Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 4/2017

Αριθμός    4/2017

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Χάσκαρη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η ένδικη από 7-1-2015 (αρ. κατ. ……../2015)  έφεση κατά της υπ΄ αρ 4475/2014 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα από την εν μέρει ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας εναγόμενη κατά των αντιδίκων της, εφόσον δεν προκύπτει ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλούμενης και δεν παρήλθε τριετία  από την  δημοσίευση αυτής. Πρέπει επομένως να γίνει τυπικά  δεκτή και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και  το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.

Με την από 9-8-2013 (αρ. κατ. ……../2013) αγωγή τους οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι εκθέτουν ότι δυνάμει προφορικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήψαν στη Σαλαμίνα με την εναγόμενη εταιρεία, η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα της επισκευής πλοίων, προσλήφθηκαν από την τελευταία, ο μεν πρώτος την 1-3-2011, ο δε δεύτερος την 3-1-2011, προκειμένου να  εργαστούν με την ειδικότητα του βοηθού σωληνουργού, σε επισκευαστικό συνεργείο της εναγόμενης στο  ναυπηγείο του Ομίλου εταιρειών ……. στην  περιοχή ……… Αμπελακίων Σαλαμίνας. Ότι συμφώνησαν με την εναγόμενη να απασχολούνται και να αμείβονται για την επτάωρη εργασία τους, από Δευτέρα μέχρι και Παρασκευή, με τους όρους και τις συμφωνίες της τοπικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας των εργατοτεχνιτών και  υπαλλήλων που απασχολούνται σε ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες Ν. Πειραιά -Αττικής και Νήσων καθώς και των εργαζομένων σε επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν υπεργολαβίες στα ναυπηγεία Ελευσίνας- Σκαραμαγκά, ανεξάρτητα αν η έδρα τους είναι εντός ή εκτός της περιφέρειας Πειραιά. Ότι με την  παραπάνω ειδικότητα εργάστηκαν στην εναγόμενη μέχρι την 14-5-2012, οπότε και αποχώρησαν οικειοθελώς. Ότι σε όλη τη διάρκεια της απασχόλησής τους δεν αμείβονταν σύμφωνα με όσα όριζε η  προαναφερθείσα ΣΣΕ αλλά ως εργάτες και γι΄ αυτό  διατηρούν κατά της εναγόμενης αξιώσεις : Α) ο πρώτος ενάγων : για διαφορές ημερομισθίων, για έκτο ημερομίσθιο για κάθε  εβδομάδα εργασίας, για αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές, για αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά  τα Σάββατα και τις Κυριακές, για διαφορές αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας των ετών 2011 και 2012, για διαφορές επιδόματος Χριστουγέννων 2011 και επιδόματος Πάσχα των ετών 2011 και 2012 και Β) ο δεύτερος : για διαφορές ημερομισθίων κατά τις καθημερινές, για έκτο ημερομίσθιο για κάθε εβδομάδα εργασίας, για αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές, για αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά την ημέρα του Σαββάτου, για  διαφορές αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας των ετών 2011 και 2012 και για διαφορές επιδόματος Χριστουγέννων 2011 και επιδόματος Πάσχα 2011 και 2012, κατά τα εκτιθέμενα ειδικότερα στην αγωγή. Με βάση το ιστορικό αυτό και μετά την  παραδεκτή, εν μέρει μετατροπή του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, οι ενάγοντες ζητούν : 1) ο πρώτος να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει, το ποσό των 19.316,84 ευρώ για διαφορές δεδουλευμένων ημερομισθίων, για έκτο ημερομίσθιο και για διαφορά επιδόματος Πάσχα 2011 και να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει να  του καταβάλει το συνολικό ποσό των 37.723,53 ευρώ για αμοιβή υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές, διαφορές αμοιβής για υπερωριακή εργασία του κατά τα Σάββατα και  τις Κυριακές, διαφορές αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας των ετών 2011 και 2012 και για διαφορές επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων 2011 και Πάσχα 2012. 2) ο δεύτερος ενάγων: να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 19.913,58 ευρώ για διαφορές δεδουλευμένων ημερομισθίων και για έκτο ημερομίσθιο κατά το χρονικό διάστημα από 3-1-2011 έως 31-12-2011 και να αναγνωριστεί ότι η  εναγόμενη οφείλει να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 32.900,70 ευρώ για το έκτο  ημερομίσθιο της εβδομάδος, κατά το χρονικό  διάστημα από 1-1-2012 έως 14-5-2012, για  υπερωριακή  απασχόληση κατά τις καθημερινές και για διαφορές αμοιβής για την υπερωριακή εργασία του κατά τα Σάββατα, καθ΄ όλο το χρονικό διάστημα της εργασίας του, για διαφορές αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας των εορτών 2011 και  2012 και για διαφορές επιδόματος Χριστουγέννων 2011 και Πάσχα των ετών 2011 και 2012.

Από τα παραπάνω ποσά, εκείνα των οποίων  ζητείται η καταψήφιση οι ενάγοντες τα ζητούν με το νόμιμο  τόκο υπερημερίας και επιδικίας από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, διαφορετικά από την επόμενη της λύσης των συμβάσεων εργασίας τους (14-5-2012), διαφορετικά από την όχληση της εναγομένης να παραστεί ενώπιον του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας στις 10-9-2012, διαφορετικά από την επομένη της  επίδοσης της κρινόμενης αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, ενώ εκείνα των οποίων ζητείται η  αναγνώριση, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας και  επιδικίας από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο  κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό μέχρι την  εξόφληση. Επικουρικά δε, σε περίπτωση που η σχέση εργασίας τους με την εναγόμενη κριθεί άκυρη,  ζητούν τα παραπάνω ποσά σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Το πρωτοβάθμιο  δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του  δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως προς την κύρια βάση αυτής και 1) υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 18.878,65 ευρώ και στον δεύτερο ενάγοντα το συνολικό  ποσό των 17.989,58 ευρώ,  2) αναγνώρισε ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 27.909,34 ευρώ και στον δεύτερο το ποσό των 32.279,24 ευρώ, τα παραπάνω δε ποσά με το νόμιμο τόκο, κατά τα εκτιθέμενα ειδικότερα στο σκεπτικό  της εκκαλούμενης απόφασης, για κάθε επιμέρους κονδύλιο. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται  η εναγόμενη με την έφεσή της για τους λόγους που αναφέρει σ΄αυτήν (εσφαλμένη  εφαρμογή του νόμου  και κακή εκτίμηση των αποδείξεων) και ζητεί την εξαφάνισή της, με σκοπό να απορριφθεί  εξ ολοκλήρου η αγωγή.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3 παρ.1β, 8 παρ. 2 και 11 παρ.2 του ν. 1876/1990 “ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις” προκύπτει ότι οι κλαδικές σ.σ.ε. και δ.α. περιέχουν τους όρους εργασίας που αφορούν τους εργαζόμενους ομοειδών ή συναφών εκμεταλλεύσεων ή επιχειρήσεων πόλεως, περιφέρειας ή και όλης της χώρας. Ομοειδείς είναι οι επιχειρήσεις που έχουν το αυτό αντικείμενο δραστηριότητας και λειτουργούν υπό τις αυτές περίπου συνθήκες παραγωγής και διαθέσεως προϊόντων ή παροχής υπηρεσιών και συναφείς είναι οι επιχειρήσεις που έχουν παρεμφερές αντικείμενο δραστηριότητας ή λειτουργούν υπό παρόμοιες συνθήκες. Οι κλαδικές σ.σ.ε. και δ.α. ρυθμίζουν τους όρους εργασίας των εργαζομένων σε ομοειδείς ή συναφείς επιχειρήσεις ανεξάρτητα από την ειδικότητά τους και συνάπτονται από συνδικαλιστικές οργανώσεις που εκπροσωπούν εργαζόμενους των επιχειρήσεων αυτών ανεξάρτητα από το επάγγελμα τους, ενώ οι ομοιοεπαγγελματικές σ.σ.ε. και δ.α. ρυθμίζουν τους όρους εργασίας εργαζομένων του αυτού επαγγέλματος ανεξάρτητα από το είδος των επιχειρήσεων στις οποίες απασχολούνται. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, ειδικά για τις κλαδικές σ.σ.ε. και δ.α., ότι ο-κλάδος των επιχειρήσεων που αφορούν μπορεί να είναι ευρύτερος ή στενότερος αρκεί να περιλαμβάνει επιχειρήσεις, που, από την άποψη οικονομικής δραστηριότητας, έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά, δηλαδή είναι ομοειδείς ή συναφείς με την έννοια που αναφέρθηκε ανωτέρω. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 2 του ν. 1876/1990, που ορίζει ότι οι υπόλοιπες (πλην των εθνικών γενικών) σ.σ.ε. (και οι δ.α. που κατά το άρθρο 16 παρ. 3 του ίδιου νόμου εξομοιώνονται με αυτές) δεσμεύουν τους εργαζομένους που είναι μέλη των συμβαλλομένων συνδικαλιστικών οργανώσεων, του εργοδότη που συνάπτει συλλογική σύμβαση εργασίας ατομικά και τους εργοδότες που συνάπτουν συλλογική σύμβαση εργασίας με κοινό εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο ή εκπροσώπους, σε συνδυασμό προς το άρθρο 11 παρ. 2 του ίδιου νόμου που ορίζει ότι με απόφαση του -που εκδίδεται μετά από γνώμη του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας, ο Υπουργός Εργασίας μπορεί να επεκτείνει και να κηρύξει γενικώς υποχρεωτική για όλους τους εργαζομένους του κλάδου ή επαγγέλματος σ.σ.ε., η οποία δεσμεύει ήδη εργοδότες που απασχολούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου ή επαγγέλματος προκύπτει, ότι η σ.σ.ε. ισχύει μόνο έναντι των μελών των εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων που την είχαν συνάψει. Αν η σ.σ.ε. κηρύχθηκε υποχρεωτική με απόφαση του υπουργού Εργασίας, η ισχύς της με βάση τη διοικητική κανονιστική αυτή πράξη, επεκτείνεται και πέρα από τα πρόσωπα αυτά, στους εργαζόμενους και εργοδότες του κλάδου ή επαγγέλματος που η σύμβαση αυτή αφορά, οι οποίοι θα μπορούσαν να είναι μέλη των οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψή της (ΟλΑΠ 2/2002, ΑΠ 330/2015, ΑΠ 1405/2014, ΑΠ 56/2012, ΑΠ 1933/2008, ΑΠ 1015/2006).

Εξάλλου, για την κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ νομική πληρότητα του δικογράφου της αγωγής μισθωτού που έχει αντικείμενο την επιδίκαση διαφορών μεταξύ καταβαλλομένων αποδοχών κ.λ.π. και οφειλομένων με βάση τα οριζόμενα από κλαδική Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α., που έχει την ίδια ισχύ, η οποία έχει επεκταθεί και έχει κηρυχθεί γενικώς υποχρεωτική με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, αρκεί να αναφέρεται στην αγωγή το είδος της ασκούμενης από τον εργοδότη επιχειρήσεως, ώστε να είναι δυνατό να κριθεί από το δικαστήριο αν πρόκειται για ομοειδή ή συναφή εκμετάλλευση με τις επιχειρήσεις του κλάδου που αφορά η Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α. και αν μπορούσε έτσι ο εργοδότης και ο ενάγων μισθωτής να είναι μέλη των οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψη της, οπότε η ισχύς της επεκτείνεται και σ’ αυτούς. Ειδικότερα για την εφαρμογή των Σ.Σ.Ε. για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων που απασχολούνται σε μεταλλουργικές επιχειρήσεις, οι οποίες δραστηριοποιούνται στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη περιφέρειας Πειραιώς, αρκεί για το ορισμένο της αγωγής το ανωτέρω στοιχείο και δεν είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται το είδος και η φύση της παρεχόμενης εργασίας του ενάγοντος μισθωτού, το είδος των πλοίων στα οποία παρείχε την εργασία του και σε τι συνίστατο η εργασία του. (ΑΠ 1933/2008).

Στην προκειμένη περίπτωση αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής ο χρόνος απασχόλησης των εναγόντων στην εναγομένη, το είδος της ασκούμενης από την εναγομένη επιχειρηματικής δραστηριότητας, (κυρίως επισκευές πλοίων) και ότι  αυτή ανήκει στον όμιλο εταιρειών …., ο οποίος διατηρείς την ………. Αμπελακίων στη Σαλαμίνα, ναυπηγείο όπου λειτουργεί οργανωμένη ναυπηγοεπισκευαστική εγκατάσταση, ως εκ περισσού δε αναφέρεται ότι οι ενάγοντες εργάστηκαν ως βοηθοί σωληνουργού  και ότι τα καθήκοντά τους ήταν να κοβουν με φλογοκοπή, να μοντάρουν σωλήνες μεταφορές πετρελαίου, λαδιού, ύδρευσης, χαλκοσωλήνες  κ.τ.λ. και να χρησιμοποιούν εργαλεία (σφυριά, βαριά, διαβήτες, παλάγκα, σωληνοκάβουρες). Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ότι η ένδικη αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη δεν έσφαλε και συνακόλουθα ο πέμπτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα-εναγόμενη ισχυρίζεται ότι η αγωγή είναι αόριστη γιατί δεν αναφέρουν οι ενάγοντες σε ποιες από τις εταιρείες του ομίλου απασχολήθηκαν, ποια χρονικά διαστήματα και ποιες εργασίες εκτελούσαν, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των  διαδίκων (ενός από κάθε πλευρά), οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, από τις προσκομιζόμενες με επίκληση από τους ενάγοντες υπ΄ αρ. …./2013, …./2013 και …./2014  ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ……………, αντίστοιχα, που λήφθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αντίδικης εταιρείας, από την προσκομιζόμενη με επίκληση από την εναγόμενη υπ΄  αρ. ……/17-3-2014 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ………….., που λήφθηκε ενώπιον συμβολαιογράφου, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη  κλήτευση των αντιδίκων, καθώς και από  όλα τα έγγραφα τα οποία προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα  πραγματικά περιστατικά : Η εναγόμενη εταιρεία δραστηριοποιείται στην εκμετάλλευση και διαχείριση ιδιόκτητων πλοίων και πλωτών μέσων, όπως ρυμουλκών και φορτηγών πλοίων, ενώ ως τεχνική εταιρεία αναλαμβάνει λιμενικά έργα, έχοντας στην κυριότητά της, πλωτό αυτοκινούμενο γερανό, καθώς και ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες και συγκεκριμένα επισκευές σε πλοία σε πλωτά ναυπηγήματα (όπως είναι οι γερανοί) και  σε κλαπέ (ειδικές δαγκάνες που χρησιμοποιούνται κυρίως για τον καθορισμό του βυθού). Η εναγόμενη εδρεύει στην περιοχή ……….. Αμπελακίων στη Σαλαμίνα, εντός ναυπηγείου που ανήκει στον  Όμιλο εταιρειών …………, ο οποίος διαθέτει εκεί οργανωμένη ναυπηγοεπισκευαστική εγκατάσταση. Οι ενάγοντες, δυνάμει εγγράφων συμβάσεων εξαρτημένης  εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψαν με την εναγόμενη, στην έδρα της, ο πρώτος από αυτούς ………. την 1-3-2011 και ο δεύτερος ………… την 3-1-2011, προσλήφθηκαν από την τελευταία, για να απασχοληθούν με την ειδικότητα του εργάτη, επί πέντε ημέρες την εβδομάδα, από Δευτέρα έως Παρασκευή  και οκτώ ώρες την ημέρα, αντί ημερομισθίου 33,09 ευρώ και 36,34 ευρώ, αντίστοιχα. Στην  πραγματικότητα όμως η εναγόμενη απασχόλησε και τους δύο ενάγοντες, από την πρόσληψή τους μέχρι τη λύση των  συμβάσεων εργασίας τους στις 14-5-2012, σε ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες πλοίων, τα οποία είτε της ανήκαν είτε τα διαχειριζόταν, με την ειδικότητα του βοηθού σωληνουργού. Στην παραπάνω κρίση  οδηγείται το δικαστήριο από την ένορκη κατάθεση του εξετασθέντος στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο μάρτυρα των εναγόντων καθώς και από τις ληφθείσες ενώπιον του Ειρηνοδίκη ένορκες βεβαιώσεις  των μαρτύρων τους, οι οποίοι με κατηγορηματικό  τρόπο αναφέρουν ότι οι ενάγοντες απασχολούνταν από την εναγόμενη σε ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες με την ειδικότητα του βοηθού σωληνουργού και συγκεκριμένα έκαναν επισκευές σε πλοία, που ήταν η βασική δουλειά, σε πλωτά ναυπηγήματα, όπως είναι οι γερανοί και σε κλαπέ (ειδικές δαγκάνες που χρησιμοποιούνται κυρίως στον καθαρισμό του βυθού. Αντίθετα, η κατάθεση του εξετασθέντος στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο μάρτυρα της εναγόμενης …….., δεν κρίνεται πειστική λόγω της εργασιακής του εξάρτησης από αυτήν (εναγόμενη). Επίσης δεν κρίνεται πειστική ούτε η ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ……. . καθώς είχε στραφεί  και ο ίδιος εναντίον της εναγόμενης αιτούμενος την  επιδίκαση του συνολικού ποσού των 56.094,68 ευρώ για αξιώσεις όμοιες με εκείνες των εναγόντων, όπως τούτο προκύπτει από την  επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από 9-8-2013 και με αρ. κατ. ……../2013 αγωγή, η οποία όμως δεν  συζητήθηκε λόγω της επαναπρόσληψής του από την οικογένεια ………… Επομένως, εφόσον οι ενάγοντες απασχολήθηκαν με την ειδικότητα του βοηθού σωληνουργού σε ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες, οι εργασιακές τους σχέσεις διέπονται από την από 30-4-2009 συλλογική σύμβαση εργασίας για τους όρους  αμοιβής και εργασίας των Εργατοτεχνιτών και Υπαλλήλων που απασχολούνται σε ναυπηγοεπισκευαστικές  εργασίες Ν. Πειραιά-Αττικής και Νήσων και έχει κηρυχθεί γενικώς υποχρεωτική από τις 4-5-2009, δυνάμει της με αριθμό ΥΑ 19738/1575/11-6-2009 αποφάσεως του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής  Προστασίας και όχι από την επικαλούμενη από  την εναγόμενη Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Εξάλλου οι διάδικοι, ενόψει της προαναφερθείσας δραστηριότητας τους, θα μπορούσαν να  είναι μέλη των συνδικαλιστικών οργανώσεων που  μετείχαν στη σύναψη της παραπάνω ΣΣΕ.

Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε ότι οι ενάγοντες από την πρόσληψή τους μέχρι  τη λύση των συμβάσεων εργασίας τους απασχολήθηκαν από την εναγόμενη σε ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες με την ειδικότητα του βοηθού σωληνουργού, δεν έσφαλε και όσα αντίθετα υποστηρίζει η  εκκαλούσα με τους πρώτο, τρίτο και τέταρτο λόγους της έφεσής της είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Περαιτέρω η προαναφερθείσα ως εφαρμοστέα, στις ένδικες συμβάσεις, ΣΣΕ είναι αόριστης διάρκειας, όπως τούτο σαφώς συνάγεται από το άρθρο 10 του Κεφαλαίου Ε΄ (Γενικές διατάξεις) της  επίμαχης ΣΣΕ, όπου αναφέρεται μόνον ο χρόνος έναρξης της επίμαχης σύμβασης (1-1-2009) και δεν  καθορίζεται ο χρόνος λήξης αυτής. Η άποψη αυτή του δικαστηρίου ενισχύεται και από την υπ΄ αριθμ. 19738/2009 Υπουργική Απόφαση (ΦΕΚ 1208  τεύχος β΄/19-6-2009), με την οποία, όπως προαναφέρθηκε, κηρύχθηκε υποχρεωτική η παραπάνω ΣΣΕ και στην οποία αναφέρεται ότι η ισχύς της απόφασης αρχίζει από 4-5-2009, χωρίς και πάλι να καθορίζεται ρητά ο χρόνος λήξης αυτής, ή οποιοσδήποτε χρονικός περιορισμός εφαρμογής της.

Δεν έσφαλε, συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ότι η εφαρμοστέα ως άνω από  30-4-2009 ΣΣΕ είναι αόριστης διάρκειας και συνακόλουθα ο δεύτερος λόγος της έφεσης με τον οποίο η εναγόμενη υποστηρίζει ότι η εν λόγω σύμβαση είναι «ορισμένου χρόνου διάρκειας ενός έτους» είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι και οι δύο ενάγοντες εργάστηκαν με την παραπάνω ειδικότητα του βοηθού σωληνουργού μέχρι τη λύση της σύμβασης εργασίας τους στις 14-5-2012, επί πέντε ημέρες την εβδομάδα, από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή και επί οκτώ ώρες την ημέρα, ενώ όπως αποδεικνύεται από τα πραγματοποιηθέντα και εμφαινόμενα στην αναλυτική κατάσταση ασφαλιστικών εισφορών του ΙΚΑ, ημερομίσθιά τους, αυτοί εργάζονταν, κατά μέσο όρο, τρία Σάββατα κάθε μήνα, απορριπτομένου ως αβασίμου του έκτου  λόγου της έφεσης, με τον οποίο η εναγόμενη υποστηρίζει τα αντίθετα. Η παραπάνω εργασία των εναγόντων κατά τα Σάββατα είναι υπερωριακή εργασία και αμείβεται με προσαύξηση των αποδοχών τους σε ποσοστό 100%. Τούτο άλλωστε σαφώς προκύπτει από το κεφάλαιο Γ΄ (ωράριο  εργασίας) της επίμαχης ΣΣΕ, όπου αναφέρεται ότι το «ωράριο υπολογίζεται σε πενθήμερη εβδομάδα, με Σάββατα και Κυριακή αργία και με έξι (6) ημερομίσθια και ότι οι απασχολούμενοι πέραν του καθημερινού ωραρίου παίρνουν από την πρώτη ώρα προσαύξηση  των αποδοχών τους 100%. Συνεπώς ο έβδομος λόγος της έφεσης με τον οποίο η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα η εκκαλούμενη δέχθηκε ότι η απασχόληση κατά το Σάββατο  αποτελεί υπερωριακή απασχόληση, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Εξάλλου δεν αποδείχθηκε  ότι η εναγόμενη κατέβαλε στους ενάγοντες, το έκτο ημερομίσθιο για κάθε εβδομάδα εργασίας, καθόσον αυτή δεν προσκομίζει μία, έστω, απόδειξη μισθοδοσίας από την οποία να προκύπτει η καταβολή  του συγκεκριμένου κονδυλίου. Άλλωστε η εναγόμενη στη σελίδα 16 των πρωτοδίκως υποβληθεισών  προτάσεών της ισχυρίστηκε ότι είναι νόμω αβάσιμη η ένδικη αξίωση των εναγόντων για το  έκτο ημερομίσθιο της εβδομάδας, καθώς η αξίωση αυτή πηγάζει από την υποτιθέμενη εφαρμογή της τοπικής κλαδικής ΣΣΕ των εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων που απασχολούνται σε μεταλλουργικές επιχειρήσεις στην ναυπηγο-επισκευαστική  ζώνη. Συνεπώς, ο όγδοος λόγος της έφεσης με τον οποίο η εναγόμενη υποστηρίζει ότι εσφαλμένα  η εκκαλούμενη την υποχρέωσε να καταβάλει  στους ενάγοντες τα ποσά των 4432,03 ευρώ και 5.542,38 ευρώ για το έκτο ημερομίσθιο της εβδομάδας, το οποίο αυτή ανελλιπώς τους κατέβαλε (όπως και σε όλους τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο εργαζόμενους), είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

Κατά το άρθρο 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της διαμορφωθείσης καταστάσεως υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρηθείσης για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διατάξεως διαγραφομένων ορίων. Η ειρημένη δε αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αρκούσης της επελεύσεως δυσμενών απλώς για τα συμφέροντα του επιπτώσεων, πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην ελάσσονα του δια την παραγραφή του δικαιώματος υπό του νόμου προβλεπομένου, από  τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμα του (ΟλΑΠ  10/2012, ΟλΑΠ 8/2001). Το δε ζήτημα αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει ναι αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ασκήσεως του δικαιώματός του (Ολ ΑΠ 10/2012, ΟλΑΠ 8/2001, ΑΠ 131/2015, ΑΠ 351/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με τις κατατεθείσες ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προτάσεις της πρότεινε την ένσταση της καταχρηστικής άσκησης του αγωγικού δικαιώματος, την οποία επανέφερε και ενώπιον του δικαστηρίου τούτου με λόγο έφεσης. Για τη θεμελίωση της ένστασης αυτής ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε οι ενάγοντες ή η συνδικαλιστική οργάνωση στην οποία ανήκαν  είχαν εκφράσει κάποιο παράπονο προς αυτήν είτε προς κάποια αρχή σχετικά με τον τρόπο αμοιβής τους, τις δήθεν υπερωρίες που απασχολούντο  και δεν πληρώνονταν και τη δήθεν απασχόληση κατά την 6η ημέρα, ότι για πρώτη φορά προσέφυγαν  στην Επιθεώρηση Εργασίας τον Σεπτέμβριο του έτους 2012, δηλαδή μήνες αργότερα μετά τη λύση των συμβάσεων εργασίας τους και ότι αν γίνει δεκτή η υπό κρίση αγωγή θα προκληθεί ανεπανόρθωτη βλάβη στην ίδια και θα τεθεί σε άμεσο κίνδυνο η  βιωσιμότητα της και η περαιτέρω λειτουργία της.

Η ένσταση αυτή είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη διότι τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά δεν είναι ικανά να θεμελιώσουν την κατά το  άρθρο 281 ΑΚ καταχρηστική άσκηση  δικαιώματος, προεχόντως διότι δεν συντρέχει το στοιχείο της  αδράνειας ούτε αυτή από μόνη της μπορεί να καταστήσει την ένδικη αγωγή καταχρηστική, εφόσον η εναγόμενη δεν επικαλείται και άλλα περιστατικά προερχόμενα  κυρίως από την  προηγηθείσα συμπεριφορά των εναγόντων, από τα οποία να γεννήθηκε σ΄ αυτήν ευλόγως η πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκηθούν εναντίον της οι ένδικες αξιώσεις. Σχετικά δε με τις επικαλούμενες  οικονομικές συνέπειες, που θα υποστεί η εναγόμενη από την ευδοκίμηση της ένδικης αγωγής, το  ζήτημα αυτό πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί  να επέλθουν σε βάρος των εναγόντων από την παρακώληση της άσκησης των δικαιωμάτων τους.

Επομένως η εκκαλούμενη απόφαση που απέρριψε την παραπάνω ένσταση, ορθά το νόμο εφάρμοσε  και δεν έσφαλε, ως εκ τούτου δε ο ένατος λόγος της  έφεσης, με τον οποίο η εναγόμενη υποστηρίζει τα  αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες δικαιούνται  τα ακόλουθα ποσά, ως προς τον ειδικότερο υπολογισμό των οποίων δεν πλήττεται η εκκαλούμενη και συνεπώς δεν απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους : Α) ο πρώτος ενάγων : 1)  για διαφορές  ημερομισθίων το ποσό των  13524,15 ευρώ, 2) για έκτο ημερομίσθιο το ποσό των 4432,03 ευρώ, 3) για υπερωριακή απασχόληση κατά τις καθημερινές το ποσό των 9727,18 ευρώ, 3) για την  απασχόλησή του κατά την ημέρα του Σαββάτου το ποσό των 6639,85 ευρώ, 4) για επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα  το ποσό των 5687,34 ευρώ, 5) για αναλογία αποδοχών αδείας το ποσό των 4206,07 ευρώ, 5) για αναλογία επιδόματος αδείας το ποσό των 2571,37 ευρώ και συνολικά το ποσό των 46.787,99 ευρώ. Β) ο δεύτερος  ενάγων : 1) για διαφορές ημερομισθίων το ποσό  των    ευρώ, 2) για έκτο ημερομίσθιο το ποσό  των 5592,38 ευρώ, 3) για υπερωριακή απασχόληση κατά τις καθημερινές το ποσό των 10.984,48 ευρώ, 4) για την απασχόλησή του κατά την ημέρα του Σαββάτου το ποσό των 6693 ευρώ, 5) για επιδόματα εορτών το ποσό των 6151,83 ευρώ, 6) για αναλογία αποδοχών αδείας το ποσό των 4717,63 ευρώ, 7) για αναλογία επιδόματος αδείας το ποσό των  2317,92 ευρώ και συνολικά το ποσό των 50.268,82 ευρώ.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη έφεση ως αβάσιμη κατ΄ ουσίαν και να επιβληθούν στην εκκαλούσα τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως υποστηρίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την έφεση κατά της 4475/2014 αποφάσεως  του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς

Επιβάλλει στην εκκαλούσα τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 9 Ιανουαρίου  2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ