Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 338/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     338/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………………….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α.ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ναυτιλιακής εταιρίας πλοίων αναψυχής με την επωνυμία «…………..» (……………….), που εδρεύει στον ……………. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Παναγιώτη Κορωναίου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ:  1) ……………. και 2) …………….., για τον εαυτό του ατομικά ως πλοιάρχου του επιβατηγού (Ε/Γ) – τουριστικού (Τ/Ρ)  πλοίου «ΑΙΙ», νηολογίου ………….. και για λογαριασμό των μελών του πληρώματος αυτού ……………., κατοίκων …………., οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Χρήστου Στέφα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

Β.ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ………… και 2) ………, για τον εαυτό του ατομικά ως πλοιάρχου του επιβατηγού (Ε/Γ) – τουριστικού (Τ/Ρ) πλοίου «ΑΙΙ», νηολογίου ……… και για λογαριασμό των μελών του πληρώματος …………….. οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Χρήστου Στέφα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Ναυτιλιακής εταιρίας πλοίων αναψυχής με την επωνυμία «……….» (…………..), που εδρεύει στον ……… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Παναγιώτη Κορωναίου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. και 2) Μονοπρόσωπης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «………..», πρώην «…………..», που εδρεύει ………………… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Χρήστου Πλέγκα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. Και

Γ.ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Μονοπρόσωπης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «……………..», που εδρεύει στη …………. και εκπροσωπείται νόμιμα, ως οιονεί καθολική διάδοχος μετά από συγχώνευση με απορρόφηση της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «……………….», η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Χρήστου Πλέγκα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) …………… και 2) …………. για τον εαυτό του ατομικά ως πλοιάρχου του επιβατηγού (Ε/Γ) – τουριστικού (Τ/Ρ)  πλοίου «ΑΙΙ», νηολογίου ………… και για λογαριασμό των μελών του πληρώματος αυτού ………….., οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Χρήστου Στέφα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. Και 3) Ναυτιλιακής εταιρίας πλοίων αναψυχής με την επωνυμία «…………….» (…………), που εδρεύει στον ………………….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Παναγιώτη Κορωναίου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

Οι εκκαλούντες στη Β έφεση – πρώτος και δεύτερος των εφεσίβλητων στις Α και Γ εφέσεις άσκησαν την από 22-1-2020 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ ……./24-1-2020 κύρια αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Νέα Τακτική διαδικασία – Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), που απευθύνονταν κατά της εκκαλούσας στην Α έφεση / πρώτης εφεσίβλητης στη Β έφεση / τρίτης εφεσίβλητης στη Γ έφεση (κυρίως εναγόμενης). Η τελευταία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Νέα Τακτική διαδικασία – Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), την από 18-2-2020 και με ΓΑΚ …… και ΕΑΚ ……/2020 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή – παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης, που απευθύνονταν κατά της δεύτερης εφεσίβλητης στη Β έφεση / εκκαλούσας στη Γ έφεση. Ακολούθως η τελευταία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Νέα Τακτική διαδικασία – Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) την από 2-7-2020 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ ……/8-7-2020 πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της άνω κυρίως εναγόμενης και κατά των άνω κυρίως εναγόντων. Η άνω κύρια αγωγή, καθώς και η άνω ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή και η άνω πρόσθετη παρέμβαση συζητήθηκαν στις 9-2-2021 στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Νέα Τακτική διαδικασία – Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) και στη συνέχεια εκδόθηκε επ’ αυτών η με αριθ. 1361/2021 οριστική απόφαση του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η κύρια αγωγή και έγινε δεκτή η προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, ενώ απορρίφθηκε η πρόσθετη παρέμβαση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται: α) η κυρίως εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα στην Α έφεση με την κρινόμενη από 8-9-2021 και με ΓΑΚ ….. και ΑΚ …/10-9-2021 έφεσή της (υπό στοιχείο Α), β) οι κυρίως ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες στη Β έφεση / πρώτος και δεύτερος των εφεσίβλητων στις Α και Γ εφέσεις με την κρινόμενη από 16-9-2021 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …../16-9-2021 έφεσή τους (υπό στοιχείο Β) και γ) η προσεπικαλούμενη / παρεμπιπτόντως εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα στη Γ έφεση, με την κρινόμενη από 16-9-2021 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …../16-9-2021 έφεσή της (υπό στοιχείο Γ), οι οποίες ορίσθηκαν να συζητηθούν για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκαν.            Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Οι υπό κρίση: α) από 8-9-2021 και με ΓΑΚ …. και ΑΚ …./10-9-2021 έφεση της κυρίως εναγόμενης ναυτιλιακής εταιρίας πλοίων αναψυχής «…….» (………..) κατά των κυρίως εναγόντων: 1) ………. και 2) ……….. (στο εξής: Α έφεση), β) από 16-9-2021 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …./16-9-2021 έφεση των ανωτέρω κυρίως εναγόντων κατά της ανωτέρω κυρίως εναγόμενης και κατά της καθ’ ης η ανακοίνωση δίκης – προσεπικαλούμενης – παρεμπιπτόντως εναγόμενης Μονοπρόσωπης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας «………», πρώην «…………..» (στο εξής: Β έφεση) και γ) από 16-9-2021 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../16-9-2021 έφεση της ανωτέρω προσεπικαλούμενης – παρεμπιπτόντως εναγόμενης κατά των ανωτέρω κυρίως εναγόντων και κυρίως εναγόμενης (στο εξής: Γ έφεση), οι οποίες στρέφονται κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης (και δη κατά της με αριθ. 1361/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 22-1-2020 και με Γ.Α.Κ. …. και Ε.Α.Κ. …../24-1-2020 αγωγής των κυρίως εναγόντων / εκκαλούντων στη Β έφεση / πρώτου και δεύτερου των εφεσίβλητων στις Α και Γ εφέσεις) είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 και 246 του Κ.Πολ.Δ, Α.Π. 427/2009, Εφ.Πειρ. 727/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), χωρίς η συνεκδίκαση των άνω εφέσεων να αναιρεί την αυτοτέλειά τους, παρά το γεγονός ότι η αποδεικτική διαδικασία διεξάγεται ενιαία (βλ. Μ. Μαργαρίτη, Ερμ.ΚΠολΔ, 2018, τόμ. Ι, υπ’ άρθρο 246, αριθ. 5, σ. 457).

2. Οι ανωτέρω εφέσεις έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι: Α) όσον αφορά τις Α και Γ απ’ αυτές, η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στις εκκαλούσες στις 20-7-2021, όπως προκύπτει από τις με ίδια ημερομηνία υπ’ αριθ. ….. και ….. εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, …………, τις οποίες προσκομίζουν και επικαλούνται οι κυρίως ενάγοντες, ενώ οι άνω εφέσεις κατατέθηκαν στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 10-9-2021 και 16-9-2021 αντίστοιχα, όπως προκύπτει από τις παρά πόδας των εφετήριων δικογράφων με ΓΑΚ …/ΑΚ …/10-9-2021 και ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../16-9-2021 εκθέσεις κατάθεσης του Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά), ασκήθηκαν δηλαδή εντός της γνήσιας προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών, η οποία αρχίζει από την επομένη της επίδοσης σ’ αυτές της εκκαλουμένης (άρθρο 518 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. σε συνδυασμό με άρθρο 144 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα), με την επισήμανση ότι η άνω προθεσμία αναστέλλεται κατά το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου  (άρθρο 147 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) και Β) όσον αφορά τη Β’ εξ αυτών, από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στους εκκαλούντες και δεν παρήλθε διετία από τη δημοσίευση της απόφασης αυτής (άρθρο 518 αριθ. 2 Κ.Πολ.Δ.), ενόψει του ότι το πρωτότυπο της άνω έφεσης κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 16-9-2021, όπως προκύπτει από την παρά πόδας του εφετήριου δικογράφου με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …../16-9-2021 έκθεση κατάθεσης του Γραμματέα του άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Φέρονται δε οι εφέσεις αυτές αρμόδια προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ), ενώ, όπως προκύπτει από τις σχετικές εκθέσεις κατάθεσης ένδικου μέσου του Γραμματέα του άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα σε κάθε έφεση το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 Κ.Πολ.Δ. (όπως ισχύει από 23-1-2017, μετά την αντικατάστασή του με τα άρθρα 35 παρ. 2 και 45 του Ν. 4446/2016 – ΦΕΚ Α’ 240/22-12-2016) παράβολο για την άσκηση αυτής. Πρέπει, επομένως, οι ανωτέρω εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω κατά την ίδια ως άνω διαδικασία ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.

3. Στην ελληνική νομοθεσία υπάρχουν τρία νομοθετικά κείμενα που ρυθμίζουν τις έννομες σχέσεις ιδιωτικού δικαίου που απορρέουν από την επιθαλάσσια αρωγή. Αυτά είναι κατά χρονολογική σειρά: α) Η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών του έτους 1910 για την επιθαλάσσια αρωγή και τη ναυαγιαίρεση, η οποία κυρώθηκε με τον ν. ΓΩΠΣΤ/1911, β) οι διατάξεις του δέκατου τρίτου τίτλου του Κ.Ι.Ν.Δ. (ν. 3816/1958) «Περί των εκ της επιθαλασσίου αρωγής απαιτήσεων» και γ) η Διεθνής Σύμβαση του Λονδίνου του έτους 1989 για την επιθαλάσσια αρωγή με τις συνημμένες δύο ερμηνευτικές δηλώσεις, οι οποίες κυρώθηκαν με τον ν. 2391/1996. Η τελευταία διεθνής σύμβαση άρχισε να ισχύει διεθνώς και στην Ελλάδα στις 3 Ιουνίου 1997, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 29 αυτής (βλ. ανακοίνωση του ΥΠ.ΕΞ. της 19.6/4.7.1996 στον Κ.Νο.Β. 1996, 998). Κατά το άρθρο 2 της ως άνω Διεθνούς Συμβάσεως του Λονδίνου, αυτή καταλαμβάνει τις δικαστικές ή διοικητικές διαδικασίες που αφορούν θέματα που ρυθμίζονται απ` αυτήν, οποτεδήποτε οι διαδικασίες αυτές εισάγονται σε Κράτος – Μέλος, δηλαδή διέπει, μεταξύ άλλων, και τις σχετικές υποθέσεις που εισάγονται στα Ελληνικά δικαστήρια, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια του αρωγού ή του βοηθούμενου πλοίου και χωρίς να απαιτείται άλλο στοιχείο αλλοδαπότητας της διαφοράς (Α. Αντάπαση, Θαλάσσια αρωγή και διάσωση, 1992, Ι, σ. 151). Εξάλλου, εφόσον η Ελλάδα δεν διατύπωσε καμία επιφύλαξη από αυτές που προβλέπει το σχετικό άρθρο της Συμβάσεως (βλ. Comite Maritime lnternational, Yearbook 1999, σ. 457 – 459), οι διατάξεις αυτές διέπουν και τις εσωτερικές θαλάσσιες αρωγές, δηλαδή αυτές που παρέχονται σε εσωτερικά ύδατα και από (ή σε) πλοία εσωτερικής ναυσιπλοΐας. Η διεθνής αυτή σύμβαση καταργεί το δίκαιο της Συμβάσεως των Βρυξελλών του έτους 1910 και όσες διατάξεις του Κ.Ι.Ν.Δ. ρυθμίζουν τα θέματα τα οποία υπάγονται στη ρύθμιση της νέας Συμβάσεως. Για τους σκοπούς της Διεθνούς Συμβάσεως αυτής, κατ’ άρθρο 1 στοιχ. α’ αυτής, επιχείρηση θαλάσσιας αρωγής σημαίνει κάθε πράξη ή δραστηριότητα, που αποσκοπεί στην παροχή βοήθειας σε πλοίο ή οποιοδήποτε άλλο περιουσιακό στοιχείο που βρίσκεται σε κίνδυνο σε οποιαδήποτε ύδατα, πλεύσιμα ή μη. Διακρίνεται σε αρωγή διεπόμενη από (μόνο) τον νόμο, αρωγή διεπόμενη από σύμβαση συναφθείσα υπό την επήρεια του κινδύνου και αρωγή διεπόμενη από σύμβαση προγενέστερη του κινδύνου. Η διεπόμενη από τον νόμο (τη Διεθνή Σύμβαση) αρωγή δημιουργεί υπέρ του αρωγού αξίωση αμοιβής. Η εκ του νόμου αξίωση αμοιβής κατ’ άρθρα 12 και 13 παρ. 3 προϋποθέτει ωφέλιμο αποτέλεσμα της αρωγής και περιορίζει την αξίωση αμοιβής μέχρι την αξία των σωθέντων. Ο περιορισμός δεν ισχύει για την σύμβαση αρωγής που μπορεί να συναφθεί ελεύθερα. Η σύμβαση αρωγής, κατά τα άρθρα 6, 14 και 17, αποκλείει τη μεταξύ των συμβαλλόμενων γένεση των εκ του νόμου υποχρεώσεων ή αξιώσεων αμοιβής και εξόδων, εκτός αν η σύμβαση ορίζει διαφορετικά. Ο καθορισμός του ύψους της εκ του νόμου αμοιβής από το δικαστήριο γίνεται με βάση τα κριτήρια που περιέχονται στο άρθρο 13 παρ. 1, άσχετα με την σειρά με την οποία αναφέροντα. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1, 12 και 13 της, ως άνω, Διεθνούς Συμβάσεως, οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για να γεννηθεί το δικαίωμα αμοιβής από πράξεις επιθαλάσσιας αρωγής είναι πράξη ή δραστηριότητα παροχής βοήθειας σε πλοίο ή οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο σε ύδατα κατάλληλα για ναυσιπλοΐα ή σε οποιαδήποτε άλλα ύδατα, κίνδυνος απώλειας ή βλάβης και ωφέλιμο αποτέλεσμα. Όσον αφορά τον κίνδυνο απώλειας ή βλάβης του βοηθούμενου πλοίου (Λ. Ζυγούρο, Η ειδική αποζημίωση στο δίκαιο της θαλάσσιας αρωγής, 2015, σ. 83 επόμ.), αυτός πρέπει να είναι πραγματικός, έστω και μη άμεσος, αλλά αναμενόμενος με πιθανότητα, που προϋπάρχει από τις σωστικές υπηρεσίες και δεν προκαλείται από αυτές, χωρίς να απαιτείται και αδυναμία ελκτικής ικανότητας ή αυτοδύναμης προώσεως του πλοίου που κινδυνεύει. Επίσης, είναι αρκετό το γεγονός ότι, κατά το χρόνο που δόθηκε η βοήθεια το αντικείμενό της να αντιμετώπισε οποιαδήποτε ατυχία ή πιθανότητα ατυχίας, η οποία θα μπορούσε να το εκθέσει σε απώλεια ή βλάβη, εάν οι υπηρεσίες της αρωγής δεν παρέχονταν. Ο κίνδυνος είναι απαραίτητο δομικό στοιχείο της θαλάσσιας αρωγής, γιατί την προσδιορίζει και την διαφοροποιεί από την ρυμούλκηση. Πρέπει, ακόμη, να είναι σοβαρός, μη φανταστικός, μη εικαζόμενος, όχι αόριστος, παρών, η ύπαρξη δε και ο βαθμός αυτού πρέπει να εκτιμηθούν με τη συνολική εξέταση των περιστάσεων που συντρέχουν στην συγκεκριμένη περίπτωση. Τέτοιες περιστάσεις που ενδεικτικά μπορούν να υποδηλώσουν κίνδυνο είναι: 1. Η εγκατάλειψη του ταξιδιού, 2. η χρήση των σημάτων κινδύνου, εφόσον με αυτά ζητείται βοήθεια, εξαιτίας π.χ. των βλαβών του πλοίου, 3. ολική ή ουσιώδης απώλεια των μέσων προωθήσεως, με την παρούσα μείωση της ικανότητας του πλοίου να αντιπαρέλθει δυσκολίες, 4. η απώλεια αγκύρων και αλυσίδων, 5. η εγκατάλειψη ή η προετοιμασία εγκαταλείψεως του πλοίου, 6. η άμεση απαίτηση για παροχή βοήθειας, 7. η εισροή υδάτων στο πλοίο λόγω ζημιάς κ.α. (Ι, Κοροτζή, Το Δίκαιο της Επιθαλάσσιας Αρωγής κατά τον Κ.Ι.Ν.Δ. και τη Σύμβαση των Βρυξελλών του 1910, 1988, σ. 46-48, 52-53, 57-58). Κριτήρια για τον καθορισμό της αμοιβής από την επιθαλάσσια αρωγή αποτελούν α. Η διασωθείσα αξία του πλοίου και των άλλων περιουσιακών στοιχείων, β. η επιτηδειότητα και οι προσπάθειες που κατέβαλε ο αρωγός για να αποτρέψει ή να ελαχιστοποιήσει βλάβη του περιβάλλοντος, γ. το μέγεθος της επιτυχίας που επιτεύχθηκε από τον αρωγό, δ. η φύση και η έκταση του κινδύνου, ε. η επιτηδειότητα και οι προσπάθειες που κατέβαλε ο αρωγός για να σώσει το πλοίο, στ. ο χρόνος που διατέθηκε, οι δαπάνες και οι απώλειες που είχε o αρωγός, ζ. ο κίνδυνος ευθύνης και άλλοι κίνδυνοι τους οποίους διέτρεξε ο αρωγός ή ο εξοπλισμός του, η. το έγκαιρο των υπηρεσιών που παρασχέθηκαν, θ. η δυνατότητα διαθέσεως και χρησιμοποιήσεως πλοίων ή άλλου εξοπλισμού που προορίζονται για επιχειρήσεις αρωγής και ι. ο βαθμός ετοιμότητας και επάρκειας του εξοπλισμού του αρωγού και η αξία αυτού (Εφ.Πειρ. 645/2019, Εφ.Πειρ. 893/2013, Εφ.Πειρ. 1013/2006, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, όπως προκύπτει από το άρθρο 15 παρ. 1 της ανωτέρω Διεθνούς Συμβάσεως, αν η αρωγή παρασχέθηκε από περισσότερους αρωγούς, ο επιμερισμός της αμοιβής μεταξύ των αρωγών γίνεται με βάση τα ως άνω κριτήρια του άρθρου 13 αυτής, κατανεμόμενη μεταξύ τους ανάλογα με τη συμβολή καθενός από αυτούς στη διάσωση του κινδυνεύοντος πλοίου, η συμφωνία όμως των μερών επικρατεί των πιο πάνω κριτηρίων (Εφ.Πειρ. 645/2019, ό.α, Εφ.Πειρ. 893/2013, ό.α.). Περαιτέρω, ρυμούλκηση είναι η ενέργεια που καταβάλλεται με αμοιβή από το πλοίο, που είναι εφοδιασμένο με κινητήρια δύναμη και έχει ως σκοπό του την μεταφορά, από τόπο σε τόπο, είτε πλοίου που στερείται γενικά ή κατά ένα μέρος δικής του κινητήριας δυνάμεως, είτε γενικά οποιουδήποτε επιπλέοντος κατασκευάσματος, με την βοήθεια ρυμουλκίου (σχοινιού), το οποίο ενώνει το ρυμουλκό με το ρυμουλκούμενο. Η ρυμούλκηση έχει το χαρακτήρα της συμβάσεως μισθώσεως έργου, όταν το ρυμουλκούμενο έχει δικό του επαρκές πλήρωμα και είναι κύριο των δικών του κινήσεων, στο πλαίσιο της περιορισμένης δραστηριότητάς του και δεν ακολουθεί το ρυμουλκό ως αδρανές σώμα. Στις άλλες περιπτώσεις, όταν δηλαδή το ρυμουλκούμενο δεν έχει δικό του πλήρωμα και δεν είναι κύριο των δικών του κινήσεων, αλλά βρίσκεται στην παραφυλακή του ρυμουλκέα, υπό την εξουσία του πλοιάρχου του ρυμουλκούντος πλοίου, και ακολουθεί το ρυμουλκό ως αδρανές σώμα, η ρυμούλκηση χαρακτηρίζεται ως σύμβαση ναυλώσεως. Εξάλλου, η διαφορά της θαλάσσιας αρωγής από την απλή ρυμούλκηση έγκειται ακριβώς στο ότι η πρώτη προϋποθέτει την συνδρομή σοβαρού κινδύνου απώλειας ή βλάβης του πλοίου, ο οποίος (κίνδυνος) δεν είναι ανάγκη να είναι επικείμενος (άμεσος), αλλά αρκεί να είναι ενδεχόμενος και πιθανός, ενώ στην δεύτερη (ρυμούλκηση) το πλοίο απλώς δεν μπορεί από άλλο λόγο (στέρηση γενικά ή κατά ένα μέρος της δικής του κινητήριας δυνάμεως) να συνεχίσει τον πλου του και ζητεί την συνδρομή άλλου πλοίου για να συνεχίσει (Εφ.Πειρ. 645/2019, Εφ.Πειρ. 24/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 251, 252, 254 και 255 Κ.Ι.Ν.Δ, οι οποίες εφαρμόζονται συμπληρωματικά κατά την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 της ως άνω Διεθνούς Συμβάσεως, εφόσον το αρωγό πλοίο έχει Ελληνική σημαία και δεν είναι εξ επαγγέλματος ναυαγοσωστικό πλοίο, συνάγεται ότι η οφειλόμενη για τον αρωγό αμοιβή ανήκει κατά το ήμισυ στον πλοιοκτήτη, το ένα τέταρτο στον πλοίαρχο και το υπόλοιπο τέταρτο στο πλήρωμα. Ο πλοιοκτήτης ή ο εφοπλιστής του πλοίου που παρέσχε την αρωγή νομιμοποιείται να εγείρει την αγωγή για ολόκληρο το ποσό της αμοιβής που ανήκει σ’ αυτόν, τον πλοίαρχο και το πλήρωμα. Η άποψη αυτή που επικρατεί διεθνώς, δεν έχει μεταβληθεί με την διάταξη του άρθρου 255 ΚΙΝΔ, η οποία ορίζει ότι κατά την διαδικασία του προηγούμενου άρθρου (254) ο πλοίαρχος εκπροσωπεί τα μέλη του πληρώματος, εφόσον δεν παρίστανται διαφορετικά, αφού με την διάταξη αυτή ο νομοθέτης απέβλεψε αφενός στο να χορηγηθεί παράλληλη ευθεία αγωγή στον πλοίαρχο και στο πλήρωμα και αφετέρου να παρασχεθεί η δυνατότητα εκπροσωπήσεως του πληρώματος και από τον πλοίαρχο (Εφ.Πειρ. 691/2018, www.efeteiopeir.gr, Εφ.Πειρ. 645/2019, Εφ.Πειρ. 681/2018, Εφ.Πειρ. 1013/2006, ό.α.).

4. Με την προαναφερθείσα από 22-1-2020 κύρια αγωγή τους, όπως το δικόγραφό της εκτιμάται από το Δικαστήριο, οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες στη Β έφεση / πρώτος και δεύτερος των εφεσίβλητων στις Α και Γ εφέσεις, εκθέτουν ότι ο πρώτος απ’ αυτούς ασχολείται κατ’ επάγγελμα με την παροχή επ’ αμοιβή καταδυτικών υπηρεσιών, τη διεκπεραίωση υποβρύχιων εργασιών σε υποθαλάσσια λιμενικά και άλλα έργα και σε ύφαλα πλοίων, με υποβρύχιες φωτογραφήσεις και υποβρύχιες βιντεοσκοπήσεις και με έρευνες και ανελκύσεις ναυαγίων πλοίων, φορτίων και εν γένει αντικειμένων από το βυθό της θάλασσας, διαθέτοντας προς τούτο τον απαραίτητο εξειδικευμένο εξοπλισμό και χρησιμοποιώντας το υπό την πλοιοκτησία του μικρό και άνευ ναυτολογημένου πληρώματος Ε/Γ-Τ/Ρ ταχύπλοο σκάφος  «ΑΙΙ», αριθμού νηολογίου Ύδρας …., ΔΔΣ ….., κοχ 5,87, μηκ. 7,95, πλ. 2,52, βάθ. 1,25. Ότι στη συγκεκριμένη υπόθεση επιθαλάσσιας αρωγής ο δεύτερος απ’ αυτούς ήταν ο κυβερνήτης του άνω σκάφους και εκπροσωπεί νόμιμα και τους επιβαίνοντες σ’ αυτό ως μέλη του πληρώματός του – δύτες πρώτο απ’ αυτούς (και είναι και ο πλοιοκτήτης) και …………………… Ότι στις 11, 12 και 13 Ιουλίου 2019, υπό τις άνω ιδιότητές τους και υπό τις στην αγωγή εκτιθέμενες συνθήκες, παρείχαν αποτελεσματική επιθαλάσσια αρωγή στο διατρέχον κίνδυνο απώλειας επαγγελματικό ιστιοφόρο Ε/Γ-Τ/Ρ σκάφος «LE» (ΛΕ), νηολογίου Πειραιά, πλοιοκτησίας της εναγόμενης, κατόπιν σχετικής εντολής του αναφερόμενου εκπροσώπου της τελευταίας και του Λιμεναρχείου Ύδρας. Με βάση το ιστορικό αυτό οι ενάγοντες ζητούν να υποχρεωθεί η εναγόμενη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να τους καταβάλει ως εύλογη αμοιβή το συνολικό ποσό των 190.739,00 ευρώ και ειδικότερα: 95.365,00 ευρώ στον πρώτο απ’ αυτούς, ως πλοιοκτήτη του αρωγού σκάφους, 47.682,50 ευρώ στο δεύτερο απ’ αυτούς, ατομικά ως πλοίαρχο του διασωθέντος σκάφους και 47.682,50 ευρώ στον ίδιο για λογαριασμό των δυο άνω εκπροσωπούμενων μελών του πληρώματος του αρωγού σκάφους, ήτοι 23.841,25 ευρώ για το καθένα, με το νόμιμο τόκο από την επομένη του πέρατος  των υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής που παρασχέθηκαν (14-7-2019), άλλως από την επίδοση της αγωγής.

5. Η εναγόμενη στην παραπάνω κύρια αγωγή, με την από 18-2-2020 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή  εκθέτει ότι εναντίον της ασκήθηκε η προαναφερόμενη κύρια αγωγή, το περιεχόμενο της οποίας παραθέτει αυτολεξεί, καθώς και ότι, με την καθ’ ης η ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε παρέμβαση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία «……………», κατά το χρόνο που έλαβε χώρα το επίδικο περιστατικό επιθαλάσσιας αρωγής, είχε καταρτίσει ασφαλιστήριο συμβόλαιο εν ισχύ, με το οποίο η τελευταία είχε αναλάβει την ασφάλιση του σκάφους της «LE  » από ζημίες που τυχόν θα προκαλούνταν σε αυτό και στα μηχανήματά του.  Ενόψει των ανωτέρω ανακοινώνει στην καθ’ ης την εκκρεμή δίκη μεταξύ αυτής και των κυρίως εναγόντων που ανοίχθηκε με την παραπάνω κύρια αγωγή και την προσεπικαλεί ώστε να παρέμβει ως δικονομική εγγυήτρια στην ως άνω δίκη προς υποστήριξή της και προς απόκρουση της κυρίας αγωγής, την οποία η ίδια αρνείται καθ’ ολοκληρίαν. Επίσης, με τη σωρευόμενη αγωγή αποζημίωσης, ζητεί, κατόπιν παραδεκτού (άρθρα 223, 294, 295 και 297 Κ.Πολ.Δ.) περιορισμού του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι η παρεμπιπτόντως εναγόμενη οφείλει να της καταβάλει, υπό την αίρεση της, εν όλω ή εν μέρει, ευδοκίμησης της κύριας αγωγής, οιοδήποτε ποσό θα υποχρεωθεί η ίδια να καταβάλει στους κυρίως ενάγοντες, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρεμπίπτουσας αγωγής και να καταδικασθεί η παρεμπιπτόντως εναγόμενη στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.

6. Η καθ’ ης η άνω ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή ασφαλιστική εταιρία, με την από 2-7-2020 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ ……./8-7-2020 πρόσθετη παρέμβασή της ως δικονομικής εγγυήτριας υπέρ της άνω ασφαλισμένης της ανακοινούσας δίκη – προσεπικαλούσας – παρεμπιπτόντως ενάγουσας και κατά των άνω κυρίως εναγόντων, εκθέτει ότι εναντίον της ασκήθηκε από την κυρίως εναγόμενη η ανωτέρω ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, την οποία παραθέτει αυτολεξεί και αρνείται καθ’ ολοκληρίαν. Επικαλούμενη δε έννομο συμφέρον, για την περίπτωση που η τελευταία γίνει δεκτή, δηλώνει ότι παρεμβαίνει προσθέτως υπέρ της κυρίως εναγόμενης και κατά των κυρίως εναγόντων, καθώς η εναγόμενη ήταν ασφαλισμένη στην ίδια, με ισχυρή κατά το χρόνο του επίδικου περιστατικού επιθαλάσσιας αρωγής, σύμβαση ασφάλισης για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη της από τη χρήση του σκάφους της «LE» και ζητεί να απορριφθεί η κύρια αγωγή και να καταδικασθούν οι κυρίως ενάγοντες στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.

7. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του: α) δέχθηκε ως ορισμένη, νόμιμη και εν μέρει βάσιμη κατ’ ουσία την άνω κυρία αγωγή, υποχρέωσε την κυρίως εναγόμενη να καταβάλει στους κυρίως ενάγοντες ως αμοιβή επιθαλάσσιας αρωγής, κατά τις γενόμενες διακρίσεις, το συνολικό ποσό των 60.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα ολοκλήρωσης της παροχής υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής, ήτοι από 14-7-2017, με απόφαση που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή για ποσό 20.000,00 ευρώ, β) δέχθηκε την προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή κατά της προσεπικαλούμενης – παρεμπιπτόντως εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας και αναγνώρισε ότι η τελευταία υποχρεούται να καταβάλει στην ασφαλισμένη της προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα κυρίως εναγόμενη το άνω  ποσό των 60.000,00 ευρώ, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα της καταβολής του προς τους κυρίως ενάγοντες, υπό τον όρο της καταβολής του από την κυρίως εναγόμενη στους κυρίως ενάγοντες, γ) Απέρριψε την πρόσθετη παρέμβαση της προσεπικαλούμενης – παρεμπιπτόντως εναγόμενης υπέρ της κυρίως εναγόμενης και κατά των κυρίως εναγόντων Και δ) καταδίκασε τους ηττηθέντες, σε κάθε δικόγραφο, διαδίκους στα δικαστικά έξοδα των αντιδίκων τους.

8. Κατά της απόφασης αυτής του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, παραπονούμενοι τώρα με τις ένδικες εφέσεις τους οι εκατέρωθεν ηττηθέντες, εν μέρει, διάδικοι, για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν την παραδοχή των εφέσεών τους και ακολούθως την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, προκειμένου, κατά μεν τους εκκαλούντες – κυρίως ενάγοντες να γίνει εξολοκλήρου δεκτή η κύρια αγωγή τους, κατά δε τις εκκαλούσες – κυρίως και παρεμπιπτόντως εναγόμενες, να απορριφθούν καθ’ ολοκληρίαν η κύρια και η παρεμπίπτουσα αγωγή εναντίον τους και να γίνει δεκτή η πρόσθετη παρέμβαση της τελευταίας, καταδικαζομένων των εφεσίβλητων, αντιστοίχως, στα δικαστικά τους έξοδα.

9. Από τις διατάξεις των άρθρων  68 και 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, συνάγεται ότι για την παροχή έννομης προστασίας απαιτείται, εκτός από το έννομο συμφέρον, η νομιμοποίηση των διαδίκων, η ύπαρξη δηλαδή δικαιώματος υπεράσπισης της υπόθεσης στην οποία δικάζεται κάποιος ως ενάγων και γενικά ως αιτούμενος έννομη προστασία (ενεργητική νομιμοποίηση) ή ως εναγόμενος (παθητική νομιμοποίηση) ή εξουσία διεξαγωγής της δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμα ή έννομη σχέση, η οποία (νομιμοποίηση), που καθορίζεται από τον εφαρμοστέο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, τόσο ως προς το αντικείμενο αυτής, όσο και ως προς τους φορείς της (δικαιούχο και υπόχρεο), σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν συμπίπτει με το υποκείμενο του επιδίκου δικαιώματος, ως είναι οι καλούμενοι μη δικαιούχοι ή μη υπόχρεοι διάδικοι. Επίσης, η ως άνω νομιμοποίηση αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης η οποία εξετάζεται, κατά το άρθρο 73 Κ.Πολ.Δ, και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης και κατά συνέπεια η έλλειψή της συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης. Έτσι, ενόψει της φύσης της νομιμοποίησης ως διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης, η εκ μέρους του εναγόμενου αμφισβήτηση των περιστατικών που επικαλείται ο ενάγων για τη θεμελίωση της νομιμοποίησης, αν και έχει συνήθως την μορφή ένστασης, αποτελεί στην πραγματικότητα άρνηση της βάσης της αγωγής του ενάγοντος, ο οποίος και φέρει το σχετικό βάρος της απόδειξης, αφού η νομιμοποίηση συμπίπτει καταρχήν, όπως προαναφέρθηκε, με την ιδιότητα του υποκειμένου της επίδικης έννομης σχέσης του ουσιαστικού δικαίου και, κατά συνέπεια, η απόδειξή της συμπίπτει με την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τη βάση της αγωγής. Επομένως, σε περίπτωση μη απόδειξης των περί νομιμοποίησης περιστατικών, η σχετική αγωγή απορρίπτεται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη λόγω έλλειψης (ενεργητικής ή παθητικής) νομιμοποίησης, κατά το δικονομικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο «μη αποδεικνύοντος του φέροντος το βάρος της αποδείξεως, απορρίπτεται η αγωγή (ή η ένσταση)». Πάντως, τα θεμελιωτικά, στοιχεία της νομιμοποίησης, ενεργητικής και παθητικής, πρέπει ν’ αναγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής, για να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγόμενου προς την επίδικη έννομη σχέση, γιατί ο ισχυρισμός για τη νομιμοποίηση αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, η δε συνέπεια της παράλειψης αναφοράς των στοιχείων νομιμοποίησης στο δικόγραφο της αγωγής είναι το απαράδεκτο αυτής λόγω αοριστίας. Ως εκ τούτου για το ορισμένο της αγωγής αρκεί, ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, έστω και αν ο ισχυρισμός αυτός αποδεικνύεται αναληθής, οπότε η αγωγή θα απορριφθεί ως αβάσιμη (Α.Π. 55/2022, Α.Π. 380/2017, Α.Π. 2136/2014, Α.Π. 1718/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

10. Με την υπό κρίση αγωγή τους οι ενάγοντες, για να δικαιολογήσουν την ενεργητική τους νομιμοποίηση, επικαλούνται, όπως προαναφέρθηκε, τις ιδιότητες του πρώτου απ’ αυτούς ………. ως πλοιοκτήτη του μικρού μη διαθέτοντος ναυτολογημένο πλήρωμα αρωγού Ε/Γ-Τ/Ρ ταχυπλόου σκάφους «ΑΙΙ», ο οποίος αιτείται το 50% της αμοιβής και του  δεύτερου απ’ αυτούς ως κυβερνήτη του ιδίου σκάφους, ο οποίος αιτείται για τον εαυτό του ατομικά το 25% της αμοιβής και για λογαριασμό των λοιπών επιβαινόντων μελών του πληρώματος αυτού …….. και ……………….. το υπόλοιπο 25% της αμοιβής για τις υπηρεσίες επιθαλάσσιας αρωγής που ισχυρίζονται ότι προσέφεραν κατ’ εντολή του αναφερόμενου εκπροσώπου της κυρίως εναγόμενης πλοιοκτήτριας του κινδυνεύοντος σκάφους και του Λιμεναρχείου Ύδρας. Υπό τα εκτιθέμενα περιστατικά η αγωγή είναι αρκούντος ορισμένη ως προς την ενεργητική νομιμοποίηση των εναγόντων, διότι αναφέρεται με σαφήνεια η ιδιότητα με την οποία παρίσταται έκαστος εξ αυτών για να αιτηθεί την ένδικη αμοιβή επιθαλάσσιας αρωγής, χωρίς να προκαλεί σύγχυση το γεγονός ότι ο πρώτος ενάγων αιτείται μέρος της αμοιβής ως πλοιοκτήτης του αρωγού πλοίου και μέρος αυτής ως μέλος του πληρώματός του, εκπροσωπούμενο από τον πλοίαρχό του δεύτερο ενάγοντα, αφού η μια ιδιότητά του δεν αναιρεί την άλλη, δεν επηρεάζει την αμοιβή που του οφείλεται υπό κάθε ιδιότητα κατ’ άρθρα 251 επ. Κ.Ι.Ν.Δ. και δεν αποκλείει τη δυνατότητα εκπροσώπησής του από τον πλοίαρχο δεύτερο ενάγοντα για την αμοιβή που αιτείται ως μέλος του πληρώματος του αρωγού πλοίου. Εξάλλου, κατά τα λοιπά, στην αγωγή αναφέρεται με σαφήνεια: α) η αξία του διασωθέντος πλοίου, β) οι περιστάσεις που υποδηλώνουν τον κίνδυνο που διέτρεξε αυτό και γ) τα έξοδα που έγιναν για τη διάσωσή του, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται επιπρόσθετα ο τρόπος υπολογισμού της αξίας του διασωθέντος πλοίου και λεπτομερής αναγραφή των ζημιών και ρηγμάτων που υπέστη, καθώς και αναφορά των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν κατά ποσότητα και τιμή μονάδας, στοιχεία τα οποία δύναται να προκύψουν και από τις αποδείξεις (Εφ.Πειρ. 247/2021, www.efeteio-peir.gr). Το Πρωτοβάθμιο, επομένως, Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε τη σχετική ένσταση αοριστίας της προσθέτως παρεμβαίνουσας – παρεμπιπτόντως εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας, με παρόμοια, αν και συνοπτικότερη αιτιολογία, που συμπληρώνεται όπου χρειάζεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), ορθά κατ’ αποτέλεσμα έκρινε και ορθά εφάρμοσε το νόμο και όσα αντίθετα υποστηρίζει η Γ εκκαλούσα με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

11. Με τη διάταξη του άρθρου 111 εδάφ. α’ του Εισ.Ν.Α.Κ, που ορίζει ότι «Οι έμποροι έχουν δικαίωμα για τις μεταξύ τους απαιτήσεις από εμπορική και για τους δύο αιτία, να αξιώσουν τόκο από την ημέρα που το χρέος έγινε απαιτητό», εισάγεται εξαίρεση του καθιερωμένου με το άρθρο 345 του Α.Κ. κανόνα για οφειλή τόκων μόνον επί υπερημερίας του οφειλέτη. Προκύπτει δε από τη διάταξη αυτή ότι, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της, δηλαδή η εμπορική ιδιότητα του οφειλέτη και του δανειστή κατά το χρόνο γένεσης της απαίτησης και η προέλευση της απαίτησης από εμπορική και για τους δύο αιτία, η υποχρέωση προς καταβολή τόκων αρχίζει από τη στιγμή που το χρέος κατέστη απαιτητό, δηλαδή από τη γένεσή του, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 323 του Α.Κ, εφόσον δεν συνάγεται κάτι διαφορετικό «ούτε από τη δικαιοπραξία, ούτε από τις περιστάσεις, και ιδίως από τη φύση της ενοχικής σχέσης». Εξάλλου, στη διάταξη του άρθρου 346 εδάφ. α’ του Α.Κ. ορίζεται ότι: «Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους, αφότου επιδόθηκε η αγωγή…για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας)». Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται δικαίωμα απόληψης νόμιμων τόκων υπό την στενή του όρου έννοια, εφόσον οι έχοντες το ανωτέρω δικαίωμα τοκοληψίας σωρευτικά: α) Είναι αμφότεροι κατά νόμο έμποροι είτε κατά το ουσιαστικό, είτε κατά το τυπικό κριτήριο, β) οι τοκοφόρες απαιτήσεις τους απορρέ­ουν από τη μεταξύ αυτών δοσοληπτική σχέση και έχουν αμφιμερώς εμπορικό χαρακτήρα, και γ) εί­ναι απαιτητές, δηλ. εκκαθαρισμένες και ληξιπρό­θεσμες. Εάν δεν  συντρέχει έστω και μία από τις ανωτέρω προϋποθέσεις, δεν είναι εφαρμοστέα η διάταξη αυτή περί νόμιμης τοκοφορίας των απαιτήσεων (Εφ.Πειρ. 247/2021, ό.α, Εφ.Αθ. 7780/2007, ΕλλΔνη 2008, 909).

12. Με την προαναφερθείσα από 22-1-2020 κύρια αγωγή τους οι ενάγοντες ζήτησαν να αναγνωριστεί ότι τους οφείλεται το αιτούμενο ποσό αμοιβής τους για τις επικαλούμενες στο δικόγραφο υπηρεσίες επιθαλάσσιας αρωγής που παρείχαν στο κινδυνεύσαν να βυθισθεί πλοίο της κυρίως εναγόμενης, με το νόμιμο τόκο από την επομένη του πέρατος της παροχής των υπηρεσιών τους αυτών, ήτοι από 14-7-2019, άλλως επικουρικώς από την επίδοση της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης. Το ανωτέρω παρεπόμενο αίτημα όσον αφορά το χρόνο έναρξης της τοκοφορίας της επίδικης απαίτησης από την επομένη ημέρα της ημερομηνίας παροχής της επιθαλάσσιας αρωγής κρίθηκε νόμιμο από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, ως στηριζόμενο στη διάταξη του άρθρου 111 παρ. 1 του Εισ.Ν.Α.Κ, διότι, όπως έγινε δεκτό, πρόκειται περί απαίτησης μεταξύ εμπόρων από αμφιμερώς εμπορική αιτία, η οποία (απαίτηση) έγινε σιωπηρά δεκτό ότι ήταν απαιτητή από τη γένεσή της, με αποτέλεσμα έκτοτε να οφείλονται τόκοι, ανεξαρτήτως υπερημερίας της κυρίως εναγόμενης.  Επ’ αυτού πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Στην προκειμένη περίπτωση, η απαίτηση των κυρίως εναγόντων σε βάρος της κυρίως εναγόμενης, η οποία αφορά στην αμοιβή τους για την παροχή υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής στο πλοίο της, αμοιβή που θα καθοριστεί ειδικότερα από το επιληφθέν της υπόθεσης δικαστήριο, ελλείψει σύναψης σχετικής συμφωνίας των διαδίκων, είναι πράγματι απαίτηση μεταξύ εμπόρων από εμπορική και για τα δύο διάδικα μέρη αιτία, σύμφωνα με τα ιστορούμενα στο δικόγραφο, όπως άλλωστε δεν αμφισβητείται από την κυρίως εναγόμενη. Και ναι μεν η απαίτηση αυτή γεννήθηκε με το πέρας των επικαλουμένων διασωστικών ενεργειών των εναγόντων, πλην όμως δεν κατέστη έκτοτε και απαιτητή, ώστε να οφείλονται τόκοι εφεξής με βάση τη διάταξη του άρθρου 111 στοιχ. α’ του Εισ.Ν.Α.Κ, ανεξαρτήτως υπερημερίας της κυρίως εναγόμενης, διότι κατά το χρονικό αυτό σημείο δεν είχε προσδιορισθεί συγκεκριμένα το ακριβές ποσό αυτής, το οποίο, εφόσον επιθυμούσε, θα μπορούσε η ανωτέρω να καταβάλει στους αντιδίκους της σε εξόφληση της οφειλής της, με αποτέλεσμα, εφόσον δεν υφίστατο τότε ορισμένη κατά ποσό αξίωση, να μη συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εφαρμογής της προαναφερθείσας διάταξης για την έναρξη της τοκοφορίας της επίδικης απαίτησης από την ημερομηνία αυτή και στο εξής, και δη της προϋπόθεσης του εκκαθαρισμένου και απαιτητού της αξίωσης, πολλώ δε μάλλον που, όπως αναφέρθηκε στην αμέσως ανωτέρω νομική σκέψη, κατά την ανωτέρω διάταξη η υποχρέωση προς καταβολή τόκων μεταξύ εμπόρων για απαιτήσεις αμφιμερώς εμπορικές αρχίζει μεν από τη στιγμή που το χρέος κατέστη απαιτητό, δηλαδή από τη γένεσή του, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 323 Α.Κ, πλην, όμως, τούτο ισχύει εφόσον δε συνάγεται κάτι διαφορετικό «ούτε από τη δικαιοπραξία, ούτε από τις περιστάσεις, και ιδίως από τη φύση της ενοχικής σχέσης», όπως συμβαίνει στην κρινόμενη περίπτωση. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε το αίτημα περί καταβολής τόκων επί της επίδικης αξίωσης νόμιμο από την επομένη του πέρατος της παροχής από τους ενάγοντες υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής στο πλοίο της εναγόμενης, εσφαλμένα το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε, όπως βάσιμα ισχυρίζεται η προσθέτως παρεμβαίνουσα – παρεμπιπτόντως εναγόμενη με τον έκτο λόγο της έφεσής της, που πρέπει να γίνει δεκτός. Κατά παραδοχή δε του λόγου αυτού, πρέπει να εξαφανισθεί η πρωτόδικη απόφαση κατά το ανωτέρω κεφάλαιο και να εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση επί της αγωγής όσον αφορά το παρεπόμενο αίτημά της περί καταβολής τόκων, το οποίο είναι νόμιμο από την επίδοσή της και στο εξής, όπως επικουρικά ζητήθηκε από τους ενάγοντες, στηριζόμενο στη διάταξη του άρθρου 346 Α.Κ. Λόγω δε της παραδοχής της Γ’ έφεσης της προσθέτως παρεμβαίνουσας – παρεπιμπτόντως εναγόμενης κατά τον ως άνω λόγο, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή σ’ αυτήν του παράβολου που κατέθεσε για την άσκηση του ένδικου μέσου αυτού (άρθρο 495 παρ.3 στοιχ. Γ’, εδάφ. ε’ Κ.Πολ.Δ.).

13. Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού που προσκομίζεται νόμιμα με επίκληση και ιδίως των με αριθ. …./18-9-2020 και ……/18-9-2020 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων …………… και …………. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι κυρίως ενάγοντες, με πρωτοβουλία των οποίων λήφθηκαν, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της κυρίως εναγόμενης κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. (βλ. τις υπ’ αριθ. ……/11-9-2020 και …./11-9-2020 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …………………….., σε συνδυασμό με την από 10-9-2020 κλήση των κυρίως εναγόντων προς την κυρίως εναγόμενη για παράσταση κατά τη λήψη των άνω ενόρκων βεβαιώσεων), της με αριθ. ……………/9-9-2020 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρος  ……………… ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά ……………., που επικαλείται και προσκομίζει η κυρίως εναγόμενη, με πρωτοβουλία της οποίας λήφθηκε, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των κυρίως εναγόντων κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. (βλ. την υπ’ αριθ. …………./1-9-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………………, σε συνδυασμό με την από 1-9-2020 γνωστοποίηση της κυρίως εναγόμενης προς τους κυρίως ενάγοντες για παράσταση κατά τη λήψη της άνω ένορκης βεβαίωσης), των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 395 Κ.Πολ.Δ.), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδικότερη μνεία παρακάτω, χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη των λοιπών (Α.Π. 386/2015, Α.Π. 1001/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), σε συνδυασμό με τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους και εκτιμώνται, κατ’ άρθρα 261 εδάφ. β, 352 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, αλλά και με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Η εναγόμενη είναι εταιρία εκμετάλλευσης πλοίων αναψυχής και πλοιοκτήτρια του Ε/Τ-Τ/Ρ ιστιοφόρου καταμαράν πολυεστερικού σκάφους αναψυχής «LE» (……………………..), με αριθμό νηολογίου Πειραιά …., Δ.Δ.Σ.  …………, κ.ο.χ. 47,89, κ.κ.χ. 39,03, μήκους ολικού 13,96 μέτρων, πλάτους 7,87 μέτρων και βάθους νηολόγησης 2,15 μέτρων, κινούμενου με δύο κύριες ντιζελομηχανές YANMAR, συνολικής ιπποδύναμης 108ΗΡ/3000 RPM, έτους ναυπήγησης 2013 στη Γαλλία. Κατά τις μεσημβρινές ώρες της 11ης -7-2019, το άνω σκάφος, το οποίο τελούσε υπό τη διακυβέρνηση του Γάλλου υπηκόου ……………, ο οποίος το είχε ναυλώσει για το διάστημα από 29-6-2019 έως 13-7-2019, δυνάμει έγκυρου ναυλοσυμφώνου, νόμιμα θεωρημένου, και με τέσσερις ακόμη επιβαίνοντες, βρισκόταν αγκυροβολημένο βόρεια της νήσου Δοκού, που απέχει περί τα έξι (6) ναυτικά μιλιά από το λιμάνι της Ύδρας, όταν παρασύρθηκε από τους πνέοντες ανέμους και προσάραξε σε βραχώδη αβαθή της παραπάνω νήσου. Ειδικότερα, τη συγκεκριμένη ημέρα, στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή της νήσου Δοκού έπνεαν άνεμοι από βόρειες διευθύνσεις, μέτριοι έως ισχυροί (5-6 μποφόρ) με ριπές έως πολύ ισχυροί (7 μποφόρ), εξασθενούντες βαθμιαία το απόγευμα σε σχεδόν μέτριους έως μέτριους 4-5 μποφόρ [βλ. το από 7-1-2020 πιστοποιητικό του Τμήματος Αξ/σης – Μεθόδων Πρόγνωσης (Β3) της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας, που προσκομίζει η κυρίως εναγόμενη], οι οποίοι, σε συνδυασμό με το ανεπαρκές ποντισμένο έκταμα της αλυσίδας της άγκυρας, μήκους 45 μέτρων, που είχε αφήσει ο κυβερνήτης του σκάφους, είχαν ως αποτέλεσμα να ξεσύρει η άγκυρα και να απαγκιστρωθεί ο γάντζος του μουστακιού από την αλυσίδα της. Στην προσπάθεια δε του ως άνω κυβερνήτη να απομακρύνει το σκάφος από τη στεριά και να αλλάξει θέση αγκυροβόλησης, χρησιμοποιώντας τους κινητήρες του, ο μεν δεξιός εκκίνησε ομαλά, ο αριστερός, όμως, λόγω της ταυτόχρονης χρήσης του «εργάτη» που βιράριζε την άγκυρα, δεν είχε αρκετή ισχύ από τις μπαταρίες, με συνέπεια να μη δύναται να εκκινήσει και ο κυβερνήτης, υπολαμβάνοντας εσφαλμένα ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα στον κινητήρα, να μην προσπαθήσει να τον εκκινήσει πάλι και να κάνει πρόσω με το δεξιό μόνο κινητήρα ώστε να απομακρυνθεί από τη στεριά. Λόγω όμως του ότι είχε βιράρει την άγκυρα και το σκάφος είχε μετακινηθεί προς τα πίσω, τα σχοινιά με τα οποία ήταν δεμένο χιαστί από την πρύμνη του στην ξηρά, λασκάρισαν, με αποτέλεσμα το ένα εξ αυτών να περιπλεχθεί στη δεξιά προπέλα και να μπλοκάρει την περιστροφή του άξονα, χάνοντας έτσι την πρόωση από το δεξιό κινητήρα. Κατόπιν αυτών, ο κυβερνήτης θεώρησε ότι το σκάφος έμεινε ακυβέρνητο, αν και στην πραγματικότητα ο αριστερός κινητήρας μπορούσε να τεθεί σε λειτουργία κανονικά, και το σκάφος, παρασυρόμενο από τους ανέμους, προσέκρουσε στα βράχια με την αριστερή πλευρά των υφάλων του. Η πρώτη αυτή πρόσκρουση στα βράχια είχε ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, το σπάσιμο του ενός πτερυγίου της αριστερής προπέλας και το χτύπημα της πρύμνης του αριστερού πλωτήρα του σκάφους, με περαιτέρω συνέπεια να δημιουργηθεί μικρή και ελεγχόμενη εισροή υδάτων στο μηχανοστάσιο, γεγονός που ενεργοποίησε  το συναγερμό της αντλίας στράγγισης. Στη συνέχεια, ο κυβερνήτης, αφού εξέπεμψε περί ώρα 17:00 μ.μ. σήμα κινδύνου μέσω VHF (κανάλι 16) και προχώρησε στην εκκένωση του σκάφους από τους επιβάτες του, οι οποίοι αποβιβάσθηκαν με ασφάλεια στη στεριά, παίρνοντας μαζί τους τις πιο σημαντικές αποσκευές τους, με τη χρήση βοηθητικής λέμβου μετέφερε και πόντισε την άγκυρα του σκάφους σε απόσταση 80 μέτρων, καταφέρνοντας να το απομακρύνει από τα βράχια. Ωστόσο, λόγω του ότι δεν είχε τοποθετήσει το ζύγι (μουστάκι) το οποίο χρειαζόταν, καθώς το σκάφος δεν ήταν δεμένο στην πρύμνη με επακόλουθο να ταλαντώνεται, η άγκυρα άρχισε να ξεσέρνει αργά προς την ακτή. Εν τω μεταξύ, περί ώρα 17:20 μ.μ., προσέγγισε στο σημείο το ταχύπλοο σκάφος του Λιμενικού σώματος ΠΛΣ ……, και στη συνέχεια και το σκάφος «Ν», Τ.Υ. ….., το οποίο απέπλευσε περί ώρα 18:00 μ.μ. από το λιμάνι της Ύδρας για παροχή βοήθειας, με κυβερνήτη τον …………. Ο τελευταίος επιβιβάσθηκε στο πλοίο της εναγόμενης και, από κοινού με τον κυβερνήτη αυτού, εκκίνησε τον αριστερό κινητήρα και βιράρισε την άγκυρα ώστε να απομακρυνθούν. Λόγω όμως του ότι, κατά την πρώτη προσάραξη, η αριστερή έλικα είχε χτυπήσει (κόπηκε το ένα της πτερύγιο), δεν παρείχε την απαιτούμενη πρόωση για να απομακρυνθεί το σκάφος εκτελώντας μανούβρες με ανέμους μέσα σε ένα περιορισμένο χώρο. Έτσι, ο ανωτέρω διασώστης έδεσε το κινδυνεύον σκάφος στο δικό του και ξεκίνησε να το ρυμουλκεί, αφού προηγουμένως το κινδυνεύον σκάφος είχε απωλέσει την άγκυρά του, η οποία έπεσε στο νερό ενώ ο κυβερνήτης του κινδυνεύοντος σκάφους είχε απελευθερώσει την άκρη της. Όμως, λίγο μετά την έναρξη της ρυμούλκησης το σκάφος «Ν» έχασε τη δυνατότητα πηδαλιουχίας του, εξαιτίας προβλήματος στο υδραυλικό σύστημα του τιμονιού, με αποτέλεσμα και τα δύο σκάφη να αρχίσουν να παρασύρονται προς την ακτή. Προς αποφυγή δε επικείμενης προσάραξης και του σκάφους «Ν», ο κυβερνήτης του κινδυνεύοντος σκάφους «LE» έδεσε το διασωστικό αυτό σκάφος στη βοηθητική λέμβο του σκάφους του και το ρυμούλκησε σε ασφαλές μέρος, ενώ το σκάφος του, έχοντας απωλέσει τα μέσα προώθησής του και τα μέσα προς συγκράτησή του, παρασύρθηκε εκ νέου από τους πνέοντες ισχυρούς βορειοανατολικούς ανέμους στα βραχώδη αβαθή της ακτής, με αποτέλεσμα να προκληθούν ζημιές και στη δεξιά πλευρά των υφάλων του, όπου δημιουργήθηκε ρήγμα με συνέπεια την εισροή υδάτων. Ακολούθως, περί ώρα 18:10 μ.μ, ο τεχνικός διευθυντής της κυρίως εναγόμενης …………… κάλεσε προς βοήθεια τον πρώτο ενάγοντα ………………….., που μαζί με το …………… ασχολείτο επαγγελματικά με τη παροχή καταδυτικών υπηρεσιών στην Ύδρα, χρησιμοποιώντας το μικρό ταχύπλοο επιβατηγό – τουριστικό (Ε/Γ-Τ/Ρ) σκάφος «ΑII», πλοιοκτησίας του, με αριθμό νηολογίου Ύδρας …, ΔΔΣ …., κ.ο.χ. 8,87, κ.κ.χ. 3,92, μήκους 7,95 μέτρων, πλάτους 2,52 μέτρων και βάθους 1,25 μέτρων, κινούμενου με μία κύρια δηζελομηχανή ιπποδύναμης 186,43 KW/3800RΡΜ και του ανέθεσε να απομακρύνει με ασφάλεια το κινδυνεύον σκάφος από τα βράχια και να το στεγανοποιήσει, σφραγίζοντας τα ρήγματά του και αποκαθιστώντας την αξιοπλοΐα του. Κατόπιν αυτών, περί ώρα 18:50 μ.μ, το ανωτέρω σκάφος του πρώτου ενάγοντα, το οποίο δεν είχε ναυτολογημένο πλήρωμα, ως εκ της κατηγορίας του, υπό τη διακυβέρνηση του δεύτερου ενάγοντα, απέπλευσε από το λιμάνι της Ύδρας, με πλήρωμα δύο δυτών για τις ανάγκες της συγκεκριμένης περίστασης, ήτοι του προαναφερόμενου πλοιοκτήτη ………, καθώς και του ………………, που ομοίως εκπροσωπείται στην παρούσα δίκη από τον κυβερνήτη του ανωτέρω σκάφους δεύτερο ενάγοντα, τον οποίο επίσης γνώριζε ο ως άνω τεχνικός διευθυντής της εναγόμενης, καθώς και οι δύο αυτοί δύτες είχαν συνεργασθεί με την εναγόμενη πολλές φορές στο παρελθόν. Μόλις προσέγγισαν το κινδυνεύον πλοίο που βρισκόταν προσαραγμένο στα βράχια, ο δύτης και μέλος του πληρώματος του άνω αρωγού σκάφους ………….. καταδύθηκε, με πλήρη εξοπλισμό, και επιθεώρησε τα διαρρηγμένα ύφαλα, για να διαπιστώσει την κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει από άποψη ζημιών και ρηγμάτων, καθώς και την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι προπέλες του. Στη συνέχεια, ο δεύτερος ενάγων, αφού πρόσδεσε τα δύο σκάφη με σχοινί, άρχισε να τραβάει το προσαραγμένο πλοίο, καταφέρνοντας να το αποκολλήσει και να το απομακρύνει από τα βραχώδη αβαθή σε ασφαλή απόσταση. Ενόσω δε συνέχιζε να το συγκρατεί με το σχοινί πρόσδεσης, οι δύο δύτες – μέλη του πληρώματος πέταξαν στη θάλασσα δύο σχοινιά από την πλώρη και την πρύμνη αντίστοιχα του κινδυνεύοντος πλοίου, τα οποία έδεσαν στα βράχια της ακτής, στην άλλη πλευρά του όρμου από αυτήν που είχε προσαράξει, κάνοντας «καντηλίτσα», ώστε να εξασφαλίσουν τη διάσωσή του και την ασφαλή παραμονή του μακριά από τα βράχια. Κατόπιν, ο ένας δύτης σήκωσε το ρελέ και με τη χρήση του εργάτη ανέλκυσε την ποντισμένη καδένα της άγκυρας του πλοίου, την οποία τοποθέτησε στην πλώρη του αρωγού πλοίου και τη μετέφεραν σε απόσταση 80 μέτρων περίπου, όπου την πόντισε και τη φερμάρισε σωστά. Μετά από την ασφαλή πρόσδεση του πλοίου με σχοινιά και άγκυρα, αμφότεροι οι δύτες καταδύθηκαν και με σακούλες νάιλον μπάλωσαν πρόχειρα τα ρήγματα εξωτερικά του πλοίου, ακολούθως δε και εσωτερικά του πλοίου με πετσέτες και κατάφεραν με αυτό τον τρόπο να περιορίσουν εξ ολοκλήρου την εισροή νερών στο εσωτερικό του από το μεγάλο ρήγμα στη δεξιά πλευρά. Η εισροή νερού από το μικρότερο ρήγμα στην πρύμνη του αριστερού πλωτήρα του σκάφους δεν μπόρεσε να μειωθεί, αλλά ελέγχθηκε εύκολα από την αντλία σεντίνας που λειτουργούσε χειροκίνητα, ενώ τη βοηθούσε αποτελεσματικά και η αυτόματη αντλία. Επιπρόσθετα, ο δεύτερος ενάγων, για να σφραγίσει τα ρήγματα, παρήγγειλε αφρούς πολυουρεθάνης, τους οποίους μετέφερε και του παρέδωσε περί ώρα 20:30 μ.μ. της αυτής ημέρας ο χειριστής του επιβατηγού τουριστικού πλοίου «Π», και τοποθέτησαν προσηκόντως οι άνω δύτες, απασχολούμενοι με τις ως άνω εργασίες επί δίωρο περίπου και ενώ είχε βραδιάσει και στην περιοχή έπνεαν άνεμοι 4-5 μποφόρ. Σημειωτέον ότι ο χειριστής του ως άνω σκάφους «Π» μετέφερε, περί ώρα 21:40 μ.μ, στο λιμάνι της Ύδρας τους λοιπούς επιβαίνοντες του κινδυνεύοντος ιστιοφόρου, οι οποίοι στο μεσοδιάστημα, όπως προεκτέθηκε, είχαν αποβιβασθεί για λόγους ασφάλειας στη νήσο Δοκό, και μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο για προληπτικές εξετάσεις. Περαιτέρω, οι άνω δύτες – μέλη του πληρώματος του αρωγού σκάφους, απομάκρυναν το σχοινί που είχε περιπλεχθεί στη δεξιά προπέλα του κινδυνεύοντος σκάφους, έτσι ώστε αυτό μπορούσε να κινηθεί πλέον αυτοδύναμα, με τη χρήση, όμως, της δεξιάς μηχανής του μόνο. Καθ’ όλη τη διάρκεια των άνω καταδύσεών τους δεν αποδείχθηκε ότι τέθηκε σε κίνδυνο η ασφάλειά τους, όπως αβάσιμα παραπονούνται οι ενάγοντες με το μόνο λόγο της έφεσής τους κατά το σχετικό μέρος του, καθώς δεν προσκόμισαν περί τούτου κάποιο κρίσιμο αποδεικτικό στοιχείο και δεν προκύπτει σχετική άμεση γνώση των μαρτύρων τους, ενώ δεν πρέπει να λησμονείται ότι οι υπηρεσίες που προσέφεραν οι δύτες – μέλη του πληρώματος σχετίζονταν με το επαγγελματικό τους αντικείμενο και ότι δεν προκύπτει με πειστικό τρόπο ότι δεν τήρησαν προηγουμένως τους επιβαλλόμενους κανόνες ασφαλείας, αντίθετα, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, προκύπτει ότι διενεργήθηκαν αφού ασφαλίστηκε με σχοινί το κινδυνεύον σκάφος. Στο μεταξύ, το Λιμεναρχείο της Ύδρας επέτρεψε την αγκυροβόληση του  σκάφους αυτού στον υπήνεμο όρμο Αγίου Νικολάου της νήσου Δοκού, που απείχε περίπου ένα ναυτικό μίλι μακριά από το σημείο που είχε προσαράξει το σκάφος, όπως και έγινε, συνοδεία του αρωγού σκάφους. Περί ώρα 23:00 μ.μ. της ίδιας ημέρας, μετά από τηλεφωνική επικοινωνία του Λιμεναρχείου με τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, συνελήφθη ο κυβερνήτης του κινδυνεύοντος σκάφους, ο οποίος αφέθηκε ελεύθερος την επόμενη ημέρα, και έτσι στο πλοίο παρέμειναν προς φύλαξη οι δύο δύτες. Στις 4:30 π.μ. της επόμενης ημέρας, ήτοι της 12ης-7-2019, αφίχθη με το πλωτό του Λιμεναρχείου ο υπεύθυνος της κυρίως εναγόμενης, ………., ο οποίος επιθεώρησε το σκάφος, ενημερώθηκε για τις ενέργειες της αρωγής των εναγόντων και παρήγγειλε, σε συνεννόηση με αυτούς, από την Αθήνα τα υλικά που χρειάζονταν ακόμη. Έτσι, οι ενάγοντες αποχώρησαν και έμεινε προς φύλαξη του πλοίου ο ως άνω υπεύθυνος, επέστρεψαν δε το απόγευμα της ίδιας ημέρας, όταν ήρθαν τα παραγγελθέντα είδη για την αναγκαία επισκευή του για τον πλήρη αυτοδύναμο πλου του, δηλαδή υποβρύχιος εποξικός στόκος για τη στεγανοποίησή του και μια προπέλα, με την οποία αντικατέστησαν την αριστερή τοιαύτη, καθώς είχε αποκοπεί το ένα της φτερό κατά την πρόσκρουση στα βράχια, απασχολούμενοι επί τρεις ώρες περίπου. Τέλος, την 13η-7-2019, αφού το σκάφος επιθεωρήθηκε από τον επιθεωρητή του νηογνώμονα Hellenic Lloyd’s ……….., κρίθηκε αξιόπλοο για να ταξιδέψει μέχρι την Κοιλάδα Ερμιονίδας, που απείχε περί τα 33 ναυτικά μίλια, προκειμένου να ανελκυσθεί και να επισκευασθεί σε ναυπηγείο και έλαβε και τη σχετική άδεια από το Λιμεναρχείο της Ύδρας, απέπλευσε περί ώρα 11:00 π.μ. με δικές του δυνάμεις. Στο σκάφος επέβαινε ο ένας εκ των δύο δυτών, …….., ο οποίος ήταν σε ετοιμότητα για να παράσχει οποιαδήποτε βοήθεια ενδεχομένως απαιτούνταν και για το λόγο αυτό είχε συνοδεία το σκάφος του «Γ», το οποίο και ρυμουλκούσαν. Το σκάφος συνόδευε μέχρι το νότιο άκρο της Δοκού το πλωτό του λιμενικού σώματος, ενώ, μόλις έφθασε στην Κοιλάδα Ερμιονίδας, ανελκύστηκε στο ναυπηγείο …………. και ο δύτης ……….. αποχώρησε. Υπό τα δεδομένα αυτά οι ώρες απασχόλησης των κυρίως εναγόντων κατά την παροχή των σωστικών υπηρεσιών τους προς το σκάφος της κυρίως εναγόμενης ήταν περίπου είκοσι, συμπεριλαμβανομένων και των ωρών απλής παραμονής τους κοντά στο άνω σκάφος και των ωρών συνοδείας  αυτού, για λόγους ασφαλείας, προς τον παραπλήσιο όρμο Αγίου Νικολάου της νήσου Δοκού, προς τον οποίο μετακινήθηκε αυτοδύναμα το άνω σκάφος και κατά το ταξίδι του 33 ναυτικών μιλίων μέχρι την Κοιλάδα Αργολίδας προς ανέλκυση και επισκευή του, ενώ ρυμουλκούσε για λόγους ασφαλείας του το άνω σκάφος «Γ». Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, επίσης έκρινε ότι οι σωστικές υπηρεσίες επιθαλάσσιας αρωγής εκ μέρους του διασωστικού σκάφους και των μελών του πληρώματός του προς το κινδυνεύον σκάφος διήρκεσαν είκοσι ώρες, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και οι περί του αντιθέτου λόγοι των εφέσεων της κυρίως εναγόμενης και της παρεμπιπτόντως εναγόμενης – προσθέτως παρεμβαίνουσας (τρίτος και πέμπτος αντίστοιχα) πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ’ ουσία. Περαιτέρω, από την προαναφερόμενη από 30-8-2019 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ναυπηγού μηχανικού …………, αποδεικνύεται ότι το σκάφος της εναγόμενης υπέστη από τις δύο προσαράξεις – προσκρούσεις στα βράχια, τις κάτωθι ζημίες: 1) ο δεξιός πλωτήρας έφερε εκδοχές, χτυπήματα, σπασίματα (διάτρητο σε ένα σημείο στο μέσο) και αποκολλήσεις καθ’ όλο το μήκος, 2) τόσο τα δύο πηδάλια, όσο και οι δύο καρίνες, έφεραν σπασίματα στο κάτω τμήμα τους, 3) ο αριστερός πλωτήρας έφερε χτυπήματα στην πλώρη, τρία χτυπήματα στο πλάι και πολλαπλά χτυπήματα/σπασίματα, κάποια από αυτά διάτρητα, στην πρυμνιά περιοχή και 4) ο πλαστικός διάδρομος στην πλώρη μεταξύ των δύο διχτυών έφερε σπασίματα, ενώ, ακόμη, όπως προαναφέρθηκε, έσπασε το ένα πτερύγιο της αριστερής προπέλας. Σύμφωνα δε με την ως άνω έκθεση, πριν την έναρξη εργασιών αποκατάστασης των ζημιών του σκάφους ζητήθηκαν προσφορές από τρεις έμπειρους επισκευαστές, καθώς η ζημία ήταν εκτεταμένη, και προτιμήθηκε η οικονομικότερη εξ αυτών, αξίας 19.000,00 ευρώ, από την εταιρεία «………..», η οποία – αναφορικά με την αποκατάσταση των ζημιών από τις προσαράξεις και μόνο – πλέον εξόδων ναυπηγείου «……», που αφορούσαν ανέλκυση, υδροβολή, καθέλκυση και παραμονή επί 18 ημέρες, αξίας 1.840,00 ευρώ, εξόδων νέας ανέλκυσης στον Άλιμο από την επιχείρηση «………….» (διότι κατά τον πλου της επιστροφής του διαπιστώθηκε μικρή εισροή υδάτων από βάνα η οποία είχε στραβώσει ελαφρώς κατά το συμβάν και δεν ήταν δυνατό να διαπιστωθεί κατά την επισκευή του, καθέλκυσης και επισκευής της βάνας, αξίας 1.300,00 ευρώ), καθώς και εξόδων αγοράς υλικών, ήτοι ενός μπαλονιού που βρέθηκε σκασμένο, μιας βοηθητικής άγκυρας, καθόσον η αρχική έμεινε στη θάλασσα κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων και ενός σχοινιού, αξίας 314,90 ευρώ, δύο υποβρύχιων φώτων στις πρύμνες των δύο πλωτήρων, που έσπασαν και κόπηκαν καθώς χτυπούσε το σκάφος στα βράχια, αξίας 490,00 ευρώ, και ενός έλικα αλουμινίου σε αντικατάσταση της αριστερής έλικας που έσπασε, αξίας 285,00 ευρώ, ανήλθε στο συνολικό ποσό των 23.229,90 ευρώ. Κατόπιν όλων των ανωτέρω και με δεδομένο ότι: α) ο χειριστής του ιστιοπλοϊκού σκάφους της κυρίως εναγόμενης είχε εκπέμψει σήμα κινδύνου, αιτούμενος βοήθεια, ενώ είχε αποβιβάσει τους λοιπούς επιβαίνοντες σε αυτό, β) το πλοίο είχε απωλέσει τα μέσα προώθησής του και τα μέσα προς συγκράτησή του, καθώς η αριστερή έλικά του ήταν σπασμένη, στη δεξιά είχε εμπλακεί κάβος και είχε βιράρει την άγκυρά του που είχε ξεσύρει, γ) είχε παρασυρθεί ανεξέλεγκτο από τους πνέοντες ισχυρούς βορειοανατολικούς ανέμους και είχε προσαράξει σε βραχώδη αβαθή δύο φορές διαδοχικά, παραμένοντας, κατά το χρόνο παροχής της αρωγής, προσαραγμένο και δ) εισέρχονταν νερά σε αυτό από τα δυο ρήγματα που είχε υποστεί από τις προσαράξεις, αποδεικνύεται ότι το ως άνω πλοίο βρέθηκε σε πραγματικό και σοβαρό κίνδυνο, οι δε παρασχεθείσες υπηρεσίες από τους κυρίως ενάγοντες, όπως ειδικότερα αναφέρθηκαν ανωτέρω, είχαν χαρακτήρα επιθαλάσσιας αρωγής με ωφέλιμο αποτέλεσμα, καθόσον με αυτές αποφεύχθηκε ο κίνδυνος πρόκλησης περαιτέρω σημαντικών ζημιών σε αυτό, αλλά και περιορισμένης έκτασης ρύπανσης στη συγκεκριμένη θαλάσσια περιοχή. Οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της κυρίως εναγόμενης και της παρεμπιπτόντως εναγόμενης, με τους δεύτερο και τέταρτο αντίστοιχα λόγους των εφέσεών τους, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ’ ουσία, καθώς παραβλέπουν ότι, εάν δεν υπήρχε η άμεση και προσήκουσα βοήθεια των κυρίως εναγόντων που πρόλαβαν και απομάκρυναν το προσαραγμένο σκάφος από τα βραχώδη αβαθή και στεγανοποίησαν πρόχειρα τις ρωγμές στα ύφαλά του από τις οποίες εισέρχονταν θαλάσσια ύδατα ενώ αυτό προσέκρουε στα βραχώδη αβαθή ωθούμενο από τους άνω βόρειους ανέμους και τον κυματισμό έχοντας απωλέσει τα μέσα προώθησης του και τα μέσα προς συγκράτησή του και δεν υπήρχε πλησίον άλλος για να παράσχει  έγκαιρα αποτελεσματική βοήθεια, το φυσιολογικό θα ήταν, προϊόντος του χρόνου, τα υπάρχοντα ρήγματα να μεγαλώσουν και να προκληθούν και νέα ρήγματα και να ναυαγήσει – διαλυθεί, με αποτέλεσμα να διαρρεύσουν στη θάλασσα τα καύσιμα και τα λιπαντικά του, προκαλώντας περιορισμένης έκτασης θαλάσσια ρύπανση. Περαιτέρω, η διασωθείσα αξία του κινδυνεύοντος σκάφους, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου ανερχόταν κατά το χρόνο παροχής της επιθαλάσσιας αρωγής στο ποσό των 250.000,00 ευρώ και όχι στο ποσό των 440.000,00 ευρώ που υποστηρίζουν οι κυρίως ενάγοντες και κρίθηκε πρωτόδικα, ούτε στο ποσό των 170.000,00 έως 185.000,00 ευρώ που υποστηρίζει η κυρίως εναγόμενη και η παρεμπιπτόντως εναγόμενη / προσθέτως παρεμβαίνουσα, ενόψει ιδίως του τύπου του (ιστιοφόρο καταμαράν πολυεστερικό Ε/Γ-Τ/Ρ σκάφος αναψυχής τύπου LAGOON 450), του ότι είχε αγοραστεί καινούργιο από την κυρίως εναγόμενη το έτος 2013 αντί 387.676,00 ευρώ (όπως προκύπτει από το υπό στοιχεία …………………../25-3-2013 τιμολόγιο πώλησης της Γαλλικής εταιρίας «…………..») και έκτοτε διατίθετο συνεχώς επί εξαετία προς ναύλωση χωρίς πλήρωμα (γεγονός που μείωνε σημαντικά την εμπορική αξία του, με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας), της κατάστασής του, του βαθμού συντήρησής του και του ύψους των ζημιών που υπέστη, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, λαμβανομένου ακόμα υπόψη του ότι, σύμφωνα με το διεθνώς αναγνωρισμένο περιοδικό «………» του μηνός Μαρτίου 2019, το οποίο επικαλείται στην από 30-8-2019 ιδιωτική έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ο ενεργών για λογαριασμό της παρεμπιπτόντως εναγόμενης – προσθέτως παρεμβαίνουσας ασφαλιστικής εταιρίας ναυπηγός μηχανικός ….., η μέση τιμή μεταχειρισμένου Lagoon 450 κατασκευασμένου το έτος 2013 ανέρχονταν στο ποσό των 243.000,00 ευρώ, χωρίς να οδηγεί σε άλλη άποψη, ενόψει των ανωτέρω, η από 7-1-20202 βεβαίωση εκτίμησης αξίας του ναυπηγού – μηχανολόγου μηχανικού …………………, που προσκομίζουν με επίκληση οι κυρίως ενάγοντες, ύψους 440.000,00 ευρώ, η οποία συντάχθηκε κατ’ εντολή και για λογαριασμό τους. Μετά ταύτα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ’ ουσία οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της κυρίως εναγόμενης και την παρεμπιπτόντως εναγόμενης / προσθέτως παρεμβαίνουσας, που επαναφέρονται αντίστοιχα με τον πρώτο και των τρίτο λόγο των εφέσεών τους, με την επισήμανση ότι η συμβατική αποτίμηση της αξίας του κινδυνεύοντος σκάφους στο ασφαλιστήριο σκάφους και μηχανής (η οποία ανέρχονταν για την περίοδο από 1-1-2019 έως 1-1-2020 σε 475.000,00 ευρώ), ισχύει μόνο για την ασφάλιση και όχι για άλλα θέματα, όπως είναι ο καθορισμός σώστρων, ποσοστού συνεισφοράς γενικής αβαρίας, απόδειξη τεκμαρτής ολικής απώλειας, κ.λ.π, για τα οποία θέματα λαμβάνεται υπόψη η πραγματική και όχι η στο ασφαλιστήριο συμφωνηθείσα αξία (Lord Chorley O.C. Giles, Ναυτικόν Δίκαιον, μετάφρασις επεξεργασία Ιάσων Κρεμεζής, 1978, μέρος τρίτο, παρ. 11, σ. 297), καθώς και ότι το ίδιο ισχύει κατ’ αναλογία και με τη φορολογητέα αξία του σκάφους, ενόψει του ότι αυτή εξυπηρετεί αποκλειστικά φορολογικούς σκοπούς. Επίσης, η αξία του σκάφους του πρώτου ενάγοντος εκτιμάται στο ποσό των 80.000,00 ευρώ, ενόψει του έτους κατασκευής, της κατάστασής του και των τεχνικών χαρακτηριστικών του, χωρίς αυτό να αμφισβητείται ειδικά από την κυρίως εναγόμενη, συναγόμενης εκ τούτου έμμεσης ομολογίας της (άρθρα 261 και 352 Κ.Πολ.Δ.). Ωστόσο, μεταξύ των διαδίκων της κύριας δίκης δεν επιτεύχθηκε συμφωνία για την οφειλόμενη αμοιβή των εναγόντων. Σημειωτέον ότι η κυρίως εναγόμενη και η παρεμπιπτότως εναγόμενη – προσθέτως παρεμβαίνουσα προέβαλαν παραδεκτά πρωτόδικα και επανέφεραν με τις προτάσεις τους της παρούσας δίκης την ένσταση καταχρηστικής άσκησης της υπό κρίση αγωγής, αιτούμενοι την απόρριψή της και ισχυριζόμενες ότι, καίτοι η πρώτη εξ αυτών είχε άλλες εναλλακτικές επιλογές δυτών, επέλεξε τους αντίδικους, λόγω πρότερης μεταξύ τους συνεργασίας και εμπιστοσύνης που είχε στο πρόσωπό τους και τους ανέθεσε εν λευκώ το έργο της απομάκρυνσης του σκάφους της από τα βράχια και της στεγανοποίησής του, χωρίς προηγουμένως να συμφωνήσουν το ποσό της αμοιβής τους και να ζητήσουν προσφορές από άλλους δύτες, και ενώ ο τεχνικός διευθυντής της, . ……., μετά την άφιξή του στο σκάφος, ζητούσε επανειλημμένα να μάθει ποια θα είναι η αμοιβή τους και οι ενάγοντες απαντούσαν γενικά και αόριστα ότι «θα τα βρουν» ή ότι θα απευθυνθούν στην ασφαλιστική εταιρία του σκάφους, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η αμοιβή τους θα είναι δίκαιη και εύλογη, λίγες ημέρες αργότερα ζήτησαν το υπέρογκο ποσό των 200.000,00 ευρώ, υπολογίζοντας την αξία του διασωθέντος πλοίου στο εξωπραγματικό ποσό των 500.000,00 ευρώ, και κατόπιν προχώρησαν αρχικά στην άσκηση αγωγής, από την οποία παραιτήθηκαν, και ήδη στην κρινόμενη. Η ένσταση, όμως, αυτή, με την οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος των εναγόντων να επιδιώξουν την αξίωσή τους από την παροχή υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής με την άσκηση της υπό κρίση αγωγής είναι απορριπτέα ως νομικά αβάσιμη, καθόσον τα εκτιθέμενα ως άνω πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 281 ΑΚ, ήτοι δε συνεπάγονται από μόνα τους υπέρβαση των ορίων, που θέτουν η καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Μετά ταύτα, αφού ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα κριτήρια του άρθρου 13 της Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου του έτους 1989 για τον καθορισμό της οφειλόμενης αμοιβής, όπως αναφέρθηκαν και στην υπ’ αριθ. 3 άνω νομική σκέψη, ήτοι: α) ο κίνδυνος που διέτρεξε το σκάφος της κυρίως εναγόμενης, ο οποίος ήταν σοβαρός, άμεσος και πραγματικός, με πιθανή την ολική απώλεια του σκάφους της και την επακόλουθη ρύπανση του θαλασσίου περιβάλλοντος, έστω και σε περιορισμένο βαθμό, γεγονός που συνεπάγεται υποχρέωση και δαπάνη απορρύπανσης της περιοχής και καταβολής προστίμων, καθώς και ανέλκυσης του σκάφους, β) το έγκαιρο των υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής που παρασχέθηκαν εκ μέρους του ναυαγοσωστικού σκάφους του πρώτου ενάγοντος και του πληρώματός του, σε συνδυασμό με την ανεπιτυχή προηγούμενη προσπάθεια διάσωσής του από έτερο σκάφος, γ) η ετοιμότητα με την οποία το διασωστικό αυτό σκάφος έσπευσε προς παροχή βοήθειας προς το κινδυνεύον σκάφος, αλλά και η τοπική εγγύτητα στην οποία βρισκόταν, δ) η επιτηδειότητα, οι προσπάθειες και ο ζήλος που επέδειξαν το πλήρωμα του διασωστικού αυτού σκάφους κατά την παροχή των υπηρεσιών αρωγής στο κινδυνεύον σκάφος για τη διάσωσή του, τόσο με την κατάρτιση, τις γνώσεις και την εμπειρία του εξειδικευμένου προσωπικού του, όσο και με τη χρήση των πρόσφορων τεχνικών σωστικών μέσων εξοπλισμού του, ε) η φύση και η έκταση των σωστικών υπηρεσιών που παρείχε το πλήρωμα του διασωστικού σκάφους, που είχε εξειδίκευση και εμπειρία και έλαβε τα δέοντα μέτρα ασφαλείας, πρωτίστως κατά την εκτέλεση των υποβρύχιων εργασιών, ενόψει των άνω ειδικών συνθηκών, στ) το ωφέλιμο αποτέλεσμα που πέτυχαν οι ενάγοντες με τη διάσωση του κινδυνεύοντος σκάφους, το οποίο, μολονότι ήταν προσαραγμένο σε βραχώδη αβαθή, στερούμενο μέσων προώθησης και συγκράτησης, έχοντας ρήγματα τόσο δεξιά όσο και αριστερά από τα οποία εισέρρεαν ύδατα καθώς αυτό προσέκρουε στα βραχώδη αβαθή παρασυρμένο από τους πνέοντες ανέμους και τα κύματα, το κατέστησαν ασφαλή και αξιόπλοο ώστε να πλεύσει αυτοδύναμα για τις αναγκαίες επισκευές του, με τη συνοδεία ενός μέλους του πληρώματος του αρωγού σκάφους τους, σε ναυπηγείο σε απόσταση 33 ναυτικών μιλίων, ζ) το σημαντικό χρόνο που διήρκεσαν οι σωστικές υπηρεσίες επιθαλάσσιας αρωγής εκ μέρους του διασωστικού σκάφους προς το κινδυνεύον σκάφος, κατά ως άνω διαλαμβανόμενα, περίπου είκοσι ωρών, η) τα έξοδα και οι πρόσθετες δαπάνες που υποβλήθηκε ο πρώτος ενάγων κατά την παροχή των υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής προς το κινδυνεύον σκάφος, για τα καύσιμα που κατανάλωσε, αξίας περίπου 750,00 ευρώ, αλλά και για πλαστελίνες και αφρούς πολυουρεθάνης, αξίας περίπου 500,00 ευρώ, στα οποία δεν θα είχε προβεί και έτσι, δεν θα είχε υποστεί αντίστοιχη περιουσιακή ζημία, εάν δεν παρείχε τις εν λόγω σωστικές υπηρεσίες του και θ) της αξίας του κινδυνεύοντος και του αρωγού σκάφους αντίστοιχα, η εύλογη αμοιβή που οι ενάγοντες δικαιούνται για τις περιγραφόμενες ανωτέρω στο σκεπτικό της παρούσας υπηρεσίες επιθαλάσσιας αρωγής στο πλοίο της κυρίως εναγόμενης ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 40.000,00 ευρώ, και δη κατ’ επιμερισμό και νόμιμη διανομή μεταξύ τους, σύμφωνα με το αγωγικό αίτημά τους και τον από 8-9-2020 προσκομιζόμενο πίνακα κατανομής αμοιβής του πλοιάρχου κατ’ άρθρα 13 και 15 του Ν. 2391/1996, 251 και 255 του Κ.Ι.Ν.Δ, που υπέχει στην πραγματικότητα θέση σχετικής περί τούτου συμφωνίας τους και επικρατεί της εφαρμογής των κριτηρίων του νόμου (Εφ.Πειρ. 247/2021, ό.α, Εφ.Πειρ. 318/2010, Τ.Ν.Π . ΝΟΜΟΣ), ως ακολούθως: α) στο ποσό των 20.000,00 ευρώ (ήτοι ποσοστό 2/4) στον πρώτο ενάγοντα, ως πλοιοκτήτη του διασωστικού σκάφους, β) στο ποσό των 10.000,00 ευρώ (ήτοι ποσοστό 1/4) στο δεύτερο ενάγοντα ατομικά, ως πλοίαρχο του ως άνω σκάφους, και γ) στο ποσό των 10.000,00 ευρώ (ήτοι ποσοστό 1/4) στον δεύτερο ενάγοντα για λογαριασμό των δύο δυτών – μελών του πληρώματος και ειδικότερα, στο ποσό των 5.000,00 ευρώ σε καθένα εξ αυτών. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε ότι η εύλογη αμοιβή των κυρίως εναγόντων για τις παρασχεθείσες στο πλοίο της κυρίως εναγόμενης υπηρεσίες επιθαλάσσιας αρωγής, ανέρχεται συνολικά στο (μεγαλύτερο) ποσό των 60.000,00 ευρώ, για  τον υπολογισμό του οποίου συνυπολόγισε πολύ μεγαλύτερη αξία του κινδυνεύοντος πλοίου από την πραγματική (ήτοι 440.000,00 ευρώ αντί 250.000,00 ευρώ), εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις, όπως βάσιμα  ισχυρίσθηκαν η κυρίως εναγόμενη και η παρεμπιπτόντως εναγόμενη με τις προβαλλόμενες με την έφεσή τους αιτιάσεις, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, απορριπτομένου, συνακόλουθα, ως αβάσιμου του ισχυρισμού των κυρίως εναγόντων ότι έπρεπε να τους επιδικαστεί το αιτούμενο με την αγωγή τους ακόμη μεγαλύτερο ποσό του πρωτοδίκως επιδικασθέντος, τον οποίον προβάλουν με το μόνο λόγο της έφεσής τους, κατά το σχετικό μέρος της.

14. Κατόπιν αυτών, μη υπάρχοντος άλλου λόγου των άνω εφέσεων προς εξέταση, πρέπει: Α) να απορριφθεί η Β έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη στο σύνολό της, να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων, λόγω της ήττας τους, τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν νόμιμου σχετικού αιτήματός τους (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παράβολου που κατατέθηκε για την άσκηση της έφεσης αυτής (άρθρο 495 αριθ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ).  Και Β) να γίνουν δεκτές οι Α και Γ εφέσεις ως ουσιαστικά βάσιμες και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς όλα τα κεφάλαιά της για την ενότητα της εκτέλεσης (Εφ.Πατρ. 21/2019, Εφ.Θεσ. 174/2018, Εφ.Πειρ. 16/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, «Η έφεση», έκδ. Ε’, σ. 430-431, παρ. 1143), ώστε η απόφαση να έχει ενιαίο διατακτικό (Α.Π. 748/1984, ΕλλΔνη 26, 642, Εφ.Πειρ. 155/2019, Εφ.Πατρ. 279/2018, Εφ.Δωδ. 309/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση κατ’ ουσία στο Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), να γίνει εν μέρει δεκτή κατ’ ουσία η αναφερθείσα στο σκεπτικό από 22-1-2020 και με ΓΑΚ …… και ΕΑΚ ……./24-1-2020 κύρια αγωγή (η οποία είναι αρκούντος ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που παρατίθενται στην υπ’ αριθ. 3 νομική σκέψη της παρούσας, καθώς και σ’ αυτές των άρθρων 1, 2, 6, 8, 10, 12, 13 και 24 της Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου του 1989 για την επιθαλάσσια αρωγή, 246, 247, 248, 251, 252 και 254 του Κ.Ι.Ν.Δ. {ν. 3816/1958}, που εφαρμόζονται συμπληρωματικά κατ’ άρθρο 13 παρ. 2 της ανωτέρω Διεθνούς Σύμβασης, 346 ΑΚ, 176 Κ.Πολ.Δ.) και να υποχρεωθεί η κυρίως εναγόμενη να καταβάλει στους κυρίως ενάγοντες το συνολικό ποσό των 40.000,00 ευρώ και ειδικότερα: α) στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 20.000,00 ευρώ, β) στο δεύτερο ενάγοντα ατομικά το ποσό των 10.000,00 ευρώ και γ) στο δεύτερο ενάγοντα, για λογαριασμό των δύο μελών του πληρώματος (………. και ……….), το συνολικό ποσό των 10.000,00 ευρώ, ήτοι ποσό 5.000,00 ευρώ στον καθένα απ’ αυτούς, τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής (άρθρο 346 Α.Κ.). Η κυρίως εναγόμενη, λόγω της ήττας της και ανάλογα με την έκταση αυτής, πρέπει να καταδικασθεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων των κυρίως εναγόντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατ’ αποδοχή του βάσιμου σχετικού αιτήματός τους (άρθρα 106, 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, σε συνδ. με άρθρα 58 παρ. 3, 63 παρ.1 περ. ιδ, 68 παρ.1, 69 παρ. παρ. 1, 2 και 84 του Ν. 4194/2013), ενώ πρέπει να διαταχθεί και η επιστροφή του παράβολου άσκησης έφεσης στην εκκαλούσα στη Γ έφεση που γίνεται δεκτή (άρθρο 495 αριθ. 3 Κ.Πολ.Δ). Περαιτέρω, αναφορικά με την επικαλούμενη με την προσεπίκληση και τη σωρευόμενη σε αυτήν παρεμπίπτουσα αγωγή ευθύνη της παρεμπιπτόντως εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας, αποδεικνύεται ότι το άνω κινδυνεύσαν σκάφος «LE» ήταν ασφαλισμένο στην τελευταία κατά την ημερομηνία που συνέβη το επίδικο περιστατικό, σύμφωνα με το υπ’ αριθμό …………../15-1-2019 ασφαλιστήριο συμβόλαιο, διάρκειας από 1-1-2019 έως 1-1-2020 και ότι η τελευταία είχε αναλάβει την υποχρέωση να αποζημιώσει την παρεμπιπτόντως ενάγουσα για όποια ποσά μπορούσε να καταστεί κατά νόμο υπεύθυνη να καταβάλει εξαιτίας παροχής υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής στο ανωτέρω σκάφος της [βλ. άρθρο 14 των Ρητρών του Ινστιτούτου για την Ασφάλιση Σκαφών 01.11.85 (Institute Yacht Clauses 11.85), που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του προαναφερθέντος ασφαλιστήριου], γεγονός που συνομολογεί η παρεμπιπτόντως εναγόμενη με τις προτάσεις της πρόσθετης παρέμβασής της. Επομένως, ενόψει του ότι, κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα, επήλθε, κατά τη διάρκεια ισχύος της ως άνω σύμβασης ασφάλισης, ο ασφαλιστικός κίνδυνος, η άνω από 18-2-2020 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, η οποία είναι αρκούντος ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 346, 361 Α.Κ, 1 παρ. 1, 2 παρ. 1, 6 παρ. 1, 7 παρ. 7, 8 παρ. 1, 9, 11 παρ. 1 και 25 Ν. 2496/1997, 14 παρ. 4 περ. α’  υποπερ. β’ Ν. 4256/2014, 69 παρ. 1 στ. ε’, 70, 88, 89, 91, 176 και 282 επ. Κ.Πολ.Δ, πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί ότι η παρεμπιπτόντως εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στην προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα, το ποσό των 40.000,00 ευρώ, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων, το οποίο η τελευταία υποχρεώθηκε, κατά τα ανωτέρω, να καταβάλει στους ενάγοντες της κύριας αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα καταβολής του και υπό τον όρο της καταβολής του από την παρεμπιπτόντως ενάγουσα προς τους κυρίως ενάγοντες. Η παρεμπιπτόντως εναγόμενη, λόγω της ήττας της, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της παρεμπιπτόντως ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατ’ αποδοχή του βάσιμου σχετικού αιτήματός της (άρθρα 106, 176 παρ. 1 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, σε συνδ. με άρθρα 58 παρ. 3, 63 παρ.1 περ. ιδ, 68 παρ.1, 69 παρ. παρ. 1, 2 και 84 του Ν. 4194/2013), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, σε σχέση με την πρόσθετη παρέμβαση της προσεπικαλούμενης – παρεμπιπτόντως εναγόμενης, η οποία είναι απλή παρέμβαση, ως παρέμβαση δικονομικού εγγυητή (Εφ.Πειρ. 91/2022, Εφ.Αθ. 198/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), δεν θα περιληφθεί στην παρούσα απόφαση διάταξη περί επιβολής δικαστικών εξόδων, γιατί δεν προκλήθηκε πρόσθετη δικαστική δαπάνη από την παρέμβαση αυτή (Ολ.Α.Π. 27/2008, Εφ.Αθ. 198/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), όπως δεν θα περιληφθεί διάταξη και σε σχέση με την ανακοίνωση δίκης που σωρεύεται στην άνω προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, ενόψει του ότι αυτή δεν συνιστά μορφή αίτησης παροχής έννομης προστασίας, δεν διατυπώνει αίτημα κατά του τρίτου, δεν ανοίγει νέα διαδικασία, ούτε διευρύνει τα υποκειμενικά όρια της εκκρεμούς δίκης και δεν δημιουργεί υποχρέωση του δικαστηρίου να αποφανθεί επ’ αυτής, ούτε υποχρέωση του λήπτη της ανακοίνωσης να απαντήσει στην ιστορική της βάση (Α.Π. 1012/1991, ΕλλΔ/νη 1993/571, Εφ.Πειρ. 387/2020, Εφ.Πατρ. 842/2007, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις Α, Β και Γ εφέσεις.

Δέχεται τυπικά αυτές.

Ι. Απορρίπτει τη Β έφεση κατ’ ουσία.

Καταδικάζει τους εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή του με κωδικό πληρωμής ………………. ηλεκτρονικού παράβολου άσκησης της άνω έφεσης, ποσού εκατό (100,00) ευρώ, στο Δημόσιο Ταμείο.

ΙΙ. Δέχεται τις Α και Γ εφέσεις κατ’ ουσία.

Εξαφανίζει τη με αριθ. 1361/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση που αφορά τις αναφερθείσες στο σκεπτικό α) από 22-1-2020 και με Γ.Α.Κ. …. και Ε.Α.Κ. …../24-1-2020 κύρια αγωγή, β) από 18-2-2020 και με ΓΑΚ …../2020 και ΕΑΚ …../2020 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή και γ) από 2-7-2020 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …../8-7-2020 πρόσθετη παρέμβαση.

Δέχεται εν μέρει κατ’ ουσία την ανωτέρω κύρια αγωγή.

Υποχρεώνει την κυρίως εναγόμενη να καταβάλει στους κυρίως ενάγοντες το συνολικό ποσό των σαράντα χιλιάδων (40.000,00) ευρώ και ειδικότερα: α) στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000,00) ευρώ, β) στο δεύτερο ενάγοντα ατομικά το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000,00) ευρώ και γ) στο δεύτερο ενάγοντα, για λογαριασμό των δύο μελών του πληρώματος (…………. και ………….), το συνολικό ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000,00) ευρώ, ήτοι ποσό πέντε χιλιάδων (5.000,00) ευρώ στον καθένα απ’ αυτούς, τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

Καταδικάζει την ανωτέρω εναγόμενη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων των εναγόντων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δυο χιλιάδων τετρακοσίων (2.400,00) ευρώ.

Δέχεται κατ’ ουσία την προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή.

Αναγνωρίζει ότι η παρεμπιπτόντως εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα το προαναφερόμενο ποσό των σαράντα χιλιάδων (40.000,00) ευρώ, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων, το οποίο η παρεμπιπτόντως ενάγουσα υποχρεώθηκε, κατά τα ανωτέρω, να καταβάλει στους ενάγοντες της κύριας αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα καταβολής τους και υπό τον όρο της καταβολής τους από την παρεμπιπτόντως ενάγουσα προς τους κυρίως ενάγοντες.

Καταδικάζει την παρεμπιπτόντως εναγόμενη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της παρεμπιπτόντως ενάγουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα στην Γ έφεση του με κωδικό πληρωμής ……………………. ηλεκτρονικού παράβολου άσκησης έφεσης, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στις 15-6-2023, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.           

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ