπραξε προς εξόφληση του ανωτέρω κονδυλίου από την εναγόμενη το ποσό των 1.750,4 ευρώ και 2) ως αμοιβή για την εργασία του ως διαμεριστής θαλαμηπόλος κατά την ημέρα του Σαββάτου και τις αργίες των ανωτέρω περιόδων, που θεωρείται στο σύνολό της υπερωριακή, το ποσό των 1.340,95 ευρώ, διότι εδικαιούτο το ποσό των 5.237,75 ευρώ {4.059 ευρώ [33 ημέρες (25 Σάββατα + 8 αργίες) Χ 12 ώρες υπερωριακής εργασίας ημερησίως Χ 10,25 ευρώ (προσαυξημένο ωρομίσθιο κατά 50%) + 20,5 ευρώ (2 αργίες κατά τα χρονικά διαστήματα που το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Μυτιλήνη με κατάπλου στη Χίο περί ώρα 5.00Χ 1 ώρα υπερωρίας επιπλέον ημερησίως Χ 10,25 ευρώ) + 984 ευρώ [12 ημέρες (11 Σάββατα + 1 αργία) κατά τις οποίες το πλοίο παρέμεινε ελλιμενισμένο στον Πειραιά Χ 8 ώρες υπερωριακής εργασίας ημερησίως Χ 10,25 ευρώ] + 174,25 ευρώ [17 ημέρες (16 Σάββατα + 1 αργία), κατά τις οποίες το πλοίο εκτέλεσε έκτακτα δρομολόγια και δρομολόγια εξπρές Χ 1 επιπλέον ώρα υπερωριακής εργασίας ημερησίως Χ 10,25 ευρώ} και εισέπραξε από την εναγόμενη το ποσό των 3.896,8 ευρώ συνολικά. Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι εκτός από τις παραδοχές της εκκαλουμένης επί της διάρκειας της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο της εναγομένης, οι διάδικοι δεν πλήττουν με ειδικό λόγο έφεσης το μαθηματικό υπολογισμό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο της αμοιβής του ανωτέρω για την παροχή τέτοιας εργασίας και συγκεκριμένα τον αριθμό των καθημερινών ημερών της εβδομάδας, των Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, κατά τις οποίες έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη ότι εργάσθηκε αυτός στο πλοίο κατά τις επιμέρους χρονικές περιόδους των ναυτολογήσεών του με τις διακρίσεις που προαναφέρθηκαν, το ποσό του ωρομισθίου της υπερωρίας για τους ναυτικούς της ειδικότητας του θαλαμηπόλου της συγκεκριμένης κατηγορίας πλοίων κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές και το αντίστοιχο ποσό του ωρομισθίου για την εργασία των ναυτικών της ίδιας ειδικότητας κατά τα Σάββατα και τις αργίες, που θεωρείται εξ ολοκλήρου υπερωριακή, όπως διαμορφώνονται σε αμφότερες τις περιπτώσεις με τις προβλεπόμενες στις εφαρμοστέες Σ.Σ.Ν.Ε. προσαυξήσεις, καθώς και τα ποσά, που έγινε δεκτό ότι εισέπραξε ο ενάγων από την εναγόμενη για την αιτία αυτή σε μερική εξόφληση της απαίτησής του κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του.

Κατά το άρθρο 3 § 1 του Ν. 3239/1955 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής σύμβασης ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων συνάγεται ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο σύναψης της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009.276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 του ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003 ΕΝαυτΔ 2003.345, ΑΠ 225/2002 ΕλλΔνη 44.160 = ΔΕΝ 2002.1314, ΜονΕφΠειρ. 361/2013 ΕΝαυτΔ 2013.208, ΕφΠειρ 391/2009 ΕΝαυτΔ 2009.283, ΕφΠειρ 429/2008 ΕΝαυτΔ 2008.284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008.106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΜονΕφΠειρ. 369/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Αντιθέτως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφισθεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές στην περίπτωση, αλλά μόνον σ’ αυτήν, κατά την οποία υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003.345, ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ 213/2016, ΜονΕφΠειρ 50/2016 αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 496/2015 ο.π., ΜονΕφΠειρ 322/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 221/2015 ΕλλΔνη 2016.1405, ΜονΕφΠειρ 647/2014, ο.π., ΤριμΕφΠειρ 185/2012 ΕΝαυτΔ 2012.397, ΤριμΕφΠειρ 471/2011 ΕΝαυτΔ 2011.257, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205). Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 του ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1214/2010 ΕφΑΔ 2010.1322, ΑΠ 1746/2009 ΝοΒ 58.729, ΑΠ 142/2003 ΕλλΔνη 44.1305, ΑΠ 737/2001 ΕλλΔνη 43.723, ΑΠ 1700/1998 ΕΝαυτΔ 1999.465, ΕφΠειρ 670/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 457/2000 ΔΕΕ 2000.895). Με τον πρώτο λόγο της έφεσής της η εναγόμενη διαμαρτύρεται επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημά της να καταλογισθεί στο ποσό της υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος το ποσό των 4.252,40 ευρώ, που εκείνος έλαβε συνολικά ως «έκτακτες αμοιβές» του κατά το χρονικό διάστημα των ναυτολογήσεών του με τη συμφωνία να συμψηφίζονται με τις υπερωρίες που πραγματοποιούσε. Όπως προκύπτει από τον με αριθμό 1 συμπληρωματικό όρο καθεμίας από τις προσκομιζόμενες συμβάσεις ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, που καταρτίστηκαν εγγράφως και δεν αμφισβητείται ότι διείπε και τις υπόλοιπες άτυπες συμβάσεις του, με αυτόν ρητά συμφωνήθηκε ότι «Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Όμως, σύμφωνα με όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν, ο συμβατικός αυτός όρος, ερμηνευόμενος κατά τις υποδείξεις των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ, δεν επιτρέπει οποιονδήποτε συμψηφισμό, εφόσον με αυτόν δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιούμενες υπερωρίες του ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εργοδότριας. Δε συνέτρεξαν, επομένως, εν προκειμένω οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, αφού δεν προσδιορίσθηκαν ειδικά κατά ποιόν και ποσό οι υπέρτερες αποδοχές (ως επιμίσθιο, τακτικά και παγίως καταβαλλόμενο) του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγομένης προς αυτόν, προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία. Πράγματι, η αόριστη διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας («κάθε ποσό… πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές…») δεν δύναται να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των εν λόγω «εκτάκτων αμοιβών», όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία στον επίμαχο όρο προβλεπόταν ρητώς ότι οι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», θα καλύπτουν την οφειλόμενη υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος (ΕφΠειρ 465/2009, ο.π.). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που κατέληξε στο ίδιο (απορριπτικό της ένστασης) συμπέρασμα, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο ερευνώμενος λόγος της ένδικης έφεσης.

Από τη διάταξη του άρθρου 14 των προαναφερθεισών ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), όπως και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της ως άνω ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 861/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 500/2012, αδημ., ΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97, ΕφΠειρ. 343/2009, αδημ.). Συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΜονΕφΠειρ 89/2015, ΜονΕφΠειρ 57/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 164/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ο.π., ΕφΠειρ. 177/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 517/2011, αδημ.) και συνυπολογίζεται μόνον αν πραγματοποιούνται τακτικά δρομολόγια εξπρές και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ΜονΕφΠειρ. 590/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 364/2012, αδημ.). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατά τον επί σκοπώ καθορισμού των επιδομάτων δώρων εορτών, που εδικαιούτο ο ενάγων, προσδιορισμό των τακτικών σε μηνιαία κλίμακα καταβαλλόμενων αποδοχών του, συνυπολόγισε το επίδομα αδείας του ανωτέρω, με τη σαφώς υπονοούμενη παραδοχή της σταθερής καταβολής του από την εργοδότρια εναγομένη, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο τέταρτος λόγος της έφεσης της εναγομένης, κατά το συναφές σκέλος του, με το οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο. Αβάσιμος και απορριπτέος τυγχάνει επίσης ο τέταρτος λόγος της έφεσης της εναγομένης κατά το σκέλος αυτού, με το οποίο η τελευταία παραπονείται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσον αφορά το ποσό, που συνυπολογίσθηκε για τον προσδιορισμό των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος, με σκοπό τον καθορισμό των οφειλομένων σ’αυτόν επιδομάτων εορτών, ως μέσος όρος της αμοιβής του για την παροχή υπερωριακής εργασίας (ειδικότερα ισχυρίζεται ότι τέτοιο ποσό δεν θα έπρεπε να συνυπολογισθεί στις μηνιαίες αποδοχές του διότι δεν το δικαιούται, αφού ουδέποτε παρείχε υπερωριακή εργασία στο πλοίο της, άλλως ότι αυτός για τις όποιες υπερωρίες του έχει εισπράξει το αναλογούν ποσό αμοιβής, με αποτέλεσμα την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση της απαίτησής του). Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, για τον ίδιο σκοπό, δεν συνυπολόγισε στις συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος την κατά μέσο πρόσθετη μηναία αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, που εκτέλεσε το πλοίο, με την σαφώς υπονοούμενη παραδοχή της μη σταθερής καταβολής του από την εναγόμενη, ορθά τις οικείες διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, διότι, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες από αμφότερους τους διαδίκους αποδείξεις πληρωμής του, που αφορούν στα καταβληθέντα σ’αυτόν ποσά για την παροχή της εργασίας του στο πλοίο της εναγομένης όλους τους μήνες των χρονικών διαστημάτων των ναυτολογήσεών του, τέτοια αμοιβή (με την ένδειξη “διπλά δρομολόγια”) δεν του καταβαλλόταν κάθε μήνα ανελλιπώς και αδιαλείπτως αλλά μόνο τους συγκεκριμένους μήνες, κατά τους οποίους προφανώς το πλοίο εκτέλεσε αυτού του είδους τα δρομολόγια και επομένως ως μη καταβαλλόμενο σταθερά και μόνιμα δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον ενάγοντα με το συναφές σκέλος του τρίτου λόγου της κρινόμενης έφεσής του απορριπτομένων ως αβασίμων. Αντιθέτως πλημμέλεια της εκκαλουμένης περί την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, συνιστά, κατά παραδοχήν του τρίτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος κατά τα συναφή σκέλη του, ο για τον ίδιο σκοπό συνυπολογισμός στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ως μέσου όρου αμοιβής για την παροχή υπερωριακής εργασίας ποσού μικρότερου του αναλογούντος στις ώρες, που πράγματι εργάσθηκε υπερωριακά στο πλοίο της εναγομένης ως διαμεριστής θαλαμηπόλος, καθώς και ο μη συνυπολογισμός στις αποδοχές του, στις οποίες θα πρέπει να συμπεριληφθεί κάθε παροχή καταβληθείσα παγίως και σταθερώς ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρασχεθείσας εργασίας του τακτικώς κάθε μήνα, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, του μέσου όρου του ποσού κυμαινόμενου ύψους, που εισέπραξε αυτός ως “έκτακτες αμοιβές” (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 200/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), συνολικά ανερχόμενου σε 4.252,40 ευρώ, το οποίο στην πραγματικότητα αφορά σε ποσοστά επί των πωλήσεων των μπαρ και των κυλικείων του πλοίου και του καταβαλλόταν ανελλιπώς, όπως και σε όλους τους θαλαμηπόλους και επίκουρους θαλαμηπόλους, κάθε μήνα των χρονικών περιόδων των ναυτολογήσεών του, όπως σαφώς προκύπτει από τις μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του. Επομένως, ο ενάγων, με βάση τις  παραδοχές αυτές και ενόψει του ότι οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν καθ’όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, που αφορά στις ναυτολογήσεις του εντός του έτους 2017, στο συνολικό ποσό των 4.173,88 ευρώ [2.476,32 ευρώ το άθροισμα των τακτικών και πάγιων (νόμιμων) μηνιαίων αποδοχών του, στο οποίο περιλαμβάνονται ο μηνιαίος μισθός ενέργειας του θαλαμηπόλου, το επίδομα Κυριακών, το μηνιαίο αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας, όπως υπολογίσθηκε ανωτέρω + 81,05 ευρώ το μηνιαίο επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της εφαρμοστέας ΣΣΝΕ του έτους 2017 (1,157,99 ευρώ ο μηνιαίος μισθός ενεργείας της ειδικότητας του θαλαμηπόλου Χ 7%= 81,05 ευρώ) + 1.371,66 ευρώ ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του (23.821,28 ευρώ η αμοιβή του συνολικά για την αιτία αυτή καθ’όλη τη χρονική περίοδο των ναυτολογήσεών του στο εν λόγω πλοίο ÷ 521 ημέρες συνολικής διάρκειάς τους εντός των ετών 2017 και 2018 Χ 30 ημέρες/μήνα = 1.371,66 ευρώ) +  244,85 ευρώ ο μέσος όρος του ποσού, που εισέπραξε ως “έκτακτες αμοιβές” (4.252,40 ευρώ συνολικά καθ’όλη τη χρονική περίοδο των ναυτολογήσεών του στο εν λόγω πλοίο ÷ 521 ημέρες συνολικής διάρκειάς τους Χ 30 ημέρες/μήνα = ευρώ) = 244,85 ευρώ) = 4.173,88 ευρώ] δικαιούται: 1) Για αναλογία επιδόματος δώρου Πάσχα του έτους 2017, κατά το οποίο η εργασιακή του σχέση στο πλοίο της εναγομένης δε διήρκεσε καθ’όλο το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου μέχρι και την 30η Απριλίου του ανωτέρω έτους, αλλά από την 1η.1.2017 έως τις 18.2.2017 και από τις 2.4.2017 έως και τις 30.4.2017, δηλαδή επί 78 ημέρες, άλλως επί 9,75 οκταήμερα  (78 ημέρες:8)  δικαιούται να λάβει  το ισόποσο του 1/15 του ημίσεος των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, συνολικού ποσού 4.173,88 ευρώ, ανά 8 ημέρες εργασίας του και δη το ποσό των 1.356,42 ευρώ (4.173,88 ευρώ : 2 = 2.086,94  ευρώ ÷ 15 = 139,12 ευρώ Χ 9,75 οκταήμερα = 1.356,42 ευρώ). 2) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων του έτους 2017, εφόσον η σύμβαση εργασίας του στο αυτό ως άνω πλοίο εντός του έτους 2017 δε διήρκεσε καθ’όλο το χρονικό διάστημα από την 1η Μαΐου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου, αλλά από 1.5.2017 έως 30.9.2017 και από 29.10.2017 έως 3.12.2017,  δηλαδή επί  189 ημέρες, άλλως επί 9,94 δεκαεννεαήμερα, δικαιούται να λάβει το ισόποσο των 2/25 των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, ποσού 4.173,88 ευρώ, ανά δεκαεννεαήμερο απασχόλησής  του και δη το ποσό των 3.319,06 ευρώ (4.173,88 ευρώ το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, όπως αυτές υπολογίσθηκαν ανωτέρω Χ 2/25 = 333,91 ευρώ Χ 9,94 δεκαεννεαήμερα =  3.319,06 ευρώ). Συνεπώς για επιδόματα εορτών του έτους 2017 ο ενάγων δικαιούται το συνολικό ποσό των 4.675,48 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε από την εναγόμενη για την αιτία αυτή, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής του, το συνολικό ποσό των 2.222,82 ευρώ (το ποσό των 1.577,54 ευρώ για δώρο Χριστουγέννων και το ποσό των 645,28 ευρώ για δώρο Πάσχα και όχι το ποσό των 453,97 ευρώ και το ποσό των 1.085,49 ευρώ αντίστοιχα, όπως εσφαλμένα εκτιμώντας τις αποδείξεις δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλλουμένη απόφασή του, κατά παραδοχήν ως βασίμου του τέταρτου λόγου της έφεσης της εναγομένης κατά το συναφές σκέλος του, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά ποσού 2.452,66 ευρώ. Περαιτέρω, ο ενάγων, ενόψει του ότι οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, που αφορά στις ναυτολογήσεις του εντός του έτους 2018, στο συνολικό ποσό των 4.224,87 ευρώ [2.525,68 ευρώ το άθροισμα των τακτικών και πάγιων (νόμιμων) αποδοχών του, στο οποίο περιλαμβάνονται ο μηνιαίος μισθός ενέργειας του θαλαμηπόλου, το επίδομα Κυριακών, το μηνιαίο αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας, όπως υπολογίσθηκε ανωτέρω + 82,68 ευρώ το μηνιαίο επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της εφαρμοστέας ΣΣΝΕ του έτους 2018 (1.181,15 ευρώ ο μηνιαίος μισθός ενεργείας της ειδικότητας του θαλαμηπόλου Χ 7% = 82,68 ευρώ) + 1.371,66 ευρώ ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του (23.821,28 ευρώ η αμοιβή του συνολικά για την αιτία αυτή καθ’όλη τη χρονική περίοδο των ναυτολογήσεών του στο εν λόγω πλοίο ÷ 521 ημέρες συνολικής διάρκειάς τους εντός των ετών 2017 και 2018 Χ 30 ημέρες/μήνα = 1.371,66 ευρώ) +  244,85 ευρώ ο μέσος όρος του ποσού, που εισέπραξε ως “έκτακτες αμοιβές” (4.252,40 ευρώ συνολικά καθ’όλη τη χρονική περίοδο των ναυτολογήσεών του στο εν λόγω πλοίο ÷ 521 ημέρες συνολικής διάρκειάς τους Χ 30 ημέρες/μήνα = ευρώ) =  244,85 ευρώ)=  4.224,87 ευρώ] δικαιούται: 1) Για αναλογία επιδόματος δώρου Πάσχα του έτους 2018, κατά το οποίο η εργασιακή του σχέση στο πλοίο της εναγομένης δε διήρκεσε καθ’όλο το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου μέχρι και την 30η Απριλίου του ανωτέρω έτους, αλλά από τις 4.1.2018 έως τις 18.2.2018 και από 5.4.2018 έως και τις 30.4.2018, δηλαδή επί 72 ημέρες,  άλλως επί 9 οκταήμερα  (72 ημέρες:8), δικαιούται να λάβει  το ισόποσο του 1/15 του ημίσεος των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, συνολικού ποσού 4.224,87 ευρώ, ανά 8 ημέρες εργασίας του, και δη το ποσό των 1.267,38 ευρώ (4.224,87 ευρώ : 2 = 2.112,43 ευρώ ÷ 15 = 140,82  ευρώ Χ 9 οκταήμερα =  1.267,38 ευρώ). 2) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων του έτους 2018, εφόσον η σύμβαση εργασίας του στο αυτό ως άνω πλοίο εντός του έτους 2018 δε διήρκεσε καθ’όλο το χρονικό διάστημα από την 1η Μαΐου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου, αλλά από 1.5.2018 έως 29.10.2018, δηλαδή επί 182 ημέρες, άλλως επί  9,57 δεκαεννεαήμερα, δικαιούται να λάβει το ισόποσο των 2/25 των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, ποσού 4.224,87 ευρώ, ανά δεκαεννεαήμερο απασχόλησής  του, και δη το ποσό των 3.234,46 ευρώ (4.224,87 ευρώ το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, όπως αυτές υπολογίσθηκαν ανωτέρω Χ 2/25 = 337,98 ευρώ Χ 9,57 δεκαεννεαήμερα = 3.234,46 ευρώ). Συνεπώς για επιδόματα εορτών του έτους 2018 ο ενάγων δικαιούται το συνολικό ποσό των 4.501,84 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε από την εναγόμενη για την αιτία αυτή, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής του, το συνολικό ποσό των 2.245,06 ευρώ και συγκεκριμένα το ποσό των 610,27 ευρώ για δώρο Πάσχα και το ποσό των 1.634,79 ευρώ για δώρο Χριστουγέννων και όχι τα ποσά των 456,61 ευρώ και των 1.083,32 ευρώ αντίστοιχα, όπως εσφαλμένα εκτιμώντας τις αποδείξεις δέχθηκε η εκκαλουμένη κατά παραδοχήν ως βασίμου του τέταρτου λόγου της έφεσης της εναγομένης κατά το συναφές σκέλος του, με αποτέλεσμα να δικαιούται τη διαφορά, ποσού 2.256,78 ευρώ.

Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων δικαιούται για τις ναυτολογήσεις του εντός του έτους 2018, κατά το οποίο εργάσθηκε κατά τα χρονικά διαστήματα από 4.1.2018 έως 18.2018 και από 5.4.2018 έως 29.10.2018, ήτοι επί 8 μήνες και 10 ημέρες, με βάση τα προβλεπόμενα στην εν προκειμένω εφαρμοστέα ανωτέρω ΣΣΝΕ του έτους 2018, ως δεδουλευμένες αποδοχές του το συνολικό ποσό των 16.150 ευρώ {15.504 ευρώ [1.181,15 ευρώ (μισθός ενεργείας της ειδικότητας του θαλαμηπόλου) + 259,86 ευρώ (επίδομα Κυριακής) + 35,92 ευρώ (επίδομα βαρειάς και ανθυγιεινής εργασίας) + 461,07 ευρώ (αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας) = 1.938 ευρώ το μήνα) Χ 8 μήνες = 15.504 ευρώ)] + 646 ευρώ ευρώ (1.938:30 Χ 8 ημέρες) =16.150}, έναντι του οποίου έλαβε από την εναγόμενη, όπως συνομολογεί καθ’υποφοράν στο δικόγραφο της αγωγής του, το ποσό των 15.542,50 ευρώ, καθώς και το ποσό των 396 ευρώ αναδρομικά, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από αμφότερους τους διαδίκους σχετική απόδειξη πληρωμής, ήτοι συνολικά το ποσό των 15.938,50 ευρώ, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά ποσού 211,50 ευρώ, κατά παραδοχήν ως εν μέρει βάσιμης και κατ’ουσίαν της προβληθείσης  ένστασης εξόφλησης της εναγομένης. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι ο ενάγων δικαιούται να λάβει για την αιτία αυτή το μεγαλύτερο ποσό των 296,88 ευρώ, διότι δέχθηκε ότι εισέπραξε αναδρομικά το μικρότερο ποσό των 310,62 ευρώ, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε η εναγόμενη με τον πέμπτο λόγο της έφεσή της κατά το συναφές σκέλος του.

Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 33 των αυτών ως άνω ΣΣΝΕ συνάγεται ότι, προκειμένου περί πλοίου, το οποίο εκτελεί κυκλικά ταξίδια και προς εξυπηρέτηση καθορισμένου δρομολογίου αποπλέει από του αφετηρίου λιμένος ή του λιμένος προορισμού προ της παρελεύσεως εξαώρου από του κατάπλου ή έχει τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από του αφετηρίου λιμένος, υπό την προϋπόθεση ότι δεν εκτελεί κατά κύριο λόγο ημερινούς πλόες (από 7ης πρωινής μέχρι 23ης νυκτερινής – ημερόπλοιο) ή δεν είναι πλοίο τοπικών γραμμών, το οποίο δεν εκτελεί δρομολόγια κατά τις νυκτερινές ώρες (23.00-07.00) ή δεν επεκτείνει τα δρομολόγια κατά τις ώρες αυτές, οι ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις των ως άνω ΣΣΝΕ, δικαιούνται αμοιβής ίσης προς το πηλίκο του συνόλου των ωρών των προώρων αναχωρήσεων μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από του κατάπλου καθ’εβδομάδα δια του αριθμού 8 ή τον αριθμό των πέραν των πέντε δρομολογίων του πλοίου καθ’ εβδομάδα, αντιστοίχως, επί το ένα τριακοστό (1/30) ή το ένα εξηκοστό (1/60) ή το εν εκατοστό εικοστό (1/120) του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών, εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον δώδεκα (12) ώρες ή τουλάχιστον έξι (6) ώρες ή μέχρι έξι (6) ωρών αντιστοίχως (ΕφΠειρ. 53/2013, ΕφΠειρ. 66/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 364/2012 αδημ.). Για τον προσδιορισμό των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του ναυτικού που λαμβάνονται ως βάση καθορισμού της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής συνυπολογίζεται ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του (ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124) και το επίδομα άδειας (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΜονΕφΠειρ. 51/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατά τον επί σκοπώ καθορισμού της αιτούμενης πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση από το πλοίο δρομολογίων εξπρές, που εδικαιούτο ο ενάγων, προσδιορισμό των τακτικών σε μηνιαία κλίμακα καταβαλλόμενων αποδοχών του, συνυπολόγισε το επίδομα αδείας του ανωτέρω, με τη σαφώς υπονοούμενη παραδοχή της σταθερής καταβολής του από την εργοδότρια εναγομένη, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο τρίτος λόγος της έφεσης της εναγομένης, κατά το συναφές σκέλος του, με το οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο. Αβάσιμος και απορριπτέος τυγχάνει επίσης ο τρίτος λόγος της έφεσης της εναγομένης κατά το σκέλος αυτού, με το οποίο η τελευταία παραπονείται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσον αφορά το ποσό, που συνυπολογίσθηκε για τον προσδιορισμό των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος, με σκοπό τον καθορισμό των οφειλομένων σ’αυτόν επιδομάτων εορτών, ως μέσος όρος της αμοιβής του για την παροχή υπερωριακής εργασίας (ειδικότερα ισχυρίζεται ότι τέτοιο ποσό δεν θα έπρεπε να συνυπολογισθεί στις μηνιαίες αποδοχές του διότι δεν το δικαιούται, αφού ουδέποτε παρείχε υπερωριακή εργασία στο πλοίο της, άλλως ότι αυτός για τις όποιες υπερωρίες του έχει εισπράξει το αναλογούν ποσό αμοιβής, με αποτέλεσμα την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση της απαίτησής του). Αντιθέτως πλημμέλεια της εκκαλουμένης περί την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, συνιστά, κατά παραδοχήν του δεύτερου λόγου της έφεσης του ενάγοντος κατά τα συναφή σκέλη του, ο για τον ίδιο σκοπό συνυπολογισμός στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ως μέσου όρου αμοιβής για την παροχή υπερωριακής εργασίας ποσού μικρότερου του αναλογούντος στις ώρες, που πράγματι εργάσθηκε υπερωριακά στο πλοίο της εναγομένης ως διαμεριστής θαλαμηπόλος, καθώς και ο μη συνυπολογισμός στις αποδοχές του, στις οποίες θα πρέπει να συμπεριληφθεί κάθε παροχή καταβληθείσα παγίως και σταθερώς ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρασχεθείσας εργασίας του τακτικώς κάθε μήνα, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, του μέσου όρου του ποσού κυμαινόμενου ύψους, που εισέπραξε αυτός ως “έκτακτες αμοιβές” (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 200/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), συνολικά ανερχόμενου σε 4.252,40 ευρώ, το οποίο στην πραγματικότητα αφορά σε ποσοστά επί των πωλήσεων των μπαρ και των κυλικείων του πλοίου και του καταβαλλόταν ανελλιπώς, όπως και σε όλους τους θαλαμηπόλους και επίκουρους θαλαμηπόλους, κάθε μήνα των χρονικών περιόδων των ναυτολογήσεών του, όπως σαφώς προκύπτει από τις μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του. Σημειωτέον ότι στις αποδοχές αυτές, βάσει των οποίων θα υπολογισθεί η ανωτέρω αμοιβή, θα πρέπει να συμπεριληφθεί, ως παροχή καταβαλλόμενη σ’αυτόν παγίως και σταθερώς, και ο μέσος όρος των επιδομάτων εορτών των ετών 2017 και 2018, εντός των οποίων ήταν ναυτολογημένος, διότι αναλογία των επιδομάτων αυτών του καταβαλλόταν τακτικώς κάθε μήνα από την εναγόμενη καθόλη τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του στο πλοίο της ως νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, κυμαινόμενου ύψους, αντίστοιχο των ημερών της εργασίας του κατά το συγκεκριμένο μήνα, όπως σαφώς προκύπτει από τις προσκομιζόμενες μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του κατά τον καθορισμό των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος για τον προσδιορισμό του ποσού, που δικαιούται ως πρόσθετη αμοιβή για την εκτέλεση από το πλοίο δρομολογίων εξπρές, δε συμπεριέλαβε το ποσό του μέσου όρου των επιδομάτων εορτών των ετών 2017 και 2018, το οποίο, ως καταβαλλόμενο σταθερά και μόνιμα, έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής, εσφαλμένα τις οικείες διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε ο ενάγων με το συναφές σκέλος του δεύτερου λόγου της κρινόμενης έφεσής του. Ο ενάγων, με δεδομένο ότι, με συνυπολογισμό του μέσου όρου των επιδομάτων εορτών ποσού 528,44 ευρώ (9.177,32 ευρώ το συνολικό ποσό των επιδομάτων εορτών, που δικαιούται για τις ναυτολογήσεις του στο πλοίο της εναγομένης κατά τα έτη 2017 και 2018 ÷ 521 ημέρες συνολικής διάρκειάς τους Χ 30 ημέρες/μήνα = 528,44  ευρώ), οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν για το έτος 2017 στο συνολικό ποσό των 4.702,32 ευρώ (4.173,88 ευρώ το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του κατά τα προεκτεθέντα + 528,44 ευρώ = 4.702,32 ευρώ), δικαιούται ως πρόσθετη αμοιβή για την εκτέλεση από το πλοίο α) κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2017 έως 18.2.2017, από 2.4.2017  έως 30.9.2017 και από 29.10.2017 έως και 3.12.2017, 6,08 δρομολογίων εξπρές, υπολογιζομένων με βάση τις ώρες τις πρόωρης αναχώρησής του από το λιμένα του Πειραιώς, προ δηλαδή της συμπλήρωσης 6 ωρών από τον κατάπλου του, διάρκειας εκάστου άνω των δώδεκα (12) ωρών,  το συνολικό ποσό των 952,97 ευρώ [6,08 δρομολόγια Χ 156,74 ευρώ η αμοιβή του για κάθε δρομολόγιο εξπρές (4.702,32 ευρώ:30 =156,74 ευρώ) = 952,97 ευρώ], β) κατά το χρονικό διάστημα από 22.6.2017 έως 30.8.2017 δώδεκα (12) συνολικά δρομολογίων εξπρές, υπολογιζομένων με βάση τον αριθμό των πέραν των πέντε δρομολογίων καθ’ εβδομάδα, διαρκείας εκάστου άνω των δώδεκα (12) ωρών, το συνολικό ποσό των 1.880,88 ευρώ [12 δρομολόγια Χ  156,74 ευρώ η αμοιβή του για κάθε δρομολόγιο εξπρές (4.702,32 ευρώ:30 = 156,74 ευρώ) = 1.880,88 ευρώ], ήτοι συνολικά το ποσό των  1.990,43 ευρώ (952,97 ευρώ + 1.880,88 ευρώ = 2.833,85 ευρώ), ενώ εισέπραξε από την εργοδότριά του για την αιτία αυτή εντός του έτους 2017 το συνολικό ποσό των 2.343,72 ευρώ, σύμφωνα με τις αποδείξεις πληρωμής του, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται η διαφορά, ποσού 490,13 ευρώ, κατά παραδοχήν ως ουσία βάσιμης της σχετικής ένστασης της εναγομένης. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, δέχθηκε ότι για το έτος 2017 ουδέν ποσό οφείλεται στον ενάγοντα για την ανωτέρω αιτία, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε αυτός με το συναφές σκέλος του δεύτερου λόγου της ένδικης έφεσής του.  Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά τα χρονικά διαστήματα των  ναυτολογήσεών του εντός του έτους 2018, από 4.1.2018 έως 18.2.2018 και από 5.4.2018 έως και 29.10.2018 το πλοίο της εναγομένης εκτέλεσε συνολικά 23,48 δρομολόγια εξπρές, όπως προκύπτουν με βάση τις ώρες τις πρόωρης αναχώρησής του από το λιμένα του Πειραιώς, προ δηλαδή της συμπλήρωσης 6 ωρών από τον κατάπλου του σ’αυτόν. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται της πρόσθετης αμοιβής, που προβλέπεται από το άρθρο 33 § 7 περ.α΄ της ανωτέρω ΣΣΝΕ του έτους 2018, εφόσον η διάρκεια του εκάστοτε κυκλικού ταξιδίου του πλοίου ήταν μεγαλύτερη των δώδεκα (12) ωρών, υπολογιζομένης με βάση συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του για το έτος 2018 συνολικού ποσού 4.753,31 ευρώ (4.224,87 ευρώ κατά τα προεκτεθέντα + 528,44 ευρώ ο μέσος όρος αμοιβής επιδομάτων εορτών). Συγκεκριμένα δικαιούται το συνολικό ποσό των 3.720,17 ευρώ [23,48 δρομολόγια Χ 158,44 ευρώ η αμοιβή του για κάθε δρομολόγιο εξπρές (4.753,31 ευρώ : 30 = 158,44 ευρώ) = 3.720,17 ευρώ], έναντι του οποίου έλαβε από την εναγόμενη το συνολικό ποσό των 1.515,15 ευρώ, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής του, με αποτέλεσμα να δικαιούται να λάβει τη διαφορά, ποσού 2.205,02 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε ότι ο ενάγων δικαιούται για την ίδια αιτία το μικρότερο ποσό των 1.078,21 ευρώ, μη συνυπολογίζοντας στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του το μέσο όρο του συνολικού ποσού των επιδομάτων εορτών, που αυτός εδικαιούτο κατά τις ναυτολογήσεις του και συνυπολογίζοντας μικρότερο ποσό ως μέσο όρο της αμοιβής για την παροχή υπερωριακής εργασίας στο πλοίο της εναγομένης, εσφαλμένα το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε αυτός με το συναφές σκέλος του δεύτερου λόγου της έφεσής του, των υποστηριζομένων από την εναγόμενη με το συναφές σκέλος του τρίτου λόγου της δικής της έφεσης απορριπτομένων ως αβασίμων. Επισημαίνεται ότι οι παραδοχές της εκκαλουμένης απόφασης επί του αριθμού των δρομολογίων εξπρές που εκτέλεσε το πλοίο κατά τις ναυτολογήσεις του ενάγοντος σ’αυτό εντός των ετών 2017 και 2018, καθώς και επί των καταβληθέντων από την εναγόμενη ποσών ως αμοιβή του κατά τη διάρκεια των εργασιακών του συμβάσεων για την ανωτέρω αιτία δεν πλήττονται ειδικά από τους διαδίκους με τις εφέσεις τους.

Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, για να θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006, Δνη 2006/1331 = Δ 2006/1151 = ΝοΒ 2006/1716, ΟλΑΠ 1/1997, Δνη 1997/534 = ΕΕΝ 1997/389 = ΝοΒ 1998/17, ΟλΑΠ 17/1995, Δνη 1995/1531, ΟλΑΠ 62/1990, Δνη 1991/501 = ΕΕΝ 1991/320 = ΝοΒ 1991/389, ΟλΑΠ 2101/1984, ΝοΒ 1985/648, ΟλΑΠ 88/1980, ΝοΒ 1980/1437, ΑΠ 38/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει εύλογα δημιουργηθεί στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΕΕΝ 2003/168 = ΝοΒ 2003/648, ΟλΑΠ 8/2001, ΝοΒ 49/1814 = Δνη 2001/382 = ΕπισκΕμπΔ 2002/392). Μόνη όμως η αδράνεια του δικαιούχου για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ’ αυτόν της παραγραφής δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ (ΑΠ 2/2019, ΧρΙΔ 2019/504). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 § 1 ΑΝ 539/1945 και 8 § 4 Ν. 4020/1959 συνάγεται γενική αρχή του εργατικού δικαίου, κατά την οποία εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και, επομένως, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των προβλεπομένων από το νόμο, τη συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλες κανονιστικές διατάξεις ελαχίστων ορίων των αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και αν γίνεται εκ των υστέρων υπό μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 του ΑΚ, όπως άκυρη είναι και η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως μάλιστα αν η αξίωση αυτή έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 166/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2014, ΧρΙΔ 2015/225, ΑΠ 1554/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 691/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκ τούτου, επειδή δηλαδή η συμφωνία που περιορίζει τα ως άνω δικαιώματα του εργαζομένου είναι για λόγους δημοσίας τάξεως άκυρη, έπεται ότι η παρά την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας δικαστική επιδίωξή τους δεν μπορεί να αποκρουστεί με την επίκληση της από το άρθρο 281 του ΑΚ καταχρηστικότητας (ΜονΕφΠειρ. 71/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 795/2010, ΕΝαυτΔ 2010/385, ΕφΠειρ. 901/2002, ΠειρΝ 2003/70). Τέλος, μόνη η ανοχή του εργαζομένου ως προς την καταβολή μειωμένων αποδοχών δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αξίωσής του για την καταβολή σ’ αυτόν των νομίμων ελαχίστων αποδοχών του (ΑΠ 1158/2009, Ε7/2012/996, ΜονΕφΠειρ. 48/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕΦΠειρ. 397/2020, αδημ.). Με τον έκτο και τελευταίο λόγο της έφεσής της η εναγόμενη επαναφέρει την πρωτοδίκως επικουρικά προβληθείσα και απορριφθείσα ως μη νόμιμη ένστασή της ότι η άσκηση της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η ικανοποίηση περιουσιακών αξιώσεων που είναι υπέρογκες και της δημιουργούν τεράστιο οικονομικό βάρος, είναι καταχρηστική, καθόσον, ειδικότερα, ο ενάγων με θετικές ενέργειές του της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις αξιώσεις του αυτές. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι ο εφεσίβλητος παρέμεινε στην υπηρεσία της επί πολλά χρόνια χωρίς ουδέποτε να ισχυρισθεί ότι υποαμείβεται, αντιθέτως, λάμβανε τις οικειοθελείς παροχές της, καθώς και αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης πέραν της νόμιμης, χωρίς ουδέποτε να εγείρει θέμα άλλων αξιώσεων, τις οποίες προέβαλε το πρώτον μετά την αποχώρησή του και χωρίς να την οχλήσει προηγουμένως περί την εξόφλησή τους, παραλάμβανε και υπέγραφε ανεπιφύλακτα όλες τις αναλυτικές αποδείξεις πληρωμής του, χωρίς να εκφράσει αντίρρηση ως προς το ύψος των βασικών ή πρόσθετων αποδοχών του και υπέγραφε άνευ επιφυλάξεως τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής του απασχόλησης, δια της οποίας (υπογραφής του) κατ’ ουσίαν αναγνώριζε και διαβεβαίωνε την εναγόμενη ότι δεν έχει εργασθεί περισσότερες ώρες από τις εκεί αναφερόμενες. Η ένσταση αυτή όμως δεν είναι νόμιμη, διότι τα επικαλούμενα περιστατικά, στα οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της ιδίας διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, αφού ο ενάγων, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νομίμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του. Άλλωστε, η περιγραφόμενη στάση του ενάγοντος συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά του, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στην εργοδότρια της εύλογης πεποίθησης ότι δεν πρόκειται να ασκηθούν αξιώσεις για υπερωριακή αμοιβή. Θετική συμπεριφορά που θα μπορούσε να στηρίξει ισχυρισμό περί κατάχρησης δικαιώματος του μισθωτού θα συνιστούσε η υπογραφή του σε μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής απασχόλησης, αν τις σχετικές καταστάσεις συνέτασσε ο ίδιος ο ναυτικός και τις υπέβαλε προς έγκριση στην εργοδότρια, η οποία θα τις ενέκρινε και εν συνεχεία εκείνος αμφισβητούσε τον αριθμό των υπερωριών που ο ίδιος υποστήριξε εξαρχής ότι πραγματοποίησε. Σε κάθε άλλη περίπτωση η μη αμφισβήτηση της ορθότητας των εγγραφών στις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών ή στις αποδείξεις πληρωμής του ναυτικού συνιστά απλή ανοχή προς αποφυγή του κινδύνου λύσης της εργασιακής σχέσης με πρωτοβουλία του εργοδότη. Εξάλλου, μόνον το οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει στην εναγόμενη η ευδοκίμηση της αγωγής δε μπορεί να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο, απέρριψε την ανωτέρω ένσταση της εναγομένης ως μη νόμιμη και ο ερευνώμενος λόγος της έφεσης της εναγομένης θα πρέπει ν’απορριφθεί ως αβάσιμος.

Κατ’ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτές εν μέρει οι ένδικες εφέσεις ως και ουσιαστικά βάσιμες κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και αφενός μεν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 13.024,83 ευρώ (4.928,38 ευρώ + 529,54 ευρώ + 6.225, 96 ευρώ + 1.340,95 ευρώ =13.024,83 ευρώ), ως διαφορά αμοιβής της υπερωριακής του απασχόλησης, αφετέρου δε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των 7.616,09 ευρώ (211,50 ευρώ + 2.452,66 ευρώ + 2.256,78 ευρώ + 490,13 ευρώ + 2.205,02 ευρώ =7.616,09 ευρώ) ως διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, διαφορές αναλογίας επιδομάτων εορτών και διαφορές αμοιβής λόγω της εκτέλεσης από το πλοίο δρομολογίων εξπρές αντίστοιχα, με το νόμιμο τόκο σε αμφότερες τις περιπτώσεις από της λύσης της τελευταίας σύμβασης ναυτολόγησης του ενάγοντος την 29η.10.2018, που αποτελεί κατά νόμο δήλη ημέρα και μέχρι την πλήρη εξόφληση, όπως και πρωτοδίκως κρίθηκε, χωρίς εναντίον της σχετικής διάταξης της εκκαλουμένης να εγείρεται από τους διαδίκους οποιαδήποτε αντίρρηση.  Κατόπιν αυτών παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του υποβληθέντος με το δικόγραφο της έφεσης της εναγομένης στο Δικαστήριο τούτο αιτήματος της ανωτέρω για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκ μέρους της καταβολή στον ενάγοντα του χρηματικού ποσού των 2.000 ευρώ, ως προς το οποίο η εκκαλουμένη απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, το οποίο θεμελιώνεται στις διατάξεις των άρθρων 525 § 3 και 914 ΚΠολΔ, αφού το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης καταψήφισης υπερβαίνει το καταβληθέν. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων τις α) από 24.3.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………./24.3.2021 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ……./26.5.2021 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση και β) από 9.7.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. δικογρ………/15.7.2021 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ………../16.7.2021 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 283/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτές τυπικώς και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την αγωγή κατ’ ουσίαν.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν κατά ένα μέρος.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δεκατριών χιλιάδων εικοσιτεσσάρων ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών του ευρώ (13.024,83) με το νόμιμο τόκο από τις 29.10.2018 και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των επτά χιλιάδων εξακοσίων δέκα έξι ευρώ και εννέα λεπτών του ευρώ (7.616,09 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από τις 29.10.2018 και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ το αίτημα της εναγομένης περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα της εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης κατάσταση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο καθορίζει στο ποσό των οκτακοσίων ευρώ (800).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, στις 9-6-2023.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ