Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 60/2019

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης   60 /2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών,  Αικατερίνη Κοκόλη, Αγγελική Δέτση – Ε ι σ η γ ή τ ρ ι α, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Κ. Δ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

            Από τις διατάξεις των άρθρων 286 περ. α, 287 και 290 ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται κατά το άρθρο 524 § 1 του ίδιου κώδικα και στη διαδικασία της δίκης για την έφεση, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 1846 και 1847 ΑΚ, προκύπτει ότι η δίκη διακόπτεται και όταν, μετά την άσκηση της έφεσης και μέχρι να τελειώσει η προφορική συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση του εφετείου, αποβιώσει κάποιος διάδικος ή κάποιος από τους ομοδίκους (ΑΠ 288/2014, ΑΠ 272/2012 ΝΟΜΟΣ), με αποτέλεσμα την ακυρότητα κάθε διαδικαστικής πράξης, που ενεργείται μετά από αυτήν και πριν από την επανάληψή της, εκτός αν την ενεργήσει ο διάδικος, υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή. Η διακοπή επέρχεται από τη γνωστοποίηση του λόγου της διακοπής προς τον αντίδικο με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός του ακροατηρίου κατά την επιχείρηση διαδικαστικής πράξης, όχι όμως και με τις προτάσεις, αφού αυτές δεν επιδίδονται (ΑΠ 194/2012, ΑΠ 1205/2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1252/2004, ΧρΙΔ 2005.247, ΕΑ 618/2015, ΕΠειρ 2453/2015 ΝΟΜΟΣ), από εκείνον που έχει το δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη ή και από εκείνον που μέχρι την επέλευση του θανάτου ήταν πληρεξούσιος του θανόντος. Ως διάδικος, υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης στην περίπτωση θανάτου του αρχικού διαδίκου, νοείται ο καθολικός του διάδοχος (κληρονόμος του). Εξάλλου, κατά το άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, στις περιπτώσεις που η προφορική συζήτηση δεν είναι υποχρεωτική, οι διάδικοι μπορούν να συμφωνήσουν με κοινή δήλωση, που υπογράφεται από τους πληρεξουσίους δικηγόρους ότι δε θα παραστούν κατά την εκφώνηση. Τέτοια δήλωση μπορεί να γίνει και από έναν ή ορισμένους μόνον πληρεξουσίους. Στις περιπτώσεις αυτές η συζήτηση περατώνεται με μόνη την εκφώνηση της υπόθεσης και μόνο δήλωση βίαιης διακοπής της δίκης είναι παραδεκτή.

Στην προκείμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, η δεύτερη εκκαλούσα -δεύτερη εφεσίβλητη, ……………., απεβίωσε στις 30-6-2017 (βλ. με αρ. πρωτ. …………….ληξιαρχική πράξη θανάτου του ληξιαρχείου ΔΕ Νίκαιας), δηλαδή μετά την κατάθεση των κρινόμενων  εφέσεων (στις 29-12-2014 και 2-7-2014) και πριν την έκδοση οριστικής απόφασης επ’ αυτών, δεδομένου ότι η ήδη εκδοθείσα μετά τη συνεδρίαση της 2ας-4-2015 με αρ. 678/2015 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που διέταξε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, είναι μη οριστική. Η θανούσα, η οποία δεν άφησε διαθήκη, κατά το χρόνο θανάτου της,  κατέλιπε ως μοναδικό εξ αδιαθέτου κληρονόμο της τον υιό της, ……………., δηλαδή τον πρώτο εκκαλούντα-πρώτο εφεσίβλητο (βλ. υπ’ αριθ. πρωτ.  ………. πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών του Δήμου Κορυδαλλού), ο οποίος, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του, που έγινε στο ακροατήριο και καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά, γνωστοποίησε  στην εκκαλούσα-εφεσίβλητη, αντίδικό του, το γεγονός του θανάτου της ως άνω καθολικής δικαιοπαρόχου του και ταυτόχρονα δήλωσε ότι συνεχίζει για εκείνη τη διακοπείσα δίκη. Επομένως, δεδομένου και ότι η ιδιότητα του κληρονόμου του ανωτέρω από την αντίδικό του δεν αμφισβητείται, νόμιμα συνεχίζεται η παρούσα δίκη από τον ως άνω κληρονόμο της δεύτερης εκκαλούσας-δεύτερης εφεσίβλητης.

Με την υπό κρίση από 6-10-2010 (αρ. κατάθ. …………….) αγωγή της η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα-εφεσίβλητη, ……………., την οποία απηύθυνε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου της, εκθέτει ότι οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες-εφεσίβλητοι, …………….και ……………., είναι συγκύριοι, κατά ποσοστά εξ αδιαιρέτου 3/4 ο πρώτος και 1/4 η δεύτερη, ενός διόροφου ακινήτου, ευρισκόμενου στον Κορυδαλλό, όπως το περιγράφει ειδικότερα στην αγωγή. Ότι μετά από διαπραγματεύσεις μεταξύ τους, που έλαβαν χώρα περί το Μάρτιο του 2007, και κατά διάρκεια των  οποίων οι εναγόμενοι την διαβεβαίωναν ρητά και κατηγορηματικά ότι το μίσθιο μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό, που επιθυμούσε η ίδια, ήτοι για τη λειτουργία επιχείρησης παιδικού σταθμού -παιδότοπου- νηπιαγωγείου και συναφών χρήσεων, πειθόμενη από τις υποσχέσεις και τις διαβεβαιώσεις τους, προχώρησε στην κατάρτιση μαζί τους σύμβασης μίσθωσης. Ότι, συγκεκριμένα, δυνάμει του από 15-5-2007 ιδιωτικού συμφωνητικού, οι εναγόμενοι της εκμίσθωσαν το ως άνω ακίνητό τους για χρονικό διάστημα έξι ετών, ήτοι από 15-5-2007 έως 14-5-2013, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει για τον άνω σκοπό. Ότι το μηνιαίο μίσθωμα για το μίσθιο ακίνητο, το οποίο μέχρι τότε χρησιμοποιείτο ως δημοτικό σχολείο, συμφωνήθηκε στο ύψος των 3.000 ευρώ για το πρώτο έτος και αυξανόμενο σταδιακά μέχρι τη λήξη της σύμβασης, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, ενώ ανέλαβε η ίδια να πραγματοποιήσει με δικές της δαπάνες τις αναγκαίες τροποποιήσεις και επισκευές, προκειμένου να καταστεί κατάλληλο για τη χρήση, που συμφωνήθηκε. Ότι, πριν την υπογραφή της άνω σύμβασης μίσθωσης, και συγκεκριμένα στις 16-3-2007 και στις 19-3-2007, οπότε οι εναγόμενοι της παρέδωσαν τα κλειδιά και τις κατόψεις του μισθίου ακινήτου, κατέβαλε ως εγγύηση στους τελευταίους τα ποσά των 1.500 ευρώ και 4.500 ευρώ. Ότι το  μίσθιο παρουσίαζε πραγματικό ελάττωμα, καθόσον, δεν ήταν δυνατό να εκδοθεί οικοδομική άδεια από την αρμόδια πολεοδομία για αλλαγή χρήσης αυτού από δημοτικό σχολείο σε παιδικό σταθμό, δεδομένου ότι ο συγκεκριμένος χώρος είχε δεσμευτεί από τη Νομαρχία Πειραιά, ενώ επιπλέον, όπως πληροφορήθηκε στη συνέχεια, οι εναγόμενοι είχαν εκμισθώσει το επίδικο μίσθιο από 1-10-2001 στη Νομαρχία Πειραιά για τη στέγαση του ……… σχολείου Κορυδαλλού και η μίσθωση δεν είχε λυθεί μέχρι 20-3-2007. Ότι οι εναγόμενοι, της απέκρυψαν  το γεγονός της δέσμευσης του ακινήτου τους ως χώρο σχολείου καθώς και το γεγονός ότι η μίσθωση με τη Νομαρχία Πειραιά δεν είχε λυθεί, και έτσι αυτή σχημάτισε την πεποίθηση ότι το μίσθιο ήταν ελεύθερο οποιουδήποτε βάρους. Ότι, παρά τις διαβεβαιώσεις τους για την εξάλειψη του ελαττώματος, αυτοί ουδέν έπραξαν,  και έτσι η ίδια αναγκάστηκε να τους απευθύνει την από 22-6-2007 εξώδικη διαμαρτυρία – πρόσκληση, με την οποία τους καλούσε να της καταβάλουν αποζημίωση για τη μη εκτέλεση της σύμβασης. Ότι από την ως άνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων, η οποία  συνιστά αδικοπραξία, αλλά και συμπεριφορά, που στοιχειοθετεί ευθύνη  από τις διαπραγματεύσεις  κατά τα άρθρα 197 και 198 ΑΚ, και επικουρικά αντισυμβατική ευθύνη κατά τις διατάξεις των άρθρων 583 και 576 ΑΚ, δεδομένου ότι κατά τη συνομολόγηση της μίσθωσης το μίσθιο έφερε το προεκτεθέν ελάττωμα, το οποίο γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν οι αντίδικοι, η ίδια αφενός μεν ζημιώθηκε α) κατά το ποσό των 50.958,67 ευρώ, το οποίο δαπάνησε για αμοιβή της μεσίτριας, την εγγύηση και τις αναφερόμενες στην αγωγή εργασίες ανακαίνισης -επισκευής του μισθίου, β) κατά το ποσό των 428.644,44 ευρώ, το οποίο μετά βεβαιότητας και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα αποκέρδαινε από την εξαετή λειτουργία του παιδικού σταθμού-νηπιαγωγείου, και αφετέρου υπέστη ηθική βλάβη ύψους 23.000 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, μετά το μερικό παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξουσίου της δικηγόρου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και περιέχεται στις προτάσεις της, η ενάγουσα ζήτησε : Α)να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον ο καθένας άλλως κατά το ποσοστό συγκυριότητας τους, να της καταβάλουν α) το ποσό των 50.958,67 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την όχληση προς τους εναγόμενους στις 22-6-2007, άλλως από την επίδοση της αγωγής, β) το ποσό των 23.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 19-3-2007, οπότε οι εναγόμενοι έλαβαν το ποσό των 4.500 ευρώ, άλλως από την επίδοση της αγωγής, Β) να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να της καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας άλλως κατά το ποσοστό συγκυριότητας τους, το ποσό των 428.644,44 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από το τέλος κάθε μήνα, που θα εισέπραττε το κάθε επιμέρους ποσό, κατά τα ειδικά αναφερόμενα στην αγωγή, άλλως από την επίδοση της αγωγής, Γ) να απαγγελθεί εναντίον τους προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της εκδοθησομένης απόφασης, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν στη δικαστική της δαπάνη.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέδωσε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, την προσβαλλόμενη με αρ. 1708/2014 οριστική του απόφαση, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’ αρ. 4005/2014 απόφαση του ιδίου δικαστηρίου, με την οποία, αφού έκρινε νόμιμη την αγωγή ως στηριζόμενη στις διατάξεις για την ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις (άρθρα 197, 198, 297, 298, 345, 346, 919 και 932 ΑΚ), καθ’ όλα της τα αιτήματα, πλην του κονδυλίου των διαφυγόντων κερδών ύψους 428.644,44 ευρώ και του αιτήματος περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης, τα οποία απέρριψε ως μη νόμιμα, τη δέχτηκε κατά ένα μέρος και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα και υποχρέωσε τους εναγόμενους, εις ολόκληρον ευθυνόμενους, να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των 55.958,67 ευρώ για τη θετική της ζημία και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εντόκως από την επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής άσκησαν οι διάδικοι τις κρινόμενες εφέσεις τους, με τις οποίες παραπονούνται τόσο η ενάγουσα όσο και οι εναγόμενοι για τους περιεχόμενους σε αυτές λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανιστεί αυτή, ώστε για τη μεν ενάγουσα να γίνει δεκτή εξ ολοκλήρου η αγωγή της, για δε τους εναγόμενους να απορριφθεί στο σύνολό της. Οι κρινόμενες εφέσεις συζητήθηκαν κατά τη δικάσιμο της 2ας-4-2015 στο Δικαστήριο αυτό, το οποίο, αφού τις δέχτηκε τυπικά, στη συνέχεια έκρινε ότι, η ένδικη αγωγή, ορθώς εκτιμώμενη, στηρίζεται κυρίως στις διατάξεις περί αδικοπραξιών (άρθρα 330, 297, 298, 914, 919, 932, 345, 346 ΑΚ) και επικουρικά στις διατάξεις της ενδοσυμβατικής ευθύνης (άρθρα 297, 330, 361, 383, 385, 574, 577, 578 ΑΚ, 1 και 44 ΠΔ 34/1995) και  ανέβαλε περαιτέρω την κρίση του επί της ουσίας, χωρίς να εξαφανίσει προηγουμένως την εκκαλουμένη,  διατάσσοντας τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης  σχετικά με τα εξής ζητήματα : «Α) αν κατά το χρόνο συνομολόγησης της από 15-5-2007 σύμβασης μίσθωσης το επίδικο ακίνητο πληρούσε τις τασσόμενες από το νόμο προϋποθέσεις, ώστε αυτό να λειτουργήσει ως παιδικός σταθμός – παιδότοπος, νηπιαγωγείο και συναφείς χρήσεις, Β1) αν οι εργασίες, όπως αυτές προκύπτουν από τον φάκελο, που υποβλήθηκε στην αρμόδια πολεοδομία με την με αρ. …………, ήταν αναγκαίες για τη νόμιμη ως άνω λειτουργία του και 2) αν για τις εργασίες αυτές απαιτείτο έκδοση άδειας οικοδομής για αλλαγή χρήσης και, σε καταφατική περίπτωση, αν στην έκδοση της άδειας αυτής όφειλαν ή μπορούσαν να συμπράξουν και οι εναγόμενοι». Ήδη με την από 25-10-2016 και ειδ. αρ. κατάθ. …….. κλήση της εκκαλούσας-εφεσίβλητης και την από 3-5-2017 και ειδ. αρ. κατάθ. …… κλήση των εκκαλούντων-εφεσίβλητων, νόμιμα φέρονται προς περαιτέρω συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου  οι  κρινόμενες  Α) από 1-7-2014 και αρ. κατάθ. …… έφεση των εναγομένων και Β) από 24-12-2014  και αρ. κατάθ. …………….έφεση της ενάγουσας,  μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, που διατάχθηκε με την προαναφερόμενη υπ’ αρ. 678/2015 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου και εκδικάζονται από αυτό με άλλη σύνθεση, καθώς οι Δικαστές που εξέδωσαν την παραπάνω μη οριστική απόφαση δεν υπηρετούν πλέον  στο Εφετείο Πειραιά (βλ. αρ. 254 παρ 3 ΚΠολΔ).

               Από τις διατάξεις των άρθρων 574 έως 578 και 585 ΑΚ συνάγεται ότι,

με  τη  διαρκή σύμβαση  της  μίσθωσης,  ο  εκμισθωτής  έχει  υποχρέωση  να

παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του πράγματος για όσο χρόνο διαρκεί η μίσθωση. Επίσης, έχει υποχρέωση όχι μόνο να παραδώσει το μίσθιο κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση, αλλά να το διατηρεί κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση σε όλη τη διάρκεια της μίσθωσης, υποχρεούμενος σε άρση των πραγματικών του ελαττωμάτων και σε αποκατάσταση των συμφωνημένων ιδιοτήτων που λείπουν. Αν, κατά το χρόνο παράδοσης στο μισθωτή, το μίσθιο έχει ελάττωμα, που εμποδίζει μερικά ή ολικά τη συμφωνημένη χρήση (πραγματικό ελάττωμα), ή αν κατά τη διάρκεια της μίσθωσης εμφανίσθηκε τέτοιο ελάττωμα, ο μισθωτής έχει το δικαίωμα μείωσης ή μη καταβολής του μισθώματος. Το ίδιο ισχύει και αν λείπει από το μίσθιο μια συμφωνημένη ιδιότητα ή αν έλειψε τέτοια ιδιότητα όσο διαρκεί η μίσθωση. Για τη συγκρότηση της έννοιας του πραγματικού ελαττώματος δεν αρκεί οποιαδήποτε δυσμενής κατάσταση της υλικής υποστάσεως του μισθίου πράγματος, αλλά  απαιτείται κατάσταση τέτοια, που επηρεάζει την καταλληλότητα για λειτουργική χρήση του. Τέτοιο πραγματικό ελάττωμα αποτελεί και η αδυναμία χρήσης του μισθίου, όπως συμφωνήθηκε, λόγω απαγόρευσης της χρήσης από δημόσια αρχή ή λόγω αδυναμίας χορήγησης της απαιτούμενης αδείας δημοσίας αρχής (ΟλΑΠ 50/2005 ΝΟΜΟΣ). Αν όμως ο μισθωτής, παρά την ύπαρξη του πραγματικού ελαττώματος, έκανε ακώλυτη χρήση του μισθίου έχει υποχρέωση να καταβάλει το μίσθωμα, που οφείλεται, σε αντάλλαγμα της χρήσης που έγινε (ΑΠ 322/2004, ΑΠ 1315/2014 ΝΟΜΟΣ). Αν ο εκμισθωτής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει κατά τη συνομολόγηση της μίσθωσης το πραγματικό ελάττωμα του μισθίου, που παρακωλύει μερικά ή ολικά τη συμφωνηθείσα χρήση, αντί της μείωσης ή τη μη καταβολής του μισθώματος, ο μισθωτής, δικαιούται να απαιτήσει αποζημίωση για την μη εκτέλεση της σύμβασης. Κατά δε το άρθρο 578 του ίδιου Κώδικα, το αυτό δικαίωμα έχει ο μισθωτής και αν ο εκμισθωτής έχει καταστεί υπερήμερος ως προς την άρση πραγματικού ελαττώματος ή της έλλειψης της ιδιότητας. Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 306 ΑΚ, προκύπτει ότι ο μισθωτής στις παραπάνω περιπτώσεις έχει κατ’ επιλογή ή αγωγή για μείωση ή μη καταβολή του μισθώματος ή αγωγή προς αποζημίωση, η οποία περιλαμβάνει την ανόρθωση της ζημίας του για τη μη εκτέλεση της σύμβασης (ΑΠ 725/2013 ΝΟΜΟΣ). Η αξίωση αποζημίωσης για μη εκτέλεση της μισθωτικής σύμβασης περιλαμβάνει κάθε ζημία του μισθωτή, που τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με το ελάττωμα, είτε θετική, είτε αναφερόμενη σε διαφυγόν κέρδος (άρθρα 297 – 298 ΑΚ). Έτσι, αποκαθίσταται η ζημία, που υπέστη ο μισθωτής για τις δαπάνες του στο μίσθιο, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει κατά τα συμπεφωνημένα, καθώς και το διαφυγόν κέρδος του μισθωτή από τη μη χρησιμοποίηση του μισθίου, λόγω του ελαττώματος, μέχρι την άρση του ελαττώματος ή τη λύση ή λήξη της μίσθωσης. Δεν δικαιούται, συνεπώς, διαφυγόν κέρδος μετά τη λύση ή τη λήξη της μισθώσεως (ΑΠ 774/2015 ΝΟΜΟΣ). Εκτός των προαναφερθέντων δικαιωμάτων, τα οποία έχει ο μισθωτής, στην περίπτωση που, κατά το χρόνο παράδοσης σ’ αυτόν του μισθίου πράγματος, τούτο έχει ελάττωμα που εμποδίζει, μερικά ή ολικά, τη συμφωνημένη χρήση, τότε ο μισθωτής έχει επίσης δικαίωμα, να καταγγείλει τη σύμβαση υπό τους όρους του άρθρου 585 ΑΚ, εφόσον εξαιτίας του προβαλλόμενου από αυτόν πραγματικού ελαττώματος αναιρείται η δυνατότητα να κάνει ελεύθερη ή ανενόχλητη χρήση κατά τους όρους της σύμβασης, οπότε, σύμφωνα με το άρθρο 587 ΑΚ, αίρεται για το μέλλον η μισθωτική σχέση και δεν υποχρεούται πλέον ο μισθωτής σε καταβολή μισθωμάτων για το χρόνο μετά την καταγγελία. Το προς καταγγελία της μίσθωσης ως άνω δικαίωμα του μισθωτή θεμελιώνεται με μόνη την ύπαρξη, κατά το χρόνο παράδοσης του μισθίου, του πραγματικού ελαττώματος τούτου, ανεξαρτήτως εάν ο εκμισθωτής βαρύνεται ή όχι με υπαιτιότητα ως προς αυτό (ΑΠ 415/2014, ΑΠ 1291/2014 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, μπορεί πέραν της αξιώσεως από τη σύμβαση να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν παράνομη, ως αντικείμενη στο κατά το άρθρο 914 ΑΚ επιβαλλόμενο γενικό καθήκον να μη ζημιώνει κάποιος τον άλλο υπαιτίως. Σε μία τέτοια περίπτωση υπάρχει συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, ο δε δανειστής έχει το δικαίωμα να στηρίξει την αξίωσή του για αποζημίωση, είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία, είτε επιβοηθητικά και στις δύο. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι, προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία, είναι η υπαιτιότητα του υποχρέου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλ. όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας (ΑΠ 725/2013 ΝΟΜΟΣ).

Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από τη με ημερομηνία «Σεπτέμβριος 2016» έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πολιτικού μηχανικού …………, που διορίστηκε ως πραγματογνώμονας με την υπ’ αρ. 678/2015 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 368 επ. ΚΠολΔ), και η οποία πραγματογνωμοσύνη κατατέθηκε στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου στις 9-9-2016, από την με αρ. ………. ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ………. ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά …………, που λήφθηκε κατά την πρωτόδικη δίκη  με επιμέλεια της ενάγουσας μετά από προηγούμενη νομότυπη κλήτευση των εναγομένων, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε για άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων η από 15-9-2016 τεχνική έκθεση του πολιτικού μηχανικού ……….. και η από Απρίλιο 2017 τεχνική γνωμοδότηση της πολιτικού μηχανικού …………, οι οποίες εκτιμώνται ελεύθερα κατ’ άρθρο 390 ΚΠολΔ, καθώς και οι φωτογραφίες του επίδικου μισθίου, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε, αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά : Οι εναγόμενοι, ήδη εκκαλούντες-εφεσίβλητοι, …………….και ……………. – εκ των οποίων η δεύτερη κατά τη διαδικασία στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο  απεβίωσε και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τον πρώτο εκκαλούντα, υιό της-  είναι συγκύριοι κατά ποσοστά εξ αδιαιρέτου 3/4 ο πρώτος και 1/4 η δεύτερη (το ποσοστό της οποίας περιήλθε ως κληρονομία πλέον στον πρώτο εκκαλούντα -εφεσίβλητο) ενός ακινήτου αποτελούμενου από ισόγειο και πρώτο όροφο, επιφάνειας 385 τμ. περίπου, μετά του αύλειου χώρου του επιφάνειας 350 τμ. περίπου, το οποίο βρίσκεται στον Κορυδαλλό, στην οδό …….. αρ. ………  Το ακίνητο αυτό είχε κατασκευαστεί εξ αρχής για σχολείο, περιλαμβάνον τρεις αίθουσες διδασκαλίας στο ισόγειο και τέσσερις αίθουσες διδασκαλίας και ένα γραφείο στον πρώτο όροφο,  και ως τέτοιο μισθωνόταν επί πολλά έτη για τη στέγαση του ……… σχολείου Κορυδαλλού  από το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο όμως είχε εγκαταλείψει το μίσθιο από τον Οκτώβριο του 2001 και είχε παύσει έκτοτε την καταβολή μισθωμάτων, χωρίς, ωστόσο, να προβεί στην τυπική παράδοση του μισθίου. Για το λόγο αυτόν, στις 21-3-2017, οι εναγόμενοι επέδωσαν στη Νομαρχία Πειραιά, η οποία είχε υπεισέλθει στη μισθωτική σχέση, την από 20-3-2007 και με αρ.πρωτ. ……… αίτηση-δήλωσή τους, με την οποία την κάλεσαν να τους γνωρίσει τις προθέσεις της σχετικά με την τύχη της μίσθωσης και τα οφειλόμενα μισθώματα, δηλώνοντας συγχρόνως, ότι η μίσθωση θα θεωρηθεί ότι λύθηκε, αν δεν λάβουν απάντηση εντός προθεσμίας δέκα ημερών. Εν τω μεταξύ οι εναγόμενοι, ενόψει και της κατά τα άνω μακρόχρονης εγκατάλειψης του μισθίου ακινήτου τους, εκτιμώντας βάσιμα ότι η Νομαρχία Πειραιά δεν θα ενδιαφερόταν για τη συνέχιση της μίσθωσης, εκδήλωσαν την πρόθεσή τους να εκμισθώσουν εκ νέου το ακίνητό τους. Έτσι η ενάγουσα, ……………., ήδη εκκαλούσα-εφεσίβλητη, ήλθε σε επαφή με αυτούς μέσω της μεσίτριας ……….., για να μισθώσει το ως άνω ακίνητο, προκειμένου να λειτουργήσει σε αυτό επιχείρηση παιδικού σταθμού- νηπιαγωγείου. Οι εναγόμενοι πληροφόρησαν την ενάγουσα ότι το ακίνητό τους είχε οικοδομηθεί εξ αρχής για να χρησιμοποιηθεί ως σχολείο και διαβεβαίωσαν την ενάγουσα ότι αυτό ήταν κατάλληλο και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη λειτουργία της άνω επιχείρησης. Μετά τις συζητήσεις, που έγιναν μεταξύ των μερών, επιτεύχθηκε συμφωνία και ακολούθως η ενάγουσα στις 16-3-2007 και στις 19-3-2007 κατέβαλε στους εναγόμενους, ως προκαταβολή, τα ποσά των 1.500 και 4.500 ευρώ αντίστοιχα, ενώ οι τελευταίοι της παρέδωσαν τα κλειδιά και τις κατόψεις του ακινήτου, προκειμένου να μπορέσει αυτή να ξεκινήσει άμεσα εργασίες επισκευών και διαμόρφωσης του ακινήτου, ώστε να καταστεί αυτό λειτουργικό, ενόψει του ότι επρόκειτο για κτίριο ηλικίας περίπου σαράντα ετών με σχεδόν μηδενική συντήρηση. Τελικά, ενόψει και του ότι η Νομαρχία Πειραιά δεν απάντησε στο προαναφερθέν έγγραφο-δήλωση των εναγομένων σχετικά με την προηγούμενη μίσθωση, οι τελευταίοι προέβησαν στην κατάρτιση της επίδικης σύμβασης μίσθωσης με την ενάγουσα στις 15-5-2007. Συγκεκριμένα, στις 15-5-2007 υπογράφηκε μεταξύ των διαδίκων ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, δυνάμει του οποίου το ακίνητο εκμισθώθηκε στην ενάγουσα για χρονικό διάστημα έξι ετών, ήτοι από 15-5-2007 έως 14-5-2013, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει, ως αναφέρεται στον όρο 4 αυτής, για την ίδρυση και λειτουργία επιχείρησης παιδικού σταθμού- παιδότοπου -νηπιαγωγείου και συναφών χρήσεων. Το μηνιαίο μίσθωμα συμφωνήθηκε στο ύψος των 3.000 ευρώ για το διάστημα από 15-5-2007 έως 13-5-2008, των 5.000 ευρώ για το διάστημα από 15-5-2008 έως 14-5-2010, των 5.500 ευρώ για το διάστημα από 15-10-2010 έως 14-5-2011, των 6.000 ευρώ για το διάστημα από 15-5-2011 έως 14-4-2012 και των 6.300 ευρώ για το διάστημα από 15-5-2012 έως 14-5-2013, ενώ στον όρο 5 του ίδιου συμφωνητικού η προαναφερθείσα προκαταβολή των 1.500 και 4.500 ευρώ αναφέρθηκε ότι δόθηκε εκ μέρους της ενάγουσας- μισθώτριας ως εγγύηση. Επίσης, σύμφωνα με τον όρο 6 του ίδιου συμφωνητικού επετράπη στην ενάγουσα μισθώτρια να διενεργήσει η ίδια, με δικές της δαπάνες, τις αναγκαίες τροποποιήσεις και επισκευές, προκειμένου να καταστεί το μίσθιο λειτουργικό και κατάλληλο για τη χρήση, που συμφωνήθηκε. Βέβαια, όπως προαναφέρθηκε,  οι διάδικοι ήδη από το μήνα Μάρτιο είχαν συμφωνήσει σχετικά με τους κύριους όρους της επίδικης σύμβασης μίσθωσης, ώστε η ενάγουσα να ξεκινήσει, και πριν την υπογραφή της σύμβασης, τις αναγκαίες εργασίες επισκευής και τροποποιήσεις, καθόσον η πρόθεσή της ήταν να αρχίσει η λειτουργία της επιχείρησης της παιδικού σταθμού- νηπιαγωγείου με την έναρξη του επερχόμενου σχολικού έτους, δηλαδή από το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους (του 2007). Για το λόγο αυτόν είχε αναθέσει στον πολιτικό μηχανικό …………….να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες, προκειμένου να χορηγηθεί από τις αρμόδιες υπηρεσίες η άδεια να προβεί στις εργασίες που απαιτούνταν. Έτσι, ο ως άνω πολιτικός μηχανικός κατέθεσε στη Διεύθυνση Πολεοδομίας της Νομαρχίας Πειραιά τη με αρ. πρωτ. Π …… αίτηση για έκδοση οικοδομικής άδειας για «αλλαγή χρήσης δημοτικού σχολείου σε παιδικό σταθμό». Όμως ο φάκελος μαζί με την  αίτηση αυτή επιστράφηκαν στην ενάγουσα από την ανωτέρω υπηρεσία, μαζί με τη με αρ. πρωτ. Π ….. έγγραφη απάντησή της, με την οποία την πληροφορούσε ότι, δεν ήταν δυνατή η χορήγηση της αιτούμενης άδειας, διότι με τη με αρ. Π 9211/Α110/06/27-6-2006 απόφαση του Νομάρχη Πειραιά η ιδιοκτησία των εναγομένων είχε χαρακτηριστεί ως «χώρος σχολείου».  Ακολούθως, η ενάγουσα ενημέρωσε άμεσα τους εναγόμενους για το πρόβλημα, που αντιμετώπισε με την έκδοση της αιτηθείσας άδειας οικοδομής. Οι τελευταίοι επιχείρησαν να την καθησυχάσουν επιδεικνύοντάς της την με αρ. 2485/2003 απόφαση του ΣτΕ, η οποία είχε εκδοθεί κατόπιν αιτήσεως ακυρώσεως, που άσκησαν οι ίδιοι κατά των Υπουργών Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και κατά του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων και με την οποία  ακυρωνόταν η με αρ. Π 1042119/2792/0010/6-5-1997 κοινή απόφαση των άνω Υπουργών, που κήρυττε αναγκαστικά απαλλοτριωτέα έκταση εμβαδού 930 τμ. περιλαμβάνουσα και το επίδικο ακίνητο των εναγομένων. Στη συνέχεια, την διαβεβαίωσαν ότι θα προέβαιναν οι ίδιοι σε ενέργειες για την άρση του κωλύματος. Πραγματικά,  οι τελευταίοι με την από 21-5-2007 εξώδικη πρόσκληση -διαμαρτυρία τους, που επιδόθηκε στις 23-5-2007, απευθύνθηκαν αρχικά στο  Νομάρχη Πειραιά  και το Δήμαρχο Κορυδαλλού, επιπλέον δε ο πρώτος εξ αυτών απευθύνθηκε και στη Γενική Διεύθυνση Πολεοδομίας/Διεύθυνση ΟΚΚ του Υπουργείου ΠΕΧΩΔΕ σχετικά με το ζήτημα δημιουργίας παιδικού σταθμού σε χώρο σχολείου. Η τελευταία με το υπ’ αρ. πρωτ. ……. έγγραφό της απάντησε ότι, «η δημιουργία παιδικού σταθμού σε χώρο, που έχει χαρακτηρισθεί από το εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο ως χώρος ‘σχολείου’ συνάδει τόσο με τις κατηγορίες, όπως αυτές καθορίζονται με την παρ. Β12 του άρθρου 1 του ΠΔ της 23-2/6-3-1987 (ΦΕΚ 166 Δ’), όσο και με την ταξινόμηση του άρθρου 3 παρ. 1Δ της υπ’ αρ. 3046/304 της 30-1/3-2-1989 (ΦΕΚ 59 Δ’)». Στη συνέχεια   δε, με το υπ’ αρ. πρωτ. …….. έγγραφό της η ίδια ανωτέρω υπηρεσία διευκρίνιζε προς τον πρώτο ενάγοντα ότι, ναι μεν επιτρέπεται η δημιουργία παιδικού σταθμού σε χώρο σχολείου, πλην όμως οι διατάξεις τόσο του ΠΔ της 23-2-6-3-1987 όσο και του Κτιριοδομικού Κανονισμού (της ΥπΑπ 3046/304) αφορούν πολεοδομικές ρυθμίσεις και δεν εμπλέκονται στις διατάξεις, που αναφέρονται στις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας του χώρου. Τα παραπάνω απαντητικά έγγραφα από τη Γενική Διεύθυνση Πολεοδομίας του Υπουργείου ΠΕΧΩΔΕ η ενάγουσα προσκόμισε στην αρμόδια Πολεοδομία Πειραιά αιτούμενη να γίνει δεκτή η αίτησή της, πλην όμως και πάλι η τελευταία αρνήθηκε να την χορηγήσει λόγω της υπάρχουσας απόφασης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης περί τροποποίησης ρυμοτομικού σχεδίου και χαρακτηρισμού της ιδιοκτησίας των εναγομένων ως «χώρο σχολείου». Για το λόγο αυτόν η ενάγουσα απευθύνθηκε πάλι προς τους εναγόμενους, από τους οποίους ζήτησε να επιχειρήσουν οι ίδιοι την έκδοση άδειας οικοδομής με πολιτικό μηχανικό της επιλογής τους, τον οποίο θα πλήρωνε η ίδια. Στη συνέχεια, στις 26-6-2007,  τους επέδωσε την από 22-6-2007 εξώδικη διαμαρτυρία της, με την οποία τους καλούσε να την ενημερώσουν, εντός εβδομάδας από της λήψεως της, εάν είναι εφικτή η άρση του ελαττώματος, διαφορετικά τους δήλωσε ότι δεν επιθυμεί τη συνέχιση της μίσθωσης και επιφυλάσσεται να ζητήσει αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης. Οι  εναγόμενοι με την από 4-8-2007 εξώδικη απάντηση-δήλωση-πρόσκληση, αφού απάντησαν στην ενάγουσα ότι η χρήση, για την οποία εκμίσθωσαν το ακίνητό τους, είναι νόμιμη και ότι από την πλευρά τους δεν νομιμοποιούνται σε περαιτέρω ενέργειες σχετικά με την έκδοση της οικοδομικής άδειας, της συνέστησαν να υποβάλει εκ νέου το φάκελο  στην αρμόδια πολεοδομία είτε να προσβάλει την άρνησή της, δηλώνοντας ότι θα είναι αρωγοί σε οποιαδήποτε προσπάθεια διοικητικής επίλυσης του θέματος. Κατόπιν τούτου η ενάγουσα επέδωσε στις 23-8-2007 στους εναγόμενους νέα εξώδικη διαμαρτυρία, με την οποία τους δήλωνε ότι δεν επιθυμεί τη συνέχιση της επίδικης σύμβασης μίσθωσης, καθόσον το μίσθιο φέρει πραγματικό και νομικό ελάττωμα, και ζήτησε την καταβολή αποζημίωσης για τη ζημία που υπέστη.

Περαιτέρω, σχετικά με το ζήτημα της δέσμευσης του επίδικου μισθίου αποδείχθηκαν τα εξής. Με την υπ’ αρ. Π 1042119/2792/0010/6-5-1997 (ΦΕΚ 425Δ/18-5-1997) κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων κηρύχθηκε αναγκαστικά απαλλοτριωτέα, υπέρ και με δαπάνη του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων, έκταση εμβαδού 930 τμ. στην περιοχή του Δήμου Κορυδαλλού Πειραιώς (επί της οδού ………), που περιλάμβανε και την επίδικη ιδιοκτησία των εναγομένων. Κατόπιν αιτήσεως ακυρώσεως, που άσκησαν οι εναγόμενοι , εκδόθηκε η προαναφερόμενη με αρ. 2485/2003 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, που ακύρωσε την ως άνω υπουργική απόφαση απαλλοτρίωσης. Ακολούθως, ξεκίνησε με πρωτοβουλία του Δήμου διαδικασία για την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου του Δ. Κορυδαλλού στο ΟΤ, που περικλείεται από τις οδούς ………., με το χαρακτηρισμό της ιδιοκτησίας των εναγομένων σε χώρο σχολείου, η οποία ολοκληρώθηκε με την έκδοση της υπ’ αρ. Π9211/Α110/06/27-6-2006 απόφασης του Νομάρχη Πειραιά. Πριν την απόφαση αυτή, είχαν προηγηθεί α) η με αρ. 299/2004 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Κορυδαλλού, με την οποία, αφού λήφθηκε υπόψη το υπ’ αρ. ………. πρακτικό καταλληλότητας της αρμόδιας επιτροπής του 4ου Γραφείου Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης του Νομαρχιακού Διαμερίσματος Πειραιά της ΝΑ Αθηνών-Πειραιώς, αποφασίστηκε η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου του δήμου για το χαρακτηρισμό ως σχολικού χώρου του ακινήτου των εναγομένων, β) η από 9-7-2004 πράξη του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής, με την οποία επικυρώθηκε η ανωτέρω απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, γ) η με αρ. …….. γνωμοδότηση υπέρ της ως άνω τροποποίησης του Συμβουλίου Χωροταξίας Οικισμού και Περιβάλλοντος της Νομαρχίας Πειραιά και δ) το με αρ. Φ ……. πρακτικό καταλληλότητας του 4ου Γραφείου Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης του Νομαρχιακού Διαμερίσματος Πειραιά, με το οποίο ελήφθησαν υπόψη τόσο οι αλλαγές, που είχαν επέλθει, σε σχέση με όσα είχαν κριθεί με το προγενέστερο υπ’ αρ. ……. πρακτικό καταλληλότητας, αλλά και οι προτάσεις που υπέβαλε μεταξύ άλλων και η δεύτερη εναγομένη. Την προαναφερόμενη απόφαση του Νομάρχη Πειραιά για την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Κορυδαλλού προσέβαλε ενώπιον του Συμβουλίου Επικρατείας ο πρώτος εναγόμενος με την από 20-7-2007 αίτησή του, δηλαδή λίγους μήνες μετά την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης μίσθωσης, η οποία αίτησή του απορρίφθηκε αργότερα με την υπ’ αρ. 2876/2012 απόφαση του άνω Δικαστηρίου. Οι εναγόμενοι, ωστόσο, από τον Απρίλιο του έτους 2005 ήταν ήδη ενημερωμένοι για την επιχειρούμενη τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, που αφορούσε το επίδικο ακίνητο τους, αφού, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της με αρ. 2876/2012 απόφασης του ΣτΕ αλλά και τα αποδεικτικά επίδοσης του υπαλλήλου του Δήμου Κορυδαλλού, …….., η με αρ. …….. ανακοίνωση της Δ/νσης Μελετών ή Κτηματολογίου του Δήμου Κορυδαλλού αφορώσα την υπ’ αρ. 244/2004 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου σχετικά με τη μελετούμενη εντοπισμένη τροποποίηση του σχεδίου πόλεως επιδόθηκε στον πρώτο εναγόμενο στις 14 και 18-4-2005. Επιπλέον, η προαναφερόμενη με αρ. 299/2004 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Κορυδαλλού είχε δημοσιευτεί και στα φύλλα της 12ης και 13ης-4-2005 των εφημερίδων «…-…» και «……..». Σύμφωνα με τα παραπάνω, συνεπώς, οι εναγόμενοι γνώριζαν, τουλάχιστον από την 14-4-2005, την έναρξη της διαδικασίας τροποποίησης του σχεδίου πόλεως, που αφορούσε το ακίνητο τους, επιπλέον δε από την πορεία της υποθέσεως και την ασκηθείσα αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του ΣτΕ συνάγεται  ότι  αυτοί γνώριζαν και την απόφαση του Νομάρχη Πειραιά, με την οποία χαρακτηρίστηκε το ακίνητό τους ως «χώρος σχολείου», η οποία δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ στις 18-7-2006 (Δ’ 621), πολύ πριν την κατάρτιση της επίδικης μισθωτικής σύμβασης.  Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 3 της ΥΑ 3046/304 της 30-1/3-2-1989 «Κτιριοδομικός Κανονισμός», που εκδόθηκε με βάση την εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 26 του Ν. 1577/1985 Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός (ως ίσχυε κατά τον χρόνο κατάρτισης της επίδικης σύμβασης), «1. Τα κτίρια ή τα τμήματά τους και τα δομικά έργα ταξινομούνται σύμφωνα με τη χρήση τους στις ακόλουθες κατηγορίες : … Δ. Εκπαίδευση, Ε. Υγεία και Κοινωνική πρόνοια…ΙΔ. ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται όσα κτίρια ή τμήματα κτιρίων χρησιμοποιούνται για τη συνάθροιση έξι μέχρι 49 ατόμων για διδασκαλία. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν μεταξύ άλλων και : Τα κτίρια της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και δευτεροβάθμιας υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Τα φροντιστήρια. Τα νηπιαγωγεία. ΙΕ. ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΡΟΝΟΙΑ. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται όσα κτίρια ή τμήματα κτιρίων χρησιμοποιούνται για ιατρική πρόληψη, διάγνωση ή και θεραπεία για περίθαλψη ατόμων ηλικιωμένων ή ασθενών ή μειωμένης πνευματικής ή σωματικής ικανότητας, για ύπνο και σωματική υγιεινή βρεφών και παιδιών ηλικίας μικρότερης των έξι ετών. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν μεταξύ άλλων : ….Τα βρεφοκομεία, παιδιών ηλικίας μικρότερης των έξι ετών». Σύμφωνα δε με το άρθρο 5 § 1 του Ν. 1577/1985, «Δεν επιτρέπεται να μεταβάλλονται η σύμφωνα με την οικοδομική άδεια χρήση του κτιρίου ή μέρους αυτού και οι διαστάσεις των χώρων κοινής χρήσης χωρίς προηγούμενη σχετική άδεια της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας, εφόσον η μεταβολή αυτή θίγει τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις». Εξάλλου, σύμφωνα με την ΥΑ Π2β/οικ.2808/1997 (ΦΕΚ Β’ 645/1997) «Ίδρυση βρεφονηπιακών κλπ σταθμών από φορείς ιδ. δικαίου» , όπως τροπ. με την ΥΑ Π1β/ΓΠοικ.174468/2008 (ΦΕΚ Β’ 2774/2008), μονάδα φροντίδας προσχολικής αγωγής και διαπαιδαγώγησης (Μονάδα ΦΠΑΔ) είναι η μονάδα που φροντίζει βρέφη ή/και παιδιά μέχρι την ηλικία εγγραφής τους στην υποχρεωτική εκπαίδευση για ορισμένο χρονικό διάστημα της ημέρας παρέχοντας τους συγκεκριμένες υπηρεσίες (άρθρο 1). Η άδεια ίδρυσης χορηγείται από τη Διεύθυνση ή το Τμήμα Κοινωνικής Πρόνοιας  της ΝΑ του τόπου εγκατάστασης της μονάδας μετά την υποβολή των αναφερόμενων στην ανωτέρω υπουργική απόφαση δικαιολογητικών, μεταξύ των οποίων και οικοδομική άδεια ή άλλο πιστοποιητικό ή βεβαίωση νομιμότητας υφιστάμενου κτιρίου από την αρμόδια πολεοδομία (ή πολεοδομικό γραφείο) στην περίπτωση που γίνεται διαρρύθμιση ή επέκταση σε υπάρχον κτίριο (άρθρο 2 § 4 της άνω ΥΑ), ενώ για τα υπάρχοντα κτίρια, που έχουν νόμιμη οικοδομική άδεια, ακολουθείται  η ίδια διαδικασία, αλλά εκδίδεται από το αρμόδιο γραφείο πολεοδομίας οικοδομική άδεια νέας χρήσης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του ΓΟΚ του Ν. 1577/1985 (άρθρο 2 §  11 της ως άνω ΥΑ). Σύμφωνα, εξάλλου, με το άρθρο 3 της ίδιας ως άνω ΥΑ, «Α. Όταν ολοκληρωθεί η κατασκευή και ο εξοπλισμός του κτιρίου και του περιβάλλοντα χώρου και χορηγηθεί η βεβαίωση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, για την άδεια λειτουργίας της Μονάδας ΦΠΑΔ υποβάλλονται στη διεύθυνση (ή το τμήμα)  Κοινωνικής Πρόνοιας της περιοχής τα παρακάτω δικαιολογητικά : … Εκδίδεται στη συνέχεια η άδεια λειτουργίας με απόφαση του Νομάρχη ύστερα από γνωμοδότηση της κατά νόμο αρμόδιας Επιτροπής καταλληλότητας ότι η Μονάδα συγκεντρώνει τους όρους και τις προϋποθέσεις της παρούσας απόφασης…».

Στην προκειμένη περίπτωση, λοιπόν, το επίδικο μίσθιο κτίριο, για το οποίο υφίστατο η με αρ. ………. άδεια του γραφείου πολεοδομίας Πειραιώς, είχε χρήση δημοτικού σχολείου. Η χρήση αυτή σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις υπάγεται στην κατηγορία χρήσεων Δ του (ισχύοντος κατά τον κρίσιμο χρόνο κατάρτισης της σύμβασης μίσθωσης) Κτιριοδομικού Κανονισμού, ενώ αντίθετα η χρήση βρεφικού σταθμού, τον οποίο προτίθετο να λειτουργήσει η ενάγουσα σε αυτό, εντάσσεται στην κατηγορία χρήσεων Ε του ιδίου Κανονισμού. Προκειμένου δε να λάβει άδεια ίδρυσης τέτοιου σταθμού η ενάγουσα, απαιτείτο να λάβει οικοδομική άδεια νέας χρήσης (άρθρο 2 ΥΑ Π2β/οικ.2808/1997), πράγμα που επιχείρησε να κάνει μέσω του πολιτικού μηχανικού της καταθέτοντας αίτηση για αλλαγή χρήσης. Τούτο, όμως, δεν κατέστη εφικτό, διότι με την προαναφερόμενη τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου το κτίριο  είχε χαρακτηριστεί ως «χώρος σχολείου». Εξάλλου, ο καθορισμός με απόφαση τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου -καίτοι με αυτόν δεν κηρύσσεται αναγκαστική απαλλοτρίωση- ακινήτων ως χώρων προοριζόμενων για την ανέγερση κτιρίων δημοσίων, δημοτικών, θρησκευτικών και γενικώς κοινής ωφέλειας επιφέρει ουσιώδη περιορισμό των δικαιωμάτων του ιδιοκτήτη και συνεπάγεται απαγόρευση διαθέσεως του ακινήτου για άλλο σκοπό, χωρίς πάντως να αποκλείεται η οικονομική του εκμετάλλευση, εφόσον όμως, η συγκεκριμένη χρήση δεν αντίκειται σε ειδικές διατάξεις (ΣτΕ 1555/1997 ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, υφίστατο εν προκειμένω αδυναμία μετατροπής της χρήσης του επίδικου μισθίου σε άλλη χρήση, αφού αυτό είχε καθορισθεί με την προαναφερόμενη τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου ως χώρος σχολείου, και για τούτο ήταν αδύνατο να εκδοθεί η αντίστοιχη άδεια από την αρμόδια πολεοδομία. Υπήρχε, άρα,  πραγματικό ελάττωμα του μισθίου, το οποίο εμπόδιζε εντελώς την ενάγουσα να κάνει χρήση αυτού για τον σκοπό που συμφωνήθηκε. Το ελάττωμα αυτό, ότι δηλαδή υπήρχε αδυναμία έκδοσης οικοδομικής άδειας για αλλαγή χρήσης από την αρμόδια πολεοδομία,  οι εναγόμενοι εκμισθωτές δεν το γνώριζαν, πιστεύοντας, εύλογα, ότι η χρήση για την οποία, μεταξύ άλλων, το προόριζε η ενάγουσα μισθώτρια, αυτή της λειτουργίας παιδικού σταθμού, και οι εργασίες, που θα διενεργούνταν, δεν θα αποτελούσαν εμπόδιο για την έκδοση άδειας από την αρμόδια πολεοδομία. Πλην όμως, όφειλαν να το γνωρίζουν ενόψει της από ετών εξέλιξης μίας διαδικασίας «δέσμευσης» του ακινήτου τους, της οποίας είχαν πλήρη γνώση, αρχικά με την υπουργική απόφαση απαλλοτρίωσης και κατόπιν με την απόφαση τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου, η οποία, μετά και από δικαστικές διενέξεις, είχε οδηγήσει στο χαρακτηρισμό του ως «χώρος σχολείου», όντες περισσότερο προσεκτικοί με την εκμετάλλευσή του και τις χρήσεις, που θα μπορούσε αυτό να έχει. Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι δεν υφίσταται το άνω πραγματικό ελάττωμα, παρά πρόκειται για σφάλμα της ενάγουσας, καθόσον δεν ήταν αναγκαία η έκδοση άδειας για αλλαγή χρήσης του μισθίου, αλλά η τελευταία θα έπρεπε να αιτηθεί άδεια για οικοδομικές εργασίες μικρής κλίμακας, η οποία και θα χορηγείτο, όπως συνέβη αργότερα με τη νέα μισθώτρια του επίδικου μισθίου ακινήτου, την ομόρρυθμη εταιρεία «…………..ΟΕ», η οποία έλαβε άδεια ίδρυσης και λειτουργίας Μονάδας Φροντίδας Προσχολικής Αγωγής και Διαπαιδαγώγησης αλλά και άδεια  ιδιωτικού σχολείου πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και συστεγαζόμενου νηπιαγωγείου.  Ο ισχυρισμός αυτός, όμως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφενός διότι οι εργασίες που προτίθετο να πραγματοποιήσει η ενάγουσα στο επίδικο μίσθιο -και που θα αναφερθούν πιο κάτω- δεν ήταν μικρής κλίμακας, αφετέρου η με αρ. πρωτ. ……… αίτηση, που κατέθεσαν οι ίδιοι οι εναγόμενοι για τη διενέργεια οικοδομικών εργασιών στο ακίνητο τους (προκειμένου να το εκμισθώσουν στην ανωτέρω ομόρρυθμη εταιρεία) αναφέρεται σε επισκευή και συντήρηση «υπάρχοντος δημοτικού σχολείου». Εξάλλου, η μία από τις χρήσεις που κάνει η ήδη μισθώτρια του επίδικου μισθίου είναι και αυτή σχολείου πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, που συνάδει με τη χρήση ως «χώρου σχολείου» του τροποποιημένου ρυμοτομικού σχεδίου (υπαγόμενη στην κατηγορία χρήσεων Δ του κτιριοδομικού κανονισμού), ενώ όσον αφορά τη χρήση του κτιρίου και για παιδικό σταθμό από την ίδια μισθώτρια (Μονάδα Φροντίδας Προσχολικής Αγωγής και Διαπαιδαγώγησης), η οποία είναι αυθαίρετη, οι εναγόμενοι  υπήχθησαν εκ των υστέρων  στη διαδικασία (νομιμοποίησης) του Ν. 4178/2013. Μάλιστα, η τελευταία αυτή ενέργεια των εναγομένων έγινε κατόπιν υπόδειξης της Α’ βάθμιας Επιτροπής Εξέτασης Καταλληλότητας ακινήτων των Μονάδων ΦΠΑΔ, στα πλαίσια της διαδικασίας, που κινήθηκε από τη νέα μισθώτρια του επιδίκου, για λήψη άδειας ίδρυσης και λειτουργίας της εν λόγω επιχείρησής της  στο μίσθιο. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει την ύπαρξη του πραγματικού ελαττώματος του μισθίου κατά το χρόνο κατάρτισης της επίδικης σύμβασης μίσθωσης ανάμεσα στους διαδίκους και δεν ασκεί επιρροή ότι μεταγενέστερα, αφού όμως είχε λυθεί η επίδικη σύμβαση, οι εναγόμενοι, με άλλον μισθωτή, προέβησαν σε ενέργειες άρσης του ελαττώματος. Ωστόσο, η προπεριγραφόμενη  συμπεριφορά των εναγομένων, καίτοι  συνιστά παραβίαση  της επίδικης σύμβασης μίσθωσης, δεν συνιστά και αδικοπραξία,  καθόσον η υπαίτια (από αμέλεια,) ζημιογόνος παράλειψη των εναγομένων, ήτοι να μην γνωστοποιήσουν στην ενάγουσα – μισθώτρια το ως άνω πραγματικό ελάττωμα  του μισθίου, το οποίο θα μπορούσαν να γνωρίζουν, αν κατέβαλαν την επιμέλεια που απαιτείται στις συγκεκριμένες συναλλαγές, με την οποία (παράλειψη) παραβιάστηκε η επίδικη σύμβαση μίσθωσης και επήλθε στην ενάγουσα η επικαλούμενη ζημία και  ηθική της βλάβη, δεν θα ήταν παράνομη χωρίς τη συμβατική σχέση της μίσθωσης. Επομένως, η ενάγουσα δικαιούται αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης, η οποία περιλαμβάνει τη θετική της ζημία αλλά και το διαφυγόν κέρδος της από την αδυναμία χρήσης του μισθίου λόγω του πραγματικού ελαττώματος, μέχρι όμως τη λύση της. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, η ενάγουσα με την από 21-8-2007 εξώδικη διαμαρτυρία- πρόσκληση, που επιδόθηκε στους εναγόμενους στις 23-8-2007 δήλωσε ότι δεν επιθυμεί τη συνέχιση της μίσθωσης και έτσι με τον τρόπο αυτό κατήγγειλε την επίδικη σύμβαση, η οποία από τότε (από την περιέλευση της δήλωσης στους εναγόμενους εκμισθωτές) έληξε για το μέλλον, μη δικαιούμενη, συνεπώς, να ζητήσει αποζημίωση για διαφυγόντα κέρδη  έκτοτε. Επομένως, το αίτημά της για διαφυγόντα κέρδη από τη μη λειτουργία της επιχείρησης παιδικού σταθμού-νηπιαγωγείου και τα δίδακτρα, που θα εισέπραττε κατά τα έξι χρόνια διάρκειας της σύμβασης, με έναρξη το Σεπτέμβριο του 2007, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο. Να σημειωθεί ότι για το προγενέστερο διάστημα (από την υπογραφή της σύμβασης μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2007) δεν προέκυψε ότι αυτή θα αποκόμιζε κάποιο κέρδος, αφού οι εργασίες επισκευής και ανακαίνισης του μισθίου δεν θα είχαν μέχρι τότε ολοκληρωθεί, όπως και η ίδια επισημαίνει στην 3η  σελίδα της ένδικης αγωγής της, όπου αναφέρει ότι, είχε αναθέσει τις προκαταρκτικές εργασίες «ώστε να προχωρήσουν οι εργασίες όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και να προλάβει το Σεπτέμβριο του 2007 να λειτουργήσει.  Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ορθώς, κατ’ αποτέλεσμα, απέρριψε το παραπάνω κονδύλιο των διαφυγόντων κερδών ως ουσία αβάσιμο, αν και με εσφαλμένη αιτιολογία, που αντικαθίσταται από την αιτιολογία της παρούσας απόφασης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα από την μη εκτέλεση της επίδικης σύμβασης μίσθωσης λόγω του πραγματικού ελαττώματος υπέστη θετική ζημία. Συγκεκριμένα, αυτή δαπάνησε τα εξής ποσά, 1) στη μεσίτρια, …………, που μεσολάβησε για την κατάρτιση της  επίδικης σύμβασης κατέβαλε το ποσό των 1.500 ευρώ, 2) στους εναγόμενους κατέβαλε ως εγγύηση τα ποσά των 1.500 ευρώ και 4.500 ευρώ, ήτοι συνολικά 6.000 ευρώ, 3) προκειμένου να μπορέσει να λειτουργήσει το επίδικο μίσθιο σύμφωνα με το σκοπό, που συμφωνήθηκε, προέβη σε δαπάνες επισκευής και διαμόρφωσης των χώρων του. Ειδικότερα : α) για την τοποθέτηση μεταλλικών ικριωμάτων (άρμωση -εξάρμωση) κατέβαλε 6.000 ευρώ πλέον ΦΠΑ εκ ποσού 1.140 ευρώ και συνολικά 7.140 ευρώ (βλ. με αρ. …….. τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών της ……. ΑΕ), β) για την αγορά και τοποθέτηση γυψοσανίδων κατέβαλε 8.400 ευρώ πλέον ΦΠΑ εκ ποσού 1.596 ευρώ και συνολικά 9.996 ευρώ (βλ. με αρ. …….. τιμολόγιο του ……….), γ)για ηλεκτρικές εργασίες  και τοποθέτηση πινάκων κατέβαλε 2.500 ευρώ πλέον ΦΠΑ εκ ποσού 475 ευρώ και συνολικά 2.975 ευρώ (βλ. με αρ. …….. τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών του ………), δ) για τη σύνδεση με το δίκτυο της ΔΕΗ κατέβαλε 303,10 ευρώ (βλ. με αρ. …….. γραμμάτιο είσπραξης της ΔΕΗ), ε) για αγορά χρωμάτων και συναφών ειδών για τον ελαιοχρωματισμό του μισθίου κατέβαλε 2.524 ευρώ πλέον ΦΠΑ εκ ποσού 479,66 ευρώ και συνολικά 3.003,66 ευρώ (βλ. με αρ. …….07 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο της ………. ΟΕ), στ) για την αγορά χρωμάτων για τον ελαιοχρωματισμό των χώρων του κατέβαλε, ακόμη, 2.520 ευρώ πλέον ΦΠΑ εκ ποσού 478,91 ευρώ και συνολικά 2.999,51 ευρώ (βλ. με αρ. …….. δελτίο αποστολής-τιμολόγιο της ………. ΟΕ), ζ) για την κατασκευή και τοποθέτηση τεσσάρων παραθύρων και δύο θυρών αλουμινίου και για την επισκευή τριών παραθύρων κατέβαλε 3.530 ευρώ πλέον ΦΠΑ εκ ποσού 670,7 ευρώ και συνολικά 4.200,7 ευρώ (βλ. με αρ. …. δελτίο αποστολής-τιμολόγιο της ……….), ήτοι συνολικά για τις άνω εργασίες, που ήταν αναγκαίες, ώστε να καταστεί το μίσθιο κατάλληλο και λειτουργικό για την άσκηση της επιχείρησής της, η ενάγουσα κατέβαλε 30.617,97 ευρώ. Η ενάγουσα αιτείται επιπλέον ποσό 3.010,70 ευρώ, που ισχυρίζεται ότι κατέβαλε στον …………. με βάση το υπ’ αρ. ……….. τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών του τελευταίου καθώς και ποσά 7.578 ευρώ και  752 ευρώ, που ισχυρίζεται ότι κατέβαλε στον ……….. για σιδηρικά χρώματα με βάση τις υπ’ αρ. ………..  αποδείξεις λιανικής πώλησης. Ωστόσο, τα κονδύλια αυτά πρέπει να απορριφθούν ως αναπόδεικτα, δεδομένου ότι,  αφενός για την καταβολή του πρώτου ως άνω ποσού δεν προκύπτει για ποιο λόγο έγινε, αφού στο σχετικό τιμολόγιο αναφέρεται ως αιτία πληρωμής μόνο «για εργασίες που έγιναν στο σχολείο» χωρίς να εξειδικεύεται το είδος των εργασιών, ώστε να μπορεί το Δικαστήριο να κρίνει για την συνάφεια και αναγκαιότητα αυτών για τη λειτουργικότητα του μισθίου, αφετέρου η αγορά χρωμάτων και συναφών ειδών, που περιγράφεται στις άλλες δύο αποδείξεις, δεν προέκυψε ότι αφορούσε το επίδικο μίσθιο ενόψει και της αγοράς παρόμοιων ειδών από έτερη επιχείρηση, της …………….ΟΕ. Συνεπώς, η ενάγουσα εξαιτίας της μη εκτέλεσης της επίδικης σύμβασης υπεβλήθη σε δαπάνες ύψους 38.117,97 ΕΥΡΩ, ποσό το οποίο υποχρεούνται να καταβάλουν οι εκμισθωτές, ήδη μόνο ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος υπεισήλθε στη θέση της αποβιώσασας δεύτερης εναγομένης λόγω κληρονομικής διαδοχής, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της όχλησης προς αυτούς, που έλαβε χώρα στις 23-8-2007, με την από 21-8-2007 εξώδικη διαμαρτυρία-πρόσκληση της ενάγουσας, και με την οποία ζητούσε να της καταβληθούν τα ποσά που δαπάνησε αφενός ως αμοιβή στη μεσίτρια και τα προκαταβληθέντα μισθώματα αφετέρου για τις επισκευές και ανακαίνιση του επίδικου μισθίου.

Με βάση τις παραπάνω σκέψεις το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που κατέληξε σε διαφορετικό διατακτικό, επιδικάζοντας στην ενάγουσα το ποσό των 55.958,67 ευρώ ως θετική ζημία και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής  βλάβης με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει συνεπώς, γενομένων δεκτών εν μέρει ως ουσία βάσιμων των ένδικων εφέσεων, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, στο σύνολό της και στη συνέχεια να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό, το οποίο θα δικάσει την ένδικη αγωγή. Ακολούθως, θα πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσία βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το προαναφερόμενο ποσό, εντόκως από την επομένη της όχλησης στις 23-8-2007. Τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας θα πρέπει να επιβληθούν κατά ένα μέρος σε βάρος του εναγομένου λόγω της μερικής νίκης και ήττας τους, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό, και τέλος τα παράβολα των εφέσεων πρέπει να επιστραφούν στους καταθέσαντες, διότι οι εφέσεις τους έγιναν δεκτές.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις από 1-7-2014 (αρ. κατάθ. ………) και 24-12-2014 (αρ. κατάθ. …….) εφέσεις, οι οποίες έγιναν τυπικά δεκτές με την υπ’ αρ. 678/2015 μη οριστική απόφαση αυτού του Δικαστηρίου.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτές εν μέρει και κατ’ ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την προσβαλλόμενη με αρ. 1708/2014 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, όπως διορθώθηκε με την υπ’ αρ. 4005/2014 απόφαση του ιδίου δικαστηρίου.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και

ΔΙΚΑΖΕΙ την αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτήν.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο, ………, να καταβάλει στην ενάγουσα τριάντα οκτώ χιλιάδες εκατόν δεκαεπτά ΕΥΡΩ και ενενήντα επτά ΛΕΠΤΑ (38.117,97), με το νόμιμο τόκο από 24-8-2007 μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ μέρος από τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, σε βάρος του εναγομένου, τα οποία καθορίζει σε τρεις χιλιάδες (3.000) ΕΥΡΩ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ  την  επιστροφή  των παραβόλων  των  ένδικων  εφέσεων

στους καταθέσαντες.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε στον Πειραιά, στις 6 Δεκεμβρίου 2018, δημοσιεύτηκε δε στο ίδιο μέρος, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους στις 28 Ιανουαρίου 2019.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ