Αριθμός 11/2017
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Βασιλική Χάσκαρη και Γεωργία Λάμπρου, Εισηγήτρια, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 5-12-2014 (αριθμ. εκθ. καταθ. …../2014) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας εναγομένης κατά της υπ΄ αριθμ. 4129/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατ΄αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση αντιγράφου της εκκαλούμενης απόφασης που έλαβε χώρα στις 5-11-2014 όπως προκύπτει από την υπ΄αριθμ. …. Δ΄/5-11-2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ………. και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 5-12-2014 (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 500, 511, 513 παρ.1 περ. β΄ εδ.α΄, 516 παρ.1,517εδ.α , 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ).Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του ΚΠολΔ) και να εξετασθεί περαιτέρω το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία (533 παρ.1 ΚΠολΔ).
Κατά το άρθρο 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει το δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, επιπλέον δε, κατά το άρθρο 59 ΑΚ, το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί να καταδικάσει τον υπαίτιο και σε ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του προσβληθέντος και ειδικότερα να τον υποχρεώσει (τον υπαίτιο) σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε ο,τιδήποτε άλλο επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Προστατεύεται έτσι με τα παραπάνω άρθρα η προσωπικότητα και κατ` επέκταση η αξία του ανθρώπου ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρ. 2§1 του Συντάγματος (ΑΠ 1735/2009), αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Tα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως η προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική του αξία συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων είναι: α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη που συμβαίνει όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης είτε ασκείται καταχρηστικά κατά την έννοια των άρθρ. 281 ΑΚ και 25§3 του Συντάγματος και γ) πταίσμα του προσβολέα όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 1599/2000, 333/2010, 356/2010, 1007/2010). Στην περίπτωση αυτή η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας συνιστά ασφαλώς ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας (ΑΠ 167/2000), οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρ. 914, 919, 920 και 932 ΑΚ, ιδίως για την αποκατάσταση της τυχόν υλικής ζημίας του προσβληθέντος (άρθρ. 57§2 ΑΚ), ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης είναι η φύση της διάταξης που ενδέχεται με την προσβολή να παραβιάζεται και η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου.
Συνεπώς παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψή του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς κατά την έννοια των άρθρ. 361- 363 ΠΚ,. Ειδικότερα κατά τα άρθρα αυτά εξύβριση διαπράττει όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ενώ όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Ως γεγονός κατά τις παραπάνω διατάξεις νοείται κάθε περιστατικό του εξωτερικού κόσμου ή αντίθετη προς την ηθική ή την ευπρέπεια σχέση ή συμπεριφορά, εφόσον ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά απόδειξης, συνιστά δε ισχυρισμό του γεγονότος κάθε σχετική μ` αυτό ανακοίνωση, που βασίζεται είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη είτε σε υιοθέτηση της γνώμης άλλου. Αντίθετα διάδοση γεγονότος συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της σχετικής ανακοίνωσης που έγινε από άλλον. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ` αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Έτσι σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι` αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμηση, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη.
Κατά την έννοια δε της ουσιαστικής διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, κατά το οποίο η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά τον μεσολαβήσαντα χρόνο, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς να εμποδίζουν κατά νόμο τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού η συμπεριφορά αυτή τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (βλ. Ολ ΑΠ 17/1995 και 62/1990). Απαιτείται δηλαδή για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση και με εκείνη του υποχρέου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υποχρέου και η υπ` αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για αυτόν (υπόχρεο) επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, τις συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να επικαλεσθεί ο υπόχρεος προς απόκρουση του δικαιώματος (Ολ.ΑΠ 62/1990 ανωτ.). Περαιτέρω, το ζήτημα αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση ασκήσεως του δικαιώματος του (ΟλΑΠ 33/2005, ΟλΑΠ 8/2001, ΟλΑΠ 17/1995, ΑΠ 971/ 2004, ΑΠ 66/ 2004, ΑΠ 938/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με την από 29-3-2011 (αριθμ. εκθ. καταθ. ……./ 2011) αγωγή τους ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά οι ενάγουσες και ήδη εφεσίβλητες εξέθεταν ότι εργάζονται ως καθαρίστριες- εργάτριες στην εταιρεία με την επωνυμία «…………….» και το διακριτικό τίτλο «………….» η οποία εδρεύει σε μισθωμένο κατάστημα εντός του κοιμητηρίου ….. Ότι αντικείμενο της εργασίας τους είναι το άναμμα των καντηλιών και η καθαριότητα των μνημάτων, που η ως άνω εργοδότρια εταιρεία έχει αναλάβει να φροντίζει για λογαριασμό των πελατών της – συγγενών των θανόντων. Ότι η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα που δραστηριοποιείται επαγγελματικά με το ίδιο αντικείμενο μέσα στο χώρο του κοιμητηρίου …., κατά το χρονικό διάστημα από 17-9-2010 μέχρι 4-11-2010 προκάλεσε σε βάρος τους κατ΄επανάληψη προπηλακισμούς, προσβολές, εξυβρίσεις και απειλές κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι λόγω της εξακολουθητικής ως άνω συμπεριφοράς της εναγομένης έχουν περιέλθει σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, εργάζονται υπό καθεστώς φόβου και ανησυχίας, προσβλήθηκε παράνομα η προσωπικότητά τους ως προς την τιμή και την υπόληψή τους και υπέστησαν και ψυχική ταλαιπωρία. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησαν : α) να υποχρεωθεί η εναγομένη να τους καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την τελεσθείσα σε βάρος τους αδικοπραξία και προσβολή της προσωπικότητάς τους στην μεν πρώτη ενάγουσα το ποσό των 5.000 ευρώ, στη δε δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 15.000 ευρώ, πλέον του ποσού των 44 ευρώ που επιφυλάσσεται κάθε μία να ζητήσει ως πολιτικώς ενάγουσα από τα αρμόδια ποινικά δικαστήρια, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, β) να απαγορευθεί στην εναγομένη κάθε προσβολή της προσωπικότητάς τους, γ) να απειληθεί ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί χρηματική ποινή 10.000 ευρώ και προσωπική κράτηση τριών (3) μηνών εναντίον της εναγομένης για κάθε παράβαση της εκδοθησομένης απόφασης, δ) να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και τέλος να καταδικασθεί η εναγομένη στην εν γένει δικαστική τους δαπάνη.Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία, αφού κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη η αγωγή στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57,59, 299, 914, 932, 346 ΑΚ, 947, 907, 908 και 176 ΚΠολΔ, έγινε δεκτή αυτή εν μέρει ως και κατ`ουσίαν βάσιμη και α) απαγόρευσε στην εναγομένη να εξυβρίζει, απειλεί και να προπηλακίζει τις ενάγουσες, β) απείλησε κατά της εναγομένης χρηματική ποινή χιλίων (1.000) ευρώ και προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) μηνός για κάθε παράβαση του διατακτικού της απόφασης έναντι εκάστης των εναγουσών, γ) κήρυξε την απόφαση ως προς την αμέσως προηγούμενη καταψηφιστική της διάταξη προσωρινά εκτελεστή, δ) υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ και στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και τέλος επέβαλε σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγουσών, τα οποία όρισε στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εναγομένη- εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεσή της για τους λόγους που αναφέρονται σ` αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε στη συνέχεια να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης εκείνου του Δικαστηρίου, τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 αρ. 3, 448 αρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, εκτός από την από 14-2-2011 υπεύθυνη δήλωση (κατά τον τύπο του ν.δ. 105/ 1979) του τρίτου ………… που προσκομίζουν και επικαλούνται οι ενάγουσες διότι κατά την κρίση του Δικαστηρίου λήφθηκε για να χρησιμοποιηθεί ειδικώς ως αποδεικτικό μέσο στη δίκη αυτή (Ολ ΑΠ 8/87 ΝοΒ 88.75), από τις ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγουσες εργάζονται ως εργάτριες- καθαρίστριες στην εταιρεία με την επωνυμία «………..» η οποία εδρεύει εντός του χώρου του κοιμητηρίου ….., με αντικείμενο την εμπορία λιανική και χονδρική ειδών νεκροταφείου, την αφή κανδηλίων και το πλύσιμο των τάφων. Πριν συσταθεί η ως άνω εταιρεία κατά το έτος 2009 καθένας από τους εταίρους διατηρούσε ατομική επιχείρηση με όμοιο αντικείμενο, στις οποίες είχαν απασχοληθεί τόσο οι ενάγουσες (στην επιχείρηση …..) όσο και η εναγομένη (επιχείρηση … και επιχείρηση …..). Από την άνοιξη του έτους 2010 η εναγομένη αποφάσισε και άρχισε να δραστηριοποιείται ατομικά, αναλαμβάνοντας η ίδια την αφή των καντηλιών και την περιποίηση των μνημάτων εντός του κοιμητηρίου …… δίχως στην αρχή να έχει προβεί σε σχετική δήλωση έναρξης επαγγέλματος, στην οποία προέβη τελικά στις 2-12-2010, με δηλωθείσα έδρα την Νίκαια Αττικής (οδός ………….) και με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών νεκροταφείου και αποτέφρωσης νεκρών. Προκειμένου δε να προσελκύσει πελατεία, η εναγομένη τύπωσε διαφημιστικές κάρτες στις οποίες αναγράφονταν οι υπηρεσίες που παρείχε και μάλιστα με χαμηλότερη τιμή, τις οποίες άφηνε πάνω στα μνήματα του κοιμητηρίου και κυρίως σε μνήματα των οποίων την περιποίηση είχε αναλάβει η εργοδότρια εταιρεία των εναγουσών, προβαίνοντας παράλληλα και σε άλλες αθέμιτες ενέργειες προς απόσπαση πελατείας από την ως άνω εργοδότρια εταιρεία. Στη συνέχεια από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι οι ενάγουσες οι οποίες εργάζονται πολλά χρόνια στον ως άνω χώρο του κοιμητηρίου και είναι γνωστές και έμπειρες στην περιποίηση των μνημάτων, με συνέπεια να κατέχουν ιδιαίτερη θέση στο προσωπικό της ως άνω εταιρείας, γνωρίζοντας την παραπάνω επαγγελματική δραστηριότητα της εναγομένης στο χώρο του κοιμητηρίου, της έκαναν σχετική παρατήρηση το καλοκαίρι του έτους 2010, καλώντας την να σταματήσει τις ανωτέρω ενέργειές της, καθόσον με την απόσπαση πελατείας από την εργοδότρια εταιρεία με τον προαναφερόμενο τρόπο θίγονταν εμμέσως και τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα. Ενόψει δε του εν γένει φορτισμένου κλίματος που επικρατούσε κατά το ως άνω χρονικό διάστημα λόγω συχνών επεισοδίων που προκαλούνταν από τις αθέμιτες ενέργειες της εναγομένης μεταξύ αυτής και άλλων υπαλλήλων της εταιρείας, απάντησε στις ενάγουσες με απειλές και ύβρεις λέγοντας «θα σας καθαρίσουν οι Αλβανοί», «πουτάνες», «να μην ξαναπατήσετε εδώ μέσα», «λίγα είναι τα ψωμιά σας», «θα δείτε τι σας περιμένει». Ακολούθως, στις 17-09-2010 η εναγομένη έριξε διαδοχικά με ηθελημένη εκδήλωση καταφρόνησης στο αυτοκίνητο της δεύτερης ενάγουσας αυγά στην πόρτα του οδηγού, γεγονός που έγινε αμέσως αντιληπτό τόσο από την ίδια (δεύτερη ενάγουσα) όσο και από άλλους εργαζόμενους του κοιμητηρίου και επισκέπτες αυτού που συγκεντρώθηκαν και αποτέλεσε και θέμα συζητήσεως στις υπηρεσίες του Συνδέσμου Δήμων Πειραιά.Στη συνέχεια, στις 31-10-2010 η εναγομένη αιφνιδιαστικά και κινούμενη με μεγάλη για τις περιστάσεις ταχύτητα με το όχημά της, προς την κατεύθυνση της δεύτερης ενάγουσας που ήταν πεζή, φρέναρε σκόπιμα λίγα εκατοστά προ αυτής και θέλοντας να την περιαγάγει σε τρόμο την απείλησε με τις φράσεις «Μωρή καριόλα θα σε θάψω εδώ μέσα, σ΄αυτές τις τρύπες θα σε χώσω. Έντεκα μέρες σου μείνανε. Μέτρα από σήμερα». Ακολούθως, στις 4-11-2010 διαπιστώθηκαν εκτεταμένοι εμπρησμοί και βανδαλισμοί σε σαράντα περίπου μνήματα, των οποίων η καθαριότητα και το άναμμα των καντηλιών είχε ανατεθεί στην εργοδότρια εταιρεία των εναγουσών και προς τούτο θεωρώντας οι τελευταίες υπεύθυνη για το συμβάν την εναγομένη, διαμαρτυρήθηκαν για την παράνομη συμπεριφορά της, πλην όμως η εναγομένη απείλησε και πάλι την πρώτη ενάγουσα λέγοντας « αν έχεις άντερα, πλησίασέ με και θα δεις τι θα σου κάνω». Για τα ανωτέρω περιστατικά κατέθεσε με σαφήνεια και κατηγορηματικότητα η μάρτυρας απόδειξης ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και τα οποία επιβεβαιώνονται και από τις ένορκες βεβαιώσεις του φύλακα της πύλης του κοιμητηρίου Δήμου …….. και της εργάτριας- καθαρίστριας ……….. η οποία ήταν παρούσα στα περισσότερα περιστατικά, την ύπαρξη της οποίας στον τόπο και χρόνο των ως άνω επεισοδίων δεν αρνείται η εναγομένη (οι άνω ένορκες βεβαιώσεις λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια αφού λήφθηκαν για να χρησιμοποιηθούν σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων μεταξύ των ίδιων διαδίκων), ενώ για το συμβάν της 31-10-2010 έχει ήδη κατατεθεί και μήνυση σε βάρος της εναγομένης, και όλα τα ανωτέρω δεν αναιρούνται ουσιωδώς από τη γενικόλογη κατάθεση του εξετασθέντος στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο μάρτυρα – συζύγου της εναγομένης ο οποίος δήλωσε παντελή άγνοια όλων των περιστατικών που έλαβαν χώρα κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα.Κατ΄ακολουθία των ανωτέρω αποδείχθηκε ότι με τις παραπάνω ενέργειες της εναγομένης προσβλήθηκε παράνομα η προσωπικότητα των εναγουσών, μειώθηκε η τιμή και η υπόληψή τους και προκλήθηκε σ΄αυτές ηθική βλάβη. Προκειμένου δε να αποκατασταθεί η ηθική βλάβη των εναγουσών πρέπει να επιδικαστεί υπέρ αυτών ανάλογη χρηματική ικανοποίηση. Κατά το άρθρ. 932 ΑΚ, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι` αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των μερών. Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη, με αξιολόγηση και στάθμιση όλων των διαμορφωτικών συνθηκών κατά τον κρίσιμο χρόνο του προσδιορισμού της, μεταξύ των άλλων, τις ως άνω συνθήκες της επίμαχης αδικοπραξίας, το είδος της προσβολής, του ψυχικού άλγους που δοκίμασαν οι ενάγουσες, το βαθμό του πταίσματος της εναγομένης, τις ιδιότητες και την οικονομική κατάσταση των διαδίκων μερών (ολΑΠ 13/02, ΑΠ 8/09, ΑΠ 298/09, ΑΠ 44/09 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), κρίνει ότι πρέπει να επιδικασθεί στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ και στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, νομιμοτόκως τα ανωτέρω ποσά από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Τα ποσά αυτά κρίνονται ως δίκαια και εύλογα (βλ. και ΑΠ 716/08, ΑΠ 433/08, ΑΠ 1779/08, ΑΠ 635/07 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δηλαδή, ανάλογα με τις συγκεκριμένες περιστάσεις της προκείμενης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (αρθ. 25§1 του Συντάγματος και 2, 9§2 και 10§2 της ΕΣΔΑ), όπως η αρχή αυτή, εξειδικεύεται με την ανωτέρω διάταξη του αρθ. 932 ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης (βλ. και ολΑΠ 6/09, ΑΠ 79/10, ΑΠ 123/10 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Επίσης βάσει των ειδικών ως άνω συνθηκών της ένδικης υπόθεσης, αποδείχθηκε ότι υφίσταται σοβαρός και υπαρκτός κίνδυνος επελεύσεως παρόμοιων φραστικών επιθέσεων και απειλών στο μέλλον σε βάρος των εναγουσών και για το λόγο αυτό πρέπει να απαγορευθεί στην εναγομένη να εξυβρίζει, απειλεί και να προπηλακίζει τις ενάγουσες και να απειληθεί εναντίον της χρηματική ποινή ύψους χιλίων (1.000) ευρώ και προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) μηνός για κάθε τυχόν παράβαση της ανωτέρω υποχρέωσης της εναγομένης έναντι των εναγουσών.Ο ισχυρισμός δε της εναγομένης που επαναφέρει με σχετικό λόγο έφεσης ότι η ένδικη αγωγή δεν ασκήθηκε για να προστατεύσει την προσωπικότητα των εναγουσών από προσβολές που δήθεν διέπραξε αυτή σε βάρος τους, αλλά αποτελεί μέσο για την πάταξη του ανταγωνισμού στην επαγγελματική της δραστηριότητα στο χώρο του κοιμητηρίου και ως εκ τούτου πρέπει ν΄απορριφθεί ως ασκούμενη καταχρηστικά, απορριπτέος τυγχάνει ως μη νόμιμος. Τούτο δε διότι και αληθή υποτιθέμενα τα ως άνω περιστατικά που επικαλείται η εναγομένη για να θεμελιώσει την εκ του άρθρου 281 ΑΚ ένσταση, δεν αρκούν για να καταστήσουν καταχρηστική την άσκηση της αξίωσης των εναγουσών, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη νομική σκέψη της παρούσας. Κατά συνέπεια, η εκκαλουμένη, η οποία ως προς την αγωγή δέχθηκε τα ίδια ως ανωτέρω, αφού απέρριψε ως μη νόμιμη την περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος ένσταση της εναγομένης, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και την εκτίμηση των αποδείξεων και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της εναγομένης που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης πρέπει ν΄απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν και να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης, που η εκκαλούσα κατέθεσε, κατ` άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α`, 51/12-3-201
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσία την έφεση κατά της υπ αριθμ. 4129/ 2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ. ΚΑΙ
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των αριθ. …, …………/ 2014 παραβόλων άσκησης έφεσης που κατέθεσε η εκκαλούσα, ποσού διακοσίων (200) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 8η Δεκεμβρίου 2016 και δημοσιεύθηκε στις 12ης Ιανουαρίου 2016 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ