ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Αριθμός 2/2017
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Δ.Π.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρονται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι υπό κρίση Α) από 13-3-2015 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……/20-3-2015 (υπό στοιχείο Α) και Β) από 3-4-2015 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …../6-4-2015 (υπό στοιχείο Β) εφέσεις των εναγομένων και της ενάγουσας αντίστοιχα της από 27-12-2013 και με αριθ. έκθ. κατάθ …../27-12-2013 αγωγής, κατά της με αριθ. 486/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο δίκασε την άνω αγωγή, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. Κ.Πολ.Δ.), δέχθηκε εν μέρει αυτή και υποχρέωσε: α) την πρώτη εναγόμενη να καταβάλλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 9.857,23 ευρώ και β) αμφότερους τους εναγόμενους να καταβάλλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, στην ενάγουσα το ποσό των 8.000,00 ευρώ, κατά τα ειδικότερα εκτεθέντα στο σκεπτικό της. Οι ανωτέρω εφέσεις – για το παραδεκτό των οποίων δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 4 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. – Εφ.Πειρ. 166/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) – έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 495 παρ.1 και 2, 498, 500, 511, 513 παρ.1 περ. β’ εδ. α’, 516 παρ.1, 517 εδ. α’, 518 παρ. 1 και 2 και 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, όσον αφορά τους μεν υπό στοιχείο Α εκκαλούντες, ενόψει του ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε σ’ αυτούς στις 6-3-2015, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …../6-3-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………….., ενώ η υπό κρίση έφεσή τους κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 20-3-2015, όσον αφορά δε την υπό στοιχείο Β εκκαλούσα, ενόψει του ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση προς αυτήν της εκκαλούμενης απόφασης και δεν παρήλθε τριετία από τη δημοσίευσή της απόφασης αυτής (άρθρο 518 αριθ. 2 Κ.Πολ.Δ.). Πρέπει, επομένως, οι εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), συνεκδικαζόμενες λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, διότι έτσι επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρ. 246, 524 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, Εφ.Κρ. 114/2009, Εφ.Δωδ. 6/2006, Τ.Ν.Π. Νόμος).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 και 16 ν. 551/1915, όπως κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24-7/25-8-1920 (και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ. με το άρθρο 38 εδάφ. β’ Εισ.Ν.Α.Κ.), 34 παρ. 2, 60 παρ. 3 Α.Ν. 1846/1951, 299, 330, 914, 922, 926 και 932 Α.Κ. συνάγεται, ότι για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, αρκεί να συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων του με την έννοια του άρθρου 914 Α.Κ, αρκεί δηλαδή να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνον η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 ν. 551/1915 (Α.Π. 80/2016, Α.Π. 906/2012, Α.Π. 261/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Πταίσμα του εργοδότη και των προστηθέντων του μπορεί να θεμελιωθεί και στη μη τήρηση απ’ αυτούς διατάξεων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών που επιβάλλουν τους όρους ασφαλείας για την διαφύλαξη της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας και της υγείας των εργαζομένων σύμφωνα με το άρθ. 662 Α.Κ. (Α.Π. 80/2016, ό.α, Α.Π. 906/2012, ό.α.). Κατά τα ανωτέρω, προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, που αποτελεί μη περιουσιακή ζημία, από τραυματισμό προσώπου σε εργατικό ατύχημα, είναι α) η ύπαρξη εργασιακής σχέσης μεταξύ του παθόντος και του υπόχρεου εργοδότη, β) ο τραυματισμός του εργαζομένου κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής, γ) παράνομη και ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) του εργοδότη ή των προστηθέντων του, δ) υπαιτιότητα (πταίσμα) που περιλαμβάνει το δόλο και την (οποιασδήποτε μορφής) αμέλεια, αμέλεια δε ειδικότερα υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, αυτή δηλαδή που πρέπει να καταβάλλεται κατά τη συναλλακτική καλή πίστη από τον δράστη στον κύκλο της αρμοδιότητάς του και ε) πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά την συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα (Α.Π. 757/2015, Α.Π. 145/2014, Α.Π. 1361/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Πρέπει να σημειωθεί ότι από την διάταξη του άρθρου 932 εδ. α Α.Κ, που ορίζει «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του», προκύπτει ότι παρέχεται με αυτήν δυνητική ευχέρεια στο δικαστήριο να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση και να καθορίσει το εύλογο χρηματικό ποσό, αφού εκτιμήσει τα υπόψη του τιθέμενα πραγματικά περιστατικά (βαθμό πταίσματος, είδος προσβολής, περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών) με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 300 Α.Κ, αν εκείνος που ζημιώθηκε συνετέλεσε από δικό του πταίσμα στην ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της, τα αυτά δε ισχύουν για την ταυτότητα του νομικού λόγου και ως προς την αξίωση για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για να μην επιδικασθεί από το δικαστήριο χρηματική ικανοποίηση στον παθόντα ή για να μειωθεί το ποσό της, απαιτείται συντρέχον πταίσμα του και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του πταίσματος (υπαίτιας πράξης ή παράλειψης) και του επελθόντος αποτελέσματος. Αν δεν υπάρχει ο απαιτούμενος αυτός αιτιώδης σύνδεσμος διατηρείται πλήρης η αξίωση αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης του ζημιωθέντος (Α.Π. 757/2015, ό.α, Α.Π 1000/2013, Ε.Εμπ.Δ. 2013, 895). Εξάλλου, η υποχρέωση αποζημίωσης, κατά το κοινό δίκαιο, ρυθμίζεται κυρίως από το άρθρ. 914 Α.Κ, σύμφωνα με το οποίο, όποιος ζημίωσε άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στα άρθρα 297 και 298 Α.Κ. Από τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων, συνδυαζόμενες και με τις διατάξεις των άρθρ. 330 Α.Κ. και 15 Π.Κ, συνάγεται ότι παράνομη είναι κάθε προσβολή στα δικαιώματα ή συμφέροντα άλλου που προστατεύονται από το νόμο. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη ή παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Αυτό συμβαίνει όταν υφίσταται από το νόμο ή από δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη και το γενικό πνεύμα του δικαίου υποχρέωση προστασίας, όπως όταν με προηγούμενη πράξη του δημιούργησε κάποιος κατάσταση επικινδυνότητας, χωρίς να έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα για την αποτροπή του κινδύνου. Τέτοια υποχρέωση προστασίας υπάρχει και για τον εργοδότη τόσο από τη γενική διάταξη του άρθρ. 662 Α.Κ. όσο και κυρίως από τις διατάξεις της ειδικής εργατικής νομοθεσίας, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι διατάξεις: α) του άρθρου 10.2.1. του Π.Δ. 16/1996 «προδιαγραφές ασφαλείας εργασιακών χώρων», που προβλέπει, εκτός άλλων, ότι τα δάπεδα των χώρων εργασίας πρέπει να μην παρουσιάζουν κινδύνους ολισθήματος και να είναι ομαλά και ελεύθερα προσκρούσεων και β) του άρθρου 3 του Π.Δ. 397/1994 «Ασφάλεια κατά χειρωνακτική διακίνηση φορτίων», κατά τις οποίες «Ο εργοδότης λαμβάνει τα κατάλληλα οργανωτικό μέτρα ή χρησιμοποιεί τα κατάλληλα μέσα και ιδίως τον κατάλληλο μηχανικό εξοπλισμό, προκειμένου να αποφευχθεί η ανάγκη χειρωνακτικής διακίνησης φορτίων από τους εργαζόμενους. Όταν δεν μπορεί να αποφευχθεί η χειρωνακτική διακίνηση φορτίων από εργαζόμενους, ο εργοδότης λαμβάνει τα κατάλληλα οργανωτικά μέτρα, χρησιμοποιεί τα κατάλληλα μέσα ή παρέχει στους εργαζομένους τα μέσα αυτά, ώστε να μειώνεται ο κίνδυνος που διατρέχουν κατά τη χειρωνακτική διακίνηση των φορτίων αυτών, λαμβάνοντας υπόψη το παράρτημα Ι του άρθρου 8 [σ’ αυτό καταγράφονται, μεταξύ άλλων, ως παράγοντες κινδύνου για τον εργαζόμενο, τα χαρακτηριστικά του φορτίου (π.χ. υπερβολικά βαρύ, υπερβολικά ογκώδες, έχον ασταθή ισορροπία) και τα χαρακτηριστικά του εργασιακού περιβάλλοντος (π.χ. δάπεδο με διακυμάνσεις καθ’ ύψος, το οποίο συνεπάγεται το χειρισμό του φορτίου σε διάφορα επίπεδα και δεν επιτρέπει στον εργαζόμενο να διακινήσει χειρωνακτικά το φορτίο με καλή στάση του σώματός του), αλλά και προσωπικοί παράγοντες (ασύμβατη κατάσταση υγείας / ακατάλληλη σωματική διάπλαση για την εκτέλεση του συγκεκριμένου έργου, ακατάλληλα υποδήματα, έλλειψη επαρκών γνώσεων και κατάλληλης εκπαίδευσης). Εξάλλου, κατά το άρθρο 5 παρ. 3 του ν. 3198/1955 η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου θεωρείται έγκυρη εφόσον γίνει εγγράφως και καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι δεν είναι έγκυρη η καταγγελία αν δεν καταβληθεί ολόκληρη η οφειλόμενη αποζημίωση στον απολυόμενο μισθωτό. Επίσης, κατά τα άρθρα 6 παρ. 2 του β.δ. της 16/18 Ιουλίου 1920 και 5 παρ. 1 του ν. 2112/1920 μπορεί ο εργοδότης να καταγγείλει χωρίς προμήνυση τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου αν κατά του μισθωτού υποβλήθηκε μήνυση για αξιόποινη πράξη η οποία διαπράχθηκε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του ή απαγγέλθηκε κατ’ αυτού κατηγορία για αδίκημα που φέρει χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος. Η καταγγελία της αορίστου χρόνου εργασιακής σύμβασης για τον πιο πάνω λόγο της αξιόποινης συμπεριφοράς του μισθωτού δεν υπόκειται στις διατυπώσεις του ν. 3198/1955, ούτε προσκρούει στις διατάξεις του άρθρου 281 Α.Κ, εκτός αν στην πραγματικότητα η καταγγελία της παραπάνω εργασιακής σύμβασης έγινε για λόγους που εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 281 Α.Κ. (όπως όταν η μήνυση υποβλήθηκε επίτηδες παρά το αβάσιμο της κατηγορίας και ήταν έτσι ψευδής και προσχηματική και έγινε από εκδίκηση ή εχθρότητα προς το μισθωτό ή για καταστρατήγηση των νομίμων δικαιωμάτων του), οπότε η απόλυση είναι άκυρη από τον ανεξάρτητο αυτό λόγο (Α.Π. 444/2016, Α.Π. 2234/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57 και 59 του Α.Κ. συνάγεται ότι όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του δικαιούται να αξιώσει α) την άρση της προσβολής, β) την παράλειψη της στο μέλλον, γ) αποζημίωση κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (άρθρα 914 επ. Α.Κ.) και δ) χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Επίσης, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις, για την προαναφερθείσα αξίωση αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης απαιτείται, επιπλέον, σχετική υπαιτιότητα του προσβάλλοντος. Ακόμη, προσβολή της προσωπικότητας, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, συνιστούν πράξεις, που περιέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της ηθικής και κοινωνικής αξίας κάποιου, ακόμα και αν αυτές τον καθιστούν απλά ύποπτο ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, ή άλλων εκφάνσεων της ζωής του, δοθέντος ότι, κατά τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, στο δικαίωμα της προσωπικότητας περιλαμβάνεται τόσο ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου, που είναι και ο πυρήνας του δικαιώματος, όσο και η ελεύθερη ανάπτυξη αυτής. Εξάλλου, η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση και ψευδή καταμήνυση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 229 παρ. 1, 361, 362 και 363 του Π.Κ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του Π.Κ, όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης, και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι τούτο είναι ψευδές, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Έτσι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης αμφοτέρων των ως άνω εγκλημάτων απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλο γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση που προέρχεται είτε από ιδία πεποίθηση ή γνώμη είτε από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο, ενώ διάδοση υφίσταται όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της ανακοίνωσης που έγινε από άλλον. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου, αναγόμενο στο παρόν ή παρελθόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και δύναται να αποδειχθεί, αντίκειται δε προς την ηθική και την ευπρέπεια. Όμως, δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης, ακόμη δε και ο χαρακτηρισμός, όταν άμεσα ή έμμεσα υποκρύπτουν συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή μόνον όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικά να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, άλλως μπορεί να αποτελούν εξύβριση κατά το άρθρο 361 του Π.Κ. (Α.Π. 772/2004, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 788/2000, ΕλλΔνη 2001, 162, Εφ.Πειρ. 507/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 367 παρ. 1 περ. α’- δ’ του Π.Κ, το άδικο των προβλεπόμενων στα άρθρα 361 επ. του ίδιου Κώδικα πράξεων αίρεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις (περ. γ’ και δ’). Η τελευταία αυτή διάταξη (άρθρου 367 Π.Κ.), για την ενότητα της έννομης τάξης, εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 57-59 και 914 επ. του Α.Κ. Επομένως, με την κατά τα ως άνω άρση του άδικου χαρακτήρα των προαναφερθεισών αξιόποινων πράξεων, αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προβολή περίπτωσης του άρθρου 367 παρ. 1 Π.Κ. αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό, καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος (ένσταση), λόγω άρσης του παρανόμου της προσβολής. Όμως, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης, ως προς τις εξυβριστικές ή δυσφημιστικές εκφράσεις που περιέχει, δεν αίρεται στις προαναφερθείσες περιπτώσεις (λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος κ.λ.π.) και συνεπώς παραμένει η ποινική ευθύνη του δράστη, άρα και η υποχρέωσή του προς αποζημίωση κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις της παρ. 2 του άρθρου 367 του Π.Κ, δηλαδή, όταν οι επίμαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης των άρθρων 363 – 362 του Π.Κ, ή όταν από τον τρόπο εκδήλωσης, ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή πρόθεση που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του άλλου (Α.Π. 271/2012, Νο.Β. 2012, 864, Α.Π. 167/2000, ΕλλΔνη 2000, 773, Εφ.Αθ. 422/2016, Εφ.Πειρ. 63/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 27-12-2013 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……/27-12-2013 αγωγή της κατά α) της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..» και β) του …………, υπό την ιδιότητά του ως προέδρου, διευθύνοντος συμβούλου και νομίμου εκπροσώπου της άνω εταιρίας, η ενάγουσα …………. εξέθεσε ότι, εργαζόμενη ως εργάτρια, βάσει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, στην επιχείρηση της πρώτης εναγομένης εταιρίας, στις 1-8-2012, κατά την εκτέλεση των ανατεθειμένων σε αυτήν καθηκόντων, υπέστη το περιγραφόμενο στην αγωγή ατύχημα, το οποίο οφείλεται στην έλλειψη των αναγκαίων μέτρων ασφαλείας από την πλευρά των εναγομένων. Ότι στις 7-5-2013 που επέστρεψε στην εργασία της με τη λήξη των αναρρωτικών αδειών της διαμαρτυρήθηκε στην πρώτη εναγόμενη επειδή δεν δήλωσε το ατύχημα στην Επιθεώρηση Εργασίας και αρνούνταν να της καταβάλλει τις παρακάτω εκτιθέμενες διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών της, ενώ στις 3-6-2013 δήλωσε η ίδια το ατύχημα στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας Πειραιά. Ότι μετά τις ενέργειές της αυτές η πρώτη εναγόμενη της κοινοποίησε στις 7-11-2013 εξώδικη δήλωση με την οποία κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας της, κατηγορώντας την προσχηματικά (για να μην της καταβάλλει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης) ότι δήθεν διέπραξε στις 25-10-2013 απόπειρα κλοπής εξαρτήματος (αλυσίδας) ρολοκοπτικού μηχανήματος κατά τη διάρκεια της εργασίας της. Ότι για να ενισχύσει τον ισχυρισμό της αυτό κατέθεσε σε βάρος της, μέσω υπαλλήλου της στην οποία έδωσε σχετική εντολή, ψευδή μήνυση για απόπειρα κλοπής, προσβάλλοντας αυτήν παράνομα και υπαίτια ως προς την προσωπικότητά της με τα επικαλούμενα στις άνω εξώδικη καταγγελία και μήνυση, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, με συνέπεια να υποστεί ηθική βλάβη. Ακολούθως η ενάγουσα ζήτησε Α) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να της καταβάλει α) το συνολικό ποσό των 9.867,23 ευρώ για διαφορές δεδουλευμένων ημερομισθίων – δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα – επιδομάτων αδειών για τα έτη 2008 έως Οκτώβριο 2013, αποζημίωση απόλυσης και για δαπάνη μίσθωσης ταξί στις 7/8, 8/8 και 9/8 2012 για να προσέρχεται στον τόπο εργασίας της και να προσφέρει έκτακτες υπηρεσίες που χρειάστηκε η πρώτη εναγόμενη μετά το εργατικό της ατύχημα και β) το συνολικό ποσό των 15.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την προσβολή που υπέστη στην προσωπικότητά της με την καταχρηστική και προσβλητική καταγγελία της σύμβασης εργασίας της και την ψευδή καταμήνυσή της για απόπειρα κλοπής, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε κονδύλι κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής και Β) να υποχρεωθούν αμφότεροι οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, ο καθένας εις ολόκληρο, το συνολικό ποσό των 40.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας του εργατικού ατυχήματος που υπέστη από υπαιτιότητά τους, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, με απειλή σε βάρος του δεύτερου απ’ αυτούς προσωπικής κράτησης διάρκειας ενός έτους, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί. Επικουρικά, ζήτησε τα ανωτέρω ποσά με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ισχυριζόμενη ότι οι εναγόμενοι κατέστησαν πλουσιότεροι σε βάρος της χωρίς νόμιμη αιτία, ενώ ζήτησε και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά της έξοδα.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων την άνω αγωγή (για την οποία, σημειωτέον, καταβλήθηκε το νόμιμο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις – βλ. σχετ. το με αριθ. ……………./2014 διπλότυπο είσπραξης της Γ’ Δ.Ο.Υ. Πειραιά, με τα επικολληθέντα επ’ αυτού κινητά ένσημα υπέρ Τ.Ν. και Τ.Π.Δ.Π.), απέρριψε αυτήν ως αόριστη κατά την επικουρική βάση της περί αδικαιολόγητου πλουτισμού και ως αβάσιμη κατ’ ουσία κατά το κονδύλι χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από την προσβολή της προσωπικότητας της ενάγουσας. Κατά τα λοιπά, δέχθηκε την αγωγή εν μέρει ως βάσιμη κατ’ ουσία και υποχρέωσε α) την πρώτη εναγόμενη να καταβάλλει στην ενάγουσα, για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, δαπάνες μίσθωσης ταξί και αποζημίωση απόλυσης, το συνολικό ποσό των 9.857,23 ευρώ, με το νόμιμο τόκο κατά τις γενόμενες διακρίσεις στο σκεπτικό της και με απόφαση που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή κατά την αμέσως ανωτέρω διάταξη για ποσό 3.000,00 ευρώ και β) αμφότερους τους εναγόμενους να καταβάλουν εις ολόκληρο, στην ενάγουσα, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την αδικοπρακτική συμπεριφορά τους που προκάλεσε το εργατικό της ατύχημα, το ποσό των 8.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ενώ απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο το παρεπόμενο αίτημα απαγγελίας προσωπικής κράτησης του δεύτερου εναγόμενου ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη οι εκκαλούντες με τις υπό στοιχεία Α και Β άνω εφέσεις τους για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, με σκοπό να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, να απορριφθεί εξ ολοκλήρου η αγωγή (οι εκκαλούντες στην Α έφεση) και να γίνει δεκτή εξ ολοκλήρου η αγωγή (η εκκαλούσα στη Β έφεση).
Από την επανεκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης ………… και ………….., οι οποίοι εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες (καταθέσεις) περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης του ιδίου Δικαστηρίου, καθώς και από τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων [στα οποία περιλαμβάνονται και οι πιο κάτω προσκομιζόμενες με επίκληση από τους διαδίκους και ληφθείσες ύστερα από προηγούμενη νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων τους (άρθρο 671 παρ. 1 εδάφ. β’ Κ.Πολ.Δ.) υπ’ αριθ. ….. και …../1-4-2014 ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων της ενάγουσας ενώπιον του Ειρηνοδίκη Νικαίας και υπ’ αριθ. ……../2-4-2014 ένορκη βεβαίωση μάρτυρος των εναγομένων ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ……….. (βλ. τις υπ’ αριθ. …… και ……/28-3-2014 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….. και την υπ’ αριθ. ……/1-4-2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……..), χωρίς η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσης (Α.Π. 1628/2003, ΕλλΔνη 2004, 723, Εφ.Θεσ. 531/2016, Τ.Ν.Π. Νόμος)], σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα ……….., ρουμανικής υπηκοότητας και κάτοχος νόμιμης άδειας εργασίας και διαμονής στην Ελλάδα, προσλήφθηκε στις 16-7-2001 από την πρώτη εναγομένη εταιρία «………….» – η οποία έχει πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου, διευθύνοντα σύμβουλο και νόμιμο εκπρόσωπο τo δεύτερο εναγόμενο ………….. και επιχειρηματικό αντικείμενο την παραγωγή και εμπορία τυπωμένης χαρτοσακούλας / χαρτοσυσκευασίας – με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως εργάτρια, με ημερομίσθιο αυτό που προβλέπονταν από την εκάστοτε ισχύουσα Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Η εργασία της συμφωνήθηκε να παρέχεται στο κατάστημα της πρώτης εναγομένης στα Καμίνια Πειραιά, επί πενθήμερο, για σαράντα ώρες εβδομαδιαίως, είχε δε ως αντικείμενο το καθάρισμα των μηχανών παραγωγής από τα μελάνια και τις κόλλες, την περισυλλογή των σακουλών από τις μηχανές παραγωγής και την τοποθέτησή τους σε κούτες (πακετάρισμα), το ζύγισμα των κουτιών προτού απομακρυνθούν από τον τόπο παραγωγής και την παρακολούθηση – τροφοδοσία των μηχανών. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα – η οποία από το 1989 είναι έγγαμη, με ένα άρρεν τέκνο που γεννήθηκε στις 29-5-1994, γεγονότα που γνώριζε εξαρχής η πρώτη εναγόμενη – λάμβανε από την τελευταία από το 2008 έως το Σεπτέμβριο του 2013 που λύθηκε η σύμβαση εργασίας της κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, ημερομίσθιο ανερχόμενο στο ποσό των 34,48 ευρώ. Σύμφωνα όμως με τις οικείες Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. και τα αναγραφόμενα στους (μη οριστικοποιημένους) λογαριασμούς της (ως ασφαλισμένης) στο Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ. – Υποκατάστημα 059 Καμινίων Πειραιά που προσκομίζει και επικαλείται, για το άνω χρονικό διάστημα εργασίας της δικαιούταν να λάβει ως νόμιμες αποδοχές τα εξής ποσά: A. 1) Για το έτος 2008, σύμφωνα με την ΕΓΣΣΕ των ετών 2008 και 2009 (ΠΚ Υπ. Απ/σης και Κοιν/κής Προστασίας 13/18-4-2008), δικαιούταν αυτή τα εξής: 1) για το μήνα Ιανουάριο 36,07 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 25 ημέρες εργασίας = 901,75 Ευρώ. Η πρώτη εναγόμενη της κατέβαλε ως ημερομίσθιο 34,48 ευρώ και συνολικά μηνιαίως το ποσό των 862,00 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 39,75 ευρώ. 2) για το μήνα Φεβρουάριο 36,07 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 24 ημέρες εργασίας = 865,68 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε συνολικά το ποσό των 827,52 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 38,16 ευρώ, 3) για το μήνα Μάρτιο 36,07 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 25 ημέρες εργασίας = 901,75 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε ως ημερομίσθιο 34,48 ευρώ και συνολικά μηνιαίως το ποσό των 862,00 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 39,75 ευρώ. 4) για το μήνα Απρίλιο 36,07 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 25 ημέρες εργασίας = 901,75 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε ως ημερομίσθιο 34,48 ευρώ και συνολικά μηνιαίως το ποσό των 862 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 39,75 ευρώ. 5) ως επίδομα δώρου εορτών Πάσχα όφειλε να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 541,05 ευρώ (36,07 ευρώ X 15 ημερομίσθια), πλην όμως αυτή της κατέβαλε το ποσό των 533,53 ευρώ και συνεπώς της οφείλεται η διαφορά των 7,52 ευρώ, 6) για το μήνα Μάιο 36,07 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 25 ημέρες εργασίας = 901,75 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε συνολικά μηνιαίως το ποσό των 810,28 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 91,47 ευρώ. 7) για το μήνα Ιούνιο 36,07 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 25 ημέρες εργασίας = 901,75 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε συνολικά μηνιαίως το ποσό των 827,52 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 74,23 ευρώ. 8) για το μήνα Ιούλιο 36,07 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 25 ημέρες εργασίας = 901,75 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε ως ημερομίσθιο 34,48 ευρώ και συνολικά μηνιαίως το ποσό των 862,00 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 39,75 ευρώ. 9) για το μήνα Αύγουστο 36,07 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 25 ημέρες εργασίας = 901,75 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε ως ημερομίσθιο 34,48 ευρώ και συνολικά μηνιαίως το ποσό των 862,00 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 39,75 ευρώ. 10) ως επίδομα αδείας η πρώτη εναγόμενη όφειλε να της καταβάλει το συνολικό ποσό των (36;07 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 15 ημέρες εργασίας) 541,05 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε συνολικά το ποσό των 448,24 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 92,81 ευρώ. 11) για το μήνα Σεπτέμβριο 37,16 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 25 ημέρες εργασίας = 929 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε ως ημερομίσθιο 34,48 ευρώ και συνολικά μηνιαίως το ποσό των 862,00 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 67,00 ευρώ. 12) για το μήνα Οκτώβριο 37,16 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 25 ημέρες εργασίας = 929 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε ως ημερομίσθιο 34,48 ευρώ και συνολικά μηνιαίως το ποσό των 862,00 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 67,00 ευρώ. 13) για το μήνα Νοέμβριο 37,16 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 25 ημέρες εργασίας = 929 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε ως ημερομίσθιο 34,48 ευρώ και συνολικά μηνιαίως το ποσό των 862,00 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 67,00 ευρώ. 14) για το μήνα Δεκέμβριο 37,16 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 25 ημέρες εργασίας = 929,00 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε ως ημερομίσθιο 34,48 ευρώ και συνολικά μηνιαίως το ποσό των 862,00 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 67,00 ευρώ. 15) ως επίδομα δώρου Χριστουγέννων 37,16 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 25 ημέρες εργασίας = 929,00 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε συνολικά το ποσό των 886,98 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 42,02 ευρώ. Συνολικά επομένως, η πρώτη εναγομένη εξακολουθεί να οφείλει στην ενάγουσα ως διαφορές δεδουλευμένων για το έτος 2008 το ποσό των 812,96 ευρώ, εκ του οποίου ουδέν της έχει καταβάλει. Β. 1) Για το έτος 2009, σύμφωνα με την ΕΓΣΣΕ των ετών 2008 και 2009 (ΠΚ Υπ. Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας 13/18-4-2008), δικαιούταν αυτή τα εξής: 1) για το μήνα Ιανουάριο 37,16 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 25 ημέρες εργασίας = 929,00 ευρώ. Η πρώτη εναγόμενη της κατέβαλε ως ημερομίσθιο 34,48 ευρώ και συνολικά μηνιαίως το ποσό των 862,00 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 67,00 ευρώ. 2) για το μήνα Φεβρουάριο 37,16 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 25 ημέρες εργασίας = 929,00 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε συνολικά το ποσό των 862,00 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 67,00 ευρώ, 3) για το μήνα Μάρτιο 37,16 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 25 ημέρες εργασίας = 929,00 Ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε ως ημερομίσθιο 34,48 ευρώ και συνολικά μηνιαίως το ποσό των 862,00 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 67,00 ευρώ. 4) για το μήνα Απρίλιο 37,16 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 25 ημέρες εργασίας = 929,00 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε ως ημερομίσθιο 34,48 ευρώ και συνολικά μηνιαίως το ποσό των 862,00 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 67,00 ευρώ. 5) ως επίδομα δώρου εορτών Πάσχα όφειλε να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 557,4 ευρώ (37,16 ευρώ X 15 ημερομίσθια), πλην όμως αυτή της κατέβαλε το ποσό των 538,92 ευρώ και συνεπώς της οφείλεται η διαφορά των 34,48 ευρώ, 6) για το μήνα Μάιο 39,20 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 25 ημέρες εργασίας = 980,00 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε συνολικά μηνιαίως το ποσό των 862,00 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 118,00 ευρώ. 7) για το μήνα Ιούνιο 39,20 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 25 ημέρες εργασίας = 980,00 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε συνολικά μηνιαίως το ποσό των 862,00 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 118,00 ευρώ. 8) για το μήνα Ιούλιο 39,20 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 25 ημέρες εργασίας = 980,00 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε συνολικά το ποσό των 593,42 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 386,58 ευρώ. 9) για το μήνα Αύγουστο 39,20 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 25 ημέρες εργασίας = 980,00 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε ως ημερομίσθιο 34,48 ευρώ και συνολικά μηνιαίως το ποσό των 862,00 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 118,00 ευρώ. 10) ως επίδομα αδείας η πρώτη εναγόμενη όφειλε να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 39,20 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 15 ημέρες εργασίας = 588,00 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε συνολικά το ποσό των 448,24 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 139,76 ευρώ. 11) για το μήνα Σεπτέμβριο 39,20 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 25 ημέρες εργασίας = 980,00 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε ως ημερομίσθιο 34,48 ευρώ και συνολικά μηνιαίως το ποσό των 862,00 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 118,00 ευρώ. 12) για το μήνα Οκτώβριο 39,20 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 25 ημέρες εργασίας = 980,00 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε ως ημερομίσθιο 34,48 ευρώ και συνολικά μηνιαίως το ποσό των 862,00 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 118,00 ευρώ. 13) για το μήνα Νοέμβριο 39,20 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 25 ημέρες εργασίας = 980,00 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε ως ημερομίσθιο 34,48 ευρώ και συνολικά μηνιαίως το ποσό των 862,00 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 118,00 ευρώ. 14) για το μήνα Δεκέμβριο 39,20 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 25 ημέρες εργασίας = 980,00 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε ως ημερομίσθιο 34,48 ευρώ και συνολικά μηνιαίως το ποσό των 862,00 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 118,00 ευρώ. 15) ως επίδομα δώρου Χριστουγέννων 39,20 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 25 ημέρες εργασίας = 980,00 Ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε συνολικά το ποσό των 863,22 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 116,78 ευρώ. Συνολικά επομένως, η πρώτη εναγομένη εξακολουθεί να οφείλει στην ενάγουσα ως διαφορές δεδουλευμένων για το έτος 2009 το ποσό των 1.755,60 ευρώ, εκ του οποίου ουδέν της έχει καταβάλει. Γ. 1) Για το έτος 2010, σύμφωνα με την ΕΓΣΣΕ των ετών 2010, 2011 και 2012 (ΠΚ Υπ. Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης 14/16-7-2010) δικαιούταν αυτή τα εξής: 1) για το μήνα Ιανουάριο 39,20 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 25 ημέρες εργασίας = 980,00 Ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε ως ημερομίσθιο 34,48 ευρώ και συνολικά μηνιαίως το ποσό των 862,00 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 118,00 ευρώ. 2) για το μήνα Φεβρουάριο 39,20 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 25 ημέρες εργασίας = 980,00 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε ως ημερομίσθιο 34,48 ευρώ και συνολικά μηνιαίως το ποσό των 862,00 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 118,00 ευρώ. 3) για το μήνα Μάρτιο 39,20 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 25 ημέρες εργασίας = 980,00 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε ως ημερομίσθιο 34,48 ευρώ και συνολικά μηνιαίως το ποσό των 862,00 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 118,00 ευρώ. 4) για το μήνα Απρίλιο 39,20 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 25 ημέρες εργασίας = 980,00 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε ως ημερομίσθιο 34,48 ευρώ και συνολικά μηνιαίως το ποσό των 862,00 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 118,00 ευρώ. 5) ως επίδομα δώρου εορτών Πάσχα όφειλε να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 588,00 ευρώ (39,20 ευρώ X 15 ημερομίσθια), πλην όμως αυτή της κατέβαλε το ποσό των 538,92 ευρώ και συνεπώς της οφείλεται η διαφορά των 49,08 ευρώ, 6) για το μήνα Μάιο 39,20 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 21 μέρες εργασίας = 823,20 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε συνολικά μηνιαίως το ποσό των 724,08 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 99,12 ευρώ. 7) για το μήνα Ιούνιο 39,20 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 25 ημέρες εργασίας = 980,00 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε συνολικά μηνιαίως το ποσό των 862,00 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 118,00 ευρώ. 8) για το μήνα Ιούλιο 39,20 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 25 ημέρες εργασίας = 980,00 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε συνολικά το ποσό των 862,00 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 118,00 ευρώ. 9) για το μήνα Αύγουστο 40,82 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 25 ημέρες εργασίας = 1020,5 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε ως ημερομίσθιο 34,48 Ευρώ και συνολικά μηνιαίως το ποσό των 862,00 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 158,50 ευρώ. 10) ως επίδομα αδείας η πρώτη εναγόμενη όφειλε να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 40,82 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 15 ημέρες εργασίας = 612,30 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε συνολικά το ποσό των 448,24 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 164,06 ευρώ. 11) για το μήνα Σεπτέμβριο 40,82 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 22 ημέρες εργασίας = 898,04 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε ως ημερομίσθιο 34,48 ευρώ και συνολικά μηνιαίως το ποσό των 758,56 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 139,48 ευρώ. 12) για το μήνα Οκτώβριο 40,82 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 25 ημέρες εργασίας = 1020,5 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε ως ημερομίσθιο 34,48 ευρώ και συνολικά μηνιαίως το ποσό των 862,00 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 158,50 ευρώ. 13) για το μήνα Νοέμβριο 40,82 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 25 ημέρες εργασίας = 1.020,5 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε ως ημερομίσθιο 34,48 ευρώ και συνολικά μηνιαίως το ποσό των 862,00 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 158,50 ευρώ. 14) για το μήνα Δεκέμβριο 40,82 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 25 ημέρες εργασίας = 1020,5 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε ως ημερομίσθιο 34,48 ευρώ και συνολικά μηνιαίως το ποσό των 862,00 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 158,50 ευρώ. 15) ως επίδομα δώρου Χριστουγέννων 40,82 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 25 ημέρες εργασίας = 1020,5 Ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε συνολικά το ποσό των 866,77 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 153,73 ευρώ. Συνολικά επομένως, η πρώτη εναγομένη εξακολουθεί να οφείλει στην ενάγουσα ως διαφορές δεδουλευμένων για το έτος 2010 το ποσό των 1947,47 ευρώ, εκ του οποίου ουδέν της έχει καταβάλει. Δ. 1) Για το έτος 2011, σύμφωνα με την ΕΓΣΣΕ των ετών 2010, 2011 και 2012 (ΠΚ Υπ. Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης 14/16-7-2010), δικαιούταν αυτή τα εξής: 1) για το μήνα Ιανουάριο 40,82 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 15 ημέρες εργασίας = 612,30 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε ως ημερομίσθιο 34,48 ευρώ και συνολικά μηνιαίως το ποσό των 517,20 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 95,10 ευρώ. 2) για το μήνα Φεβρουάριο 40,82 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 16 ημέρες εργασίας = 653,12 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε ως ημερομίσθιο 34,48 ευρώ και συνολικά μηνιαίως το ποσό των 551,68 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 101,44 ευρώ. 3) για το μήνα Μάρτιο 40,82 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 26 ημέρες εργασίας = 1061,32 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε ως ημερομίσθιο 34,48 ευρώ και συνολικά μηνιαίως το ποσό των 930,96 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 130,36 ευρώ. 4) για το μήνα Απρίλιο 40,82 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 15 ημέρες εργασίας = 612,30 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε ως ημερομίσθιο 34,48 ευρώ και συνολικά μηνιαίως το ποσό των 517,20 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 95,10 ευρώ. 5) ως επίδομα δώρου εορτών Πάσχα όφειλε να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 612,30 ευρώ (40,82 ευρώ X 15 ημερομίσθια), πλην όμως αυτή της κατέβαλε το ποσό των 432,79 ευρώ και συνεπώς της οφείλεται η διαφορά των 179,51 ευρώ, 6) για το μήνα Μάιο 40,82 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 18 ημέρες εργασίας = 734,76 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε συνολικά μηνιαίως το ποσό των 620,64 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 114,12 ευρώ. 7) για το μήνα Ιούνιο 40,82 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 22 ημέρες εργασίας = 898,04 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε συνολικά μηνιαίως το ποσό των 758,56 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 139,48 ευρώ. 8) για το μήνα Ιούλιο 41,47 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 22 ημέρες εργασίας = 912,34 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε συνολικά μηνιαίως το ποσό των 758,56 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 153,78 ευρώ. 9) για το μήνα Αύγουστο 41,47 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 25 ημέρες εργασίας = 1036,75 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε ως ημερομίσθιο 34,48 ευρώ και συνολικά μηνιαίως το ποσό των 862,00 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 174,75 ευρώ. 10) ως επίδομα αδείας η πρώτη εναγόμενη όφειλε να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 622,05 ευρώ (41,47 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 15 ημέρες εργασίας). Η πρώτη εναγόμενη της κατέβαλε συνολικά το ποσό των 448,24 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 173,81 ευρώ. 11) για το μήνα Σεπτέμβριο, 41,47 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 23 ημέρες εργασίας = 953,81 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε ως ημερομίσθιο 34,48 ευρώ και συνολικά μηνιαίως το ποσό των 793,04 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 160,77 ευρώ. 12) για το μήνα Οκτώβριο, 41,47 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 25 ημέρες εργασίας = 1.036,75 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε ως ημερομίσθιο 34,48 ευρώ και συνολικά μηνιαίως το ποσό των 862,00 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 174,75 ευρώ. 13) για το μήνα Νοέμβριο 41,47 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 25 ημέρες εργασίας = 1.036,75 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε ως ημερομίσθιο 34,48 ευρώ και συνολικά μηνιαίως το ποσό των 862,00 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 174,75 ευρώ. 14) για το μήνα Δεκέμβριο 41,47 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 25 ημέρες εργασίας = 1036,75 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε ως ημερομίσθιο 34,48 ευρώ και συνολικά μηνιαίως το ποσό των 862,00 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 174,75 ευρώ. 15) ως επίδομα δώρου Χριστουγέννων 41,47 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 25 ημέρες εργασίας = 1036,75 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε συνολικά το ποσό των 815,41 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 221,34 ευρώ. Συνολικά επομένως, η πρώτη εναγομένη εξακολουθεί να οφείλει στην ενάγουσα ως διαφορές δεδουλευμένων για το έτος 2011 το ποσό των 2263,81 ευρώ, εκ του οποίου ουδέν της έχει καταβάλει. Ε. 1) Για το έτος 2012, σύμφωνα με την ΕΓΣΣΕ των ετών 2010, 2011 και 2012 (ΠΚ Υπ. Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης 14/16-7-2010), δικαιούταν αυτή τα εξής: 1) για το μήνα Ιανουάριο 41,47 ευρώ το νόμιμο ημερομίσθιο X 22 ημέρες εργασίας = 912,34 ευρώ. Η πρώτη εναγομένη της κατέβαλε ως ημερομίσθιο 34,48 ευρώ και συνολικά μηνιαίως το ποσό των 758,56 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να της οφείλει 153,78 ευρώ. Και ΣΤ. 1) Για το μήνα Οκτώβριο του έτους 2013 η εναγομένη εξακολουθεί να οφείλει στην ενάγουσα το ποσό των 274,00 ευρώ (34,48 ευρώ καταβαλλόμενο ημερομίσθιο X 25 ημέρες – 862,00 ευρώ που της κατέβαλε), καθώς και 2) ως αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2013 και δη από 1-5-2013 έως και 7-11-2013 (ήτοι 184 ημέρες εργασίας) το ποσό των 186,52 ευρώ (34,48 ευρώ X 19,36 ο συντελεστής ημερών εργασίας X 0,04166 ο συντελεστής επιδόματος αδείας = 695,34 ευρώ – 598,82 ευρώ το ποσό που της καταβλήθηκε). Συνολικά επομένως, η πρώτη εναγόμενη εταιρία οφείλει ως διαφορές δεδουλευμένων ημερομισθίων στην ενάγουσα το ποσό των 7.393,63 ευρώ. Προς απόκρουση της άνω αγωγικής αξίωσης της ενάγουσας, καθώς και των λοιπών αγωγικών κονδυλίων συλλήβδην, η πρώτη εναγόμενη προέβαλε στον πρώτο βαθμό και επαναφέρει με αυτοτελή λόγο έφεσης, την ένσταση εξόφλησης αυτών (άρθρο 416 Α.Κ.), την οποία στις πρωτόδικες προτάσεις δεν εξειδίκευσε περαιτέρω, αναφέροντας τα καταβληθέντα ποσά, το χρόνο καταβολής αυτών και τις επίδικες αξιώσεις που αφορούν οι καταβολές της, αρκούμενη στον ισχυρισμό ότι η ενάγουσα έχει εξοφληθεί και με το παραπάνω ως προς τα αιτούμενα κονδύλια, όπως προκύπτει από τις αποδείξεις που υπέγραφε όλα αυτά τα χρόνια για τα ποσά που ελάμβανε. Πλην όμως, για να είναι ορισμένη η υποβαλλόμενη από τον εργοδότη ένσταση εξόφλησης των πάσης φύσεως αποδοχών και αξιώσεων του εργαζόμενου από τη σχέση εργασίας, με την επίκληση σχετικής έγγραφης απόδειξης του μισθωτού περί πληρωμής όλων των απαιτήσεών του, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται, κατά τρόπο γενικό, το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στο μισθωτό για την παρεχόμενη εργασία του, εκτός αν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, αλλά πρέπει να μνημονεύονται τα επιμέρους ποσά που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία και ο χρόνος καταβολής αυτών, διότι έτσι μόνο προστατεύεται ο εργαζόμενος από τυχόν καταστρατήγηση των εργατικών νόμων που απαγορεύουν τον περιορισμό των δικαιωμάτων του για την απόληψη των ελάχιστων ορίων αποδοχών. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, με το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 1082/1980 επιβάλλεται στον εργοδότη η υποχρέωση να χορηγεί, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού του, εκκαθαριστικό σημείωμα ή, σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος, ανάλυση μισθοδοσίας, που θα απεικονίζουν αναλυτικά τις πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού και τις επ’ αυτών κρατήσεις (Α.Π. 178/2010, Α.Π. 1320/2008, Εφ.Πειρ. 28/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Με βάση τα προαναφερθέντα, η παραπάνω ένσταση εξόφλησης που υποβάλλει η πρώτη εναγόμενη χωρίς καμία περαιτέρω ανάλυση και εξειδίκευση των επιμέρους ποσών που κατέβαλε, καθώς και του χρόνου και της αιτίας κάθε καταβολής, είναι ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης και απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, αφού δεν αναφέρονται τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία για τη θεμελίωσή της, η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί παραδεκτά από τις προσαγόμενες αποδείξεις. Σε κάθε περίπτωση πάντως, ούτε στις τελευταίες αναφέρονται τα άνω απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία για τη θεμελίωση της άνω ένστασης εξόφλησης (βλ. τη με αριθ. ……./31-7-2008 απόδειξη είσπραξης, στην οποίαν αναφέρεται «εξόφληση έως και τα τέλη Αυγούστου 2009», την από 18-12-2008 απόδειξη είσπραξης, ποσού 1.000,00 ευρώ, στην οποία αναφέρεται «εξόφληση έως και 12ος 2008», το υπ’ αριθ. ………/17-12-2009 ένταλμα πληρωμής ποσού 1200 ευρώ, στο οποίο αναφέρεται «εξόφληση έως και 12ος 2009», το υπ’ αριθ. ……./14-7- 2010 ένταλμα πληρωμής, ποσού 800,00 ευρώ, στο οποίο αναφέρεται «εξόφληση έως και 805 2010», το υπ’ αριθ. ……/18-12-2010 ένταλμα πληρωμής, ποσού 1200,00 ευρώ, στο οποίο αναφέρεται «εξόφληση έως και 12ος 2010», το υπ’ αριθ. ……./15-7-2011 ένταλμα πληρωμής, ποσού 800,00 ευρώ, στο οποίο αναφέρεται «εξόφληση μέχρι και Αύγουστος 2011», το υπ’ αριθ. ……./10-12-2011 ένταλμα πληρωμής, ποσού 1400,00 ευρώ, στο οποίο αναφέρεται «εξόφληση μέχρι και Δεκέμβριος 2011» και τη με ημερομηνία 8-7-2013 υπεύθυνη δήλωση της ενάγουσας, στην οποία αναγράφεται «Έχω εισπράξει μέχρι και τις 28-6-2013 όλες τις νόμιμες οικονομικές μου απολαβές και πέραν αυτών ουδεμία περαιτέρω απαίτηση έχω μισθολογική ή ασφαλιστική ή άλλης μορφής και ούτε επιφυλάσσω έναντι της εργοδότριας εταιρείας μου οτιδήποτε περαιτέρω»). Εάν δε ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από την ενάγουσα των άνω εγγράφων ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις από την προσφορά εργασίας της, η παραίτηση αυτή (άφεση χρέους) είναι χωρίς έννομη επιρροή, αφού κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, συναγόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 του ν. 2112/1920, 5 παρ. 1 α.ν. 539/1945, 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1920 και 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1959, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και άρα είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα να λάβει τα κατά νόμο, τις Σ.Σ.Ε και άλλες κανονιστικές διατάξεις ελάχιστα όρια των αποδοχών του, έστω και υπό τη μορφή της άφεσης χρέους (άρθρο 454 Α.Κ.), καθώς και η παραίτηση από άλλη δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, ανεξαρτήτως αν η οικεία αξίωση έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (Α.Π. 1554/2011, Α.Π. 1402/2006, Α.Π. 1089/2006, Εφ.Πειρ. 83/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), όπως ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο έκρινε επί της ανωτέρω ένστασης η προσβαλλόμενη απόφαση, απορριπτόμενου του δευτέρου λόγου της έφεσης των εναγομένων με τον οποίον υποστηρίζονται τα αντίθετα. Περαιτέρω, από το ίδιο άνω αποδεικτικό υλικό αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα στις 1-8-2012 και περί ώρα 07:30’ υπέστη εργατικό ατύχημα κατά τη διάρκεια παροχής εργασίας της στην επιχείρηση της πρώτης εναγομένης. Ειδικότερα, την ημέρα εκείνη της είχε ανατεθεί η επίβλεψη της δεύτερης σακουλομηχανής (που με τροφοδοσία χαρτιού κατασκευάζει χάρτινες σακούλες), η οποία χρειαζόταν να τροφοδοτηθεί με χαρτί για να αρχίσει η λειτουργία της. Την τροφοδοσία, που απαιτούσε μεγάλη μυϊκή δύναμη, θα εκτελούσε ένας νέος συνάδελφός της, ονόματι …….., ο οποίος έπρεπε να τοποθετήσει σε συγκεκριμένο σημείο της μηχανής ρολό χαρτιού σε σχήμα κυλίνδρου, διαμέτρου 1,30 μ. και βάρος περίπου 400 κιλών. Ο συνάδελφός της αυτός έπρεπε προηγουμένως να μετακινήσει το ρολό χαρτιού, κυλώντας το πάνω στο δάπεδο του χώρου εργασίας τους, μέχρι να προσεγγίσει το σημείο τροφοδοσίας. Εκεί, το ρολό θα σηκώνονταν με τη βοήθεια γερανογέφυρας, ώστε να πλησιάσει στον άξονα της μηχανής και να τοποθετηθεί σ’ αυτόν και μετά ν’ αρχίσει η τροφοδοσία της μηχανής αυτόματα με το ξετύλιγμα του χαρτιού. Για την εργασία αυτή ο άνω συνάδελφος της ενάγουσας έπρεπε να κυλίσει το ρολό σε σημείο, εγγύτατα στη μηχανή χαρτοσακουλών, όπου το δάπεδο εμφάνιζε υψομετρική διαφορά δέκα περίπου εκατοστών. Μόλις έφθασε στο σημείο αυτό, που ήταν ανηφορικό στην κατεύθυνση του ρολού που έσπρωχνε, το τελευταίο άρχισε να γλιστρά από τα χέρια του, με κίνδυνο να φύγει προς τα πίσω και να τον τραυματίσει, λόγω του μεγάλου βάρους και όγκου του και της κλίσης του δαπέδου προς τα πίσω. Τότε αυτός φώναξε για βοήθεια την ενάγουσα που ήταν πλησίον του και η τελευταία προσέτρεξε σε βοήθειά του. Όμως, στην προσπάθειά της να συγκρατήσει το ρολό στον περιορισμένο ελεύθερο χώρο που υπήρχε για τη μετατόπισή του, παραπάτησε στο σημείο που το δάπεδο γινόταν ανισόπεδο και έχασε την ισορροπία της, με αποτέλεσμα η βαριά και ογκώδης κυλινδρική μάζα χαρτιού να κυλίσει προς τα πίσω και να εγκλωβίσει το δεξί πόδι της, το οποίο καταπλακώθηκε και υπέστη κάταγμα βάσης δεύτερου μεταταρσίου. Υπό τα ανωτέρω εκτιθέμενα το ατύχημα οφείλεται σε αμέλεια των εναγομένων, οι οποίοι, δεν είχαν φροντίσει για την τήρηση στον εργασιακό χώρο της επιχείρησής τους, εντός της οποίας μετακινούνταν, σε ανισόπεδο δάπεδο και σε περιορισμένο ελεύθερο χώρο, επικίνδυνα για την ασφάλεια των εργαζομένων φορτία (υπερβολικά βαριά και ογκώδη και έχοντα ασταθή ισορροπία), όσων προβλέπουν οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 10.2.1. του Π.Δ. 16/1996 (μέτρα ώστε το δάπεδο να ήταν ομαλό και ελεύθερο προσκρούσεων) και του άρθρου 3 του Π.Δ. 397/1994 [χρήση κατάλληλου μηχανικού εξοπλισμού για την αποφυγή χειρωνακτικής μετακίνησης των φορτίων ή εφόσον τούτο δεν ήταν εφικτό, λήψη κατάλληλων οργανωτικών μέτρων για την ασφαλή χειρονακτική μετακίνηση των φορτίων (εκπαίδευση των εργαζομένων στην ασφαλή διακίνηση των φορτίων στο συγκεκριμένο χώρο, χρήση κατάλληλων μέσων, όπως ειδικών αντιολισθητικών υποδημάτων)], σύμφωνα και με όσα αναγράφει στην από 11-9-2013 έκθεση έρευνας η αρμόδια Επιθεωρήτρια Ασφαλείας και Υγείας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας – Κέντρο Πρόληψης Επαγγελματικού Κινδύνου Πειραιά και Νοτίου Αιγαίου αρχιτέκτων μηχανικός ………. που διενήργησε αυτοψία για τις συνθήκες υπό τις οποίες προκλήθηκε το άνω ατύχημα. Να σημειωθεί εδώ εκ του περισσού ότι κατά το χρόνο του ατυχήματος στην επιχείρηση των εναγομένων δεν υπήρχε και τεχνικός ασφαλείας με τα απαραίτητα προσόντα (βλ. σχετ. το υπ’ αριθ. 312/21-1-2014 έγγραφο του Κέντρου Πρόληψης Επαγγελματικού Κινδύνου Πειραιά και Νοτίου Αιγαίου του Σ.ΕΠ.Ε.). Την ενάγουσα δεν βαρύνει συνυπαιτιότητα στην επέλευση του ατυχήματος και του τραυματισμού της, καθόσον αποδείχθηκε ότι ενήργησε εντός του ευρύτερου κύκλου των ανατεθειμένων σ’ αυτήν καθηκόντων, παρέχοντας βοήθεια σε συνάδελφό της που αντιμετώπιζε αιφνίδιο κίνδυνο κατά την εκτέλεση της εργασίας του, βοήθεια που θα παρείχε και οποιοσδήποτε άλλος εργαζόμενος βρισκόταν στη δική της θέση, την οποία (βοήθεια) δεν υπήρχε ευχέρεια να του παράσχει γρηγορότερα άλλος εργαζόμενος, αφού η ενάγουσα μόνο βρισκόταν πλησίον του, λόγω των άνω καθηκόντων της. Σημειωτέον ότι η ενάγουσα δεν είχε κανένα απολύτως λόγο αλλά και συμφέρον να ενεργήσει αυτοβούλως και δη σε εργασία σε σημείο που ήταν γνωστό ότι ενείχε κίνδυνο για τη σωματική της ακεραιότητα, όπως βεβαίωσε ένορκα η παλιά συνάδελφός της …………., η οποία εργάστηκε στην πρώτη εναγόμενη εταιρία από το 2003 έως το 2006 και δήλωσε ότι και η ίδια είχε παραπατήσει πολλές φορές στο ίδιο ακριβώς σημείο, λόγω της ανομοιογένειας του ύψους του δαπέδου κοντά στην άνω μηχανή παραγωγής χαρτοσακουλών όπου εργαζόταν. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση, έκρινε ομοίως ως προς την υπαιτιότητα και απέρριψε την εκ του άρθρου 300 ΑΚ ένσταση των εναγομένων περί συνυπαιτιότητας της ενάγουσας ως αβάσιμη, ορθά τις προσκομισθείσες αποδείξεις εκτίμησε, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από τους εναγόμενους – εκκαλούντες με σχετικό λόγο της έφεσής τους, που επαναφέρει την ως άνω ένσταση που προέβαλαν και πρωτόδικα, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι μετά το ανωτέρω ατύχημα η ενάγουσα μεταφέρθηκε άμεσα με ασθενοφόρο του Ε.Κ.Α.Β. στο Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας «ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ», όπου υποβλήθηκε σε ακτινολογικό έλεγχο, βρέθηκε ότι είχε υποστεί κάταγμα βάσεως δεύτερου μεταταρσίου, της τέθηκε κνημοποδικός γύψινος νάρθηκας, της δόθηκε αντιπηκτική αγωγή και αναρρωτική άδεια τριάντα ημερών και ορίστηκε επανεξέταση για τις 16-8-2012. Εξαιτίας του τραυματισμού της αυτού η ενάγουσα κρίθηκε ανίκανη προς εργασία κατά το διάστημα από 1-8-2012 έως και 15-10-2012. Στις 29 Ιανουαρίου 2014 προσήλθε στα εξωτερικά ιατρεία του Γ’ Ορθοπεδικού Τμήματος του Γενικού Νοσοκομείου Αττικής «Κ.Α.Τ.» και επανεξετάστηκε. Σύμφωνα με την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. πρωτ. ………/03-2-2014 Ιατρική Γνωμάτευση του ιατρού του Γ’ Ορθοπεδικού Τμήματος ……………., η ενάγουσα «παρουσίασε ως αποτέλεσμα του αναφερόμενου ατυχήματος κάταγμα του μέσου σφηνοειδούς οστού και μικρό αποσπαστικό κάταγμα από την έξω παρυφή της βάσεως της δεύτερης φάλαγγας. Η πάθηση έχει οδηγήσει σε σημαντική αρθρίτιδα του ταρσού που προκαλεί χωλότητα και αδυναμία για ορθοστατική εργασία. Η ασθενής είναι πιθανό να χρειαστεί στο μέλλον αρθρόδεση του ταρσού, η οποία θα περιορίσει το άλγος αλλά θα παραμείνει η μερική αναπηρία (αδυναμία για γρήγορη βάδιση και τρέξιμο). Η ενάγουσα κρίθηκε εκ νέου ανίκανη προς εργασία από την Επιτροπή Ορθοπεδικών του Ι.Κ.Α. για το διάστημα από 29-3-2013 έως και 6-5-2013 (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. ……../2013 Γνωμάτευση της Επιτροπής Ορθοπεδικών του Ι.Κ.Α.). Στις 16-4-2013 η ενάγουσα υποβλήθηκε σε νέα αξονική τομογραφία δεξιού άκρου ποδός, όπου διαγνώσθηκαν μεταξύ άλλων «ύπαρξη υποχόνδρινων – υπαρθρικών κυστικού τύπου αλλοιώσεων στην περιοχή του κυβοειδούς με ασύμμετρη απεικόνιση της πλάγιας επιφάνειάς του, καθώς και κατά τόπους στην περιοχή του σκαφοειδούς, στα σφηνοειδή οστά και στην περιοχή κυρίως της κεφαλής του πρώτου μεταταρσίου, σε έδαφος αδροποίησης της οστικής υφής των, ασύμμετρη απεικόνιση της βάσεως του 2ου μεταταρσίου μετατραυματικής αιτιολογίας με ασυμμετρία του παρακείμενου τμήματος της σύστοιχης ταρσομετατάρσιας άρθρωσης…» (βλ. σχετ. την από 16-4-2013 γνωμάτευση του Ιατρού ακτινοδιαγνωστή …………..). Ακόμη αποδείχθηκε ότι μετά τον τραυματισμό της – κατά παράκληση της εργοδότριάς της να την βοηθήσει στην αντιμετώπιση έκτακτων προβλημάτων που ανέκυψαν εκ της απουσίας της στη διαδικασία παραγωγής του άνω καταστήματός της – η ενάγουσα προσήλθε στις 7/8, 8/8 και 9/8 2012 στον τόπο εργασίας της (φέροντας πατερίτσες και νάρθηκα στο δεξί της πόδι) και πρόσφερε με την εμπειρία της κάποιες υπηρεσίες που της ζητήθηκαν, με τη συμφωνία να της αποδοθεί η δαπάνη της για μίσθωση ταξί από τον τόπο κατοικίας της (οδός …………., Πέραμα) προς τον τόπο εργασίας της (οδός ………….., Άγ. Ι. Ρέντης) και αντίστροφα, η οποία για τις παραπάνω ημέρες ανήλθε στο ποσό των 50,00 ευρώ, όπως παραδέχθηκε και ο εξωτερικός λογιστής της εναγομένης εταιρίας ……………….. ενώπιον της Επιθεώρησης Εργασίας (βλ. σχετ. το με αριθ. 225/2013 δελτίο του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας Πειραιά). Επίσης, αποδείχθηκε, ότι από το ανωτέρω ατύχημα η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 8.000,00 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο ενόψει των συνθηκών του ατυχήματος, της αποκλειστικής υπαιτιότητας των εναγομένων για την πρόκλησή του, σε συνδυασμό με τις ανασφαλείς συνθήκες εργασίας που της παρείχαν, των συνεπειών (σωματικών και ψυχικών) που της προκάλεσε, τη σοβαρότητα και το είδος του τραυματισμού, το χρόνο της αποθεραπείας που απαιτήθηκε και της αρθρίτιδας του δεξιού ταρσού που της κατέλειπε, η οποία, όπως προεκτέθηκε, προκάλεσε χωλότητα και αδυναμία για ορθοστατική εργασία και είναι πιθανό στο μέλλον να απαιτήσει αρθρόδεση του ταρσού, μετά την οποία θα παραμείνει πιθανότατα αδυναμία της για γρήγορη βάδιση και τρέξιμο. Επιπλέον δε στοιχεία που συνεκτιμώνται για τον προσδιορισμό του ανωτέρω ποσού της χρηματικής ικανοποίησης είναι η ηλικία της ενάγουσας (42 ετών κατά το χρόνο του ατυχήματος), καθώς και η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων μερών. Εξάλλου, δεν κρίνεται πειστικός ο ισχυρισμός της πρώτης εναγομένης ότι κατέβαλε στην ενάγουσα «ως αποζημίωσή της σε ότι έχει σχέση με το εργατικό ατύχημα και οτιδήποτε άλλο είχε προκύψει στη μεταξύ τους συνεργασία» το ποσό των 5.000,00 ευρώ, όπως αναγράφεται στην προσκομιζόμενη με επίκληση απ’ αυτήν φωτοτυπία του υπ’ αριθ. ……../5-7-2013 εντάλματος πληρωμής της, ποσού 5.000,00 ευρώ. Και τούτο διότι το άνω έγγραφο δεν αναφέρει συγκεκριμένες αιτίες που καλύπτει το αναγραφόμενο ποσό, ενώ δεν φέρει και υπογραφή στη θέση που έπρεπε να έχουν υπογράψει ο λογιστής ή ο ταμίας της πρώτης εναγομένης. Επιπλέον, η καταβολή του άνω ποσού δεν προκύπτει από το λογαριασμό μισθοδοσίας της ενάγουσας, η οποία αρνείται κατηγορηματικά ότι το έχει λάβει, ισχυριζόμενη ότι το άνω ένταλμα πληρωμής της δόθηκε πιθανότατα από την εργοδότριά της για να το υπογράψει με ασυμπλήρωτα τα προσωπικά της στοιχεία, το κείμενο και την ημερομηνία και εκείνη το υπέγραψε θεωρώντας ότι χρειαζόταν για τη μισθοδοσία της, αφού δεν γνωρίζει να διαβάζει Ελληνικά. Ο άνω ισχυρισμός της κρίνεται πειστικός, ενόψει όσων προαναφέρθηκαν για το ένταλμα πληρωμής, σε συνδυασμό με το ότι δεν επιδείχθηκε αυτό από την πρώτη εναγόμενη εταιρία στην Επιθεώρηση Εργασίας Πειραιά κατά την 11-7-2013 που συζητήθηκε ενώπιόν της η υπόθεση της ενάγουσας, όπως θα ήταν φυσιολογικό να είχε πράξει η πρώτη εναγόμενη εάν πράγματι είχε καταβάλλει στην ενάγουσα το άνω ποσό. Μετά ταύτα, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που επιδίκασε τα ίδια άνω ποσά για έξοδα ταξί και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από το εργατικό ατύχημα, χωρίς να αφαιρέσει το άνω ποσό των 5.000,00 ευρώ, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και τα προσδιοριστικά του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης στοιχεία, απορριπτομένων ως αβάσιμων των σχετικών λόγων έφεσης των διαδίκων. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, με την επιστροφή της ενάγουσας στην εργασία της, μετά τη λήξη των αναρρωτικών αδειών της στις 7-5-2013, άρχισε να επικρατεί ένταση στις σχέσεις της με την εναγόμενη εργοδότριά της. Η ενάγουσα διαμαρτυρήθηκε επειδή δεν είχε δηλωθεί το ατύχημά της στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας Πειραιά και προέβαλε αξιώσεις α) για μισθολογικές διαφορές από το έτος 2008 και εντεύθεν, οι οποίες προέκυπταν από μη συνυπολογισμό τριετιών και επιδόματος γάμου επί του καταβαλλομένου ημερομισθίου, σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν και β) για την απόδοση της άνω δαπάνης μίσθωσης ταξί στις 7, 8 και 9 Αυγούστου 2012, σύμφωνα επίσης με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν, ενώ ζήτησε να τις δοθούν και αναλυτικές αποδείξεις μισθοδοσίας της. Η πρώτη εναγόμενη αρνήθηκε να ικανοποιήσει τα αιτήματά της και έτσι στις 20-5-2013 η ενάγουσα κατέφυγε στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας – Κέντρο Πρόληψης Επαγγελματικού Κινδύνου Πειραιά και Νοτίου Αιγαίου, όπου διαμαρτυρήθηκε για την καθυστέρηση των άνω οφειλόμενων ποσών, ενώ στις 3-6-2013 δήλωσε και το άνω εργατικό της ατύχημα. Για τις συνθήκες υπό τις οποίες προκλήθηκε αυτό διενεργήθηκε από την αρμόδια Επιθεωρήτρια Ασφαλείας και Υγείας του Σ.ΕΠ.Ε. Πειραιά αρχιτέκτονα μηχανικό ……………. σχετική έρευνα και αυτοψία του χώρου εργασίας της ενάγουσας και συντάχθηκε η προαναφερθείσα από 11-9-2013 έκθεση έρευνάς της, στην οποία καταγράφηκαν οι παραλείψεις των εναγομένων στην τήρηση των κανόνων ασφάλειας για την προστασία των εργαζομένων. Μέσα στο τεταμένο αυτό κλίμα που επικράτησε μεταξύ της ενάγουσας και της εργοδότριας εταιρίας, λόγω των άνω διεκδικήσεων διαφορών δεδουλευμένων αποδοχών της και της άνω έρευνας της Επιθεωρήτριας Ασφαλείας και Υγείας, συνέβη το εξής περιστατικό: Στις 25-10-2013, κατά την προσπάθεια της ενάγουσας να αφαιρέσει χαρτί που είχε εγκλωβιστεί σε ρολοκοπτικό μηχάνημα, έσπασε εξάρτημά του (αλυσίδα), το οποίο ήταν φθαρμένο λόγω συνήθους χρήσης και παλαιότητας. Η ενάγουσα δεν απευθύνθηκε στην προϊσταμένη της, ως όφειλε, αλλά, αφού ενημερώθηκε από υπαλλήλους της επιχείρησης πως δεν γινόταν το εξάρτημα αυτό να φτιαχτεί, κάλεσε τηλεφωνικά το σύζυγό της, ο οποίος είναι τεχνίτης μηχανικός, προκειμένου να αγοράσει άμεσα καινούρια αλυσίδα προς αντικατάσταση της παλιάς, για να μην καθυστερήσει η παραγωγή. Τη στιγμή που η ενάγουσα βρισκόταν έξωθεν του εργοστασίου προκειμένου να παραδώσει στο σύζυγό της την αλυσίδα αυτή (ατρακτοταινία Extremultus TT/S 3P 00048 mm X 001915 mm ….. με επικάλυψη, η οποία κόστιζε καινούργια 20,00 ευρώ – βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. …/24-10-2013 απόδειξη λιανικής πώλησης της εταιρίας «………….» που προσκομίζει η ενάγουσα), η γραμματέας της πρώτης εναγομένης ………….. αντιλήφθηκε το γεγονός και αφαίρεσε το εξάρτημα από την κατοχή της ενάγουσας, επακολούθησε δε διαπληκτισμός μεταξύ των ως άνω προσώπων. Άμεσα προσήλθε στο σημείο και ο ιδιοκτήτης – μέτοχος της πρώτης εναγομένης ……………., ο οποίος έδωσε εντολή στην άνω γραμματέα να αναφέρει το περιστατικό στην αστυνομία, να μηνύσει την ενάγουσα και να ζητήσει τη νόμιμη τιμωρία της, ενέργειες στις οποίες προέβη πάραυτα η τελευταία για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης. Για το περιστατικό αυτό κινήθηκε κατά της ενάγουσας, κατά την αυτόφωρη διαδικασία, ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη της απόπειρας κλοπής. Έτσι, μετά από ένα δίωρο περίπου, η ενάγουσα συνελήφθη από αστυνομικά όργανα στον τόπο εργασίας της και υπέστη την αυτόφωρη διαδικασία, προσαχθείσα στο ακροατήριο του Α’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά στις 29-10-2013 και μετ’ αναβολή στις 31-10-2013, οπότε δικάστηκε (με την πρώτη εναγόμενη εταιρία να παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα) και αθωώθηκε της κατηγορίας απόπειρας κλοπής με τη με αριθ. 9499/2013 απόφαση του άνω Δικαστηρίου. Από τα ανωτέρω και παρά το γεγονός ότι η ενάγουσα δεν ενημέρωσε την προϊσταμένη της για το πρόβλημα που δημιουργήθηκε στη λειτουργία του άνω μηχανήματος, δεν αποδεικνύεται πρόθεση αυτής να αφαιρέσει παράνομα το άνω εξάρτημα, που ήταν άλλωστε μικρής αξίας και άχρηστο στην ίδια, η οποία είχε δωδεκαετή συνεχή ανεπίληπτη εργασία στην πρώτη εναγόμενη, αλλά αντιθέτως συνάγεται ότι οι ενέργειες της κατέτειναν στην άμεση αποκατάσταση της βλάβης που προέκυψε. Εξάλλου, εάν η ενάγουσα είχε σκοπό παράνομης αφαίρεσης του ως άνω εξαρτήματος προκειμένου να προκαλέσει οικονομική ζημία στην επιχείρηση της πρώτης εναγομένης, δεν θα προέβαινε, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, στο άνοιγμα της μηχανής και την αφαίρεση της αλυσίδας παρουσία των λοιπών εργατών και της προϊσταμένης της. Σημειωτέον ότι, μετά την αθώωση της ενάγουσας από την κατηγορία της απόπειρας κλοπής του άνω ελαστικού ιμάντα του ρολοκοπτικού μηχανήματος της πρώτης εναγομένης εταιρίας, η τελευταία προέβη στην υποβολή εναντίον της ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά της από 4-11-2013 έγκλησης για φθορά ξένης ιδιοκτησίας, αναφέροντας συγκεκριμένα ότι η τελευταία, την 23-10-2013 έκοψε με πρόθεση τον άνω ιμάντα για να βλάψει την επιχείρησή της, διακόπτοντας τη γραμμή παραγωγής της, παράλληλα δε, προέβη σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, κοινοποιώντας της στις 7-11-2013 την από 5-11-2013 σχετική εξώδικη δήλωση – διαμαρτυρία, με το από 4-11-2013 έντυπο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της, τα οποία υπογράφονται από το νόμιμο εκπρόσωπο, πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο αυτής δεύτερο εναγόμενο, χωρίς να της καταβάλει αποζημίωση απόλυσης, ενόψει της ασκηθείσης σε βάρος της ποινικής δίωξης. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός περί δολιοφθοράς από μέρους της ενάγουσας δεν βρίσκει πειστική θεμελίωση στο υπάρχον αποδεικτικό υλικό, καθώς η επ’ ακροατηρίω κατάθεση του μάρτυρος της πρώτης εναγομένης (μετόχου της) σε σχέση με τα γεγονότα αυτά και τις ειδικότερες συνθήκες υπό τις οποίες συνέβησαν, υπήρξε όλως ασαφής, αόριστη και μη στηριζόμενη σε άμεση γνώση, ενώ από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε τέτοια δόλια ενέργεια της ενάγουσας. Μετά ταύτα κρίνεται βάσιμος ο ισχυρισμός της τελευταίας ότι η καταγγελία της εργασιακής της σύμβασης για τους προαναφερθέντες λόγους εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 281 Α.Κ, καθώς έγινε προσχηματικά, χωρίς να στηρίζεται σε βάσιμα περιστατικά και προκειμένου να μην της καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση απόλυσης. Επομένως, η πρώτη εναγόμενη οφείλει να της καταβάλλει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, η οποία, ενόψει του ότι η ενάγουσα είχε συμπληρώσει δώδεκα έτη εργασίας στην επιχείρησή της, ανέρχεται στο ποσό των 2.413,60 ευρώ [ήτοι, 60 τακτικά καταβαλλόμενα ημερομίσθια (34,48 ευρώ Χ 60) 2.068,80 ευρώ + προσαύξηση 1/6 προς κάλυψη των επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, επιδόματος αδείας κ.λ.π. (2.068,80 ευρώ / 6) 344,80 ευρώ = 2.413,60 ευρώ] (Για τον υπολογισμό της αποζημίωσης λόγω απόλυσης των εργαζομένων με την ιδιότητα του εργάτη βλ. Λεων. Ντάσιου, Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο, Τόμο Α/Ι, έκδοση Δ’, παρ.παρ. 386 και 387, σ. 474 επ.). Σημειωτέον ότι το σχετικό αίτημα της ενάγουσας υποβλήθηκε εμπρόθεσμα, εντός της καθοριζόμενης από το άρθρο 6 παρ. 2 του ν. 3198/1955 εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας από την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, ενόψει του ότι η επίδοση της κρινόμενης αγωγής στους εναγόμενους έλαβε χώρα στις 30-12-2013 (βλ. σχετ. τις υπ’ αριθ. …../30-12-2013 και …../30-12-2013 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………). Σημειωτέον επίσης ότι το αίτημα αυτό της ενάγουσας δεν υποβάλλεται καταχρηστικά, αφού αποζημίωση απόλυσης οφείλεται εκ του νόμου στην ενάγουσα, εφόσον υφίστατο η σχέση εργασίας της (Α.Π. 526/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από τους εναγόμενους – εκκαλούντες με σχετικό λόγο της έφεσής τους, που επαναφέρει τη σχετική ένσταση κατ’ άρθρο 281 Α.Κ. που αυτοί προέβαλαν και πρωτόδικα, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Περαιτέρω, από το περιεχόμενο της άνω εξώδικης δήλωσης – καταγγελίας της πρώτης εναγομένης, που υπογράφεται από το δεύτερο εναγόμενο υπό τις άνω ιδιότητές του και κοινοποιήθηκε στην ενάγουσα στις 7-11-2013, προκύπτει ότι αποδίδεται στην ενάγουσα, μεταξύ άλλων, και ότι στις 23-10-2013 έκοψε με πρόθεση τον ελαστικό ιμάντα του μηχανήματος στο οποίο εργαζόταν για να εκβιάσει την απόλυσή της και ότι στις 25-10-2013 αποπειράθηκε να αφαιρέσει παράνομα το άνω εξάρτημα από το ρολοκοπτικό μηχάνημα της πρώτης εναγομένης, εμφανίζεται δηλαδή η ενάγουσα ως ανυπόληπτο άτομο, που εκδήλωσε δόλια και παράνομη συμπεριφορά έναντι της εργοδότριάς της. Σύμφωνα όμως με όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν, κατά το χρόνο κοινοποίησης στην ενάγουσα της άνω εξώδικης δήλωσης – καταγγελίας, κανένα στοιχείο δεν φανέρωνε στους εναγόμενους ότι αυτή είχε διαπράξει απόπειρα κλοπής του άνω εξαρτήματος. Αντίθετα, αυτοί γνώριζαν από τις 31-10-2013 ότι η ενάγουσα είχε απαλλαγεί της σχετικής κατηγορίας με τη με αριθ. 9499/31-102013 απόφαση του Α’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, σε δίκη, κατά την αυτόφωρη διαδικασία, την οποία οι ίδιοι προκάλεσαν και στην οποία η πρώτη απ’ αυτούς είχε παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγουσα. Η αποδιδόμενη δε στην ενάγουσα, με την άνω εξώδικη δήλωση – καταγγελία, δόλια φθορά του άνω εξαρτήματος δεν στηρίζονταν σε κάποιο αποδεικτικό στοιχείο, ενώ δεν δύναται να θεμελιωθεί και σε κάποιο αποδεικτικό στοιχείο της παρούσας δικογραφίας. Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι η καταγγελία της εργασιακής σύμβασης της ενάγουσας έγινε προσχηματικά λόγω της επικαλούμενης αξιόποινης συμπεριφοράς της, κατ’ ουσία όμως έλαβε χώρα προς καταστρατήγηση των νομίμων δικαιωμάτων της και δη αυτού της είσπραξης της νόμιμης αποζημίωσης μετά την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της από την πρώτη εναγόμενη, ενέργεια που εμπίπτει στη ρύθμιση του άρθρου 281 Α.Κ. Κατά συνέπεια, εφόσον η πρώτη εναγόμενη επιθυμούσε να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας της, όφειλε να τηρήσει τις διατάξεις περί τακτικής καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου και να της καταβάλει την οφειλόμενη αποζημίωση απόλυσης, σύμφωνα με όσα ήδη αναφέρθηκαν. Απ’ όλα τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι οι εναγόμενοι επέδειξαν έναντι της ενάγουσας την ιστορούμενη στην αγωγή αδικοπρακτική συμπεριφορά, προσβάλλοντας, συνακόλουθα, το δικαίωμα της προσωπικότητάς της. Ο άδικος χαρακτήρας της πράξης τους, ως προς τις άνω προσβλητικές και δυσφημιστικές εκφράσεις που περιέχει η άνω εξώδικη δήλωσή τους, δεν αίρεται στην προκειμένη περίπτωση κατ’ άρθρο 367 παρ. 1 Π.Κ. (που εφαρμόζεται, κατά τα προαναφερθέντα, αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου) λόγω διαφύλαξης (προστασίας) δικαιώματός τους ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον, ενόψει του ότι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, οι επίμαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης των άρθρων 363 – 362 του Π.Κ, απορριπτομένου ως αβάσιμου κατ’ ουσία του σχετικού κατ’ άρθρο 367 παρ. 1 Π.Κ αυτοτελή ισχυρισμού τους που περιέχεται στις προτάσεις τους και υποβλήθηκε και πρωτόδικα. Δικαιούται, λοιπόν, η ενάγουσα, σύμφωνα με τα άρθρα 57, 59, 914, 926 και 932 Α.Κ, σε συνδ. με άρθρα 362, 363 Π.Κ, να αξιώσει από τους εναγόμενους, ευθυνόμενους εις ολόκληρον, χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης, ύψους 4.000,00 ευρώ. Το ποσό αυτό κρίνεται εύλογο, λαμβανομένων υπόψη των κατά νόμο στοιχείων και συγκεκριμένα των άδικων πράξεων των εναγομένων σε βάρος της ενάγουσας, του βαθμού του πταίσματος αυτών, των συνθηκών υπό τις οποίες έγιναν οι άδικες πράξεις, των συνεπειών που υπέστη η ενάγουσα (σύλληψή της στον τόπο εργασίας της στα πλαίσια του αυτοφώρου, βίωση της αυτόφωρης διαδικασίας με παραμονή σε κρατητήριο, λήψη φωτογραφιών και δακτυλικών αποτυπωμάτων, προσαγωγή στον εισαγγελέα, βίωση ποινικής δίκης ως κατηγορούμενης, δυσφήμισή της στο εργασιακό της περιβάλλον, στέρηση της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης που δικαιούταν) και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, ενώ η καταβολή του ποσού αυτού, αν και δεν μπορεί να εξαφανίσει τη ζημία επί του καθαρώς ηθικού αγαθού της τιμής και της υπόληψης της ενάγουσας, είναι εντούτοις σε θέση να αμβλύνει ως ένα βαθμό τα δυσάρεστα συναισθήματα που προκάλεσε σ’ αυτήν η προσβολή. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που απέρριψε την αγωγή της ως αβάσιμη κατ’ ουσία κατά το κονδύλι αυτό (δεχόμενο ότι οι εναγόμενοι ενήργησαν χωρίς γνώση της αναλήθειας των αναφερθέντων γεγονότων και χωρίς να υπερβούν το απαιτούμενο μέτρο για την προστασία των επαγγελματικών συμφερόντων τους), έσφαλε ως προς την ορθή εκτίμηση των αποδείξεων, όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά της σε βάρος της ενάγουσας αδικοπραξίας των εναγομένων που προσέβαλε την προσωπικότητά της. Συνεπώς, η έφεση της ενάγουσας, ως προς το κεφάλαιο αυτό, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσία. Μετά ταύτα, μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς έρευνα, πρέπει α) να απορριφθεί η από 13-3-2015 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……./20-3-2015 έφεση των εναγομένων ως αβάσιμη κατ’ ουσία και β) να γίνει δεκτή η από 3-4-2015 και με αριθ. έκθ. κατάθ…… έφεση της ενάγουσας ως βάσιμη κατ’ ουσία και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς όλες τις διατάξεις της (όχι μόνον ως προς τα κονδύλια για τα οποία έγιναν δεκτοί οι σχετικοί λόγοι έφεσης, αλλά στο σύνολο της για το ενιαίο της εκτέλεσης του τίτλου – Α.Π. 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, Εφ.Πειρ. 84/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447). Στη συνεχεία δε, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) και δικασθεί εκ νέου η αγωγή – η οποία κατά την κύρια βάση της από σύμβαση εργασίας είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 341 παρ. 1, 346, 361, 481, 648επ, 653, 655, 914 επ, 926, 932 ΑΚ, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 229, 362, 363 Π Κ, 1 παρ. 1 και 2 ν. 1082/1980, 1 παρ. 1 & 2, 2, 3 παρ. 1 και 6 της 19040/1981 Κ.Υ.Α. Οικονομικών και Εργασίας, 3 παρ. 16 Ν. 4504/1966, 5, 6 παρ. 2 β.δ. 16/18-7-1920, 5 παρ. 1 ν. 2112/1920, 2, 5 ν. 3198/1955, 1, 2 ΕΓΣΣΕ ετών 2008 και 2009 (Π.Κ. Υπ.. Απ/σης και Κοιν/κής Προ/σίας 13/18-4-2008) και 1, 2, 3, 4 ΕΓΣΣΕ ετών 2010, 2011 και 2012 (Π.Κ. Υπ. Εργασίας και Κοιν/κής Ασφάλισης 14/16-7-2010) – πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος ως βάσιμη και κατ’ ουσία και Α) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να καταβάλλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 13.857,23 ευρώ (ήτοι 7.393,63 ευρώ για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών + 50,00 ευρώ για δαπάνες ταξί + 2.413,60 ευρώ για αποζημίωση απόλυσης + 4.000,00 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από προσβολή προσωπικότητας με την καταχρηστική και προσβλητική καταγγελία της σύμβασης εργασίας της και την ψευδή καταμήνυσή της), με το νόμιμο τόκο, όσον αφορά τις διαφορές ημερομισθίων από το τέλος εκάστου μηνός που αφορούν, όσον αφορά τις διαφορές δώρου εορτής Χριστουγέννων και επιδόματος αδείας από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους απ’ αυτό που αφορούν, όσον αφορά τις διαφορές δώρου εορτής Πάσχα από την 1η Μαϊου του έτους που αφορούν και όσον αφορά την αποζημίωση απόλυσης, τις δαπάνες για μίσθωση ταξί και τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από προσβολή προσωπικότητας, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Και Β) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, να καταβάλλουν στην ενάγουσα το ποσό των 8.000,00 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από τις υπαίτιες παραλείψεις τους που προκάλεσαν το εργατικό της ατύχημα, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Το αίτημα να απαγγελθεί κατά του δεύτερου εναγόμενου προσωπική κράτηση, ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης κατά το αμέσως ανωτέρω κονδύλι, πρέπει ν’ απορριφθεί ως μη νόμιμο, διότι, κατ’ άρθρο 1047 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, όπως η τελευταία παράγραφος ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρ. 62 ν. 3994/2011 [με το οποίο ενσωματώθηκε στην εν λόγω παράγραφο η Υπουργική Απόφαση 12082 (Φ.Ε.Κ. Β’ 318/20-2-2009), που αύξησε το ποσό της απαίτησης] δεν διατάσσεται προσωπική κράτηση για απαίτηση που, όπως εν προκειμένω, είναι μικρότερη από τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ. Τέλος, οι εναγόμενοι, λόγω της μερικής ήττας τους, πρέπει να καταδικαστούν σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 178 παρ. 1 και 183 Κ.Πολ.Δ.), ενώ, για την απόρριψη της έφεσής τους, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις αναφερόμενες στο σκεπτικό εφέσεις.
Δέχεται τυπικά τις παραπάνω εφέσεις.
Απορρίπτει κατ’ ουσία τη με στοιχ. Α έφεση των εναγομένων.
Καταδικάζει τους εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, τα οποία ορίζει, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.
Δέχεται κατ’ ουσία τη με στοιχ. Β έφεση της ενάγουσας.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη με αριθ. 486/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία εργατικών διαφορών).
Κρατεί την υπόθεση και τη δικάζει κατ’ ουσία.
Δέχεται την αγωγή κατά ένα μέρος.
Υποχρεώνει Α) την πρώτη εναγόμενη να καταβάλλει στην ενάγουσα το ποσό των δέκα τριών χιλιάδων, οκτακοσίων πενήντα επτά ευρώ και είκοσι τριών λεπτών (13.857,23), με το νόμιμο τόκο, κατά τις αναφερόμενες στο σκεπτικό διακρίσεις. Και Β) τους εναγόμενους, ευθυνόμενους εις ολόκληρον έκαστο, να καταβάλλουν στην ενάγουσα το ποσό των οκτώ χιλιάδων (8.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Και
Καταδικάζει τους εναγόμενους στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 5 Ιανουαρίου 2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ