Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 352/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης   352/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ

Της εκκαλούσας: ……………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Κωνσταντίνο Δημόπουλο με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ,

Του εφεσίβλητου: Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, ΑΦΜ ………., που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την δικαστική πληρεξούσια Ν.Σ.Κ., Ιωάννα Δρεσίου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Η νυν εκκαλούσα άσκησε κατά του νυν εφεσίβλητου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την από 23.10.2017 (με Γ.Α.Κ. …/2017 και Ε.Α.Κ. …./2017) αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η 1847/2019 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου (νέα τακτική διαδικασία), που απέρριψε την αγωγή.

Η ενάγουσα προσέβαλε την ανωτέρω οριστική απόφαση με την από 10-10-2021 έφεσή της, την οποία κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, στις 10.10.2021 με Γ.Α.Κ. …/2021 και Ε.Α.Κ. …./2021. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως κατατέθηκε στις 17.11.2021 στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2021 και Ε.Α.Κ. …./2021, οπότε ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η έφεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούας και η δικαστική αντιπρόσωπος του Ν.Σ.Κ. που εκπροσωπεί το εφεσίβλητο ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Στο άρθρο 74 παρ.1 του Ν. 4690/2020 (Α’ 104), ορίζεται ότι «1. Το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (13.3.2020 – 31.5.2020) δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων. Μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Ειδικότερα οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 215, των παρ. 1 και 2 του 237 και του άρθρου 238 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ), καθώς και οι προθεσμίες άσκησης ανακοπών, με εξαίρεση τις προθεσμίες του άρθρου 934 ΚΠολΔ, ένδικων μέσων και πρόσθετων λόγων δεν συμπληρώνονται, αν δεν παρέλθουν επιπλέον τριάντα (30) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους”, ενώ στην παρ.1 του άρθρου 83 του Ν. 4790/2021 (Α` 48) ορίζεται ότι “Το χρονικό διάστημα από τις 7.11.2020 έως και την ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της χώρας, δυνάμει της κοινής υπουργικής απόφασης του άρθρου 11 της από 11.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α` 55), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4682/2020 (Α 76), δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων, καθώς και στις προθεσμίες παραγραφής των συναφών αξιώσεων. Μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος του πρώτου εδαφίου, οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Οι προθεσμίες που ανεστάλησαν κατά τα προηγούμενα εδάφια, δεν συμπληρώνονται, εάν δεν παρέλθουν επιπλέον δέκα (10) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους” και τέλος στην ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 25 του Ν 4792/2021(Α’ 54) ορίζεται ότι “Κατά την αληθή έννοια του άρθρου 83 του ν. 4790/2021 (Α’ 48), ως ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων της χώρας για τον υπολογισμό των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών, λογίζεται η ημερομηνία άρσης της αναστολής των προθεσμιών, η οποία επήλθε με τη λήξη ισχύος της υπό στοιχεία Δ1α/Γ.Π.οικ. 18877/26.3.2021 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Προστασίας του Πολίτη, Εθνικής Άμυνας, Παιδείας και Θρησκευμάτων, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Υγείας, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών, Μετανάστευσης και Ασύλου, Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Υποδομών και Μεταφορών, Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό “Έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού C0VID-19 στο σύνολο της Επικράτειας για το διάστημα από τη Δευτέρα 29 Μαρτίου 2021 και ώρα 6:00 έως και τη Δευτέρα, 5 Απριλίου 2021 και ώρα 6:00″ (Β’ 1194), ήτοι η 6.4.2021”.

Η φερόμενη προς κρίση από 10.10.2021 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2021 και με Ε.Α.Κ. …./2021 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2021 και Ε.Α.Κ. …./2021) έφεση της ηττηθείσας πρωτοδίκως ενάγουσας κατά του Ελληνικού Δημοσίου και της 1847/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά τη νέα τακτική διαδικασία, αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατ’ άρθρο 19 περ.α’ ΚΠολΔ κι έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα, καθώς η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς την οποία δεν αποδεικνύεται από κάποιο έγγραφο επίδοσή της από τον ένα διάδικο στον άλλο, δημοσιεύθηκε στις 22.5.2019, οπότε από την επομένη, ήτοι 23.5.2019 άρχισε να τρέχει η καταχρηστική προθεσμία των δύο ετών για την άσκηση της έφεσης κατ’ άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ  και θα έληγε στις 22.5.2021, το δε εφετήριο κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά στις 10.10.2021 (βλ. σχετική έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου), πλην όμως, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, λόγω της ως άνω αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων προς αντιμετώπιση της πανδημίας του Covid-19 και του, εξ αυτής, μη υπολογισμού των χρονικών διαστημάτων από 13-3-2020 έως 31-5-2020 (2 μήνες και 18 ημέρες) και από 7-11-2020 έως 6-4-2021 (5 μήνες) και, συνολικά, χρονικού διαστήματος 7 μηνών και 18 ημερών, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις των άρθρων 74 παρ. 1 εδ. α’ του Ν. 4690/2020 και 83 παρ.1 εδ. α’ του Ν. 4790/2021, δεν είχε συμπληρωθεί αυτή (διετής προθεσμία) κατά την άσκηση της ένδικης έφεσης στις 10.10.2021 (πρβλ. ΑΠ 987/2022 στην ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠατρ 201/2023 στην ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522, 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την τακτική διαδικασία. Σημειωτέον ότι όπως βεβαιώνεται στην από 10.10.2021 έκθεση κατάθεσης ένδικου μέσου του γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά που επισυνάπτεται στο εφετήριο, για την άσκηση της εφέσεως έχει κατατεθεί το με κωδικό ………… παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ.3 στοιχ.Αβ’ του ΚΠολΔ.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 2, 3, 4, 11 και 31-41 του β.δ. 330/1960 «Περί κωδικοποιήσεως της περί αποκαταστάσεως των αστών προσφύγων νομοθεσίας ν. 2044/1952», προκύπτει ότι επί αστικής αποκατάστασης προσφύγων με τη μεταβίβαση οικίας, κύριος της παραχωρηθείσας οικίας καθίσταται μόνο ο αρχηγός της αποκατασταθείσας οικογένειας επ’ ονόματι του οποίου εκδίδεται το παραχωρητήριο, τα δε μέλη αυτής αποκτούν εκ του νόμου δικαίωμα περιορισμένης προσωπικής δουλείας οίκησης κατά την έννοια του άρθρου 1188 ΑΚ, ήτοι μόνο δικαίωμα συνοίκησης στην κατοικία του αρχηγού της οικογενείας, ενώ επί του τυχόν υπάρχοντος περί την οικία χώρου (οικοπέδου), τα μέλη της οικογενείας ουδέν δικαίωμα αποκτούν. ( βλ. ΑΠ 508/2006, ΜονΕφΔωδ 243/2021 στην ΤΝΠ Νόμος). Σε περίπτωση όμως θανάτου του αρχηγού της οικογένειας, εάν στο όνομα του εκδόθηκε οριστικός τίτλος κυριότητας (παραχωρητήριο), τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του, που έχουν σχέση με το ακίνητο που παραχωρήθηκε σ` αυτόν, μεταβιβάζονται στους κληρονόμους του κατά το κοινό κληρονομικό δίκαιο (ΑΠ 417/2009 στην ΤΝΠ Νόμος). Επίσης κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1710 παρ. 1, 1193, 1195, 1198 και 1199 ΑΚ, η κληρονομική διαδοχή, είτε αυτή χωρεί εκ του νόμου, είτε εκ διαθήκης, αποτελεί παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας των κληρονομιαίων κινητών και ακινήτων πραγμάτων, η κυριότητα όμως των ακινήτων που περιλαμβάνεται στην κληρονομία, όπως και κάθε άλλο εμπράγματο δικαίωμα σ’ αυτά, μεταβιβάζεται στον κληρονόμο αναδρομικώς από το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, μόνον εφόσον εκείνος (κληρονόμος) αποδεχθεί με δημόσιο έγγραφο την κληρονομιά και η σχετική αποδοχή μεταγράφει ή εκδοθεί κληρονομητήριο και μεταγραφεί τούτο. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του μεν άρθρου 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, του δε άρθρου 974 του ίδιου Κώδικα, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του κατ` άρθρο 1051 ΑΚ. Φυσική εξουσία επί του πράγματος υπάρχει και στην περίπτωση που ο νομέας δεν βρίσκεται σε διαρκή σωματική επαφή με το πράγμα, αλλά έχει την εποπτεία και τη δυνατότητα άσκησης φυσικής εξουσίας κάθε στιγμή. Δεν είναι δε αναγκαίο η νομή να ασκείται αυτοπροσώπως, αλλά μπορεί να ασκείται μέσω άλλου (άρθρο 980 ΑΚ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 787, 974, 980, 981, 982, 983, 984, 994, 1113, 1884 του ΑΚ, συνάγεται ότι ο συγκληρονόμος, ως συγκοινωνός, αν κατέχει ολόκληρο το κοινό κληρονομιαίο πράγμα, θεωρείται ότι κατέχει τούτο και στο όνομα των λοιπών κληρονόμων, στους οποίους αυτοδικαίως και χωρίς να ενεργήσουν υλικές πράξεις σε αυτό, περιέρχεται η συννομή του, μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, που είχε τη νομή του. Δεν μπορεί δε ο συγκληρονόμος να αντιτάξει κατά των λοιπών αποσβεστική ή κτητική παραγραφή πριν καταστήσει γνωστό στους συγκυρίους ότι νέμεται μεγαλύτερο της μερίδας του μέρος ή το όλο αποκλειστικώς στο όνομα του ως κύριος (ΑΠ 615/2016, ΑΠ 32/2000 στην ΤΝΠ Νόμος). Τέτοια γνωστοποίηση προς τους συγκύριους μπορεί να γίνει, είτε ρητώς, είτε σιωπηρώς με πράξεις που φανερώνουν την ως άνω απόφαση του κατέχοντος το πράγμα συγκυρίου. Η περί της αντιποιήσεως της νομής γνώση των λοιπών συγκυριών μπορεί να προέλθει, είτε από τη δήλωση του αντιποιουμένου τη νομή του κοινού, είτε από οποιονδήποτε άλλον (αντιπρόσωπό τους) και αρκεί η γνώση του συγκυρίου για την αντιποίηση του κατέχοντος το κοινό από οπουδήποτε και αν προέρχεται (ΑΠ 1509/2013, ΑΠ 928/2012, ΑΠ 1171/2012 στην ΤΝΠ Νόμος). Μόνη η κατοχή του κοινού πράγματος ή μόνη η διενέργεια διακατοχικών πράξεων επ` αυτού από ένα συγκύριο δεν αρκεί για την απόκτηση ιδίας κυριότητας με χρησικτησία, αν δεν εκδηλωθεί σαφώς στους λοιπούς συγκυρίους η βούλησή του περί αποκλειστικής, στο όνομα του μόνον, νομής του κοινού πράγματος (ΑΠ 397/2014, στην ΤΝΠ Νόμος). Δεν απαιτείται, όμως, γνωστοποίηση, όταν οι λοιποί συγκοινωνοί έχουν λάβει γνώση, με οποιονδήποτε τρόπο, της απόφασης που εκδήλωσε ο κοινωνός, ότι κατέχει ολόκληρο το κοινό πράγμα και ότι νέμεται αυτό αποκλειστικά για δικό του και μόνο λογαριασμό, όπως αυτό συμβαίνει στην περίπτωση της εκούσιας παράδοσης της νομής μετά από άτυπη δωρεά, διανομή ή πώληση μεταξύ των συγκοινωνών (ΑΠ 504/2015, ΑΠ 717/2014, ΑΠ 810/2010 στην ΤΝΠ Νόμος) [έτσι η ΕφΠατρ 115/2021 στην ΤΝΠ Νόμος].

Η εκκαλούσα είχε ασκήσει κατά του εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 23.10.2017 αγωγή της, με την οποία υποστήριζε ότι είναι συγκυρία σε ποσοστό 37,5% εξ αδιαιρέτου της αναλυτικά περιγραφόμενης οριζόντιας ιδιοκτησίας, εμβαδού 61 τ.μ. που βρίσκεται στον α’ όροφο οικοδομής κτισμένης επί οικοπέδου επί της οδού ………… στη Δραπετσώνα Αττικής, με ΚΑΕΚ ……….., κτηθέντος του ποσοστού αυτού λόγω έκτακτης χρησικτησίας μετά από άτυπη δωρεά το έτος 1976 από τον ετεροθαλή αδελφό της ………, άλλως και επικουρικώς επειδή σε κάθε περίπτωση χρησιδεσπόζει επί του ποσοστού αυτού συνιδιοκτησίας από το ίδιο έτος, το οποίο ακίνητο εσφαλμένως εμφανίζεται στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά κατά το ποσοστό αυτό ως «άγνωστου ιδιοκτήτη». Με βάση τα ως άνω πραγματικά περιστατικά, η ενάγουσα ζητούσε να αναγνωριστεί η συγκυριότητά της, η συννομή και συγκατοχή της κατά το ως άνω ποσοστό της στην επίδικη οριζόντια ιδιοκτησία και να διορθωθεί σχετικά η ανακριβής πρώτη εγγραφή, ώστε να καταχωρισθεί το εμπράγματο δικαίωμά της στο κτηματολογικό φύλλο του εν λόγω ακινήτου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση, αφού έκρινε την αγωγή παραδεκτή και νόμιμη, πλην του αιτήματος να αναγνωριστεί η νομή και η κατοχή της ενάγουσας, το οποίο απέρριψε ως μη νόμιμο γιατί δεν μπορούν να σωρευθούν στο ίδιο δικόγραφο η διεκδικητική αγωγή με την αγωγή για τη νομή, απέρριψε στην ουσία της την αγωγή. Τούτο με την αιτιολογία ότι κανένα αποδεικτικό στοιχείο (έγγραφα ή ένορκες βεβαιώσεις) η ενάγουσα δεν προσκόμισε για να αποδείξει ότι το επίδικο ποσοστό συγκυριότητας τής το είχε παραχωρήσει ο ετεροθαλής αδελφός της, ………….., με άτυπη δωρεά αμέσως μετά τον θάνατο του πατέρα τους το έτος 1976, και σε κάθε περίπτωση ότι η ίδια χρησιδεσπόζει και το επίδικο ποσοστό μαζί με το δικό της και συγκεκριμένα φιλοξενώντας τη μητέρα της που το χρησιμοποιούσε ως κύρια κατοικία της. Με την υπό κρίση έφεσή της η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κι επικαλούμενη και νέα αποδεικτικά μέσα κατ’ άρθρο 529 παρ.1 ΚΠολΔ, ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή η με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ……./2017 αγωγή της, καταδικαζόμενου του εφεσίβλητου στη δικαστική της δαπάνη.

Από την επιμελεία της εκκαλούσας δοθείσα ενώπιον της δικηγόρου του Δ.Σ.Α. …………………. υπ’ αριθ. ………./8.12.2022 ένορκη βεβαίωση του ………., κατόπιν νόμιμης κι εμπρόθεσμης κατά τις διατάξεις των άρθρων 422 και 126 στοιχ.δ’ του ΚΠολΔ κλήσης του εφεσίβλητου (βλ. την υπ’ αριθ. …….. έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………. με παραγγελία προς επίδοση και κλήση) και από τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και αυτών που το πρώτον παραδεκτά κατ’ άρθρο 529 παρ.1 ΚΠολΔ προσάγει ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου η εκκαλούσα, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο είναι ένα διαμέρισμα και δη το υπό τον κτηματολογικό αριθμό …………., εμβαδού 61 τ.μ. του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου μιας πολυκατοικίας, που έχει χτιστεί σε οικόπεδο που βρίσκεται στο αστικό οικισμό Δραπετσώνας, στην οδό ………., επί του με αριθμό …… οικοδομικού τετραγώνου που περιβάλλεται από τις οδούς ……………, έκτασης 373,43 τ.μ, το οποίο διαμέρισμα έχει λάβει ΚΑΕΚ ….. Το διαμέρισμα αυτό είχε παραχωρηθεί στον πατέρα της ενάγουσας, ………, δυνάμει του υπ’ αριθ. ……/1975 παραχωρητηρίου της Διεύθυνσης Κοινωνικών Υπηρεσιών της Νομαρχίας Αττικής ως δικαιούχο προσφυγικής αποκαταστάσεως. Σύμφωνα με το παραπάνω παραχωρητήριο μέλη της αποκαθιστάμενης οικογένειας έχοντα δικαίωμα οικήσεως στο παραχωρούμενο ακίνητο ήταν η ………. και η ενάγουσα. Ο ανωτέρω ……. απεβίωσε στις 4.2.1976 χωρίς διαθήκη, αφήνοντας μόνους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του την δεύτερη σύζυγό του, ……… σε ποσοστό 2/8 εξ αδιαιρέτου, την ενάγουσα κόρη του σε ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου και τον υιό του από τον πρώτο του γάμο, ……… σε ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου, ο οποίος ακολούθως απεβίωσε στις 2.3.1981, αφήνοντας κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή μόνους κληρονόμους του τη σύζυγό του . ….. και τα τρία τέκνα του, …., ….. και ……… (βλ. το προσκομιζόμενο από την εκκαλούσα-ενάγουσα υπ’ αριθ. πρωτ. …../18.6.2013 πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών του Δήμου Χαλανδρίου του Νομού Αττικής). Την επαχθείσα κληρονομία του ……… αποδέχθηκαν η ενάγουσα και η μητέρα της ………, κατά τα προαναφερόμενα ποσοστά εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής, δυνάμει της υπ’ αριθ. ……./1990 δήλωσης αποδοχής κληρονομίας ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …………. Περαιτέρω, από το κτηματολογικό φύλλο της επίδικης οριζόντιας ιδιοκτησίας προκύπτει ότι στις πρώτες εγγραφές καταχωρίστηκαν τα εμπράγματα δικαιώματα εξ αδιαιρέτου ποσοστού κυριότητας της ενάγουσας (37,5%) και της μητέρας της (25%), ενώ ήδη στις μεταγενέστερες εγγραφές έχει καταχωριστεί και αποδοχή εκ μέρους της ενάγουσας της κληρονομίας της θανούσας στις 11.2.2013 μητέρας της, …….., στο δικό της ποσοστό (25%), ωστόσο κατά το υπόλοιπο ποσοστό των 37,5%, η ιδιοκτησία φέρεται ως «αγνώστου ιδιοκτήτη». Ως προς το ποσοστό αυτό, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι της το είχε παραχωρήσει ο ετεροθαλής αδελφός της, ……., με άτυπη δωρεά αμέσως μετά τον θάνατο του πατέρα τους το έτος 1976, και σε κάθε περίπτωση ότι από το έτος 1976 χρησιδεσπόζει η ίδια και το ποσοστό αυτό μαζί με το δικό της, φιλοξενώντας στο διαμέρισμα τη μητέρα της, που το χρησιμοποιούσε ως κύρια κατοικία της. Εντούτοις από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι τη συννομή στο ποσοστό του 37,5% στο ως άνω διαμέρισμα που απέκτησε ο ……… ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του πατέρα του, …….. με τον θάνατο αυτού στις 4.2.1976 κατ’ άρθρο 983 ΑΚ, παρέδωσε με άτυπη δωρεά στην ενάγουσα ετεροθαλή αδελφή του και ότι έκτοτε αυτή άρχισε να χρησιδεσπόζει κι επί του παραπάνω ποσοστού στο επίδικο διαμέρισμα. Ο ενόρκως βεβαιώσας εξάδελφος της ενάγουσας …… ……. που φιλοξενείτο όσο ήταν σπουδαστής την περίοδο 1978-1980 στο επίδικο διαμέρισμα και αργότερα επισκεπτόταν τακτικά τη θεία του ……… μέχρι το έτος 2013 που αυτή απεβίωσε, το μόνο που καταθέτει είναι ότι ουδέποτε είδε να επισκέπτεται την εν λόγω κατοικία ο ετεροθαλής αδελφός της ενάγουσας, ούτε υπέπεσε στην αντίληψή του να διεκδικεί οποιοδήποτε δικαίωμα σε αυτήν από τους θείους του, καθώς ήταν κατοικία που παραδόθηκε από την Πρόνοια στην τριμελή οικογένεια του θείου του. Ο εν λόγω μάρτυρας δεν κάνει λόγο για άτυπη δωρεά μετά τον θάνατο του θείου του, του επίδικου ποσοστού συγκυριότητας από τον …………. στην ενάγουσα. Ούτε ότι με κάποιον τρόπο ο ……. και μετά τον θάνατό του οι κληρονόμοι του παρέδωσαν το ποσοστό νομής που τους αναλογούσε στην ενάγουσα, ούτε ότι με κάποιο τρόπο κατέστη γνωστό σε αυτούς ότι η ενάγουσα νεμόταν εκτός από το δικό της μερίδιο και το μερίδιο επί του διαμερίσματος, που αντιστοιχούσε στο κληρονομικό δικαίωμα του ………. και ότι αυτοί το αποδέχθηκαν, αποξενούμενοι εκουσίως από αυτό. Όπως η ενάγουσα αναφέρει στην αγωγή της, η ίδια από το έτος 1974, λόγω του γάμου της με τον ……… κατοικούσε στην οικογενειακή της στέγη στο ……. Αττικής (και άρα δεν κατοικούσε στο επίδικο διαμέρισμα όπως αντίθετα αυτή αναφέρει στις προτάσεις της) και το διαμέρισμα χρησιμοποιούσε ως κύρια κατοικία η μητέρα της. Δεν είναι τυχαίο ότι η ενάγουσα κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης των ακινήτων στην περιοχή της Δραπετσώνας, προέβη σε δήλωση στο κτηματολόγιο μόνο για το ποσοστό που είχε αποκτήσει λόγω κληρονομίας από τον θανόντα πατέρα της και όχι και για το ποσοστό που αναλογεί στον ετεροθαλή αδελφό της, παρόλο που αν ίσχυε η επικαλούμενη από αυτή κτήση του ποσοστού συγκυριότητας του αδελφού της με έκτακτη χρησικτησία, με παράδοση της νομής από τον θάνατο του πατέρα τους στις 4.2.1976, αυτή θα έπρεπε να θεωρεί εαυτόν συγκύριο και ως προς το ποσοστό αυτό του διαμερίσματος ήδη από τις 4.2.1996. Το γεγονός ότι μετά τη διαπίστωση από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι οι δηλώσεις της ενάγουσας στην εφορία ως προς τον ΕΝΦΙΑ αναφορικά με το επίδικο διαμέρισμα αφορούσαν μετά τον θάνατο της μητέρας της σε ποσοστό κυριότητας 62,5%, δηλαδή ότι δεν συμπεριελάμβανε το επίδικο ποσοστό κυριότητας του ετεροθαλούς αδελφού της, αυτή προέβη σε διορθωτικές δηλώσεις για τον ΕΝΦΙΑ, στις οποίες συμπεριλαμβάνει και το ποσοστό αυτό δεν μεταβάλλει την κρίση του Δικαστηρίου τούτου ότι η ενάγουσα όψιμα και αβάσιμα θεωρεί πλέον τον εαυτό της δικαιούχο και του ποσοστού αυτού. Ομοίως κρίνοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και απορρίπτοντας την ένδικη αγωγή, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και τον νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, τα δε όσα αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα-ενάγουσα με την έφεσή της τυγχάνουν ουσία αβάσιμα και γι’ αυτό πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της στην ουσία της. Τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας λόγω της ήττας της σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ, μειωμένα όμως σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ.1 του ν. 3693/1957, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, λόγω της απόρριψης της εφέσεως, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος για την άσκηση του ένδικου μέσου e- παραβόλου στο δημόσιο ταμείο, κατ’ άρθρο 495 παρ.4 προτελ. εδ. ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 10.10.2021 έφεση κατά της 1847/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (νέα τακτική διαδικασία).

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας και ορίζει αυτά στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος για την άσκηση της εφέσεως με κωδικό …………  e-παράβολου στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 21.6.2023.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ