Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 1/2017

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός Απόφασης  1/2017

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Δ.Π..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση του εκ των εναγομένων Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.I.Δ.) με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ», που ηττήθηκε εν μέρει στην πρωτοβάθμια δίκη, κατά της υπ’αριθμ. 3356/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο και από τη σύμβαση της ασφάλισής του (άρθρα 666, 667, 670-676 και 681Α του ΚΠολΔ), επί της από 24.7.2014 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.  ……/16.1.2015) αγωγής του εφεσιβλήτου, διώκουσας την αναγνώριση της υποχρέωσης των εναγομένων καταβολής σ’αυτόν αποζημίωσης για την αποκατάσταση της μέλλουσας περιουσιακής, αποθετικής, ζημίας (διαφυγόντα κέρδη – απολεσθέντα εισοδήματα), που θα εξακολουθήσει να υφίσταται λόγω της πλήρους και εφ’όρου ζωής ανικανότητάς του προς άσκηση του επαγγέλματος του ναυτικού, συνεπεία του τραυματισμού του σε τροχαίο αυτοκινητικό ατύχημα, ως συνεπιβάτης δικύκλου μοτοποδηλάτου, και στρεφομένης κατά του – ήδη κριθέντος διά δικαστικών αποφάσεων, που έχουν αποκτήσει δύναμη δεδικασμένου ως αποκλειστικά υπαιτίου του ατυχήματος – οδηγού και συνιδιοκτήτη του ζημιογόνου οχήματος και του εκκαλούντος, ως ειδικού διαδόχου της ασφαλιστικής εταιρίας του συγκεκριμένου οχήματος, λόγω ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της ανωτέρω εταιρίας, κατόπιν παραίτησης του ενάγοντος από το δικόγραφο της αγωγής του ως προς τον πρώτο εναγόμενο, αντιμωλία των λοιπών διαδίκων της δίκης, και με την οποία (απόφαση) έγινε εν μέρει δεκτή η προαναφερθείσα αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη και αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση του εναγομένου Ν.Π.Ι.Δ. να καταβάλει στον ενάγοντα το ειδικότερα διαλαμβανόμενο στο διατακτικό της χρηματικό ποσό σε ισόποσες μηνιαίες δόσεις, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2017 έως 31.12.2019, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.1 και 520 § 1 του ΚΠολΔ), με  την  κατάθεση  του    δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 13.11.2015 (με αριθμ. εκθ. καταθ. ,,,,,/13.11.2015), ήτοι εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της πρωτόδικης απόφασης, με την επιμέλεια του εφεσιβλήτου, στο εναγόμενο – εκκαλούν, που έλαβε χώρα στις 15.10.2015, σύμφωνα με την σχετική επισημείωση στην εμπρόσθια σελίδα του πρώτου φύλλου του αντιγράφου της απόφασης αυτής της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικής Επιμελήτριας ………. και περαιτέρω δε συντρέχει εν προκειμένω άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από το εκκαλούν κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο, αρμόδια δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση.

Ο ενάγων με την από 24.7.2014 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.  …………/16.1.2015) αγωγή, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επικαλούμενος ότι σε τροχαίο αυτοκινητικό ατύχημα, το οποίο προκλήθηκε από αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου εναγομένου, οδηγού και συνιδιοκτήτη Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, ασφαλισμένου για την έναντι τρίτων αστική του ευθύνη  στην ανώνυμη ασφαλιστική  εταιρία με την επωνυμία «…………..», στη δικονομική θέση της οποίας υπεισήλθε το δεύτερο εναγόμενο Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.I.Δ.) με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ», ως ειδικός διάδοχος αυτής, λόγω  ανάκλησης της  άδειας    λειτουργίας της, υπέστη, ως συνεπιβάτης συγκρουσθέντος με το ανωτέρω αυτοκίνητο δικύκλου μοτοποδηλάτου, σοβαρό τραυματισμό, συνεπεία του οποίου κατέστη πλήρως και για όλη τη διάρκεια της ζωής του ανίκανος προς άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος, που μετήρχετο πριν από το ατύχημα, κατόπιν αιφνίδιας και απρόβλεπτης μεταγενέστερης επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του, όπως έχει ήδη κριθεί με δύναμη δεδικασμένου με τις ειδικότερα αναφερόμενες στο δικόγραφο δικαστικές αποφάσεις, που εκδόθηκαν επί προηγουμένων αγωγών του, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν, έκαστος εξ αυτών εις ολόκληρον ευθυνόμενος, το συνολικό ποσό του 1.005.338 ευρώ, κυρίως μεν εφάπαξ, ως περαιτέρω αποζημίωση για την αποκατάσταση της μέλλουσας, περιουσιακής, αποθετικής ζημίας του, συνισταμένης στην απώλεια των εισοδημάτων, που θα αποκέρδαινε με πιθανότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων από την άσκηση του επαγγέλματός του κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2017 έως 17.4.2028, όταν και με τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του θα συνταξιοδοτείτο, επί 9 μήνες ετησίως, πλην του έτους 2028, κατά το οποίο θα εργαζόταν μόνον επί τρίμηνον, επικουρικώς δε διά μηνιαίων καταβολών των χρηματικών ποσών, που αναλυτικά παρατίθενται στην αγωγή, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη. Κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ο ενάγων παραδεκτά με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας του δικηγόρου, αφενός μεν παραιτήθηκε από το δικόγραφο της αγωγής του ως προς τον πρώτο εναγόμενο, αφετέρου προέβη σε τροπή του αιτήματος της αγωγής στο σύνολό του από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό. Επί της αγωγής αυτής, καθώς και επί της με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ. ……../2015 προσεπίκλησης με σωρευόμενη παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης του Επικουρικού Κεφαλαίου κατά των …………….., εκδόθηκε, αντιμωλία των λοιπών διαδίκων της αγωγής και ερήμην των προσεπικληθέντων και παρεμπιπτόντως εναγομένων,  κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο και από τη σύμβαση της ασφάλισής του (άρθρα 666, 667, 670-676 και 681Α του ΚΠολΔ), η υπ’αριθμ. 3356/2015 οριστική απόφαση του προαναφερθέντος Δικαστηρίου, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν τα ανωτέρω δικόγραφα, ως προς μεν τον πρώτο εναγόμενο θεωρήθηκε η αγωγή μη ασκηθείσα, ως προς δε το δεύτερο εναγόμενο Ν.Π.Ι.Δ. έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη και υποχρεώθηκε το τελευταίο να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 28.800 ευρώ, ως διαφυγόντα κέρδη του, απολεσθέντα εισοδήματα του χρονικού διαστήματος από 1.1.2017 έως 31.12.019, σε ισόποσες χρηματικές μηνιαίες δόσεις, ποσού εκάστης 800 ευρώ, εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός, με το νόμιμο τόκο από την έκτη ημέρα κάθε μήνα μέχρι την εξόφληση, κατόπιν απόρριψης ως ουσιαστικά αβάσιμης της προβληθείσας ένστασης του ανωτέρω εναγομένου περί παραγραφής της αγωγικής αξίωσης, καθώς κρίθηκε ότι η εν λόγω παραγραφή έχει εν προκειμένω επιμηκυνθεί σε εικοσαετή και, συνεπώς, δεν έχει συμπληρωθεί, ενώ περαιτέρω έγινε δεκτή η παρεμπίπτουσα αγωγή. Κατά της ανωτέρω απόφασης, κατά το μέρος αυτής, που αφορά στην αγωγή, παραπονείται το εναγόμενο Ν.Π.Ι.Δ., ως εν μέρει ηττηθείς διάδικος, με την κρινόμενη έφεσή του, για τους λόγους, που ειδικότερα    αναφέρονται   στο   δικόγραφο  αυτής και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται, αφενός μεν σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου ως προς την κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου περί απόρριψης της προβληθείσας ένστασής του παραγραφής της αγωγικής αξίωσης, καθώς και περί σιωπηρής απόρριψης της ένστασής του  περί υπέρβασης, διά των ήδη επιδικασθέντων στον ενάγοντα με προγενέστερες δικαστικές αποφάσεις ποσών, συνολικού ύψους κατά κεφάλαιο 323.617,64  ευρώ, ως αποζημίωση από το συγκεκριμένο τροχαίο ατύχημα, του ποσού των 100.000 ευρώ, το οποίο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ.2 του ν.δ.237/1986, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο τέταρτο περ.γ΄του ν.4092/2012, καθιερώθηκε ως το ανώτατο όριο της ευθύνης του για την εν λόγω αιτία, ως ειδικού διαδόχου της ασφαλιστικής εταιρίας του ζημιογόνου οχήματος, με αποτέλεσμα ουδέν έτερον να οφείλει, ενστάσεις, που θα έπρεπε να γίνουν δεκτές και να απορριφθεί ως εκ τούτου η αγωγή, αφετέρου δε σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων όσον αφορά στην ουσία της υπόθεσης, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, και, στη συνέχεια, την επανεξέταση της αγωγής και την απόρριψή της καθ’ολοκληρίαν. Περαιτέρω και ο ίδιος ο ενάγων, ως  επίσης εν μέρει ηττηθείς διάδικος, άσκησε με τις έγγραφες προτάσεις του, που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της ένδικης έφεσης, παραδεκτά αντέφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης λόγω της εφαρμοστέας εν προκειμένω ειδικής διαδικασίας εκδίκασης της αγωγής του (άρθρο 674 παρ.1 και 681Ατου ΚΠολΔ), η οποία (αντέφεση), πρέπει επίσης να ενωθεί και συνεκδικασθεί  με  την    έφεση (άρθρο 246 του ΚΠολΔ), και  με    την οποία, για τον εκεί ειδικότερα αναφερόμενο λόγο, που ανάγεται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την κρίση του επί της ουσίας της υπόθεσης, ήτοι όσον αφορά στη μερική απόρριψη της αγωγής του περί αναγνώρισης της υποχρέωσης του εναγομένου Ν.Π.Ι.Δ. να του καταβάλει αποζημίωση για την  αποκατάσταση της μελλοντικής αποθετικής ζημίας, που θα υποστεί εξαιτίας της πλήρους και μόνιμης ανικανότητάς του προς άσκηση του επαγγέλματος του ναυτικού, συνεπεία του τραυματισμού του σε τροχαίο ατύχημα, προκληθέν από όχημα ασφαλισμένο σε ασφαλιστική εταιρία, της οποίας διάδοχος εκ του νόμου είναι το ανωτέρω εναγόμενο, προσβάλλοντας, επομένως, το ίδιο εκκληθέν κεφάλαιο ως προς το μέρος αυτού, κατά το οποίο η αγωγή του απορρίφθηκε (βλ. σχετ. ότι στην περίπτωση αυτή πρόκειται περί ιδίων κεφαλαίων Βασ. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, Ερμηνεία – Νομολογία – Βιβλιογραφία – Ειδικές Διατάξεις, αριθμ.1537, σελ.386-387), ζητά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε, κατόπιν της επανεξέτασης της υπόθεσης κατ’ουσίαν, να γίνει καθ’ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή του.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 247, 251, 248, 914 και 937 του ΑΚ συνάγεται ότι σε περίπτωση αδικοπραξίας, αφότου εκδηλώθηκε το ζημιογόνο γεγονός, γεννάται υπέρ του ζημιωθέντος απαίτηση αποζημίωσης για την όλη ζημία, θετική και αποθετική, παρούσα ή μέλλουσα, η δε παραγραφή της αντίστοιχης αξίωσης, έστω και αν αφορά μέλλουσα ζημία, που όμως είναι προβλεπτή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, είναι κατ’ αρχήν πενταετής και εφόσον η δικαστική επιδίωξη αυτής της αξίωσης είναι δυνατή, πράγμα που, εξαιρέσει σχετικού νομικού κωλύματος, πάντοτε συμβαίνει, η εν λόγω παραγραφή αρχίζει να τρέχει, για όλες τις ζημίες ενιαίως, από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση της πρώτης επιζήμιας συνέπειας και του  υπόχρεου  προς αποζημίωση.   Εξάλλου,   από   τις  συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 261 εδαφ.α΄του ΑΚ και 221 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι σε περίπτωση άσκησης αγωγής για μέρος μόνο της αξίωσης για αποζημίωση, η επίδοση της αγωγής διακόπτει την   παραγραφή   μόνο   για    το    μέρος αυτό,   ως   προς   το οποίο δημιουργείται αντιστοίχως εκκρεμοδικία. Περαιτέρω σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 268 του ΑΚ, κατά την οποία “κάθε αξίωση που βεβαιώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό παραγράφεται μετά είκοσι χρόνια και αν ακόμη η αξίωση καθαυτή υπαγόταν σε συντομότερη παραγραφή” εάν βεβαιωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση η ύπαρξη αξίωσης για θετική ή αποθετική ζημία από αδικοπραξία, η οποία υπόκειται κατ’ αρχήν στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 παρ.1 ΑΚ, από την τελεσιδικία αρχίζει εικοσαετής παραγραφή και ως προς το μέρος της όλης αξίωσης αποζημίωσης για αποθετική ζημία η οποία ανάγεται σε χρόνο μεταγενέστερο εκείνου για τον οποίο επιδικάσθηκε αποζημίωση. Και αυτό γιατί και το μέρος αυτό της αξίωσης, καίτοι δεν περιέχεται ειδική αναγνωριστική διάταξη στην απόφαση, θεωρείται ότι έχει βεβαιωθεί (εμμέσως) με δύναμη δεδικασμένου (άρθρο 331 ΚΠολΔ) με την παρεμπίπτουσα δικαστική κρίση, η οποία ήταν αναγκαία, για την ύπαρξη δικαιώματος αποζημίωσης του παθόντος γενικά για κάθε ζημία από την αδικοπραξία. Η νέα, όμως, αυτή (εικοσαετής) παραγραφή προϋποθέτει αναγκαίως, κατά την έννοια του άρθρου 268 του ΑΚ, την ύπαρξη αξίωσης, που δεν έχει ήδη υποκύψει στην μέχρι της τελεσιδικίας ισχύουσα βραχυχρόνια παραγραφή, δεδομένου ότι η τελεσίδικη επιδίκαση της επίδικης τότε αξίωσης, δεν επιφέρει αναβίωση της αξίωσης και κατά το μέρος που δεν  έχει    ασκηθεί    και έχει πλέον αποσβεστεί λόγω παραγραφής, η οποία διέδραμε χωρίς διακοπή κατά το άρθρο 261 του ΑΚ (ΟλΑΠ 23/1994, 38/1996,    24/2003, ΑΠ 642/2007, 997/2003, 2/2010, 377/2009). Επίσης,  από  το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 322, 324 και 331 του ΚΠολΔ και 914, 297 και 298 του ΑΚ προκύπτει ότι η τελεσίδικη απόφαση, που εκδόθηκε επί αγωγής αποζημίωσης λόγου θανάτωσης ή βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου, αποτελεί δεδικασμένο για τη νέα δίκη αποζημίωσης με την ίδια ιστορική και νομική αιτία, ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αδικοπραξία, την ευθύνη του υπαιτίου, την τυχόν συνυπαιτιότητα του παθόντος και τη ζημία που έπαθε ο ενάγων για το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στην πρώτη αγωγή, όχι όμως και για το μεταγενέστερο χρόνο, κατά τον οποίο η αδικοπραξία είναι δυνατό να εξακολουθήσει να έχει επιζήμιες συνέπειες, γιατί αυτές δεν είχαν προβληθεί ούτε καταστεί αντικείμενο έρευνας κατά την πρώτη αγωγή. Επομένως, αν υπάρξει τελεσίδικη κρίση, ως προς την αδικοπρακτική ευθύνη του υπόχρεου για ορισμένο χρονικό διάστημα, το παραγόμενο από την απόφαση αυτή δεδικασμένο εκτείνεται και ευθέως (άρθρα 322 και 324 του ΚΠολΔ) και εμμέσως (άρθρο 331του  ΚΠολΔ), μόνο στο χρονικό διάστημα, για το οποίο ζητήθηκε αποζημίωση είτε με αναγνωριστική αγωγή είτε με καταψηφιστική και δεν εκτείνεται και στη μελλοντική αξίωση, εφόσον αυτή δεν κατήχθη σε δίκη και δεν κρίθηκε (ΟλΑΠ 24/2003, ΑΠ 2039/2013). Στην περίπτωση δε που από τη ζημιογόνο πράξη προκύπτει και δυσμενής συνέπεια, που είναι απρόβλεπτη, και συνεπώς για τη σχετική αξίωση που απορρέει από αυτή αρχίζει νέα χωριστή παραγραφή, ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η δυσμενής συνέπεια ήταν από την αρχή απρόβλεπτη δεν αποτελεί αντένσταση, αλλά  άρνηση της ένστασης παραγραφής. Έτσι, ο ενάγων δεν έχει το βάρος να επικαλεσθεί το χαρακτηρισμό της ζημίας του ως απρόβλεπτης, αλλά  ο εναγόμενος, ως ενιστάμενος, έχει το βάρος να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι η ζημία ήταν από την αρχή προβλεπτή, διότι  αυτό είναι το περιεχόμενο της ένστασής του (ΑΠ 1010/2015, 1126/2014 21/2012 Α΄ δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω,  κατά τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 1 και 2 του ν. 489/1976 όπως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το άρθρο 7 του ν. 3557/2007 “το πρόσωπο που ζημιώθηκε έχει από την ασφαλιστική σύμβαση και μέχρι το ποσό αυτής ιδία αξίωση κατά του ασφαλιστή. Η αξίωση αυτή παραγράφεται μετά πάροδο δύο (2) ετών από την ημέρα του ατυχήματος, επιφυλασσομένων των κειμένων διατάξεων για την αναστολή και τη διακοπή της παραγραφής”. Από τις διατάξεις αυτές σαφώς προκύπτει, ότι η παραπάνω διετής παραγραφή αρχίζει, ενόψει και του άρθρου 241 Α.Κ., όχι από την ίδια ημέρα, αλλά από την επόμενη ημέρα του ατυχήματος. Μέσα στη διετία αυτή πρέπει να ολοκληρωθεί η άσκηση της αγωγής (ΚΠολΔ 215), δηλαδή κατάθεση στη γραμματεία του δικαστηρίου και επίδοση αυτής στον εναγόμενο. Αν η επίδοση γίνει μετά τη συμπλήρωση της διετίας επιτρεπτά προτείνεται από τον εναγόμενο ασφαλιστή η ένσταση της διετούς παραγραφής. Για την έναρξη της διετούς αυτής παραγραφής δεν έχει σημασία αν και πότε λαμβάνει γνώση της ζημίας ο ζημιωθείς. Η διάταξη του άρθρου 937 ΑΚ δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω, γιατί αυτή ισχύει στην αξίωση αποζημίωσης από αδικοπραξία. Η διάταξη του άρθρου 10 παρ. 2 του ν. 489/1976, ειδικώς ρυθμίζουσα την αξίωση αποζημίωσης κατά του ασφαλιστή, ευθυνόμενου έναντι του παθόντος όχι εξ αδικοπραξίας, αλλά εκ του νόμου, επικρατεί της γενικής διάταξης του άρθρου 937 του ΑΚ. Η ανωτέρω παραγραφή, ως προς την  αφετηρία της,  καλύπτει όλες τις επελθούσες, καθώς και τις προβλεπτές από την αρχή, μέλλουσες ζημίες του παθόντος. Δεν εφαρμόζεται αν η ζημία είναι από την αρχή απρόβλεπτη, όπως τούτο δύναται να συμβεί επί απρόβλεπτης, κατά τα ιατρικά δεδομένα, επιδείνωσης της υγείας του παθόντος, γεγονός το οποίο όμως αποτελεί στοιχείο της βάσης της σχετικής αγωγής, σύμφωνα με τα άρθρα 118 και 216 του ΑΚ (ΑΠ 1368/2010). Και στη διετή αυτή παραγραφή ισχύουν οι γενικές ρυθμίσεις του ΑΚ ως προς τη διακοπή (ΑΚ 255 επ.) και αναστολή της παραγραφής (ΑΚ 260 επ.). Ειδικά με την άσκηση της αγωγής, επέρχεται διακοπή της παραγραφής (ΑΚ 261). Εξάλλου, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 261 του ΑΚ και 221 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, σε περίπτωση άσκησης της αγωγής για μέρος μόνο της αξίωσης για αποζημίωση, η επίδοση της αγωγής διακόπτει την παραγραφή μόνο για το μέρος αυτό, ως προς το οποίο δημιουργείται αντιστοίχως εκκρεμοδικία, και όχι για άλλες αξιώσεις προς αποζημίωση από την ίδια αιτία, που ανάγονται σε μεταγενέστερο χρόνο  (ΑΠ 8/2007). Στην προαναφερθείσα ειδική παραγραφή ισχύει και η διάταξη του άρθρου 268 εδαφ. α΄του ΑΚ, κατά την οποία κάθε αξίωση που βεβαιώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό παραγράφεται ύστερα από 20 χρόνια και αν ακόμα η αξίωση υπαγόταν σε συντομότερη παραγραφή, με την προϋπόθεση ότι η οποιαδήποτε αξίωση της οποίας επιμηκύνεται η παραγραφή δεν έχει υποπέσει στην μέχρι της τελεσιδικίας ισχύουσα βραχυχρόνια παραγραφή (ΑΠ 59/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, 64/2011 ΕλλΔνη 2011.1356). Εξάλλου, με το άρθρο 7 του ν. 3557/2007, αντικαταστάθηκε η παράγραφος 2 του άρθρου 10 του π.δ. 237/1986, με το οποίο κωδικοποιήθηκε ο ν. 489/1976 και πλέον η αξίωση του τρίτου παθόντος κατά του ασφαλιστή παραγράφεται μετά πάροδο πέντε (5) ετών από την ημέρα του  ατυχήματος, επιφυλασσομένων των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας για την αναστολή και διακοπή της παραγραφής. Το νέο δίκαιο δε ρυθμίζει ζητήματα διαχρονικού δικαίου και κρίνεται πλέον πρόσφορη η προσφυγή στη διάταξη του άρθρου 18 του ΕισΝΑΚ, σύμφωνα με την οποία οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την παραγραφή εφαρμόζονται και στις αξιώσεις που έχουν γεννηθεί, αλλά δεν έχουν ακόμη παραγραφεί κατά την εισαγωγή του. Η πιο πάνω διάταξη δεν είναι αντίθετη με τη ρύθμιση της μη αναδρομικότητας του νόμου, που καθιερώνεται στο άρθρο 2 του ΑΚ, καθόσον η πιο πάνω διάταξη αφορά τη γνήσια αναδρομή, ενώ δεν εφαρμόζεται στη μη γνήσια αναδρομή, όταν δηλαδή ο νέος νόμος καλείται να ρυθμίσει έννομες συνέπειες, που γεννήθηκαν μετά την έναρξη της εφαρμογής του, αλλά πηγάζουν από έννομες σχέσεις ή καταστάσεις προϋφιστάμενες του νόμου. Επομένως, όταν η παραγραφή έχει αρχίσει με το παλιό δίκαιο και δεν έχει συμπληρωθεί κατά την έναρξη εφαρμογής του νέου νόμου, που επιμηκύνει την παραγραφή, τότε η τελευταία συνεχίζεται με το νέο δίκαιο και συμπληρώνεται κατά τους ορισμούς του νέου δικαίου. Έτσι, αν συνέβη τροχαίο ατύχημα πριν την 14.5.2007, έναρξη ισχύος του ν. 3557/2007 και η διετής παραγραφή της αξίωσης του παθόντος κατά του ασφαλιστή, που άρχισε να τρέχει πριν την πιο πάνω ημερομηνία, δεν είχε συμπληρωθεί κατά την ημερομηνία αυτή (στις 14.5.2007), εφεξής καθίσταται πενταετής στο σύνολό της (βλ. σχετ. Α. Κρητικός, Αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα, έκδοση 2008, παρ. 29, αριθμ. 188-193, σελ. 714-715).  Περαιτέρω,   από  τις   διατάξεις    των άρθρων 681Α, 666, 670 έως 676, 115 παρ. 3, 591  παρ. 1   εδαφ. γ΄ και δ΄, 256 παρ. 1 στοιχ. δ΄, 237 παρ. 1, 3, 269 παρ. 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι στις υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο και την σύμβαση της ασφάλισής του, όπου δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς των προφορικά, κατά την συζήτηση στο ακροατήριο και επί πλέον οι ισχυρισμοί αυτοί να καταχωρίζονται στα πρακτικά, με σαφή (έστω και συνοπτική) έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν, εκτός αν περιέχονται στις τυχόν κατατιθέμενες στο ακροατήριο προτάσεις. Σε κάθε περίπτωση, όμως, απαιτείται προφορική πρόταση των ισχυρισμών, που “ως γενόμενο κατά την συζήτηση”, σημειώνεται στα πρακτικά (ΟλΑΠ 2/2005). Τα προαναφερθέντα εφαρμόζονται και για τους ισχυρισμούς που προτείνονται ως αντένσταση κατά καταλυτικών ενστάσεων του εναγομένου, εφόσον η αντένσταση αυτή προκύπτει από έγγραφα προγενεστέρου χρόνου (ΑΠ 941, 942, 944, 602/2010, 1385/2007), στην περίπτωση όμως αυτή παρέχεται στον αντενιστάμενο το δικαίωμα, όπως στην τριήμερη προθεσμία αντίκρουσης του εδ. δ` της παρ. 1 του άρθρου 591 ΚΠολΔ να αναπτύξει λεπτομερώς την αντένστασή του με την προσθήκη των εγγράφων προτάσεών του, που κατατίθενται έως την 12η ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας από τη συζήτηση (ΑΠ 98/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Η σημείωση της προφορικής πρότασης του ισχυρισμού στα πρακτικά πρέπει να προκύπτει ευθέως εκ του περί των προτάσεων και των δηλώσεων τμήματος αυτών και δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή της πρότασης αυτών, είτε εκ του περιεχομένου των ακολούθως καταχωρουμένων μαρτυρικών καταθέσεων, είτε εκ του περιεχομένου των υποβαλλομένων   εγγράφων     προτάσεων (ΟλΑΠ     2/2005    ΕλλΔνη 2005.689,  ΑΠ 415/2011 ΝοΒ 2011.1862, ΑΠ 190/2011, AΠ 341/2011 και ΑΠ 409/2011 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1966/2008 ΕΠολΔ 2009.625). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 527 και 269 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι είναι απαράδεκτη η προβολή για πρώτη φορά στην κατ’έφεση δίκη ισχυρισμών, που δεν προτάθηκαν ή δεν προτάθηκαν παραδεκτά στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν προτείνονται από τον εφεσίβλητο ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται η πραγματική βάση της αγωγής ή γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ή συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269 του ΚΠολΔ, δηλαδή α) αν το δικαστήριο κρίνει ότι οι πραγματικοί ισχυρισμοί δεν προβλήθηκαν έγκαιρα με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, β) αν αυτοί προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα, γ) αν αποδεικνύονται με δικαστική ομολογία του αντιδίκου και δ) αν αποδεικνύονται με έγγραφο (χωρίς πλέον την πρόσθετη προϋπόθεση να κρίνει το δικαστήριο ότι ο διάδικος δεν γνώριζε, ούτε μπορούσε να πληροφορηθεί έγκαιρα την ύπαρξη του εγγράφου, η οποία, απαλείφθηκε με τον ν. 3994/2011). Ως νέοι ισχυρισμοί νοούνται μόνο οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί που τείνουν σε θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού δικαιώματος και στοιχειοθετούν τη βάση ένστασης, αντένστασης ή άλλης αυτοτελούς αίτησης για παροχή έννομης προστασίας, το δε απαράδεκτο της προβολής τους λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο. Σε όλες τις περιπτώσεις της βραδείας προβολής ισχυρισμού το δικαστήριο της ουσίας διαμορφώνει την αναιρετικά  ανέλεγκτη   κρίση του ως προς το αν είναι ή όχι δικαιολογημένη η βραδεία προβολή αυτού ή ως προς το αν συντρέχει ή όχι κατά περίπτωση μία από τις παραπάνω προϋποθέσεις μετά από έρευνα των στοιχείων της δικογραφίας (ΑΠ 1087/1014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος).

Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’ όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς .   να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και β) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Με την υπ’αριθμ. 127/2008 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, η οποία αποφάνθηκε επί ασκηθεισών εφέσεων απάντων των διαδίκων της τότε πρωτόδικης δίκης κατά της υπ’αριθμ. 1884/2007 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε επί της από 12.9.2005 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……/2005) προγενέστερης αγωγής του νυν ενάγοντος κατά των ………. και της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «…….», έχουν κριθεί με δύναμη δεδικασμένου τα ακόλουθα: Στις 8.10.2004 και περί ώρα 1.30 ο μη διάδικος στην παρούσα κατ’έφεση δίκη (και αρχικά πρώτος εναγόμενος) ……., οδηγώντας το υπ’αριθμ.κυκλοφορίας ………. Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, συγκυριότητας του ιδίου και του πατρός του ……… και ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική του ευθύνη στην ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «……», συγκρούσθηκε στην Αλεξανδρούπολη με  το  υπ’   αριθμ. κυκλοφορίας ……… δίκυκλο μοτοποδήλατο, το οποίο οδηγούσε ο …………., και στο οποίο επέβαινε και ο ενάγων. Το εν λόγω τροχαίο ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του ανωτέρω οδηγού του Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου. Ο τότε ηλικίας 40 ετών ενάγων τραυματίσθηκε σοβαρά και συγκεκριμένα υπέστη πολλαπλά κατάγματα πλευρών αριστερά, πνευμονοθώρακα αριστερά, διπολικό κάταγμα αριστερής κνήμης και διπολικό κάταγμα αριστερής περόνης. Διακομίσθηκε αυθημερόν στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης, όπου υποβλήθηκε σε χειρουργική ανάταξη του κατάγματος της κνήμης με εξωτερική οστεοσύνθεση, τοποθετήθηκε παροχέτευση για τα υγρά του πνευμονοθώρακα και ακινητοποιήθηκαν τα μέλη, στα οποία είχε υποστεί τα λοιπά κατάγματα (πλευρές), και νοσηλεύθηκε εκεί μέχρι και τις 16.10.2004, όταν και εξήλθε, παραμένοντας, όμως, έκτοτε, κατ’οίκον, σε πλήρη ακινησία, και ακολουθώντας φαρμακευτική αγωγή, ενώ η εξέλιξη της πορείας του τραυματισμού του και της επέμβασης στην κνήμη παρακολουθείτο στα εξωτερικά ιατρεία του εν λόγω νοσοκομείου. Μετά παρέλευση διμήνου αφαιρέθηκε η εξωτερική οστεοσύνθεση, πλην όμως αντιμετώπιζε μεγάλη δυσκολία στη βάδιση. Στις 16.2.2006 διαπιστώθηκε  πυορροούσα οστεομυελίτιδα, βράχυνση και πρόσθια γωνίωση της αριστερής κνήμης, σύμφωνα μάλιστα με τις από 21.3.2006 και 17.6.2006 ιατρικές γνωματεύσεις το χειρουργηθέν κάταγμα επιμολύνθηκε και ανέπτυξε συρίγγιο, που έχρηζε επανεγχείρησης. Ο διορισθείς με την υπ’αριθμ.4041/2006 απόφαση του     Μονομελούς    Πρωτοδικείου     Πειραιώς    πραγματογνώμονας …………. κατά την κλινική εξέταση του ενάγοντος στις 12.10.2006 διεπίστωσε ότι η αριστερή κνήμη παρουσιάζει τοπική παραμόρφωση κατά τη μεσότητά της, διάχυτο οίδημα και πυορροούσα οπή του δέρματος, που προφανώς αποτελεί έξοδο συριγγίου, ότι, όπως κατέδειξε η διενεργηθείσα μαγνητική τομογραφία, έχει δημιουργηθεί αποστηματική κοιλότητα στο ύψος του πωρωθέντος κατάγματος, ότι η λοίμωξη έχει λάβει χρονίζοντα χαρακτήρα, ότι θα απαιτηθεί μακρόχρονη προσπάθεια για την εκρίζωσή της, η οποία, παρά το θεραπευτικό πρόγραμμα (επεμβάσεις και φαρμακευτική αγωγή), που πρέπει  να ακολουθήσει, υπάρχει πιθανότητα να μην επιτύχει και η σημερινή αναπηρία να προσλάβει χαρακτήρα μόνιμης με τάση επιδείνωσης, ότι για την ολοκλήρωση της θεραπευτικής προσπάθειας θα απαιτηθούν δύο έτη, οπότε θα εκτιμηθεί εκ νέου η κατάσταση της υγείας του και το οριστικό ποσοστό της αναπηρίας του, και τέλος ότι σε περίπτωση επιτυχίας της θεραπείας δεν αποκλείται να ιαθεί πλήρως το επιμολυνθέν κάταγμα και ο ενάγων να αποκτήσει την ικανότητα συνέχισης της επαγγελματικής του δραστηριότητας.  Ο ενάγων κατά το χρόνο του ατυχήματος ήταν ναύτης του Εμπορικού Ναυτικού και προσέφερε τις υπηρεσίες του σε πλοία με ξένη σημαία, με εξάμηνες συμβάσεις εργασίας, καθόλη τη διάρκεια του έτους, με εξαίρεση χρονικό διάστημα δύο μηνών, κατά το οποίο ελάμβανε άδεια ανάπαυσης. Συνεπεία της ανικανότητάς του προς εργασία εξαιτίας του τραυματισμού του στο εν λόγω τροχαίο ατύχημα, κριθείσας τελεσίδικα κατά το χρόνο εκείνο ως πρόσκαιρης, απώλεσε τα εισοδήματα δώδεκα μηνών, τα οποία θα αποκέρδαινε μετά βεβαιότητας και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων από την άσκηση του επαγγέλματός του, συνολικού ποσού 31.762,20 ευρώ (2.646,85 ευρώ Χ 12 μήνες), τα οποία αναγνωρίσθηκε ότι   του    οφείλονται, ενώ απορρίφθηκε   κατ’ ουσίαν το αίτημα για την επιδίκαση αποθετικής ζημίας (διαφυγόντων κερδών – απωλεσθέντων εισοδημάτων) ενός ακόμη έτους μετά το ατύχημα, κατά το οποίο ισχυρίσθηκε ότι θα ήταν πλήρως ανίκανος προς εργασία, καθώς και του μεταγενέστερου χρονικού διαστήματος από 8.10.2006 έως 7.10.2028, λόγω της επικαλούμενης με την αγωγή ανικανότητάς του προς άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος, αλλά και κάθε άλλου κοινωνικά και οικονομικά ισοδυνάμου, κατά ποσοστό 30%. Μάλιστα  με την αυτή ως άνω απόφαση αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση των τότε εναγομένων να του καταβάλουν, πέραν του ανωτέρω ποσού και μεταξύ  άλλων ποσών, ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, που υπέστη, το ποσό των 30.000 ευρώ, ενώ το κονδύλιο της αυτοτελούς αποζημίωσης του άρθρου 931 του ΑΚ απορρίφθηκε ως προώρως ασκηθέν, καθώς κρίθηκε ότι η η κατάσταση της υγείας του θα πρέπει να επανεκτιμηθεί μετά την ολοκλήρωση της θεραπευτικής αγωγής, όταν και θα καταστεί δυνατόν να διαπιστωθεί με ασφάλεια η μονιμότητα ή μη της αναπηρίας του και να προσδιορισθεί το ποσοστό της. Στη συνέχεια επί της από 7.5.2007 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……./2007) αγωγής του ενάγοντος κατά των ιδίων εναγομένων της προγενέστερης αγωγής, ήτοι του …………. και της αυτής ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας, στη θέση της οποίας υπεισήλθε ως ειδικός διάδοχος το νυν δεύτερο εναγόμενο Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.I.Δ.) με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ», υποκατασταθέν πλήρως στα   δικαιώματα και    τις     υποχρεώσεις της    από την   ασφαλιστική σύμβαση του ζημιογόνου οχήματος, λόγω ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της, και της από 31.7.2007 (με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ……./2007) παρεμπίπτουσας αγωγής της εν λόγω ασφαλιστικής εταιρίας κατά των ….. και ……….., εκδόθηκε η υπ’αριθμ.1952/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που απέρριψε αμφότερες αυτές, ενώ ακολούθως, κατόπιν ασκηθεισών εφέσεων κατά της ανωτέρω απόφασης από τον ενάγοντα και το Επικουρικό Κεφάλαιο, εκδόθηκε η υπ’αριθμ.463/2011 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, με την οποία έχουν κριθεί με δύναμη δεδικασμένου τα κάτωθι: Aπό την άσκηση της προηγούμενης αγωγής η κατάσταση της υγείας του ενάγοντος επιδεινώθηκε επικίνδυνα, καθώς στις 16.2.2006 διαπιστώθηκε από τον Ιατρό Ορθοπεδικό ………… ότι πάσχει από “πυορροούσα οστεομυελίτιδα, βράχυνση του αριστερού κάτω άκρου του και πρόσθια γωνίωση της αριστερής κνήμης”. Η ανωτέρω επιδείνωση της υγείας του συνιστούσε επιπλοκή, που δε μπορούσε να προβλεφθεί κατά το χρόνο άσκησης της πρώτης αγωγής, αφού εκδηλώθηκε μεταγενέστερα και ο ίδιος έλαβε το πρώτον γνώση αυτής κατά την προαναφερθείσα ημερομηνία. O ενάγων,  συνεπεία  του κατάγματος της αριστερής κνήμης, που υπέστη από το εν λόγω ατύχημα, εκτός από την πυορροούσα εξωτερικά και εσωτερικά οστεομυελίτιδα, έχει υποστεί βράχυνση του άκρου και πρόσθια γωνίωση αυτού, εξαιτίας δε των ανωτέρω δε δύναται να στέκεται όρθιος, ή να βαδίζει επί μακρόν, ενώ έχει καταληφθεί σ’αυτόν έντονη χωλότητα. Επιπροσθέτως, έγινε δεκτό ότι έχει πλέον καταστεί πλήρως ανίκανος προς άσκηση του επαγγέλματος του ναυτικού, που μετήρχετο προ του ατυχήματος, και, συνεπώς, ότι απώλεσε τα εισοδήματα, που θα αποκέρδαινε από την εργασία του αυτή,   εκ   των   οποίων κρίθηκε   ότι  δικαιούται να του  καταβληθούν τα αναλογούντα στο χρονικό διάστημα από 11.12.2005  μέχρι 30.11.2008, κατά το οποίο θα προσλαμβάνετο και θα απασχολείτο σε πλοία δυνάμει επτάμηνων συμβάσεων κατ’έτος, συνολικού ποσού 56.700 ευρώ (2.700 ευρώ  μηνιαίως Χ 21 μήνες), καθώς και ότι εξαιτίας της νέας επιπλοκής της υγείας του υπέστη περαιτέρω ηθική βλάβη, για την οποία αναγνωρίσθηκε ότι του οφείλεται χρηματική ικανοποίηση, ποσού 60.000 ευρώ. Τέλος, κρίθηκε ότι δικαιούται της ειδικής αποζημίωσης του άρθρου 931 του ΑΚ, ποσού 50.000 ευρώ. Επομένως, όπως σαφώς συνάγεται από την προαναφερθείσα δικαστική απόφαση, κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου ότι ο ενάγων από τον τραυματισμό του στο ένδικο ατύχημα, και των απρόβλεπτων επιπλοκών, που επακολούθησαν, των οποίων το πρώτον έλαβε γνώση στις 16.2.2006, υπέστη μόνιμη αναπηρία και παραμόρφωση, συνεπεία των οποίων επηρεάσθηκε δυσμενώς το οικονομικό, το κοινωνικό και το επαγγελματικό του μέλλον, καθώς – μεταξύ άλλων – κατέστη πλήρως και καθόλη τη διάρκεια της ζωής του ανίκανος για την άσκηση του επαγγέλματος του ναυτικού. Μάλιστα, και με την υπ’αριθμ. 368/2012 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε επί ασκηθεισών έφεσης του Επικουρικού Κεφαλαίου και αντέφεσης του ιδίου του ενάγοντος, κατατεθείσας με τις προτάσεις του, κατά της υπ’αριθμ. 3169/2010 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία αποφάνθηκε επί α) της από 20.5.2008 (με αριθμ. εκθ.καταθ. …../2008) αγωγής του ενάγοντος κατά του ………. και της   ανωτέρω   ασφαλιστικής   εταιρίας   για     την επιδίκαση περαιτέρω  αποζημίωσης του άρθρου 931 του ΑΚ, β) της από 5.11.2008 (με αριθμ.εκθ.καταθ………/11.11.2008) αγωγής του ιδίου κατά των αυτών εναγομένων, με αίτημα την καταβολή των εισοδημάτων του χρονικού διαστήματος 1.12.2008 έως 17.4.2028, που αυτός θα αποκέρδαινε με πιθανότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και θα απωλέσει, λόγω της πλήρους και μόνιμης πλέον ανικανότητάς του προς άσκηση του επαγγέλματος του ναυτικού, προκληθείσας εκ του συγκεκριμένου τροχαίου ατυχήματος και των εξ αυτού επιπλοκών, και γ) των από 18.12.2008 (με αυξ.αριθμ.εκ.καταθ…../2008) και από 23.12.2008 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……/2008) παρεμπιπτουσών αγωγών της ανωτέρω ασφαλιστικής εταιρίας κατά των …… και ……….., επαναλαμβάνεται η κρίση ότι ο ενάγων έλαβε το πρώτον γνώση περί της – αρχικά απρόβλεπτης – επιδείνωσης της κατάστασης τη υγείας του στις 16.2.2006,  καθώς και ότι η κρίση αυτή έχει ήδη βεβαιωθεί με δύναμη δεδικασμένου δυνάμει της ανωτέρω υπ’αριθμ. 463/2011 τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου Πειραιώς. Επομένως, ενόψει των προεκτεθέντων, στην προκειμένη περίπτωση, η παραγραφή της αξίωσης του ενάγοντος, που ασκείται με την κρινόμενη αγωγή, με την οποία διώκεται η αναγνώριση της υποχρέωσης του εναγομένου Επικουρικού Κεφαλαίου να καταβάλει στον ενάγοντα αποζημίωση για την αποκατάσταση της μελλοντικής αποθετικής του ζημίας, που συνίσταται ειδικότερα στα εισοδήματα του χρονικού διαστήματος από 1.1.2017 έως 17.4.2028, τα οποία θα αποκέρδαινε με πιθανότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων από την άσκηση του επαγγέλματος του ναυτικού, πλην όμως θα απωλέσει, λόγω της πλήρους και διά βίου ανικανότητάς του για τη συγκεκριμένη   εργασία, η οποία (παραγραφή) άρχισε, όχι την επομένη της ημέρας του ατυχήματος, αλλά στις 16.2.2006, οπότε ο ενάγων έλαβε το πρώτον γνώση της προαναφερθείσας απρόβλεπτης επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του και των εξ αυτής δυσμενών συνεπειών κατά την κλινική του εξέταση από τον Ιατρό Ορθοπεδικό ………….., όπως έχει ήδη κριθεί με δύναμη δεδικασμένου, που δεσμεύει και την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου στην κρινόμενη δίκη αποζημίωσης, με την ίδια ιστορική και νομική αιτία, στην οποία (επιδείνωση) στηρίζεται η επίδικη αξίωση, συμπληρώθηκε μετά την παρέλευση πέντε ετών, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 10 του π.δ. 237/1986, με το οποίο κωδικοποιήθηκε ο ν. 489/1976,  όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 του ν. 3557/2007, που εφαρμόζεται εν προκειμένω, καθώς η εν λόγω παραγραφή άρχισε με το παλιό δίκαιο, ήτοι προ της τροποποίησης της διάταξης αυτής, που προέβλεπε διετή παραγραφή της αξίωσης του ζημιωθέντος προσώπου από την ασφαλιστική σύμβαση κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, και δεν είχε συμπληρωθεί κατά την έναρξη εφαρμογής του ανωτέρω νόμου, στις 14.5.2007, που επιμηκύνει την παραγραφή σε πενταετή, με αποτέλεσμα  η τελευταία να συνεχίζεται εφεξής με το νέο δίκαιο και να συμπληρώνεται κατά τους ορισμούς του νέου δικαίου, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, ενώ η επίδοση της κρινόμενης αγωγής στο εναγόμενο Επικουρικό Κεφάλαιο έλαβε χώρα στις 27.1.2015, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ………./27.1.2015 έκθεση επίδοσης της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Πειραιά Δικαστικής Επιμελήτριας ………., δηλαδή μετά την  πάροδο  πέντε ετών από την έναρξη της παραγραφής της αγωγικής αξίωσης. Mάλιστα εν προκειμένω δε μπορεί να τύχει εφαρμογής η διάταξη του  άρθρου   268 του ΑΚ περί επιμήκυνσης του χρόνου παραγραφής της ένδικης αξίωσης σε εικοσαετή με την υπ’αριθμ. 463/2011 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, διότι, ναι μεν η αξίωση αυτή, αναφερόμενη σε απώλεια εισοδημάτων από την εργασία του ενάγοντος ως ναυτικού για το χρονικό διάστημα από 1.1.2017 έως 17.4.2028, αποτελεί μέρος, αναγόμενο σε μεταγενέστερο χρόνο, της αξίωσής του για αποθετική ζημία, εξαιτίας της πλήρους και μόνιμης ανικανότητάς του προς άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος συνεπεία του τραυματισμού του στο ένδικο τροχαίο ατύχημα και της μεταγενέστερης επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του, που βεβαιώθηκε με την ανωτέρω τελεσίδικη δικαστική απόφαση για το χρονικό διάστημα απο 11.1.2005 έως 30.11.2008, με την οποία κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου ότι ο ενάγων κατέστη πλήρως και διά βίου ανίκανος για την εργασία αυτή, (παρεμπίπτουσα δικαστική κρίση, η οποία αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την ύπαρξη δικαιώματος  αποζημίωσης του ενάγοντος γενικά για κάθε μέλλουσα αποθετική ζημία του άρθρου 929 του ΑΚ, απορρέουσα εκ του γεγονότος αυτού, που συνιστά, αρχικά απρόβλεπτη, δυσμενή συνέπεια του προκληθέντος από το ίδιο τροχαίο ατύχημα τραυματισμού του), πλην όμως εν προκειμένω δεν επήλθε η εν λόγω επιμήκυνση του χρόνου της παραγραφής, διότι η ένδικη αξίωση είχε υποπέσει  στην πενταετή παραγραφή ήδη από τις 16.2.2011, με τη συμπλήρωση πέντε ετών από την έναρξή της, ήτοι πριν από την έκδοση και δημοσίευση της ανωτέρω απόφασης, που έλαβε χώρα στις 26.8.2011. Ειδικότερα, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, η νέα αυτή εικοσαετής παραγραφή, που αρχίζει με την βεβαίωση της αξίωσης με  τελεσίδικη δικαστική απόφαση, έστω και εάν η βεβαίωση αφορά σε προγενέστερο χρόνο, προϋποθέτει αναγκαίως, κατά την έννοια του άρθρου 268 του ΑΚ, την ύπαρξη αξίωσης, που   δεν έχει ήδη υποκύψει στη μέχρι της τελεσιδικίας ισχύουσα βραχυχρόνια παραγραφή, δεδομένου ότι η τελεσίδικη επιδίκαση της επίδικης τότε αξίωσης, δεν επιφέρει αναβίωση της αξίωσης και κατά το μέρος που δεν έχει ασκηθεί και έχει πλέον στο μεσοδιάστημα αποσβεσθεί λόγω παραγραφής, η οποία διέδραμε χωρίς διακοπή κατά το άρθρο 261 του ΑΚ. Σημειωτέον ότι επιμήκυνση της παραγραφής της επίδικης αξίωσης του ενάγοντος δεν έχει χωρήσει με την έκδοση της υπ’αριθμ.127/2008 τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου Πειραιώς, καθόσον με την ανωτέρω απόφαση βεβαιώθηκε με δύναμη δεδικασμένου η πρόσκαιρη ανικανότητα του ενάγοντος προς εργασία, και όχι η ανικανότητα αυτού και για το επόμενο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο η αδικοπραξία του οδηγού του ζημιογόνου οχήματος, εξακολούθησε να έχει γι’αυτόν (ενάγοντα) επιζήμιες συνέπειες, λόγω της μεταγενέστερης και αρχικά απρόβλεπτης επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του, συνεπεία της οποίας κατέστη πλήρως και διά βίου ανίκανος προς άσκηση του επαγγέλματος του ναυτικού, στην οποία (πλήρη και μόνιμη ανικανότητα) στηρίζεται η επίδικη αξίωση για την καταβολή μελλοντικής αποθετικής ζημίας, καθόσον το γεγονός της επιδείνωσης δεν είχε προβληθεί, ούτε καταστεί αντικείμενο έρευνας κατά την πρώτη από 12.9.2005 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………/2005) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε κατ’έφεση η απόφαση αυτή, και, επομένως, η ένδικη μελλοντική αξίωση δεν κατήχθη τότε σε δίκη και δεν   κρίθηκε, ώστε να εκτείνεται και σ’ αυτήν το παραγόμενο από την προαναφερθείσα δικαστική απόφαση δεδικασμένο. Μάλιστα και σε κάθε περίπτωση – ανεξαρτήτως των προεκτεθέντων – θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην προκειμένη περίπτωση ο ισχυρισμός του ενάγοντος περί επιμήκυνσης της παραγραφής της ένδικης αξίωσης σε εικοσαετή με βάση τη διάταξη του άρθρου 268 του ΑΚ, δυνάμει εκδοθεισών και ήδη τελεσιδίκων δικαστικών αποφάσεων, ο οποίος αποτελεί αντένσταση στην προβληθείσα ένσταση παραγραφής της αγωγικής αξίωσης του εναγομένου Επικουρικού Κεφαλαίου, απαραδέκτως προβλήθηκε στον πρώτο βαθμό, και, συνεπώς, εσφαλμένα λήφθηκε υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, για την απόρριψη της ένστασης παραγραφής, το πρώτον με την προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεων του ενάγοντος, που κατατέθηκαν μετά τη συζήτηση της αγωγής, καθόσον δεν έγινε προφορική πρότασή του στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της υπόθεσης και καταχώρησή του, έστω και με συνοπτικό, ακόμη και επιγραμματικό τρόπο, στα πρακτικά της συνεδρίασης, που τηρήθηκαν, στα οποία έχει καταχωρηθεί επιγραμματικά η ένσταση παραγραφής, όπως σαφώς συνάγεται από το ίδιο το περιεχόμενο αυτών, λόγω της ειδικής διαδικασίας εκδίκασης της αγωγής (του άρθρου 681 Α του ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Εξάλλου, αν και εν προκειμένω, για το παραδεκτό της προβολής της συγκεκριμένης αντένστασης το πρώτον στην κατ’έφεση δίκη ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου με τις προτάσεις του εφεσιβλήτου – αντεκκαλούντος, θα έπρεπε να γίνεται  σ’αυτές επίκληση των λόγων της βραδείας προβολής της για να είναι δυνατόν να κριθεί εάν οι λόγοι αυτοί εμπίπτουν ή όχι σε κάποια από τις εξαιρέσεις των διατάξεων των άρθρων 269 και 527 του ΚΠολΔ, για τη δικαιολόγηση της καθυστερημένης προβολής της, και τέτοια επίκληση δεν έγινε από τον εν λόγω διάδικο κατά τρόπο σαφή στις προτάσεις του, εντούτοις το παρόν Δικαστήριο προέβη στην εξέταση της βασιμότητας του ισχυρισμού αυτού, εφόσον ήθελε γίνει δεκτό ότι, αν και χωρίς ρητή μνεία, εντούτοις συνάγεται προβολή της συνδρομής των προϋποθέσεων της διάταξης του 269 παρ.2 περ.γ΄ του ΚΠολΔ περί άμεσης και παραχρήμα απόδειξης αυτού διά των ειδικότερα αναφερομένων στις προτάσεις του ανωτέρω εγγράφων. Επομένως, η επίδικη αξίωση του ενάγοντος κατά του εναγομένου Επικουρικού Κεφαλαίου αποδείχθηκε ότι έχει υποπέσει σε παραγραφή. Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε την εν λόγω ένσταση ως ουσία αβάσιμη, εσφαλμένα το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε. Συνεπώς, πρέπει, κατά παραδοχήν του σχετικού λόγου της κρινόμενης έφεσης, η οποία και θα γίνει δεκτή στο σύνολό της και κατ’ουσίαν, ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων αυτής, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, και, στη συνέχεια, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικασθεί εξαρχής, ν’απορριφθεί η αγωγή. Περαιτέρω, πρέπει ν’απορριφθεί η ασκηθείσα με τις κατατεθείσες προτάσεις του εφεσιβλήτου αντέφεση. Τέλος, εφόσον η έφεση έγινε δεκτή θα πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στο εκκαλούν – εναγόμενο Επικουρικό Κεφάλαιο (άρθρο 495 παρ.4 εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ) και περαιτέρω η δικαστική δαπάνη του τελευταίου αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας θα επιβληθεί σε βάρος του ενάγοντος λόγω της ήττας του (άρθρα 176,   183 και    191 παρ.2 του    ΚΠολΔ), ενώ    διάταξη    περί   δικαστικής δαπάνης δε θα περιληφθεί στο διατακτικό της παρούσας απόφασης, για την αντέφεση, διότι οι διάδικοι δεν κατέθεσαν χωριστές προτάσεις γι’αυτήν και δεν υποβλήθηκαν σε περαιτέρω έξοδα για τη συζήτησή της.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΔΙΚΑΖΕΙ, αντιμωλία των διαδίκων, την από  11.11.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……/13.11.2015 και ………./1.12.2015) έφεση, και την ασκηθείσα με τις προτάσεις του εφεσιβλήτου αντέφεση κατά της υπ’αριθμ. 3356/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την αντέφεση και απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΔΕΧΕΤΑΙ  τυπικά και κατ’ουσίαν την έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στο καταθέσαν εκκαλούν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 24.7.2014 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………./16.1.2015) αγωγής.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του ενάγοντος τη δικαστική δαπάνη του εναγομένου Επικουρικού Κεφαλαίου αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 3 Ιανουαρίου 2017.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ