Αριθμός 9/2017
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Χάσκαρη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την υπ΄ αριθμ. ……/25-5-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……………, που προσκομίζει και επικαλείται ο εκκαλών, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της από 1-12-2015 (αρ. κατ. …………./2015) κλήσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον εφεσίβλητο. Ο τελευταίος όμως δεν εκπροσωπήθηκε στη δικάσιμο αυτή, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου και συνεπώς πρέπει να δικασθεί ερήμην. Η συζήτηση, ωστόσο θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτός παρών (άρθρο 524 παρ 4 εδ α΄ ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015).
Η ένδικη από 31-3-2014 (αρ. κατ. ……/2014) έφεση κατά της υπ΄ αριθμ. 6539/2013 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα από τον ηττηθέντα στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας ενάγοντα κατά του αντιδίκου του, εφόσον δεν αποδεικνύεται από τα στοιχεία του φακέλλου της δικογραφίας ότι έχει επιδοθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να αρχίσει η οριζόμενη από τη διάταξη του άρθρου 518 παρ 1 του ΚΠολΔ για την άσκηση της έφεσης προθεσμία των τριάντα (30) ημερών, ούτε παρήλθε τριετία από τη δημοσίευση της εν λόγω απόφασης. Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω από το δικαστήριο αυτό, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των προβαλλομένων λόγων της (άρθρα 533 παρ 1 ΚΠολΔ).
Ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 20-8-2012 (αρ. κατ. ……/2012) αγωγή του ισχυρίστηκε ότι δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε προφορικά στη Νίκαια Αττικής την 1-3-2010 προσλήφθηκε από τον εναγόμενο, ο οποίος διατηρεί επιχείρηση τύπου ανθοπωλείου, προκειμένου να παράσχει τις υπηρεσίες του ως εργαζόμενος στην επιχείρηση αυτή, με καθαρό ημερομίσθιο 50 ευρώ και με τα καθήκοντα του οδηγού φορτηγού αυτοκινήτου, φορτοεκφορτωτού ανθέων και στεφάνων, καθώς και στολισμού ναών. Ότι εργαζόταν από Δευτέρα έως Παρασκευή με ημερήσιο ωράριο από 7.00 μέχρι 19.00, κάθε Σάββατο από 5.00 μέχρι 23.00 και κάθε Κυριακή από 5.00 μέχρι 16.00. Ότι η αρχική σύμβαση εργασίας διήρκεσε μέχρι 15.12.2010, οπότε και διακόπηκε λόγω τραυματισμού του στο πόδι. Ότι επαναπροσλήφθηκε από τον εναγόμενο στις 18-3-2011 στη Νίκαια Αττικής με τους ίδιους όρους με την αρχική σύμβαση, η οποία διήρκεσε μέχρι 31-5-2011. Ότι στη συνέχεια προσλήφθηκε εκ νέου από τον εναγόμενο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου την 1.9.2011, με τους ίδιους όρους με την αρχική σύμβαση, η οποία έληξε στις 18.11.2011, λόγω οικειοθελούς αποχωρήσεως του ενάγοντος, εξαιτίας του ότι ο εναγόμενος αρνούνταν να του καταβάλει τα δεδουλευμένα του. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζήτησε, μετά την παραδεκτή μετατροπή του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής του σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου να του καταβάλλει το συνολικό ποσό των 27.148,80 ευρώ, για υπερεργασία, παράνομη υπερωριακή απασχόληση, εργασία κατά τη νύκτα, αναλογία αποδοχών δώρου Πάσχα 2011, αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2011, 2012, αναλογία αποδοχών αδείας έτους 2010, επίδομα αδείας 2010, 2011, αναλογία αποδοχών και επιδόματος αδείας 2012, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή τους εξόφληση.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων η εκκαλούμενη υπ΄ αριθμ. 6539/2013 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία έκρινε ότι η αγωγή είναι αόριστη και την απέρριψε ως απαράδεκτη, για το λόγο ότι ενώ ο εναγόμενος με τις πρωτοδίκως κατατεθείσες προτάσεις του αμφισβήτησε ότι η συνεργασία του με τον ενάγοντα είχε τη μορφή της εξαρτήσεως, υποστηρίζοντας ότι είχε τη μορφή της σύμβασης εντολής άλλως της οιονεί σύμβασης έργου, ο ενάγων δεν επικαλέστηκε, κατά την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο, τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία συνάγεται το στοιχείο της εξαρτήσεως, ούτε στις προτάσεις του επικαλείται τα ως άνω πραγματικά περιστατικά. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο ηττηθείς ενάγων-εκκαλών με την κρινόμενη έφεσή του, για τους εκτιθέμενους σ΄ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, έτσι ώστε στη συνέχεια να γίνει δεκτή η αγωγή του.
Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ, 652 ΑΚ και 6 ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρ. 38 ΕισΝΑΚ) συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνηθείσης εργασίας και στον μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του, και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη που εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και ν΄ ασκεί εποπτεία και έλεγχο για την διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση, μάλιστα, του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας αποτελεί το βασικό γνώρισμα της εξάρτησης αυτής, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του λόγω των επιστημονικών ή ειδικών γνώσεών του και του αντικειμένου της εργασίας αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία ως εξαρτημένη (ΟλΑΠ 28/2005 ΑΠ 2103/2014, ΑΠ 720/2013, ΑΠ 1048/2012, ΑΠ 1153/2012, ΑΠ 433/2011, ΑΠ 312/2011). Αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές και ειδικότερα, αν εκείνος που παρέχει τις υπηρεσίες του δεν υποβάλλεται σε καμία νομική ή προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη, υπό την ανωτέρω έννοια, υπάρχει σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Ο χαρακτήρας δε της εργασίας ως εξαρτημένης δεν επηρεάζεται από τον τρόπο προσδιορισμού ή καταβολής της αμοιβής του εργαζομένου, ούτε από άλλα δευτερεύοντα στοιχεία, όπως η έκδοση δελτίων παροχής υπηρεσιών, ή η ασφάλιση στο ΙΚΑ, στο ΤΕΒΕ ή σε άλλο ταμείο (ΑΠ 451/2013, ΑΠ 1153/2012, ΑΠ 133/2011, ΑΠ 312/2011). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 του ΑΚ και 216 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής με την οποία ζητείται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ή άλλων παροχών που οφείλονται από σύμβαση εργασίας, πρέπει να αναφέρονται σ΄ αυτήν, μεταξύ άλλων, ο χρόνος καταρτίσεως της συμβάσεως, ο συμφωνηθείς ή νόμιμος μισθός, το είδος της παρασχεθείσας εργασίας, οι όροι παροχής και ο χρόνος για τον οποίο οφείλονται. Η αναφορά του στοιχείου της εξαρτήσεως δεν είναι απαραίτητη γιατί τούτο κρίνεται από τους όρους της παροχής εργασίας. Αν όμως ο εναγόμενος αμφισβητήσει το χαρακτήρα της εργασίας ως εξαρτημένης, τότε ο ενάγων οφείλει, αν δεν έχει πράξει τούτο καθ΄ υποφορά με το δικόγραφο της αγωγής, να επικαλεσθεί κατά την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία συνάγεται το στοιχείο της εξαρτήσεως (ΑΠ 1686/2007).
Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι ο ενάγων αναφέρει ότι προσλήφθηκε με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, χωρίς να αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία συνάγεται το στοιχείο της εξαρτήσεως. Ο εναγόμενος όμως με τις κατατεθείσες πρωτοδίκως προτάσεις του αμφισβητεί ότι η συνεργασία του με τον ενάγοντα είχε το χαρακτήρα της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, αναφέροντας ότι είχε το χαρακτήρα της συμβάσεως εντολής, άλλως της οιονεί συμβάσεως έργου. Ενόψει δε της αμφισβητήσεως αυτής, ο ενάγων θα έπρεπε να επικαλεσθεί στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία συνάγεται το στοιχείο της εξαρτήσεως. Ειδικότερα δε ο ενάγων θα έπρεπε να επικαλεσθεί ότι υπέκειτο σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εναγόμενο που εκδηλωνόταν με το δικαίωμα του τελευταίου να του δίνει δεσμευτικές εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, χρόνο και τόπο παροχής εργασίας και να του ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσής του προς αυτές. Τέτοια όμως επίκληση δεν έλαβε χώρα, όπως τούτο προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, αλλά ούτε στις πρωτοδίκως κατατεθείσες προτάσεις του επικαλείται τα ως άνω πραγματικά περιστατικά. Επομένως, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, η αγωγή είναι αόριστη και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Δεν έσφαλε συνεπώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ομοίως και απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, συνακόλουθα δε η ένδικη έφεση, με την οποία ο ενάγων-εκκαλών υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ ουσίαν. Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται στον εναγόμενο, διότι αυτός λόγω της ερημοδικίας του δεν υποβλήθηκε σε έξοδα. Τέλος πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από τον ερημοδικασθέντα εφεσίβλητο (άρθρα 502, 503 και 505 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην του εφεσιβλήτου.
Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την έφεση κατά της υπ΄ αριθμ. 6539/2013 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 12 Ιανουαρίου 2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξουσίου δικηγόρου του καλούντος-εκκαλούντος.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ