ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 53 /2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αγγελική Δέτση, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς, και τη γραμματέα Κ.Δ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με την από 27-4-2018 και ειδ. αρ. κατάθ. …… κλήση της εκκαλούσας, η από 23-4-2015 (αρ. κατάθ. …..) έφεσή της κατά της υπ’ αρ. 1954/2014 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων με την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών. Η υπό κρίση έφεση έχει ασκηθεί από την ηττηθείσα ενάγουσα νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι με κατάθεση στις 23-4-2015 του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου και εντός τριετίας από την δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 17-4-2014, καθόσον από τα έγγραφα που προσκομίζονται δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοση της προσβαλλομένης απόφασης, αρμοδίως δε φέρεται για να δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρα 19, 495 § 1, 498, 500, 511, 513, 516, 517, 518 § 2 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς, κατά την ίδια διαδικασία (άρθρα 522 και 533 ΚΠολΔ), ενώ σημειώνεται ότι για το παραδεκτό της, σύμφωνα με τα άρθρα 58 και 72 Ν. 3852/2010 σε συνδ. με 96 § 2 ΚΠολΔ, προσκομίζονται απόσπασμα της με αρ. 16/2017 απόφασης της Οικονομικής Επιτροπής του εναγόμενου δήμου και η υπ’ αρ. 89/2017 απόφαση του δημάρχου.
Με την ένδικη αγωγή, που απηύθυνε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα ιστορούσε ότι, δυνάμει προφορικής συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, που συνήφθη στις 3-1-2011 μεταξύ της ιδίας και του δημάρχου ……… ως νομίμου εκπροσώπου του εναγόμενου δήμου, αυτή προσλήφθηκε από τον τελευταίο για να εργαστεί ως γραμματέας στο γραφείο του δημάρχου έναντι συμφωνηθεισών αποδοχών ανερχόμενων σε 1.411 ευρώ το μήνα. Ότι έκτοτε μέχρι και 30-11-2011 απασχολήθηκε συνεχώς στον εναγόμενο, χωρίς όμως αυτός να της καταβάλλει τις μηνιαίες αποδοχές της, τα επιδόματα εορτών και αδείας και αποδοχές αδείας του έτους 2011 καθώς και την αμοιβή για τη νυχτερινή απασχόλησή της, συνολικού ποσού ευρώ 20.535,46 ευρώ. Ζητούσε δε, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλλει το ανωτέρω ποσό εντόκως από την επίδοση της αγωγής, κυρίως από τη σύμβαση εργασίας και επικουρικά, σε περίπτωση που αυτή κριθεί άκυρη, με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθώς και να καταδικαστεί ο αντίδικος στα δικαστικά της έξοδα. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του, αφού συνεκδίκασε την ανωτέρω αγωγή με την παρόμοια αγωγή της ……….. εναντίον του ίδιου εναγομένου, έκρινε την ένδικη αγωγή ως νόμιμη, δεχόμενο το αίτημα για δεδουλευμένες αποδοχές ως στηριζόμενο στην επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αλλά στη συνέχεια την απέρριψε ως ουσία αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, για τους λόγους, που αναφέρει στην ένδικη έφεσή της, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου καθώς και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή της.
I.Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ., 652 ΑΚ και 6 Ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 38 ΕισΝΑΚ), συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνηθείσας εργασίας και στον μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του, και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη, που εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και ν’ ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση, μάλιστα, του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας αποτελεί το βασικό γνώρισμα της εξάρτησης αυτής, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις, που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του λόγω των επιστημονικών ή ειδικών γνώσεών του και του αντικειμένου της εργασίας, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία ως εξαρτημένη (ΑΠ 58/2015 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, μετά την ισχύ του Ν. 2190/1994 (ΦΕΚ Α’ 28/3-4-1994), όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τον Ν.2527/1997 (ΦΕΚ Α’ 206/8-10-1997), που επέφερε τροποποιήσεις, κυρίως ως προς την πρόσληψη προσωπικού, στο ΠΔ 410/1988, η πρόσληψη του προσωπικού του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ, των ΟΤΑ και των λοιπών προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 14 αυτού, πλην εκείνων που ρητώς εξαιρούνται από τον νόμο αυτόν με τις διατάξεις του ίδιου άρθρου, η πρόσληψη προσωπικού με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου από τα ανωτέρω νομικά πρόσωπα γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 18 § 1α και 2, 19 § 1 και 21 του Ν.2190/1994, δηλαδή προσλαμβάνουν πλέον το μη διοικητικό προσωπικό, καθώς και το εργατοτεχνικό προσωπικό ΥΕ, βάσει των διατάξεων του κανονισμού τους ή αν δεν υπάρχει κανονισμός βάσει προκηρύξεως, σε κάθε όμως περίπτωση η πρόσληψη κάθε είδους προσωπικού ελέγχεται από το ΑΣΕΠ, από την άποψη τήρησης των διατάξεων του οικείου κανονισμού και των αρχών της δημοσιότητας, της διαφάνειας, της αντικειμενικότητας και της αξιοκρατίας (ΑΠ 1766/2017 ΝΟΜΟΣ). Επίσης, με τις διατάξεις του άρθρου 103 § 2 του Συντ. επιβάλλεται να υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των ΟΤΑ και λοιπών ΝΠΔΔ, κατ’ εξαίρεση δε μπορεί να προβλέπεται από ειδικό νόμο για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου, ενώ με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου γίνεται πρόβλεψη για την πλήρωση οργανικών θέσεων ιδιωτικού επιστημονικού και τεχνικού προσωπικού με πρόσωπα που προσλαμβάνονται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Με την αναθεώρηση, όμως, του Συντάγματος του έτους 2001 και με σκοπό τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της ισότητας ενώπιον του νόμου, της αξιοκρατίας και τις διαφάνειας στις προσλήψεις στο δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προστέθηκε στο άρθρο 103 αυτού η παράγραφος 7, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο της Ανεξάρτητης Αρχής. Επίσης, στο ίδιο ως άνω άρθρο προστέθηκε και παρ. 8 στην οποία ορίζεται ότι, «Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3, είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγουμένου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. …». (ΑΠ 58/2015 ΝΟΜΟΣ). Έτσι, με την αναθεώρηση αυτή του άρθρου 103 του Συνάγματος, η Ζ’ Αναθεωρητική Βουλή επέβαλε στον κοινό νομοθέτη και τη Διοίκηση αυστηρούς όρους σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Στους προαναφερόμενους κανόνες, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις πιο πάνω διατάξεις του Ν. 2190/1994 και οι οποίες κατέστησαν ήδη συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης των παρ. 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό, που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με υπαλληλική σχέση δημόσιου δικαίου, όσο και το προσωπικό, που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 8 του άρθρο 103 του Συντάγματος (ΑΠ 1781/2011 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 41 του ΝΔ 496/1974 «Περί λογιστικού των ΝΠΔΔ» και την όμοια διάταξη του άρθρου 84 του ΝΔ 321/1969 «Περί λογιστικού του Δημοσίου» προκύπτει ότι, κάθε σύμβαση για λογαριασμό ΝΠ ή του Ελληνικού Δημοσίου, έχουσα αντικείμενο άνω των 10.000 δραχμών (ήδη, όπως έχει αυξηθεί με την υπ’ αριθ. 2054839/452/0026/3-9.7.1992 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ Β’ 447) σε 150.000 δραχμές) ή δημιουργούσα υποχρεώσεις διαρκείας, εφόσον δεν ορίζεται άλλως, υποβάλλεται στον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, ο οποίος είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων σαφώς συνάγεται ότι κάθε σύμβαση, καταρτιζόμενη από ΝΠΔΔ, όπως η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, και έχουσα το ως άνω αντικείμενο υποβάλλεται σε έγγραφο τύπο απαιτούμενο εκ του νόμου, άνευ τηρήσεως του οποίου η δικαιοπραξία είναι άκυρη, η δε ακυρότητα στην περίπτωση αυτή είναι απόλυτη. Στην περίπτωση τέτοιας ακυρότητας ο εργαζόμενος, διατελεί με τον εργοδότη σε απλή σχέση εργασίας, δεν έχει αξιώσεις από τη σύμβαση εργασίας για μισθούς, αλλά έχει όσες αξιώσεις παρέχονται σ’ αυτόν ευθέως από το νόμο και ανεξάρτητα από το κύρος της εργασιακής του σύμβασης, όπως είναι τα επιδόματα (δώρα) εορτών και αδείας και τις αποδοχές αδείας. Επίσης, στον εργαζόμενο παρέχεται και η αξίωση αναζήτησης των δεδουλευμένων αποδοχών του κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ειδικότερα στην περίπτωση άκυρης σύμβασης εργασίας, όσον αφορά τους μισθούς, ο εργοδότης καθίσταται αδικαιολόγητα πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας του ακύρως απασχολουμένου και υποχρεούται ν’ αποδώσει στον εργαζόμενο την ωφέλεια, που προσπορίστηκε από την εργασία του. Η ωφέλεια αυτή συνίσταται στην αμοιβή, που θα κατέβαλε ο εργοδότης σε άλλον εργαζόμενο με τα ίδια προσόντα και ικανότητες, που θα προσελάμβανε με έγκυρη σύμβαση εργασίας για την παροχή της ίδιας εργασίας, στον ίδιο τόπο και με τις ίδιες συνθήκες, η οποία δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές, που προβλέπουν οι αντίστοιχες ΣΣΕ και ΔΑ, εκτός από τα επιδόματα οικογενειακών βαρών, τριετιών κλπ, αφού η παροχή εργασίας μπορεί να γίνει και από εργαζόμενους, που δεν έχουν οικογενειακά βάρη και προϋπηρεσία (ΑΠ 58/2015 ΝΟΜΟΣ). Ο γενικός κανόνας του άρθρου 904 του ΑΚ, κατά τον οποίο όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, που απορρέει από τις κοινωνικές αντιλήψεις περί ισότητας και επιείκειας, έχει εφαρμογή και επί Δημοσίου και ΝΠΔΔ καθώς και επί ΝΠΙΔ που ανήκουν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Αυτό ισχύει και επί αξιώσεων από τη σχέση εργασίας διότι δεν εισάγεται υπέρ του Δημοσίου εξαίρεση με το άρθρο 103 § 2 του Συντάγματος, που απαγορεύει την πρόσληψη υπαλλήλου σε μη νομοθετημένη θέση. Η παρά την απαγόρευση αυτή ενέργεια, επαγόμενη την ακυρότητα της προσλήψεως, συνιστά απλώς τη βασική προϋπόθεση της ελλείψεως νόμιμης αιτίας, ένεκα της οποίας, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 904 ΑΚ, το Δημόσιο, τα ΝΠΔΔ και τα ΝΠΙΔ του ευρύτερου δημόσιου τομέα ενέχονται σε απόδοση της ωφέλειας, που προήλθε από την παρασχεθείσα σε αυτά εργασία, από την οποία έγιναν πλουσιότερα. Τότε δηλαδή υπάρχει απλή σχέση εργασίας, για την οποία δεν οφείλεται μισθός, αλλά αποζημίωση κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού των άρθρων 904 επ. ΑΚ. Αν δε η από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό αγωγή σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ) και ειδικότερα υπό την αίρεση της απόρριψης της από τη σύμβαση εργασίας πρώτης σωρευόμενης αγωγής, -λόγω ακυρότητας της ως άνω σύμβασης, για την πληρότητα της δεύτερης αυτής αγωγής, κατά το άρθρο 216 § 1α ΚΠολΔ, αρκεί, πέρα από την παροχή της εργασίας και τον εξαιτίας αυτής πλουτισμό του εναγομένου εργοδότη, να γίνεται στο αγωγικό δικόγραφο απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης εργασίας, χωρίς να απαιτείται και έκθεση των γεγονότων, που αποτελούν την αιτία της ακυρότητας αυτής, στον εναγόμενο δε απόκειται να αποκαλύψει, κατ’ ένσταση, την ύπαρξη νόμιμης αιτίας που διακωλύει τη γένεση της εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού αγωγικής αξίωσης (ΑΠ 768/2018, ΑΠ 1766/2017, ΑΠ 1151/2017 ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, από τις διατάξεις των άρθρων 1 §§ 1 και 2 του Ν. 1082/1980 και των άρθρων 1 §§ 1, 2 και 3 και 3 § 1 της κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσας υπ’ αριθ. 19040/1981 Απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας (ΦΕΚ Β’ 742), ως και των άρθρων 3 § 1 και 5 §1 εδ. β του ΑΝ 539/1945, όπως το τελευταίο εδάφιο προστέθηκε με το άρθρο 3 του Ν. Δ/τος 3755/1957 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 20 § 1 εδ. α και δ του ΠΔ/τος 410/1988, που αφορά το με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου προσωπικό του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των ΝΠΔΔ, προκύπτει ότι των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, ως και του επιδόματος αδείας κατ’ άρθρο 3 § 16 του Ν. 4504/1966 (μέχρι την κατάργηση αυτών από 1-1-2013 για όλο το προσωπικό του δημοσίου τομέα με το άρθρο πρώτο παρ. Γ’ υποπαρ. Γ’ (1) αριθ.1 του Ν. 4093/2012 «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013 – 2016. – Επείγοντα μέτρα Εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013 – 2016») και των αποδοχών μη ληφθείσας ετήσιας αδείας, δικαιούνται οι απασχολούμενοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου μισθωτοί, περιλαμβανομένων και των απασχολουμένων σε φορείς του δημοσίου τομέα, όπως είναι οι Δήμοι, ανεξαρτήτως του αν η συνδέουσα αυτούς σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είναι ορισμένης ή αόριστης διάρκειας. Μάλιστα αυτοί δικαιούνται των πιο πάνω παροχών, ακόμη και εάν η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αυτών είναι για οιονδήποτε λόγο άκυρη, διότι οι αξιώσεις τους αυτές θεμελιώνονται απ’ ευθείας στις πιο πάνω διατάξεις, στις οποίες γίνεται λόγος για «σχέση» και όχι για «σύμβαση» εργασίας, χωρίς να υφίσταται ανάγκη προσφυγής στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΠ 879/2017, ΑΠ 1113/2013, ΑΠ 859/2003 ΝΟΜΟΣ).
ΙΙ. Περαιτέρω, στο άρθρο 90 § 3 του Ν. 2362/1995 (για το Δημόσιο Λογιστικό και τον έλεγχο των δαπανών του Κράτους) ορίζεται ότι, «η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών κατ’ αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες πάσης φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεώς της». Στο δε άρθρο 91 εδ. α’ του ίδιου νόμου ορίζεται ότι, «επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος, η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από του τέλους του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής». Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι, με την πρώτη από αυτές ρυθμίζεται ειδικά το ζήτημα του χρόνου της παραγραφής των αξιώσεων των πολιτικών ή στρατιωτικών υπαλλήλων με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου κατά του Δημοσίου, και κατ’ επέκταση, με βάση τις λοιπές ως άνω διατάξεις, και των υπαλλήλων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, που αφορούν αποδοχές ή κάθε είδους άλλες απολαβές Η διάταξη του άρθρου 90 § 3 είναι ειδική σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 91 εδ. α του Ν. 2362/1995, με την οποία ρυθμίζεται γενικά το ζήτημα της έναρξης του χρόνου παραγραφής οποιασδήποτε αξίωσης κατά του Δημοσίου από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της, όπως σαφώς συνάγεται από την προαναφερόμενη ρητή επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 91 εδ. α’ του Ν. 2362/1995 ως προς την ισχύ άλλων ειδικών διατάξεων. Τέτοια ειδική διάταξη είναι και η διάταξη του άρθρου 90 § 3, η οποία, γι’ αυτόν τον λόγο, κατισχύει της γενικής διάταξης του άρθρου 91 εδ. α’ του ίδιου νόμου (ΑΕΔ 32/2008, ΟλΑΠ 29/2006 ΝΟΜΟΣ). Η βραχυπρόθεσμη παραγραφή, που θεσπίζεται με τις παραπάνω διατάξεις, ο χρόνος της οποίας είναι μικρότερος από εκείνον παρομοίων αξιώσεων του άρθρου 250 αριθμ. 6 και 17 του ΑΚ δεν αντίκειται στην αρχή της (δικονομικής) ισότητας του άρθρου 4 § 1 του Συντάγματος, αφού η διαφορετική ρύθμιση δικαιολογείται από λόγους γενικότερου δημόσιου συμφέροντος και την ανάγκη ταχείας εκκαθάρισης των σχετικών αξιώσεων και των αντιστοίχων υποχρεώσεων του Δημοσίου (ΑΕΔ 1/2012), ούτε και στη διάταξη του άρθρου 20 § 1 του Συντάγματος (για το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας και ακρόασης από τα δικαστήρια). Εξάλλου, η θέσπιση διαφορετικού χρόνου παραγραφής, κατά κατηγορία αξιώσεων ή δικαιούχων και υποχρέων, δεν προσκρούει στο άρθρο 6 § 1 α’ της ΕΣΔΑ (που εξασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα να δικάζεται η υπόθεσή του δίκαια και αμερόληπτα), ούτε αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (με τις οποίες κατοχυρώνεται η αρχή του σεβασμού της περιουσίας, τάσσονται συγκεκριμένες προϋποθέσεις για τη στέρηση της ιδιοκτησίας και αναγνωρίζεται η εξουσία των κρατών μελών να ρυθμίζουν με νόμο τη χρήση των αγαθών σύμφωνα με το δημόσιο συμφέρον), αφού οι διατάξεις αυτές παρεμποδίζουν τον νομοθέτη να καταργεί ακόμη και ενοχικά δικαιώματα (ενδεχομένως και με τη μέθοδο της αναδρομικής παραγραφής), αλλά όχι να θεσπίζει κανόνες, που καθορίζουν διαφορετικό, κατά περίπτωση, χρόνο παραγραφής των αξιώσεων που θα γεννηθούν μετά τη θέση τους σε ισχύ (ΑΕΔ 9/2009, ΟλΑΠ 9/2017, ΑΠ 879/2017 ΝΟΜΟΣ).
Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από τις με αρ. .. και ……. ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων …… και …… αντίστοιχα ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, οι οποίες λήφθηκαν με πρωτοβουλία της ενάγουσας μετά από προηγούμενη νομότυπη κλήτευση του αντιδίκου της, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή των δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά : Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου για τις δημοτικές εκλογές του 2010, και δη το διάστημα από Αύγουστο μέχρι και Νοέμβριο, η ενάγουσα, απασχολήθηκε, έναντι αμοιβής, στο πολιτικό γραφείο του ………, υποψήφιου τότε δημάρχου του Δήμου …., παρέχοντας σε αυτόν γραμματειακή υποστήριξη για την προεκλογική του εκστρατεία, έχοντας λάβει την υπόσχεση του ότι, εφόσον εκλεγεί δήμαρχος, θα την προσλάβει ως υπάλληλο στον ανωτέρω δήμο. Όταν μετά τις εκλογές ο ανωτέρω εκλέχθηκε δήμαρχος του εναγομένου δήμου και ανέλαβε τα καθήκοντα του από αρχές του 2011, προτιθέμενος να τηρήσει την υπόσχεση που είχε δώσει στην ενάγουσα, δυνάμει άτυπης- προφορικής, σύμβασης, που κατάρτισε μαζί της, υπό την ιδιότητά του ως νόμιμος πλέον εκπρόσωπος του εναγομένου δήμου, στις 3-1-2011, την προσέλαβε με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να απασχοληθεί ως γραμματέας στο γραφείο του δημάρχου του δήμου έναντι μηνιαίων αποδοχών 1.411 ευρώ μικτά. Σε εκτέλεση της εν λόγω σύμβασης η ενάγουσα προσέφερε τις υπηρεσίες της ως γραμματέας του δημάρχου, επί πενθήμερο εβδομαδιαίως (Δευτέρα έως και Παρασκευή), επί οκτάωρο ημερησίως, σε σταθερό τόπο εργασίας, ήτοι στην έδρα του δήμου, όπως και οι υπόλοιποι υπάλληλοι του. Η απασχόλησή της συνίστατο κυρίως στην οργάνωση των συναντήσεων και ραντεβού του δημάρχου με τρίτους ή άλλους φορείς στα πλαίσια άσκησης των καθηκόντων του ως δήμαρχος του εναγομένου και στην επικοινωνία με τρίτους εκ μέρους του δημάρχου. Αντίθετα, δεν αποδείχθηκε ότι αυτή προσέφερε την εργασία της κατά τις νυχτερινές ώρες (μετά τις 22:00), καθόσον δεν προέκυψε το είδος των υπηρεσιών, που ήταν αναγκαίο να παρέχει τις ώρες αυτές. Οι ενόρκως βεβαιώσαντες μάρτυρες καταθέτουν ότι αυτή εργαζόταν μέχρι τα μεσάνυχτα και κάποιες φορές και μετά τις μεταμεσονύχτιες ώρες, πλην όμως η κατάθεση τους δεν κρίνεται πειστική, αφού αφενός δεν είχαν άμεση αντίληψη για το γεγονός αυτό, αφετέρου δεν επιβεβαιώνεται από οποιαδήποτε έγγραφα πχ πρακτικά των συνεδριάσεων του δημοτικού συμβουλίου, στις οποίες, σύμφωνα με τους πιο πάνω μάρτυρες, η ενάγουσα ασκούσε τα καθήκοντά της ακόμη και μετά τα μεσάνυχτα. Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι την παραπάνω εργασία της η ενάγουσα προσέφερε στον εργοδότη της δήμο, ακολουθώντας τις οδηγίες και εντολές του δημάρχου, που ήταν ο άμεσος προϊστάμενος της, και υπό την εποπτεία αυτού. Τα υποστηριζόμενα από τον εναγόμενο ότι η ενάγουσα βοηθούσε απλώς περιστασιακά στο γραφείο του δημάρχου και ότι σε εθελοντική βάση προσέφερε τις υπηρεσίες της εξυπηρετώντας προσωπικά τον δήμαρχο, χωρίς να συνδέεται με οποιαδήποτε σύμβαση εργασίας με τον δήμο, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Τούτο προκύπτει τόσο από την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, ………, λογιστή- φοροτεχνικό του δήμου, ο οποίος αναφέρει χαρακτηριστικά, «Κρατούσαν όλη τη γραμματεία του δημάρχου, επαφές με κόσμο, τα e mail», όσο όμως και από την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, ………, ο οποίος βεβαιώνει (για την ενάγουσα και άλλες εργαζόμενες στο γραφείο του δημάρχου) ότι, «δούλευαν χωρίς σύμβαση. Ήταν από το πρωί μέχρι το μεσημέρι και από το μεσημέρι μέχρι το απόγευμα», αποδεχόμενος δηλαδή ότι η ενάγουσα προσέφερε τις υπηρεσίες της, όχι εθελοντικά, αλλά στη βάση εξαρτημένης εργασίας. Εξάλλου, και πριν προσληφθεί η ενάγουσα στον εναγόμενο δήμο, το διάστημα, δηλαδή, που απασχολείτο στο πολιτικό γραφείο του δημάρχου, ακόμη και τότε παρείχε τις υπηρεσίες της έναντι αμοιβής. Επιπλέον, εάν επρόκειτο για εθελοντική εργασία η ενάγουσα δεν θα παρέμενε στον δήμο για τόσο μεγάλο διάστημα (περίπου 11 μήνες) παρέχοντας επί οκτάωρο καθημερινά τις υπηρεσίες της και υποστηρίζοντας έτσι γραμματειακά τον δήμαρχο στα πλαίσια των καθηκόντων του ως αιρετό όργανο και νόμιμος εκπρόσωπος του εναγομένου δήμου, αλλά και δεν είναι λογικό σε χώρο, αποκλειστικά προορισμένο για τους υπαλλήλους του δήμου, να βρίσκονται καθημερινά «εθελοντές» προς προσωπική εξυπηρέτηση του δημάρχου. Ενόψει των ανωτέρω, είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος και ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι, ο ίδιος δεν νομιμοποιείται παθητικά στην ένδικη αγωγή, διότι δεν υπήρξε εργοδότης της ενάγουσας. Με βάση τα παραπάνω περιστατικά η ένδικη σύμβαση φέρει τον χαρακτήρα συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Βέβαια, ως τέτοια είναι άκυρη κατά τα αναφερόμενα στην μείζονα σκέψη της παρούσας (υπό στοιχ. Ι), καθόσον καταρτίσθηκε ατύπως, χωρίς τον έλεγχο από το ΑΣΕΠ, από την άποψη τήρησης των διατάξεων του κανονισμού του εναγομένου και των αρχών της δημοσιότητας, της διαφάνειας, της αντικειμενικότητας και της αξιοκρατίας. Δεδομένου δε ότι η ενάγουσα συνδεόταν με τον εναγόμενο με άκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, δηλαδή με απλή σχέση εργασίας, αυτή, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην υπό στοιχ. Ι μείζονα σκέψη της παρούσας, δικαιούται τις δεδουλευμένες αποδοχές της με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού και οι οποίες συνίστανται στις αποδοχές, που θα κατέβαλε ο εναγόμενος δήμος απασχολώντας άλλον υπάλληλο, νόμιμα προσληφθέντα, για την ίδια θέση, ο οποίος θα προσέφερε τις υπηρεσίες του στον εναγόμενο υπό τους ίδιους όρους (χωρίς όμως να ληφθεί υπόψη τυχόν προϋπηρεσία και οικογενειακή κατάσταση). Επίσης, δικαιούται επιδόματα εορτών, αδείας και αποζημίωση αδείας εκ του νόμου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, η ενάγουσα προσέφερε τις υπηρεσίες της χωρίς διακοπή από την πρόσληψη της στις 3-1-2011 μέχρι την 30-11-2011, οπότε αποχώρησε οικειοθελώς, αφού δεν κατέστη δυνατό να προσληφθεί νομότυπα στον δήμο. Καθ’ όλο το ανωτέρω διάστημα, που εργαζόταν, αυτή δεν ελάμβανε τις μηνιαίες αποδοχές της, ούτε τα επιδόματα εορτών, αδείας, ενώ δεν της χορηγήθηκε ούτε η άδεια αναψυχής. Με την ένδικη αγωγή της η ενάγουσα ζητεί, συγκεκριμένα, να της καταβάλλει ο εναγόμενος, πέραν των μισθών της, το δώρο εορτών Πάσχα, το δώρο εορτών Χριστουγέννων, αποζημίωση αδείας, που δεν της χορηγήθηκε, και επίδομα αδείας για το έτος 2011. Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε στην υπό στοιχ. ΙΙ μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, οι αξιώσεις αποδοχών κατά ΟΤΑ υπόκεινται σε διετή παραγραφή, που αρχίζει από τη γένεση εκάστης αξίωσης, ήτοι, εν προκειμένω, για τις αποδοχές από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα, κατά τον οποίο παρασχέθηκε η εργασία, για το δώρο Πάσχα (που είναι καταβλητέο μέχρι 30/4) από την 1/5, για το δώρο Χριστουγέννων (που είναι καταβλητέο μέχρι 31/12) από την 1/1 του επόμενου έτους, η αποζημίωση αδείας και το επίδομα αδείας κατά τον χρόνο που πρέπει να χορηγηθεί η άδεια ή, εφόσον λύθηκε η σύμβαση εργασίας πριν χορηγηθεί η άδεια, κατά τον χρόνο λύσης της σύμβασης. Η παραγραφή αυτή μπορεί να διακοπεί με την άσκηση αγωγής, η οποία στην προκειμένη περίπτωση επήλθε στις 10-5-2013, οπότε η ένδικη αγωγή επιδόθηκε στον εναγόμενο δήμο. Συνεπώς, οι αξιώσεις της ενάγουσας για τις οφειλόμενες μηνιαίες αποδοχές της των μηνών Ιανουαρίου 2011, Φεβρουαρίου 2011, Μαρτίου 2011 και Απριλίου 2011, οι οποίες ήταν καταβλητέες στις 1-2-2011, 1-3-2011, 1-4-2011 και 1-5-2011 αντίστοιχα, καθώς και για το δώρο Πάσχα έτους 2011, που ήταν καταβλητέο στις 30-4-2011, έχουν υποπέσει στην παραγραφή του άρθρου 90 § 3 Ν. 2362/1995, καθόσον μέχρι την άσκηση της αγωγής παρήλθε διετία από τη γένεσή τους. Κατά συνέπεια, κατ’ αυτεπάγγελτο έλεγχο του Δικαστηρίου (άρθρο 96 τελ. εδάφιο του ΝΔ 321/1969, όπως ισχύει μετά τον Ν. 2362/1995), πρέπει να απορριφθεί το αίτημα για την καταβολή των προαναφερόμενων αποδοχών ως αβάσιμο, λόγω παραγραφής, απορριπτομένων όσων υποστηρίζει η εκκαλούσα με τον τέταρτο λόγο έφεσής της, δηλαδή περί εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 91 Ν. 2362/1995 και όχι αυτής του άρθρου 90 του ιδίου νόμου. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 55 του Ν. 3584/2007 Κώδικας Κατάστασης δημοτικών και Κοινοτικών υπαλλήλων, « 1. Οι υπάλληλοι των ΟΤΑ δικαιούνται κανονική άδεια με αποδοχές δύο μήνες μετά τον διορισμό τους. Η άδεια που δικαιούνται να λάβουν οι υπάλληλοι ορίζεται σε δύο ημέρες για κάθε μήνα υπηρεσίας και δεν μπορεί να υπερβεί συνολικά τον αριθμό των ημερών κανονικής άδειας που δικαιούνται με τη συμπλήρωση ενός έτους πραγματικής υπηρεσίας. 2. Οι υπάλληλοι μετά τη συμπλήρωση ενός έτους πραγματικής υπηρεσίας δικαιούνται κανονική άδεια απουσίας με αποδοχές, η διάρκεια της οποίας ορίζεται σε 20 εργάσιμες ημέρες αν ακολουθούν εβδομάδα πέντε εργασίμων ημερών και σε 24 εργάσιμες ημέρες αν ακολουθούν εβδομάδα 6 εργάσιμων ημερών…», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 56 του αυτού νόμου, «…2. Η υπηρεσία στην οποία ανήκει ο υπάλληλος χορηγεί υποχρεωτικά σε αυτόν μέσα στο δεύτερο εξάμηνο κάθε έτους την κανονική άδεια που δικαιούται, και αν ακόμη δεν τη ζητήσει….». Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 177 του ιδίου νόμου ορίζονται τα εξής : «1. Οι διατάξεις των άρθρων 54 έως και 60 και 65 έως και 67 του παρόντος ισχύουν και για το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου…. 3. Ο μισθωτός δικαιούται από τον εργοδότη του αποζημίωση σε περίπτωση λύσεως της σχέσης εργασίας με οποιονδήποτε τρόπο ή λήξεως του χρόνου απασχόλησης πριν λάβει τη δικαιούμενη κανονική άδεια δύο ημερομισθίων για κάθε μήνα απασχόλησης του σε αυτόν τον εργοδότη, ανεξάρτητα από τυχόν οφειλόμενη σε αυτόν αποζημίωση για άλλο λόγο. Για απασχόληση μικρότερη από έναν μήνα καταβάλλεται ανάλογο κλάσμα. Η αποζημίωση αυτή είναι ίση με τις αποδοχές που θα ελάμβανε εάν του χορηγούνταν η άδεια…». Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο τρίτο περ. 6 του Ν. 3845/6-5-2010 «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο», που έχει εφαρμογή και για τους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου μισθωτούς, περιλαμβανομένων και των απασχολουμένων σε φορείς του δημοσίου τομέα, όπως είναι οι Δήμοι, ανεξαρτήτως του αν η συνδέουσα αυτούς σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είναι ορισμένης ή αόριστης διάρκειας, «Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία, για λειτουργούς, υπαλλήλους και μισθωτούς που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των παραγράφων 1 έως και 4 καθώς και για τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 5 καθορίζονται ως εξής : α) Το επίδομα εορτών Χριστουγέννων σε 500 ευρώ. β) Το επίδομα εορτών Πάσχα σε 250 ευρώ. γ) Το επίδομα αδείας σε 250 ευρώ. Τα επιδόματα του προηγούμενου εδαφίου καταβάλλονται εφόσον οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα και αμοιβές συμπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων του προηγούμενου εδαφίου, δεν υπερβαίνουν κατά μήνα, υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη βάση, τα 3.000 ευρώ…». Ενόψει των ανωτέρω, λαμβανομένου υπόψη ότι οι αποδοχές (μικτές) διοικητικού γραμματέα, χωρίς ανήλικο τέκνο και χωρίς προϋπηρεσία, νόμιμα απασχολούμενου στον εναγόμενο δήμο, θα ανέρχονταν κατά το επίδικο διάστημα σε 858 ευρώ, οι ενάγουσα δικαιούται τα κάτωθι ποσά: Α) Για δεδουλευμένες αποδοχές του διαστήματος από 1-5-2011 μέχρι 30-11-2011, δικαιούται 858 € Χ 7 μήνες = 6.006 ΕΥΡΩ. Β) Για δώρο εορτών Χριστουγέννων 2011, επειδή δεν απασχολήθηκε καθ’ όλο το διάστημα από 1-5-2011 μέχρι 31-12-2011 (αλλά μέχρι 30-11-2011) δικαιούται αναλογία αυτού, ανερχόμενη σε 2/25 για κάθε δεκαεννεαήμερο διάστημα εργασίας της. Έτσι, δικαιούται για το διάστημα των 214 ημερών, που απασχολήθηκε το διάστημα από 1-5 μέχρι 31-12-2011 : 2/25 Χ 500 €= 40 € για κάθε δεκαεννεαήμερο διάστημα Χ (214 ημέρες : 19=) 11,26 δεκαεννεαήμερα = 450,40 ΕΥΡΩ. Γ) Για αποζημίωση αδείας και επίδομα αδείας η ενάγουσα, δικαιούται δύο ημερομίσθια για κάθε μήνα απασχόλησης της στον εναγόμενο δήμο, εφόσον δεν συμπλήρωσε έτος απασχόλησης (άρθρο 177 Ν. 3584/2007) και συνεπώς δικαιούται 34,32 € το ημερομίσθιο (858 € : 25) Χ 2= 68,64 € για κάθε μήνα απασχόλησης Χ 11 μήνες = 755,04 ΕΥΡΩ. Επίσης, δικαιούται επίδομα αδείας ποσού 250 ΕΥΡΩ. Συνεπώς, η ενάγουσα δικαιούται συνολικά (6.006 + 450,40 + 755,04 + 250=) 7.461,44 ΕΥΡΩ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που απέρριψε την αγωγή της ενάγουσας ως ουσία αβάσιμη, εκτίμησε πλημμελώς τις αποδείξεις, κατά ουσιαστική παραδοχή των τριών πρώτων λόγων έφεσης, και πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση κατ’ ουσίαν. Ακολούθως, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, εν μέρει (κατά το κεφάλαιο της ένδικης από 30-4-2013 και αρ. κατάθ. ……….. αγωγής της εδώ εκκαλούσας) και να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, το οποίο θα δικάσει την ένδικη αγωγή. Στη συνέχεια πρέπει αυτή να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσία βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλλει στην ενάγουσα το προαναφερόμενο συνολικό ποσό, εντόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν κατά ένα μέρος σε βάρος του εν μέρει ηττηθέντος εναγομένου, μειωμένα όμως, κατ’ άρθρο 281 § 2 Ν. 3463/2006, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατ’ ουσίαν.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ εν μέρει την εκκαλουμένη υπ’ αρ. 1954/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (κατά το κεφάλαιο της από 30-4-2013 και αρ. κατάθ. ………. αγωγής).
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και
ΔΙΚΑΖΕΙ την αγωγή.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτήν.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλλει στην ενάγουσα επτά χιλιάδες τετρακόσια εξήντα ένα ΕΥΡΩ και σαράντα τέσσερα ΛΕΠΤΑ (7.461,44), με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας κατά ένα μέρος σε βάρος του εναγομένου, τα οποία ορίζει σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους στις 21-1-2019.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ