ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 355/2023
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Σωκράτη Γαβαλά, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του, την ………….., προκειμένου να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των Εκκαλούντων: (1) …………. και (2) ……….., που παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου τους Νικόλαου Κρούπα (A.M.Δ.Σ.Α. ……), (βλ. το υπ’ αριθμόν Π ………../24-04-2023 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Α.- άρθρο 61 Ν. 4194/2013), και o οποίoς κατέθεσε δήλωση, προκειμένου να εκδικαστεί η υπόθεση, χωρίς ο ίδιος να παραστεί, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.
Της Εφεσίβλητης: Της Ανώνυμης Εταιρείας, με την επωνυμία «…………», και το διακριτικό τίτλο <<……….>>, (Α.Φ.Μ.: ………. – Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ …), εδρεύουσας στο ………, επί της οδού ……….., εκπροσωπούμενης νόμιμα, η οποία από 30-08-2019 αποτελεί τη νέα επωνυμία της ανώνυμης εταιρείας <<……………>> και το διακριτικό τίτλο <<…………. (με προηγούμενη επωνυμία <<………..>> και διακριτικό τίτλο << …………>>), που παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου της Ιωάννη Ρουμελιώτη (Δ. Σ.Α. …), (βλ. το υπ’ αριθμόν Π …./24-04-2023 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π.), με βάση το υπ’ αριθμόν ………./21.09.2022 ειδικό πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……………., ο οποίος κατέθεσε δήλωση, προκειμένου να εκδικαστεί η υπόθεση χωρίς ο ίδιος να παραστεί, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.
Η εφεσίβλητη Εταιρεία άσκησε σε βάρος των εκκαλούντων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 03-01-2020 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) ……../06-03-2020 και ειδικό αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου (Ε.Α. Κ.Δ.) ………/06-03-2020.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 3100/2022 (οριστική) απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία (Διαδικασία άρθρων 1-465 Κ.Πολ.Δ.), αντιμωλία των διαδίκων, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή της εφεσίβλητης Εταιρείας, ως κατ’ ουσία βάσιμη, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτήν.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν οι εναγόμενοι ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (= Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς), με την από 22/11/2022 έφεσή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος αυτήν Δικαστηρίου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου (Γ.Α.Κ.) …/22-11-2022 και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ) …./22-11-2022, και ακολούθως, με επιμέλεια της εφεσίβλητης Εταιρείας στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) ……../07-12-2022 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) ………../07-12-2022, δικάσιμος δε ορίστηκε αυτή, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και εκδικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
(Ι) Η κρινόμενη από 22/11/2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) ……../(Ε.Α.Κ.Δ.) ………./07-12-2022 έφεσή των εναγομένων: (1) ………… και (2) …………. κατά της υπ’ αριθμόν 3100/2022 (οριστικής) απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία (Διαδικασία Άρθρων 1-465 Κ.Πολ.Δ.), αρμοδίως φερόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.), ασκήθηκε, σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ήτοι, μέσα στην προθεσμία του μηνός από το χρόνο επίδοσης αυτής, καθώς η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στους εναγόμενους- εκκαλούντες, για γνώση τους και για τις νόμιμες συνέπειες, την 01η και 07η Νοεμβρίου του έτους 2022, αντίστοιχα, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν ………/01-11-2022 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………. και την υπ’ αριθμόν ………../07-11-2022 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Εύβοιας, με έδρα το Πρωτοδικείο Χαλκίδας ……………, αντίστοιχα, τις οποίες προσκομίζει με επίκληση η ενάγουσα-εφεσίβλητη Εταιρεία, ως επισπεύδουσα τη συγκεκριμένη διαδικαστική ενέργεια διάδικος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 106 και 107 Κ.Πολ.Δ., που εφαρμόζονται και στην προκείμενη έκκλητη δίκη, ενώ το δικόγραφο της υπό κρίση εφέσεως κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την 22α Νοεμβρίου 2022] (άρθρα 495 παρ. 1- 2, 498, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Συνεπώς, εφόσον για το παραδεκτό της συζήτησης αυτής καταβλήθηκε, κατ` άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ. παράβολο του Ελληνικού Δημοσίου, αξίας εκατό (100,00) ευρώ (βλ. το με αριθμό κωδικού ……………./2022 ηλεκτρονικό (e-) παράβολο), πρέπει αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.
(ΙΙ) Με την ένδικη αγωγή της, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη εταιρεία εκθέτει ότι με την προηγούμενη επωνυμία της «……………», είχε ήδη καταστεί από την 31.12.1997, με απορρόφηση, καθολική διάδοχος της ανώνυμης εταιρείας, με την επωνυμία «……………..» στο εισφερόμενο από την τελευταία κατά την 31.05.1997 σύνολο του ενεργητικού και παθητικού τμήματος αυτής, δραστηριοποιούμενη στον τομέα της εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων και λιπαντικών σε πρατήρια υγρών καυσίμων και υπεισερχόμενη με τον τρόπο αυτό στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αυτής κατά το τμήμα αυτό. Ότι η τελευταία εταιρεία είχε συνάψει, πριν την ανωτέρω απορρόφηση, με τον πρώτο (1ο) κατά σειρά των εναγόμενων και ήδη εκκαλούντων το από 22.07.1985 ιδιωτικό συμφωνητικό εμπορικής συνεργασίας και μισθώσεως, με βάση το οποίο εκμίσθωσε σε αυτόν ένα (1) πρατήριο υγρών καυσίμων για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών, κείμενο στην περιφέρεια της …………… Αττικής, προκειμένου ο τελευταίος να το εκμεταλλεύεται, συνεργαζόμενος αποκλειστικά με αυτήν, με μηνιαίο μίσθωμα για τη μισθωτική περίοδο 01.06.1985- 31.05.1986 ανερχόμενο στο χρηματικό ποσό των ογδόντα χιλιάδων (80.000,00) δραχμών πλέον του αναλογούντος σε αυτό τέλος χαρτοσήμου και καταβαλλόμενο στην αρχή κάθε μήνα στα κεντρικά γραφεία αυτής. Ότι ακολούθως το εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό τροποποιήθηκε με το από 27.04.1994 ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο χορηγήθηκε σε αυτόν συμπληρωματική εμπορευματική πίστωση χρηματικού ποσού είκοσι τριών εκατομμυρίων (23.000.000) δραχμών, ενώ την 20.05.1999 τροποποιήθηκε το αρχικό ιδιωτικό συμφωνητικό, με τον υπ’ αριθμόν 6 όρο του οποίου συμφωνήθηκε ότι με εγκυκλίους, που θα εξέδιδε και θα απέστελλε αυτή (η αντισυμβαλλόμενη Εταιρεία), θα καθόριζε η ίδια ποια από τα πράγματα, που έχει εγκαταστήσει στο πρατήριο κυριότητάς της, θα συντηρούνταν από την ίδια ή από άλλη εξουσιοδοτημένη επιχείρηση σύμφωνα με το εκάστοτε τηρούμενο από αυτήν σύστημα συντήρησης, οι όροι του οποίου θα γνωστοποιούνταν σε αυτόν με τις εν λόγω εγκυκλίους. Ότι ο τελευταίος αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα το συγκεκριμένο σύστημα και την επιβάρυνσή του με την ανάλογη δαπάνη, την οποία θα του γνωστοποιούσε με τις εγκυκλίους, ενώ δικαιοπρακτικά ορίστηκε ότι η μη πληρωμή της παραπάνω συμμετοχής για δύο (2) μήνες, συνεχείς ή μη, θα αποτελούσε ουσιώδη παράβαση των συμφωνηθέντων και θα παρεχόταν σε αυτήν το δικαίωμα, παράλληλα με τα απορρέοντα από το από 22.07.1985 ιδιωτικό συμφωνητικό δικαιώματά της, να καταγγείλει τη συμφωνία και να επιδιώξει την έξωση του από το μίσθιο πρατήριο. Ότι με τον έβδομο (7°) κατά σειρά όρο αυτού δικαιοπρακτικά ορίστηκε ότι αυτή θα είχε την υποχρέωση σε ολόκληρο το χρονικό διάστημα της συνεργασίας της με τον πρώτο (1ο) των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων, να τον προμηθεύει έγκαιρα και όποτε χρειαζόταν υγρά καύσιμα, τιμολογώντας αυτά με τις αντίστοιχες τιμές χονδρικής πώλησης του οικείου τιμοκαταλόγου της, που θα ίσχυαν κατά το χρόνο παράδοσης τους στη συγκεκριμένη περιοχή, σύμφωνα με τα ειδικότερα αναφερόμενα στο αγωγικό δικόγραφο και με την προϋπόθεση ότι αυτός θα εκπλήρωνε κανονικά τις υποχρεώσεις του. Ότι το αρχικό ιδιωτικό συμφωνητικό τροποποιήθηκε και πάλι με το από 31.05.2011 ιδιωτικό συμφωνητικό, επέχοντος τούτου θέση σύμβασης αναγνώρισης χρέους, καθώς με αυτό ο πρώτος (1ος) των εναγομένων-εκκαλούντων ……….. αναγνώρισε ότι η προς αυτήν οφειλή του ανερχόταν κατά την 27.04.2011 στο χρηματικό ποσό των εκατό χιλιάδων οκτακοσίων (100.800,00) ευρώ, και ότι η οφειλή του αυτή είχε καταστεί στο σύνολό της ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, διακανονίστηκε δε η εξόφλησή του οφειλόμενου χρηματικού ποσού, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο συγκεκριμένο ιδιωτικό συμφωνητικό. Ότι με τον τέταρτο (4°) κατά σειρά όρο αυτού ορίστηκε ότι ο πρώτος (1ος) των εναγομένων-εκκαλούντων θα εξοφλούσε τις παραγγελίες των υγρών καυσίμων σε τέσσερις (4) ημέρες από το χρόνο παράδοσής τους, με αποτέλεσμα το χρεωστικό του υπόλοιπο από τις συναλλαγές από την αιτία αυτή να ανέρχεται χωρίς συνέπειες μέχρι το χρηματικό ποσό των εξήντα πέντε χιλιάδων (65.000,00) Ευρώ (Ε) στη διάρκεια των τεσσάρων (4) ημερών, πλην όμως αυτή είχε το δικαίωμα να μεταβάλλει αμέσως και μονομερώς το ύψος του ανωτέρω χρεωστικού υπολοίπου ή και τον αριθμό των ημερών ή και να καταργεί τη διευκόλυνση, εάν αυτός δεν εκπλήρωνε τους όρους του συγκεκριμένου συμφωνητικού, κατά τον προσήκοντα τρόπο,. Ότι με τον πέμπτο (5°) όρο ορίστηκε ότι η δεύτερη (2η) των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων ………….., ως εκ τρίτου συμβαλλομένη, παρείχε προς αυτήν (=ενάγουσα- εκκαλούσα Εταιρεία) υπέρ του πρώτου (1ου) των εναγομένων-εκκαλούντων την ανεπιφύλακτη εγγύησή της και, παραιτούμενη των δικαιωμάτων της διζήσεως και διαιρέσεως και όλων εκείνων, που απορρέουν από τα άρθρα 853, 854, 856, 862, 863 και 868 ΑΚ, δήλωσε ότι ευθύνεται απεριόριστα, αλληλέγγυα και σε ολόκληρο με τον πρώτο (1ο) των εναγομένων-εκκαλούντων ………….., σαν πρωτοφειλέτης και αυτοφειλέτης, για την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική κατά κεφάλαιο, τόκους και τυχόν έξοδα, πληρωμή από αυτόν κάθε οφειλής του, κύριας ή παρεπόμενης ή χρεωστικού υπολοίπου του, και για την εκπλήρωση από τον τελευταίο κάθε υποχρέωσής του προς αυτήν (ενάγουσα- εκκαλούσα Εταιρεία), υφιστάμενης ή μέλλουσας, που θα προερχόταν από το εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό ή και τη μεταξύ τους ισχύουσα σύμβαση εμπορικής συνεργασίας, όπως αυτή τροποποιηθείσα ίσχυε, με την ειδικότερη συμφωνία ότι η καταγγελία του ιδιωτικού συμφωνητικού ή και της σύμβασης εμπορικής συνεργασίας και των παρεπόμενων αυτής συμβάσεων δεν θα επέφερε τη λύση της εγγύησης ή την απαλλαγή της εγγυήτριας. Ότι το πρώτο ιδιωτικό συμφωνητικό τροποποιήθηκε και πάλι με το από 22.03.2012 ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο, μεταξύ άλλων, ο πρώτος (1ος) των εναγομένων-εκκαλούντων αναγνώρισε ότι από τη λειτουργία της σχέσης προέκυψε χρεωστικό σε βάρος του υπόλοιπο, ανερχόμενο την 20.02.2012 στο χρηματικό ποσό των εκατόν εβδομήντα δύο χιλιάδων πεντακοσίων τριάντα ενός Ευρώ και οκτώ λεπτών (172.531,08) ευρώ και συμφώνησε τον τρόπο αποπληρωμής αυτού. Ότι με τον τέταρτο (4°) κατά σειρά όρο αυτού η δεύτερη (2η) των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων ως εκ τρίτου συμβαλλομένη εγγυήθηκε υπέρ του πρώτου (1ου) των εναγόμενων- εκκαλούντων κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο για την εξόφληση της οφειλής αυτού, η οποία προερχόταν από την ισχύουσα σύμβαση εμπορικής συνεργασίας, όπως αυτή ίσχυε τροποποιημένη, ή από το από 31.05.2011 συμφωνητικό διακανονισμού οφειλής, που αποτελούσε ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο με το από 22. 07.1985 ιδιωτικό συμφωνητικό εμπορικής συνεργασίας ή από οποιαδήποτε εν γένει οικονομική η εμπορική συναλλαγή των μερών. Ότι με τον έβδομο (7°) κατά σειρά όρο ορίστηκε ότι το χρεωστικό υπόλοιπο, το οποίο θα προέκυπτε από το λογαριασμό, που κινείτο με τις συναλλαγές και τις χρεοπιστώσεις του συγκεκριμένου όρου ανάμεσα σε αυτήν (=αντισυμβαλλόμενη Εταιρεία) και τον πρώτο (1ο) των εναγομένων-εκκαλούντων, θα συνεχίζει να γνωστοποιείται και να αναγνωρίζεται από αυτόν σε τακτά διαστήματα ή όποτε αυτή (=Εταιρεία) το έκρινε απαραίτητο, ενώ συμφωνήθηκε ότι το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων αυτής, τα οποία αυτή τηρούσε ηλεκτρονικά θα αποτελούσε πλήρη απόδειξη της οφειλής και του ύψους της. Ότι μεταξύ των συμβαλλόμενων υπογράφηκε, την 23. 03.2012, ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο τροποποιήθηκε και πάλι το από 22.07.1985 ιδιωτικό συμφωνητικό και μεταξύ άλλων, όπως ειδικότερα αναλύεται στο αγωγικό δικόγραφο, συμφωνήθηκε ότι το σύνολο των υποχρεώσεων, που απορρέουν από αυτό, τροποποιημένο, τις αναλάμβανε από την 23.03.2012, σωρευτικά και παράλληλα με τον πρώτο (1ο) των εναγομένων-εκκαλούντων, η δεύτερη (2η) από αυτούς, αναλαμβάνοντας πλέον ως πρατηριούχος τη λειτουργία του πρατηρίου και δεσμευόμενη στην τήρηση του συνόλου των διαλαμβανόμενων στο ιδιωτικό συμφωνητικό και στις τροποποιήσεις αυτού ειδικών όρων και συμφωνιών. Ότι μεταξύ αυτής (=Εταιρείας) και των εναγομένων υπογράφηκαν δυο νέα τροποιητικά ιδιωτικά συμφωνητικά και ειδικότερα το από 17.03.2014, στο οποίο ο πρώτος (1ος) των εναγομένων-εκκαλούντων συμβλήθηκε, με την ιδιότητα του οφειλέτη, και η δεύτερη (2η) από αυτούς, με την ιδιότητα της εγγυήτριας, συμφωνώντας μεταξύ άλλων ότι η οφειλή του πρώτου (1ου) από αυτούς ανερχόταν την 30.09.2013 στο χρηματικό ποσό των εκατόν πενήντα έξι χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα εννέα Ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτών (156.549,77) Ευρώ (Ε), την οποία αυτός αναγνώρισε ανεπιφύλακτα, ως ληξιπρόθεσμη, εκκαθαρισμένη και απαιτητή στο σύνολό της και συμφώνησε να την εξοφλήσει τμηματικά σε πενήντα (50) άτοκες μηνιαίες δόσεις των διακοσίων (200,00) ευρώ η καθεμία από τις σαράντα εννέα (49) πρώτες και εκατόν σαράντα έξι χιλιάδες επτακόσιες σαράντα εννέα Ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτών (146. 749,77) ευρώ η πεντηκοστή (50η), καταβλητέα η πρώτη την 01.12.2013, η δεύτερη την 01.01.2014 κ.ο.κ. και η πεντηκοστή την 01.01.018, ενώ η δεύτερη (2η) των εναγομένων –εκκαλούντων συμφώνησε ότι θα ευθυνόταν, ως πρωτοφειλέτης και αυτοφειλέτης, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο αγωγικό δικόγραφο, και το από 17.03.2014 ιδιωτικό συμφωνητικό, στο οποίο η δεύτερη (2η) των εναγομένων – εκκαλούντων συμβλήθηκε ως οφειλέτης και ο πρώτος (1ος) από αυτούς, με την ιδιότητα του εγγυητή, συμφωνώντας μεταξύ άλλων ότι η οφειλή της δεύτερης (2ης) από αυτούς ανερχόταν την 30.09.2013 στο χρηματικό ποσό των είκοσι έξι χιλιάδων τετρακοσίων είκοσι επτά Ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (26.427,74) ευρώ, αναγνωρίζοντας αυτήν ανεπιφύλακτα, ως ληξιπρόθεσμη, εκκαθαρισμένη και απαιτητή στο σύνολό της, η οφειλή δε αυτή απομειώθηκε κατά το χρηματικό ποσό των δώδεκα χιλιάδων τριακοσίων εβδομήντα τριών Ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (12.054,00) ευρώ και ανήλθε τελικά στο χρηματικό ποσό των δεκατεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων εβδομήντα τριών Ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (14.373,74) ευρώ, συμφωνήθηκε δε να εξοφληθεί τμηματικά σε πενήντα (50) άτοκες μηνιαίες δόσεις των εκατό (100,00) ευρώ καθεμία από τις σαράντα εννέα (49) πρώτες και εννέα χιλιάδες τετρακόσιες εβδομήντα τρία Ευρώ και εβδομήντα τέσσερα λεπτά (9.473,74) ευρώ η πεντηκοστή (50), καταβλητέα η πρώτη (1η) την 01.12.2013, η δεύτερη (2η) την 01.01.2014 κ.ο.κ. και η πεντηκοστή (50η), την 01.01.018, ενώ ο πρώτος (1ος) των εναγομένων-εκκαλούντων συμφώνησε ότι ευθυνόταν ως πρωτοφειλέτης και αυτοφειλέτης κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο αγωγικό δικόγραφο, με σχετικό δε όρο των παραπάνω ιδιωτικών συμφωνητικών τα συμβαλλόμενα μέρη διευκρίνισαν ότι οι συμφωνίες σχετικά με την τμηματική εξόφληση της βαρύνουσας αυτούς οφειλής σε οποιαδήποτε περίπτωση δεν αποτελούσαν ανανέωση της οφειλής των πρώτου (1ου) και δεύτερης (2ης) των εναγομένων-εκκαλούντων αντίστοιχα προς την ίδια (ενάγουσα Εταιρεία), αλλά μόνον τρόπο διευκόλυνσης της αποπληρωμής της. Ότι οι εναγόμενοι δεν τήρησαν τις υποχρεώσεις τους και ειδικότερα ο πρώτος (1ος) των εναγομένων-εκκαλούντων από τις δόσεις του διακανονισμού του από 17.03.2014 τροποποιητικού συμφωνητικού δεν κατέβαλε την πεντηκοστή (50η) δόση χρηματικού ποσού εκατόν σαράντα έξι χιλιάδων επτακοσίων σαράντα εννέα Ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτών (146.749,77) Ευρώ, για την εξόφληση της οποίας ευθύνονται σε ολόκληρο αυτός και η δεύτερη (2η) των εναγόμενων-εκκαλούντων, ως εγγυήτρια, ενώ η τελευταία από τις δόσεις του διακανονισμού του αντίστοιχου τροποποιητικού συμφωνητικού κατέβαλε μέρος μόνο της πεντηκοστής (50ης) δόσης και οφείλει πλέον το χρηματικό ποσό των πέντε χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα πέντε Ευρώ και πενήντα δύο (5. 445,52) ευρώ, για την εξόφληση του οποίου ευθύνονται σε ολόκληρο τόσο αυτή όσο και ο πρώτος (1ος) των εναγομένων-εκκαλούντων, με την ιδιότητα του, ως εγγυητή. Ότι η δεύτερη (2η) των εναγομένων-εκκαλούντων έχει ήδη αναγνωρίσει την οφειλή της, με την από 22.12.2017 αίτησή της (=του Ν. 3869/ 2010) ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ιστιαίας Εύβοιας, η οποία απορρίφθηκε, με την υπ’ αριθμόν 102/2019 απόφαση αυτού. Ότι η επωνυμία της μεταβλήθηκε το έτος 2009 σε «……………» με δ.τ. «……………», τo έτος 2016, σε «………………» και το δ.τ. «……….» και ακολούθως το έτος 2019 στην ισχύουσα επωνυμία. Επικαλούμενη έννομο συμφέρον, ζητεί να υποχρεωθούν να της καταβάλουν ο καθένας από αυτούς, αλληλέγγυα και σε ολόκληρο, το συνολικό χρηματικό ποσό των εκατόν πενήντα δύο χιλιάδες εκατόν ενενήντα πέντε Ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών (146.749,77 + 5.445,52 = 152.195,29) ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 02.01.2018, διαφορετικά από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση αυτού.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 3.100/2022 (οριστική) απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία (Διαδικασία άρθρων 1-465 Κ.Πολ.Δ.), με την οποία έγινε δεκτή, ως κατ’ ουσία βάσιμη, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα σε αυτήν, και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι, ο καθένας από αυτούς σε ολόκληρο, να καταβάλλουν στην ενάγουσα Εταιρεία το χρηματικό ποσό των εκατόν πενήντα δύο χιλιάδων εκατόν ενενήντα πέντε ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών (152.195,29) με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 02.01.2018 και μέχρι την πλήρη εξόφληση αυτού.
Κατά της παραπάνω απόφασης οι εναγόμενοι άσκησαν την υπό κρίση έφεσή τους, με την οποία επικαλούνται πλημμέλειες της εκκαλούμενης απόφασης, συνιστάμενες αυτές σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του Νόμου αλλά και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, που προσκομίστηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Πλέον συγκεκριμένα, με τον πρώτο (1ο) κατά σειρά λόγο της υπό κρίση εφέσεως τους, οι εκκαλούντες επικαλούνται πλημμέλεια του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, συνιστάμενη σε παρά το Νόμο μη κήρυξη της ακυρότητας του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου, ήτοι, της ένδικης αγωγής ένεκα αοριστίας αυτής, την οποία επικαλέστηκαν αυτοί ενώπιον του, κατά την εκδίκαση της ένδικης υπόθεσης, υπό τον τύπο δικονομικής ενστάσεως, σύμφωνα με όσα εκτίθενται ειδικότερα στο συγκεκριμένο λόγο της υπό κρίση εφέσεως. Περαιτέρω, με το δεύτερο (2ο) κατά σειρά λόγο της υπό κρίση εφέσεως τους οι εκκαλούντες διατείνονται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του την προταθείσα από αυτούς ένσταση συμψηφισμού της επικαλούμενης από την ενάγουσα- εφεσίβλητη Εταιρεία αξιώσεως της με τις αξιώσεις, που οι ίδιοι διατηρούν σε βάρος της τελευταίας. Ειδικότερα, διατείνονται ότι ο πρώτος (1ος) από αυτούς προέβη στις δαπάνες, που αναφέρονται στην υπό κρίση έφεση, κατ’ απαίτηση και μετά από ρητή εντολή και καθ’ υπόδειξη της εταιρείας <<……………..>>, και οι οποίες θα επαναπιστώνονταν υπέρ του ιδίου, αναλυόμενες αυτές, ως ακολούθως: (α) το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 1988, χρηματικό ποσό 8.804,10 Ευρώ (Ε) για τεχνικές εργασίες ανακαίνισης του μισθίου πρατηρίου προς τον εργολάβο …………., (β) την 28-06-1996, χρηματικό ποσό 8. 657,37 Ευρώ (Ε) για τεχνικές εργασίες προς την τεχνική εταιρεία οικοδομικών υλικών και μηχανημάτων << ………………….>> για τεχνικές εργασίες ανακατασκευής του μισθίου πρατηρίου, (γ) την 26-111996, χρηματικό ποσό 5.194,42 Ευρώ (Ε) προς την παραπάνω τεχνική Εταιρεία για την εγκατάσταση αυτόματης πλήρωσης δεξαμενών υγρών καυσίμων στο μίσθιο κατάστημα (δ) την 20-12-1996, χρηματικό ποσό 242,41 Ευρώ (Ε), (ε) το έτος 1988, το χρηματικό ποσό των 5.869,40 Ευρώ (Ε) σε διάφορους τεχνικούς για την αλλαγή υαλοπινάκων, των ραφιών των ψυγείων του mini market, (στ) χρηματικό ποσό 4.402,95 Ευρώ για την κατασκευή συστήματος αυτόματης πλήρωσης νερού στο πλυντήριο του αυτοκινήτου του μίσθιου πρατηρίου υγρών καυσίμων, (ζ) χρηματικό ποσό 4.402,05 Ευρώ (Ε) για την κατασκευή της εγκατάστασης του συστήματος ηλεκτρονικής παρακολούθησης του μίσθιου χώρου του πρατήριου υγρών καυσίμων, (η) χρηματικό ποσό 5.869,40 Ευρώ (Ε) για την κατασκευή συστήματος ηλεκτρονικής παρακολούθησης της στάθμης των δεξαμενών υγρών καυσίμων και τέλος (θ) χρηματικό ποσό 14.673,50 Ευρώ για τις συμπληρωματικές τεχνικές εργασίες ανακαίνισης του μίσθιου πρατηρίου υγρών καυσίμων και συνολικά το χρηματικό ποσό των πενήντα οκτώ χιλιάδων εκατόν δεκατεσσάρων Ευρώ και εβδομήντα ενός λεπτών (58.114,71) Ευρώ (Ε), ενώ εσφαλμένα συνυπολόγισε στην επικαλούμενη αξίωσή της και ποινική ρήτρα χρηματικού ποσού χιλίων τετρακοσίων οκτώ Ευρώ και εξήντα έξι λεπτών (1.408,66) Ευρώ (Ε), της πραγματικής οφειλής τους, ανερχόμενης στο χρηματικό ποσό των επτά χιλιάδων εξακοσίων εβδομήντα ενός Ευρώ και ενενήντα δύο (7.671,92) Ευρώ (Ε), κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην υπό κρίση έφεσή τους. Πέραν τούτων, οι εκκαλούντες επικαλούνται πλημμέλεια του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, συνιστάμενη σε μη λήψη υπόψη της προταθείσας από αυτούς ενστάσεως παραγραφής της επίδικης αξίωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 250 επ. του Αστικού Κώδικα, δεδομένου ότι παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε (5) ετών από την πώληση των εμπορευμάτων μέχρι το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής, την 06-03-2020. Τέλος, οι εκκαλούντες διατείνονται για πλημμέλεια της εκκαλούμενης απόφασης, συνιστάμενη σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, που προσκομίστηκαν ενώπιον του, με συνέπεια αφενός μεν να απορριφθεί η ένσταση κατ’ άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα για καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της ενάγουσας Εταιρείας, αφετέρου δε η ένσταση κατ’ άρθρο 179 του Αστικού Κώδικα για ακυρότητα των από 2011, 2013 και 17-04-2014 επίδικων τροποποιητικών συμβάσεων, καθότι η αντισυμβαλλόμενη τους Εταιρεία, εκμεταλλευόμενη τη δεινή οικονομική θέση, στην οποία αυτοί είχαν περιέλθει για όσους λόγους εκθέτουν, και συνακόλουθα την ανάγκη τους για άσκηση βιοποριστικής δραστηριότητας, ουσιαστικά τους εξανάγκασαν στην υπογραφή των συμφωνητικών αυτών.
Οι λόγοι αυτοί, που τυγχάνουν επαρκώς ορισμένοι, δεκτικοί δικαστικής αξιολόγησης και ως εκ τούτου παραδεκτοί, πρέπει να εξεταστούν ως προς τη βασιμότητά τους, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.
(III) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αριθ. 4 και 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα σε βάρος του εναγόμενου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση δε στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία για την αξίωση, απορρέουσα από αυτά, είναι απαραίτητη, προκειμένου να παρέχεται η δυνατότητα στο μεν Δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, στον δε εναγόμενο να έχει τη δυνατότητα να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξίωσης, που θεμελιώνεται σε αυτά με ανταπόδειξη ή ένσταση. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται μεν αλλά κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 1392/2017, ΑΠ 443/2011, ΑΠ 992/2010). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 873 ΑΚ, η σύμβαση, με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία του χρέους, τυγχάνει έγκυρη, εάν η υπόσχεση ή η δήλωση για την αναγνώριση γίνει εγγράφως. Έγγραφη υπόσχεση ή δήλωση αναγνώρισης, που δεν αναφέρει την αιτία του χρέους, λογίζεται σε περίπτωση αμφιβολίας ότι έγινε με τέτοιο σκοπό. Η δημιουργική ενέργεια της αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους συνίσταται στη θεμελίωση αυτοτελούς υποχρέωσης, ανεξάρτητης από την αιτία της (νέο θεμέλιο αξίωσης), όπου το θεμελιωτικό της αξίωσης πραγματικό εξαντλείται στην έγγραφη υπόσχεση παροχής. Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι η αναφερόμενη σε αυτήν αυτοτελής και ετεροβαρής ενοχή από έγγραφη αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους γεννιέται στην περίπτωση, που τα μέρη είχαν πρόθεση να δημιουργήσουν ενοχή ανεξάρτητη από την αιτία, πράγμα, που θέλει εξακριβωθεί από αυτή την ίδια τη δήλωση και τις περιστάσεις, γι’ αυτό δε και δεν βλάπτει απλή αναφορά της αιτίας. (ΑΠ 818/2018, ΑΠ 1402/2018, ΑΠ 634/2014). Αν δηλαδή, στην έγγραφη υπόσχεση ή στην αναγνωριστική δήλωση μνημονεύεται η αιτία του χρέους, δεν αποκλείεται να πρόκειται για ενοχή αναιτιώδη, εφόσον τα μέρη ήθελαν ν’ αποσυνδέσουν το χρέος από την αιτία του. Διότι η διάταξη του εδ. β’ του παραπάνω άρθρου εισάγει απλώς ερμηνευτικό κανόνα, προσδίδοντας στη δήλωση αυτή ορισμένη έννοια, μόνον ενόσω δεν προκύπτει το αντίθετο (σε περίπτωση αμφιβολίας) (Ολ. ΑΠ 2088/ 1986, ΑΠ 654/2014, ΑΠ 114/2013, ΑΠ 748/2011). Για το ορισμένο της αγωγής από σύμβαση αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους, ο ενάγων δανειστής οφείλει να επικαλεσθεί την κατάρτιση έγγραφης σύμβασης με περιεχόμενο την αναγνώριση ή υπόσχεση χρέους, από το οποίο (=περιεχόμενο) να προκύπτει ότι τα μέρη ήθελαν να δημιουργήσουν ενοχή ανεξάρτητη από την αιτία. Η ανωτέρω σύμβαση (αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους) διαφέρει από τη σύμβαση, με την οποία αναγνωρίζει κάποιος το χρέος, που έχει από ορισμένη αιτία, η οποία δεν προβλέπεται ρητά από τον Αστικό Κώδικα, ισχύει όμως διεπόμενη από το άρθρο 361 αυτού, το οποίο παρέχει ελευθερία σύναψης ποικίλου περιεχομένου συμβάσεων δεσμευτικά για τους συμβαλλόμενους, αρκεί το περιεχόμενό τους να μην προσκρούει σε απαγορευτικό νόμο ή στα χρηστά ήθη. Η σύμβαση αυτή (αιτιώδης αναγνώριση χρέους) καταρτίζεται σε αντίθεση με την αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, κατ’ αρχήν άτυπα και ιδρύει νέα ενοχική σχέση, που αποτελεί νέα αυτοτελή βάση υποχρέωσης προς εκπλήρωση της παροχής, δηλαδή ενοχή αυτοτελή και ανεξάρτητη από την υποκείμενη αιτία (όταν αυτό θέλησαν οι συμβαλλόμενοι και δεν απέβλεψαν μόνο στην παροχή αποδεικτικού μέσου για την ύπαρξη του χρέους ή στην επιβεβαίωση μιας υπάρχουσας έννομης σχέσης, που διασφαλίζουν έτσι από ενδεχόμενα ελαττώματα). Γενική κατευθυντήρια γραμμή για λύση του ζητήματος εάν πρόκειται για νέα αυτοτελή ενοχή ή παροχή αποδεικτικού μέσου για την ύπαρξη του χρέους μπορεί να χρησιμεύσει ο κανόνας ότι κύρια σύμβαση αναγνώρισης υπάρχει, όταν αντικείμενο αυτής είναι κάποια έννομη σχέση και ειδικότερα όταν αναφορικά με υπάρχουσα οφειλή, αναλαμβάνεται κάποια υποχρέωση, ενώ δεν υπάρχει σύμβαση αναγνώρισης όταν ομολογούνται απλώς ορισμένα γεγονότα, οπότε υπάρχει μόνο αποδεικτικό μέσο. Η σημασία μιας τέτοιας επιβεβαιωτικής απλώς δήλωσης είναι κατ` αρχήν αποδεικτική (εξώδικη ομολογία), μπορεί όμως να επάγεται και διακοπή της παραγραφής, ως αναγνώριση (άρθρο 280 ΑΚ) ή να έχει και άλλα νομικά αποτελέσματα (λ.χ. ΑΚ 272 παρ. 2 εδ. β`, 437, 156) (Α.Π. 913/2020 (ΤΝΠ NOMOS). Στην πρώτη περίπτωση, αυτός, που αναγνωρίζει την οφειλή του από ορισμένη αιτία, δεν μπορεί πλέον να προτείνει τις ενστάσεις, που είχε από την κύρια αιτία (ΑΠ 1086/12017, ΑΠ 1424/ 2017, ΑΠ 1279/2012, ΤΝΠ NOMOS). Για την πληρότητα της αγωγής από αιτιώδη αναγνώριση χρέους, όσον αφορά την αιτία, από την οποία προέρχεται το αναγνωριζόμενο χρέος, αρκεί παράθεση στο δικόγραφο αυτής όσων πραγματικών στοιχείων τυγχάνουν αναγκαία για τον προσδιορισμό της αναγνωριζόμενης ενοχής, ώστε να μη καταλείπεται αμφιβολία γι ‘αυτήν (ΑΠ 387/2019, Α.Π. 294/ 2018, ΑΠ 1086/ 2017, ΑΠ 1424/ 2017, ΑΠ 1279/2012, ΑΠ 713/2012). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 179 ΑΚ, το οποίο αποτελεί ειδικότερη περίπτωση του άρθρου 178 ΑΚ, άκυρη, ως αντίθετη στα χρηστά ήθη, είναι ιδίως η δικαιοπραξία, με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, κουφότητα ή απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να λάβει για τον εαυτό του ή τρίτον για κάποια παροχή περιουσιακά ωφελήματα, που κατά τις περιστάσεις βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή. Από τις διατάξεις αυτές των άρθρων 178 και 179 ΑΚ και ειδικότερα τη δεύτερη προκύπτει ότι για το χαρακτηρισμό της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς και συνεπώς άκυρης, ως αντικείμενης στα χρηστά ήθη, απαιτείται, αφενός μεν η συνομολόγηση ή λήψη περιουσιακών ωφελημάτων, που τελούν, κατά το χρόνο της συνομολόγησής τους, κατά τις περιστάσεις σε προφανή δυσαναλογία προς την παροχή, αφετέρου δε η επίτευξη των ωφελημάτων αυτών να γίνεται με εκμετάλλευση της ανάγκης, της κουφότητας ή της απειρίας του άλλου από τους συμβληθέντες. Έτσι, προκειμένου να χαρακτηριστεί μια δικαιοπραξία ως αισχροκερδής – καταπλεοναστική απαιτείται να συντρέχουν αθροιστικά τρία στοιχεία, ήτοι: (α) προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, (β) ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του ενός των συμβαλλομένων και (γ) εκμετάλλευση της γνωστής σε αυτόν ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του συμβαλλομένου τούτου από τον αντισυμβαλλόμενο. Αν ελλείπει ένα από τα στοιχεία αυτά, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ακυρότητα της δικαιοπραξίας, ως αισχροκερδούς. Απειρία είναι η έλλειψη συνήθους πείρας ως προς τα οικονομικά δεδομένα και μεγέθη, ως προς τις τιμές και ως προς τις συναλλαγές. Κουφότητα είναι η αδιαφορία για τις συνέπειες και τη σημασία των πράξεων, δηλαδή το θύμα, λόγω της απερισκεψίας ή της έλλειψης επαρκούς σκέψης, η οποία μπορεί να οφείλεται και σε διανοητική μειονεξία, δεν αποδίδει στις πράξεις του τη σημασία και την αξία που αυτές είχαν, ενώ ανάγκη είναι και η οικονομική, αρκεί να είναι άμεση και επιτακτική. Η δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής πρέπει να είναι προφανής. Ειδικότερα, προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής είναι αυτή, που υποκύπτει στην αντίληψη ενός λογικού- έμφρονος και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου και η οποία υπερβαίνει το μέτρο, κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως φυσικό και θεμιτό να αποκομίζει ο ένας κάποιο όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου με ζημία του άλλου. Η δυσαναλογία αυτή διαπιστώνεται, ενόψει των περιστάσεων και της φύσης της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας, κατά το χρόνο της κατάρτισής της, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι υποκειμενικές περιστάσεις ή επιθυμίες των μερών, αποτελεί δε νομική έννοια και ως εκ τούτου η κρίση σχετικά με την ύπαρξη αυτής ελέγχεται αναιρετικά. Εξάλλου, εκμετάλλευση υπάρχει, όταν αυτός, που γνωρίζει την ως άνω κατάσταση του αντισυμβαλλομένου του (ανάγκη, κουφότητα, απειρία), επωφελείται και με κατάλληλο χειρισμό επιτυγχάνει προφανώς μειωμένη αντιπαροχή χωρίς να είναι απαραίτητη, προκειμένου να συντρέξει το στοιχείο της εκμετάλλευσης, κάποια ενέργεια του εκμεταλλευτή, η οποία να εκδηλώνεται με ηθικώς επιλήψιμα περιστατικά, που αποσκοπούν στην επίτευξη της αισχροκέρδειας. Αν συντρέξουν οι παραπάνω προϋποθέσεις του άρθρου 179 ΑΚ, σε κάθε ανταλλακτική σύμβαση δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της σύμβασης κατά την έννοια του άρθρου 180 ΑΚ. Αν όμως ελλείπει ένα από τα ανωτέρω στοιχεία, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ακυρότητα της δικαιοπραξίας, ως αισχροκερδούς κατά το άρθρο 179 ΑΚ, καθώς απαιτείται να συντρέχουν και η προφανής δυσαναλογία ανάμεσα στην παροχή και στην αντιπαροχή και η ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του άλλου συμβαλλομένου, χωρίς όμως να αποκλείεται και στην περίπτωση αυτή, ακυρότητα της δικαιοπραξίας, λόγω της αντίθεσής της προς τα χρηστά ήθη, κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 178 ΑΚ, αν συντρέχουν στοιχεία, που προσδίδουν σε αυτήν ανήθικο χαρακτήρα (ΑΠ 379/2017, ΑΠ 403/2017). Τέλος, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, η οποία προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση, που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα, το οποίο μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου σχετικά με το δίκαιο και την ηθική, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως, που δημιουργήθηκε κάτω από ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να επέρχονται επαχθείς συνέπειες σε βάρος του υπόχρεου. Απαιτείται δηλαδή, προκειμένου να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα εύλογα η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ενασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η δημιουργηθείσα από αυτόν κατάσταση, επαγόμενη ιδιαίτερα επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη προκάλεσε στον υπόχρεο την εύλογη πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί, προκειμένου να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται επιπρόσθετα να συντρέχουν ειδικές συνθήκες και περιστάσεις προερχόμενες κατά κύριο λόγο από την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της διαμορφωμένης κατάστασης κάτω από τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρηθείσας για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται από τα διαγραφόμενα από τη συγκεκριμένη διάταξη όρια. Η κατά τα παραπάνω αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αλλά αρκεί η επέλευση δυσμενών απλά για τα συμφέροντά του επιπτώσεων, πρέπει να υφίσταται για μεγάλο χρονικό διάστημα, ωστόσο μικρότερο του χρόνου παραγραφής του δικαιώματος, που καθορίζεται από το Νόμο, από τότε, που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του (Ολομ. ΑΠ 8/2001, ΟλομΑΠ 17/1995, Ολομ.ΑΠ 62/1990). Το δε ζήτημα αν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει ναι αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες, που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ασκήσεως του δικαιώματός του (ΑΠ 321/2002). Στην περίπτωση αυτή η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη (ΑΠ Ολ. 17/1995, Α.Π. 178/2020 Δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του Δ.Σ.Α., ΑΠ 831/2013, πρβλ. επίσης ΑΠ 1484/2014, ΑΠ 901/2013). Έτσι, όταν ο δανειστής δεν έχει πλέον συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος, μπορεί να στοιχειοθετηθεί κατάχρηση δικαιώματος (Α.Π. 869/2021 Δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του Δ.Σ.Α. <<ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ>>). Έλλειψη, όμως, συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει, όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (=διαχείρισης) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός εάν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής, των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1472/2004 ΝΟΜΟΣ, Εφ. Λαρ. 20/2019 δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του Δ.Σ..Α <<ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ>>).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση από την υπ’ αριθμόν ………/27-10-2020 ένορκη βεβαίωση του …………. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Καλλιθέας, την οποία προσκομίζουν με επίκληση οι εκκαλούντες-εναγόμενοι, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εφεσίβλητης –ενάγουσας Εταιρείας, σύμφωνα με τους ορισμούς των διατάξεων των άρθρων 421 και επ. Κ.Πολ.Δ., όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν ………/16.10.2020 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……………, από την υπ’ αριθμόν ………../15.06.2020 ένορκη βεβαίωση του ………. ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., την οποία προσκομίζει με επίκληση η εφεσίβλητη-ενάγουσα, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εκκαλούντων- εναγομένων, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν …………../03-06-2020 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………. και την υπ’ αριθμόν ………./01-06-2020 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Εύβοιας, με έδρα το Ειρηνοδικείο Ιστιαίας …………….., καθώς από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, και των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται από οποιονδήποτε διάδικο, όπως αυτά κατονομάζονται και διαριθμούνται στις προτάσεις τους, νόμιμα, (Ολ. Α.Π 23/2008, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 179/2013, ΑΠ 168/2014) είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον επιτρέπεται η εμμάρτυρη απόδειξη στην προκείμενη δίκη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 395 Κ.Πολ.Δ, και κατέστησαν κοινό αποδεικτικό μέσο, κατά τους ορισμούς του άρθρου 346 Κ.Πολ.Δ, από τις ομολογίες των διαδίκων, όπως αυτές συνάγονται από τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 Κ.Πολ.Δ, κατά το μέτρο, που δεν αμφισβητήθηκε η αλήθεια αυτών, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη (άρθρα 336 παρ. 4 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ) {Ν. Παισίδου: Τα δικαστικά τεκμήρια, 1991, σελ. 230 κα σημ. 86, πρβλ. Στ. Κουσούλη στην Ερμηνεία Κ. Πολ.Δ. Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα, Ι (2000) άρθρο 231, αριθ. 5), προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 22.07.1985, ανάμεσα στην ανώνυμη εταιρεία, με την τότε επωνυμία «…………………» και στο ……………… [(1ο) των εναγομένων- εκκαλούντων} καταρτίστηκε σύμβαση εμπορικής συνεργασίας και μίσθωσης, συνταχθέντος προς τούτο αυθημερόν ιδιωτικού συμφωνητικού εμπορικής συνεργασίας και μίσθωσης, με βάση το οποίο η παραπάνω Εταιρεία εκμίσθωσε στον αντισυμβαλλόμενό της ……….. ένα (1) πρατήριο υγρών καυσίμων, κείμενο στη …….. Αττικής, στη συμβολή των οδών …………………., προκειμένου ο τελευταίος να χρησιμοποιήσει αυτό, ως πρατήριο λιανικής πώλησης βενζίνης- υγρών καυσίμων αλλά και για την εξυπηρέτηση οχημάτων σε ορυκτέλαια – λιπαντικά, με τον όρο της αποκλειστικής αγοράς από την εν λόγω Εταιρεία της βενζίνης και χρησιμοποίησης αποκλειστικά των ορυκτελαίων ή άλλων σχετικών ειδών αυτής. Στο συγκεκριμένο ιδιωτικό συμφωνητικό περιλαμβάνονταν όροι, που αφορούσαν, στη διάρκεια της μίσθωσης, στο ύψος του μηνιαίου μισθώματος και στον τρόπο πληρωμής αυτού, στην υποχρέωση του …………….. για αγορά προϊόντων αποκλειστικά από την αντισυμβαλλόμενη Εταιρεία, καθοριζομένων και των ελάχιστων ποσοτήτων αυτών, στην υποχρέωση της εταιρείας προμήθειας του αντισυμβαλλόμενου της με τα απαιτούμενα προϊόντα, στην υποχρέωση του τελευταίου για εξόφληση των οφειλών του προς την Εταιρεία και για το δικαίωμα της τελευταίας για καταγγελία και λύση της μεταξύ τους σύμβασης συνεργασίας σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του ………………… με τους όρους αυτής. Με βάση τον υπό στοιχεία 2 όρο του συγκεκριμένου ιδιωτικού συμφωνητικού η διάρκεια της σύμβασης μίσθωσης δικαιοπρακτικά ορίστηκε σε τρία (3) έτη. Το μηνιαίο μίσθωμα ορίστηκε για τη μισθωτική περίοδο 01/06/1985- 31/05/1986 στο χρηματικό ποσό των ογδόντα χιλιάδων (80.000) δραχμών και συμφωνήθηκε να καταβάλλεται παράλληλα με το ήμισυ (1/2) του τέλους χαρτοσήμου, που αναλογεί στο καταβλητέο μίσθωμα στην αρχή κάθε μισθωτικού μήνα στα κεντρικά γραφεία της Εταιρείας. Περαιτέρω, με το από 27/04/1994 ιδιωτικό συμφωνητικό ανάμεσα στα ίδια ως άνω συμβαλλόμενα μέρη, επήλθε τροποποίηση του από 22/07/1985 ιδιωτικού συμφωνητικού, με το οποίο χορηγήθηκε σε αυτόν συμπληρωματική εμπορευματική πίστωση χρηματικού ποσού είκοσι τριών εκατομμυρίων (23.000.000) δραχμών. Στη συνέχεια, με την υπ’ αριθμόν …./30.12. 1997 σύμβαση συγχώνευσης και εισφοράς τμήματος της Συμβολαιογράφου Αθηνών …………………, κατά τις διατάξεις του Κ.Ν. 2190/1920, τις διατάξεις του Ν. 2166/1993, την από 29.12.1997 απόφαση της έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων της εισφέρουσας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………….» και την από 30.12.1997 απόφαση της έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων της ανώνυμης Εταιρείας, με την προηγούμενη επωνυμία της «…………», η οποία το έτος 2009 τροποποιήθηκε σε «…………», το έτος 2016 σε «…………….» και τελικά το έτος 2019 στη σημερινή επωνυμία της ενάγουσας-εφεσίβλητης Εταιρείας, απορροφώσας το εισφερόμενο τμήμα εταιρείας, πραγματοποιήθηκε η εισφορά του κατά τις 31.05.1997 ενεργητικού και παθητικού τμήματος εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων και λιπαντικών σε πρατήρια υγρών καυσίμων της πρώτης αναφερόμενης εταιρείας στην ενάγουσα-εφεσίβλητη Εταιρεία (με την ως άνω προηγούμενη επωνυμία της), με την υπ’ αριθμόν ΕΜ-1266/31.12.1997 απόφαση δε του Νομάρχη Αθηνών, η οποία καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών της αρμόδιας Νομαρχίας αυθημερόν και η σχετική ανακοίνωση δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ {Τ.Α.Ε και ΕΠΕ) με αριθμό …../08.01.1998, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη Εταιρεία, με την αρχική επωνυμία της, κατέστη καθολική διάδοχος του εισφερόμενου και συγχωνευόμενου με την απορρόφηση τμήματος, υποκαθιστάμενη αυτοδίκαια στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της απορροφούμενης εταιρείας, εξομοιούμενης της μεταβίβασης αυτής με καθολική διαδοχή τόσο για τις συγχωνευόμενες εταιρείες όσο και έναντι τρίτων (άρθρα 68 επ. 73 και 80 Ν. 2190/1920), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα απορρέοντα από την κατά τα παραπάνω σύμβαση εμπορικής συνεργασίας και μίσθωσης. Ακολούθως, με το από 20/05/1999 ιδιωτικό συμφωνητικό τροποποιήθηκε και πάλι το από 22/07/1985 ιδιωτικό συμφωνητικό και μεταξύ άλλων παρατάθηκε η διάρκεια του μέχρι την 31/12/2001. Με τον υπό στοιχεία (4) όρο του από 20/05/1999 ιδιωτικού συμφωνητικού, το μηνιαίο μίσθωμα ανήλθε στο χρηματικό ποσό των οκτακοσίων χιλιάδων (800.000) δραχμών για το χρονικό διάστημα από 01/01/1999 μέχρι κα 31/12/2000 και συμφωνήθηκε να καταβάλλεται παράλληλα με το ήμισυ (1/2) του τέλους χαρτοσήμου, που αναλογεί σε αυτό στην αρχή κάθε μισθωτικού μήνα στα κεντρικά Γραφεία της ως άνω Εταιρείας στο ……. Αττικής. Από την 01/01/2001 το ποσοστό της ετήσιας αναπροσαρμογής συμφωνήθηκε να ορίζεται κατόπιν συμφωνίας των μερών. Με τον υπό στοιχεία (6) όρο του εν λόγω ιδιωτικού συμφωνητικού ορίστηκε ότι με εγκύκλιους, που θα εκδίδει και θα αποστέλλει η Εταιρεία στο ………………., θα καθορίζει ποια από τα πράγματα, που έχει εγκαταστήσει στο πρατήριο υγρών καυσίμων στην κυριότητά της θα συντηρούνται από την ίδια ή από άλλη εξουσιοδοτημένη από αυτήν επιχείρηση, σύμφωνα μα το εκάστοτε τηρούμενο από αυτήν σύστημα συντηρήσεως, οι όροι του οποίου θα γνωστοποιούνται σε αυτόν με τις ίδιες παραπάνω εγκυκλίους. Ο τελευταίος αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα την υπαγωγή του στο παραπάνω σύστημα και την επιβάρυνσή του με την ανάλογη δαπάνη πλέον Φ.Π.Α., που θα του γνωστοποιείται με τις εκδιδόμενες κάθε φορά εγκυκλίους, συμφωνήθηκε δε ρητά ότι η μη πληρωμή της παραπάνω συμμετοχής για δύο (2) μήνες, συνεχείς ή μη, αποτελεί ουσιώδη παράβαση των συμφωνημένων και παρέχει το δικαίωμα στην Εταιρεία, παράλληλα με τα δικαιώματά της, που απορρέουν από το από 22/07/1985 ιδιωτικό συμφωνητικό, να καταγγείλει τη συμφωνία και να εξώσει τον πρώτο εναγόμενο-εκκαλούντα ………….. από το πρατήριο υγρών καυσίμων. Με τον υπό στοιχεία (7) κατά σειρά όρο του συγκεκριμένου ιδιωτικού συμφωνητικού ορίστηκε ότι η Εταιρεία έχει την υποχρέωση για ολόκληρο το παραπάνω (χρονικό) διάστημα της εμπορικής συνεργασίας της με το …………….. και αν ο τελευταίος εκπληρώνει κανονικά τις χρηματικές και άλλες υποχρεώσεις του, να του παράσχει έγκαιρα και όποτε χρειάζεται τα παραπάνω υγρά καύσιμα, τιμολογώντας τον για τα μεν καύσιμα με τις αντίστοιχες τιμές χονδρικής πώλησης του οικείου τιμοκαταλόγου της, που θα ισχύουν κατά την ημέρα παραδόσεως των καυσίμων στη συγκεκριμένη περιοχή και οι οποίες θα έχουν, ως βάση εκείνες, με τις οποίες η Εταιρεία προμηθεύεται εκάστοτε τα καύσιμα αυτά από τα ελληνική ή ξένα διυλιστήρια για τα δε ορυκτέλαια, λιπαντικά και λοιπά προϊόντα, με βάση τον εκάστοτε τιμοκατάλογο και με την προϋπόθεση ότι κάθε παραγγελία του δεν θα είναι μικρότερη των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) λίτρων για καύσιμα και πεντακοσίων (500) κιλών για ορυκτέλαιο, προκειμένου να καθίσταται δυνατή και δικαιολογημένη η μεταφορά και/η παράδοση σε αυτόν των προϊόντων, που παραγγέλλονται με τα τακτικά μεταφορικά μέσα της Εταιρείας σε δύο (2) ημέρες από τη λήψη της παραγγελίας. Ακολούθως, το από 22/07/1985 ιδιωτικό συμφωνητικό εμπορικής συνεργασίας και μισθώσεως τροποποιήθηκε με το από 31/05/2011 ιδιωτικό συμφωνητικό. Μεταξύ άλλων συμφωνήθηκε ότι η οφειλή του ………….. από αγορές καυσίμων ανερχόταν κατά την 27/04/2011 στο χρηματικό ποσό των εκατό χιλιάδων οκτακοσίων (100.800,00) Ευρώ, το οποίο ο τελευταίος αναγνώρισε, ως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό στο σύνολό του. Η εξόφληση του οφειλόμενου αυτού χρηματικού ποσού διακανονίστηκε κατά τα προβλεπόμενα στο παραπάνω ιδιωτικού συμφωνητικό. Με τον τέταρτο (4ο) κατά σειρά όρο του συγκεκριμένου ιδιωτικού συμφωνητικού συμφωνήθηκε ότι ο τελευταίος θα εξοφλεί τις παραγγελίες των υγρών καυσίμων μέσα σε τέσσερις (4) ημέρες από την παράδοση, με αποτέλεσμα το χρεωστικό του υπόλοιπο από τις συναλλαγές του για την αιτία αυτή να ανέρχεται χωρίς συνέπειες μέχρι το χρηματικό ποσό των εξήντα πέντε χιλιάδων (65.000,00) Ευρώ (Ε) κατά τη διάρκεια των τεσσάρων (4) ημερών, η δε Εταιρεία έχει δικαίωμα, εφόσον αυτός δεν είναι συνεπής με τις οικονομικές και λοιπές υποχρεώσεις του προς αυτήν, αμέσως και μονομερώς να μεταβάλλει το ύψος του παραπάνω χρεωστικού υπολοίπου ή και τον αριθμό των ημερών ή και να καταργεί τελείως τη διευκόλυνση αυτή. Κάθε συναλλαγή, που δεν θα υπερβαίνει τα όρια του χρεωστικού υπολοίπου του παρόντος ανωτέρω όρου θα γίνεται με άμεση εξόφληση κατά την παράδοση της παραγγελίας. Με τον πέμπτο (5ο) όρο συμφωνήθηκε ότι η ………………., {δεύτερη (2η) εναγόμενη-εκκαλούσα), ως εκ τρίτου συμβαλλόμενη παρείχε προς την Εταιρεία υπέρ του ………………. την ανεπιφύλακτη εγγύηση της και παραιτούμενη των δικαιωμάτων των ενστάσεων διζήσεως και διαιρέσεως και εκείνων, που απορρέουν από τα άρθρα 853, 854, 856, 862, 863 και 868 του Αστικού Κώδικα, δήλωσε ότι ευθύνεται απεριόριστα, αλληλέγγυα και σε ολόκληρο με αυτόν σαν πρωτοφειλέτες και συνοφειλέτες για την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική κατά κεφάλαιο, τόκους και τυχόν έξοδα πληρωμή από αυτόν τόσο της άνω όσο και κάθε οφειλής του, κύριας ή παρεπόμενης, ή χρεωστικού υπολοίπου του και για την εκπλήρωση από τον τελευταίο κάθε υποχρεώσεως του προς την Εταιρεία, υπάρχουσας ή μέλλουσας, που προέρχεται από το συγκεκριμένο συμφωνητικό ή/και τη μεταξύ τους ισχύουσα σύμβαση εμπορικής συνεργασίας, όπως αυτή ισχύει τροποποιημένη ή από οποιανδήποτε γενικά οικονομική ή εμπορική συναλλαγή, οποτεδήποτε και εάν αυτή λάβει ή έχει λάβει χώρα, η διάρκεια της εγγύησης τυγχάνει αόριστη, ενώ η λύση της εγγυήσεως και απαλλαγή της ……………… ως εγγυήτριας από την Εταιρεία συνομολογείται και αποδεικνύεται μόνον εγγράφως, αποκλειομένου οποιουδήποτε άλλου συστατικού ή αποδεικτικού μέσου, εξαιρουμένου ακόμη και του όρκου. Η εγγύηση ισχύει και μετά το θάνατο της εγγυήτριας. Η καταγγελία του εν λόγω συμφωνητικού ή/και της συμβάσεως εμπορικής συνεργασίας και των παρεπομένων αυτής συμβάσεων δεν επιφέρει τη λύση της εγγυήσεως ή την απαλλαγή της Εγγυήτριας. Σε εκτέλεση των όσων αποτέλεσαν αντικείμενο δικαιοπρακτικής ρύθμισης ανάμεσα στα συμβαλλόμενα μέρη και συγκεκριμένα στον έκτο (6ο) όρο του συμφωνητικού εγγράφηκε προσημείωση υποθήκης χρηματικού ποσού εκατόν εξήντα πέντε χιλιάδων 165.000,00 Ευρώ (Ε) σε ακίνητο της ……………, με την υπ’ αριθμόν ………./2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών προς εξασφάλιση τα απαίτησης της Εταιρείας. Περαιτέρω, την 22.03.2012, μεταξύ της ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «………………….» και των εναγόμενων-εκκαλούντων υπογράφηκε ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο τροποποιήθηκε το παραπάνω ιδιωτικό συμφωνητικό, στο οποίο μεταξύ άλλων συμφωνήθηκε ότι με την υπογραφή αυτού η δεύτερη (2η) των εναγομένων-εκκαλούντων αναλάμβανε, σωρευτικά με τον πρώτο (1ο) των εναγόμενων-εκκαλούντων, το σύνολο των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων, που δημιουργούνταν με το από 22. 07.1985 ιδιωτικό συμφωνητικό, παράλληλα δε αναλάμβανε πλέον, ως πρατηριούχος τη λειτουργία του πρατηρίου υγρών καυσίμων, το οποίο μέχρι τότε εκμεταλλευόταν ο ……………… {πρώτος (1ος) των εναγόμενων-εκκαλούντων}, και δεσμευόταν για την τήρηση όσων αναφέρονταν σε αυτό και στις τροποποιήσεις του. Ακολούθως, μεταξύ της ανώνυμης Εταιρείας, με την επωνυμία «……………….» και του πρώτου (1ου) των εναγομένων-εκκαλούντων υπογράφηκε το από 07-03-2014 ιδιωτικό συμφωνητικό τροποποίησης με αναφορά στο από 22.07. 1985 ιδιωτικού συμφωνητικού εμπορικής συνεργασίας και μίσθωσης, καθώς και στα από 24. 02.1989, 25.10.1995, 31.05.2011 και 22.03.2012 τροποποιητικά του αρχικού ιδιωτικά συμφωνητικά, στον υπό στοιχεία (2) όρο του οποίου ορίζεται ότι κατόπιν ελέγχου, που είχε πραγματοποιηθεί, από τη μεταξύ τους συνεργασία είχε προκύψει χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του πρώτου (1ου) των εναγόμενων-εκκαλούντων προς την ενάγουσα- εφεσίβλητη Εταιρεία ανερχόμενο κατά την 30.09.2013 στο χρηματικό ποσό των εκατόν πενήντα έξι χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα εννέα Ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτών (156.549,77) ευρώ, το οποίο αυτός αναγνώρισε ως ληξιπρόθεσμο, εκκαθαρισμένο και απαιτητό στο σύνολό του, συμφωνήθηκε δε ότι αυτό θα εξοφλείτο τμηματικά σε πενήντα (50) άτοκες μηνιαίες δόσεις, χρηματικού ποσού διακοσίων (200,00) ευρώ η καθεμία από τις σαράντα εννέα (49) πρώτες και ποσού εκατόν σαράντα έξι χιλιάδων επτακοσίων σαράντα εννέα Ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτών (146.749,77) ευρώ η πεντηκοστή (50η), αντίστοιχα, καθώς και ότι η πρώτη (1η) δόση θα ήταν καταβλητέα την 01.12.2013, η δεύτερη (2η) την 01.01.2014, η τρίτη (3η) την 01,02.2014 κ.ο.κ. Παράλληλα, στον υπό στοιχεία (3) όρο καθορίστηκε ότι χάριν καταβολής καθεμίας από τις παραπάνω δόσεις, ο πρώτος (1ος) των εναγομένων αποδέχθηκε πενήντα (50) συναλλαγματικές, ισόποσες με τις δόσεις, εκδόσεως της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης Εταιρείας και πληρωτέες σε διαταγή αυτής στο κατάστημα Αμαρουσίου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, με την επωνυμία «…………..», οι οποίες θα έληγαν στις αντίστοιχες ημερομηνίες των παραπάνω δόσεων. Επίσης, συμφωνήθηκε ότι η μη εμπρόθεσμη καταβολή μίας δόσης και συναφώς η μη πληρωμή της αντίστοιχης συναλλαγματικής κατά την ημερομηνία λήξης της, θα καθιστούσε άμεσα εκκαθαρισμένο, ληξιπρόθεσμο και απαιτητό ολόκληρο το υπόλοιπο της μη αποπληρωθείσας οφειλής με τον ανώτατο τότε νόμιμο τόκο υπερημερίας από την ημέρα, κατά την οποία η κάθε επιμέρους οφειλή, που διακανονιζόταν με το συγκεκριμένο συμφωνητικό θα καθίστατο ληξιπρόθεσμη, παρασχέθηκε, δε, στην ενάγουσα- εφεσίβλητη Εταιρεία το δικαίωμα να εμφανίσει προς πληρωμή τις συναλλαγματικές, που είχε αποδεχθεί, και να προβεί σε κάθε άλλη ενέργεια για την είσπραξη της οφειλής. Στο παραπάνω ιδιωτικό συμφωνητικό συμβλήθηκε και η δεύτερη (2η) των εναγομένων-εκκαλούντων, ως εγγυήτρια, και με τον υπ’ αριθμόν 4 όρο αυτού καθορίστηκε ότι η τελευταία παρείχε προς την ενάγουσα-εφεσίβλητη Εταιρεία υπέρ του πρώτου (1ου) των εναγομένων-εκκαλούντων ανεπιφύλακτα την εγγύησή της και, παραιτούμενη από τις ενστάσεις της διζήσεως και εκείνων, που απορρέουν από τα άρθρα 853, 854, 856, 862, 863 και 868 ΑΚ, δήλωνε ότι ευθυνόταν απεριόριστα, αλληλέγγυα και σε ολόκληρο με αυτόν, σαν πρωτοφειλέτης και αυτοφειλέτης για την εμπρόθεσμη πλήρη και ολοσχερή κατά κεφάλαιο, τόκους και τυχόν έξοδα, πληρωμή από τον πρώτο (1ο) των εναγομένων-εκκαλούντων της ένδικης οφειλής, καθώς και κάθε οφειλής, κύριας ή παρεπόμενης, ή χρεωστικού υπολοίπου του και για την εκπλήρωση από αυτόν κάθε υποχρέωσής του προς την ενάγουσα-εφεσίβλητη Εταιρεία, υπάρχουσας ή μέλλουσας, προερχόμενης από το από 17.03.2014 ιδιωτικό συμφωνητικό ή και από τη μεταξύ τους από 22.07.1985 σύμβαση εμπορικής συνεργασίας και μισθώσεως, όπως αυτή είχε τροποποιηθεί, ή από οποιαδήποτε εν γένει οικονομική ή εμπορική συναλλαγή αυτού με την ενάγουσα- εφεσίβλητη Εταιρεία, οποτεδήποτε και αν αυτή θα λάμβανε ή είχε λάβει χώρα, ενώ συμφωνήθηκε ότι η διάρκεια της εγγύησης ήταν αόριστη και ότι η λύση αυτής και συνακόλουθα απαλλαγή της δεύτερης (2ης) των εναγομένων-εκκαλούντων θα αποδεικνυόταν μόνον εγγράφως. Στον ίδιο ως άνω όρο καθοριζόταν ότι για την εξασφάλιση των κάθε φύσης οφειλών του πρώτου (1ου) των εναγομένων-εκκαλούντων προς την ενάγουσα- εφεσίβλητη Εταιρεία, προερχόμενων και από το διακανονισμό, που πραγματοποιήθηκε με το συγκεκριμένο ιδιωτικό συμφωνητικό, ο πρώτος (1ος) των εναγομένων- εκκαλούντων αποδέχθηκε και η δεύτερη (2η) από αυτούς τριτεγγυήθηκε υπέρ αυτού προς την ενάγουσα-εφεσίβλητη Εταιρεία, μία (1) συναλλαγματική όψεως με προθεσμία προς εμφάνιση δώδεκα (12) έτη από την έκδοσή της από την τελευταία και πληρωτέα σε διαταγή της, χρηματικού ποσού εκατόν πενήντα επτά χιλιάδων (157.000,00) ευρώ. Περαιτέρω, με τον υπό στοιχεία (5) όρο του ιδιωτικού συμφωνητικού καθορίστηκε ότι τα συμβαλλόμενα μέρη επιβεβαίωναν ότι το σύνολο των προσωπικών και εμπραγμάτων εξασφαλίσεων, που είχαν παρασχεθεί από αυτούς προς την ενάγουσα-εφεσίβλητη Εταιρεία, συμπεριλαμβανομένης και της προσημείωσης υποθήκης, η οποία είχε εγγραφεί, με την υπ’ αριθμόν …………../2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων- Άρθρα 682 και επ. Κ.Πολ.Δ) σε ακίνητο ιδιοκτησίας της δεύτερης (2ης) των εναγόμενων- εκκαλούντων για το χρηματικό ποσό των εκατόν εξήντα πέντε χιλιάδων (165.000,00) ευρώ, παρέμενε σε πλήρη ισχύ και ασφάλιζε και το χρεωστικό υπόλοιπο, που αποτέλεσε αντικείμενο αναγνώρισης, κατά τα παραπάνω εκτιθέμενα, και τη διακανονισθείσα οφειλή των εκατόν πενήντα έξι χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα Ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτών (156.549,77) ευρώ, όπως και τυχόν τόκους και δικαστικά έξοδα για την αναγκαστική είσπραξή τους μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφλησή τους, συμπεριλαμβανομένων στις εξασφαλιζόμενες απαιτήσεις, ενώ για πρόσθετη ασφάλεια της ενάγουσας- εφεσίβλητης Εταιρείας αναφορικά με την κατά την παραπάνω αναγνωρισθείσα απαίτησή της, αμφότεροι οι εναγόμενοι- εκκαλούντες αναλάμβαναν την υποχρέωση και υπόσχονταν ότι μέσα σε πέντε (5) εργάσιμες ημέρες από την πρόσκλησή τους από την ενάγουσα-εφεσίβλητη Εταιρεία, θα προσέρχονταν ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών και θα συναινούσαν στην εγγραφή προσημείωσης υποθήκης χρηματικού ποσού εκατόν πενήντα επτά χιλιάδων (157.000,00) ευρώ σε ακίνητα, που ανήκαν κατά δικαίωμα κυριότητα σε αυτούς διπλάσιας τουλάχιστον αξίας του ανωτέρω ποσού. Τέλος, με τον υπ’ αριθμόν 6 όρο τα μέρη διευκρίνισαν ότι η παραπάνω συμφωνία τμηματικής εξόφλησης της οφειλής σε οποιαδήποτε περίπτωση δεν αποτελούσε ανανέωση της οφειλής του πρώτου (1ου) των εναγομένων- εκκαλούντων προς την ενάγουσα-εφεσίβλητη Εταιρεία, αλλά μόνον τρόπο διευκόλυνσης της οφειλής του. Περαιτέρω, προέκυψε ότι την ίδια ημέρα μεταξύ της ενάγουσας- εφεσίβλητης Εταιρείας, με την προγενέστερη επωνυμία της «………..», και της δεύτερης (2ης) των εναγομένων-εκκαλούντων υπογράφηκε το από 17.03.2014 ιδιωτικό συμφωνητικό, στο οποίο γινόταν αναφορά στη μεταξύ τους συνεργασία με το από 22.07.1985 ιδιωτικό συμφωνητικό εμπορικής συνεργασίας και μισθώσεως, καθώς και στα από 24.02.1989, 25.10.1995, 31.05.2011 και 22.03.2012 τροποποιητικά αυτού ιδιωτικά συμφωνητικά, στον υπ’ αριθμόν 2 όρο του οποίου ορίζεται ότι από τη λειτουργία της παραπάνω σχέσης εμπορικής συνεργασίας και μίσθωσης είχε προκόψει χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος της δεύτερης (2ης) των εναγομένων-εκκαλούντων προς την ενάγουσα- εφεσίβλητη Εταιρεία, ανερχόμενο κατά την 30.09.2013 στο χρηματικό ποσό των είκοσι έξι χιλιάδων τετρακοσίων είκοσι επτά Ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (26.427,74) ευρώ, το οποίο η πρώτη αναγνώρισε, ως ληξιπρόθεσμο, εκκαθαρισμένο και απαιτητό στο σύνολό του, μετά δε από μερική εξόφληση κατά το χρηματικό ποσό των δώδεκα χιλιάδων πενήντα τεσσάρων (12.054,00) ευρώ, η οφειλή αυτής ανήλθε τελικά στο χρηματικό ποσό των δεκατεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων εβδομήντα τριών και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (14.373,74) Ευρώ και συμφωνήθηκε ότι το εναπομείναν αυτό ποσό θα εξοφλείτο τμηματικά σε πενήντα (50) άτοκες μηνιαίες δόσεις, χρηματικού ποσού εκατό (100,00) ευρώ καθεμία από τις σαράντα εννέα (49) πρώτες και χρηματικού ποσού εννέα χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα τριών Ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (9.473,74) ευρώ η πεντηκοστή (50η), καθώς και ότι η πρώτη (1η) δόση θα ήταν καταβλητέα, την 01.12.2013, η δεύτερη (2η) την 01.01.2014, η τρίτη (3η) την 01.02.2014 κ.ο.κ. Παράλληλα, με τον υπ’ αριθμόν 3 όρο του εν λόγω ιδιωτικού συμφωνητικού ορίστηκε ότι, χάριν καταβολής καθεμίας από τις εν λόγω δόσεις, η δεύτερη (2η) των εναγόμενων και ήδη εκκαλούντων αποδέχθηκε πενήντα (50) συναλλαγματικές, ισόποσες με τις δόσεις, εκδόσεως της ενάγουσας- εφεσίβλητης Εταιρείας και πληρωτέες σε διαταγή αυτής στο κατάστημα Αμαρουσίου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, με την επωνυμία «………….», οι οποίες θα έληγαν στις αντίστοιχες ημερομηνίες των παραπάνω δόσεων. Επίσης, συμφωνήθηκε ότι η μη εμπρόθεσμη καταβολή μίας δόσης και συναφώς η μη πληρωμή της αντίστοιχης συναλλαγματικής κατά την ημερομηνία λήξης της, θα καθιστούσε άμεσα εκκαθαρισμένο, ληξιπρόθεσμο και απαιτητό ολόκληρο το υπόλοιπο της μη αποπληρωθείσας οφειλής με τον ανώτατο τότε νόμιμο τόκο υπερημερίας από την ημέρα, που η κάθε επιμέρους οφειλή, η οποία διακανονιζόταν με το συγκεκριμένο ιδιωτικό συμφωνητικό, θα καθίστατο ληξιπρόθεσμη, παρασχέθηκε δε στην ενάγουσα- εφεσίβλητη Εταιρεία το δικαίωμα να εμφανίσει προς πληρωμή τις συναλλαγματικές, τις οποίες είχε αποδεχθεί, όπως επίσης και να προβεί σε κάθε άλλη ενέργεια για την είσπραξη της οφειλής. Στο ιδιωτικό αυτό συμφωνητικό συμβλήθηκε και ο πρώτος (1ος) των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων, με την ιδιότητα πλέον του εγγυητή και ειδικότερα με τον υπό στοιχεία (4) όρο του εν λόγω ιδιωτικού συμφωνητικού αυτού καθορίστηκε ότι αυτός παρείχε προς την ενάγουσα – εφεσίβλητη Εταιρεία υπέρ της δεύτερης (2ης) των εναγομένων- εφεσίβλητων ανεπιφύλακτα την εγγύησή του και, παραιτούμενος από τις ενστάσεις της διζήσεως και εκείνων, που απορρέουν από τα άρθρα 853, 854, 856, 862, 863 και 868 του Αστικού Κώδικα, δήλωνε ότι ευθυνόταν απεριόριστα, αλληλέγγυα και σε ολόκληρο με αυτήν, σαν πρωτοφειλέτης και αυτοφειλέτης για την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική κατά κεφάλαιο, τόκους και τυχόν έξοδα πληρωμή από τη δεύτερη (2η) των εναγομένων- εκκαλούντων της ένδικης οφειλής, όπως και κάθε οφειλής, κύριας ή παρεπόμενης, ή χρεωστικού υπολοίπου του και για την εκπλήρωση από αυτήν κάθε υποχρέωσής της προς την ενάγουσα-εφεσίβλητη Εταιρεία, υπάρχουσας ή μέλλουσας, προερχόμενης από το από 17.03.2014, ιδιωτικό συμφωνητικό ή και από τη μεταξύ τους από 22.07.1985 σύμβαση εμπορικής συνεργασίας και μισθώσεως, όπως αυτή είχε τροποποιηθεί, ή από οποιαδήποτε γενικά οικονομική ή εμπορική συναλλαγή αυτής με την ενάγουσα-εφεσίβλητη Εταιρεία, οποτεδήποτε και αν αυτή θα λάμβανε ή είχε λάβει χώρα, ενώ συμφωνήθηκε ότι η διάρκεια της εγγύησης ήταν αόριστη και ότι η λύση αυτής και απαλλαγή του πρώτου (1ου) των εναγόμενων-εκκαλούντων θα αποδεικνυόταν μόνο εγγράφως. Με τον ίδιο όρο οριζόταν ότι προς εξασφάλιση των κάθε φύσης οφειλών της δεύτερης (2ης) των εναγομένων-εκκαλούντων προς την ενάγουσα-εφεσίβλητη Εταιρεία, που ρυθμιζόταν με τον εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό, η δεύτερη (2η) των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων αποδέχθηκε, και ο πρώτος (1ος) από αυτούς τριτεγγυήθηκε υπέρ αυτής προς την ενάγουσα-εφεσίβλητη Εταιρεία, μία (1) συναλλαγματική όψεως με προθεσμία προς εμφάνιση δώδεκα (12) έτη από την έκδοσή της από την ενάγουσα -εφεσίβλητη Εταιρεία και πληρωτέα σε διαταγή της, ποσού 15.000,00 δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ. Περαιτέρω, με τον υπό στοιχεία (6) όρο του ιδιωτικού συμφωνητικού συμφωνήθηκε ότι για πρόσθετη ασφάλεια της ενάγουσας-εφεσίβλητης Εταιρείας αναφορικά με την κατά τα παραπάνω αναγνωρισθείσα απαίτησή της, αμφότεροι οι εναγόμενοι- εκκαλούντες αναλάμβαναν την υποχρέωση και υπόσχονταν ότι μέσα σε πέντε (5) εργάσιμες ημέρες από την πρόσκλησή τους από την ενάγουσα-εφεσίβλητη Εταιρεία, θα προσέρχονταν ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών και θα συναινούσαν στην εγγραφή προσημείωσης υποθήκης ποσού δεκαπέντε χιλιάδων (15.000,00) ευρώ σε ακίνητα, που ανήκαν κατά δικαίωμα κυριότητας σε αυτούς, διπλάσιας τουλάχιστον αξίας του παραπάνω χρηματικού ποσού. Τέλος, με τον υπό στοιχείο (5) όρο τα μέρη διευκρίνισαν ότι η ως άνω συμφωνία τμηματικής εξόφλησης της οφειλής σε καμία περίπτωση δεν αποτελούσε ανανέωση της οφειλής της δεύτερης (2ης) των εναγόμενων- εκκαλούντων προς την ενάγουσα-εφεσίβλητη Εταιρεία, αλλά μόνο τρόπο διευκόλυνσης της οφειλής της. Από το περιεχόμενο των ως άνω (από 17.03.2014) Ιδιωτικών Συμφωνητικών προκύπτει ότι οι εναγόμενοι-εκκαλούντες προέβησαν σε γνήσια αιτιώδη αναγνώριση χρέους τους προς την ενάγουσα-εφεσίβλητη Εταιρεία, το οποίο είχε προκόψει μέχρι τις από την επί σειρά ετών λειτουργία της μεταξύ τους σχέσης εμπορικής συνεργασίας και μίσθωσης πρατηρίου υγρών καυσίμων, με τη βούληση των συμβαλλόμενων μερών για τη δημιουργία νέας αυτοτελούς ενοχής. Πλέον συγκεκριμένα, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, οι κατά τα παραπάνω συμβάσεις αποσκοπούσαν στη θεμελίωση αυτοτελούς υποχρέωσης, ανεξάρτητης από την αιτία της (νέο θεμέλιο αξίωσης), όπου το θεμελιωτικό της αξίωσης πραγματικό εξαντλείται στην έγγραφη υπόσχεση παροχής. Πλέον συγκεκριμένα, αυτοί δεν περιορίστηκαν σε μία απλή αναφορά-καταγραφή του προκύψαντος χρεωστικού υπολοίπου από τη λειτουργία των μεταξύ τους συμβάσεων σε βάρος των εναγομένων- εκκαλούντων, έτσι ώστε τα έγγραφα αυτά να επέχουν θέση απόδειξης της οφειλής τους, αλλά προέβησαν έτι περαιτέρω σε αναγνώριση του προκύψαντος χρεωστικού υπολοίπου, κατά τρόπο ανεξάρτητο, αποσυνδέοντας την αποπληρωμή της οφειλής των εναγομένων-εκκαλούντων από τους λοιπούς όρους των παραπάνω ιδιωτικών συμφωνητικών, με την έννοια ότι τα συμβαλλόμενα μέρη δεν ενέταξαν τις συγκεκριμένες συμβάσεις στις χρονικά προγενέστερες συμβάσεις, έτσι ώστε αυτές να αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο, τελώντας σε οργανική μεταξύ τους ενότητα, αλλά προσέδωσαν σε αυτές αυθυπαρξία και αυτοτέλεια, με την έννοια ότι η αξίωση της ενάγουσας-εφεσίβλητης Εταιρείας να καθιδρύεται σε αυτήν και να καθίσταται δικαστικά επιδιώξιμη-αγώγιμη, με βάση τα συγκεκριμένα ιδιωτικά συμφωνητικά, χωρίς να καθίσταται αναγκαίο να προσφύγει σε χρονικά προγενέστερες συμβάσεις, ορίζοντας μάλιστα ότι προς εξασφάλιση των απαιτήσεων της ίσχυαν οι προγενέστερες εμπράγματες ασφάλειες. Η κρίση αυτή δεν αναιρείται από τη μνεία στην αρχική έννομη σχέση. Άλλωστε, στο κείμενο των ιδιωτικών συμφωνητικών αναγνωρίζεται από τη λειτουργία αυτής ορισμένο ποσό ως οφειλόμενο, εκκαθαρισμένο και απαιτητό, διακανονίζεται ο τρόπος και χρόνος απόδοσης αυτού και οι συνέπειες μη τήρησης του διακανονισμού, ενώ ορίζονται και εξασφαλίσεις της ενάγουσας-εφεσίβλητης Εταιρείας για την εξόφληση του συγκεκριμένου αναγνωριζόμενου χρέους. προερχόμενων, μεταξύ άλλων, και από το διακανονισμό που. Η κρίση αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι η ενάγουσα- εφεσίβλητη Εταιρεία κινήθηκε δικαστικά σε βάρος των εναγομένων, επικαλούμενη αξιώσεις, απορρέουσες από τα συγκεκριμένα ιδιωτικά συμφωνητικά Περαιτέρω, προέκυψε ότι καταβλήθηκαν στο σύνολό τους μόνον οι πρώτες σαράντα (49) εννέα από τις οφειλόμενες δόσεις καθενός από τα δύο παραπάνω από 17.03.2014 ιδιωτικά συμφωνητικά, ενώ από την πεντηκοστή (50η) δόση καθενός από αυτά, η οποία έπρεπε να εξοφληθεί την 01.01.2018, δεν εξοφλήθηκε αυτή χρηματικού ποσού εκατόν σαράντα έξι χιλιάδων επτακοσίων σαράντα εννέα Ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτών (146.749,77) ευρώ από το αναγνωρισθέν χρέος των εκατόν πενήντα έξι χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα εννέα Ευρώ (156.549,77) ευρώ, ενώ εξοφλήθηκε μέρος αυτής ποσού εννέα χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα τριών Ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (9.473,74) ευρώ από το αναγνωρισθέν χρέος των είκοσι έξι χιλιάδων τετρακοσίων είκοσι επτά Ευρώ εβδομήντα τεσσάρων 26.427,74 ευρώ, δηλαδή καταβλήθηκε χρηματικό ποσό τεσσάρων χιλιάδων είκοσι οκτώ Ευρώ και είκοσι δύο λεπτών (4.028,22) ευρώ και υπολείπεται χρηματικό ποσό πέντε χιλιάδων τετρακοσίων πενήντα πέντε Ευρώ και πενήντα δύο λεπτών (5.455,52) ευρώ, κάτι άλλωστε, που δεν αμφισβητείται από την πλευρά των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων, με συνέπεια να συνάγεται ομολογία ως προς το γεγονός αυτό, κατ’ άρθρο 261 Κ.Πολ.Δ. Εξαιτίας της οφειλής των εναγομένων κατά τα παραπάνω, η ενάγουσα Εταιρεία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 03-01-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) …………/(Ε.Α.Κ.Δ.) ……./06-03-2020 αγωγή της σε βάρος τους, αιτούμενη να της επιδικαστούν τα παραπάνω χρηματικά ποσά. Η αγωγή αυτή διαλαμβάνει το σύνολο των αναγκαίων εκείνων περιστατικών, που αντιστοιχούν στο πραγματικό των εφαρμοστέων εκείνων κανόνων δικαίου, ήτοι, των διατάξεων των άρθρων 873 και επ. του Αστικού Κώδικα, όπως εκτέθηκαν και αναλύθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, σύμφωνα με την κρατούσα στο πεδίο του αστικού δικονομικού δικαίου θεωρία του προσδιορισμού του επίδικου δικαιώματος ή διαφορετικά της λειτουργίας του κανόνα δικαίου σε αντίθεση με τη θεωρία της εξατομίκευσης (Κ. Κεραμεύς: Αστικό Δικονομικό Δίκαιο-Γενικό Μέρος, σελ. 220 με τις εκεί παραπομπές στην Επιστήμη και Νομολογία), δεδομένου ότι παρέχεται στο Δικαστήριο η δυνατότητα να κρίνει σχετικά με τη νομική βασιμότητα αυτής και να τάξει τις δέουσες αποδείξεις αλλά και στους εναγόμενους να αμυνθούν κατ’ αυτής, προτείνοντας αυτοτελείς ισχυρισμούς (=ενστάσεις), που καταλύουν το αγωγικό δικαίωμα. Άλλωστε, αυτοί δεν επικαλούνται κάποια δικονομική βλάβη ως προς τα δικαιώματά τους. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με το να κρίνει την ένδικη αγωγή ορισμένη και ακολούθως να εξετάσει τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα αυτής δεν υπέπεσε στην αποδιδόμενη με τον πρώτο (1ο) κατά σειρά λόγο της υπό κρίση εφέσεως τους πλημμέλεια, απορριπτόμενου συνακόλουθα του σχετικού λόγου, ως αβάσιμου. Περαιτέρω, οι εναγόμενοι- εκκαλούντες πρότειναν εξάλειψη του αγώγιμου χαρακτήρα των αξιώσεων της ενάγουσας Εταιρείας και συγκεκριμένα ότι αυτές έχουν υποπέσει στην κατ’ άρθρο 250 περ. 1 ΑΚ, πενταετή παραγραφή, καθώς από το χρόνο γέννησης αυτών δηλαδή προγενέστερα του έτους 2014 ή και σε κάθε περίπτωση από το τέλος αυτού του έτους, εντός του οποίου έλαβε χώρα η εκ μέρους τους τελευταία αναγνώριση του χρέους τους, μέχρι και τις 05.05.2020, οπότε η ενάγουσα-εφεσίβλητη Εταιρεία επέδωσε σε αυτούς την ένδικη αγωγή, έχει παρέλθει χρονικό διάστημα πέραν της πενταετίας. Ο συγκεκριμένος ισχυρισμός, ο οποίος αποτελεί γνήσια, μη αυτοτελή, ουσιαστική και ανατρεπτική ένσταση, τυγχάνει απορριπτέος, ως μη νόμιμος, αφού η ιστορική – νομική βάση της ένδικης αγωγής εδράζεται στις διατάξεις των άρθρων 873 και επ. του Αστικού Κώδικα, ήτοι, στις διατάξεις για την αναγνώριση χρέους- οφειλής, ήτοι, σε έννομη σχέση νομικά διάφορη από τη σύμβαση εμπορικής συνεργασίας- μίσθωσης, κατ’ άρθρο 361 του Αστικού Κώδικα και όχι σε παράδοση εμπορευμάτων, όπως είναι τα υγρά καύσιμα, που δεν αποτελεί αντικείμενο της προκείμενης δίκης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με το να δεχθεί ως νομικά βάσιμο το σχετικό αυτοτελή ισχυρισμό- ένσταση και ακολούθως να εξετάσει την ουσιαστική βασιμότητα αυτού έσφαλλε. Πλην όμως, απέρριψε αυτόν ως ουσιαστικά αβάσιμο, δεχόμενο ότι από την 02.01.2018, επομένη της ημέρας που ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της πεντηκοστής δόσης από τα ανωτέρω δύο με ημερομηνία 17.03.2014 Ιδιωτικά Συμφωνητικά, οπότε και αρχίζει η παραγραφή της σχετικής αξίωσης της ενάγουσας (άρθρο 251 ΑΚ), μέχρι και την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, η οποία επιδόθηκε στον μεν πρώτο των εναγομένων στις 05.05.2020, στη δε δεύτερη από αυτούς στις 22.05.2020 (βλ. τις υπ’ αριθμούς ……/05.05.2020 και ……./22.05.2020 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, …………, η πρώτη και της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ………, η πρώτη και της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Εύβοιας, Περιφέρειας Πρωτοδικείου Χαλκίδας, με έδρα το Ειρηνοδικείο Ιστιαίας, ……….., η δεύτερη), δεν είχε παρέλθει το χρονικό διάστημα της εικοσαετούς παραγραφής. Λόγω όμως της απόρριψης της σχετικής ένστασης, έστω και ως ουσιαστικά αβάσιμη, δεν συντρέχει περίπτωση αποδοχής του σχετικού λόγου της υπό κρίση εφέσεως, ως βάσιμου, και συνακόλουθα εξαφάνισης της εκκαλούμενης αλλά αντικατάστασης της αιτιολογίας αυτής, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας απόφασης. Περαιτέρω, οι εναγόμενοι, επικαλούμενοι πλημμέλεια του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, συνιστάμενη σε απόρριψη της προταθείσας από αυτούς ενστάσεως συμψηφισμού των ένδικων απαιτήσεων της ενάγουσας-εφεσίβλητης Εταιρείας με τις αναφερόμενες στην υπό κρίση έφεσή τους απαιτήσεις των ιδίων σε βάρος της από δαπάνες, στις οποίες αυτοί, και κυρίως ο πρώτος, είχαν υποβληθεί κατά τη διάρκεια λειτουργίας της σύμβασης εμπορικής συνεργασίας και μίσθωσης, και ειδικότερα κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1988 μέχρι και το έτος 1996 για την ανακαίνιση και αναμόρφωση του μίσθιου πρατηρίου υγρών καυσίμων στη ……………… Αττικής, στις οποίες αυτοί προέβησαν κατόπιν υπόδειξης της δικαιοπαρόχου αυτής εταιρείας με την επωνυμία «………………» και πραγματοποιήθηκαν από τεχνικούς και τεχνικές υπηρεσίες της απόλυτης επιλογής και αρεσκείας της τελευταίας, συνολικού ποσού δεκαεννέα εκατομμυρίων οκτακοσίων δύο χιλιάδων εξακοσίων (19.802.600) δραχμών, διαφορετικά πενήντα οκτώ χιλιάδων εκατόν δεκατεσσάρων Ευρώ και εβδομήντα ενός λεπτών (58.114,71) ευρώ, για το οποίο υπήρχε η συμφωνία με τη δικαιοπάροχο της ενάγουσας- εφεσίβλητης Εταιρείας ότι θα τους το επέστρεφε με τη μορφή συμψηφισμού με τις δικές τους προς αυτήν οφειλές με τη συνταξιοδότησή τους και τη λύση της μίσθωσης του πρατηρίου υγρών καυσίμων. Ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος συνιστά γνήσια, αυτοτελή, ουσιαστική και ανατρεπτική ένσταση, ο οποίος κατ’ εκτίμηση του περιεχόμενου αυτής, αποτελεί ουσιαστικά αξίωση απόδοσης της ωφέλειας, την οποία αποκόμισε η ενάγουσα Εταιρεία. Σχετικά με την εν λόγω ένσταση πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα:
Κατά την διάταξη του άρθρου 591 του Α.Κ. “ο εκμισθωτής αποδίδει στο μισθωτή τις αναγκαίες δαπάνες που αυτός έκανε στο μίσθιο. Οι επωφελείς δαπάνες αποδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις για τη διοίκηση αλλοτρίων. Ο μισθωτής έχει δικαίωμα να αφαιρέσει τα κατασκευάσματα που πρόσθεσε ο ίδιος στο μίσθιο”. Επωφελείς θεωρούνται οι δαπάνες οι οποίες αυξάνουν την αξία του μισθίου. Τέτοιες δαπάνες είναι ενδεικτικά η κατασκευή κτίσματος, οι διασκευές, διαρρυθμίσεις, προσθήκες στο μίσθιο κ.λπ. Οι δαπάνες αυτές αποδίδονται στον μισθωτή, εφόσον παραμένουν σε όφελος του μισθίου, με βάση τις διατάξεις για τη διοίκηση αλλοτρίων. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των άρθρων 730 παρ. 1 και 736 του Α.Κ., όποιος διοικεί χωρίς εντολή ξένη υπόθεση έχει υποχρέωση να την διεξάγει προς το συμφέρον και σύμφωνα με την πραγματική ή εικαζομένη θέληση του κυρίου. Αν ο διοικητής αλλοτρίων ανέλαβε την διοίκηση προς το συμφέρον και σύμφωνα με την πραγματική ή εικαζομένη θέληση του κυρίου, έχει δικαίωμα να ζητήσει από αυτόν τις δαπάνες της διοικήσεως και την ανόρθωση των ζημιών κατά τις διατάξεις για την εντολή, που εφαρμόζονται αναλόγως. Αν, όμως, η δαπάνη δεν έγινε σύμφωνα με την πραγματική ή εικαζομένη θέληση του κυρίου, τότε ο διοικητής μπορεί, κατά την Α.Κ. 737, να ζητήσει την απόδοσή τους, με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ήτοι σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 904 παρ. 1 εδ. α’ του Α.Κ. Στοιχεία, επομένως, της αγωγής για δαπάνες που πρέπει να εκθέτει και να αποδεικνύει ο ενάγων διοικητής αλλοτρίων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 106, 111 παρ. 2, 118 περ. 4 και 216 παρ. 1α’ του Κ.Πολ.Δικ., είναι, εφόσον η αξίωσή του στηρίζεται στην διάταξη του άρθρου 737 του Α.Κ., ο πλουτισμός του εναγομένου κυρίου της υποθέσεως, η επέλευσή του σε βάρος του ενάγοντος (άρα και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα στον πλουτισμό του πρώτου και την επιβάρυνση του δευτέρου) και η έλλειψη νόμιμης αιτίας (ΑΠ 326/2006). Περαιτέρω, από την άνω διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 591 του Α.Κ. που ορίζει ότι “ο μισθωτής έχει δικαίωμα να αφαιρέσει τα κατασκευάσματα που πρόσθεσε ο ίδιος στο μίσθιο” προκύπτει ότι, αν ο μισθωτής κατά την διάρκεια της μισθώσεως πρόσθεσε στο μίσθιο κατασκευάσματα, για τα οποία δεν προτιμά ή δεν μπορεί να ζητήσει από τον εκμισθωτή τα δαπανηθέντα ποσά λόγω μη συνδρομής των προϋποθέσεων που ορίζονται στις δύο πρώτες παραγράφους του άρθρου τούτου, έχει δικαίωμα, κατά την απόδοση του μισθίου, να προβεί σε αφαίρεση των κατασκευασμάτων τούτων, εκτός αν οι συμβαλλόμενοι ρύθμισαν με άλλο τρόπο την τύχη τους, πράγμα που δεν αποκλείεται από τις ενδοτικού χαρακτήρα αυτές διατάξεις. Η διάταξη αυτή του άρθρου 591 του Α.Κ. έχει εφαρμογή σε όσες περιπτώσεις πρόκειται να κριθεί η τύχη “κατασκευασμάτων” στο μίσθιο, δηλαδή κινητών πραγμάτων, που συνδέθηκαν προς το κύριο μίσθιο πράγμα, κινητό ή ακίνητο, προορισμένα να εξυπηρετήσουν τον σκοπό του, κατά τρόπο ώστε και μετά την σύνδεση να είναι ευδιάκριτα, ανεξαρτήτως αν αποτέλεσαν συστατικά ή αν φέρουν προσωρινό χαρακτήρα. Το παρεχόμενο από την εν λόγω διάταξη δικαίωμα στον μισθωτή να αφαιρέσει τα κατασκευάσματα, δεν αλλοιώνεται ακόμα και αν η νομή ή κατοχή του κατασκευάσματος περιήλθε στον εκμισθωτή πριν από την αφαίρεση, παρά μόνο στην περίπτωση κατά την οποία υπάρχει αδυναμία ή υπερημερία για αυτούσια περιέλευση στον μισθωτή των αποτελούντων “κατασκευάσματα” πραγμάτων, οπότε, η αρχική αξίωση του μισθωτή κατευθυνόμενη στην ανοχή εκ μέρους του εκμισθωτή της αφαιρέσεως των κατασκευασμάτων (βλ. και Κ.Πολ.Δικ. 947) τρέπεται σε αξίωση διαφέροντος ή αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ειδικότερα, αντικείμενο της ενοχικής αξιώσεως του μισθωτή, βάσει της παρ. 3 του άρθρου 591 του Α.Κ., είναι τα ίδια κινητά πράγματα, τα οποία αποτελούν “κατασκευάσματα”, που έχουν προστεθεί στο μίσθιο και την αφαίρεση των οποίων είναι υποχρεωμένος να ανεχθεί ο εκμισθωτής και, αν ο τελευταίος αρνείται να ανεχθεί την αφαίρεση, η ενοχική αξίωση του μισθωτή για αυτούσια παραλαβή τους, δεν υφίσταται καμία αλλοίωση, αλλά εξακολουθεί κατευθυνόμενη στο ίδιο το αντικείμενο. Μόνο στην περίπτωση κατά την οποία υπάρχει αδυναμία της παροχής, με την έννοια ότι ο εκμισθωτής με την εν γένει υπαίτια συμπεριφορά του καθιστά αδύνατη την περιέλευση των κατασκευασμάτων στον μισθωτή, για την οποία διαλαμβάνει το άρθρο 335 του Α.Κ. ή συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 343 παρ. 2 του Α.Κ., ο μισθωτής μπορεί να ζητήσει αποζημίωση, σύμφωνα με τις διατάξεις περί διαφέροντος, ή εφόσον συντρέχουν οι όροι του νόμου, με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΠ 672/2006). Πρόκειται, επομένως, περί συρροής αξιώσεων (αξιώσεως εκ της συμβάσεως για αφαίρεση του κατασκευάσματος και εκ του νόμου αξιώσεως αδικαιολογήτου πλουτισμού, λόγω υπαίτιας αδυναμίας παροχής από την πλευρά του εκμισθωτή ή υπερημερίας του εκμισθωτή, που, σημειωτέον, υπόκεινται στην γενική εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 του Α.Κ.). Εξ άλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 904 του Α.Κ., “όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη…”. Από την διάταξη αυτή προκύπτει, ότι αναγκαία προϋπόθεση, για την έγερση αγωγής προς απόδοση της από αδικαιολόγητο πλουτισμό ωφέλειας του εναγομένου σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος ή επί ζημία του, είναι ότι ο πλουτισμός αυτός αποκτήθηκε από αιτία μη νόμιμη, υπό μία από τις ενδεικτικώς αναφερόμενες, στην ανωτέρω διάταξη, μορφές ελλείψεως της νομιμότητάς της. Στην περίπτωση μη νομίμου αιτίας, εκείνος που έκανε την παροχή, για την αιτία αυτή, δικαιούται να αναζητήσει την ωφέλεια από τον λήπτη, με βάση την ανωτέρω διάταξη, εφ’ όσον ισχυρισθεί και αποδείξει τα αναγκαία, κατά νόμο, στοιχεία, ήτοι: α) την περιουσιακή μετακίνηση από την μία περιουσία στην άλλη, β) την συγκεκριμένη αιτία της μετακινήσεως αυτής και γ) εν όψει του ότι η έλλειψη νομιμότητας της αιτίας, από την οποία προήλθε ο πλουτισμός, αποτελεί προϋπόθεση του νόμω βασίμου της αγωγής για απόδοση της από αυτόν ωφέλειας, πρέπει το δικόγραφο της τελευταίας να περιέχει και τους λόγους για τους οποίους η αιτία του πλουτισμού δεν είναι νόμιμη, δηλ. την ανυπαρξία ή το ελάττωμα αυτής, που καθιστά την διατήρηση του πλουτισμού αδικαιολόγητη. Όταν, όμως, υπάρχει νόμιμη αιτία, ερειδομένη σε διάταξη νόμου ή στη σύμβαση, από την οποία προέκυψε ο πλουτισμός αυτός, ο λήπτης δεν είναι υποχρεωμένος να αποδώσει την ωφέλεια αυτή, με βάση την ανωτέρω διάταξη και η σχετική αγωγή δεν θεμελιώνεται σ’ αυτήν. Κρίσιμο δηλαδή στοιχείο είναι η νόμιμη αιτία του πλουτισμού. Αιτία ειδικότερα είναι ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει με την παροχή του ο δότης, η αποτυχία δε του σκοπού αυτού επιφέρει την έλλειψη της αιτίας. Το άρθρο 904 του Α.Κ. δεν λύνει από μόνο του το ζήτημα πότε υπάρχει ή δεν υπάρχει νόμιμη αιτία. Απόκειται στον εφαρμοστή του δικαίου να το καθορίσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές διατάξεις του νόμου, στις οποίες σιωπηρά παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 904 του Α.Κ., σε συνδυασμό με τον σκοπό του δικαίου του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 725/2004, ΑΠ 93/2014, ΑΠ 1751/2014). Πλην όμως, ο εν λόγω ισχυρισμός, ο οποίος προβλήθηκε παραδεκτά κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, καθόσον οι εναγόμενοι προβάλλουν ουσιαστικά σε συμψηφισμό απαιτήσεις τους, οι οποίες είχαν γεννηθεί πριν την από 17.04.2014 αναγνώριση του χρέους τους προς την ενάγουσα Εταιρεία, ενώ στην περίπτωση αναγνώρισης χρέους με δημιουργία νέας ενοχής και ως εκ τούτου νέας βάσης αγωγής, ο οφειλέτης, εναγόμενος προς εκπλήρωση της παροχής, μπορεί να προσβάλει αυτή καθεαυτή τη σύμβαση αναγνώρισης λόγω ελαττωμάτων της, όχι όμως και να προτείνει ενστάσεις, που πηγάζουν από την παλαιά ενοχική σχέση, η οποία δεν εξετάζεται πλέον. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν υπέπεσε στην αποδιδόμενη με το σχετικό λόγο της υπό κρίση εφέσεως πλημμέλεια, καθώς ορθά εκτίμησε το Νόμο και εφάρμοσε αυτόν, κατά τον προσήκοντα τρόπο, απορριπτόμενου του σχετικού λόγου της υπό κρίση εφέσεως, ως αβάσιμου. Τέλος, οι εναγόμενοι επικαλούνται πλημμέλεια της εκκαλούμενης με το να απορρίψει τους ακόλουθους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους. Ειδικότερα, οι εναγόμενοι προέβαλαν τους ακόλουθους ισχυρισμούς: 1) ότι η άσκηση της ένδικης αγωγής από την ενάγουσα Εταιρεία τυγχάνει καταχρηστική, αντίθετη προς την καλή πίστη και χρηστά συναλλακτικά ήθη: α) διότι η τελευταία εκμεταλλεύτηκε τη δεινή οικονομική τους θέση, την ανάγκη και την απειρία τους, καθόσον τα οικογενειακά τους εισοδήματα είχαν υποστεί σοβαρή μείωση λόγω και της σοβαρής οικονομικής κατάστασης, που έπληττε την Ελλάδα από το έτος 2010, με αποτέλεσμα αυτοί να μην μπορούν να αποπληρώσουν τις οφειλές τους, γεγονός, που η ενάγουσα-εφεσίβλητη Εταιρεία γνώριζε και το εκμεταλλεύτηκε, η δεύτερη (2η) από αυτούς αναγκάστηκε να αναλάβει τη μίσθωση του πρατηρίου υγρών καυσίμων, όταν ο πρώτος από αυτούς, σύζυγός της, αντιμετώπιζε σοβαρότατο πρόβλημα υγείας, ενώ αμφότεροι αδυνατούσαν να αποπληρώσουν τις οφειλές τους, και τους ώθησε, με αφόρητες πιέσεις αλλά και καθησυχασμό τους ότι θα αναγνωρίζονταν και οι απαιτήσεις τους σε βάρος της, να υπογράψουν τα ιδιωτικά συμφωνητικά των ετών 2011 και 2014, τα οποία περιλάμβαναν άκυρους κατ’ άρθρο 179 ΑΚ όρους, το μεν πρώτο της ανάληψης από τη δεύτερη από αυτούς της μίσθωσης του πρατηρίου υγρών καυσίμων, το δε δεύτερο της αναγνώρισης υπέρογκης οφειλής, β) διότι, μετά την παρέλευση χρονικού διαστήματος πλέον της πενταετίας από την υπογραφή των ιδιωτικών συμφωνητικών του έτους 2014 και ενώ εκκρεμούσε σε δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας της δεύτερης από αυτούς για την υπαγωγή της ένδικης οφειλής της στις ευεργετικές διατάξεις του Ν. 3869/2010, η ενάγουσα-εφεσίβλητη Εταιρεία άσκησε την κρινόμενη αγωγή, αξιώνοντας την καταβολή ολόκληρου του ποσού της δήθεν οφειλής τους, χωρίς μάλιστα να προβεί στη σύννομη αφαίρεση των ποσών που αντιστοιχούσαν στη δική τους ανταπαίτηση από τεχνικές εργασίες στο μίσθιο πρατήριο υγρών καυσίμων παρά την εκ μέρους της αναγνώριση της σχετικής της οφειλής προς αυτούς καθώς και αυτή από την οφειλόμενη προς αυτούς έκπτωση από τα πωληθέντα εμπορεύσιμα προϊόντα καυσίμων, παρά τη σχετική συμφωνία και τις σχετικές διαβεβαιώσεις, που είχαν λάβει, αλλά αντίθετα διόγκωσε εσκεμμένα την οφειλή, εντάσσοντας σε αυτήν και το ποσό που αντιστοιχεί στην ποινική ρήτρα και όχι σε ληξιπρόθεσμη οφειλή, και γ) διότι αλλοιώθηκε η πραγματική κατάσταση, που διαμορφώθηκε κατά το πολυετές χρονικό διάστημα, το οποίο μεσολάβησε, άνω της πενταετίας, δηλαδή από το χρόνο υπογραφής των από 17.03.2014 Ιδιωτικών Συμφωνητικών έως και την άσκηση της ένδικης αγωγής, δεδομένου oτι η ενάγουσα-εφεσίβλητη Εταιρεία ουδέποτε προέβη σε οποιαδήποτε συγκεκριμένης ανάλυσης της ένδικης οφειλής τους, εξώδικη όχλησή τους, αντιθέτως αδράνησε, έχοντας δημιουργήσει εύλογα σε αυτούς την εντύπωση και την πεποίθηση ότι δεν θα προέβαινε σε δικαστική διεκδίκηση της καθόλα αβάσιμης και εξοφλημένης πλήρως και ολοσχερώς απαίτησής της, με αποτέλεσμα με την άσκηση της αγωγής να επέρχεται ανατροπή της διαμορφωθείσας πραγματικής κατάστασης, γεγονός, που συνεπάγεται για αυτούς δυσβάστακτες συνέπειες, καθ’ υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος κατ’ εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ, ως εκ τούτου η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί κατά παραδοχή της εν λόγω ένστασής τους. Ο ισχυρισμός των εναγομένων για καταχρηστική άσκηση ως προς τα υπό στοιχείο (α) και (β) σκέλη του τυγχάνει απορριπτέος, ως μη νόμιμος, και τούτο διότι τα πραγματικά περιστατικά σχετικά με ακυρότητα των ιδιωτικών συμφωνητικών των ετών 2011 και 2014 λόγω συνδρομής των όρων του άρθρου 179 ΑΚ και για μη αφαίρεση από την ενάγουσα Εταιρεία από την ένδικη οφειλή των χρηματικών εκείνων ποσών που η ίδια τους οφείλει αλλά αντίθετα εντάσσοντας σε αυτό και ποσό που αντιστοιχεί σε ποινική ρήτρα, δεν υπάγονται στην άσκηση της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, όπως αυτή αναλύθηκε στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη, διότι οι εναγόμενοι δεν επικαλούνται προηγούμενη συμπεριφορά της ενάγουσας, η οποία συνεπάγεται, λόγω μεταβολής της στάσης αυτής, ανατροπή της διαμορφωμένης κατάστασης, με δυσμενείς για τα συμφέροντά τους επιπτώσεις, έτσι ώστε η άσκηση στη συνέχεια του δικαιώματος της ενάγουσας για εξόφληση της προς αυτήν οφειλής τους να καθίσταται προφανώς αντίθετη στην ευθύτητα και στην εντιμότητα, που πρέπει να επικρατούν στις συναλλαγές ή προς τα επιβαλλόμενα χρηστά συναλλακτικά ήθη ή προς τον κοινωνικό ή τον οικονομικό σκοπό του δικαιώματος της και να προσκρούει στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Αντιθέτως, ως προς το υπό στοιχείο (β) σκέλος του, ο εν λόγω ισχυρισμός είναι νόμιμος, στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, πλην όμως πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον η ενάγουσα δεν αδράνησε στην άσκηση του δικαιώματος της για ικανό χρονικό διάστημα, ώστε να δημιουργήσει εύλογα την πεποίθηση στους εναγόμενους-εκκαλούντες ότι δεν επρόκειτο να ασκήσει αυτό, με αποτέλεσμα να έχει επέλθει αποδυνάμωσή του, δεδομένου ότι η πεντηκοστή (50η) δόση της διακανονισθείσας οφειλής καθενός από τα από 17.03.2014 ιδιωτικά συμφωνητικά, η οποία συνιστά και την ένδικη αξίωση, κατέστη απαιτητή την 01.01.2018, ενώ το σύνολο των προηγούμενων σαράντα εννέα (49) δόσεων του διακανονισμού είχαν καταβληθεί, έκτοτε δε η ενάγουσα Εταιρεία άσκησε την ένδικη αγωγή της μέσα σε χρονικό διάστημα μικρότερο των δύο και μισού (2 ½) ετών. 2) Ότι, λαμβανομένων υπόψη και όσων αναφέρονται στα υπό στοιχεία (α) και (β) σκέψη του ως άνω ισχυρισμού για καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, τα από 2011, 2013 και κυρίως 2014 ιδιωτικά συμφωνητικά και οι περιεχόμενοι σε αυτά συμβατικοί όροι τυγχάνουν άκυροι κατ’ άρθρο 179 ΑΚ, διότι τόσο η εταιρεία με την επωνυμία «………………» όσο και η ενάγουσα-εφεσίβλητη Εταιρεία, που υπεισήλθε ως καθολική διάδοχος στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις της πρώτης, που συνέταξαν αυτά, υποχρέωσαν αυτούς να τα υπογράψουν, εκμεταλλευόμενες, και δη η ενάγουσα, τη δεινή οικονομική τους κατάσταση και την ανάγκη τους να ρυθμίσουν τις οφειλές τους, τις οποίες αδυνατούσαν να εξοφλήσουν, με σκοπό να διογκώσουν την οφειλή τους, συμπεριλαμβάνοντας στην τελευταία ακόμη και το ανωτέρω αναφερόμενο ποσό της ποινικής ρήτρας, καθώς και να τους εξαναγκάσουν να συναινέσουν σε μία σαφώς δυσμενή για αυτούς ρύθμιση. Ωστόσο, ο σχετικός ισχυρισμός των εναγομένων, ο οποίος συνιστά αυτοτελή, γνήσια, ανατρεπτική και ουσιαστική ένσταση τυγχάνει μη νόμιμος κατά το μέρος, με το οποίο προβάλλεται η ακυρότητα των συμβάσεων, που καταρτίστηκαν μεταξύ της ενάγουσας Εταιρείας και των εναγόμενων κατά τα έτη 2011 και 2013, δεδομένου ότι οι ένδικες αξιώσεις της ενάγουσας Εταιρείας πηγάζουν από τα από 17.03.2014 ιδιωτικά συμφωνητικά αναγνώρισης χρέους, με τα οποία δημιουργήθηκε νέα αυτοτελής ενοχή, ανεξάρτητη από αυτή της υποκείμενης σχέσης, με αποτέλεσμα οι εναγόμενοι να μην μπορούν να προσβάλλουν τις παραπάνω συμβάσεις λόγω ελαττωμάτων τους, στερούμενοι του δικαιώματος τους να προβάλλουν ενστάσεις από την παλαιά ενοχική σχέση ή από άλλες συμβάσεις, που συνάφθηκαν κατά τη διάρκεια λειτουργίας αυτής. Επιπλέον, κατά το μέρος, που αφορά στην ακυρότητα των από 17.03.2014 ιδιωτικών συμφωνητικών, η εν λόγω ένσταση τυγχάνει απορριπτέα, ως αόριστη, καθώς δεν προκύπτει η σχέση παροχής- αντιπαροχής των αντισυμβαλλομένων, δεδομένου ότι δεν εκτίθεται παντάπασιν η παροχή της ενάγουσας –εφεσίβλητης Εταιρείας, έτσι ώστε να στοιχειοθετείται η συνομολόγηση αθέμιτων ωφελημάτων, αφού, όπως προεκτέθηκε, αναγκαία προϋπόθεση για την εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης αποτελεί η προφανής δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής νοούμενης ως τέτοιας εκείνης, που υποπίπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου και η οποία υπερβαίνει το μέτρο, κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως φυσικό και θεμιτό να αποκομίζει ο ένας κάποιο όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου επί ζημία του άλλου, διαπιστούμενης αυτής ενόψει των περιστάσεων και της φύσης της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας, κατά το χρόνο της κατάρτισης της (ΑΠ 868/2008, ΑΠ 497/1997 ΕλλΔνη 39, 100, ΑΠ 307/1993 Ελλ. Δνη 35.1295, ΕφΑΘ7955/2006,Νόμος, ΕφΑΘ 304/2002,ΔΕΕ2002.997, ΕφΠατρ 133/2001 ΑχαΝομ 2002.3). Δηλαδή, δεν εκθέτουν οι εναγόμενοι ποια ήταν η αντιπαροχή της ενάγουσας Εταιρείας εν προκειμένω, η οποία τελεί σε προφανή δυσαναλογία με τη δική τους παροχή. ;
νόμιμη, στηριζόμενη στο άρθρο 179 ΑΚ, πλην όμως αυτή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθώς δεν προέκυψε ότι η υπογραφή των σχετικών ιδιωτικών συμφωνητικών υπήρξε το προϊόν της εκμετάλλευσης από την πλευρά της ενάγουσας Εταιρείας, με την προηγούμενη επωνυμία της «………», της οικονομικής ανάγκης και της απειρίας τους ως προς τις συνέπειες της θέσης υπογραφής αυτών, με προφανή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής. Ειδικότερα, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η σχέση εμπορικής συνεργασίας μεταξύ του πρώτου των εναγομένων και της εταιρείας «…………….» με την εκμετάλλευση του πρατηρίου υγρών καυσίμων στη ……….. είχε αρχίσει ήδη από το έτος 1985 και είχε λειτουργήσει επί σειρά ετών. Πλην όμως, από την εν λόγω επιχειρηματική του δραστηριότητα άρχισαν να συσσωρεύονται χρέη προς την ανωτέρω Εταιρεία και την καθολική διάδοχο αυτής ενάγουσα, με αποτέλεσμα ήδη από το έτος 2011 ο πρώτος (1ος) εναγόμενος να προβαίνει σε διαδοχικές αναγνωρίσεις των χρεών του προς αυτήν, όπως τούτο προκύπτει από τα συναφθέντα μεταξύ αυτών από 31.05.2011, 22.03.2012 και 17.03.2014 ιδιωτικά συμφωνητικά, οι οποίες συνοδεύονταν από διακανονισμό εξόφλησης αυτών σε δόσεις. Μάλιστα, η δεύτερη (2η) των εναγομένων, παράλληλα με την παροχή εγγύησης υπέρ του πρώτου (1ου) των εναγομένων κατά τα ανωτέρω έτη, το δεύτερο από αυτά ανέλαβε η ίδια και τη λειτουργία του πρατηρίου υγρών καυσίμων. Αμφότεροι οι εναγόμενοι, οι οποίοι επί σειρά ετών λειτουργούσαν το εν λόγω πρατήριο υγρών καυσίμων, δεν ήταν άπειροι αναφορικά με τις οικονομικές συναλλαγές και τις συνέπειες, που έχουν οι συμβάσεις, με τις οποίες αναλαμβάνει κάποιος την υποχρέωση να εξοφλήσει χρέος του προς τον αντισυμβαλλόμενό του. Η δυσχερής οικονομική κατάσταση, στην οποία οι εναγόμενοι είχαν περιέλθει, ως αποτέλεσμα της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας, ήταν γνωστή στην ενάγουσα Εταιρεία, η δε τελευταία επιδίωξε μέσω των ανωτέρω συμβάσεων αναγνώρισης χρέους την είσπραξη των απαιτήσεών της, διακανονίζοντας μάλιστα την οφειλή πολλές φορές, πλην όμως οι εναγόμενοι δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν λόγω των οικονομικών προβλημάτων τους. Τούτο δεν καταδεικνύει εκμετάλλευση της οικονομικής τους ανάγκης, προκειμένου η ενάγουσα να λάβει παροχή δυσανάλογη της αντιπαροχής, δεδομένου ότι δεν προέκυψε ότι με τα από 17.03.2014 ιδιωτικά συμφωνητικά οι εναγόμενοι-εκκαλούντες αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν χρέη, που δεν όφειλαν. Επομένως, οι εναγόμενοι, οι οποίοι δραστηριοποιούνταν στον τομέα της εμπορίας υγρών καυσίμων για ικανό χρονικό διάστημα, τουλάχιστον ο πρώτος (1ος) των εναγομένων, ο οποίος μάλιστα για την εύρυθμη λειτουργία του πρατηρίου υγρών καυσίμων προέβη σε ανάλογες εργασίες, συνάπτοντας προς τούτο συμβάσεις με τρίτους, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα με επίκληση υπ’ αριθμ. …../26.11.1996 και ………/28-06-1996 τιμολόγιο της ανώνυμης εταιρείας, με την επωνυμία <<………….>>, …../10-12-1996 τιμολόγιο του ………., γεγονός, που καταδεικνύει συναλλακτική εμπειρία τουλάχιστον του πρώτου (1ου) των εναγομένων- εκκαλούντων …………… και ως εκ τούτου δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 179 του Αστικού Κώδικα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που προέβη στις ανάλογες παραδοχές και έκανε δεκτή την ένδικη αγωγή, απορρίπτοντας τους αυτοτελείς ισχυρισμούς –ενστάσεις δεν υπέπεσε στις αποδιδόμενες με την υπό κρίση έφεση πλημμέλειες. Κατόπιν τούτων, οι σχετικοί λόγοι της υπό κρίση εφέσεως τυγχάνουν απορριπτέοι, ως αβάσιμοι και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς εξέταση, η έφεση τυγχάνει απορριπτέα, ως αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης Εταιρείας για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ και 63 επ. Ν 4194/2013 «Κώδικα Δικηγόρων»), κατ’ αποδοχή του σχετικού αιτήματος της, ως ουσιαστικά βάσιμου, σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Τέλος, εφόσον η έφεση απορρίπτεται, πρέπει, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ., που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου εκατό (100,00) Ευρώ (Ε), το οποίο καταβλήθηκε από τους εκκαλούντες κατά την άσκηση της έφεσης, κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων.
-ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.
–ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσία.
-ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης Εταιρείας, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400,00) ευρώ.
-ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού εκατό ευρώ (100,00) Ευρώ (Ε), που καταβλήθηκε από την πλευρά του εκκαλούντος κατά την άσκηση της έφεσης με υπ’ αριθμόν κωδικού παραβόλου ……………../2022 ηλεκτρονικό (e-) παράβολο),
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους, στον Πειραιά , την 21 Ιουνίου 2023.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ