ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός: 57/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 974 και 979 § 2 του ΚΠολΔ, όταν το πλειστηρίασμα δεν αρκεί για να ικανοποιηθούν εκείνος υπέρ του οποίου έγινε η εκτέλεση και οι δανειστές που αναγγέλθηκαν, η κατάταξη των δανειστών για τη διανομή του γίνεται μεν με ενιαία πράξη ως προς όλους, πλην όμως η διαδικασία της κατάταξης δεν είναι αδιαίρετη. Γι` αυτό κάθε δανειστής ασκεί δική του αυτοτελή ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης που συντάχθηκε και τη στρέφει εναντίον εκείνων μόνο από τους δανειστές κατά των οποίων επιδιώκει να εξέλθει νικητής και όχι εναντίον όλων των δανειστών που αναγγέλθηκαν. Έτσι, κατά κανόνα η ομοδικία είναι απλή (ΑΠ 2117/2014, ΧρΙΔ 2015/368), διότι δεν πρόκειται εδώ για δίκες περισσοτέρων ανακοπτόντων που επιδέχονται μόνον ενιαία ρύθμιση (άρθρο 76 § 1 ΚΠολΔ), ήτοι έκδοση απόφασης του ίδιου περιεχομένου στις σχέσεις όλων των ανακοπτόντων προς τον καθ’ ου, αλλά μόνο για δίκες των οποίων η κρίση είναι σκόπιμο να γίνεται ενιαίως στο πλαίσιο κοινής διαδικασίας. Ο λόγος ανακοπής που προβλήθηκε μόνον από έναν ανακόπτοντα δεν ωφελεί άλλον δανειστή, που είτε άσκησε ανακοπή, αλλά δεν πρόβαλε τον σχετικό λόγο, είτε δεν άσκησε καθόλου ανακοπή (βλ. Π. Γέσιου – Φαλτσή, ό.π. § 63, V3β, αριθ. περιθ. 131, σελ. 639 – 640). Με άλλα λόγια, μεταξύ των δανειστών δεν υφίσταται αναγκαστική ομοδικία, κατά την έννοια του άρθρου 76 του ΚΠολΔ και δεν ωφελείται ο ένας δανειστής από την ανακοπή που άσκησε άλλος δανειστής, ούτε βλάπτεται από την ανακοπή που απευθύνθηκε κατά άλλου δανειστή. Συνεπώς δεν είναι αναγκαίο η ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης να ασκείται από όλους τους δανειστές, ούτε να στρέφεται εναντίον όλων των δανειστών. Για τον ίδιο λόγο το ένδικο μέσο που ασκείται κατά της απόφασης που εκδόθηκε για την ανακοπή δεν απευθύνεται εναντίον όλων των δανειστών που μετείχαν στη δίκη ως ομόδικοι, ούτε το ένδικο μέσο που ασκεί ο ένας από τους ομόδικους δανειστές μπορεί να το απευθύνει κατά των άλλων ομόδικών του δανειστών. Αναγκαία είναι η ομοδικία μόνον όταν οι περισσότεροι δανειστές στρέφονται κατά της κατάταξης του ίδιου δανειστή, με αίτημα να αναγνωρισθεί η ανυπαρξία της απαίτησής του, διότι λογικά δεν νοείται η ύπαρξη αντίθετων αποφάσεων στη δίκη του κάθε ανακόπτοντος ως προς την ύπαρξη της απαίτησης του καθ’ ου κατ’ άρθρο 76 § 1 περ. δ` ΚΠολΔ. (Βλ. Π. Γέσιου – Φαλτσή, ό.π. § 63, V3β, αριθ. περιθ. 132, σελ. 640 – 641 και υποσημ. 347, Μπρίνια, ό.π. § 432β, III, σελ. 1176 – 1178 και υποσημ. 449). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 75 παρ.2 του ΚΠολΔ που αφορά στην απλή ομοδικία «κάθε ομόδικος έχει δικαίωμα να επισπεύσει τη δίκη. Το δικαστήριο, αν κρίνει αναγκαία την ενιαία διεξαγωγή της δίκης, έχει το δικαίωμα να διατάξει το διάδικο που επισπεύδει τη διαδικασία να καλέσει και τους ομοδίκους που δεν κάλεσε». Με τις παραπάνω διατάξεις παρέχεται δικαίωμα σε κάθε ομόδικο για την επίσπευση της δίκης, χωρίς ταυτόχρονη υποχρέωση για κλήτευση σ’ αυτή των ομοδίκων. Η εξουσία επίσπευσης της δίκης από κάθε ομόδικο είναι συνέπεια της αρχής ότι η σχέση της ομοδικίας καθιστά επιτρεπτή στους ομοδίκους τη δράση στη δίκη είτε με κοινές είτε με ατομικές διαδικαστικές πράξεις κατά δική τους βούληση. Οι πράξεις αυτές συνάπτονται μόνο με τη διαδικασία, δηλαδή είναι αυτές που αναφέρονται στην κίνηση και πρόοδο της δίκης και δεν έχουν καμία σχέση με την ουσία της διαφοράς. Ο επισπεύδων τη δίκη μπορεί να καλεί σ’ αυτή οποιοδήποτε από τους ομοδίκους. Όμως το δικαστήριο προς εκπλήρωση του σκοπού της ομοδικίας και ιδίως για την ενιαία διεξαγωγή της δίκης, οσάκις κρίνει αυτή αναγκαία μπορεί με απόφασή του να υποχρεώσει τον επισπεύδοντα τη δίκη να καλέσει και τους ομοδίκους που δεν κάλεσε σ’ αυτή. Αν δεν κληθούν όλοι ή ορισμένοι η συζήτηση θα κηρυχθεί απαράδεκτη (βλ. Βασίλη Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση, τόμος Α’, έκδοση 1996, άρθρο 75, σελ. 508).
Η υπό κρίση έφεση (με Γ.Α.Κ. στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά …………. και Ε.Α.Κ. …………) του εν μέρει ηττηθέντος ανακόπτοντος Ελληνικού Δημοσίου κατά της 2839/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, στην περιφέρεια του οποίου ανήκει το εκδόσαν την εκκαλουμένη απόφαση Πρωτοδικείο (άρθρο 19 ΚΠολΔ). Από την προσκομιζόμενη από τη δεύτερη και τρίτη εφεσίβλητες υπ’ αριθμ. ……. έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών ……….. αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της εκκαλούμενης απόφασης επιδόθηκε στον Υπουργό Οικονομικών μέσω του εξουσιοδοτημένου για την παραλαβή εγγράφων ………, νόμιμα στις 27.6.2017. Περαιτέρω, το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε την ως άνω έφεσή του νομότυπα (κατά τα άρθρα 495, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1 και 517 ΚΠολΔ) με κατάθεση στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και εμπρόθεσμα στις 20.9.2017 κατά τις διατάξεις του άρθρου 518 παρ.1-2 του ΚΠολΔ και 10 του κωδ. δ/γματος της 26-6/10-7-1944, δηλαδή εντός τριάντα ημερών από την παραπάνω επίδοση, χωρίς να υπολογίζεται το διάστημα των δικαστικών διακοπών από 1η Ιουλίου έως και 15 Σεπτεμβρίου κατ’ άρθρο 11 εδ.α’ του ίδιου ως άνω κωδ. δ/γματος σε συνδυασμό με το άρθρο 11 παρ.2 του ΚΟΔΚΔΛ (κυρ. ν. 1756/1988). Παρακάτω από την προσκομιζόμενη από τη δεύτερη εφεσίβλητη υπ’ αριθμ. ……… έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών ……αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της εν λόγω έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου της παραπάνω αναφερόμενης και κλήση σε αυτή για συζήτηση επιδόθηκε στον πρώτο εφεσίβλητο επιμελεία της δεύτερης εφεσίβλητης με θυροκόλληση σε ενσφράγιστο φάκελο στη διεύθυνση κατοικίας του, στην οδό …. και … αρ… στην …. Αττικής, λόγω απουσίας του ίδιου και των συνοίκων του και με παράδοση στον αξιωματικό υπηρεσίας του Α.Τ. …… επειδή απουσίαζε ο προϊστάμενος του Τμήματος και με ταχυδρόμηση έγγραφης ειδοποίησης στον προς ον η επίδοση κατ’ άρθρο 128 παρ.4 του ΚΠολΔ. Τούτο έγινε επιτρεπτά κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα κατ’ άρθρο 75 παρ.2 του ΚΠολΔ, αφού πρώτος και δεύτερη εφεσίβλητη ήταν στον πρώτο βαθμό απλοί ομόδικοι στη δίκη επί της από 12.3.2015 (με Γ.Α.Κ. …….. και αριθμό κατάθεσης ……..) ανακοπής του Ελληνικού Δημοσίου κατ’ άρθρο 979 ΚΠολΔ περί μεταρρυθμίσεως του υπ’ αριθμ. ……… Συμπληρωματικού Πίνακα Κατάταξης του υπ’ αριθμ. ……… Πίνακα Κατάταξης της Συμβ/φου Αθηνών …….., δεδομένου ότι το Ελληνικό Δημόσιο επεδίωκε την αποβολή τους από τον συμπληρωματικό πίνακα κατάταξης για καταταγείσες απαιτήσεις τους και την κατάταξη στη θέση τους του ίδιου του ανακόπτοντος. Εντούτοις, κατά την εκφώνηση της ένδικης έφεσης από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο στην ορισθείσα δικάσιμο της 15.11.2018, ο πρώτος εφεσίβλητος δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η διαδικασία όμως θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτός παρών (ΚΠολΔ 524 παρ. 4 εδ. α`). Για τον ως άνω απολειπόμενο εφεσίβλητο παράβολο ερημοδικίας δεν θα ορισθεί, γιατί στις δίκες τις σχετικές με την εκτέλεση δεν επιτρέπεται η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας (ΚΠολΔ 937 παρ. 1 περ.2, όπως αυτό ίσχυε πριν από την τροποποίηση του με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του ν.4335/2015 και εφαρμόζεται στην ένδικη διαφορά, σύμφωνα με την παρ.3 άρθρου ένατου του αυτού άρθρου και νόμου, λόγω του χρόνου της επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση που έλαβε χώρα πριν τις 1-1-2016). Συνεπώς η ως άνω έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια εφαρμοζόμενη διαδικασία (ΚΠολΔ 524 παρ. 1) το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (ΚΠολΔ 533 παρ. 1), ερήμην του πρώτου εφεσίβλητου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
Με την πιο πάνω από 12.3.2015 ανακοπή του, το Ελληνικό Δημόσιο υποστήριζε ότι η τρίτη των καθ’ων συμβολαιογράφος προέβη στη σύνταξη του ανακοπτόμενου συμπληρωματικού πίνακα κατάταξης σε συνέχεια του υπ’ αριθμ. ……….. Πίνακα Κατάταξης της ιδίας προς διανομή πλειστηριάσματος κατόπιν πλειστηριασμού ακινήτων του οφειλέτη του ………, θεωρώντας λανθασμένα ότι η προς εκείνη αναγγελθείσα με την υπ’ αριθμ. ………. αναγγελία, απαίτηση της Δ.Ο.Υ. Ι’ Αθηνών (ήδη Δ’) ήταν η ίδια με την αναγγελθείσα απαίτηση προς τη συμβολαιογράφο ………. δυνάμει της υπ’ αριθμ. …….. αναγγελίας της ίδιας Δ.Ο.Υ. προς διανομή πλειστηριάσματος από πλειστηριασμό άλλων ακινήτων του ίδιου οφειλέτη και ότι με την κατάταξή της οριστικά και προνομιακά και για το σύνολο της απαίτησής της στον υπ’ αριθμ. ……….. επέλθει πλήρης ικανοποίηση των αναγγελθεισών απαιτήσεων της Δ.Ο.Υ. από τον καθ’ου η εκτέλεση, ενώ στην πραγματικότητα οι αναγγελίες της Δ.Ο.Υ. στους δύο πλειστηριασμούς αφορούσαν η κάθε μία μέρος μιας μεγαλύτερης απαιτητής και βεβαιωμένης οφειλής της ομόρρυθμης εταιρίας, της οποίας συνυπόχρεος ως ομόρρυθμο μέλος ήταν ο ……… Επίσης το Ελληνικό Δημόσιο με την ίδια ανακοπή του υποστήριζε ότι εσφαλμένως η τρίτη καθ’ης συμβολαιογράφος προαφαίρεσε στον ίδιο συμπληρωματικό πίνακα κατάταξης το ποσό των 4.564,96 ευρώ μαζί με τον Φ.Π.Α. 23% για έξοδα του πίνακα κατάταξης και αντίγραφα αυτού, έξοδα προσκλήσεως των δανειστών με αντίγραφα αυτής, ενώ έπρεπε να αφαιρεθεί για τις ανωτέρω αιτίες μόνο το ποσό των 1.238,46 ευρώ (464,94 ευρώ για έξοδα σύνταξης πίνακα + 773,52 ευρώ για σύνταξη πρόσκλησης δανειστών με δέκα αντίγραφα). Ζητούσε, λοιπόν, να ακυρωθεί ο υπ’ αριθμ. ……. συμπληρωματικός πίνακας κατάταξης δανειστών της υπαλλήλου του πλειστηριασμού και συμβ/φου Αθηνών, ………., με σκοπό να καταταγεί το Ελληνικό Δημόσιο δια του νομίμως αναγγελθέντος Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Δ’ Αθηνών, οριστικά και προνομιακά: α) στο ποσό των 18.849,83 ευρώ, στο οποίο είχε καταταγεί προνομιακά και οριστικά στον αρχικό υπ’ αριθμ. …….. πίνακα κατάταξης δανειστών της ίδιας ως άνω Συμβ/φου και από τον οποίο αποβλήθηκε παρανόμως κατά ανεπίτρεπτη τροποποίησή του με τη σύνταξη του ανακοπτόμενου συμπληρωματικού πίνακα, άλλως στο ποσό των 17.941,70 ευρώ, με ταυτόχρονη αποβολή της δεύτερης καθ’ης δανείστριας από τον ως άνω συμπληρωματικό πίνακα κατάταξης, β) στο ποσό των 3.326,50 ευρώ, το οποίο προαφαιρέθηκε παράνομα από το διανεμητέο πλειστηρίασμα ως έξοδα εκτέλεσης, με ταυτόχρονη αποβολή της τρίτης καθ’ης συμβ/φου, άλλως του πρώτου καθ’ου επισπεύδοντος δανειστή στον εν λόγω πλειστηριασμό από το ποσό που καρπώθηκε. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η 2839/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία δέχθηκε εν μέρει την ανακοπή κατά της δεύτερης καθ’ης και μεταρρύθμισε τον πιο πάνω συμπληρωματικό πίνακα κατάταξης δανειστών κατά το ποσό των 1.253,35 ευρώ, ως προς το οποίο διέταξε την αποβολή της δεύτερης καθ’ης και την κατάταξη σε αυτό προνομιακά και οριστικά του ανακόπτοντος δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Δ’ Αθηνών, δεχόμενο ότι ως προς το ποσό των 17.596,48 ευρώ, που αφορά σε κεφάλαιο 16.684,70 ευρώ και προσαυξήσεις για φόρο προστιθέμενης αξίας (από εκπρόθεσμη υποβολή δήλωση ΦΠΑ οικονομικού έτους 2005), το ανακόπτον είχε ικανοποιηθεί από τον πιο πάνω αναφερόμενο υπ’ αριθμ. ……… πίνακα κατάταξης της συμβ/φου ………. Επίσης σε ό,τι αφορά τους πρώτο καθ’ου και την τρίτη καθ’ης συμβ/φο, υπάλληλο πλειστηριασμού στον πλειστηριασμό για τον οποίο συντάχθηκε ο συμπληρωματικός πίνακας κατάταξης, η εκκαλουμένη απέρριψε την ανακοπή κατά τον δεύτερο λόγο της ελλείψει έννομου συμφέροντος ως απαράδεκτη, διότι η παραδοχή του αιτήματος της ανακοπής πρέπει να περιλαμβάνει όχι μόνο την ακύρωση της κατάταξης του καθ’ου η ανακοπή, αλλά και τη δυνατότητα κατάταξης του ανακόπτοντος, κάτι που εν προκειμένω κατά την απόφαση δεν συνέτρεχε, αφού το Ελληνικό Δημόσιο είχε ικανοποιηθεί κατά την πιο πάνω απαίτησή του από τον προαναφερόμενο πρώτο πίνακα κατάταξης δανειστών. Ήδη το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο παραπονείται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Ειδικότερα υποστηρίζει ότι η τρίτη καθ’ ης συμβολαιογράφος προέβη στη σύνταξη του ανακοπτόμενου συμπληρωματικού πίνακα κατάταξης, υπολαμβάνοντας εσφαλμένα ότι η προς εκείνη αναγγελθείσα με την υπ’ αριθμ. ………. αναγγελία απαίτηση της Δ.Ο.Υ. Ι’ Αθηνών (ήδη Δ’) ήταν η ίδια με την αναγγελθείσα προς τη συμβ/φο ………. υπ’ αριθμ. …….. αναγγελία της (εκτός από ποσό 11 ευρώ που δεν ανήγγειλε) απαίτηση και ότι περαιτέρω με την κατάταξή της οριστικά και προνομιακά και για το σύνολο της αναγγελθείσας απαίτησής της στον υπ’ αριθμ. …… πίνακα κατάταξης δανειστών του οφειλέτη ……. της άνω τελευταίας συμβ/φου ……., είχε ήδη επέλθει πλήρης ικανοποίηση των αναγγελθεισών απαιτήσεων της Δ.Ο.Υ. από τον καθ’ου η εκτέλεση ………., πλην όμως κατά τη σαφή επισήμανση της Δ.Ο.Υ. Ι’ (ήδη Δ’) στο με αρ. πρωτ. ……. που είχε προηγηθεί, αυτή εισέπραξε δύο διαφορετικά ποσά που αφορούσαν μεν το ίδιο τριπλότυπο βεβαίωσης (Α.Τ.Β. …….), ωστόσο οι υπ’ αριθμ. ……. αναγγελίες αφορούσαν η καθεμία μέρος της απαιτητής και βεβαιωμένης δια της υπ’ αριθμ. …… Α.Τ.Β. οφειλής της εταιρίας «……..» με Α.Φ.Μ. …….., της οποίας συνυπόχρεος ως ομόρρυθμο μέλος ήταν ο καθ’ου η εκτέλεση ……… Ότι κατά συνέπεια, η Δ.Ο.Υ. ικανοποιήθηκε από κάθε πίνακα για το σύνολο της αναγγελθείσας απαίτησής της, ωστόσο, η απαίτηση αυτή τυγχάνει διαφορετική σε κάθε πίνακα κατάταξης, δεδομένου ότι αποτελεί μέρος της συνολικά βεβαιωθείσας οφειλής.
Σχετικά με την αναγγελία απαιτήσεων του Ελληνικού Δημοσίου σε περισσότερους πλειστηριασμούς ακινήτων του ίδιου οφειλέτη πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Επί αναγκαστικού πλειστηριασμού και διανομής του πλειστηριάσματος, η κατά το άρθρο 972 ΚΠολΔ αναγγελία του δανειστή προς κατάταξη δεν εισάγει δικαστική διαδικασία. Γι΄ αυτό η εν λόγω αναγγελία δεν είναι αναγκαία να περιέχει τα στοιχεία αγωγής ή ανακοπής για να είναι ορισμένη, αλλ΄ αρκεί να περιέχει περιγραφή της απαιτήσεως και του υπέρ αυτής προνομίου σε σημείο που να παρέχεται απλώς στον υπάλληλο του πλειστηριασμού η δυνατότητα να προβεί στη σύγκριση της απαιτήσεως και την κατάταξη (ΕφΑθ 2074/2008, ΕλλΔνη 49, σελ. 1505). Ειδικότερα η αναγγελία του Ελληνικού Δημοσίου σε πλειστηριασμό επισπευδόμενο από τρίτο, γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 55 παρ. 1 και 3 του ΚΕΔΕ κατά τις οποίες ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου υποχρεούται να αναγγείλει το Δημόσιο για βεβαιωμένα στο Ταμείο χρέη του καθ’ ου ο πλειστηριασμός με αναγγελία, που κοινοποιείται στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο και συνοδεύεται από πίνακα στον οποίο εμφαίνονται τα χρέη αυτά. Ο πίνακας περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμο, του οφειλέτη, το είδος και το ποσό του χρέους, το οικονομικό έτος στο οποίο ανήκει και μνεία της χρονολογίας βεβαιώσεώς του και της τυχόν υπάρχουσας ασφάλειας για καθένα από τα χρέη. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού οφείλει με βάση τα αποστελλόμενα στοιχεία και χωρίς άλλη σύμπραξη του αναγγελόμενου Διευθυντή του Δημοσίου Ταμείου, να προβεί στην κατά νόμο κατάταξη του Δημοσίου. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει, ότι η περιγραφή της απαιτήσεως, που περιέχεται στην αναγγελία του Δημοσίου και του προνομίου της, μπορεί να συμπληρωθεί νομίμως από δημόσιο έγγραφο, που είναι κατατεθειμένο στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και είναι προσιτό σε όλους και από το οποίο αποδεικνύεται αυτή και το προνόμιό της (ΑΠ 1636/2002, ΕλλΔνη 2003, σελ.746) και κατ΄ απώτατο σημείο, μπορεί να συμπληρωθεί και από τα έγγραφα που προσκομίζονται ενώπιον του δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της ανακοπής κατά του πίνακα κατατάξεως, δεδομένου ότι, επί μη προσκόμισή τους ενώπιον του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 972 παρ 1 ΚΠολΔ προθεσμίας, δεν επιφέρει έκπτωση από το δικαίωμα προσαγωγής των εγγράφων αυτών ενώπιον του δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης, το οποίο είναι υποχρεωμένο σύμφωνα με τα άρθρα 335 και 338 έως 341 ΚΠολΔ, να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι για την απόδειξη των ισχυρισμών τους, οι οποίοι ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1640/2002 ΕλλΔικ 2003 σελ. 747, ΕφΠειρ 400/2015, στη Νόμος). Επίσης κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 55 παρ.1 του ΚΕΔΕ σε συνδυασμό με τα ισχύοντα αντιστοίχως κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και ιδίως στις διατάξεις των άρθρων 972, 797 και 980, η τυχόν προγενέστερη αναγγελία και γενικά η συμμετοχή του αναγγελλομένου Ελληνικού Δημοσίου σε διαδικασία κατάταξης ή εκτέλεσης κατά του ίδιου οφειλέτη δεν τον αποστερεί το δικαίωμα να αναγγελθεί για την ίδια απαίτησή του σε άλλο πλειστηριασμό, αφού μόνη η κατάταξη του στον οικείο πίνακα δεν άγει στην απόσβεση της απαίτησης του. Αν όμως το Ελληνικό Δημόσιο κατατάχθηκε σε ορισμένο πίνακα, ο οποίος εξοπλίστηκε με εκτελεστότητα και συνεπώς η κατάταξή του κατέστη τελικά απρόσβλητη, τότε ενόψει και του ότι το πλειστηρίασμα έχει ήδη κατατεθεί δημοσίως υπέρ των δανειστών, επέρχεται απόσβεση της σχετικής απαίτησης του (ΔΕφΑθ 1776/2012 στη Νόμος που παραπέμπει στις ΑΠ 590/2008, 1561/2000, 458/1948).
Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 974, 979, 980, Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, μετά τη σύνταξη του πίνακα απεκδύεται πάσης περαιτέρω εξουσίας και δεν μπορεί να τροποποιήσει αυτεπάγγελτα τον πίνακα και να προβεί σε νέα ή ορθότερη κατάταξη των δανειστών, έστω και αν αυτή έγινε λανθασμένα, χωρίς την ύπαρξη δικαστικής απόφασης, που εκδόθηκε από το δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε σχετική ανακοπή (βλ. ΕφΠατρ 367/2004 ΑχαΝομ 2005, σελ.551, ΕφΘ 706/1989 Ελλ.Δνη. 30, σελ. 1013, Ι. Μπρίνια Αναγκ. Εκτέλεση εκδ. 1983 παρ. 428/1059 σημ.41). Επομένως, στην περίπτωση κατά την οποία ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος μετά τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης, διαπιστώσει ότι κατά τη σύνταξή του έγιναν παρατυπίες, όπως η παράλειψη κατάταξης αναγγελθέντος κ.λ.π., δεν μπορεί αυτός να συντάξει οίκοθεν νέο διορθωτικό του προηγούμενου πίνακα κατάταξης, καθόσον από καμία διάταξη δεν προκύπτει τέτοιο δικαίωμά του, αφού, όπως προαναφέρθηκε, τις παρατυπίες αυτές μόνο το δικαστήριο μπορεί να διορθώσει και μάλιστα κατά την τακτική διαδικασία, μετά την άσκηση εμπρόθεσμης ανακοπής. Στην περίπτωση αυτή ο επί του πλειστηριάσματος υπάλληλος το μόνο το οποίο νομίμως μπορεί να πράξει είναι να γνωστοποιήσει τον πίνακα στον δανειστή εκείνο, ο οποίος θίγεται εκ της γενομένης παρατυπίας, εάν προηγουμένως δεν τον έχει γνωστοποιήσει σ` αυτόν, οπότε ο τελευταίος θα μπορεί να προσβάλει τον πίνακα με ανακοπή. Η περίπτωση αυτή διαφέρει από εκείνη κατά την οποία, μετά την σύνταξη του πίνακα κατατάξεως και χωρίς να ασκηθεί ανακοπή, προέκυψε κάποιο υπόλοιπο (περίσσευμα) πλειστηριάσματος προς διανομή είτε λόγω επακολουθήσαντος αναπλειστηριασμού και επιτεύξεως μείζονος πλειστηριάσματος, οπότε τούτο πρέπει να περιέλθει στους νομίμως αναγγελθέντες δανειστές και το τυχόν περίσσευμα, τούτου, στον καθ` ου η εκτέλεση, είτε λόγω ικανοποιήσεως κάποιου καταταγέντος δανειστού από τον καθ` ου η εκτέλεση ή από τρίτο ενεχόμενο εις ολόκληρον με αυτόν και απελευθερώσεως, εντεύθεν του ποσού της κατατάξεώς του. Στην περίπτωση αυτή μόνον, ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος οφείλει να συντάξει νέο (συμπληρωματικό) πίνακα κατατάξεως με τον οποίο, χωρίς να τροποποιεί τον αρχικό πίνακα, θα διανέμει το μεταγενεστέρως ποσόν που ανέκυψε, ο συμπληρωματικός δε αυτός πίνακας θα είναι συνέχεια του αρχικού (βλ. Ι. Μπρίνια ανωτέρω παρ. 428 σελ. 1156, 1194, παρ. 361)[ έτσι η ΕφΔωδ 372/2009, στη Νόμος].
Στην προκειμένη περίπτωση από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Εναντίον του οφειλέτη του Δημοσίου, …… διενεργήθηκαν παράλληλα δύο πλειστηριασμοί, κατά τους οποίους εκπλειστηριάσθηκαν περισσότερα ακίνητά του. Συγκεκριμένα: I. Με επίσπευση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………», νομίμως εκπροσωπούμενης, δυνάμει του πρώτου απογράφου εκτελεστού της υπ’ αριθμ. …….. διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και με βάση την υπ’ αριθμ. …. έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……, επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση σε ποσοστά πλήρους και ψιλής κυριότητας επί ακινήτων του παραπάνω οφειλέτη και ειδικότερα: 1) στην πλήρη κυριότητα ενός καταστήματος του ισογείου ορόφου, επιφάνειας 78 τετρ. μέτρων, με ΚΑΕΚ …….., 2) στην πλήρη κυριότητα ενός διαμερίσματος του πρώτου (Α’) ορόφου πάνω από το ισόγειο, επιφάνειας 83 τετρ. μέτρων, με ΚΑΕΚ …….. και 3) στην πλήρη κυριότητα ενός διαμερίσματος του τρίτου (Γ’) πάνω από το ισόγειο ορόφου με ΚΑΕΚ ………., όλες δε οι ανωτέρω ιδιοκτησίες βρίσκονται επί οικοδομής κτισμένης επί οικοπέδου επιφάνειας 156,52 τετρ. μέτρων, κείμενου στην περιφέρεια και εντός σχεδίου πόλεως πρώην Δήμου Πειραιώς και ήδη Δήμου Κορυδαλλού, στη θέση «..», στο οικοδομικό τετράγωνο που περιβάλλεται από τις οδούς .., .., .. και .. και στη διασταύρωση των οδών .. επί της οποίας πλέον φέρει τον αριθμό … και …. Τα παραπάνω περιγραφόμενα ακίνητα εκπλειστηριάσθηκαν την 14.5.2008 και κατακυρώθηκαν στον υπερθεματιστή ……με συνολικό επιτευχθέν πλειστηρίασμα 216.850 ευρώ δυνάμει της υπ’ αριθμ. ………. έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού της συμβολαιογράφου Αθηνών, …….. Ακολούθως, πραγματοποιήθηκε η ενώπιον της παραπάνω υπαλλήλου του πλειστηριασμού διαδικασία αναγγελιών των απαιτήσεων των φερόμενων ως δανειστών του καθ’ου η αναγκαστική εκτέλεση και συντάχθηκε κατόπιν αυτών ο υπ’αριθμ. ……. πίνακας κατάταξης δανειστών της ανωτέρω συμβ/φου- επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου. Μεταξύ αυτών που αναγγέλθηκαν στη διαδικασία του πλειστηριασμού νόμιμα κι εμπρόθεσμα, ήταν και το ανακόπτον-ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, νόμιμα εκπροσωπούμενο από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Ι’ Αθηνών (ήδη Δ.Ο.Υ. Δ’ Αθηνών), το οποίο ανήγγειλε προνομιακές ως ληξιπρόθεσμες κατ’ άρθρο 5 και 6 του Κ.Ε.Δ.Ε. απαιτήσεις του από ατομικές οφειλές του οφειλέτη ……και από οφειλές του ως ομόρρυθμου εταίρου της εταιρίας «……….», ποσού 22.192,78 ευρώ, πλέον των μέχρι την τελεσιδικία του πίνακα κατάταξης προσαυξήσεων λόγω εκπροθέσμου καταβολής, μεταξύ των οποίων οφειλές από φόρο προστιθέμενης αξίας με τη με αριθμ. ειδ. Βιβλ. ….. αναγγελία του. Η ως άνω αναγγελία, η οποία μαζί με τον συνοδεύοντα πίνακα χρεών επιδόθηκε νόμιμα κι εμπρόθεσμα στην επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, έχει ως εξής: 1) οφειλή ποσού 11 ευρώ από έξοδα διοικητικής εκτέλεσης και 0,22 ευρώ προσαυξήσεις εκπροθέσμου καταβολής που προκύπτει από τη με αριθμό ……….. ταμειακή βεβαίωση και αφορά στο οικονομικό έτος 2008, 2) οφειλή φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων ποσού 781,43 ευρώ από τη με αριθμό …….. ταμειακή βεβαίωση που αφορά στο οικονομικό έτος 2007, 3) οφειλή από φόρο προστιθέμενης αξίας (εκπρόθεσμη υποβολή δήλωσης ΦΠΑ οικονομικού έτους 2004), ποσού κεφαλαίου 1.249,77 ευρώ και προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής 462,41 ευρώ, υπό την ιδιότητα του ομόρρυθμου μέλους της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «…………» με αριθμό φορολογικού μητρώου ……, που προκύπτει από τη με αριθμό ……. ταμειακή βεβαίωση που αφορά στο οικονομικό έτος 2004 και 4) οφειλή από φόρο προστιθέμενης αξίας (εκπρόθεσμη υποβολή δήλωσης ΦΠΑ οικονομικού έτους 2005), ποσού κεφαλαίου 16.684,70 ευρώ και προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής 3.003,25 ευρώ και πάλι ως ομόρρυθμο μέλος της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «………..» με αριθμό φορολογικού μητρώου ….., που προκύπτει από τη με αριθμό ……… ταμειακή βεβαίωση και αφορά στο οικονομικό έτος 2005 και συνολικά για τον πίνακα χρεών 22.192,78 ευρώ. Διευκρινίζεται ότι ο οφειλέτης του ανακόπτοντος ……είχε προσωπικό αριθμό φορολογικού μητρώου ….., ενώ ως ομόρρυθμο μέλος της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «……..», που έχει αριθμό φορολογικού μητρώου …. ευθυνόταν ατομικά και εις ολόκληρον για τα χρέη αυτής. Επειδή το πλειστηρίασμα ύψους 216.850 ευρώ δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση όλων των αναγγελθέντων δανειστών, η υπάλληλος του πλειστηριασμού συμβολαιογράφος συνέταξε κατ’ άρθρο 1006 παρ.3 και 974 του ΚΠολΔ τον υπ’ αριθμ. ……. πίνακα κατάταξης δανειστών, με τον οποίο, αφού προαφαίρεσε α) ποσό 5.988,36 ευρώ για έξοδα και αμοιβή του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……. και β) ποσό 2.421,30 ευρώ για έξοδα και δικαιώματα της υπαλλήλου του πλειστηριασμού συμβολαιογράφου, κατέταξε στο υπόλοιπο προς διανομή πλειστηρίασμα των 208.440,34 ευρώ (216.850-8.409,66) ευρώ: 1) προνομιακά και οριστικά ως γενικό προνομιούχο δανειστή το Ελληνικό Δημόσιο δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ι’ Αθηνών (ήδη Δ’ Αθηνών) σε εξόφληση της αναγγελθείσας απαιτήσεως του Δημοσίου με τους τόκους μέχρι τελεσιδικίας του πίνακα για ποσό 25.277,27 ευρώ, ήτοι για το σύνολο της αναγγελθείσας απαίτησης, 2) προνομιακά και οριστικά το Ι.Κ.Α. δια του Διευθυντή του Β’ Ταμείου Είσπραξης Εσόδων ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ως γενικό προνομιούχο δανειστή για το ποσό των 44.202,84 ευρώ έναντι της αναγγελθείσας απαίτησής του και 3) προνομιακά και οριστικά την ………., στο υπόλοιπο ποσό του πλειστηριάσματος των 138.960,23 ευρώ, ως δεύτερη ενυπόθηκη δανείστρια και έναντι της αναγγελθείσας απαίτησής της. Κατά του εν λόγω υπ’ αριθμ. …… πίνακα κατάταξης δανειστών της Συμβολαιογράφου Αθηνών …….. ασκήθηκαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς: 1) η από 9/2/2009 (αρ. κατ. ……..) ανακοπή της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «.», νομίμως εκπροσωπούμενης κατά του Ελληνικού Δημοσίου και της ………., 2) η από 10/2/2009 (αρ. κατ. …….) ανακοπή της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……..», νομίμως εκπροσωπούμενης κατά του Ελληνικού Δημοσίου νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών και από τον Προϊστάμενο της Ι’ Δ.Ο.Υ. Αθηνών και της ……… και 3) η από 23/2/2009 (αρ. κατ. …….) ανακοπή του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «.» νομίμως εκπροσωπούμενου κατά της ……… Επί των ανακοπών αυτών εκδόθηκε κατόπιν συνεκδίκασης λόγω συνάφειας η 5756/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που απέρριψε αυτές. Κατά της απόφασης αυτής και κατά του Ελληνικού Δημοσίου και της ……ασκήθηκε η από 25.2.2013 (αρ. κατ. …….) έφεση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……….» ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, το οποίο με την 10/2014 απόφασή του, αφού έκανε τυπικά δεκτή την έφεση, την απέρριψε κατ’ ουσίαν, με αποτέλεσμα ο υπ’ αριθμ. ……. πίνακας κατάταξης δανειστών της συμβ/φου …….. να καταστεί έτσι απρόσβλητος και κατ’ ακολουθίαν εκτελεστός κατ’ άρθρο 980 ΚΠολΔ. Εξάλλου, κατά της 10/2014 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς δεν ασκήθηκε κανένα ένδικο μέσο εντός της νόμιμης προθεσμίας όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο υπ’ αριθμ. ……. πιστοποιητικό του Εφετείου Πειραιώς. Περαιτέρω, κατόπιν της υπ’ αριθμ. ……εντολής της συμβολαιογράφου …….. προς το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, η Δ.Ο.Υ. Ι’ Αθηνών, ήδη Δ’ Αθηνών (Δ’-Η’-Γ’-ΙΑ’) εισέπραξε το συνολικό ποσό των 25.277,27 ευρώ (18.545,32 ευρώ κεφάλαιο + 6.731,95 ευρώ προσαυξήσεις) με αιτία οριστική βεβαίωση Φ.Π.Α. για το οικονομικό έτος 2005 (Α.Τ.Β. …….) με το υπ’ αριθμ. ….. διπλότυπο είσπραξης έναντι ρύθμισης.
- II. Περαιτέρω, με επίσπευση του πρώτου των καθ’ων η ανακοπή, δυνάμει εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθμ. …….. διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και με βάση την υπ’ αριθμ. ……. κατασχετήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….., επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση σε άλλα ακίνητα του ανωτέρω οφειλέτη, ήτοι σε ποσοστά πλήρους και ψιλής κυριότητας επί ακινήτων του οφειλέτη ……και συγκεκριμένα: 1) σε ποσοστό 9,38% της πλήρους κυριότητας και 15,63% της ψιλής κυριότητας του με αριθμό δύο (2) χώρου του ημιυπογείου-ισογείου, επιφανείας 52 τετρ. μέτρων που έχει λάβει ΚΑΕΚ ………, 2) σε ποσοστό 9,38% της πλήρους κυριότητας και τα 15,63% της ψιλής κυριότητας του με αριθμό τρία (3) καταστήματος ισογείου- ημιυπογείου, επιφάνειας 30 τετρ. μέτρων, που έχει λάβει ΚΑΕΚ ………, αμφότερα δε τα ως άνω ακίνητα βρίσκονται σε πολυκατοικία, που είναι κτισμένη σε οικόπεδο, επιφάνειας 377,70 τετρ. μέτρων, εντός σχεδίου πόλεως, κείμενου στη θέση «..» Κορυδαλλού μεταξύ των οδών .. και .., στην οποία φέρει στον αριθμό 13 και σήμερα 19, 3) ποσοστό 9,38% της πλήρους κυριότητας και 15,63% της ψιλής κυριότητας της υπό στοιχεία «χώρος 1» αυτοτελούς ιδιοκτησίας του ημιυπόγειου, επιφάνειας 360 τετρ. μέτρων, σε πολυκατοικία που είναι κτισμένη επί οικοπέδου επιφάνειας 660 τετρ. μέτρων κείμενου εντός της περιφέρειας και του σχεδίου πόλεως του Δήμου Κορυδαλλού στη θέση «…» ή «….» και επί της οδού Υγείας, στην οποία φέρει τους αριθμούς 16 και 18 και έχει λάβει ΚΑΕΚ …….., 4) ποσοστό 9,38% της πλήρους κυριότητας και 15,63% της ψιλής κυριότητας της με στοιχεία «ημιυπόγειος χώρος» διηρημένης και ανεξάρτητης ιδιοκτησίας του ημιυπόγειου ορόφου, αποτελούμενης από μία αίθουσα, που έχει επιφάνεια 137 τετρ. μέτρων, σε πολυκατοικία κτισμένη εντός οικοπέδου, επιφάνειας 262 τετρ. μέτρων στο Συνοικισμό …., εντός της περιφέρειας και του σχεδίου πόλεως του Δήμου Κορυδαλλού, τέως Δήμου Πειραιώς και επί της οδού ……., στην οποία φέρει τον αριθμό 3 και έχει λάβει ΚΑΕΚ ………., 5) ποσοστό 9,38% της πλήρους κυριότητας και 15,63% της ψιλής κυριότητας της με στοιχεία «Κάπα ένα (Κ-1)» ιδιοκτησίας (κατάστημα) του ισογείου ορόφου, επιφάνειας 276 τετρ. μέτρων, με ΚΑΕΚ …….. και 6) ποσοστό 9,38% της πλήρους κυριότητας και 15,63% της ψιλής κυριότητας της με στοιχεία «…» οριζόντιας ιδιοκτησίας του ημιορόφου, επιφάνειας 140 τετρ. μέτρων, που έχει λάβει ΚΑΕΚ …….. Αμφότερα τα ακίνητα (5+6) βρίσκονται σε πολυκατοικία κτισμένη σε οικόπεδο, επιφάνειας 480 τετρ. μέτρων, κείμενο εντός της περιφέρειας και του σχεδίου της πόλεως του Δήμου Κορυδαλλού Αττικής, τέως Δήμου Πειραιώς, πρώην Δήμου Αθηναίων, στη θέση «…» κατά το παλαιό κτήμα «…» και επί της οδού ……, σήμερα ονομαζόμενης …, στην οποία έφερε τον αριθμό .. και ήδη …. Τα παραπάνω περιγραφόμενα ακίνητα του οφειλέτη ……του …, ομόρρυθμου μέλους της εταιρίας «……….», εκπλειστηριάσθηκαν ενώπιον της επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, τρίτης των καθ’ων και κατακυρώθηκαν στον πλειοδότη ……δυνάμει της υπ’ αριθμ. ….. έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού της συμβ/φου Αθηνών …….., τρίτης καθ’ης, με επιτευχθέν εκπλειστηρίασμα 87.060 ευρώ. Όπως προαναφέρθηκε, ο πλειστηριασμός διενεργήθηκε με επίσπευση του πρώτου των καθ’ων, ο οποίος δικαιούτο να λάβει από τον οφειλέτη …….., δυνάμει του πρώτου απογράφου εκτελεστού της υπ’ αριθμ. ……. διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το ποσό των 34.958,85 ευρώ. Ακολούθησε η ενώπιον της ανωτέρω υπαλλήλου του πλειστηριασμού διαδικασία αναγγελιών των απαιτήσεων των φερόμενων ως δανειστών του καθ’ου η αναγκαστική εκτέλεση και επειδή δεν επαρκούσε για όλους το πλειστηρίασμα συντάχθηκε κατά τα άρθρα 1006 παρ.3 και 974 ΚΠολΔ, ο υπ’ αριθμ. …… πίνακας κατάταξης δανειστών της παραπάνω συμβολαιογράφου-επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου. Ειδικότερα, στη διαδικασία του πλειστηριασμού αυτού αναγγέλθηκαν, μεταξύ άλλων, νόμιμα κι εμπρόθεσμα το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο, νόμιμα εκπροσωπούμενο από τον Προϊστάμενο της Ι’ Δ.Ο.Υ. Αθηνών (ήδη Δ.Ο.Υ. Δ’ Αθηνών), το οποίο ανήγγειλε προνομιακές ως ληξιπρόθεσμες κατ’ άρθρο 5 και 6 του Κ.Ε.Δ.Ε. απαιτήσεις του κατά του καθ’ου η αναγκαστική εκτέλεση, από ατομικές οφειλές και από οφειλές του ως ομορρύθμου εταίρου της εταιρίας «……..» ποσού 22.953,08 ευρώ, πλέον των μέχρι την τελεσιδικία του πίνακα κατάταξης προσαυξήσεων λόγω εκπρόθεσμης καταβολής, μεταξύ των οποίων οφειλές από φόρο προστιθέμενης αξίας με την από 24-9-2008 και με αριθμό πρωτ. ….. και αρ. ειδ. Βιβλ. ………. αναγγελία του. Η εν λόγω αναγγελία, η οποία μαζί με τον συνοδεύοντα πίνακα χρεών επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, έχει ως εξής: 1) οφειλή ποσού 11 ευρώ από έξοδα διοικητικής εκτέλεσης που προκύπτει από τη με αριθμό ……ταμειακή βεβαίωση και αφορά στο οικονομικό έτος 2008, 2) οφειλή φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων ποσού 781,43 ευρώ με προσαύξηση 31,26 ευρώ, ήτοι σύνολο 812,69 ευρώ που προκύπτει από τη με αριθμό …… ταμειακή βεβαίωση και αφορά στο οικονομικό έτος 2007, 3) οφειλή από έξοδα διοικητικής εκτέλεσης ποσού 11 ευρώ και προσαυξήσεις 0,22 ευρώ, ήτοι σύνολο 11,22 ευρώ που προκύπτει από τη με αριθμό ……. ταμειακή βεβαίωση και αφορά στο οικονομικό έτος 2008, 4) οφειλή από φόρο προστιθέμενης αξίας (εκπρόθεσμη υποβολή δήλωσης ΦΠΑ οικονομικού έτους 2004) ποσού κεφαλαίου 1.249,77 ευρώ και προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής 512,41 ευρώ, ήτοι σύνολο 1762,18 ευρώ υπό την ιδιότητα του ομόρρυθμου μέλους της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «……..» με αριθμό φορολογικού μητρώου …., που προκύπτει από τη με αριθμό ….. ταμειακή βεβαίωση και αφορά στο οικονομικό έτος 2004 και 5) οφειλή από φόρο προστιθέμενης αξίας (εκπρόθεσμη δήλωση ΦΠΑ οικονομικού έτους 2005), ποσού κεφαλαίου 16.684,70 ευρώ και προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής ποσού 3.670,63 ευρώ, ήτοι σύνολο 20.355,33 ευρώ, υπό την ιδιότητα του ομόρρυθμου μέλους της ως άνω ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «……….», για τα χρέη της οποίας ο ……ευθυνόταν εις ολόκληρον. Και πάλι επισημαίνεται ότι ο εν λόγω οφειλέτης είχε προσωπικό αριθμό φορολογικού μητρώου ….., η δε ως άνω ομόρρυθμη εταιρία για τα χρέη της οποίας εκείνος ευθυνόταν εις ολόκληρον είχε αριθμό φορολογικού μητρώου ….. Ακολούθως, λόγω μη επάρκειας του πλειστηριάσματος κατά τα ανωτέρω, η υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον υπ’ αριθμ. …….. πίνακα κατάταξης δανειστών, με τον οποίο, αφού προαφαίρεσε α) ποσό 600 ευρώ για έξοδα του επισπεύδοντος, β) ποσό 5.981,8 ευρώ για έξοδα και αμοιβή του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ….. και γ) ποσό 2.052,49 ευρώ για έξοδα και δικαιώματα της υπαλλήλου του πλειστηριασμού συμβολαιογράφου, κατέταξε στο υπόλοιπο προς διανομή πλειστηρίασμα των 78.425,71 (87.060-8.634,29) ευρώ: 1) προνομιακά και οριστικά το Ελληνικό Δημόσιο, δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ι’ Αθηνών (ήδη Δ’ Αθηνών) για ποσό 22.953,08 ευρώ, ήτοι για το σύνολο της αναγγελθείσας απαίτησής της, 2) προνομιακά και οριστικά το Β’ Ταμείο Είσπραξης Εσόδων ΙΚΑ-ΕΤΑΜ (Υποκατάστημα Αλεξάνδρας) για το ποσό των 3.188,82 ευρώ έναντι της αναγγελθείσας απαίτησής του, 3) προνομιακά και οριστικά την ……., στο υπόλοιπο ποσό του πλειστηριάσματος των 52.283,81 ευρώ ως πρώτη ενυπόθηκη δανείστρια και έναντι της εξασφαλιζόμενης με υποθήκες απαιτήσεώς της ποσού 500.000 ευρώ. Στη συνέχεια, κατά του ως άνω αναφερόμενου ….. πίνακα κατάταξης δανειστών της τρίτης καθ’ης, συμβ/φου Αθηνών …….. ασκήθηκαν κατά το άρθρο 979 του ΚΠολΔ, οι ακόλουθες ανακοπές: 1) η από 10-2-2009 (αρ. κατ. ……) ανακοπή της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………..», νομίμως εκπροσωπούμενης κατά του Ελληνικού Δημοσίου κ.λ.π., 2) η από 23-2-2009 (αρ. κατ. ……..) ανακοπή της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………» νομίμως εκπροσωπούμενης κατά του Ελληνικού Δημοσίου κ.λ.π. και 3) η από 23-3-2009 (αρ. κατ. …….) ανακοπή του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «………», νομίμως εκπροσωπούμενο από τον Διοικητή του και ειδικά από τον Διευθυντή του Β’ Ταμείου Είσπραξης Εσόδων ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Επί των ανωτέρω ανακοπών, εκδόθηκε κατόπιν συνεκδίκασης λόγω συνάφειας, η υπ’ αριθμ. 5757/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία), η οποία απέρριψε τις από 10-2-2009 (αρ. κατ. ……..) και από 23-2-2009 (αρ. κατ. ……) ανακοπές αντίστοιχα, ενώ έκανε εν μέρει δεκτή την από 23-2-2009 (αρ. κατ. …….) ανακοπή της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………», μεταρρυθμίζοντας τον ανακοπτόμενο υπ’ αριθμ. ……. πίνακα κατάταξης κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα σε αυτή. Κατά της ως άνω 5757/2012 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία) ασκήθηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς η από 25-2-2013 (αρ. κατ. ……..) έφεση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……….» και ήδη «……….». Επί της εφέσεως αυτής εκδόθηκε η 11/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, η οποία έκανε τυπικά δεκτή την έφεση και απέρριψε αυτή κατ’ ουσίαν, με αποτέλεσμα ο υπ’ αριθμ. ……… πίνακας κατάταξης δανειστών να καταστεί έτσι απρόσβλητος και κατ’ ακολουθίαν εκτελεστός κατ’ άρθρο 980 ΚΠολΔ. Εξάλλου, κατά της 11/2014 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, δεν ασκήθηκε κανένα ένδικο μέσο εντός της νόμιμης προθεσμίας, όπως προκύπτει από το υπ’ αριθμ. ……… πιστοποιητικό του Γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς. Εξάλλου, η Δ.Ο.Υ. Δ’ Αθηνών (Δ’-Η’-Ι’-ΙΑ’) με το υπ’ αριθμ. …….. έγγραφο του Προϊσταμένου της που απηύθυνε στη συμβολαιογράφο Αθηνών ………, ως υπάλληλο του πλειστηριασμού προέβη σε μερική άρση αναγγελίας χρεών του οφειλέτη ……του …. για την απαίτηση που περιελήφθη στην υπ’ αριθμ. πρωτ. …. και αρ. ειδ. Βιβλ. …….. αναγγελία της στον παραπάνω πλειστηριασμό και για την οποία είχε καταταγεί προνομιακά και οριστικά στον αμέσως παραπάνω υπ’ αριθμ. ……. πίνακα κατάταξης δανειστών της τρίτης καθ’ης συμβολαιογράφου. Έτσι υπήρξε περιορισμός του ποσού για τον οποίο είχε καταταγεί το Ελληνικό Δημόσιο μέσω της Ι’ Δ.Ο.Υ. (ήδη Δ’) Αθηνών, στον τελευταίο πίνακα κατάταξης από το ποσό των 22.953,08 ευρώ στο ποσό των 18.849,83 ευρώ και έμεινε υπόλοιπο προς διανομή ποσό 4.103,25 ευρώ. Περαιτέρω, κατόπιν της υπ’ αριθμ. …….. εντολής της συμβ/φου …….. προς το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, η Δ.Ο.Υ. Δ’ Αθηνών (Δ’-Η’-Ι’-ΙΑ’) εισέπραξε το συνολικό ποσό των 18.849,83 ευρώ, που αναλύεται ως εξής: 1) ποσό 17.596,48 ευρώ (10.112,92 ευρώ κεφάλαιο + 7.483,56 ευρώ προσαυξήσεις) με αιτία οριστική βεβαίωση Φ.Π.Α. για το οικονομικό έτος 2005 (Α.Τ.Β. …….) με το υπ’ αριθμ. …… διπλότυπο είσπραξης έναντι βεβαιωμένων οφειλών και 2) ποσό 1.253,35 ευρώ (803,43 ευρώ κεφάλαιο + 449,92 ευρώ προσαυξήσεις) με αιτία έξοδα διοικητικής εκτέλεσης για το οικονομικό έτος 2008, φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων για το οικονομικό έτος 2007 και έξοδα διοικητικής εκτέλεσης για το οικονομικό έτος 2008 (Α.Τ.Β. ………, Α.Τ.Β. ………, Α.Τ.Β. ……..) με το υπ’ αριθμ. ……… τον ισχυρισμό που είχε προβληθεί παλαιότερα ότι ήδη το Ελληνικό Δημόσιο είχε ικανοποιηθεί για τις ίδιες απαιτήσεις του από τον υπ’ αριθμ. …… πίνακα κατάταξης της συμβ/φου Αθηνών ………., στην 11/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς που αφορά στην κατάταξη των δανειστών στον πιο πάνω υπ’ αριθμ. ………. πίνακα κατάταξης της τρίτης καθ’ης συμβ/φου, κατόπιν άσκησης έφεσης της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας «………..» κατά του και νυν ανακόπτοντος Ελληνικού Δημοσίου και της ………, νυν δεύτερης καθ’ης διαλαμβάνεται μεταξύ άλλων ότι «…δεν αποδεικνύεται βάσιμος ο ισχυρισμός της εκκαλούσας Τράπεζας, ότι, κατά του εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου στη διαδικασία του ένδικου πλειστηριασμού (και συγκεκριμένα στη συμβολαιογράφο ……….), το Ελληνικό Δημόσιο είχε καταταγεί για τις ίδιες απαιτήσεις του και στον πιο πάνω υπ’ αριθμ. 3……… πίνακα κατάταξης της συμβολαιογράφου …….. και είχε ικανοποιηθεί με την κατάταξή του αυτή. Εξάλλου και από την τώρα εκ μέρους της εκκαλούσας υποβολή του πιο πάνω αιτήματος αναβολής της έκδοσης απόφασης του παρόντος δικαστηρίου μέχρι την έκδοση απόφασης επί της έφεσής της, που αφορά στον υπ’ αριθμ. ……. πίνακα κατάταξης της συμβολαιογράφου .. ……. (ο οποίος μάλιστα συντάχθηκε την 8/1/2009, δηλαδή μετά από τη σύνταξη του ένδικου υπ’ αριθμ. ……. πίνακα κατάταξης), αποδεικνύεται η αβασιμότητα του ισχυρισμού της εκκαλούσας, ότι το εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο είχε καταταγεί και συνακόλουθα ότι είχε ικανοποιηθεί κατά το χρόνο της αναγγελίας των απαιτήσεων της εκκαλούσας στη διαδικασία του παρόντος πλειστηριασμού. Περαιτέρω, μετά την τελεσίδικη κατάταξη του συνόλου των αναγγελθεισών απαιτήσεων του Ελληνικού Δημοσίου εναντίον του καθού (……..) στον υπ’ αριθμ. ……..πίνακα κατάταξης της συμβολαιογράφου ………, τότε συντρέχει η προαναφερόμενη περίπτωση της ικανοποίησής του (του Ελληνικού Δημοσίου) από τον καθ’ου η εκτέλεση και, αποδεικνυομένου ότι υφίσταται υπόλοιπο πλειστηριάσματος προς διανομή, η συμβολαιογράφος- υπάλληλος επί του ένδικου πλειστηριασμού οφείλει να συντάξει νέο συμπληρωματικό πίνακα κατάταξης, με τον οποίο, χωρίς να τροποποιεί τον αρχικό πίνακα, να διανέμει το χρηματικό ποσόν που προέκυψε μεταγενέστερα, λόγω του ότι ο προηγούμενος αυτός υπ’ αριθμ ………. πίνακας κατάταξης έχει καταστεί απρόσβλητος.» Εκ των παραπάνω παραδοχών στην ως άνω απόφαση δεν παράγεται από αυτή και αναφορικά με τους διαδίκους αυτής δεδικασμένο για την υπό κρίση ανακοπή και δη μεταξύ του ανακόπτοντος και της δεύτερης καθ’ης (ο πρώτος των καθ’ων και η τρίτη καθ’ης δεν ήταν διάδικοι στην παραπάνω δίκη), καθώς σύμφωνα με την πιο πάνω απόφαση κατά τον χρόνο έκδοσης αυτής, δεν υφίστατο τελεσίδικη κατάταξη του συνόλου των αναγγελθεισών απαιτήσεων του Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου σε βάρος του καθ’ου η εκτέλεση στον υπ’ αριθμ. ……… πίνακα κατάταξης δανειστών της Συμβολαιογράφου ……… και για το λόγο αυτό, ήτοι ελλείψει τελεσιδικίας κρίθηκε αβάσιμος ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι το Ελληνικό Δημόσιο είχε ήδη ικανοποιηθεί με την κατάταξή του στον ως άνω υπ’ αριθμ. …….. πίνακα κατάταξης. Συνακόλουθα, απορριπτέος τυγχάνει ως ουσιαστικά αβάσιμος ο ισχυρισμός των δεύτερης και τρίτης εφεσίβλητων- καθ’ων η ανακοπή στην παρούσα δίκη περί ύπαρξης δεδικασμένου, ενώ η παρεμπίπτουσα κρίση του παραπάνω Δικαστηρίου για τη δυνατότητα σύνταξης συμπληρωματικού πίνακα κατάταξης μετά την τελεσίδικη κατάταξη του συνόλου των αναγγελθεισών απαιτήσεων του Ελληνικού Δημοσίου εναντίον του καθ’ου στον υπ’ αριθμ. ….. πίνακα κατάταξης της συμβολαιογράφου …… είχε καθοδηγητικό και μόνο χαρακτήρα και δεν αποτελούσε αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος που κρίθηκε. Περαιτέρω, όμως, στα πλαίσια της ως άνω προηγούμενης δίκης, στις προσκομισθείσες από 20.5.2013 προτάσεις του ανακόπτοντος που είχαν κατατεθεί στη δικάσιμο της 23.5.2013 ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, επί της εκκρεμούς εφέσεως κατά της 5757/2012 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επί της οποίας εκδόθηκε η 11/2014 απόφαση, στις οποίες (προτάσεις) έχουν ενσωματωθεί οι κατατεθείσες στον πρώτο βαθμό προτάσεις και ειδικότερα στη σελίδα 12 αυτών αναφέρεται από το Ελληνικό Δημόσιο ότι «Επειδή και ο έτερος ισχυρισμός της αντιδίκου εναντίον μου, ότι δήθεν οι απαιτήσεις μου κατά του καθ’ ου η εκτέλεση έχουν ήδη καταταγεί οριστικά και προνομιακά δυνάμει του υπ’ αριθμ. …….. πίνακα κατάταξης δανειστών της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………, δεν ευσταθεί και επομένως τυγχάνει απορριπτέος, διότι ο εν λόγω πίνακας κατατάξεως δανειστών δεν έχει τελεσιδικήσει, αφού σήμερα κιόλας εκδικάζονται δύο ανακοπές, που άσκησαν οι αντίδικες εναντίον του, και επομένως το ποσό για το οποίο κατετάγη το Ελληνικό Δημόσιο δια του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ι’ Αθηνών δεν έχει εισπραχθεί από αυτό.» Τα ανωτέρω αναφερόμενα δεν συνιστούν μεν εξώδικη ομολογία του ανακόπτοντος, όπως δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού με αυτά το Ελληνικό Δημόσιο δεν φέρεται να ομολογεί σε βάρος του δυσμενή γεγονότα, πλην όμως εκ των ανωτέρω διαλαμβανομένων στις προτάσεις του, ήτοι από την απάντηση που δίνει προκειμένου να αντικρούσει τον ισχυρισμό των αντιδίκων του ότι οι ίδιες απαιτήσεις του κατά του καθ’ου η αναγκαστική εκτέλεση οφειλέτη έχουν καταταγεί οριστικά και προνομιακά και σε άλλον πίνακα κατάταξης δανειστών (τον υπ’ αριθμ. ………. πίνακα) που συντάχθηκε κατόπιν άλλου διενεργηθέντος πλειστηριασμού ακινήτων του ίδιου οφειλέτη και έχουν ικανοποιηθεί, δημιουργείται σε βάρος του Δημοσίου δικαστικό τεκμήριο. Στην πολιτική δίκη αποδεικτικά μέσα είναι μεταξύ άλλων, κατά το άρθρο 339 του ΚΠολΔ, τα έγγραφα και τα δικαστικά τεκμήρια. Τα τελευταία είναι συμπεράσματα τα οποία συνάγει το δικαστήριο από αποδεδειγμένα γεγονότα για την ύπαρξη ή την ανυπαρξία άλλων γεγονότων. Έτσι, αν ο διάδικος επικαλείται και προσκομίζει κάποιο έγγραφο, που έχει αποδεικτική δύναμη υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 438, 439 και 443 ΚΠολΔ, προς απόδειξη πραγματικού γεγονότος, από την αλήθεια του οποίου ο δικαστής, λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας, κατόπιν συλλογισμού μπορεί να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για την αλήθεια ή αναλήθεια πραγματικών γεγονότων, τα οποία αποτελούν άμεσα στοιχεία του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, το δικαστήριο οφείλει να το λάβει υπόψη και να το αξιολογήσει μαζί με τα άλλα τυχόν προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 29/2017, ΕλλΔνη 2018, σελ. 1422). Εν προκειμένω, το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο με τις προτάσεις του ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, στον δεύτερο βαθμό και στα πλαίσια της δίκης που ανοίχθηκε με την από 23.2.2009 (με αριθμό κατάθεσης ……….) ανακοπή της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας «…….» προς μεταρρύθμιση του ως άνω υπ’ αριθμ. ……. πίνακα κατάταξης της Συμβ/φου Αθηνών ……. προκειμένου να απορριφθεί ο λόγος της ανακοπής της παραπάνω τράπεζας ότι το Ελληνικό Δημόσιο είχε καταταγεί για την ίδια απαίτηση για την οποία είχε αναγγελθεί και καταταγεί στον παραπάνω προσβαλλόμενο πίνακα και στον υπ’ αριθμ. …….. πίνακα κατάταξης της συμβ/φου ……. και ότι είχε επέλθει ήδη ικανοποίησή του ως προς αυτή, δεν υποστήριξε, όπως θα ήταν λογικό, ότι και να ικανοποιηθεί από τον υπ’ αριθμ. …….. πίνακα κατάταξης, τούτο δεν θα επηρεάσει την κατάταξή του στον υπ’ αριθμ. ….. πίνακα κατάταξης, καθώς αναγγέλθηκε για άλλο τμήμα μεγαλύτερης απαίτησής του κατά του οφειλέτη ……ως ομόρρυθμου εταίρου της προαναφερόμενης ομόρρυθμης εταιρίας για εκπρόθεσμη καταβολή Φ.Π.Α. του οικονομικού έτους 2005, όπως υποστηρίζει πλέον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Αντ’ αυτού, το Ελληνικό Δημόσιο υποστήριξε ότι δεν είχε ακόμη ικανοποιηθεί από τον …… πίνακα κατάταξης. Εξ αυτού συνάγεται ότι το πρώτον μετά την παραπάνω δίκη, το Ελληνικό Δημόσιο υποστήριξε ότι οι απαιτήσεις που ανήγγειλε στους δύο παραπάνω πίνακες κατάταξης κατά του οφειλέτη ……ως ομόρρυθμου μέλους της πιο πάνω ομόρρυθμης εταιρίας για εκπρόθεσμη καταβολή ΦΠΑ του οικονομικού έτους 2005 με βάση την υπ’ αριθμ. ……….. βεβαίωση αποτελούσαν διακριτά τμήματα μεγαλύτερης απαίτησης από την παραπάνω αιτία.
Ακολούθως, κατόπιν της από 31-3-2014 αιτήσεως που υπέβαλλε προς τη συμβολαιογράφο …….., η αναγγελθείσα δανείστρια ….., με την οποία (αίτηση) ζητούσε σε σχέση με τον διενεργηθέντα από την ανωτέρω συμβ/φο πλειστηριασμό σε βάρος του οφειλέτη .. …, να εκδώσει η υπάλληλος του πλειστηριασμού συμπληρωματικό πίνακα κατάταξης, με τον οποίο χωρίς να τροποποιεί τον αρχικό υπ’ αριθμ. ……. πίνακα κατάταξης, να διανείμει το χρηματικό ποσό των 22.953,08 ευρώ για το οποίο είχε κατατάξει το Ελληνικό Δημόσιο, η συμβολαιογράφος υπέβαλλε προς τον Προϊστάμενο της Δ’ Δ.Ο.Υ. Αθηνών (Δ’-Η’-Ι’-ΙΑ’) αίτηση να της επιστραφεί το ποσό των 18.849,83 ευρώ, όπως ήδη είχε περιοριστεί κατά τα ανωτέρω λεχθέντα, καθώς υποστήριξε ότι η Δ’ Δ.Ο.Υ. Αθηνών είχε εισπράξει το εν λόγω ποσό για την ίδια απαίτηση από τον υπ’ αριθμ. ……. πίνακα κατάταξης της συμβολαιογράφου Αθηνών ….. (με εξαίρεση το ποσό των 11 ευρώ που δεν ανήγγειλε και για το οποίο δεν κατατάχθηκε στον πίνακα αυτό). Εντούτοις, η Προϊσταμένη της Δ’ Δ.Ο.Υ. Αθηνών απάντησε με το υπ’ αριθμ. πρωτ. ……. έγγραφό της ότι η βασική οφειλή από ΦΠΑ οικονομικού έτους 2005 με Τ.Β. ../… της πιο πάνω ομόρρυθμης εταιρίας, για την οποία ευθυνόταν ως συνυπόχρεος και ο καθ’ου ο πλειστηριασμός ……, ως ομόρρυθμο μέλος, ανερχόταν στο μεγαλύτερο ποσό των 35.136,24 ευρώ πλέον προσαυξήσεων. Ότι για τα ποσά, για τα οποία κατετάγη η Ι’ Δ.Ο.Υ. Αθηνών εκδόθηκαν τα υπ’ αριθμ. …… (κεφάλαιο 18.545,32 ευρώ + προσαυξήσεις 6.731,95 ευρώ) και …….. (κεφάλαιο 10.112,92 ευρώ + προσαυξήσεις 7.483,56 ευρώ) διπλότυπα είσπραξης και πιστώθηκαν στην ανωτέρω οφειλή και ως εκ τούτου ουδέν οφείλει προς επιστροφή. Μη πεισθείσα, η τρίτη των καθ’ων συμβολαιογράφος προέβη στη σύνταξη του ανακοπτόμενου συμπληρωματικού υπ’ αριθμ. ………. πίνακα κατάταξης δανειστών, στον οποίο αφού προαφαίρεσε ως έξοδα εκτέλεσης το ποσό των 5.000,38 ευρώ και συγκεκριμένα: α) ποσό 4.564,96 ευρώ για έξοδα και δικαιώματα της υπαλλήλου του πλειστηριασμού συμβολαιογράφου και β) ποσό 435,42 ευρώ για έξοδα και αμοιβή του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….., κατέταξε στο υπόλοιπο προς διανομή πλειστηρίασμα ποσού 17.941,70 ευρώ, προνομιακά και οριστικά τη δεύτερη καθ’ης …………, ως πρώτη ενυπόθηκη δανείστρια και έναντι της εξασφαλιζόμενης με υποθήκες απαιτήσεώς της ύψους 500.000 ευρώ. Περαιτέρω, από τα ως άνω προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι το ανακόπτον εκπροσωπούμενο από τον Προϊστάμενο της Ι’ Δ.Ο.Υ Αθηνών και ήδη Δ’ Δ.Ο.Υ. Αθηνών, μετά την τελεσίδικη κατάταξή του για τις αναγγελθείσες με την υπ’ αριθμ. ειδ. Βιβλ. …… αναγγελία του απαιτήσεις του έχει ικανοποιηθεί από τον υπ’ αριθμ. ……. πίνακα κατάταξης της συμβολαιογράφου Αθηνών ……… ως προς την οφειλή από φόρο προστιθέμενης αξίας (εκπρόθεσμη υποβολή δήλωσης ΦΠΑ οικονομικού έτους 2005), ποσού κεφαλαίου 16.684,70 ευρώ και προσαυξήσεων εκπροθέσμου καταβολής μέχρι την τελεσιδικία του πίνακα κατάταξης, όπως η οφειλή αυτή προκύπτει από τη με αριθμό …… ταμειακή βεβαίωση και αφορά στο οικονομικό έτος 2005. Ειδικότερα από το προαναφερόμενο υπ’ αριθμ. ……. διπλότυπο είσπραξης τύπου Α’ έναντι ρύθμισης αποδεικνύεται ότι το ανακόπτον έχει εισπράξει το συνολικό ποσό των 25.277,27 ευρώ με αιτία πληρωμής οριστική βεβαίωση ΦΠΑ για το οικονομικό έτος 2005 με βάση την Α.Τ.Β. ….. για οφειλή κεφαλαίου 18.545,32 ευρώ + 6.731,95 ευρώ προσαυξήσεις, ήτοι για την τέταρτη οφειλή που περιέχεται στην ανωτέρω υπ’ αριθμ. …….. αναγγελία και αφορά στην υπ’ αριθμ. ……. ταμειακή βεβαίωση για εκπρόθεσμη καταβολή ΦΠΑ οικονομικού έτους 2005. Επομένως, ως προς τη συγκεκριμένη οφειλή συνέτρεξε στην προκειμένη περίπτωση, η ικανοποίηση του ανακόπτοντος βάσει του υπ’ αριθμ. …….. τελεσίδικου πίνακα κατάταξης της συμβολαιογράφου Αθηνών ……… Ο επαναφερόμενος ως λόγος έφεσης ισχυρισμός του ανακόπτοντος ότι οι υπ’ αριθμ. …. και ……αναγγελίες αφορούσαν η καθεμία μέρος της απαιτητής και βεβαιωμένης δια της υπ’ αριθμ. …….. βεβαίωσης, οφειλής της εταιρίας «…………», της οποίας συνυπόχρεος ήταν ο καθ’ου η εκτέλεση ……πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, αφού, όπως ορθά δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, από την επισκόπηση των ανωτέρω αναγγελιών με αριθμούς …….. και ……… στους δύο πλειστηριασμούς κατά του οφειλέτη ……, αποδεικνύεται ότι υφίσταται πλήρης ταύτιση της ως άνω αναγγελθείσας απαίτησης, η οποία είναι αρκούντως ορισμένη, όπως έχει τελεσιδίκως κριθεί. Συγκεκριμένα πρόκειται για την οφειλή από φόρο προστιθέμενης αξίας από εκπρόθεσμη υποβολή δήλωσης ΦΠΑ οικονομικού έτους 2005, ποσού κεφαλαίου 16.684,70 ευρώ και προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής υπό την ιδιότητα του ……ως ομόρρυθμου μέλους της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «………..» με αριθμό φορολογικού μητρώου ….., που προκύπτει από τη με αριθμό ……… ταμειακή βεβαίωση και η οποία προσδιορίζεται κατά κεφάλαιο και προσαυξήσεις σε αμφότερες τις αναγγελίες. Από κανένα στοιχείο των παραπάνω αναγγελιών δεν προκύπτει ότι το ίδιο ακριβώς ποσό κεφαλαίου βάσει της ίδιας ταμειακής βεβαίωσης αναφέρεται σε διαφορετικό μέρος της μεγαλύτερης απαίτησης ύψους 35.136,24 ευρώ, όπως ισχυρίσθηκε εκ των υστέρων το Ελληνικό Δημόσιο, ούτε άλλωστε δικαιολογείται το ανακόπτον να δήλωσε και με την αναγγελία του στον δεύτερο πλειστηριασμό πάλι το ίδιο ποσό των 16.684,70 ευρώ, όταν βάσει του σχετικού ισχυρισμού του είχε αρχική συνολική απαίτηση για την παραπάνω αιτία κεφαλαίου 35.136,24 ευρώ, οπότε θα απέμενε υπόλοιπο κεφαλαίου μετά την αναγγελία στον πλειστηριασμό ακινήτων του οφειλέτη ……για τον οποίο συντάχθηκε ο υπ’ αριθμ. ……. πίνακας κατάταξης ύψους (35.136,24 ευρώ-16.684,70 ευρώ=) 18.451,54 ευρώ, για το οποίο θα ζητούσε να καταταγεί στο πλειστηρίασμα από τον πλειστηριασμό για τον οποίο συντάχθηκε ο υπ’αριθμ. ….. πίνακας κατάταξης. Συνακόλουθα, αφού αποδείχθηκε ότι το ανακόπτον έχει καταταχθεί τελεσιδίκως στον υπ’ αριθμ. ….. πίνακα κατάταξης της συμβολαιογράφου ……. και έχει ικανοποιηθεί πλήρως για την οφειλή του, κεφαλαίου 16.684,70 ευρώ μετά προσαυξήσεων, ενόψει του ότι το πλειστηρίασμα του άνω πλειστηριασμού έχει ήδη κατατεθεί δημοσίως υπέρ αυτού και έχει εισπραχθεί από το ανακόπτον, έχει επέλθει απόσβεση της σχετικής απαιτήσεώς του, σύμφωνα με το άρθρο 432 ΑΚ, μόνο ως προς την ανωτέρω οφειλή. Κατά συνέπεια, η με τον ανωτέρω πίνακα κατάταξης ικανοποίηση του ανακόπτοντος ματαιώνει την κατάταξή του στον υπ’ αριθμ. ……. πίνακα κατάταξης δανειστών της τρίτης των καθ’ων η ανακοπή συμβολαιογράφου για την ίδια απαίτηση, όπως ορθά δέχθηκε η εκκαλουμένη, δεχόμενη εν μέρει τον ισχυρισμό των παρασταθέντων καθ’ων η ανακοπή περί ικανοποίησης του ανακόπτοντος από την κατάταξή του στον υπ’ αριθμ. ……. εκτελεστό πίνακα κατάταξης της συμβολαιογράφου ……… Περαιτέρω, ως προς τις λοιπές απαιτήσεις του ανακόπτοντος που αναγγέλθηκαν στην τρίτη καθ’ης συμβολαιογράφο, πλην της Α.Τ.Β. ……. οφειλής, ισχύουν όσα έχει δεχθεί η εκκαλούμενη απόφαση τα οποία και δεν προσβάλλονται με την υπό κρίση έφεση, ήτοι ότι το ανακόπτον δεν έχει ικανοποιηθεί σύμφωνα με το προαναφερόμενο υπ’ αριθμ. …….. διπλότυπο είσπραξης έναντι ρύθμισης, καίτοι το ανακόπτον είχε καταταγεί στον υπ’ αριθμ. …….. πίνακα κατάταξης της Συμβ/φου ………. για τις ίδιες ακριβώς τέσσερις απαιτήσεις του εναντίον του ίδιου οφειλέτη, που είχε καταταγεί και στον υπ’ αριθμ. …… πίνακα κατάταξης δανειστών της τρίτης καθ’ης συμβολαιογράφου (εκτός ποσού 11 ευρώ της Α.Τ.Β. ……… που δεν ανήγγειλε και για το οποίο δεν κατατάχθηκε στον πρώτο πίνακα αυτό). Ειδικότερα, το ανακόπτον δεν έχει ικανοποιηθεί, δηλαδή δεν έχει εισπραχθεί από αυτό πλειστηρίασμα για ορισμένες απαιτήσεις που περιελήφθησαν στην υπ’ αριθμ. πρωτ. …. και με αρ. ειδ. βιβλ. …. αναγγελία του, δηλαδή για τις οφειλές με Α.Τ.Β. ……., Α.Τ.Β. ……. και Α.Τ.Β. …….. και για τις οποίες είχε καταταγεί προνομιακά και οριστικά στον υπ’ αριθμ. ….. πίνακα κατάταξης δανειστών της ως άνω συμβολαιογράφου και έως το ποσό των 18.849,83 ευρώ, καθόσον χώρησε μερική άρση αναγγελίας χρεών του οφειλέτη ……του …, σύμφωνα με το προαναφερόμενο υπ’ αριθμ. …… έγγραφο του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Δ’ Αθηνών (Δ’-Η’-Ι’-ΙΑ’) που απηύθυνε στη συμβ/φο Αθηνών ……, ως υπάλληλο του πλειστηριασμού. Επομένως, αφού αφαιρεθεί το ποσό των 17.596,48 ευρώ που εισέπραξε το ανακόπτον για την υπ’ αριθμ. …….. ταμειακή βεβαίωση σύμφωνα με το πιο πάνω υπ’ αριθμ. ……. διπλότυπο είσπραξης, αυτό έχοντας έννομο συμφέρον λόγω μη ολοσχερούς ικανοποίησής του μετά την τελεσιδικία του υπ’ αριθμ. …….. πίνακα κατάταξης της συμβ/φου Αθηνών ………, δικαιούται να λάβει το ποσό των (18.849,83-17.596,48=) 1.253,35 ευρώ προς ικανοποίηση των παραπάνω λοιπών αναγγελθεισών απαιτήσεων μετά τη μερική άρση αναγγελίας χρεών (Α.Τ.Β. ……..). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεχόμενο εν μέρει την ανακοπή ως προς τη δεύτερη καθ’ης και μεταρρυθμίζοντας τον υπ’ αριθμ. ……. συμπληρωματικό πίνακα κατάταξης δανειστών της Συμβολαιογράφου Αθηνών … μόνο ως προς το ποσό 1.253,35 ευρώ για το οποίο κατέταξε προνομιακά και οριστικά το Ελληνικό Δημόσιο και όπως η σύνταξη του σχετικού συμπληρωματικού πίνακα ήταν αναγκαία μετά την εξόφληση του Δημοσίου ως προς το πιο πάνω αναγγελθέν ποσό και απορρίπτοντας το σχετικό λόγο ανακοπής κατά του συμπληρωματικού πίνακα κατάταξης να καταταχθεί το Ελληνικό Δημόσιο και για το ποσό των 17.596,48 ευρώ, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και σωστά τις αποδείξεις εκτίμησε. Ακολούθως, όπως ορθά δέχθηκε και η εκκαλουμένη, επειδή το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν έχει ικανοποιηθεί πλήρως, δεν υφίσταται έννομο συμφέρον του για την ακύρωση ή μεταρρύθμιση του προσβαλλόμενου υπ’ αριθμ. ……….- εφεσίβλητης συμβολαιογράφου, αναφορικά με την προαφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης από την υπάλληλο του πλειστηριασμού, καθώς η παραδοχή του αιτήματος της ανακοπής πρέπει να οδηγεί όχι μόνο στην ακύρωση της κατάταξης του καθ’ου η ανακοπή, αλλά και στη δυνατότητα κατάταξης του ανακόπτοντος, με συνέπεια, αν, παρά την ακύρωση της κατάταξης του καθ’ου η ανακοπή, κριθεί ότι ο ανακόπτων δεν έχει δικαίωμα κατάταξης, η ανακοπή να απορρίπτεται ως απαράδεκτη για έλλειψη έννομου συμφέροντος. Συνεπώς, ορθά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αφού έκρινε ότι είχε ικανοποιηθεί το Ελληνικό Δημόσιο ως προς την αναγγελθείσα απαίτησή του συνολικού ποσού 17.596,48 ευρώ, απέρριψε τον σχετικό λόγο ανακοπής κατά του πρώτου και της τρίτης των καθ’ων, ήδη εφεσιβλήτων. Συνακόλουθα, η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη, τα δε δικαστικά έξοδα της δεύτερης και της τρίτης των εφεσίβλητων, όχι όμως και του πρώτου ερημοδικασθέντος εφεσίβλητου που δεν υποβλήθηκε σε σχετικά έξοδα, ούτε υπέβαλε αντίστοιχο αίτημα, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, να επιβληθούν μειωμένα σε βάρος του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ και 22 παρ.1 του ν. 3693/1957, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, το αίτημα των δεύτερης και τρίτης των εφεσίβλητων να καταδικασθεί το Ελληνικό Δημόσιο στις προβλεπόμενες στη διάταξη του άρθρου 205 του ΚΠολΔ ποινές, λόγω άσκησης τελείως αβάσιμης έφεσης, απορριπτέο τυγχάνει ως απαράδεκτο, ελλείψει έννομου συμφέροντος κατ’ άρθρο 68 του ΚΠολΔ. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 205 του ΚΠολΔ «το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, με την οριστική απόφασή του, επιβάλλει στον διάδικο ή στον νόμιμο αντιπρόσωπό του ή στο δικαστικό του πληρεξούσιο, ανάλογα με την ευθύνη καθενός, χρηματική ποινή από χίλια (1.000) ευρώ έως δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) ευρώ, που περιέρχεται στο δημόσιο ως δημόσιο έσοδο, αν προκύψει από τη δίκη που έγινε ότι, αν και το γνώριζαν: 1) άσκησαν προφανώς αβάσιμη αγωγή, ανταγωγή ή παρέμβαση ή προφανώς αβάσιμο ένδικο μέσο ή 2) διεξήγαγαν τη δίκη παρελκυστικά ή δεν τήρησαν τους κανόνες των χρηστών ηθών ή της καλής πίστης ή το καθήκον της αλήθειας. Αντίγραφο της απόφασης αυτής γνωστοποιείται αμέσως στο Υπουργείο Οικονομικών με επιμέλεια της γραμματείας». Δηλαδή, εν προκειμένω, αν γίνει δεκτό το αίτημα των παραπάνω εφεσίβλητων να επιβληθεί χρηματική ποινή στο εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, το τελευταίο καθίσταται οφειλέτης και δανειστής της ίδιας απαίτησης, αφού αυτή αποτελεί κατά τα ανωτέρω δημόσιο έσοδο που εισπράττεται από το ίδιο, οπότε κανένα σε βάρος του δυσμενές αποτέλεσμα δεν θα είχε η επιβολή μιας τέτοιας ποινής τάξης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην του πρώτου εφεσίβλητου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 19.9.2017 (κατατεθείσα στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με Γ.Α.Κ. …… και Ε.Α.Κ. ……… και προσδιορισθείσα ενώπιον της Γραμματείας του Εφετείου Πειραιώς με Γ.Α.Κ. …… και Ε.Α.Κ. ……..) έφεση κατά της 2839/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε με την ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων.
Απορρίπτει το αίτημα των δεύτερης και τρίτης εφεσίβλητων για επιβολή ποινής τάξης σε βάρος του εκκαλούντος.
Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της δεύτερης και τρίτης των εφεσιβλήτων για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας και ορίζει αυτά στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 25.1.2019.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ