Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 10/2017

Αριθμός    10/2017

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Χάσκαρη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Δ.Π..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 270, 524 §§ 1 και 2 και 528 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την αντικατάσταση τους με   τα άρθρα, αντιστοίχως, 28, 44 § 1 και 44 § 2 του ν. 3994/ 2011, προκύπτει ότι είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση ενώπιον όλων των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, ενώ ενώπιον των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων η προφορική είναι υποχρεωτική μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε από το διάδικο, που δικάστηκε στον πρώτο βαθμό ερήμην, οπότε, με την τυπική παραδοχή της έφεσης, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η πρωτόδικη απόφαση, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης και αναδικάζεται η υπόθεση από το εφετείο, ενώπιον του οποίου η συζήτηση γίνεται πλέον προφορικά. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή, που είναι υποχρεωτική η   προφορική συζήτηση ενώπιον του Εφετείου, οπότε εφαρμόζονται όλες οι διατάξεις του άρθρου 270, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ, και έτσι δεν είναι επιτρεπτή η παράσταση κατά τη συζήτηση με κοινή δήλωση των διαδίκων, που υπογράφεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, ή με δήλωση του ενός ή ορισμένων μόνο πληρεξουσίων, ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση. Η απαγόρευση της παράστασης με δήλωση πληρεξούσιου δικηγόρου στην περίπτωση του άρθρου 528 ΚΠολΔ ισχύει όχι μόνο για το διάδικο, ο οποίος δικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό σαν να ήταν παρών, ή ενόψει της ισχύος κατά το χρόνο συζητήσεως της αγωγής στον πρώτο βαθμό είχε συναχθεί σε βάρος του το τεκμήριο σιωπηρής ομολογίας ή παραίτησης ως προς την αγωγή (άρθρα 271 παρ., 272 παρ. 1 ΚΠολΔ) και με την έφεση ο εκκαλών ζητούσε την ανατροπή του τεκμηρίου αυτού, οπότε η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται αμέσως χωρίς έρευνα των λόγων της έφεσης, αλλά και για τον αντίδικο του, ο οποίος είχε παραστεί κανονικά στον πρώτο βαθμό, γιατί διαφορετικά προφορική συζήτηση δεν νοείται, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα εκατέρωθεν ακροάσεως και κατ΄ αντιδικία συζητήσεως της υποθέσεως, για να εξασφαλίζεται η αρχή της δίκαιης δίκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (ΑΠ 2150/2014, AΠ 1858/2014, AΠ 1040/2013, AΠ 1546/2013, AΠ 280/2012, AΠ 252/2009, ΑΠ 866/2008).

Αν δε ο διάδικος, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση, είναι ο εφεσίβλητος, θεωρείται ως μη νομίμως παριστάμενος και συνεπώς δικάζεται ερήμην, πλην όμως η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ 4 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε  με το άρθρο 44 παρ 1 του Ν 3994/27-7-2011, εφόσον βεβαίως έχει προηγηθεί έρευνα της νομότυπης κλητεύσεώς του, κατ΄ άρθρο 271 παρ 1 σε συνδ. προς 524 παρ 1 του ΚΠολΔ (βλ. σχετ. ΑΠ 2150/2014, ΑΠ 93/2013, ΑΠ  280/2012, ΑΠ 845/2012, ΑΠ 1851/2011, ΑΠ 158/2010).

Στην προκειμένη περίπτωση, η από 4.4.2014 (αρ. κατ. ……../2014) έφεση κατά της με αριθμό 842/2014 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την τακτική  διαδικασία, ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση  επιδόθηκε στην εναγομένη στις 11-3-2014 και η τελευταία άσκησε την έφεσή της την 7-4-2014 (άρθρα 495 παρ 1 και 2, 511 παρ 1β, 516 παρ 1, 517 και 518 παρ 1 ΚΠολΔ). Επομένως η  έφεση είναι τυπικά  δεκτή και σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, πρέπει να  γίνει δεκτή και στην ουσία της και να εξαφανιστεί  η εκκαλούμενη απόφαση μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (έφεση). Στη συνέχεια πρέπει να  κρατηθεί και δικαστεί η υπόθεση από το παρόν  Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ 1 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί  η ένδικη αγωγή ως προς τη νομική και ουσιαστική  της βασιμότητα, ερήμην της εφεσίβλητης, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της οποίας κατέθεσε μεν προτάσεις, αλλά δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο κατά την παρούσα δικάσιμο, έχοντας υποβάλλει σχετική δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ ότι δεν θα παραστεί κατά την εκφώνηση της υπόθεσης. Κατά συνέπεια, η εφεσίβλητη δεν έλαβε κανονικά μέρος στη συζήτηση και θεωρείται δικονομικά απούσα, συνακόλουθα δε πρέπει να δικαστεί ερήμην, αλλά η διαδικασία πρέπει να  προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα.

Στην από 16.11.2009 (αρ. κατ. …../2009) αγωγή της η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ιστορεί κατ΄ εκτίμηση  του δικογράφου της αγωγής αυτής, ότι είναι κυρία του λεπτομερώς περιγραφομένου στην αγωγή αυτή  διαμερίσματος και ότι η εναγόμενη, η οποία είναι κυρία του υπερκείμενου διαμερίσματος  προέβη στις αναφερόμενες στην ίδια αγωγή εργασίες ανακαινίσεως του εν λόγω διαμερίσματός της, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την εισροή υδάτων στο διαμέρισμα αυτής (ενάγουσας) και την πρόκληση ζημιών στο διαμέρισμα αυτό, για την αποκατάσταση των οποίων απαιτείται το ποσό των 6.000 ευρώ, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής. Ότι οι παραπάνω ζημιές στο διαμέρισμά της οφείλονται στην παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης, η οποία παρέλειψε να προβεί στη στεγανοποίηση της βεράντας του υπερκείμενου διαμερίσματός της, καθώς και στη συντήρηση του συστήματος απαγωγής υδάτων από το διαμέρισμα αυτό. Ότι η εναγόμενη, μολονότι υποσχέθηκε ότι θα αποκαταστήσει τις ζημίες στο διαμέρισμά της (ενάγουσας) ουδέν έπραξε, ούτε συνεργάστηκε με την ίδια (ενάγουσα) για την αποκατάσταση των ζημιών αυτών, οι οποίες επηρεάζουν τη λειτουργικότητα του εν λόγω διαμερίσματός της, γεγονός που της προκαλεί σημαντική οικονομική επιβάρυνση αλλά και  αισθήματα θλίψης και στενοχώριας. Ότι εξαιτίας  της αδικοπρακτικής αυτής συμπεριφοράς της εναγόμενης υπέστη ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να της καταβληθεί χρηματική ικανοποίηση ανερχόμενη στο ποσό των 60.000 ευρώ.

Με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί, μετά την παραδεκτή τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής της σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη έχει υποχρέωση να της καταβάλει για τις παραπάνω αιτίες το συνολικό ποσό με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

Κατά το άρθρο 6 § 1 του ν. 3741/1929 ο ιδιοκτήτης κάθε ορόφου ή μέρους αυτού κατασκευάζει και διατηρεί με δική του δαπάνη το πάτωμα στο οποίο βαίνει, τις θύρες που ανήκουν ιδιαιτέρως σε κάθε ιδιοκτησία, τους θόλους, τα δωμάτια και τις οροφές των δωματίων αυτού. Η διάταξη αυτή αναφέρει ενδεικτικά και όχι αποκλειστικά τα υπαγόμενα στη διαιρετή ιδιοκτησία επί μέρους πράγματα και τα κύρια από αυτά που περικλείουν και αποτελούν τη διαιρετή ιδιοκτησία. Από την ως άνω διάταξη σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 3 § 1, 5, 9 παρ. 2 και 3 του ν. 3741/1929 και το άρθρο 1006 ΑΚ προκύπτει ότι, ο κύριος ορόφου ή διαμερίσματος έχει υποχρέωση να διατηρεί τη διαιρετή ιδιοκτησία του σε τέτοια κατάσταση ώστε να μη μπορεί να προκύψει από αυτήν βλάβη στη χρήση των λοιπών διαιρετών ή των κοινών της οροφοκτησίας. Παρόλο που στη διάταξη του άρθρου 6 § 1 του ν. 3741/1929 δεν γίνεται ρητή αναφορά σε «υποχρέωση», όμως αυτό προκύπτει από το όλο πνεύμα και το σκοπό της και της εισηγητικής έκθεσης του νόμου. Συνεπώς, ο κύριος ορόφου ή διαμερίσματος ευθύνεται κατά την § 1 του άρθρου 6 του ν. 3741/1929 έναντι των λοιπών κυρίων της οροφοκτησίας από τη μη διατήρηση ή πλημμελή συντήρηση της διαιρετής του ιδιοκτησίας και της δυνάμενης να επέλθει εξ αυτής βλάβης και μπορεί να υποχρεωθεί στη λήψη των μέτρων που επιβάλλονται για την αποτροπή της βλάβης ή στην καταβολή αποζημίωσης (βλ. Κωνσταντόπουλου, Η οροφοκτησία εν Ελλάδι, 1974, σ. 231-232, Σπυριδάκης, Δίκαιο οριζόντιας και κάθετης ιδιοκτησίας, 1996, σ. 176, Ζέπο, Η κατ΄ όροφον ιδιοκτησία, § 25, Χρ. Κανέλλο, Η οροφοκτησία, σ. 106). Περαιτέρω, αν η πιο πάνω παράλειψη του συνιδιοκτήτη είναι και υπαίτια, δικαιούται ο συνιδιοκτήτης που ζημιώνεται και προσβάλλεται κατά τούτο στο εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας του, να στραφεί κατά εκείνου και να ζητήσει αποζημίωση κατά τις διατάξεις των άρθρων 914, 932, 297, 298 ΑΚ. Με βάση τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ για την ύπαρξη αδικοπραξίας και συνακόλουθα υποχρέωσης του δράστη για αποζημίωση του παθόντα, απαιτείται εκτός από ζημία, η ζημία αυτή να έχει προξενηθεί από το δράστη παράνομα και υπαίτια, από δόλο δηλαδή ή από αμέλεια (άρθρο 330 ΑΚ), η δε παράνομη συμπεριφορά του υπαιτίου να οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη αυτού και, τέλος, να υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή παράλειψης και της επελθούσας ζημίας. Η ζημία, που προξενήθηκε από το δράστη, είναι παράνομη όταν προσβάλλεται με την ενέργεια (πράξη ή παράλειψη) τούτου, δικαίωμα προσώπου, όπως εκείνο της κυριότητας (ΑΠ 996/2004 ΕλΔνη 45 σελ. 1348) ή και απλό συμφέρον του παθόντος, προστατευόμενο από ορισμένη διάταξη νόμου, η οποία παραβιάσθηκε, ενώ η υπαίτια παράλειψη του δράστη γεννά την προς αποζημίωση υποχρέωση του, όταν ο παραλείψας ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης, δε, συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη ήταν ικανή και πρόσφορη, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, άλλως, κατά την πιθανή και συνήθη πορεία των πραγμάτων να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο επήλθε στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΟλΑΠ 23/1998 ΕλΔνη 30.1150, ΑΠ 87/2000 ΕλΔνη 41.967, ΕΠειρ 501/2015, ΕΑ 1374/2010, ΕΠ 132/2009, ΕΔ 2/1998).

Περαιτέρω, κατά το αρθ. 17§2 ΚΠολΔ στην αρμοδιότητα των Μονομελών Πρωτοδικείων υπάγονται και οι διαφορές ανάμεσα στους ιδιοκτήτες ορόφων και διαμερισμάτων από τη σχέση της οροφοκτησίας. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, υπάγονται στην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου, ανεξαρτήτως της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς, και δικάζοντα: κατά τη διαδικασία των αρθ. 648-657 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το αρθ. 647§2 του ίδιου Κωδικός, οι διενέξεις μεταξύ των οροφοκτητών που απορρέουν από τη σχέση της οροφοκτησίας, δηλαδή οι αναφερόμενες στο ν. 3741/1929, οι οποίες αφορούν την εφαρμογή και ερμηνεία της πράξεως συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας και του κανονισμού (βλ. ολΑΠ 35/05 Δνη 46. 1035), την ερμηνεία και εφαρμογή του ν. 3741/1929 και των αρθ. 1002 και 1117 ΑΚ και τις εν γένει διενέξεις μεταξύ των οροφοκτητών ως προς τα εκατέρωθεν δικαιώματα και υποχρεώσεις τους που προκύπτουν από τη σχέση της οροφοκτησίας, ανεξαρτήτως εάν αφορούν στις διαιρετές ιδιοκτησίες τούτων ή τα κοινά μέρη της οικοδομής και αν στηρίζονται απευθείας στην πράξη συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας και τον κανονισμό ή σε άλλες διατάξεις που συμπληρώνουν το καθεστώς της οροφοκτησίας (βλ. ΑΠ 2584/2006, ΑΠ 548/78 ΝοΒ 27. 512, ΑΠ 488/05 Δνη 46. 1399, ΕΛ 296/2011, ΕφΛαρ 420/01 Δικογρ 2002. 44, ΕφΑθ 3345/98 Δνη 39. 920, ΕφΑθ 2281/97 Δνη 38.1917).

Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 591 § 2 του ΚΠολΔ, αν η υπόθεση δεν υπάγεται στη διαδικασία κατά την οποία έχει εισαχθεί, το δικαστήριο αποφαίνεται γι΄ αυτό αυτεπαγγέλτως και διατάζει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά τη διαδικασία σύμφωνα με την οποία δικάζεται. Κατά τη διάταξη αυτή, το δικαστήριο ελέγχει και αυτεπαγγέλτως, αν η υπόθεση έχει εισαχθεί με την προσήκουσα διαδικασία. Σε αρνητική περίπτωση οφείλει να διατάξει την εκδίκαση της κατά τη διαδικασία στην οποία αυτή υπάγεται. Η διάταξη έχει εφαρμογή, όχι μόνο όταν η υπόθεση εισήχθη εσφαλμένα σε διάφορη ειδική διαδικασία, αλλά και όταν εισήχθη στην τακτική διαδικασία, ενώ υπάγεται σε κάποια ειδική ή αντιστρόφως. Και αν μεν, πέραν της ακαταλληλότητας της διαδικασίας, το δικαστήριο που δικάζει είναι και καθ’  ύλην αναρμόδιο, παραπέμπει υποχρεωτικά την υπόθεση ενώπιον του αρμοδίου (άρθ. 46 ΚΠολΔ), το οποίο και θα εφαρμόσει την προσήκουσα διαδικασία. Αν, όμως, είναι καθ΄ ύλην αρμόδιο, έχει τη διακριτική ευχέρεια, διατάζοντας  την εκδίκαση της διαφοράς κατά την αρμόζουσα διαδικασία, είτε να εφαρμόσει αμέσως τις διατάξεις της διαδικασίας αυτής και να εκδώσει, χάριν οικονομίας της δίκης, μία ενιαία απόφαση που θα περιλαμβάνει τόσο την πιο πάνω διάταξη όσο και την επί της ουσίας κρίση, είτε να παραπέμψει την υπόθεση σε άλλη συνεδρίαση του, προκειμένου να εφαρμοστεί η προσήκουσα διαδικασία. Το τελευταίο θα συμβαίνει κυρίως, όταν, ενόψει των διαφορετικών ρυθμίσεων της εφαρμοστέας διαδικασίας, καθίσταται ανεπιεικής για τους διαδίκους, η άμεση εφαρμογή της, λόγω έλλειψης κατάλληλης προπαρασκευής (ΕΑ 131/2008, Ποδηματά σε Ερμ. ΚΠολΔ Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, άρθ. 591, αριθ. 9 και 10, Βαθρακοκοίλης όπ.π., Τόμος 3ος, άρθ. 591, αριθ. 8, 10, 14, 18 και 19, όπου και παραπομπές στη νομολογία). Στην προκείμενη περίπτωση η ένδικη αγωγή υπό το προεκτεθέν περιεχόμενο, αφορά σε διαφορά μεταξύ των διαδίκων  ως προς τις υποχρεώσεις τους, ως οροφοκτητών, που προκύπτουν από τη σχέση της οροφοκτησίας. Επομένως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η ένδικη διαφορά υπάγεται στην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου, ανεξαρτήτως της αξίας του αντικειμένου της και δικάζεται κατά την διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρα 17 παρ 2 και 647 παρ 2 ΚΠολΔ). Συνακόλουθα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε ότι αρμοδίως και παραδεκτά εισήχθη η αγωγή ενώπιόν του για να δικαστεί κατά  την τακτική διαδικασία, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως βάσιμα ισχυρίζεται η εναγόμενη με την έφεσή της. Κατόπιν αυτού και δεδομένου  ότι η εκκαλούμενη απόφαση έχει ήδη εξαφανιστεί, το δικαστήριο πρέπει να προβεί στην εκδίκαση  της αγωγής, κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των άρθρων 648-657 ΚΠολΔ (άρθρο 647 παρ 2 του  ίδιου Κώδικα), εφαρμόζοντας τις διατάξεις της διαδικασίας αυτής, τούτο δε χάριν  της οικονομίας της δίκης, και εφόσον από άλλη γενική αρχή της καλόπιστης  διεξαγωγής της δίκης δεν επιβάλλεται η παραπομπή σε ιδιαίτερη συζήτηση προς προπαρασκευή των διαδίκων.

Εξάλλου, για το ορισμένο  της απόψεως απαιτουμένων κατ΄ άρθρο 216 του ΚΠολΔ στοιχείων αγωγής αποζημιώσεως συνιδιοκτήτη για την αποκατάσταση της ζημίας που προξενήθηκε σ΄ αυτόν, λόγω υπαίτιας παραβίασης από μέρους του εναγομένου της υποχρέωσής του να παραλείπει κάθε πράξη, ενέργεια και τρόπο χρήσης της ιδιοκτησίας του, που παραβλάπτει τη χρήση των άλλων ιδιοκτητών, απαιτείται και αρκεί να εκτίθενται σ΄ αυτήν η πράξη συστάσεως της οροφοκτησίας κατά το καθεστώς του ν. 3741/1929 και η μεταγραφή της, η ιδιότητα του ενάγοντος και του  εναγομένου ως ιδιοκτητών επί χωριστής ιδιοκτησίας ο καθένας, καθώς και η υπαίτια πράξη ή παράλειψη  του εναγομένου, από την οποία παραβιάζεται το καθήκον του να διατηρεί την ιδιοκτησία του σε καλή  κατάσταση και η εαυτής αιτιωδώς απορρέουσα  ζημία του ενάγοντος (ΑΠ 1489/1999, ΕΠατ 315/2008, ΕΠειρ 400/2002). Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση  του δικογράφου της αγωγής (όπως αυτό εκτιμάται από το δικαστήριο) προκύπτει ότι η ενάγουσα αναφέρει ότι η οικοδομή, επί της οποίας βρίσκονται οι χωριστές ιδιοκτησίες των διαδίκων, διέπεται  από τις διατάξεις του  ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 του ΑΚ και επίσης αναφέρει την πράξη  συστάσεως οροφοκτησίας (υπ΄ αριθμ. ……/18.5.1978), αλλά δεν αναφέρει ότι η πράξη αυτή έχει μεταγραφεί. Συνεπώς δεν πληρούνται, κατ΄ άρθρο 216 παρ 1 ΚΠολΔ τα απαιτούμενα για το ορισμένο της παραπάνω αγωγής στοιχεία και συνακόλουθα η αγωγή είναι  αόριστη και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου, που εφαρμόστηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο  για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας από την εφεσίβλητη-ενάγουσα (άρθρα 501, 502, 503 και 505 ΚΠολΔ). Τέλος, εφόσον έγινε δεκτή  η έφεση της εκκαλούσας πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή σ΄ αυτήν του παραβόλου που κατέθεσε για την άσκηση της έφεσης (άρθρο 495 παρ 4 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της εφεσίβλητης-ενάγουσας.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την από 4-4-2014 (αρ. κατ. …./2014) έφεση κατά της 842/2014 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Εξαφανίζει την παραπάνω απόφαση

Κρατεί και δικάζει την από 16-11-2009 (αρ. κατ. …./2009) αγωγή.

Αποφαίνεται ότι αυτή πρέπει να δικασθεί κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 648-657 ΚΠολΔ

Απορρίπτει την παραπάνω αγωγή

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων

Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του κατατεθέντος από αυτήν παραβόλου διακοσίων (200) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 12 Ιανουαρίου 2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ